Παρασκευή, Ιουνίου 13, 2025

15000 ευρώ αποζημίωση εργαζομένου για κάμερες στον χώρο εργασίας

Με την απόφαση 542/2025 το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών εξέτασε υπόθεση αγωγής εργαζομένου στον τομέα της εστίασης κατά της εργοδότριας εταιρίας του για την ηθική βλάβη που υπέστη από κλειστό κύκλωμα καμερών που λειτουργούσε στον χώρο της εργασίας του. 

 Στην υπόθεση αυτή εκπροσώπησα τον εργαζόμενο ως πληρεξούσιος δικηγόρος του. 

 

Με την αγωγή μας θέσαμε υπόψη του δικαστηρίου το σύνολο των καμερών που ήταν εγκατεστημένες σε όλους τους χώρους εργασίας από τους οποίους διερχόταν ο εργαζόμενος και επισημάναμε ότι δεν είχε προηγηθεί κατάλληλη ενημέρωσή του σύμφωνα με τον GDPR. 

 

Το Δικαστήριο με την απόφασή του εξέτασε μία προς μία τις κάμερες και τους χώρους βιντεοεπιτήρησης. Έκρινε ότι είναι απαραίτητη η τοποθέτηση προειδοποιητικών πινακίδων ενημέρωσης των εργαζομένων ότι ο κάθε χώρος καταγράφεται. Έκρινε ότι απαγορεύεται ρητώς η χρήση των δεδομένων ως κριτήριο για την αξιολόγηση της συμπεριφοράς και της αποδοτικότητας των εργαζομεών, “καθώς ο διαρκής έλεγχος των χώρων εργασίας με μέσα παρακολούθησης προσβάλλει την αξιοπρέπεια και την ιδιωτικότητα των εργαζομένων”. Έκρινε ότι οι εκπρόσωποι των εργαζομένων πρέπει να ενημερώνονται και να διατυπώνουν γνώμη πριν από την εισαγωγή μεθόδων ελέγχου και παρακολούθησης, καθώς και για τους λόγους που κρίνεται αναγκαια. Έκρινε ότι οι κάμερες που κάλυπταν τα σημεία πώλησης προϊόντων και τα σημεία ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού δεν μπορούσαν να οδηγήσουν σε λεπτομερή παρακολούθηση του ενάγοντος, αλλά εξυπηρετούν τον σκοπό αποτροπής κινδύνων και τους σκοπούς τήρησης κανόνων υγιεινής και ασφάλειας τροφίμων. 

 Ωστόσο, η κάμερα που παρακολουθούσε από εξωτερικό χώρο το μηχάνημα του κλιματισμού μπορούσε να καταγράψει, μερικώς έστω, το π ρ ό σ ω π ο του εκάστοτε ευρισκόμενου στον απέναντι χώρο της τ ο υ α λ έ τ α ς, σε περίπτωση που το παράθυρο της παραμένει ανοικτό! Ειδικότερα το Δικαστήριο έκρινε ότι “η επαναλαμβανόμενη αίσθηση του ενάγοντος – κάθε φορά που έκανε χρήση της εν λόγω τουαλέτας – ότι πιθανώς βρίσκεται υπό παρακολούθηση, αρκεί αφ’ εαυτής για να στοιχειοθετήσει προσβολή της προσωπικότητάς του, δοθέντων των συνδεομένων με τον χώρο ευλόγως υφισταμένων αυξημένων προσδοκιών προστασίας της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 5 παρ. 1Σ) [βλ. υπ’ αριθμόν 1/2011 Οδηγία της ΑΠΔΠΧ].” 

Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν παράνομη η λειτουργία κάμερας που κάλυπτε τον χ ώ ρ ο δ ι α λ ε ί μ μ α τ ο ς των εργαζομένων. Η δικαστική απόφαση αναφέρει σχετικά με αυτό: “Ο προορισμένος για το διάλειμμα των εργαζομένων χώρος της ταράτσας, καταγραφόμενος από κάμερα τοποθετημένη στο εσωτερικό του κτιρίου και στραμμένη προς τη γυάλινη επιφάνεια (τζάμι παραθύρου) που χωρίζει τον εσωτερικό χώρο από την ταράτσα, συνιστά αφενός χώρο που οι εργαζόμενοι, μεταξύ των οποίων ο ενάγων, παραμένουν επί μακρόν, αφετέρου χώρο που αυτοί συνδέουν με αυξημένες προσδοκίες προστασίας της ιδιωτικής ζωής. Έτσι, όπως και στην προαναφερόμενη περίπτωση (της υπ’ αριθμόν 9 κάμερας), τα συλλεγόμενα δεδομένα, μη περιοριζόμενα στον εντός του χώρου της κάμερας εξοπλισμού, είναι περισσότερα από τα αναγκαία και πρόσφορα για τον επιδιωκόμενο σκπό προστασίας της ιδιοκτησίας της εναγομένης. Η τελευταία, για την επίτευξη του σκοπού της επεξεργασίας όφειλε και μπορούσε να καταφύγει σε ηπιότερα και εξίσου αποτελεσματικά μέσα, όπως η τοποθέτηση της κάμερας σε διαφορετική γωνία ή η εγκατάσταση διαχωριστικού στοιχείου που θα απέκλειε την οπτική πρόσβασης προς και από τον εν λόγω χώρο της ταράτσας. Επιπροσθέτως, καίτοι η εναγομένη ισχυρίζεται ότι κάνει χρήση τεχνικού περιορισμού και δη “μαύρου μασκαρίσματος” για το τραπέζι του χώρου ανάπαυλας των εργαζομένων, όπερ επιβεβαιώνει και ο ενόρκως βεβαιώσας ανωτέρω τεχνικός συστήματος ασφαλείας, δεν ανταποκρίνεται στο βάρος απόδειξης περί του αν πρόκειται για μασκάρισμα (masking) σταθερό και μη επεξεργάσιμο. Ειδικότερα, η εναγομένη δεν αποδεικνύει ότι ο αποκλεισμός ζωνών γίνεται από την ίδια την κάμερα (εφαρμογή masking σε επίπεδο firmware ή χρήση κάμερας με ενσωματώμενη σχετική τεχνητή νοημοσύνη) ήτοι πριν η εικόνα φτάσει στο καταγραφικό της (Network Video Recorder – NVR) ή αν αυτή γίνεται μέσω του τελευταίου. Τούτο όμως έχει σημασία, καθώς η τελευταία αυτή περίπτωση συνεπάγεται πλήρη καταγραφή εικόνας και εκ των υστέρων κάλυψη, άλλως ειπείν αφορά στη χρήση τεχνολογιών επικάλυψης των συλλεγόμενων δεδομένων επί της οθόνης προβολής / παρακολούθησης, μέτρο το οποίο μπορεί να αντιστραφεί ή αλλάξει ο υπεύθυνος επεξεργασίας από τις σχετικές ρυθμίσεις του συστήματος, ώστε η εικόνα που λαμβάνεται από τις κάμερες να προβάλλεται στην οθόνη προβολής / παρακολούθησης χωρίς καθόλου κάλυψη ή με κάλυψη άλλων τμημάτων (βλ. ΑΠΔ 23/2025, πρβλ ΑΠΔ 87/2015). Άλλωστε και κατόπιν τουτων, το γεγονός της διαγραφής του υλικού καταγραφής μετά την πάροδο δεκατεσσάρων (14) ημερών δεν αναιρεί τον αδικαιολόγητο περιορισμό της ελευθερίας του ενάγοντος – εργαζομένου, ως εκδήλωση της ακώλυτης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του.” 

Σημαντική ήταν η κρίση του Δικαστηρίου σε σχέση και με την παράλειψη αρχικής γραπτής ενημέρωσης του εναγομένου, στοιχείο που κλόνισε το στοιχείο της παρεχόμενης από αυτον συγκατάθεσης. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η έγγραφη ενημέρωση δόθηκε από την εργοδότρια εταιρία στον εργαζόμενη την ίδια ημερομηνία που της επιδόθηκε η ένδικη αγωγή του. Επιπλέον, “λαμβανομένης υπ’ όψιν της υφιστάμενης στη σύμβαση εργασίας εξάρτησης που συνεπάγεται η σχέση εργοδότη – εργαζομένου, καθώς και της εν γένει μη προκύπτουσας εν πλήρει επιγνώσει συγκατάθεσης για την επεξεργασία των δεδομένων η προκείμενη συγκατάθεση του ενάγοντος κρίνεται ανίσχυρη, ήτοι μη προσδίδουσα νόμιμη βάση στην επεξεργασία (βλ. ΑΠΔΠΧ 13/2024, ΤΝΠ ΔΣΑ).” Στο σημείο αυτό δηλαδή, απορρίπτεται ξεκάθαρα η ίδια η έννοια της συγκατάθεσης του εργαζομένου, ακριβώς λόγω της σχέσης εξάρτησης που υπάρχει από τον εργοδότη, έτσι ώστε να μην μπορεί να νοηθεί ως ελεύθερη δήλωση βούλησης, κατά τα οριζόμενα εξάλλου και στον αρ. 43 του GDPR που ορίζει ότι: “για να διασφαλιστεί ότι η συγκατάθεση έχει δοθεί ελεύθερα, η συγκατάθεση δεν θα πρέπει να παρέχει έγκυρη νομική βάση για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, όταν υπάρχει σαφής ανισότητα μεταξύ του υποκειμένου των δεδομένων και του υπευθύνου επεξεργασίας”. Επομένως καμία “συγκατάθεση” εργαζομένου δεν νοείται ως νόμιμη βάση. Μόνη νόμιμη βάση για αυτές τις επεξεργασίες είναι το αυστηρά ελεγχόμενο τυχόν υπέρτερο έννομο συμφέρον του εργοδότη για προστασία των αγαθών της περιουσίας και της ασφάλειας του χώρου εργασίας. 

 

Με βάση αυτό το σκεπτικό, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο εργαζόμενος υπέστη ηθική βλάβη “από τη δια της ψυχικής αναστάτωσης και ταλαιπωρίας του προσβολή των προαναφερομένων δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα”. Για την αποκατάστασή του κρίθηκε με την απόφαση αυτή, “με γνώμονα την αποφυγή της οικονομικής εξουθένωσης της εναγομένης, αλλά και του υπέρμετρου πλουτισμού του ενάγοντος”, ενόψει αφενός του είδους των θιγόμενων αγαθών, του μεγέθους και της έντασης της προσβολής, του βαθμού υπαιτιότητας της εναγομένης και αφετέρου της κοινωνικής και οικονομικής θέσης του ενάγοντος και της ευαίσθητης ψυχικής κατάστασής του κρίθηκε εύλογο και δίκαιο η καταβλητέα χρηματική ικανοποίηση να οριστεί στο ποσό των 15.000 ευρώ έντοκα από την επίδοση της αγωγής. 

 

Επιπλέον, το Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος που πρόβαλε η εναγομένη εργοδότρια με το σκεπτικό ότι ο ενάγων δεν είχε προηγουμένως υποβάλει καταγγελία στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, κρίνοντας ότι μια τέτοια καταγγελία δεν αποτελεί προϋπόθεση εκ του νόμου για την προσφυγή στα πολιτικά δικαστήρια. Υπέρ του εναγομένου επιδικάστηκε επίσης μέρος των δικαστικών του εξόδων. Η απόφαση υπόκειται σε έφεση.

Τρίτη, Μαΐου 27, 2025

Απαγόρευση μετακίνησης αναπληρωτή διευθυντή δήμου σε θέση τμηματάρχη

 

Λάβαμε σήμερα την απόφαση με την οποία κρίθηκε ότι παρανόμως ο Δήμαρχος Χαϊδαρίου υποβάθμισε δημ. υπάλληλο από την θέση της Διευθύντριας μετακινώντας αυτήν στην θέση της Τμηματάρχη χωρίς η απόφασή του να περιλαμβάνει ειδική αιτιολόγηση με βάση τα κριτήρια που έχουν τεθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας, παρόλο που η υπάλληλος δεν είχε κριθεί για την θέση της διευθύντριας, αλλά υπηρετούσε με ανάθεση.
Το γραφείο μας εκπροσώπησε δημ. υπάλληλο που υπηρετούσε στον Δήμο Χαϊδαρίου και υπέστη υποβάθμιση, καθώς με απόφαση του Δημάρχου μετακινήθηκε σε θέση τμηματάρχη.
Η εν λόγω δημαρχιακή απόφαση ακυρώθηκε από τον Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, οπότε και η εντολέας μας επανήλθε κανονικά στα καθήκοντά της.
Στην συνέχεια ο Δήμος Χαϊδαρίου προσέφυγε στην Ειδική Επιτροπή του άρθρου 152 κατά της απόρριψης. Καταθέσαμε παρέμβαση στην υπόθεση αυτή και τελικώς η Επιτροπή του άρθρου 152 έκρινε ότι ορθώς ακυρώθηκε η απόφαση Δημάρχου Χαϊδαρίου.
Σύμφωνα με την Ειδική Επιτροπή,
"οφείλει το διοικητικό όργανο που λαμβάνει την σχετική απόφαση να επικαλείται συνοπτικά και να αναφέρεται σε στοιχεία που αφορούν τα ουσιαστικά προσόντα του υπαλλήλου, την ποιότητα της υπηρεσιακής δραστηριότητάς του, την γνώση του αντικειμένου του φορέα, της οργάνωσης και λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης γενικότερα και τις διοικητικές ικανότητές του, ώστε η σχετική απόφαση διαλαμβάνει επαρκή και πλήρη αιτιολογία, είτε αφορά ανάθεση εξ' αρχής σε ορισμένο πρόσωπο, είτε αφορά περίπτωση αντικατάστασης προσωρινού προϊσταμένου από άλλον
Στην προκειμένη περίπτωση ο Δήμαρχος Χαϊδαρίου με την υπ' αρ. *** απόφασή του όρισε αναπληρώτρια προϊσταμένη της Διεύθυνσης *** την υπάλληλο του Δήμου ***. Εν συνεχεία, ο Δήμαρχος Χαϊδαρίου με την υπ' αρ. *** απόφαση αντικατέστησε την ως άνω υπάλληλο και όρισε αναπληρωτή προϊστάμενο της Διεύθυνσης *** τον υπάλληλο *** αντικαθιστώντας την ως άνω υπάλληλο *** χωρίς να διαλαμβάνεται στο σώμα της απόφασης αυτής οποιαδήποτε αιτιολογία, με τη μορφή συνοπτικής αναφοράς των στοιχείων εκείνων που απαιτούνται, κατά τα ανωτέρω και στηρίζουν την νομιμότητα της επιλογής ή της αντικατάστασης όπως εν προκειμένω ενός υπαλλήλου από έναν άλλο.
Συνεπώς, νομίμως ακυρώθηκε εν προκειμένω η προσβαλλόμενη απόφαση του Δήμου Χαϊδαρίου με την υπ' αρ. *** απόφαση του Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, λόγω έλλειψης αιτολογίας αυτής.
Συνεπώς και για όλους τους ανωτέρω λόγους, η Επιτροπή απορρίπτει ομόφωνα την υπ' αρ. *** προσφυγή του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία "Δήμος Χαϊδαρίου" κατά της υπ' αρ. πρωτ. *** απόφασης του Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής".
Με βάση αυτή την απόφαση, η οποία βασίζεται σε αποφάσεις του ΣτΕ και των Διοικητικών Εφετείων, η απόφαση μετακίνησης υπαλλήλου από θέση Διευθυντή σε θέση Τμηματάρχη πρέπει να φέρει τα εξής στοιχεία στην αιτιολογία της:
1) τα ουσιαστικά προσόντα του υπαλλήλου,
2) την ποιότητα της υπηρεσιακής δραστηριότητάς του,
3) την γνώση του αντικειμένου του φορέα, της οργάνωσης και λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης γενικότερα,
4) τις διοικητικές ικανότητές του.
Σε περίπτωση που ελλείπει η αναφορά αυτών των στοιχείων, η απόφαση του Δημάρχου περί μετακίνησης υπαλλήλου σε κατώτερη θέση ακυρώνεται λόγω έλλειψης πλήρους, σαφούς και επαρκούς αιτιολογίας, κατά το άρθρο 17 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.
Αυτό αποτελεί το ισχύον νομικό πρότυπο για όλες τις αποφάσεις Δημάρχων περί μετακίνησης υπαλλήλων που υπηρετούν κατ' ανάθεση και ως αναπληρωτές Διευθυντές σε θέσεις τμηματαρχών, ακόμη δηλαδή κι αν οι υπάλληλοι δεν έχουν κριθεί από το υπηρεσιακό συμβούλιο ως διευθυντές.
Κάθε διαφορετική κρίση, εκτίμηση, πράξη ή και δήλωση είναι απλά αντίθετη στον νόμο.

Τρίτη, Μαρτίου 18, 2025

SOS για τα προσωπικά δεδομένα στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών

 Επίπληξη στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, ως υπεύθυνο επεξεργασίας δεδομένων απευθύνει η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα με την απόφασή της 13/2025, ύστερα από καταγγελία εργαζομένου σε αυτό το δικαστήριο δικαστικού υπαλλήλου, τον οποίο εκπροσωπώ ως πλήρεξούσιος δικηγόρος.

 Η Αρχή, μετά την καταγγελία μας και κατόπιν επίπονης έρευνας και έντονης ανταλλαγής επιχειρημάτων επί μία τετραετία (2021 - 2025), διαπίστωσε τελικά ότι το Διοικητικό Εφετείο παραβίασε το δικαίωμα προσβασης του εργαζομένου, αρνούμενο να του χορηγήσει αντίγραφα των προσωπικών δεδομένων του που τηρούνται στον προσωπικό του φάκελο, καθώς επίσης και αρνήθηκε να ικανοποιήσει την πρόσβασή του στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του για να αποκτήσει αντίγραφα του "ιστορικού περιήγησης" του στο Διαδίκτυο ώστε να αντικρούσει σχετική ανυπόστατη πειθαρχική κατηγορία για δήθεν αδικαιολόγητη απουσία του.  

Με την ίδια απόφαση, η Αρχή δίνει εντολή στο Δικαστήριο "να ικανοποιήσει άμεσα  το δικαίωμα πρόσβασης του καταγγέλλοντος, αφενός στον υπηρεσιακό του φάκελο, παρέχοντας αντίγραφα του συνόλου των εγγράφων περιεχόντων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν,και αφετέρου στον σκληρό δίσκο του ηλεκτρονικού υπολογιστή που χρησιμοποιούσε μέχρι και το έτος 2020, παρέχοντας αντίγραφα των εγγράφων με αναφορά στο όνομά του, των
εκθέσεων αξιολόγησής του και του ιστορικού περιήγησης του καταγγέλλοντος στο Διαδίκτυο."

 Το πιο ενδιαφέρον όμως που προέκυψε από αυτή την υπόθεση, για την οποία εργάζομαι από τις αρχές του έτους 2021, είναι ότι το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών δεν έχει ορίσει "Υπεύθυνο Προστασίας Δεδομένων" (Data Protection Officer - DPO), όλα αυτά τα χρόνια, από το έτος 2018 που ισχύει η σχετική υποχρέωσή του λόγω της εφαρμογής του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων (GDPR - ΓΚΠΔ). 

 Η Αρχή εντόπισε την παράλειψη στην ίδια απόφασή της και "καλεί, δυνάμει του άρθρου 58 παρ. 2 στοιχ. δ’ ΓΚΠΔ, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, ως υπεύθυνο επεξεργασίας, να μεριμνήσει για τον ορισμό Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων σύμφωνα με τις απαιτήσεις του ΓΚΠΔ, εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας."

Αξίζει να σημειωθεί ότι στην ίδια υπόθεση, η γραμματεία του Διοικητικού Εφετείου αναφέρθηκε και σε περιστατικό πλημμύρας, λόγω του οποίου υποχρεώθηκε να αντικαταστήσει υπολογιστές! Με αφορμή αυτή την παραδοχή της ίδιας της γραμματείας επισήμανα στην Αρχή ότι η πλημμύρα που οδηγεί σε αντικατάσταση συσκευών αποθήκευσης προσωπικών δεδομένων πολιτών επιβάλλει στον υπεύθυνο επεξεργασίας, εδώ στο Δικαστήριο, να ειδοποιήσει εντός 72 ωρών την Αρχή για περιστατικό παραβίασης ασφάλειας των δεδομένων κατά το άρθρο 33 ΓΚΠΔ. Ωστόσο, η Αρχή ως προς αυτό το θέμα έκρινε ότι " δεν τεκμηριώνεται και δεν προκύπτει ότι επήλθε παραβίαση της εμπιστευτικότητας, ακεραιότητας και διαθεσιμότητας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που οφειλόταν στο γεγονός της πλημμύρας και, συνεπώς, δεν ανέκυπτε υποχρέωση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών για τη γνωστοποίηση περιστατικού παραβίασης δεδομένων
προσωπικού χαρακτήρα και δεν στοιχειοθετείται αντίστοιχη παραβίαση του άρθρου 33 του ΓΚΠΔ."

Η συγκεκριμένη κρίση της Αρχής είναι φυσικά εσφαλμένη, καθόσον η υποχρέωση ενημέρωσής της για το περιστατικό της πλημμύρας και εξ αυτής αντικατάστασης πληροφοριακών συστημάτων είναι προληπτική: δεν χρειάζεται να επέλθει η παραβίαση της εμπιστευτικότητας, της ακεραιότητας και της διαθεσιμότητας ώστε να υποχρεούται το Δικαστήριο να ενημερώσει την Αρχή. Αρκεί ο ίδιος ο κίνδυνος που ελλοχεύει από μια τόσο σοβαρή πλημμύρα που οδήγησε σε αντικατάσταση υπολογιστών. Όλη η λογική του GDPR είναι η πρόληψη και η αντιμετώπιση της διακινδύνευσης κι όχι βέβαια η εκ των υστέρων διαχείριση των συνεπειών! Αλοίμονο αν έπρεπε πρώτα να καταστραφούν πράγματι αρχεία για να έχει την σχετική υποχρέωση ο υπεύθυνος επεξεργασίας. Θα είναι ήδη πολύ, πολύ αργα.

 Είναι η πρώτη απόφαση με την οποία η Αρχή ασκεί τις εξουσίες της που προβλέπονται από τον GDPR απέναντι σε ένα δικαστήριο και μάλιστα σε ένα ανώτερο διοικητικό δικαστήριο που εκδικάζει έναν μεγάλο  αριθμό υποθέσεων, λόγω της έκτασης της τοπικής αρμοδιότητάς του. Είναι η πρώτη φορά που ένα ελληνικό δικαστήριο δέχεται την διοικητική κύρωση της επίπληξης, αλλά και της εντολής να παραχωρήσει αντίγραφα δεδομένων που δεν χορήγησε και βέβαια την πρόσκληση να ορίσει Υπεύθυνο Προστασίας Δεδομένων κατόπιν σχετικής απόφασης της Αρχής.

 Θα παρακαλουθήσουμε κατά πόσον το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών θα συμμορφωθεί με τις εντολές της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και κατά πόσον θα ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του σύμφωνα με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων, ιδίως εάν θα ορίσει Υ.Π.Δ. εντός δύο μηνών, δηλαδή έως τις 17 Μαϊου 2025 και θα επανέλθουμε.

Με την απόφαση αυτή, η οποία βασίζεται και στην νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την έκταση των εξουσιών που έχουν οι ανεξάρτητες Αρχές επί των δικαστηρίων, οριοθετείται και η έννοια της εφαρμογής του Γ.Κ.Π.Δ. από τα δικαστήρια. Οι διατάξεις ορίζουν ότι τα δικαστήρια έχουν την υποχρέωση τήρησης των κανόνων προστασίας δεδομένων, αλλά το άρθρο 55 παρ. 3 ΓΚΠΔ ορίζει ότι «[ο]ι εποπτικές αρχές δεν είναι αρμόδιες να ελέγχουν πράξεις επεξεργασίας οι οποίες διενεργούνται από δικαστήρια στο πλαίσιο της
δικαιοδοτικής τους αρμοδιότητας". Τον αποκλεισμό της εξουσίας των Αρχών έχει οριοθετήσει το Δ.Ε.Ε. στην υπόθεση  C- 245/2020 X και Z κατά Autoriteit Persoonsgegevens, απόφαση της 24-03-2022, την οποία αναφέρει η Αρχή στην δική της απόφαση κατά του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Πρόκειται για μια διάταξη που δίνει περιεχόμενο στα όρια της διάκρισης των κρατικών λειτουργιών (η Αρχή είναι εκτελεστική λειτουργία, το Δικαστήριο είναι Δικαιοσύνη) και θέτει το όριο της απαγόρευσης της παρέμβασης της μιας λειτουργίας στην άλλη: στην δικαιοδοτική λειτουργία των δικαστηρίων δεν παρεμβαίνει κανένας. Υπάρχει όμως και η παράλληλη λειτουργία της γραμματείας του Δικαστηρίου, η οποία δεν απονέμει Δικαιοσύνη, αλλά διοικεί το ανθρώπινο δυναμικό που υπηρετεί υπαλληλικά στο Δικαστήριο και φυσικά υποστηρίζει διοικητικά την δικαιοδοτική λειτουργία. Σε αυτή την παράλληλη λειτουργία, σαφώς και έχει αρμοδιότητα να παρέμβει η Αρχή όταν διαπιστώνει παραβιάσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, όπως συνέβη στην παρούσα υπόθεση με την παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης και την παράλειψη ορισμού Υπεύθυνου Προστασίας Δεδομένων.

 Επομένως, με βάση αυτή την απόφαση, αλλά και με βάση τις νομικές διατάξεις που εφάρμοσε, όλα τα Δικαστήρια της χώρας οφείλουν φυσικά να ικανοποιούν το δικαίωμα πρόσβασης του υποκειμένου των δεδομένων στα δεδομένα που το αφορούν και υποχρεούνται να ορίσουν Υπεύθυνο Προστασίας Δεδομένων, σύμφωνα με τον GDPR. 

 

Κυριακή, Ιανουαρίου 05, 2025

Κώστας Σημίτης και κράτος δικαίου

Κατά την εποχή της διακυβέρνησης της χώρας από τον Κ. Σημίτη (1996 – 2004), η Ελλάδα απέκτησε ορισμένους θεσμικούς πυλώνες που θα έπρεπε να διαθέτει ήδη από δεκαετίες και οι οποίοι είναι σήμερα αυτονόητες παράμετροι που συνθέτουν το οικοδόμημα του κράτους δικαίου σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα. 


Ο ίδιος ο Σημίτης, πολύ πριν γίνει πρωθυπουργός είχε δώσει δείγματα προσωπικού και πολιτικού ενδιαφέροντος για την ενίσχυση των δικαιοκρατικών θεσμών της χώρας. Χαρακτηριστική ήταν η αρθρογραφία του για την ίδρυση ενός Επιτρόπου Προστασίας Απορρήτου, ως θεσμική λύση για το σκάνδαλο των υποκλοπών που είχε ξεσπάσει στην περίοδο της κυβέρνησης Κώστα Μητσοτάκη. Ο Σημίτης είχε υποστηρίξει ότι αυτά τα θέματα πρέπει να λύνονται από ανεξάρτητη αρχή, σε μια περίοδο που τέτοιοι θεσμοί δεν υπήρχαν ακόμη στο πολιτειακό σύστημα της χώρας. 


Η Ελλάδα το 1997 κύρωσε και έθεσε σε εφαρμογή το Διεθνές Σύμφωνο Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων του 1966 (!), δηλαδή το νομικά δεσμευτικό κείμενο του Ο.Η.Ε. για τα ανθρώπινα δικαιώματα που καθιστά υποχρεωτική την εφαρμογή των ανθρώπινων δικαιωμάτων της Οικουμενικής Διακήρυξης από τα Ελλ. Δικαστήρια. Με αυτή την κύρωση αυτομάτως καταργήθηκαν λόγω της εφαρμογής του άρθρου 28 του Συντάγματος που έδωσε στο Σύμφωνο υπέρτερη τυπική ισχύ διατάξεις που δεν είχαν ακόμη εξοβελιστεί από την ελληνική έννομη τάξη με μόνη την εφαρμογή της Ε.Σ.Δ.Α., με πιο χαρακτηριστική την κατάργηση της προσωπικής κράτησης για οικονομικές οφειλές μεταξύ ιδιωτών μη εμπορικού χαρακτήρα. Η μεταρρύθμιση αυτή πολύ απλά σήμαινε ότι οι πολίτες στην Ελλάδα δεν πηγαίνουν στην φυλακή επειδή ο ένας χρωστάει στον άλλο ποσό κάτω των 30.000 ευρώ. Μέσα στα επόμενα χρόνια, η προσφυγή βάσει του Δ.Σ.Α.Π.Δ. στην Επιτροπή Ανθρώπινων Δικαιωμάτων των Η.Ε. αποτέλεσε σημαντικό θεσμικό εργαλείο για επιβολή ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος της Ελλάδας, ιδίως σε υποθέσεις παράνομων εκτοπίσεων μεταναστών και προσφύγων. 


Το 1997, δηλ. επί Σημίτη, θεσπίστηκε για πρώτη φορά η νομική προστασία των προσωπικών δεδομένων, με την ίδρυση και της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Ν.2472/1997). Η θεσμοθέτηση της προστασίας δεδομένων ήταν μια ευρωπαϊκή υποχρέωση της χώρας, σύμφωνα με την Οδηγία 95/46/ΕΚ και την Σύμβαση 108 του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αποτελούσε επίσης προϋπόθεση για την συμμετοχή της Ελλάδας στην Συμφωνία του Σένγκεν και την κατάργηση των ελέγχων της ελεύθερης μετακίνησης στα σύνορα των χωρών που ανήκουν στον ενιαίο χώρο Σένγκεν.  Ο αδελφός του Κώστα Σημίτη, ο καθηγητής Σπύρος Σημίτης ήταν ένας από τους πρωτοπόρους νομικούς που είχαν εισηγηθεί και συμβάλλει στην εφαρμογή της προστασίας δεδομένων στην Γερμανία ήδη από την δεκαετία του 1970. Κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης Σημίτη, οργανώθηκε και συγκροτήθηκε η Αρχή Προστασίας Δεδομένων, με πρώτο πρόεδρο της τον Κ.Δαφέρμο. Με τις ιστορικές πρώτες αποφάσεις της Αρχής κατέστη σαφές ότι είχε τελειώσει πλέον σε νομικό επίπεδο η δυνατότητα καθενός και κυρίως των ΜΜΕ να διεισδύουν στην προσωπική ζωή των πολιτών. Με την περίφημη γνωμοδότηση της Αρχής του έτους 2000 διαγνώσθηκε ότι οι αστυνομικές ταυτότητες των πολιτών δεν πρέπει να φέρουν την αναγραφή του θρησκεύματος. Αυτό προκάλεσε μια από τις πιο κεντρικές συζητήσεις για τον χωρισμό του κράτους από τον εναγκαλισμό με την εκκλησία, η οποία εξέλαβε την θεσμική παρέμβαση της Αρχής ως εχθρική ενέργεια και οργάνωση μια μεγάλη συλλογή υπογραφών με αίτημα το δημοψήφισμα. Το αίτημα απορρίφθηκε από την Προεδρία της Δημοκρατίας με μια λιτή ανακοίνωση του τότε ΠτΔ Κ.Στεφανόπουλου που υπενθύμιζε τις συνταγματικές προϋποθέσεις για την κήρυξη της δημοψηφισματικής διαδικασίας. Οι δίκες που ακολούθησαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατέδειξαν ότι το θρήσκευμα δεν είχε καμία θέση στα δημόσια έγγραφα των αστυνομικών ταυτοτήτων και, πολλά χρόνια μετά αυτές οι διακαστικές αποφάσεις χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα ως νομολογία για την αφαίρεση του θρησκεύματος από κάθε σχετικό κρατικό φακέλωμα. Αυτά κόστισαν σημαντικά στον Σημίτη, ο οποίος αξίζει να σημειωθεί ότι ήταν ο μόνος πρωθυπουργός που δεν πραγματοποίησε ποτέ επίσημη επίσκεψη στο Άγιο Όρος. Μόνη παραφωνία στην μεταρρυθμιστική στάση του Σημίτη όσον αφορά τον διαχωρισμό κράτους – εκκλησίας ήταν η θεσμοθέτηση της υποδοχής του αγίου φωτός από τα ιεροσόλυμα με κρατική πτήση και τιμές αρχηγού κράτους, ενώ μέχρι τότε πραγματοποιείτο ιδιωτικά από γραφείο ταξιδιών.


Το 1998 ιδρύθηκε η ανεξάρτητη αρχή “Συνήγορος του Πολίτη”, κατά τα πρότυπα του Ombudsman, σύμφωνα με συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης που υπήρχαν από το έτος 1975! Πρώτος Συνήγορος του Πολίτη ορίστηκε ο καθηγητής Νικηφόρος Διαμαντούρος, ο οποίος στην συνέχεια ανέλαβε και την αντίστοιχη θέση στην Ε.Ε., ως Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής (European Ombudsman). 


Το έτος 2000 ιδρύθηκε από την κυβέρνηση Σημίτη η Εθνική Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η Ε.Ε.Δ.Α. είναι ο σύμβουλος της Πολιτείας σε θέματα ανθρώπινων δικαιωμάτων. Πολλά χρόνια μετά, δηλαδή το 2024, η Ε.Ε.Δ.Α. αναγνωρίστηκε διεθνώς ως μια από τις αρτιότερα οργανωμένες ανεξάρτητες αρχές ανθρώπινων δικαιωμάτων από τους επίσημους αξιολογητές της.


Το έτος 2001 ολοκληρώθηκε η πιο σημαντική αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975 μέχρι σήμερα. Το Σύνταγμα αναθεωρήθηκε σε σημαντικό βαθμό έτσι ώστε να υποδεχθεί τις πέντε ανεξάρτητες αρχές που συγκροτούν αναπόσπαστο μέρος της Ελληνικής Δημοκρατίας και οι οποίες είχαν ιδρυθεί πιο πριν (με την εξαίρεση της ΑΔΑΕ που ιδρύθηκε επίσης επί Σημίτη, το 2003). Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, ο Συνήγορος του Πολίτη, το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού  και η Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών δεν θα μπορούσαν πλέον να καταργηθούν από την Βουλή! Επίσης, θα στελεχώνονταν όχι πλέον με απόφαση του κάθε υπουργού, αλλά με ομοφωνία ή πλειοψηφία 4/5 της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής. Η συνταγματική αναθεώρηση του 2001 καθιέρωσε την αρχή της αναλογικότητας ως ρητό περιορισμό των περιορισμών στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα και επέβαλε ρητά την “αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου”, στο άρθρο 25 του Συντάγματος. 


Όσον αφορά το δικαστικό σύστημα, κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης Σημίτη επιχειρήθηκε για πρώτη φορά η ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας με την κατάργηση των Ειρηνοδικείων, μεταρρύθμιση που απορρίφθηκε ωστόσο, αν και στο Σύνταγμα από τότε συμπεριλήφθηκε σχετική ερμηνευτική δήλωση που αξιοποιήθηκε πρόσφατα (2024) από την ελληνική νομοθεσία. 


Σχετική με το κράτος δικαίου είναι και η προσπάθεια εξορθολογισμού του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, με την υποχρεωτική εκ του συντάγματος πλέον παραπομπή κάθε τέτοιας υπόθεσης από τμήμα στην Ολομέλεια των ανώτατων δικαστηρίων της χώρας. Με αυτό τον τρόπο ο έλεγχος της συνταγματικότητας αποκτά εν μέρει πιο “κεντρικό” χαρακτήρα (στον ανώτατο βαθμό), ως μια μικρή εξαίρεση από τον διάχυτο και παρεμπίπτοντα.


Με την αναθεώρηση του 2001 ιδρύθηκε επίσης το “Μισθοδικείο”, δηλαδή το ανώτατο δικαστήριο που αποφασίζει για τους μισθούς των δικαστικών λειτουργών που για πρώτη φορά δεν θα αποτελείται πλέον κατά πλειοψηφία από δικαστικούς (για να λυθεί το θέμα του “Γιάννης κερνάει – Γιάννης πίνει”), αλλά από άλλους νομικούς όπως δικηγόρους και καθηγητές νομικής.


Στο περίφημο “νέο” άρθρο 15 του Συντάγματος, η αναθεώρηση του 2001 προσέθεσε την διάταξη για την καταπολέμηση της διαπλοκής και της παρέμβασης ισχυρών οικονομικών συμφερόντων στην διαμόρφωση της κοινής γνώμης: η ασυμβίβαστη ιδιότητα του εργολάβου δημόσιων έργων με την ιδιότητα του ιδιοκτήτη ή έστω του “βασικού μετόχου” επιχείρησης μέσων ενημέρωσης. Επίσης το νέο Σύνταγμα απαγόρευε και την συγκέντρωση περισσότερων μέσων ενημέρωσης της ίδιας ή άλλης μορφής από τον ίδιο ιδιοκτήτη. Επρόκειτο βέβαια για μια άκρως “μαξιμαλιστική” απαγόρευση που γνώρισε την σχετικοποίησή της από το ευρωπαϊκό δίκαιο και την σχετική απόφαση του Δ.Ε.Κ., η οποία πάντως δεν οδήγησε στην κατάργηση ή την αναθεώρηση του άρθρου 15 το οποίο παραμένει και σήμερα ως έχει.


Αυτό που καταργήθηκε από την αναθεώρηση του 2001 ήταν το απόλυτο ασυμβίβαστό των βουλευτών με κάθε άλλη επαγγελματική ιδιότητα. Η απαγόρευση αυτή κατέρρευσε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ύστερα από προσφυγή του τότε βουλευτή Αλεξανδρου Λυκουρέζου, ο οποίος είχε εκλεγεί βουλευτής της Ν.Δ. και του είχε απαγορευθεί να ασκεί την δικηγορία. Η συνταγματική απαγόρευση καταργήθηκε με την αναθεώρηση του 2008, η οποία τελικώς περιορίστηκε αποκλειστικά σε αυτό το θέμα και μόνον, παρά τις μαξιμαλιστικές προθέσεις της Ν.Δ. για εκτεταμένη αναθεώρηση.


Με την αναθεώρηση του 2001 θεσμοθετήθηκε επίσης ότι η μεταβολή του εκλογικού νόμου δεν ισχύει από τις προσεχείς, αλλά από τις μεθεπόμενες εκλογές. Για να μην μπορεί μία κυβέρνηση σε αποδρομή να δυσκολεύει τον σχηματισμό μονοκομματικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από την επόμενη κυβέρνηση, όπως θεωρείται ότι είχε γίνει με τον εκλογικό νόμο του ΠΑΣΟΚ του 1989 που δεν επέτρεπε στην ΝΔ να έχει 151 βουλευτές ούτε με 45%. 


Λιγότερο επιτυχημένη θεωρείται βέβαια η αναθεώρηση του άρθρου 86 του Συντάγματος σχετικά με την ευθύνη των υπουργών και την σχετική δικαστική ασυλία. Μερικώς το άρθρο 86 τροποποιήθηκε με την αναθεώρηση του 2019.


Κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης Σημίτη ιδρύθηκε επίσης η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (Ρ.Α.Ε.), η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε.Ε.Τ.Τ.) σε εφαρμογή ευρωπαϊκών αλλά και διεθνών υποχρεώσεων της χώρας. Ιδρύθηκε επίσης το 2001 και η Ρυθμιστική Αρχή Θαλάσσιων Ενδομεταφορών (Ρ.Α.Θ.Ε.), η οποία καταργήθηκε το 2004 από την κυβέρνηση Καραμανλή με μεταφορά των αρμοδιοτήτων της στην Επιτροπή Ανταγωνισμού που προϋπήρχε. 


Το έτος 2002 η κυβέρνηση Σημίτη θεσμοθέτησε ένα ολόκληρο κεφάλαιο του Αστικού Κώδικα με θέμα την ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή. Σε αυτό το κεφάλαιο τίθενται ορισμένες κεντρικές νομοθετικές επιλογές βιοηθικής, όπως είναι η απαγόρευση της επίλογής φύλου του εμβρύου, αλλά και η δυνατότητα αναπαραγωγής με παρένθετη κύηση και η δυνατότητα κρυοσυντήρησης γενετικού υλικού με σκοπό την μελλοντική αναπαραγωγή, ακόμη και μετά το θάνατο του δότη σε ορισμένες περιπτώσεις. Το καθεστώς του 2002 τροποποιήθηκε ελαφρώς μέσα στα χρόνια, αλλά κατά βάση παραμένει ακόμη και σήμερα το ίδιο τοποθετώντας την Ελλάδα στην πρωτοπορία – όχι πάντα με την θετική έννοια – των χωρών που προβλέπουν νομικές τεχνικές και δυνατότητες ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Φυσικά ακόμη υπάρχει το μεγάλο θεσμικό κενό που δεν περιλαμβάνει την ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή από ΛΟΑΤΚΙ+ ζευγάρια με την μέθοδο της παρένθετής κύησης, η οποία απαγορεύεται ακόμη και σήμερα στην Ελλάδα. 


Συνολικά, το θεσμικό οικοδόμημα του κράτους δικαίου που συγκροτήθηκε ή και μεταρρυθμίστηκε εκ βάθρων κατά την διακυβέρνηση Σημίτη οδήγησε αδιαμφισβήτητα στην διαμόρφωση ενός πιο σύγχρονου πολιτειακού καθεστώτος που, άλλοτε τολμηρά κι άλλοτε με λιγότερη επιτυχία, ενίσχυσε τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ουσιαστική δημοκρατία στην χώρα. Το Ελληνικό κράτος δικαίου είναι σίγουρα εντελώς διαφορετικό μετά την διακυβέρνηση της χώρας από τον Κώστα Σημίτη.


Συνολικά, η Ελλάδα μετά τον Κώστα Σημίτη ήταν μια αρκετά διαφορετική χώρα, πιο σύγχρονη, όχι μόνο στα θετικά, αλλά και στα αρνητικά της.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 27, 2024

4 παραβάσεις του GDPR από την Google διαπίστωσε η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα

Με την σημερινή απόφαση 54/2024 της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, σε υπόθεση που εκπροσωπώ τον καταγγέλλοντα - που απασχόλησε προ πολλών ετών την δημοσιότητα με δικαστική υπόθεσή του, για την οποία τελικώς η Δικαιοσύνη εξέδωσε απαλλακτική δικαστική απόφαση - διαπιστώθηκαν παραβιάσεις του #GDPR από την Google και ο αμερικανικός κολοσσός διατάχθηκε με βάση το ευρωπαϊκό δίκαιο να λάβει ορισμένα γενικά μέτρα αποκατάστασης του συστημικού προβλήματος που εντοπίστηκε.
 
Συγκεκριμένα, εκτός από την άρνηση της Google να αποσύρει αποτελέσματα μη επικαιροποιημένα (δεν ανέφεραν την απαλλακτική απόφαση) από την μηχανή αναζήτησης με κριτήριο την χρήση του επωνύμου του καταγγέλλοντος, στην διαδικασία αυτή είχα την ευκαιρία να επισημάνω συγκεκριμένες παραβάσεις του GDPR που αφορούν τον "μηχανισμό" με τον οποίο η Google δέχεται αιτήσεις για διαγραφή προσωπικών δεδομένων.
 
Στην "Φόρμα κατάργησης προσωπικών δεδομένων" της Google, η Αρχή διαπίστωσε τις εξής παραβάσεις του #GDPR που είχα επισημάνει με την καταγγελία και που τόνισα στην διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον της ανεξάρτητης αρχής:
 
Α. Δεν υπάρχει δυνατότητα επισύναψης εγγράφων (αρχείου κειμένου, pdf ή άλλης μορφής), ώστε το υποκείμενο των δεδομένων να μπορεί να τεκμηριώσει όσα υποστηρίζει κατά την ενάσκηση των δικαιωμάτων διαγραφής. Εμείς θέλαμε να επισυνάψουμε δικαστική απόφαση που αποδεικνύει την απαλλαγή του καταγγέλλοντος και δεν μπορούσαμε! Αυτό η Αρχή έκρινε ορθώς ότι παραβιάζει το άρθρο 12 παρ. 2 του GDPR και έδωσε εντολή στην Google να το διορθώσει, δίνοντας την δυνατότητα επισύναψης αρχείου στην "Φόρμα".
 
Β. Όταν στέλνεις ένα αίτημα διαγραφής, η Google απαντάει με ένα αυτοματοποιημένο μήνυμα ότι, ενώ ο GDPR επιβάλλει ικανοποίηση του δικαιώματος εντός 30 ημερών, "μπορεί να χρειαστεί περισσότερος χρόνος", γενικώς και αορίστως. Αυτό η Αρχή έκρινε ορθώς ότι η παραβιάζει το άρθρο 12 παρ. 3 του GDPR και έδωσε εντολή στην Google "να διακόψει την πρακτική αποστολής αυτοματοποιημένου γενικού - μη εξατομικευμένου ενημερωτικού μηνύματος". 
 
Γ. Η Google δεν έχει δημοσιεύσει τα στοιχεία του Υπεύθυνου Προστασίας Δεδομένων (Data Protection Officer - DPO) της, παραβιάζοντας το άρθρο 37 παρ. 7 του GDPR και γι' αυτό η Αρχή της δίνει εντολή να δημοσιεύσει τα εν λόγω στοιχεία επικοινωνίας "σε ευκρινές σημείο της ιστοσελίδας" εντός δύο (2) μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης.
 
Δ. H Αρχή έδωσε εντολή στην Google να καταργήσει αποτέλεσμα από την μηχανή αναζήτησής της που περιλάμβανε προσωπικά δεδομένα του καταγγέλλοντος μη επικαιροποιημένα, ήτοι αναφερόταν η ποινική υπόθεση εναντίον του, αλλά όχι η απαλλακτική δικαστική απόφαση, ενώ η Google γνώριζε ότι υπήρχε τέτοια απόφαση και είχε αρνηθεί να αφαιρέσει το συγκεκριμένο αποτελέσμα.
 
Πρόκειται λοιπόν για μία πολύ σημαντική απόφαση που επιβάλλει σε μια αμερικανική εταιρία που είναι κολοσσός στον χώρο του Διαδικτύου να συμμορφωθεί με τον #GDPR
 
Το γραφείο μας έχει εκπροσωπήσει και άλλους καταγγέλλοντες με αιτήματα για συμμόρφωση της Google με τον ευρωπαϊκό κανονισμό προστασίας δεδομένων, με την εταιρία να συμμορφώνεται προς τις αποφάσεις της Αρχής. 
 
Αυτή την φορά όμως έχουμε θέσει ορισμένα ζητήματα της ίδιας της διαδικασίας με την οποία καθένας μπορεί να διεκδικήσει την διαγραφή περιεχομένου που τον αφορά προσωπικά, έτσι ώστε η Google να προσαρμόσει την διαδικασία της σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία. 
 
Θα παρακολουθήσουμε λοιπόν την εφαρμογή αυτής της απόφασης και κατά πόσον η Φόρμα της Google θα διορθωθεί με βάση τις εντολές που έδωσε η Αρχή σύμφωνα με τον #GDPR.
 
Μπορείτε να δείτε την Φόρμα της Google ως έχει σήμερα εδώ: 
 
 
Εφόσον η Google δεν προσαρμόσει την Φόρμα της στις διατάξεις του #GDPR που της υπέδειξε η Αρχή και σύμφωνα με τις εντολές που της έδωσε, θα επανέλθω σε αυτή την υπόθεση διεκδικώντας την συμμόρφωση.

Παρασκευή, Μαΐου 03, 2024

Απαγόρευση λειτουργίας καμπάνας ναού λόγω ηχορύπανσης

 Σε υπόθεση που εκπροσωπώ τον θιγόμενο πολίτη, μετά από 2 προσωρινές διαταγές, το Πρωτοδικείο Καλαμάτας εξέδωσε και απόφαση ασφαλιστικών μέτρων με την οποία απαγόρευσε προσωρινά (έχει ασκηθεί και αγωγή) σε ιερό ναό της Μεσσηνίας να χτυπάει την καμπάνα κάθε μισή και κάθε μία ώρα. 

 Η απόφαση αναφέρει μεταξύ άλλων: "Ο ήχος αυτός της καμπάνας είναι εκκωφαντικός και η ηχορύπανση που προκαλείται είναι ασυνήθης για την περιοχή με αποτέλεσμα ο αιτών να μην έχει την υποχρέωση να την ανέχεται. Μάλιστα ο αιτών πάσχει από μία χρόνια (...). Η παραγωγή καθημερινά, με συστηματικό τρόπο θορύβων στο άμεσο περιβάλλον του χώρου κατοικίας του επηρεάζουν με αρνητικό τρόπο την πορεία της υγείας του και δυσχεραίνουν τη θεραπευτική προσπάθεια που γίνεται. Έτσι πιθανολογείται ότι η κατάσταση που δημιουργείται με τη χρήση της καμπάνας του ναού του καθ' ου ως ρολόι, επιδεινώνει τα προβλήματα του αιτούντος και δεν είναι υποχρεωμένος να το ανέχεται, ενώ απ' την άλλη, η σύνδεση της καμπάνας με το ρολόι δεν εξυπηρεταί στην πραγματικότητα κανέναν ουσιώδη σκοπό." 

 Στην κρίση αυτή το δικαστήριο κατέληξε με προσκόμιση ιατρικών γνωματεύσεων και με κατάθεση μάρτυρα που επιβεβαίωσε το εκκωφαντικό της καμπάνας. Το δικαστήριο επέβαλε στον ιερό ναό να καταβάλει την δικαστική δαπάνη του αιτούντος που όρισε στα 425,32 ευρώ.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 25, 2024

To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια του ίδιου φύλου την εφαρμογή του συνόλου των διατάξεων που ισχύουν για τον γάμο.

Αυτό σημαίνει ότι για τα ομόφυλα ζευγάρια θα ισχύουν κατ' αρχήν όλες οι διατάξεις των άρθρων 1346 - 1349 ("Μνηστεία"), 1350 - 1416 ("Γάμος"), 1438 - 1446 ("Διαζύγιο), 1455- 1460 ("Ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή), 1461 - 1484 ("Συγγένεια"), 1485 - 1504 ("Διατροφή από τον γάμο"), 1505 - 1541 ("Σχέσεις γονέων - τέκνων"), 1542 - 1588 ("Υιοθεσία") του Αστικού Κώδικα. 

 ΣΥΝΑΨΗ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ

 Για τα διαδικαστικά θέματα του πολιτικού γάμου προβλέπει το π.δ. 391/1982.

 Επομένως, ο γάμος των ομοφύλων ζευγαριών, αν ψηφιστεί το νομοσχέδιο, θα μπορεί να είναι τόσο πολιτικός όσο και θρησκευτικός (προφανώς από τις εκκλησίες που ιερολογούν γάμους ομοφύλων), απαιτείται να έχει εκδοθεί άδεια του δημάρχου της κατοικίας καθενός από τους μελλόνυμφους, πριν την τέλεση του γάμου πρέπει να γνωστοποιηθεί με αγγελία και αν ο γάμος δεν γίνει εντός 6 μηνών πρέπει να επαναληφθεί η γνωστοποίηση. Σε κάθε περίπτωση υποβολής αίτησης για τη χορήγηση άδειας γάμου, ο δήμαρχος οφείλει να αναμένει επί μία εβδομάδα από την ημέρα της κατάθεσης της σχετικής αίτησης την ενδεχόμενη καταγγελία, από τρίτους, της έλλειψης στο πρόσωπο του αιτούντος κάποιας θετικής προϋπόθεσης ή της ύπαρξης στο πρόσωπο του ίδιου ή στις σχέσεις του με αυτόν, με τον οποίο πρόκειται να τελέσει γάμο, ενός κωλύματος γάμου. Η καταγγελία γίνεται από οποιονδήποτε εγγράφως και εξετάζεται, εφόσον συνοδεύεται από σοβαρά στοιχεία που αποδείχνουν το καταγγελόμενο περιστατικό ή διατυπώνεται με τη μορφή υπεύθυνης δήλωσης. Αμέσως, μετά τη συμπλήρωση της προθεσμίας της μιας εβδομάδας του προηγουμένου άρθρου, χωρίς να γίνουν καταγγελίες ή, στην περίπτωση που έγιναν καταγγελίες, αμέσως μετά την ακρόαση και του ίδιου του μελλονύμφου τον οποίο αφορούν και εν πάση περιπτώσει μέσα σε εύλογο χρόνο από την ημέρα που αυτός προσκλήθηκε και δεν προσήλθε, ο δήμαρχος ή ο πρόεδρος της κοινότητας οφείλουν να χορηγήσουν χωρίς άλλη καθυστέρηση την άδεια ή να αρνηθούν αιτιολογημένα την χορήγησή της. Σε περίπτωση υποβολής παρόμοιας καταγγελίας, ο δήμαρχος ή ο πρόεδρος της κοινότητας καλούν αμελλητί τον ενδιαφερόμενο να την αντικρούσει.

ΓΟΝΕΪΚΟΤΗΤΑ

Επώνυμο των τέκνων: μέχρι τώρα ο κανόνας ήταν ότι εάν οι γονείς δεν έχουν καθορίσει ποιο επώνυμο θα πάρει το τέκνο, τότε το τέκνο λαμβάνει το όνομα του πατέρα.

Αυτό τώρα αλλάζει με το νομοσχέδιο και θα ισχύει για όλα τα ζευγάρια, ομόφυλα και ετερόφυλα, ότι εάν οι γονείς δεν έχουν δηλώσει εξ αρχής ένα επώνυμο, τότε το τέκνο θα λάβει υποχρεωτικά και τα δύο επώνυμα των γονέων του.

Γονεϊκότητα: το νομοσχέδιο δεν ορίζει τίποτε για την απόκτηση της συγγένειας των γονέων με τα τέκνα τους, εκτός από την αναγνώριση των τέκνων που έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό. Αυτό σημαίνει τα εξής:

Τεκνοθεσία: η συγγένεια των θετών γονέων με το θετό τέκνο επέρχεται με δικαστική απόφαση, ύστερα από έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας, η οποία έχει λάβει υπόψη τις συνθήκες διαβίωσης και γνωμοδοτεί εάν το συμφέρον του παιδιού εξυπηρετείται με την τεκνοθεσία από τους συγκεκριμένους γονείς. Εάν το παιδί είναι από 12 ετών και άνω πρέπει να συναινέσει και το ίδιο, εάν είναι μικρότερο, ανάλογα με την ωριμότητά του θα ακουστεί η γνώμη του.

Τεκνοθεσία του βιολογικού ή του θετού παιδιού της/του μίας/ενός συζύγου από την/τον άλλο σύζυγο: ο Αστικός Κώδικας δίνει το δικαίωμα σε ένα έγγαμο ζευγάρι το ένα μέρος να τεκνοθετήσει το παιδί που ήδη έχει το άλλο μέρος. Αυτό και πάλι γίνεται με την ίδια διαδικασία του δικαστηρίου, κατόπιν γνωμοδότησης της κοινωνικής υπηρεσίας και, εφόσον υπάρχει και άλλος βιολογικός γονέας γνωστλος, εν ζωή, με δικαιοπρακτική ικαντότητα, με την συναίνεση και αυτού του γονέα. Σημειωτέον οτι ο αστικός κώδικας σε αυτή την περίπτωση ορίζει ότι σε αυτή την περίπτωση την γονική μέριμνα ασκούν από κοινού οι δύο σύζυγοι, αλλά ταυτόχρονα οι δεσμοί του παιδιού με τον φυσικό γονέα και τους συγγενείς του δεν διακόπτονται (όσον αφορά τα κωλύματα γάμου κ.τ.λ.). 

Γονεϊκή σχέση που έχει δημιουργηθεί στο εξωτερικό (δηλαδή και η περίπτωση της απόκτησης τέκνου με παρένθετη κύηση σε χώρα που το προβλέπει: 

Σύμφωνα με την προτεινόμενη διάταξη, σχέση γονέα ή γονέων και τέκνου που έχει καταχωριστεί σε δημόσια έγγραφα ή δικαστική απόφαση τρίτης χώρας αναγνωρίζεται στην Ελλάδα, τηρουμένων και των διατάξεων για την αναγνώριση δικαστικών αποφάσεων όπου αυτή είναι απαραίτητη, ανεξαρτήτως του φύλου του ενός ή των δύο γονέων και της πρόβλεψης ή μη του τρόπου δημιουργίας της ως άνω σχέσης στο εσωτερικό δίκαιο. Δημόσια αρχή, δικαστήριο ή τρίτος δεν δύναται να αντιταχθεί στην αναγνώριση της γονεΐκής σχέσης του πρώτου εδαφίου που έχει δημιουργηθεί στο εξωτερικό ή στις συνέπειες από την αναγνώριση αυτή. Με την επιφύλαξη της παρ. 2, οι προξενικές αρχές και το Ειδικό Ληξιαρχείο υποχρεούνται σε καταχώριση πράξης αλλοδαπής δημόσιας αρχής που αποτυπώνει γονεϊκή σχέση που έχει ιδρυθεί σύμφωνα με τους κανόνες της οικείας έννομης τάξης και με τήρηση των εκεί προβλεπομένων διατυπώσεων. Ειδικώς στην περίπτωση τεκνοθεσίας από συζύγους του ίδιου φύλου ή τεκνοθεσίας του παιδιού του ενός συζύγου από τον άλλο σύζυγο του ίδιου φύλου που έχει τελεστεί στο εξωτερικό κατά το δίκαιο του τόπου τέλεσής της, η τεκνοθεσία αναγνωρίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, από τον χρόνο που έγινε, δηλαδή με δικαστική απόφαση, σύμφωνα με το δίκαιο της ιθαγένειας του κάθε μέρους.

Ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή στην Ελλάδα: το νομοσχέδιο δεν απαγορεύει με κάποια ρητή διάταξή του την προσφυγή των έγγαμων ομόφυλων ζευγαριών στις διαδικασίες της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Όμως, η ίδια η δομή του σχετικού κεφαλαίου του Αστικού Κώδικα προβλέπει ότι τα έγγαμα ζευγάρια μπορούν να προσφύγουν σε αυτές τις μεθόδους "μόνο για να αντιμετωπίζεται η αδυναμία απόκτησης τέκνων με φυσικό τρόπο ή για να αποφεύγεται η μετάδοση στο τέκνο σοβαρής ασθένειας". Επίσης, όλες οι σχετικές διατάξεις είναι διατυπωμένες με έμφυλο τρόπο έτσι ώστε να αφορούν μεμονωμένες γυναίκες ή ετερόφυλα ζευγάρια, έγγαμα ή μη. Επομένως, το νομοσχέδιο σιωπηρώς παραπέμπει στην εφαρμογή των υπαρχουσών διατάξεων που έχουν την συγκεκριμένη δομή από την οποία η μέχρι σήμερα ερμηνεία των δικαστηρίων δεν επιτρέπει την προσφυγή στην ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή για μεμονωμένους άνδρες ή για ομόφυλα ζευγάρια. Ωστόσο, καθώς οι διατάξεις εισάγουν ευθέως διάκριση λόγω φύλου, υπόκεινται σε σύμφωνη με το σύνταγμα ερμηνεία και εφαρμογή που θα επέβαλε και στον νομοθέτη να επιλύσει κυριαρχικά την διάκριση. 

Τρανς γονεϊκότητα: το νομοσχέδιο δεν προτείνει την κατάργηση της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του Ν.4491/2017 που ορίζει ότι: "Αν το πρόσωπο που διόρθωσε το καταχωρισμένο φύλο του έχει παιδιά, είτε γεννημένα σε γάμο, είτε γεννημένα σε σύμφωνο, είτε γεννημένα χωρίς γάμο των γονέων τους, είτε υιοθετημένα, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του από τη γονική μέριμνα δεν επηρεάζονται. Στη ληξιαρχική πράξη γέννησης των παιδιών δεν επέρχεται καμία μεταβολή λόγω της διόρθωσης του καταχωρισμένου φύλου του γονέα." Αυτό σημαίνει ότι τα παιδιά με έναν τρανς γονέα είναι υποχρεωμένα να φέρουν στα έγγραφά τους το αρχικό όνομα του γονέα, το οποίο μετά την νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου ειναι όνομα που δεν αντιστοιχεί νομικά σε υπαρκτό πρόσωπο ("dead name"). Αυτό σημαίνει όμως ότι το νομοσχέδιο δεν αναγνωρίζει τελικά τα δικαιώματα των γονέων με τρανς γονέα, ο οποίος έχει προχωρήσει σε νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου.

Επίσης, το νομοσχέδιο δεν προβλέπει τις αναγκαίες τροποποιήσεις του ληξιαρχικού δικαίου για την περίπτωση που τρανς άνδρας γεννήσει παιδί, καθώς δεν διευκρινίζει εάν αυτός ο γονέας θα αναγραφεί ως "πατέρας" (ορθό) ή ως "μητέρα" λόγω του ότι διατηρείται το τεκμήριο μητρότητας από το ίδιο το γεγονός της γέννησης.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΓΑΜΩΝ ΟΜΟΦΥΛΩΝ

Σύμφωνα με το νονοσχέδιο, γάμοι Ελλήνων που τελέστηκαν στο εξωτερικό με πρόσωπα του ίδιου φύλου πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος σύμφωνα με το δίκαιο του τόπου τέλεσής τους θεωρούνται υποστατοί από τη στιγμή που έγιναν σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, εκτός αν: α) Έστω ένας από τους συζύγους τέλεσε στο μεταξύ νέο έγκυρο γάμο.
β) Η ανυπαρξία του γάμου είχε ήδη αναγνωριστεί με αμετάκλητη απόφαση ελληνικού
δικαστηρίου.
γ) O γάμος έχει λυθεί με οποιοδήποτε τρόπο ή ακυρωθεί. Αποφάσεις ξένων δικαστηρίων που
έλυσαν ή ακύρωσαν γάμο θεωρούμενο ως ανυπόστατο κατά το προηγούμενο δίκαιο
αναγνωρίζονται σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις.

Πρόσωπα του ίδιου φύλου που τέλεσαν γάμο στο εξωτερικό, ως προς τον οποίο συντρέχουν
οι προϋποθέσεις της παρ. 1, και στη συνέχεια σύναψαν σύμφωνο συμβίωσης του ν. 4356/2015
(Α’ 185), μπορούν, εντός ενός (1) έτους από την έναρξη ισχύος του παρόντος, να λύσουν τον γάμο τους με διαζύγιο και να δηλώσουν τη λύση του γάμου τους στο ληξιαρχείο όπου έχει
καταχωριστεί το σύμφωνο. Η δήλωση γίνεται από κοινού, αυτοπροσώπως και χωρίς αίρεση η
προθεσμία. Σε αυτή την περίπτωση, το σύμφωνο συμβίωσης θεωρείται έγκυρο από τον χρόνο
κατάρτισής του. Διαφορετικά το σύμφωνο θεωρείται ότι δεν καταρτίστηκε. Ό,τι καταβλήθηκε σε
εκπλήρωση του συμφώνου δεν αναζητείται. 


ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΗ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΣΥΜΦΩΝΟΥ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ ΣΕ ΓΑΜΟ, ΜΕ ΤΕΛΕΣΗ ΓΑΜΟΥ

Πρόσωπα του ίδιου φύλου που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης του ν. 4356/2015 (Α’ 185),
το οποίο δεν έχει λυθεί με οποιοδήποτε τρόπο ή ακυρωθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση,
μπορούν, εντός ενός (1) έτους από την έναρξη ισχύος του παρόντος, να τελέσουν γάμο και να
προβούν σε δήλωση στο ληξιαρχείο στο οποίο έχει καταχωριστεί το σύμφωνο ότι επιθυμούν να
ισχύσει αναδρομικά ο γάμος τους από τον χρόνο τέλεσης του συμφώνου. Οι σχετικές δηλώσεις
γίνονται αυτοπροσώπως και χωρίς αίρεση ή προθεσμία. Σε αυτή την περίπτωση το σύμφωνο
θεωρείται ότι δεν καταρτίστηκε. Ό,τι καταβλήθηκε σε εκπλήρωση του συμφώνου δεν
αναζητείται

 

ΙΣΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ

Με το νομοσχέδιο προτείνεται η επέκταση της εφαρμογής του νόμου περί ίσης μεταχείρισης (Ν.4443/2016) χωρις διακρίσεις λόγω, εκτός των άλλων, και "έκφρασης φύλου". Μέχρι τώρα προβλέπονται ως λόγοι απαγορευμένων διακρίσεων ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η ταυτότητα φύλου και τα χαρακτηριστικά φύλου. 

Επιπλέον, η απαγόρευση διακρίσεων μέχρι τώρα δεν απαγορεύονται στους τομείς που αφορούν:

 α) την κοινωνική προστασία, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής ασφάλισης και της
υγειονομικής περίθαλψης,
β) τις κοινωνικές παροχές και τις φορολογικές διευκολύνσεις ή πλεονεκτήματα,
γ) την εκπαίδευση,
δ) την πρόσβαση στη διάθεση και την παροχή αγαθών και υπηρεσιών που διατίθενται
(συναλλακτικά) στο κοινό, συμπεριλαμβανομένης της στέγης.

Με το νομοσχέδιο προτείνεται λοιπόν η επέκταση και σε αυτούς τους τομείς. Τίθεται λοιπόν ένα ζήτημα ερμηνείας: πώς είναι δυνατόν να απαγορεύονται πλέον οι διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου στον τομέα της κοινωνικής προστασίας και της υγειονομικής περίθαλψης, αλλά ταυτόχρονα να απαγορεύεται σιωπηρώς η προσφυγή σε μεθόδους ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής; Το θέμα αυτό έχει απασχολήσει δικαστήρια άλλων ευρωπαϊκών χωρών και υπάρχουν σχετικές δικαστικές αποφάσεις στην Σουηδία, την Ολλανδία και την Ισπανία που κι εκεί υπήρχε η προϋπόθεση του παθολογικού προβλήματος, αλλά τα δικαστήρια έκριναν ότι αυτό παραβίαζε την αρχή της ίσης μεταχείρισης για τα ομόφυλα ζευγάρια.


15000 ευρώ αποζημίωση εργαζομένου για κάμερες στον χώρο εργασίας

Με την απόφαση 542/2025 το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών εξέτασε υπόθεση αγωγής εργαζομένου στον τομέα της εστίασης κατά της εργοδότριας εται...