Δευτέρα, Οκτωβρίου 31, 2011

Ο νόμος για το δημοψήφισμα


Ο Ν.4023/2011 ("Διεύρυνση της άμεσης και συμμετοχικής δημοκρατίας με την διενέργεια δημοψηφίσματος", ΦΕΚ Α'220/24.10.2011) θέτει τους όρους της διαδικασίας για την διεξαγωγή δημοψηφισμάτων.

Πρόκειται για νόμο, ο οποίος εξειδικεύει και προσδιορίζει την διαδικασία για την εφαρμογή του άρθρου 44 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος.

Το Σύνταγμα προβλέπει δύο περιπτώσεις δημοψηφισμάτων, τα οποία σε κάθε περίπτωση προκηρύσσονται με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας:

α) Δημοψήφισμα για "κρίσιμο εθνικό θέμα". Για αυτή την περίπτωση απαιτείται πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου και απόφαση από 151 βουλευτές.

β) Δημοψήφισμα για "ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμιζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά". Για αυτή την περίπτωση απαιτείται πρόταση 120 βουλευτών και απόφαση 180 βουλευτών. Σε αυτή την περίπτωση δημοψηφίσματος, εάν το νομοσχέδιο υπερψηφιστεί, ακολουθείται η διαδικασία του άρθρου 42 παρ. 1 του Συντάγματος (έκδοση και δημοσίευση του νομοσχεδίου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, εντός μηνός, με δυνατότητα αναπομπής του στη Βουλή) .

Στο αρχικό νομοσχέδιο του υπουργείου Εσωτερικών υπήρχαν ορισμοί για τις έννοιες "κρίσιμο εθνικό θέμα" και "σοβαρό κοινωνικό ζήτημα". Αυτοί οι ορισμοί απαλείφθηκαν από το νόμο που ψηφίστηκε τελικά στη Βουλή (δηλ. τον Ν.4023/2011)

Πάντως, για την έννοια του "δημοσιονομικού νομοσχεδίου" υπάρχουν κρίσιμες παρατηρήεις στην Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο, μετα την απάλειψη των "ορισμών":

"Παρατηρείται, κατ’ αρχάς, ότι δηµοσιονοµικό δεν είναι κάθε νοµοσχέδιο που συνεπάγεται δηµοσιονοµική επιβάρυνση, δεδοµένου ότι όλα σχεδόν τα νοµοσχέδια έχουν τέτοιες επιπτώσεις. Ως δηµοσιονοµικά νοούνται, εν προκειµένω, τα stricto sensu δηµοσιονοµικά νοµοσχέδια των άρθρων 78-80 του Συντάγµατος, που συνθέτουν το έκτο κεφάλαιο του Γ΄ Τµήµατος του Συντάγµατος, καθώς και όσα έχουν αποκλειστικώς ή προεχόντως δηµοσιονοµικό χαρακτήρα (βλ. Αντ. Παντελή, όπ. π., σελ. 423, Ευ. Βενιζέλο, όπ. π., σελ. 364, Αθ. Ράϊκο, όπ. π., σελ. 309). Περαιτέρω, επισηµαίνεται η εγγενής αοριστία των εννοιών «κρίσιµο εθνικό θέµα» και «ψηφισµένο νοµοσχέδιο που ρυθµίζει σοβαρό κοινωνικό ζήτηµα», η οποία καθιστά ευρεία τη διακριτική ευχέρεια της Βουλής. Σε κάθε περίπτωση, οι έννοιες δύνανται να τέµνονται, καθώς το κρίσιµο εθνικό θέµα µπορεί να αποτελεί και «σοβαρό κοινωνικό ζήτηµα» ή να ρυθµίζεται µε ψηφισµένο νοµοσχέδιο ή να πρόκειται να ρυθµισθεί νοµοθετικώς (βλ., όµως, και περιοριστική ανάγνωση των εννοιών σε Ευ. Βενιζέλο, όπ. π., σελ. 360). "

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.4023/2011, το ερώτημα ή τα ερωτήματα, στα οποία καλείται να αποφασίσει ο ψηφοφόρος, αποτελεί αντικείμενο απόφασης της Ολομέλειας της Βουλής με την οποία γίνεται δεκτή η πρόταση για το δημοψήφισμα.

Σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν.4023/2011, με κριτήριο τη θέση τους στο ερώτημα ή στα ερωτήματα που τίθενται στην κρίση των ψηφοφόρων, τα πολιτικά κόμματα, οι ενώσεις προσώπων, οι επαγγελματικές ή οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και κάθε άλλη οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών συμμετέχουν στην αντίστοιχη "Επιτροπή Υποστήριξης", ενημερώνοντας με δήλωσή τους τον Υπουργό Εσωτερικών εντός τριών ημερών από την προκήρυξη του δημοψηφίσματος. Σε αυτές τις Επιτροπές Υποστήριξης κατανέμεται ο χρόνος προβολής σε ραδιοτηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης και σε υπαίθριους χώρους, κατά τους ορισμούς του άρθρου 9. Οι Επιτροπές Υποστήριξης διορίζουν τους εκλογικούς αντιπροσώπους τους στα εκλογικά τμήματα της χώρας, από έναν σε κάθε τμήμα για κάθε Επιτροπή.

Σχετικά με τις "Επιτροπές Υποστήριξης", υπάρχουν ορισμένες ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις στην Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής:

"Επισηµαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι, από τη διατύπωση της διάταξης συνάγεται ότι µία µόνον «Επιτροπή Υποστήριξης» ανά απάντηση δύναται να συσταθεί, ενώ δεν διευκρινίζεται εάν µπορεί να συσταθεί «Επιτροπή Υποστήριξης» υπέρ του λευκού. Περαιτέρω, δεδοµένης της αρχής της υποχρεωτικότητας της ψήφου (άρθρο 52 παρ. 5 του Συντάγµατος), σηµειώνεται ότι δεν δύναται να συσταθεί «Επιτροπή Υποστήριξης» υπέρ της µη συµµετοχής στην ψηφοφορία. Τέλος, ερωτάται εάν η συµµετοχή στις «Επιτροπές Υποστήριξης» αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση προκειµένου τα πολιτικά κόµµατα, οι ενώσεις προσώπων, οι επιστηµονικές, οι επαγγελµατικές ή οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και κάθε άλλη οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών να συµµετάσχουν στο δηµόσιο διάλογο επί του ερωτήµατος (ή των ερωτηµάτων) που τίθενται σε ψηφοφορία, συµφώνως προς το άρθρο 5 του Νσχ. Το ζήτηµα χρειάζεται, ενδεχοµένως, να διευκρινισθεί και εκ του ότι, συµφώνως προς το άρθρο 10 παρ. 3 του Νσχ, «Ο χρόνος που διατίθεται µε τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 9 για την προβολή µηνυµάτων και την παρουσίαση της δραστηριότητας, καθώς επίσης οι χώροι υπαίθριας προβολής της παραγράφου 5 του άρθρου 9 κατανέµονται µεταξύ όσων συµµετέχουν στην αντίστοιχη «Επιτροπή Υποστήριξης» µε απόφασή τους»."

Το άρθρο 16 του Ν.4023/2011 λύνει -σε νομοθετικό επίπεδο- το μεγάλο ερωτηματικό συνταγματικου δικαίου περί του εάν η πρώτη μορφή δημοψηφίσματος οδηγεί σε "δεσμευτικό" ή "συμβουλευτικό" αποτέλεσμα. Σύμφων με το νόμο, και οι δύο μορφές δημοψηφίσματος οδηγούν σε δεσμευτικό αποτέλεσμα, εάν,για την πρώτη μορφή συμμετάσχει το 40% του εκλογικού σώματος και, εάν, για την δεύτερη μορφή συμμετάσχει το 50% του εκλογικού σώματος. Ενώ στην αρχική μορφή του άρθρου, όταν τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση, είχε αποσιωπηθεί η δεσμευτικότητα του δημοψηφίσματος πρώτης μορφής, γεγονός που είχε προκαλέσει έντονες αντιδράσεις. H Oικονομική και Κοινωνική Επιτροή, στη γνώμη της επί του νομοσχεδίου, θεωρεί αντιφατικό να απαιτείται 40% για το σοβαρότερο που είναι το κρίσιμο εθνικό θέμα και 50% για ψηφισμένο ν0μοσχέδιο, ζητώντας να εξισωθούν τα ποσοστά στο 50%.

Ως προς το θέμα, όμως, της δεσμευτικότητας του αποτελέσματος επί ερωτήματος για κρίσιμο εθνικό θέμα υπάρχει μια ένσταση από την Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής:

"υπό την εκδοχή ότι το δηµοψήφισµα του άρθρου 44 παρ. 2 εδ. α΄ είναι συµβουλευτικό και δεν παράγει κανόνες δικαίου, η χρήση του όρου «δεσµευτικό» είναι, ενδεχοµένως, νοµικώς άστοχη. Περαιτέρω, εγείρεται προβληµατισµός ως προς το εάν σε καθαρώς συµβουλευτική µορφή δηµοψηφίσµατος, που δεν παράγει έννοµα αποτελέσµατα, δύναται να προβλέπεται ποσοστό συµµετοχής."

Αλλά αυτή είναι απλώς μια "εκδοχή" της ερμηνείας του Συντάγματος, όπως επισημαίνει και η ίδια η Έκθεση.

Κατά το άρθρο 20, ο έλεγχος του κύρους του δημοψηφίσματος και του αποτελέσματος ανήκει στην αρμοδιότητα του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 100 του Συντάγματος. Κατά την Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας:

"Αυτονόητο είναι ότι, το κατά πόσο υφίσταται «κρίσιµο εθνικό θέµα» ή ένα ψηφισµένο νοµοσχέδιο ρυθµίζει κοινωνικό ζήτηµα όντως «σοβαρό», ώστε να δικαιολογείται η προσφυγή σε δηµοψήφισµα, δεν ελέγχεται από το Α.Ε.Δ. κατ’ εφαρµογή του άρθρου 100 παρ. 1 περ. β΄ του Συντάγµατος και των άρθρων 35 επ. του ν. 345/1976."

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι το κόστος του δημοψηφίσματος εκτιμάται από την Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους στο ποσό των 110.000.000 ευρώ.




Παρασκευή, Οκτωβρίου 28, 2011

Η "παραίτηση" του Προέδρου της Δημοκρατίας

Η καθιέρωση της 28ης Οκτωβρίου ως ημέρας εθνικής γιορτής οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στην απόφαση του Κωνσταντίνου Τσάτσου, καθηγητή φιλοσοφίας δικαίου στην Νομική Αθήνας, ο οποίος το 1941 ανάρτησε στον πίνακα ανακοινώσεων στην οδό Σίνα ένα σημείωμά του που έγραφε: "την Τετάρτη 28 Οκτωβρίου κωλύομαι να διδάξω". Στις 27 Οκτωβρίου, ανέβηκε στο βήμα σε μια κατάμεστη από φοιτητές αίθουσα και κήρυξε την επόμενη ημέρα εθνική επέτειο ελευθερίας και αργία. Ο Τσάτσος έγινε εθνικός ήρωας μέσα σε μια μέρα, καταδιώχθηκε, κρύφτηκε, αποθεώθηκε. Μετά την απελευθέρωση, πολιτεύθηκε, διαγράφοντας μια αμφιλεγόμενη πορεία σε διάφορα υπουργεία, ενώ μετά την μεταπολίτευση έγινε ο αρχιτέκτονας του ισχύοντος Συντάγματος και πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Πέρασαν αρκετές δεκαετίες από τότε. Αν διαβάσουμε σήμερα την ομιλία που εκφώνησε ο Τσάτσος τότε στους φοιτητές του, θα αναγνωρίσουμε αμέσως έναν ξεπερασμένο εθνικιστικό λόγο. Εκείνη την εποχή όμως, είχε μια εντελώς διαφορετική λειτουργία και βαρύτητα και αποτελούσε μια πράξη αντίστασης που θα μπορούσε να είχε στοιχίσει τη ζωή του. Μην ξεχνάμε ότι ήμαστε σε πόλεμο. Η μέρα της εθνικής γιορτής εμπλουτίστηκε με την διεξαγωγή μαθητικών και στρατιωτικών παρελάσεων, δηλαδή εκδηλώσεων που απηχούν την αισθητική και την κυρίαρχη ιδεολογία εκείνων των περασμένων εποχών. Σήμερα, έχουμε άλλους τρόπους να διατηρήσουμε την ιστορική μνήμη και να συζητήσουμε, χωρίς προκαταλήψεις, ακόμα και για τις σκοτεινές πτυχές εκείνων των ετών. Η τεχνολογία μας επιτρέπει να μελετήσουμε οπτικοακουστικό υλικό της εποχής. Επίσης μας επιτρέπει να μοιραστούμε στο Διαδίκτυο τεκμήρια από εκείνη την περίοδο, τιμώντας έτσι τους προγόνους ή αναζητώντας κι επισημαίνοντας τα λάθη που έγιναν. Δεν χρειαζόμαστε υποχρεωτικές εκδηλώσεις προβολής του σώματος, ως συμβόλου για την εγγύηση της εθνικής κυριαρχίας, αφού οι κίνδυνοι για την εθνική κυριαρχία δεν είναι πλέον σωματικοί.

Ένα μεγάλο πλήθος αποδοκίμασε σήμερα σε διάφορες παρελάσεις τους πολιτειακούς παράγοντες, τους "επίσημους" που εκπροσωπούν το κράτος. Πράξεις πρωτοφανείς στην ιστορία της εθνικής γιορτής. Εξυβρίσθηκε ακόμη κι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο κ. Παπούλιας. Κατά δήλωσή του, τον αποκάλεσαν "προδότη", πράγμα που θεώρησε ντροπή και του προκάλεσε λύπη, επειδή ο ίδιος, όπως δήλωσε, πολέμησε τον ναζισμό και τον φασισμό εντασσόμενος από την ηλικία των 15 ετών στην εθνική αντίσταση. Δυστυχώς, ο κύριος Πρόεδρος αναγκάστηκε να εξηγήσει λοιπόν, για ποιο λόγο δεν είναι προδότης (αλλά ήρωας, όπως υπενόησε με την αναφορά στο ηρωϊκό παρελθόν του κατά τη διάρκεια του πολέμου). Φαίνεται πως, τώρα πια, κανείς δεν συγκινείται ενεργά από τις ηρωϊκές πράξεις που τέλεσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πριν από 70 χρόνια, γιατί αυτό που ενδιαφέρει δεν είναι πια το παρελθόν, αλλά το παρόν και το μέλλον. Ο κ. Παπούλιας αναγκάστηκε να αποχωρήσει από τον χώρο της παρέλασης στην Θεσσαλονίκη, την οποία είπε ότι "τιμάει" κάθε χρόνο αυτή τη μέρα. Αυτά είναι τα λάθη των πολιτικών της γενιάς του Προέδρου και όλων των υπόλοιπων: θεωρούν ότι μας "τιμούν" με την παρουσία τους, ενώ θα έπρεπε να επιδιώκουν οι ίδιοι να τιμώνται από τον λαό.

Ο κ. Παπούλιας δεν κατόρθωσε σήμερα να εγγυηθεί, σε συμβολικό έστω επίπεδο, την εθνική ενότητα και την ομοψυχία. Και πώς θα μπορούσε, άλλωστε, όταν βρίσκεται στη συγκεκριμένη θέση ύστερα από τα γνωστά μικροκομματικά παιχνίδια των δύο μεγάλων κομμάτων και την διελκυστινδα για την εργαλειακή χρήση του Συντάγματος και την πρόκληση πρόωρων εκλογών. Η εκλογή του κ. Παπούλια δεν βασίστηκε, λοιπόν, σε κάποιου είδους ουσιαστική ομοφωνία της εθνικής αντιπροσωπείας για την προσωπικότητά του, αλλά περισσότερο σε βολικές συνεννοήσεις που εξυπηρέτησαν τους πολιτικούς αρχηγούς κατά τον σχεδιασμό των κομματικών τους συμφερόντων. Ο κ. Παπούλιας είναι ένας ήπιος πρόεδρος, κατάλληλος για μια ηπιότερη περίοδο. Σε μια περίοδο συγκρουσιακή και αμφιλεγόμενη, θα έπρεπε να επιδεικνύει άλλες ικανότητες, ώστε να είναι αποδεκτός. Για παράδειγμα, αναπέμποντας στη Βουλή αντισυνταγματικά νομοσχέδια.

Δεν είναι, βέβαια, ο μόνος Πρόεδρος της Δημοκρατίας που δεν μπορεί να εκφράσει το σύνολο του έθνους, αλλά είναι ο πρώτος που αποδοκιμάζεται τόσο έντονα και αποχωρεί από μια τελετή εθνικής μνήμης. Το χειρότερο είναι ότι αντί να κάνει την οποιαδήποτε αυτοκριτική, επιχειρεί να μειώσει τα περιστατικά, αποδίδοντάς τα σε "μειοψηφίες". Η κρίση του αυτή, αλλά κυρίως η συγκεκριμένη αντίδραση, δείχνει πόσο μακριά από την πραγματικότητα βρίσκεται ο αρχηγός του κράτους. Το "πρόβλημα" δεν είναι αν οι διαμαρτυρόμενοι πολίτες είναι μειοψηφία ή πλειοψηφία, αλλά ότι δεν υπάρχουν άλλοι πολίτες που να τους αποτρέπουν από τις πράξεις αποδοκιμασίας. Οι μόνοι που συμπαρίστανται στον Πρόεδρο, αλλά και γενικότερα στους πολιτικούς που υφίστανται την λαϊκή κατακραυγή, είναι οι εργαζόμενοι για την ασφάλειά τους κι όχι οι πολιτικοί υποστηρικτές τους. Προφανώς θα υπάρχουν και υποστηρικτές, αλλά δεν αναλαμβάνουν τον κίνδυνο να αντιδικήσουν με τους διαμαρτυρόμενους ή να προστατεύσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τους πολιτικούς. Αυτό είναι εκείνο που θα πρέπει να σκεφτούν οι πολιτικοί, και πριν από όλους ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας: για ποιο λόγο μείνανε άραγε "μόνοι" τους και δεν τους υποστηρίζει πλέον κανείς. Καθώς και αν υφίσταται ακόμη η "νομιμοποίηση" που τους παρείχε η διαδικασία της ανάδειξής τους.

Είναι να αναρωτιέσαι, εάν γίνουν εκλογές, πώς θα μπορέσουν αυτοί οι άνθρωποι να επικοινωνήσουν με τους ψηφοφόρους. Όταν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας φυγαδεύεται από την παρέλαση σε μια εθνική γιορτή, πραγματικά βρισκόμαστε σε μια οριακή στιγμή. Ταυτόχρονα όμως, οι πράξεις αυτές καταδεικνύουν και το όριο της αναπαραγωγής ξεπερασμένων εκδηλώσεων, όπως οι παρελάσεις. Παρέλαση χωρίς ψυχολογική επιβολή και καταναγκασμό δεν υφίσταται. Είναι ένα καθαρά φασιστικό κατάλοιπο, το οποίο εκ των πραγμάτων ευνοεί ομαδικές αντιδράσεις όχλου, όπως αυτή που είδαμε σήμερα. Ο κ. Παπούλιας θα μπορούσε να προσφέρει μια αξιόλογη υπηρεσία στο έθνος, εάν με αφορμή τα σημερινά γεγονότα έκανε την αυτοκριτική του και ζητούσε την κατάργηση αυτού του ξεπερασμένου θεσμού που όχι μόνο δεν θυμίζει τον αγώνα για την ελευθερία, αλλά αντίθετα αποτελεί διατήρηση των υπολειμμάτων του φασισμού και του ναζισμού. Δεν πρόκειται να το κάνει βέβαια, γιατί δεν μπορεί να υπερβεί όλο το σύστημα, το οποίο τον τοποθέτησε στο ύπατο αξίωμα. Αναμένουμε τους πολιτικούς που θα έχουν το έρμα να προβούν σε μια τέτοια σοβαρή ανατροπή.






Τετάρτη, Οκτωβρίου 26, 2011

H απεργία των δικαστών

Η απεργία αποτελεί συνταγματικό δικαίωμα, κατοχυρωμένο στο άρθρο 23 του Συντάγματος. Ανήκει στα "κοινωνικά δικαιώματα" που προβλέπονται από το δεύτερο μέρος του Συντάγματος. Τις τελευταίες ημέρες έχει προκύψει ένας έντονος νομικός διάλογος σχετικά με το δικαίωμα ή μη των δικαστών στην απεργία.

Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων έχει ανακοινώσει ότι τα μέλη της θα ακολουθήσουν διακοπή των δικαστικών συνεδριάσεων σε καθημερινή βάση, για συγκεκριμένες ώρες. Υπήρξαν δικαστές που διαφώνησαν με το επιτακτικό ύφος διατύπωσης της συγκεκριμένης απόφασης του παραπάνω σωματείου, επικαλούμενοι το άρθρο 23 του Συντάγματος, το οποίο απερίφραστα, ξεκάθαρα και απόλυτα αναφέρει ότι "απαγορεύεται η απεργία με οποιαδήποτε μορφή στους δικαστικούς λειτουργούς και σε αυτούς που υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας". Η απαγορευτική διατύπωση υπάρχει και στον Κώδικα Οργανισμού των Δικαστηρίων και των Δικαστικών Λειτουργών. Την απόλυτη συνταγματική απαγόρευση ζητά και η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου να τηρήσουν οι δικαστές, επισημαίνοντας το ζήτημα των πειθαρχικών διώξεων προς όσους δεν εκπληρώνουν τις συνταγματικές υποχρεώσεις τους.

Για έναν μη νομικό, δεν υπάρχει θέμα: το Σύνταγμα απαγορεύει την απεργία στους δικαστές, οπότε τελείωσε. Για εμάς τους νομικούς, όμως, δεν υπάρχουν τέτοιου είδους αυτονόητα, κάθως κάθε νομοθετική διάταξη πρέπει να υποβάλλεται σε ανάλυση, η οποία, αφού φωτίσει τις διάφορες ερμηνευτικές εκδοχές, θα υποδείξει την ορθότερη, με γνώμονα τα γνωστικά εργαλεία της επιστήμης του δικαίου.

Το Σύνταγμα περιλαμβάνει λοιπόν αυτή την απόλυτη διατύπωση, περί απαγόρευσης της απεργίας, με οποιαδήποτε μάλιστα μορφή, στους δικαστικούς λειτουργούς. Η απαγορευτική διάταξη εντάσσεται όμως, σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, δηλαδή στο context των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων που προβλέπει το Σύνταγμα. Στο ίδιο κεφάλαιο του Συντάγματος, υπάρχει και το άρθρο 25 παρ. 1, κατά το οποίο κάθε είδους περιορισμοί σε συνταγματικά δικαιώματα πρέπει να προβλέπονται (α) από το Σύνταγμα ή από το νόμο και (β) να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας.

Επομένως, για να είναι θεμιτός ένας περιορισμός συνταγματικού δικαιώματος (όπως η απεργία), δεν αρκεί να προβλέπεται από το γράμμα του Συντάγματος, όπως ο συγκεκριμένος αποκλεισμός των δικαστών από το δικαίωμα της απεργίας. Πρέπει η συγκεκριμένη, κάθε φορά, εφαρμογή του περιορισμού να σέβεται την αρχή της αναλογικότητας. Δηλαδή, το ίδιο το Σύνταγμα αναγνωρίζει ότι ακόμη και οι περιορισμοί που το ίδιο προβλέπει, θα πρέπει να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας, η οποία αποτελεί εξάλλου ένα θεμελιώδες δικαιϊκό πρόταγμα, ακόμη κι όταν δεν μνημονευόταν πανηγυρικά από το κείμενο του Συντάγματος.

Δεν μπορούμε λοιπόν να δεχθούμε ότι ο (φραστικά) απόλυτος και ανεξαίρετος περιορισμός στο δικαίωμα των δικαστών για απεργία που προβλέπεται από το άρθρο 23 εδ. β΄του Συντάγματος εκφεύγει της υποχρέωσης να υποβληθεί - σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση απεργίας- σε έλεγχο ως προς το σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας. Διότι δεν είναι "αυτονόητο" ότι απαγορεύεται κάθετα και οριζόντια στους δικαστές να απεργούν, πρέπει κάθε φορά η απαγόρευση να αιτιολογείται. Η προσέγγιση αυτή της "σχετικοποίησης" απόλυτων διατυπώσεων του Συντάγματος δεν πρέπει να μας ξενίζει. Και στο άρθρο 19 το Σύνταγμα αναφέρει ότι το απόρρητο των επικοινωνιών είναι "απόλυτα απαραβίαστο". Προφανώς καθ' υπερβολήν: δεν υπάρχουν απόλυτα δικαιώματα, επομένως ούτε και απόλυτες απαγορεύσεις. Μόνη ίσως εξαίρεση, η απαγόρευση των βασανιστηρίων, για την οποία ούτε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αναγνωρίζει θεμιτούς περιορισμούς.

Έτσι, θα πρέπει να εξεταστεί εάν η απαγόρευση της συγκεκριμένης απεργίας των δικαστών, στην μορφή που έχει εξαγγελθει, αντέχει τον έλεγχο της ως μέτρο κατάλληλο, αναγκαίο και εν στενή εννοία αναλογικό σε μια στάθμιση κόστους - οφέλους (ενόψει ίσως ηπιότερων περιορισμών). Αυτόν τον έλεγχο θα πρέπει να διεξάγουν τα όργανα που ενδεχομένως θα προχωρήσουν σε πειθαρχικές διαδικασίες για τους δικαστές που απεργούν. Μόνον εφόσον η απαγόρευση αντέξει σε αυτόν τον έλεγχο αναλογικότητας, θα επιβληθεί νομίμως οποιοδήποτε μέτρο διασφαλίζει την ισχύ της προβλεπόμενης απαγόρευσης του ΚΟΔΚΔΛ και του άρθρου 23 εδ. β΄του Συντάγματος.

Ωστόσο, το άρθρο 25 δεν προβλέπει μόνο την αρχή της αναλογικότητας. Προβλέπει κι ότι η προστασία των δικαιωμάτων "αποβλέπει στην πραγμάτωση της κοινωνικής προόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη". Προβλέπει ότι "η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος απαγορεύεται". Προβλέπει ότι "το κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης". Αυτά τα συνταγματικά προτάγματα συνισχύουν με την αρχή της αναλογικότητας, παρ' όλο που δεν έχουν γνωρίσει αντίστοιχης εμβάθυνσης νομολογιακή ανάλυση και κατηγοριοποίηση.

Το Σύνταγμα μας δίνει λοιπόν τα κριτήρια για να εξετάσουμε κατά πόσον η συγκεκριμένη απεργία των δικαστών είναι ή όχι απολύτως απαγορευμένη, χωρίς βέβαια να περιλαμβάνει μια τελική ετυμηγορία γενικής εφαρμογής.


Η ψήφιση από 180 βουλευτές

Το Σύνταγμα είναι σαφές ως προς το αν απαιτείται απόλυτη ή αυξημένη πλειοψηφία βουλευτών για την έγκριση μιας διεθνούς συνθήκης ή συμφωνίας. Το άρθρο 28 προβλέπει τις εξής κατηγορίες:

1. Οι διεθνείς συμβάσεις κυρώνονται με νόμο. Αυτό σημαίνει ότι για την απλή περίπτωση μιας διεθνούς σύμβασης, αρκούν οι 151 βουλευτές.

2. Η αναγνώριση, με διεθνή σύμβαση ή συμφωνία, σε όργανα διεθνών οργανισμών αρμοδιοτήτων που προβλέπονται από το Σύνταγμα, διενεργείται με ψήφιση νόμου για την οποία απαιτείται η αυξημένη πλειοψηφία των 3/5, δηλαδή 180 βουλευτές.

3. Οι περιορισμοί ως προς την εθνική κυριαρχία, εφόσον πληρούνται και οι άλλοι όροι του άρθρου 28 του Συντάγματος, επιβάλλονται με νόμο που ψηφίζεται από την απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτών, δηλαδή και πάλι από 151 βουλευτές. [Με τον ίδιο αριθμό μπορεί να ψηφιστεί μεταβολή στα όρια της επικράτειας καθώς και αποδοχή ξένης στρατιωτικής δύναμης, κατά το άρθρο 27 του Συντάγματος].

Συνεπώς, από τις τρεις αυτές περιπτώσεις που προβλέπει το Σύνταγμα για τις σχέσεις εθνικού με διεθνές συμβατικό δίκαιο, μόνο στην περίπτωση αναγνώρισης συνταγματικών αρμοδιοτήτων σε όργανα διεθνούς οργανισμού απαιτούνται οι 180 βουλευτές. Στις άλλες περιπτώσεις, ακόμη και για επιβολή περιορισμών ως προς την εθνική κυριαρχία, αρκούν οι 151 βουλευτές.

Αυτό σημαίνει ότι εάν δεν έχουμε κάποια διεθνή συμφωνία που αναγνωρίζει συνταγματικές αρμοδιότητες σε όργανα διεθνών οργανισμών, δεν απαιτείται η ψήφισή της από 180 βουλευτές, αλλά αρκούν οι 151 βουλευτές. Εάν βέβαια η κυβέρνηση θέσει ως πολιτικό όρο την ψήφιση της με αυξημένη πλειοψηφία, για εξωνομικούς λόγους, αυτό δεν θα έχει καμία επίπτωση εάν τελικά το νομοσχέδιο ψηφιστεί από την προβλεπόμενη πλειοψηφία των 151, αλλά όχι και το πολιτικό πλαφόν των 180. Ανεξάρτητα από το τι θα κάνει η κυβέρνηση σε αυτήν την περίπτωση (λ.χ. μπορεί να παραιτηθεί κλπ), το νομοσχέδιο θα έχει ψηφισθεί σύμφωνα με το Σύνταγμα και θα πρέπει να ακολουθήσει την πορεία προς τον πρόεδρο της δημοκρατίας και το φύλλο της εφημερίδας της κυβερνήσεως.

Ένα ζήτημα νομικής ερμηνείας είναι το τι συνιστά "αρμοδιότητες που προβλέπονται από το Σύνταγμα" και τι συνιστά "εθνική κυριαρχία", καθώς οι δύο έννοιες φαίνεται να αλλεπικαλύπτονται σε έναν βαθμό, καθώς δύσκολα μπορούμε να εντοπίσουμε αρμοδιότητες που προβλέπονται σε κρατικά όργανα από το Σύνταγμα, χωρίς να αφορούν και ένα στοιχείο εθνικής κυριαρχίας. Ωστόσο, δεν είναι αυτονόητο ότι κάθε "περιορισμός εθνικής κυριαρχίας" θα αφορά και "αναγνώριση σε όργανα διεθνών οργανισμών" αρμοδιοτήτων που προβλέπονται από το Σύνταγμα. Είναι σαφές ότι αυτή η αναγνώριση είναι μια νομικά συγκεκριμένη πράξη που απαιτεί κάτι πέραν του απλού "περιορισμού" της εθνικής κυριαρχίας.


Δευτέρα, Οκτωβρίου 24, 2011

Καταδίκη Ελβετίας για εσφαλμένη εγγραφή σε αστυνομικά αρχεία

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καταδίκασε την Ελβετία λόγω της καταχώρησης μιας Γαλλίδας πολίτη ως "πόρνης" στην βάση δεδομένων της αστυνομίας της Γενεύης.

Σύμφωνα με το δελτίο τύπου του Δικαστηρίου, κατά τη διάρκεια ενός αστυνομικού ελέγχου στην Γενεύη, η αστυνομία βρήκε ότι η προσφεύγουσα είχε μαζί τις κάρτες που ανέφεραν: "όμορφη, χαριτωμένη γυναίκα, προχωρημένα 30, θα ήθελε συνάντηση με άνδρα για ποτό ή γις εξόδους, αρ. τηλεφώνου ...". Ύστερα από αυτή την έρευνα, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η αστυνομία της Γενεύης καταχώρησε το όνομά της στο αρχείο ως πόρνη, παρά την επιμονή της ότι δεν πηταν. Η αστυνομία ισχυρίστηκε ότι η πράξη βασιζόταν στον καντονικό νόμο για την προστασία προσωπικών δεδομένων που επέτρεπε στην αστυνομία να κρατά αρχεία που θα μπορούσαν να περιέχουν προσωπικά δεδομένα για όσο χρόνο ήταν απαραίτητα για την εκπλήρωση των καθηκόντων της (δηλαδή για την τιμωρία αδικημάτων και την αποτροπή εγκλημάτων και πλημμελημάτων). Το Νοέμβριο του 1993, το Ομοσπονδιακό Γραφείο Αλλοδαπών επέβαλε στην προσφεύγουσα διετή απαγόρευση παραμονής στην Ελβετία, ως προληπτικό μέτρο.

Το 2001 υποβλήθηκαν δύο μηνύσεις για απειλητική και προσβλητική συμπεριφορά εναντίον της προσφεύγουσας. Το 2003 η προσφεύγουσα ενημερώθηκε από μια επιστολή της αστυνομίας της Γενεύης ότι η λέξη "πόρνη" εξακολουθούσε να υπάρχει στα αστυνομικά αρχεία. Τον Μάη του 2005 επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα κράτηση 20 ημερών με αναστολή, κατόπιν δύο συμπληρωματικών μηνύσεων για προσβολή και κατάχρηση τηλεφωνικών υποδομών που υποβλήθηκαν εναντίον της το 2002 και το 2003.

Τον Ιούλιο του 2005 ο αρχηγός της αστυνομίας επιβεβίωσε ότι η λέξη που αναφερόταν στο επάγγελμά της στην βάση δεδομένων της αστυνομίας είχε αντικατασταθεί από το "μοδίστρα". Μετά από μια τηλεφωνική επικοινωνία το έτος 2006, η προσφεύγουσα έμαθε ότι η λέξη "πόρνη" παρέμενε στα ηλεκτρονικά αρχεία της αστυνομίας και γι' αυτό ζήτησε την διαγραφή της. Με επιστολή του, ο αρχηγός της αστυνομίας διαβεβαίωσε ότι αυτό είχε γίνει. Η προσφεύγουσα ζήτησε επίσης την διαγραφή δεδομένων της που αφορούσαν μηνύσεις για απειλή και προσβολή που είχαν υποβληθεί εναντίον της το 2001 και περιείχαν επίσης την λέξη "πόρνη". Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε με την δικαιολογία ότι αυτές οι πληροφορίες έπρεπε να παραμείνουν στο αρχείο ως προληπτικό μέτρο, δεδομένων των προηγούμενων παραβιάσεων. Η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι η διατήρηση αυτής της λέξης στα αρχεία θα δυσχέραινε την σημερινή της ζωή, καθώς αυτή η πληροφορία θα μπορούσε να διαβιβαστεί σε εν δυνάμει μελλοντικούς εργοδότες της.

Η προσφεύγουσα κατέθεσε προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στις 5 Απριλίου 2007. Ισχυρίστηκε ότι από το 1993 στα αστυνομικά αρχεία αναφερόταν ως "πόρνη" και ότι αυτή η λέξη παρέμενε εκεί ως μέρος του φακέλου των δύο μηνύσεων που της είχαν υποβληθεί, με αποτέλεσμα να παραβιάζονται τα δικαιώματά της κατά το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι η παρέμβαση αυτή στα δικαιώματα της προσφεύγουσας βασιζόταν στο εσωτερικό δίκαιο. Αναγνώρισε επίσης ότι τα δεδομένα της είχαν διατηρηθεί για λόγους αποτροπής του εγκλήματος και για λόγους προστασίας των δικαιωμάτων των άλλων.

Ωστόσο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σημείωσε ότι ο όρος "πόρνη" ως επάγγελμα είχε διαγραφεί μεν από την βάση δεδομένων της αστυνομίας, αλλά δεν είχε διορθωθεί στους φακέλους των μηνύσεων εναντίον της προσφεύγουσας. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω λέξη θα μπορούσε να θίξει την υπόληψη της προσφεύγουσας και να καταστήσει προβληματική την καθημερινή ζωή της, λόγω του ότι αυτά τα στοιχεία θα μπορούσαν να κοινοποιηθούν στις αρχές. Το πιο σοβαρό είναι ότι τα προσωπικά δεδομένα επί του παρόντος υποβάλλονται σε αυτοματοποιημένη επεξεργασία, επιτρέποντας έτσι την πρόσβαση σε αυτά και την διάδοσή τους. Γι' αυτό, η προσφεύγουσα είχε ένα εύλογο συμφέρον στην διαγραφή της λέξης "πόρνη" από τα αστυνομικά αρχεία.

Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη πρώτον το γεγονός ότι ο ισχυρισμός περί παράνομης πορνείας ήταν πολύ ασαφής και γενικός και ότι η σύνδεσημε την καταδίκη της προσφεύγουσας για απειλή και προσβολή δεν είχε ιδιαίτερη σχέση με την διατήρηση της λέξης "πόρνης". Σημείωσε επίσης την αντιφατική συμπεριφορά των αρχών. Παρά το γεγονός ότι η αστυνομία επιβεβαίωσε ότι ο όρος είχε διορθωθεί, η προσφεύγουσα έμαθε ότι η λέξη είχε παραμείνει στα αρχεία της αστυνομίας.

Έτσι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι η αποθήκευση εσφαλμένων προσωπικών δεδομένων που αφορούσαν την ιδιωτική ζωή της προσφεύγουσας παραβίασε το δικαίωμά της για σεβασμό της ιδιωτιής της ζωής και ότι η διατήρηση του όρου "πόρνη" για χρόνια δεν ήταν ούτε δικαιολογημένη, αλλά ούτε και αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο καταδίκασε την Ελβετία να καταβάλλει στην προσφεύγουσα το ποσό των 15.000 ευρώ ως αποζημίωση για ηθική βλάβη.

Πρόκειται για μια σημαντική απόφαση, γιατί με αυτήν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ξεπερνά τις υφιστάμενες διατάξεις του ισχύοντος εθνικού δικαίου στις οποίες βασίζεται μια καταγραφή σε ένα αστυνομικό αρχείο και κρίνει ότι παρ' όλο που η καταγραφή μπορεί να ήταν "νόμιμη", δεν ήταν δικαιολογημένη και αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία. Βαρύνουσα σημασία όμως αποδίδεται στο γεγονός της αντιφατικής συμπεριφοράς της αστυνομικής αρχής, η οποία δήλωσε μεν ότι είχε αποκαταστήσει το θέμα, αλλά στην πραγματικότητα έπρεπε να είχε προχωρήσει και σε άλλες διορθώσεις.


Μια συζήτηση με τον Niko Ago

Μια συζήτηση με καλεσμένο τον Niko Ago, για τις πρόσφατες συλλογικές κινητοποιήσεις και το δικαίωμα στη διαδήλωση, για τον ρατσισμό και τις διακρίσεις, για το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, για το τέλος του Καντάφι, αλλά και του Ραμίζ Αλία, για την επιστροφή 50.000 Αλβανών μεταναστών στην Αλβανία, αλλά και για τους Έλληνες που δουλεύουν για Αλβανούς.

Δημοσιογράφος, μέλος του Δ.Σ. της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιωμάτα του Ανθρώπου, πολιτικοποιημένος, με γνώση της ιστορίας και του παρόντος των εθνικών ταυτοτήτων.

Ακούστε την εδώ.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 20, 2011

To άρθρο 37 του πολυνομοσχεδίου

Το άρθρο 37 του πολυνομοσχεδίου που ψηφίστηκε απόψε κατ' άρθρο από τη Βουλή, έχει 8 παραγράφους. Έχει τίτλο "Ρυθμίσεις Συλλογικών Διαπραγματεύσεων".

Με την πρώτη παράγραφο εισάγεται διάταξη κατά την οποία επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας μπορούν να συνάψουν και οι προβλεπόμενες ενώσεις προσώπων, εφόσον σε αυτές συμμετέχουν τα 3/5 των συμμετεχόντων στην επιχείρηση (ενώ πριν δεν υπήρχε τέτοιος περιορισμός), χωρίς χρονικούς περιορισμούς ως προς τη διάρκειά της, και με τις παραγράφους 3 και 4, εκτός των άλλων, αίρεται ο περιορισμός μεμονωμένου εργοδότη να προβαίνει σε σύναψη επιχειρησιακής σύμβασης.

Με την παράγραφο 5 του άρθρου αίρεται η ιδιότητα που είχε η συλλογική σύμβαση εργασίας ώστε να υπερισχύει σε περίπτωση σύγκρουσης με την επιχειρησιακή. Πρόκειται για κατάργηση της λεγόμενης αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης. Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας αποτελούν προϊόν επίπονων διαπραγματεύσεων με τους ηγετικούς φορείς κάθε κλάδου και συνήθως θα περιλαμβάνουν ευνοϊκότερες διατάξεις απ' ό,τι οι επιχειρησιακές συμβάσεις εργασίας. Γι' αυτό ο νομοθέτης είχε θεσπίσει την φιλεργατική αρχή του να υπερισχύουν οι συλλογικές έναντι των επιχειρησιακών, σε σημεία σύγκρουσης. Αυτή η αρχή καταργείται τώρα, γεγονός που αποτέλεσε και λόγο για καταψήφιση του άρθρου από την βουλευτή κ. Λούκα Κατσέλη. Ωστόσο, το νομοσχέδιο περιλαμβάνει την δικλείδα ότι οι επιχειρησιακές δεν επιτρέπεται να περιέχουν όρους εργασίας δυσμενέστερους από τις εθνικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας.

Κατά το μέχρι σήμερα ισχύον συλλογικό εργατικό δίκαιο, οι κλαδικές και οι οµοιοεπαγγελµατικές συλλογικές συµβάσεις δέσμευαν µόνο τα µέλη των συµβαλλόµενων εργοδοτικών και εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων. Προβλέπόταν όμως, όµως, υπό προϋποθέσεις, η σηµαντικότερη των οποίων ήταν να δεσµεύεται ήδη το 50 % των εργαζοµένων του αντίστοιχου κλάδου ή επαγγέλµατος, η επέκταση των αποτελεσµάτων των συλλογικών συµβάσεων, εφόσον εκδιδόταν σχετική απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Στην περίπτωση αυτή, η συλλογική σύµβαση εφαρμοζόταν σε όλους τους εργαζοµένους και εργοδότες που ανήκουν στον αντίστοιχο κλάδο ή επάγγελµα. Σύμφωνα με την Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, η ρύθµιση αυτή, δηλαδή η κήρυξη συλλογικής συµβάσεως ως υποχρεωτικής, εφόσον συντρέχουν ορισµένοι όροι, υπαγορεύεται, κατά τη νοµολογία (ΣτΕ Ολ 4555/1996, ΔΕΝ 53, 441), από το δηµόσιο συµφέρον, ήτοι την εφαρµογή οµοιοµόρφων όρων εργασίας σε συγκεκριµένο επαγγελµατικό τοµέα και την προστασία της συλλογικής ρύθµισης από ανεπιθύµητο ανταγωνισµό εκ µέρους µη δεσµευόµενων αµέσως από τη σύµβαση εργοδοτών και µισθωτών (βλ., σχετικώς, Ι. Κουκιάδη, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, τ. 2, 1999, σελ. 292 και Γ. Λεβέντη, Συλλογική Εργατικό Δίκαιο, σελ. 467, κατά τον οποίο, ο ανταγωνισµός των µη συνδικαλισµένων απειλεί την αποτελεσµατικότητα της συλλογικής σύµβασης και τα συµφέροντα των συνδικαλισµένων).

Με τις παρ. 6 και 7 του άρθρου 37, αναστέλλεται η παραπάνω δυνατότητα του Υπουργού Εργασίας, επί όσο διάστηµα ισχύει το Μεσοπρόθεσµο Πλαίσιο Δηµοσιονοµικής Στρατηγικής. Ορίζεται επίσης ότι η επέκταση συλλογικής σύµβασης θα ισχύει από την ηµεροµηνία της δηµοσίευσης της απόφασης του Υπουργού στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως, αντί της ηµεροµηνίας υποβολής της σχετικής αίτησης από συνδικαλιστική οργάνωση εργοδοτών ή εργαζοµένων, όπως προβλεπόταν μέχρι σήμερα.

Mε την παράγραφο 8 του άρθρου 37 επιταχύνεται η δυνατότητα σύστασης σωματείου, με σχετική τροποποίηση του άρθρου 787 παρ. 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Συγκεκριμένα προστίθεται σχετική διάταξη κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης γίνεται εντός δέκα ημερών από την υποβολή της αίτησης και η απόφαση του δικαστηρίου εκδίδεται αμέσως ή το αργότερο εντός 48 ωρών. Φυσικά πρόκειται για ευχολόγιο, αφού και σε άλλα σημεία ο Κώδικας προβλέπει τέτοιες αισιόδοξες προθεσμίες, αλλά θεωρούνται όλες "ενδεικτικές" και δικαίως, δεδομένων των δομικών προβλημάτων που ταλαιπωρούν την Δικαιοσύνη ως προς το ζήτημα της ταχύτητας εκδίκασης υποθέσεων.


Παρακώλυση συγκοινωνιών στο Μετρό

Μέχρι κάποια ώρα στο Μετρό ακουγόταν η ανακοίνωση ότι "με εντολή της αστυνομίας" δεν λειτουργούσαν οι σταθμοί της πλατείας Συντάγματος και του Ευαγγελισμού. Πριν από μία ώρα περίπου, σταμάτησε η λειτουργία και των σταθμών στο Μοναστηράκι και στο Πανεπιστήμιο, πάλι "με εντολή της αστυνομίας", σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση!

Πρόκειται στην ουσία για απαγόρευση κυκλοφορίας, εντελώς αδικαιολόγητη, αφού δεν γίνεται επίκληση κάποιου λόγου γενικότερης δημόσιας τάξης, οι οποίοι εξάλλου δεν υπάρχουν. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να σταματήσει η κίνηση στο κέντρο της πόλης. Απολύτως κανένας λόγος. Εάν η αστυνομία δεν είναι σε θέση να ασκήσει τις πραγματικές και προβλεπόμενες αρμοδιότητες τις, ας αναλάβει τις ευθύνες της κι ας παραιτηθεί.

Το γεγονός ότι η ίδια η αστυνομία έχει γεμίσει την πόλη με νέφη δακρυγόνων, βάλλοντας εναντίον καθενός μας, προφανώς δεν την νομιμοποιεί να δίνει εκ των υστέρων τέτοιες εντολές. Οφείλει να αποκαταστήσει την κατάσταση που η ίδια προκάλεσε. Η διοίκηση του Μετρό θα έπρεπε να είχε λάβει τα μέτρα της ζητώντας την ανάκληση αυτής της απαράδεκτης και νομικά αβάσιμης εντολής.

Δεν είναι δυνατόν κάθε φορά που γίνεται μια μεγάλη διαδήλωση, να εισπράττουμε τέτοιου είδους αντίποινα από το κράτος εις βάρος των πιο στοιχειωδών ατομικών ελευθεριών μας. Πρέπει να αντιδράσουμε και πρέπει η Εισαγγελία να προχωρήσει στα νόμιμα εναντίον αυτών των απαράδεκτων και βαθύτατα αντιδημοκρατικών πρακτικών.

Η μόνη σοβαρή αντίδραση απέναντι σε μια τέτοια απαράδεκτη απαγόρευση είναι η μυνητήρια αναφορά για να εξεταστεί η τέλεση του αδικήματος της παρακώλυσης συγκοινωνιών, καά το άρθρο 292 ΠΚ. Ένα άρθρο που αυτεπάγγελτα θα έπρεπε και η εισαγγελία να εξετάσει.


Κυριακή, Οκτωβρίου 16, 2011

Η ελευθερία της έκφρασης κατά την Επιτροπή Δικαιωμάτων του ΟΗΕ

Τον Ιούλιο η Επιτροπή Ανθρώπινων Δικαιωμάτων του Ο.Η.Ε. δημοσίευσε ένα εκτενές κείμενο, το οποίο ορίζει το περιεχόμενο της ελευθερίας της έκφρασης και των περιορισμών της, κατά το Διεθνές Σύμφωνο των Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων. Πρόκειται για το Γενικό Σχόλιο αρ. 34, το οποίο συνοψίζει όλες τις αξιολογήσεις της Επιτροπής για το θέμα αυτό εμπλουτίζοντάς το, ιδίως προς τους ανεκτούς περιορισμούς στο σύγχρονο διαδικτυακό περιβάλλον.

Εδώ μπορείτε να διαβάσετε τη μετάφραση του κειμένου στα Ελληνικά:


Επιτροπή Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, 102η συνάντηση, Γενεύη, 11-29 Ιουλίου 2011


Γενικές παρατηρήσεις.


1.Το παρόν σχόλιο αναπληρώνει το γενικό σχόλιο αρ. 10 (19η συνάντηση).


2. Η ελευθερία της γνώμης και η ελευθερία της έκφρασης αποτελούν απαράγραπτους όρους για την πλήρη ανάπτυξη του ατόμου. Είναι θεμελιώδεις για κάθε κοινωνία [1]. Αποτελούν τη θεμέλια λίθο για κάθε ελεύθερη και δημοκρατική κοινωνία. Οι δύο αυτές ελευθερίες σχετίζονται στενά, μαζί με την ελευθερία της έκφρασης που παρέχει το όχημα για την ανταλλαγή και ανάπτυξη των απόψεων.


3. Η ελευθερία της έκφρασης είναι αναγκαίος όρος γι την πραγμάτωση των αρχών της διαφάνειας και της λογοδοσίας, οι οποίες είναι επίσης ουσιώδης για την προώθηση και την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων.


4. Μεταξύ άλλων άρθρων που περιλαμβάνουν εγγυήσεις για την ελευθερία της φνώμης και/ή της έκφρασης, είναι τα άρθρα 18, 17, 25 και 27. Οι ελευθερίες της έκφρασης και της γνώμης αποτελούν μία βάση για την πλήρη απόλαυση ενός ευρέως φάσματος άλλων ανθρώπινων δικαιωμάτων. Για παράδειγμα,η ελευθερία της έκφρασης είναι αναπόσπαστη με την απόλαυση του δικαιώματος της ελευθερίας της συνάθροισης και συνεταιρισμού και της ενάσκησης του δικαιώματος ψήφου.


5. Λαμβάνοντας υπόψη τους ειδικούς όρους του άρθρου 19, παράγραφος 1, καθώς και την σχέση της γνώμης με την σκέψη (άρθρο 18), μια επιφύλαξη στην παράγραφο 1 θα ήταν ασύμβατη με το αντικείμενο και τον στόχο του Συμφώνου[2]. Περαιτέρω, μολονότι η ελευθερία της γνώμης δεν περιλαμβάνεται στα δικαιώματα από τα οποία δεν επιτρέπεται απόκλιση κατά το άρθρο 4 του Συμφώνου, υπενθυμίζεται ότι “στις διαταξεις του Συμφώνου που δεν περιλαμβάνεονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2, υπάρχουν στοιχεία τα οποία κατά την γνώμη της Επιτροπής δεν μπορούν να υποστούν νόμιμης απόκλισης κατά το άρθρο 4”[3]. Η ελευθερία της γνώμης είναι ένα τέτοιο στοιχείο, αφού δεν μπορεί να είναι αναγκαία η απόκλιση από αυτήν σε ένα κράτος σε κατάσταση ανάγκης. [4]


6. Λαμβάνοντας υπόψη τη σχέση της ελευθερίας της έκφρασης με άλλα δικαιώματα του Συμφώνου, ενώ οι επιφυλάξεις για συγκεκριμένα στοιχεία του άρθρου 19 παρ. 2 μπορεί να είναι αποδεκτές, μια γενική επιφύλαξη για τα δικαιώματα που προβλέπονται στην δεύτερη παράγραφο θα είναι ασύμβατη με το αντικείμενο και το σκοπό του Συμφώνου. [5]


7. Η υποχρέωση για το σεβασμό των ελευθεριών της γνώμης και της έκφρασης είναι δεσμευτική για κάθε κράτος μέλος εν γένει. Όλα τα τμήματα τυ κράτους (η εκτελεστική, η νομοθετική και η δικαστική εξουσί) και κάθε δημόσια ή κυβερνητική αρχή σε οποιοδήποτε επίπεδο – εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό- είναι σε θέση να φέρουν την ευθύνη του Κράτους μέλους[6]. Τέτοια ευθύνη μπορεί επίσης να αναγνωριστεί σε ένα κράτος υπό ορισμένες περιστάσεις για πράξεις ημι-κρατικών προσώπων [7]. Η υποχρέωση επίσης επιβάλλει στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι τα πρόσωπα προστατεύονται από κάθε πράξη ιδιωτών ή νομικώ προσώπων που θα μπορούσαν να προσβάλλουν την απόλαυση των ελευθεριών της έκφρασηςκαι της γνώμης στο μέτρο που αυτά τα δικαιώματα του Συμφώνου μπορούν να τύχουν εφαρμογής μεταξύ ιδιωτών ή νομικών προσώπων. [8]


8. Τα κράτη μέλη απαιτείται να διασφαλίζουν ότι τα δικαιώματα που περιλαμβάνονται στο άρθρο 19 του Συμφώνου αντιστοιχούν στο εσωτερικό δίκαιο του κράτους, με έναν τρόπο συμβατό με τις οδηγίες που δίνονται από την Επιτροή στο γενικό σχόλιο αρ. 31 για την φύση και τις γενικές νομικές υποχρεώσεις που επιβάλλονται στα κράτη μέλη από το Σύμφωνο. Υπενθυμίζεται ότι τα κράτη μέλη θα ενημερώσουν την Επιτροπή, με τις εκθέσεις που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 40, για τους σχετικούς εθνικούς νομικούς κανόνες, τις διοικητικές πρακτικές και τις δικαστικές αποφάσεις, καθώς και το σχετικό επίπεδο πολιτικής και άλλες κρατικές πρακτικές που αφορούν τα δικαιώμαα που προστατεύονται από το άρθρο 19, λαμβάνοντς υπόψη τα ζητήματα που συζητούνται στο παρόν γενικό σχόλιο. Θα περιλαμβάνουν επίσης πληροφορίες για ένδικα μέσα που προβλέπονται για την περίπτωση που παραβιάζονται αυτά τα δικαιώματα.


Ελευθερία της γνώμης


9. Η παράγραφος 1 του άρθρου 19 προβλέπει το δικαίωμα να έχεις γνώμη χωρίς παρέμβαση. Αυτό ειναι ένα δικαίωμα στο οποίο το Σύμφωνο δεν περιλαμβάνει κάποια εξαίρεση ή περιορισμό. Η ελευθερία της γνώμης εκτείνεται στο δικαίωμα να αλλάζεις γνώμες όταν και για οποιοδήποτε λόγο το επιθυμεί κάθε άτομο ελεύθερα. Κανένα πρόσωπο δεν μπορεί να υποβληθεί σε περιορισμο των δικαιωμάτων του σύμφωνα με το Σύμφωνο επί τη βάση των πραγματικών, θεωρούμενων ή υποτιθέμενων απόψεών του. Ολοι οι τύποι των γνώμεων προστατεύονται, συμπεριλαμβανομένων των απόψεων για ένα πολιτικό, επιστημονικό, ιστορικό, ηθικό ή θρησκευτικό θέμα. Η ποινικοποίηση της άποψης είναι ασύμβατη με την παράγραφο 1 [9]. Η παρενόχληση, υποβάθμιση ή ο στιγματισμός ενός προσώπου, συμπεριλαμβανομένς της σύλληψής, κράτισης, δίκης ή φυλάκισης λόγω των απόψεων που μπορεί να έχει αποτελεί παραβίαση του άρθρου 19 παρ. 1 [10].

10. Κάθε τρόπος προσπάθιας επιβολής μιας άποψης απαγορεύεται [11]. Η ελευθερία της έκφρασης της άποψης αναγκαία περιλαμβάνει και την ελευθερία της μη έκφρασης μιας άποψης.


Ελευθερία της έκφρασης


11. Η παράγραφος 2 επιβάλλει στα κράτη μέλη να εγγυηθούν το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης, συμπεριλαμβανομένου ου δικαιώματος να αναζητούν, να λαμβάνουν και να μεταδίδουν πληροφορίες και ιδέες κάθε είδους, ανεξάρτητα από σύνορα. Αυτό το δικαίωμα περιλαμβάνιε την έκφραση και τη λήψη μηνυμάτων κάθε είδους ιδέας ή άποψης που μπορεί να μεταδοθεί σε άλλους, σύμωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 παράγραφος 3 και το άρθρο 20 [12]. Περιλαμβάνει τον πολιτικό διάλογο [13], τον προσωπικό σχολιασμό [14] και τα δημόσια πράγματα [15], την περιγραφή [20], τη συζήτηση για τα ανθρώπινα δικαιώματα [17], την δημοσιογραφία [18], την πολιτισμική και καλλιτεχνική έκφραση [19] τη διδασκαλία [20] και τον θρησκευτικό διάλογο [21]. Μπορεί επίσης να περιλαμβάνει την εμπορική διαφήμηση. Το πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 2 περιλαμβάνει επ΄θσης την έκφραση που μπορεί να θεωρείται βαθειά προσβλητική [22] αν και τέτοια έκφραση μπορεί να περιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19, παράγραφος 3 και το άρθρο 20.


12. Η παράγραφος 2 προστατεύει όλους τους τύπους έκφρασης καθώς και τα μέσα της μετάδοσής της. Αυτοί οι τύποι περιλαμβάνουν την προφορική, γραπτή και συμβολική γλώσσα, καθώς και την μη φραστική έκφραση όπως με εικόνες και έργα τέχνης [23]. Μέσα έκφρασης αποτελούν τα βιβλία, οι εφημερίδες [24], τα παλίμψηστα [25], οι αφίσες, οι πινακίδες [26] τα φορέματα και οι νομικές προτάσεις [27].Περιλαμβάνουν όλους τους τύπους οπτικοακουστικών καθώς και ηλεκτρονικών και διαδικτυακών μέσων έκφρασης.


Ελευθερία της έκφρασης και τα μέσα ενημέρωσης


13. Ένας ελεύθερος, αλογόκριτος και ανεπηρέαστος Τύπος, καθώς και τα άλλα μέσα ενημέρωσης είναι ουσιώδη στοιχεία σε κάθε κοινωνία, για την διασφάλιση της ελευθερίας της γνώμης και της έκφρασης και της απόλαυσης άλλων δικαιωμάτων που προβλέπει το Σύμφωνο. Αποτελεί μια από τις θεμέλιες λίθους σε μια δημοκρατική κοινωνία [28]. Το Σύμφωνο προβλέπει ένα δικαίωμα όπου τα μέσα ενημέρωσης μπορούν να λαμβάνουν πληροφορίες προκειμένου να επιτελούν τη λειτουργία τους [29]. Η ελεύθερη επικοινωνία των πληροφοριών και ιδεών για τα δημόσια και πολιτικά θέματα μεταξύ των πολιτών, των υποψηφίων και των αιρετών εκπροσώπων είναι ουσιώδες στοιχείο. Αυτό περιλαμβάνει κι έναν ελεύθερο τύπο και άλλα μέσα ενημέρωσης που θα μπορούν να σχολιάζουν τα δημόσια θέματα χωρίς λογοκρισία ή περιορισμούς και θα ενημερώνουν την κοινή γνώμη [30]. Το κοινό επίσης έχει ένα αντίστοιχο δικαίωμα να λαμβάνει το μήνυμα των μέσων ενημέρωσης [31].


14. Ως μέσο για την προστασία των δικαιωμάτων των χρηστών των μέσν ενημέρωσης, περιλαμβανομένων των μελών των εθνοτικών και γλωσσικών μειονοτήτων, προκειμένου να λαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα πληροφοριών και ιδεών, τα κράτη μέλη πρέπει να επιδείξουν ιδιαίερη φροντίδα για την ενθάρρυνση ανεξάρτητων και εναλλακτικών μέσων ενημέρωσης.



15.Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν υπόψη τον βαθμό στον οποίο οι εξελίξεις στην τεχνολογία πληροφοριών κι επικοινωνιών, όπως τα διαδικτυακά και κινητά συστήματα μετάδοσης ηλεκτρονικών πληροφοριών, έχουν μεταβάλει ουσιωδώς τις επικοινωνιακές πρακτικές σε όλο τον κόσμο. Υπάρχει τώρα ένα παγκόσμιο δίκτυο για την ανταλλαγή ιδεών και απόψεων το οποιο δεν βασίζεται αναγκαία στους παραδοσιακούς μεσολαβητές των μαζικών μέσων ενημέρωσης. Τα κράτη μέλη πρέπει να λάβουν όλα τα αναγκαία βήματα προκειμένου να ενισχύσουν την ανεξαρτησία των νέων μέσων ενημέρωσης και να διασφαλίσουν την πρόσβαση των ατόμων σε αυτά.


16. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι οι υπηρεσίες δημόσιας μετάδοσης λειτουργούν με έναν ανεξάρτητο τρόπο [32]. Σχετικά με αυτό, τα κράτη πρέπει να διασφαλίζουν την ανεξαρτησία και την εκδοτική ελευθερία. Θα πρέπει να παρέχουν επιχορηγήσεις με τρόπο κατά τον οποίο δεν θίγεται αυτή η ανεξαρτησία.


17. Θέματα που αφορούν τα μέσα ενημέρωσης αναλύονται περιατέρω στο κεφάλαιο του παρόντος γενικού σχολίου το οποίο αφορά τους περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης.


Δικαίωμα στην πρόσβαση στην πληροφορία


18. Το Άρθρο 19 παράγραφος 2 περιλαμβάνει ένα δικαίωμα για πρόσβαση στην πληροφορία που τηρείται σε δημόσια όργανα. Τέτοιες πληροφορίες αφορούν μητρώα που τηρούνται από ένα δημόσιο όργανο, ανεξάρτητα από τον τύπο με τον οποίο η πληροφορία είναι απουκευμένη, από την πηγή της και την ημερομηνία παραγωγής της. Τα δημόσια όργανα είναι όσα αναφέρονται στην παράγραφο 7 του παρόντος γενικού σχολίου. Ο καθορισμός αυτών των οργάνων μπορεί επίσης να αφορά κι άλλες οντότητες όπως εκείνες που επιτελούν δημόσιες λειτουργίες. Όπως έχει ήδη σημειωθεί, λαμβανόμενο μαζί με το άρθρο 25 του Συμφώνου, το δικαίωμα στην πρόσβαση στη πληροφορία περιλαμβάνει ένα δικαίωμα κατά το οποιο τα μέσα ενημέρωσης έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες για το δημόσιο βίο [33] και ένα δικαίωμα του γενικού κοινού να λαμβάνει τα μηνύματα των μέσων ενημέρωσης [34]. Στοιχεία του δικαιώματος πρόσβασης στις πληροφορίες εντοπίζονται και σε άλλα σημεία στο Σύμφωνο. Όπως παρατήρησε η επιτροπή στο γενικό σχόλιο αρ. 16, όσον αφορά το άρθρο 17 του Συμφώνου, κάθε άτομο πρέπει να έχει ένα δικαίωμα να επιβεβαιώνει, σε αναγνώσιμο μέσο ενσωμάτωσης, εάν και ποια προσωπικά δεδομένα του είναι αποθηκευένα σε αυτοματοποιημένα αρχεία και για πιους σκοπούς. Κάθε άτομο επίσης πρέπει να γνωρίζει ποιες δημόσιες αρχές ή ιδιώτες ή νομικά πρόσωπα ελέγχουν ή μπορεί να ελέγχουν τα αρχεία. Εάν αυτά τα αρχεία περιλαμβάνουν ανακριβή προσωπικά δεδομένα ή έχουν συλλεψθεί ή υποστεί σε επεξεργασία κατά παράβαση του νόμου, κάθε πρόσωπο θα πρέπει να έχει το δικαίωμα της διόρθωσης των εγγραφών που το αφορούν [35]. Η Επιτροπή στο γενικό σχόλιο αρ. 32 επί του άρθρου 14 όρισε τις διάφορες δυνατότητες για πληροφόρηση που έχουν όσοι κατηγορούνται για ποινικά αδικήματα [36]. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2, τα άτομα θα πρέπει να μπορούν να λαμβάνουν πληροφορίες όσον αφορά γενικά τα δικαιώματα του Συμφώνου [37]. Κατά το άρθρο 27, η απόφαση ενός κράτους μέλους που επηρεάζει σοβαρά την ζωή και τον πολιτισμό μιας μειονοτικής ομάδας θα πρέπει να λαμβάνεται με μια διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών και διαβούλευσης με τις επηρεαζόμενες κοινότητες[38].


19. Για την πραγμάτωση του δικαιώματος πρόσβασης στην πληροφόρηση, τα κράτη μέλη πρέπει προληπτικά να θέσουν στον δημόσιο τομέα τις κυβερνητικές πληροφορίες δημόσιου ενδιαφέροντος. Τα κράτη μέλη πρέπει να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για να διασφαλίσουν την εύκολη, απλή, αποτελεσματική και πρακτική πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες. Τα κράτη μέλη επίσης πρέπει να ενεργοποιήσουν τις αναγκαίες διαδικασίες, με τις οποίες αποκτάται πρόσβαση στα έγγραφα, όπως με την θέσπιση νομοθεσίας για την ελευθερία της πληροφόρησης [39]. Οι διαδικασίες θα πρέπει να περιλαμβάνουν την έγκαιρη επεξεργασία των αιτήσεων για πληροφόρηση, σύμφωνα με σαφείς κανόνες που θα είναι συμβατοί με το Σύμφωνο. Οι δαπάνες για την αίτηση πρόσβασης στην πληροφορία δεν θα πρέπει να αποτελούν αδικαιολόγητο εμπόδιο για την πρόσβαση στην πληροφόρηση. Οι αρχές θα πρέπει να αιτιολογούν κάθε άρνηση για παροχή πρόσβασης στην πληροφορία. Θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα επανεξέτασης της άρνησης για πρόσβαση στην πληροφορία καθώς επίσης και για υποθέσεις άρνησης της ανταπόκρισης στα αιτήματα.


Ελευθερία της έκφρασης και πολιτικά δικαιώματα


20. Η Επιτροπή στο γενικό σχόλιο αρ. 25 επί της συμμετοχής στο δημόσιο βίο και το δικαίωμα του εκλέγειν ανέλυσε την σημασία της ελευθερίας της έκφρασης κατά τη διεξαγωγή της πολιτικής διαδικασίας και της αποτελεσματικής ενάσκησης του δικαιώματος του εκλέγειν. Η ελεύθερη επικοινωνία της πληροφορίας και των ιδεών όσον αφορά τα δημόσια και πολιτικά θέματα ανάμεσα σε πολίτες, υποψήφιους και εκλεγμένους εκπροσώπους είναι σημαντική. Αυτό επιβάλλει έναν ελεύθερο τύπο καθώς και άλλα μέσα ενημέρωσης δυνάμενα να σχολιάσουν τις δημόσιες σχέσεις και να ενημερώνουν την κοινή γνώμη χωρίς λογοκρισία ή εμπόδια [40]. Η προσοχή των Κρατών μελών επισημαίνεται στην κατευθυντήρια γραμμή που παρέχει το γενικό σχόλιο αρ. 25 όσον αφορά την προώθηση και την προστασία της ελευθερίας της έκφρασης σε αυτό το πλαίσιο.


Η εφαρμογή του άρθρου 19 (3)



21. Η παράγραφος 3 ρητώς εκθέτει ότι η ενάσκηση του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης συνεπάγεται ειδικές ευθύνες και καθήκοντα. Για το λόγο αυτόν, επιτρέπονται δύο συγκεκριμένες περιοχές περιορισμών για το δικαίωμα αυτό, οι οποίες αφορούν αφενός το σεβασμό των δικαιωμάτων ή της υπόληψης των άλλων ή την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης ή της δημόσιας υγείας και της ηθικής. Εντούτοις, όταν ένα κράτος μέλος επιβάλλει περιορισμούς στην ενάσκησης της ελευθερίας της έκφρασης, αυτοί δεν μπορούν να εξοβελίζουν το ίδιο το δικαίωμα. Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η σχέση ανάμεσα στο δικαίωμα και τον περιορισμό, καθώς και η σχέση ανάμεσα στον κανόνα και την εξαίρεση δεν πρέπει να ανατρέπεται [41]. Η Επιτροπή επίσης υπενθυμίζει ότι οι διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 1 του Συμφώνου σύμφωνα με την οποία “τιποτε στο παρόν Σύμφωνο δεν θα ερμηνεύεται ως επιβάλλον σε ένα Κράτος, ομάδα ή πρόσωπο δικαίωμα να πάρει μέρος σε δραστηριότητα ή να εκτελέσει κάποια πράξη που αποσκοπεί στην καταστροφή καθενός από τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που αναγνωρίζονται από αυτήν ή στον περιορισμό τους σε βαθμό ευρύτερο από αυτόν που προβλέπεται από το παρόν Σύμφωνο”.


22. Η παράγραφος 3 θέτει συγκεκριμένους όρους και υπόκειται μόνο σε αυτές τις προϋποθέσεις και τους περιορισμούς που μπορούν να επιβληθούν: οι περιορισμοί πρέπει να “προβλέπονται από το νόμο”. Δεν αρκεί να επιβάλλονται μόνο για κάποιον από τους λόγους των υποπαραγράφων (α) και (β) της παραγράφου 3. Και πρέπει να είναι συμβατοί με τον αυστηρό έλεγχο της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας [42]. Οι περιορισμοί δεν επιτρέπονται εφόσον βασίζονται σε λόγους που δεν προβλέπονται από το άρθρο 3 ακόμη κι εάν τέτοιοι λόγοι θα επιτρέπονταν για τον περιορισμό άλλων δικαιωμάτων του Συμφώνου. Οι περιορισμοί πρέπει να εφαρμόζονται μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους αυτοί έχουν προβλεφθεί και πρέπει να συνδέονται άμεσα με την συγκεκριμένη ανάγκη για την οποία θεσπίστηκαν[43].


23. Τα Κράτη μέλη πρέπει να θέσουν αποτελεσματικά μέτρα για την προστασία έναντι εκείνων των επιθέσεων που αποσκοπούν στην φίμωση όσον ασκούν το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης. Η παράγραφος 3 δεν πρέπει ποτέ να εφαρμοστεί ως δικαιολογία για τη φίμωση της πολυφωνικής δημοκρατίας, των δημοκρατικών αρχών και των ανθρώπινων δικαιωμάτων [44]. Υπό καμία πείσταση μπορεί να επιτραπεί ως συμβατή με το άρθρο 19 η επίθεση σε ένα πρόσωπο λόγω της ενάσκησης της ελευθερίας της γνώμης ή της έκφρασης, συμπεριλαμβανομένων περιπτώσεων επίθεσης όπως η παράνομη σύλληψη, τα βασανιστήρια, οι απειλές για τη ζωή και φόνο [46]. Οι δημοσιογράφοι είναι συχνά εκτεθειμένοι σε τέτοιες απειλές, εκφοβισμούς και επιθέσεις λόγω των δραστηριοτήτων τους [46]. Το ίδιο ισχύει και για πρόσωπα που ασχολούνται με την συλλογή και ανάλση πληροφριών για την κατάσταση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και που δημοσιεύουν εκθέσεις που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως και οι δικαστές και οι δικηγόροι [47]. Όλες αυτές οι επιθέσεις θα πρέπει να εξετάζονται σε βάθος και έγκαιρα και οι δράστες να διώκονται [48] και τα θύματα ή στην περίπτωση ανθρωποκτονιών οι συγγενείς τους να έχουν στη διάθεσή τους κατάλληλα μέσα αποκατάστασης [49].


24. Οι περιορισμοί πρέπει να προβλέπονται από το νόμο. Ο νόμος μπορεί να αφορά την βουλευτική ασυλία [50] ή την ασέβεια προς το δικαστήριο [51]. Καθώς ένας περιορισμός στην ελευθερία της έκφρασης αφορά σοβαρή παρέμβαση στα ανθρώπινα δικαιώματα, δεν θα είναι συμβατός με το Σύμφωνο εάν βασίζεται στο παραδοσιακό, θρησκευτικό ή άλλο τέτοιο εθιμικό δίκαιο [52].



25. Κατά την έννοια της παραγράφου 3, ένας κανόνας, προκειμένου να χαρακτηριστεί “νόμος” θα πρέπει να έχει διατυπωθεί με επαρκή σαφήνεια ώστε να επιτρέπει σε ένα άτομο να καθορίσει τη συμπεριφορά του σύμφωνα με αυτόν [53] και θα πρέπει να είναι προσβάσιμος στο κοινό. O νόμος δεν μπορεί να παρέχει απόλυτη διακριτική ευχέρεια για τον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης σε όσους είναι αρμόδιοι για την εφαρμογή του [54]. Οι νόμοι πρέπει να προβλέπουν επαρκείς επιταγές για εκείνους που είναι αρμόδιοι για την εφαρμογή τους, ώστε να τους επιτρέπουν να επιβεβαιώνουν τι είδους εκφράσεις μπορούν να περιορίζονται και ποιες όχι.



26. Οι νόμοι που περιορίζουν τα δικαιώματα που προβλέποται από το άρθρο 19 παράγραφος 2, συμπεριλαβανομένων των νόμων που αναφέρονται στην παράγραφο 24, δεν θα πρέπει απλώς να είναι συμβατοί με τους αυστηρούς περιορισμούς του άρθρου 19 παράγραφος 3 του Συμφώνου αλλά θα πρέπει επίσης και οι ίδιοι να είναι συμβατοί με τις διατάξεις, τους σκοπούς και το αντικείμενο του Συμφώνου [55]. Οι νόμοι δεν θα πρέπει να παραβιάζουν τις διατάξεις του Συμφώνου για την απαγόρευση διακρίσεων. Οι νόμοι δεν πρέπει να προβλέπουν κυρώσεις που είναι ασύμβατες με το Σύμφωνο, όπως η σωματική τιμωρία [56].


27. Το κράτος μέλος έχει το βάρος να αποδείξει την νομική βάση για κάθε περιορισμό που επιβάλλεται στην ελευθερία της έκφρασης [57]. Εάν, όσον αφορά ένα συγκεκριμένο κράτος μέλος, η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει εάν ένας συγκεκριμένος περιορισμός επιβάλεται από ένα νόμο, το Κράτος μέλος θα πρέπει να παρέχει λεπτομέρειες για τον νόμο και τις ενέργειες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου [58].


28. Ο πρώτος από τους νόμιμους λόγους για τον περιορισμό που προβλέπεται στην παράγραφο 3 είναι εκείνος των δικαιωμάτων ή της τιμής των άλλων. Ο όρος “δικαιώματα” περιλαμβάνει τα ανθρώπινα δικαιώματα όπως αναγνωρίζονται από το Σύμφωνο και γενικότερα από το διεθνές δίκαιο ανθρώπινων δικαιωμάτων. Για παράδειγμα, μπορεί να είναι νόμιμος ο περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης προκειμένου να προστατευθεί το δικαίωμα του εκλέγειν κατά το άρθρο 25 καθώς επίσης και τα δικαιώματα του άρθρου 17 (βλ. παρ. 37) [59]. Τέτοιοι περιορισμοί πρέπει να επιβάλλονται με προσοχή: καθώς μπορεί να είναι επιτρεπτό να προστατευθούν οι ψηφοφόροι από περιπτώσεις έκφρασης που συνιστούν εκφοβισμό ή εξαναγκασμό, αυτοί οι περιορισμοί δεν θα πρέπει να παρεμποδίζουν την πολιτική αντιπαράθεση, καθώς επίσης, για παράδειγμα, την πρόσκληση για μποϊκοτάζ μιας μη υποχρεωτικής ψήφου [60]. Η έννοια “των άλλων” αφορά τα άλλα πρόσωπα ατομικά ή ως μέλη μιας κοινότητας [61]. Έτσι, για παράδειγμα, μπορεί να αφορά σε μεμονωμένα μέλη μιας κοινότητας προσδιοριζόμενα από την θρησκευτική τους πίστη [62] ή την εθνότητά τους [63].



29. Ο δεύτερος νόμιμος λόγος είναι αυτός της προστασίας της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης ή της δημόσιας υγείας ή ηθικής.


30. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιδείξουν τεράστια προσοχή ώστε να διασφαλιστεί ότι νόμοι για εσχάτη προδοσία [64] και συναφείς διατάξεις που αφορούν την εθνική ασφάλεια, είτε αναφέρονται σε κρατικά απόρρητα είτε διαφορετικά, συντάσσονται και εφαρμόζονται κατά τρόπον ώστε να είναι συμβατός με τις αυστηρές προϋποθέσεις της παραγράφου 3. Για παράδειγμα, δεν είναι συμβατό με την παράγραφο 3, να εφαρμόζονται τέτοιοι νόμοι για να αποφευχθεί η διάχυση δημόσιων πληροφοριών για τις οποίες υπάρχει νομιμοποιημένο δημόσιο ενδιαφέρον, όταν δεν θίγεται η εθνική ασφάλεια ή για να διωχθούν δημοσιογράφοι, ερευνητές, περιβαλλοντολογικοί ακτιβιστές, υπερασπιστές ανθρώπινων δικαιωμάτων ή άλλοι για διάδοση αυτών των πληροφοριών [65]. Ούτε είναι γενικώς ορθό να εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής αυτών των νόμων κατηγορίες πληροφοριών όπως αυτές που αφορούν τον εμπορικό κλάδο, τον τραπεζικό τομέα και την επιστημονική διαδιασία [66]. Σε μια υπόθεση η Επιτροπή έκρινε ότι ο περιορισμός για τη δημισίευση δήλωσης προς υποστήριξης μιας εργατικής διαφοράς, ακόμη κι όταν συγκαλεί σε εθνική απεργία, δεν ήταν ανεκτός κατ' επίκληση της εθνικής ασφάλειας [67].



31. Για λόγους προστασίας της δημόσιας τάξης (ordre public) μπορεί για παράδειγμα να επιτραπεί υπό ορισμένες περιστάσεις η ρύθμιση της διεξαγωγής ομιλιών σε ένα συγκεκριμένο δημόσιο χώρο [68]. Καταδικαστικές αποφάσεις που αφορούν τύπους έκφρασης ενώπιον δικαστηρίου μπορεί να ελεγχθούν ως προς την τήρηση των λόγων δημόσιας τάξης. Προκειμένου να είναι συμβατές με την παράγραφο 3, τέτοιες αποφάσεις και κυρώσεις θα πρέπει να έχουν εκδοθεί στο πλαίσιο της ενάσκησης της δικαστικής αρμοδιότητας για τήρηση της τάξης της διαδικασίας [69]. Τέτοιες διαδικασίες δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για τον περιορισμό της νόμιμης ενάσκησης των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου.



32. Η Επιτροπή παρατήρησε στο γενικό σχόλιο αρ. 22 ότι η έννοια της ηθικής απορρέει από πολλές κοινωνικές, φιλοσοφικές και θρησκευτικές παραδόσεις. Ως εκ τούτου, οι περιορισμοί για τους σκοπούς της προστασίας των ηθών θα πρέπει να βασίζονται σε αρχές που δεν απορρέουν αποκλειστικά από μία μεμονωμένη παράδοση. Κάθε τέτοιος περιορισμός θα πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως της οικουμενικότητας των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της αρχής της μη-διάκρισης.


33. Οι περιορισμοί πρέπει να είναι “αναγκαίοι” ενόψει ενός νόμιμου στόχου. Έτσι, για παράδειγμα, μια απαγόρευση της εμπορικής διαφήμησης σε κάποια γλώσσα, με σκοπό την προστασία της γλώσσας μιας συγκεκριμένης κοινότητας, δεν πληροί τον έλεγχο της αναγκαιότητας, εάν η προστασία θα μπορούσε να επιτευχθεί με άλλους τρόπους που δεν παραβιάζουν την ελευθερία της έκφρασης [70]. Από την άλλη πλευρά, η Επιτροπή έκρινε ότι ένα κράτος – μέλος δεν υπερέβη την αναγκαιότητα όταν μετέθεσε έναν δάσκαλο που είχε δημοσιεύσει υλικό που εξέφραζε μίσος εναντίον μιας θρησκευτικής ομάδας σε μια μη-διδακτική θέση, προκειμένου να προστατευθεί το δικαίωμα και η ελευθερία των παιδιών σε αυτήν την πίστη σε μια σχολική περιοχή [71].



34. Οι περιορισμοί δεν πρέπει να είναι υπερβολικά ευρείς. Η Επιτροπή παρατήρησε στο γενικό σχόλιο αρ. 27 ότι “τα ασφαλιστικά μέτρα πρέπει να είναι σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Πρέπει να είναι κατάλληλα για να επιτευχθεί η προστατευτική λειτουργία τους. Πρέπει να είναι αναλογικά ενόψει των προστατευόμενων συμφερόντων... Η αρχή της αναλογικότητας πρέπει να είναι σεβαστή όχι μόνο από τους νόμους που θέτουν τους περιορισμούς, αλλά και από τις διοικητικές και δικαστικές αρχές που τους εφαρμόζουν [72]. Η αρχή της αναλογικότητας πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη την μορφή της επίμαχης έκφρασης καθώς και τα μέσα της διάδοσής της. Για παράδειγμα, η σημασία που δίνει το Σύμφωνο στην ελεύθερη έκφραση είναι ιδιαίτερα υψηλή υπό τις περιστάσεις του δημόσιου διαλόγου σε μια δημοκρατική κοινωνία, όσον αφορά πρόσωπα του δημόσιου χώρου και της πολιτικής .[73]


35. Όταν ένα κράτος – μέλος επικαλείται έναν νόμιμο λόγο περιορισμού στην ελευθερία της έκφρασης, θα πρέπει να παρουσιάζει με συγκεκριμένο και εξατομικευμένο τρόπο την ακριβή φύση της απειλής και την αναγκαιότητα και αναλογικότητας των ειδικών μέτρων που έλαβε, ιδίως παορυσιάζοντας μια άμεση κι ευθεία σχέση ανάμεσα στην έκφραση και την απειλή. [74]


36. Η Επιτροπή επιφυλάσσει για τον εαυτό της την αξιολόγηση περί του εάν, σε μια δεδομένη περίσταση, υπάρχουν περιστατικά που καθιστούν την ελευθερία της έκφρασης αναγκαία [75]. Ως προς αυτό, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το πεδίο αυτής της ελευθερίας δεν πρέπει να εκτιμάται με επίκληση ενός “πεδίου εκτίμησης” [76] και προκειμένου η Επιτροπή να επιτελέσει τις λειτουργίες της, το κράτος – μέλος, σε κάθε δεδομένη υπόθεση, πρέπει να αποδείξει ειδικώς την ακριβή φύση της απειλής εναντίον κάποιου απο τους απαριθμούμενους λόγους που περιλαμβάνονται στην παράγραφο 3 και ο οποίος επιβάλλει τον περιορισμό στην ελευθερία της έκφρασης [77].


Περιορισμός του πεδίου εφαρμογής της ελευθερίας της έκφρασης σε συγκεκριμένες περιοχές


37. Μεταξύ των περιορισμών όσον αφορά τις πολιτικές διαδικασίες, για τις οποίες η Επιτροπή έχει επιδείξει ανησυχία, είναι ο περιορισμός της πόρτα-πόρτα ψηφοθηρίας [78], ο περιορισμός για τον αριθμό και τον τύπο των έντυπων υλικών που μπορούν να διανέμονται κατά τη διάρκεια των προεκλογικών εκστρατειών, [79], ο περιορισμός της πρόσβασης σε πηγές, κατά τη διάρκεια των εκλογών, μεταξύ των οποίων στα τοπικά και διεθνή μέσα ενημέρωσης, του πολιτικού σχολιασμού [80] και ο περιορισμός πρόσβασης των κομμάτων και πολιτικών της αντιπολίτευσης σε μέσα ενημέρωσης [81]. Κάθε περιορισμός θα πρέπει να είναι συμβατός με την παράγραφο 3. Για παράδειγμα, μπορεί να είναι νόμιμο για ένα κράτος μέλος να περιορίζει τις πολιτικές δημοσκοπήσεις αμέσως πριν τις εκλογές προκειμένου να τηρηθεί η ακεραιότητα της εκλογικής διαδικασίας [82].



38. Όπως σημειώθηκε πιο πριν στις παραγράφους 13 και 20 όσον αφορά το περιεχόμενο των πολιτικών διαδικασιών, η Επιτροπή έχει παρατηρήσεις ότι σε περιπτώσεις που ο δημόσιος διάλογος αφορά δημόσια πρόσωπα σε πολιτικές θέσεις και δημόσιους οργανισμούς, η αξία που αποδίδεται από το Σύμφωνο στην ελεύθερη έκφραση είναι ιδιαίτερα αυξημένη [83]. Έτσι, το ίδιο το γεγονός ότι μορφές έκφρασης που θεωρείται ότι προσβάλλουν δημόσια πρόσωπα δεν επαρκεί για να δικαιολογήσει την επιβολή κυρώσεων, αν και τα δημόσια πρόσωπα ωφελούνται από τις διατάξεις του Συμβούνου [84]. Επιπλέον, όλα τα δημόσια πρόσωπα, ακόμη κι εκείνα που βρίσκονται στα ανώτατα αξιώματα, όπως αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων, υπόκεινται νομίμως σε κριτική και πολιτική αντιλογία [85]. Συνακόλουθα, η Επιτροπή εκφράζει την ανησυχία της για τους νόμους επ' αυτών των ζητημάτων, όπως η περιύβριση ηγετών, [86] ασέβεια ,[87] περιύβριση αρχής, [88] ασέβεια για τις σημαίες και τα σύμβολα, δυσφήμηση αρχηγού κράτους [89] και την προστασία της τιμής των δημόσιων λειτουργών ,[90] καθώς κι επειδή οι νόμοι δεν θα πρέπει να προβλέπουν βαρύτερες ποινές μόνο λόγω της ταυτότητας των ατόμων που μπορεί να θίγονται. Οι κρατικοί φορείς δεν θα πρέπει να απαγορεύουν την κριτική των θεσμών, όπως του στρατού ή της κυβέρνησης.[91]


39. Οι κρατικοί φορείς πρέπει να διασφαλίζουν ότι το νομοθετικό και διοικητικό πλαίσιο για την ρύθμιση των μέσω ενημέρωσης είναι συμβατό με τις διατάξεις της παραγράφου 3. [92] Τα κανονιστικά συστήματα θα πρέπει επίσης να λαβάνουν υπόψη τις διαφορές ανάμεσα στα έντυπα και τις εκπομπές και το Διαδίκτυο, παρακολουθώντας και τον τρόπο με τον οποίο τα διάφορα μέσα ενημέρωσης συγκλίνουν. Είναι ασύμβατο με το άρθρο 19 να απαγορεύεται η δημοσίευση στις εφημερίδες και στα άλλα έντυπα μέσα για λόγους που δεν προβλέπονται από την παράγραφο 3. Τέτοιοι λόγοι ουδέποτε θα περιλάβουν την απαγόρευση μιας συγκεκριμένης δημοσίευσης, εκτός εάν αυτή έχει ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο το οποίο απαγορεύεται νόμιμα κατά την παράγραφο 3. Οι κρατικοί φορείς πρέπει να αποφεύγουν να επιβάλουν επαχθείς όρους και δαπάνες για την αδειοδότηση των ραδιοτηλεοπτικών μέσων, συμπεριλαμβανομένων των εμπορικών ή συλλογικών [ραδιοτηλεοπτικών] σταθμών [93]. Τα κριτήρια για την εφαρμογή τέτοιων όρων και δαπανών για άδειες πρέπει να είναι εύλογα και αντικειμενικά [94], σαφή [95], διαφανή [96], να μην εισάγουν αθέμιτες διακρίσεις και, σε κάθε περίπτωση, να είναι συμβατά με το Σύμφωνο [97]. Το καθεστώς αδειοδότησης για εκπομπές μέσων με περιορισμένη εμβέλεια, όπως οι επίγειες ή δορυφορικές οπτικοακουστικές υπηρεσίες θα πρέπει να προβλέπει επί ίσοις όροις κατανομή της πρόσβασης και των συχνοτήτων, μεταξύ των δημόσιων, των ιδιωτικών και των συλλογικών σταθμών. Συνίσταται στους κρατικούς φορείς που δεν το έχουν ήδη πράξει, να ιδρύσουν μια ανεξάρτητη αρχή για την αδειοδότηση των ραδιοτηλεοπτικών μέσων, με αρμοδιότητα να εξετάζει τις αιτήσεις των σταθμών και να χορηγεί τις άδειες [98].


40. Η Επιτροπή υπενθυμίζει την παρατήρησή της στο Γενικό Σχόλιο αρ. 10, ότι “λόγω της ανάπτυξης των σύγχρονων μέσων ενημέρωσης, είναι αναγκαίο να ληφθούν αποτελεσματικά μέτρα για να αποτρέπεται ο έλεγχος στα μέσα ενημέρωσης, καθώς αυτό θα συνιστούσε παρέμβαση στο δικαίωμα καθενός για ελευθερίας της έκφρασης.” Το κράτος δεν πρέπει να έχει μονοπωλιακό έλεγχο στα μέσα ενημέρωσης και θα πρέπει να προωθεί τον πλουραλισμό των μέσων ενημέρωσης [99]. Συνακόλουθα, οι κρατικοί φορείς θα πρέπει να αναλάβουν κατάλληλη δράση, σύμφωνη με το Σύμφωνο, ώστε να αποτρέπεται η παράνομη κυριαρχία των μέσων ή η συγκέντρωσή τους από ιδιωτικώς ελεγχόμενους ομίλους μέσων μαζικής ενημέρωσης σε μονοπωλιακή βάση, καθώς αυτό θα έθιγε την ποικιλότητα των πηγών και των απόψεων.



41. Θα πρέπει να δοθεί προσοχή ώστε να διασφαλιστεί ότι οι κρατικές ενισχύσεις στα μέσα ενημέρωση και η τοποθέτηση κυβερνητικών διαφημίσεων [100] δεν έχουν ως αποτέλεσμα να επηρεάσουν την ελευθερία της εκφρασης [101]. Περαιτέρω, τα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης δεν πρέπει να βρίσκονται σε μειονεκτική θέση σε θέματα όπως η πρόσβαση σε υποδομές ανακοινώσεων, διανομής πληροφοριών και πρόσβασης στις ειδήσεις [102].


42. Οι ποινικές διώξεις εναντίον της ιδιοκτησίας των μέσων, των εκδοτών ή των δημοσιογράφων μόνο επειδή ήταν επικριτικοί για την κυβέρνηση ή για το κοινωνικοπολιτικό συστημα που υποστηρίζει η κυβέρνηση [103] ουδέποτε μπορεί να θεωρηθεί ένας επαρκής περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης.


43. Κάθε περιορισμός στη λειτουργία διαδικτυακών τόπων, ιστολογίων ή άλλων διαδικτυακών, ηλεκτρονικών ή παρόμοιων συστημάτων διάδοσης πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων που υποστηρίζουν τέτοιες επικοινωνίες, όπως οι πάροχοι υπηρεσιών διαδικτύου ή οι μηχανές αναζήτησης είναι επιτρεπτός μόνο στο βαθμό που είναι συμβατος με την παράγραφο 3. Οι επιτρεπτοί περιορισμοί γενικά πρέπει να είναι συγκεκριμένοι ως προς το περιεχόμενό τους. Γενικές απαγορεύσεις για τη λειτουργία συγκεκριμένων ιστοτόπων και συστημάτων δεν είναι συμβατές με την παράγραφο 3. Είναι επίσης ασύμβατο με την παράγραφο 3 να απαγορευθεί σε έναν ιστότοπο ή σε ένα σύστημα διάδοσης πληροφοριών η μετάδοση υλικού μόνο λόγω του ότι είναι επικριτικό για την κυβέρνηση ή για το πολιτικό σύστημα που στηρίζει την κυβέρνηση. [104]


44. Η δημοσιογραφία είναι μια λειτουργία που απλώνεται σε ένα ευρύ φάσμα παραγόντων, συμπεριλαμβανομένων των επαγγελματιών ρεπόρτερ και αναλυτών πλήρους απασχόλησης, καθώς επίσης και των ιστολόγων και άλλων που εμπλέκονται σε μορφές αυτο-έκδοσης, σε έντυπη ή διαδικτυακή ή άλλη μορφή και τα γενικά κρατικά συστήματα μητρώου ή αδειοδότησης για δημοσιογράφους είναι ασύμβατα με την παράγραφο 3. Προγράμματα περιορισμένης διαπίστευσης επιτρέπονται μόνο όταν είναι αναγκαια για να παράσχουν στους δημοσιογράφους το προνόμιο της πρόσβασης σε συγκεκριμένα μέρη ή γεγονότα. Τέτοια προγράμματα θα πρέπει να εφαρμόζονται με τρόπο που δεν ευνοεί τις διακρίσεις και είναι συμβατός με το άρθρο 19 και τις άλλες διατάξεις του Συμφώνου, σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια και λαμβάβοντας υπόψη ότι η δημοσιογραφία είναι μια λειτουργία που διαμορφώνεται από ένα ευρύ κύκλο παραγόντων.


45. Κανονικά είναι ασύμβατος με την παράγραφο 3 ο περιορισμός της ελευθερίας των δημοσιογράφων και άλλων που επιδιώκουν την ενάσκηση της ελευθερίας της έκφρασης (όπως προσώπων που επιθυμούν να ταξιδεύσουν για να παρευρεθούν σε συναντήσεις που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα) [105] να ταξιδεύσουν έξω από το κράτος, ο περιορισμός της εισόδου στο κράτος αλλοδαπών δημοσιογράφων από συγκεκριμένες χώρες [106] ή ο περιορισμός της ελευθερίας της μετακίνησης των δημοσιογράφων και των εμπειρογνωμόνων για τα ανθρώπινα δικαιώματα εντός του κράτους (ακόμη κι όταν πρόκειται για περιοχές που πλήττονται από συγκρούσεις, περιοχές φυσικών καταστροφών και περιοχές για τις οποίες υπάρχουν καταγγελίες παραβίασης ανθρώπινων δικαιωμάτων. Τα κράτη μέλη πρέπει να αναγνωρίσουν και να σεβαστούν ότι τα δικαιώματα της ελευθερίας της έκφρασης που περιλαμβάνουν και το δημοσιογραφικό προνόμιο της μη αποκάλυψης πηγών πληροφοριών [107].


46. Τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα αντι-τρομοκρατικά μέτρα πρέπει να είναι συμβατά με την παράγραφο 3. Αδικήματα όπως “ενθάρρυνση της τρομοκρατίας” [108], και “εξτρεμιστική δράση” [109] καθώς και αδικήματα όπως “εκθείαση”, “επευφημία” ή “δικαιολόγηση” της τρομοκρατίας θα πρέπει να προσδιορίζονται με σαφήνεια για να διασφαλίζεται ότι δεν οδηγούν σε αδικαιολόγητη ή δυσανάλογη παρέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης. Οι υπερβολικοί περιορισμοί στην ελευθερία της έκφρασης πρέπει επίσης να απαγορεύονται. Τα μέσα ενημέρωσης παίζουν επίσης έναν καθοριστικό ρόλο στην ενημέρωση του κοινού για πράξεις τρομοκρατίας και η δυνατότητά τους να λειτουργούν δεν πρέπει να περιορίζεται χωρίς λόγο. Όσον αφορά αυτό το θέμα, οι δημοσιογράφοι δεν πρέπει να διώκονται ποινικά κατά την ενάσκηση των νομίμων καθηκόντων τους.


47. Oι νόμοι που αφορούν την δυσφήμηση θα πρέπει να καταρτίζονται με προσοχή, ώστε να διασφαλίζεται η τήρηση της παραγράφου 3 και ότι δεν αποσκοπούν πρακτικά στην εξάλειψη της ελευθερίας της έκφρασης [110]. Όλοι αυτοί οι νόμοι, ιδιαίτερα οι ποινικοί νόμοι περί δυφσήμησης, θα πρέπει να περιλαμβάνουν και τις ενστάσεις όπως η ένσταση περί αλήθειας και δεν θα ρέπει να εφαρμόζονται σε μορφές έκφρασης οι οποίες, από τη φύση τους, δεν αφορούν θέματα που μπορούν να επαληθευθούν. Toυλάχιστον όσον αφορά τα σχόλια για δημόσια πρόσωπα, θα πρέπει να εξεταστεί η αποτροπή της ποινικοποίησης ή της απόδοσης ανακριβών ισχυρισμών που έχουν δημοσιευθεί από αμέλεια αλλά χωρίς δόλο [111]. Σε κάθε περίπτωση, το δημόσιο ενδιαφέρον για ένα θέμα κριτικής πρέπει να αναγνωρίζεται ως ένσταση. Θα πρέπει να δοθεί φροντίδα από τα κράτη να αποφεύγονται τα υπερβολικά περιοριστικά μέτρα και ποινές. Σχετικά με αυτό, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θέτουν εύλογα όρια ως προϋποθέσεις για έναν κατηγορούμενο ως προς τα δικαστικά έξοδα [112] Τα κράτη μέλη πρέπει να εξετάσουν την αποποινικοποίηση της δυσφήμησης [113] και, σε κάθε περίπτωση, η εφαργμογή του ποινικού δικαίου πρέπει να επιφυλάσσεται για τις πιο σοβαρές περιπτώσεις, ενώ η φυλάιση ποτέ δεν θα θεωρείται μια κατάλληλη ποινή. Eίναι απαράδεκτο για ένα κράτος να διώκει ένα άτομο ποινικά για δυσφήμηση αλλά να μην προχωράει σύντομα σε εκδίκαση της υπόθεσης – μια τέτοια πρακτική επιφέρει ένα αποτρεπτικό αποτέλεσμα το οποίο περιορίζει ανεπίτρεπτα την ελευθερία της έκφρασης του ατόμου και των άλλων [114]


48. Οι απαγορεύσεις στις δηλώσεις ασέβειας για μια θρησκεία ή για ένα άλλο σύστημα πίστεως, όπως οι νόμοι περί βλασφημίας, είναι ασύμβατοι με το Σύμφωνο, εκτός από τις ειδικές περιστάσεις που περιγράφονται στο άρθρο 20 παράγραφος 20 το Συμφώνου. Τέτοιοι περιοιρσμοί πρέπει επίσης να τηρούν τις αυστηρές προϋποθέσεις του άρθρου 19 παραγραφος 3, όπως κι αυτές των άρθρων 2,5,17,18 και 26. Έτσι, για παράδειγμα, δεν θα ήταν επιτρεπτό αυτοί οι νόμοι να επιβάλλουν διακρίσεις υπέρ ή εναντίον άλλης θρησκείας ή συστήματος πίστεως ή στους πιστούς έναντι των μη-πιστών. Ούτε θα ήταν επιτρεπτό τέτοιες απαγορεύσεις να χρησιμοποιούνται για να αποτραπεί ή να τιμωρηθούν οι επικρίσεις θρησκευτικών ηγετών ή ο σχολιασμός στο θρησκευτικό δόγμα ή δόγματα .[115]


49. Οι νόμοι που ποινικοποιούν την έκφραση γνώμης για ιστορικά γεγονότα [116] είναι ασύμβατοι με τις υποχρεώσεις που επιβάλλει το Σύμφωνο στα κράτη μέλη σχετικά με το σβασμό της ελευθερίας της γνώμης κι έκφρασης. Το Σύμφωνο δεν επιτρέπει γενική απαγόρευση εκφράσεων εσφαλμένης γνώμης ή εσφαλμένης ερμηνείας ιστορικών γεγονότων. Οι περιορισμοί στο δικαιωμα της ελευθερίας της γνώμης δεν πρέπει να επιβάλλονται και όσον αφορά την ελευθερία της έκφρασης δεν πρέπει να προχωρούν πέρα από το επιτρεπτό κατά την παράγραφο 3 ή σύμφωνα με το άρθρο 20.



Η σχέση των άρθρων 19 και 20


50. Τα άρθρα 19 και 20 είναι συμβατά μεταξύ τους και αλληλοσυμπληρώνονται. Οι πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 20 υποβάλλονται στους περιορισμούς του άρθρου 19 παρ. 3. Ως τέτοιος, ένας περιορισμός που είναι δικαιολογημένος στη βάση του άρθρου 20 πρέπει επίσης να είναι συμβατός με το άρθρο 19 παρ. 3 [117].


51. Αυτό που διαχωρίζει τις πράξεις που περιλαμβάνονται στο άρθρο 20 από τις πράξεις που υπόκεινται σε περιορισμούς κατά το άρθρο 19 παρ. 3 είναι ότι όσον αφορά τις πράξεις του άρθρου 20, το Σύμφωνο υποδεικνύει την συγκεκριμένη ανταπόκριση που πρέπει να επιδείξει το κράτος: την νομική απαγόρευσή τους. Μόνο ως προς αυτό το άρθρο 20 μπορεί να θεωρηθεί ως lex specialis σε σχέση με το άρθρο 19.


52. Μόνο για ειδικές περιπτώσεις έκφρασης επιβάλλει το άρθρο 20 στα κράτη μέλη να προβλέψουν νομικές απαγορεύσεις. Σε κάθε άλλη περίπτωση, στην οποία το Κράτος περιορίζει την ελευθερία της έκφρασης είναι αναγκαίο να δικαιολογείται η απαγόρευση και οι διατάξεις τους να είναι απολύτως σύμφωνες με το άρθρο 19.



[1] Benhadj κατά Αλγερίας, αρ. 1173/2003. Tae-Hoon Park κατά Δημοκρατίας της Κορέας, αρ. 628/1995. GE.11


[2] Βλ. γενικό σχολιο αρ. 24 για τα θέματα που σχετίζονται με τις επιφυλάξεις κατά την επικύρωση ή προσχώρηση στο Σύμφωνο ή τα Συμπληρωματικά πρωτόκολλά του, ή σχετικά με τους περιορισμούς κατά το άρθρο 41 του Συμφώνου.


[3] Γενικό σχόλιο αρ. 29, παρ. 13.


[4] Γενικό σχόλιο αρ. 29, παρ. 11.


[5] Βλ. γενικό σχόλιο 24, για θέματα σχετικά με τις επιφυλάξεις κατά την επικύρωση ή προσχώρηση στο Σύμφωνο ή τα Συμπληρωματικά πρωτόκολλά του, ή σχετικά με τους περιορισμούς κατά το άρθρο 41 του Συμφώνου.


[6] Γενικό σχολιο αρ. 31, παρ. 4



[7] Hertzberg κ.α. κατά Φινλανδίας, αρ. 61/1979.


[8] Γενικό σχόλιο αρ. . 31, para. 8. Gauthier κατά Καναδά , αρ. 633/1995.


[9] Faurisson κατά Γαλλίας, αρ. 550/93.


[10] Mpaka-Nsusu κατά Ζαίρ, αρ. 157/1983. Primo Jose Essono Mika Miha κατά της ισημερινής Γουινέας, αρ. 414/1990.


[11] Yong-Joo Kang κατά Δημοκρατίας της Κορέας, αρ. 878/1999.


[12] Ballantyne κατά Καναδά, αρ. 359/1989 και 385/1989.


[13] Primo Jose Essono Mika Miha κατά ισημερινής Γουινέας, αρ. 414/1990.


[14] Fernando κατά Σρι Λάνκα, αρ. 1189/2003.


[15] Coleman κατά Αυστραλίας, No. 1157/2003.


[16] Συμπερασματικές παρατηρήσεις για την Ιαπωνία (CCPR/C/JPN/CO/5).


[17] Velichkin κατά Λευκορωσίας, αρ.1022/2001.


[18] Mavlonov κ.α.κατά Ουζμπεκιστάς, αρ. 1334/2004.


[19] Hak-Chul Sin κατά Δημοκρατίας της Κορέας, αρ. 926/2000.


[20] Ross κατά Καναδά, αρ. 736/97.


[21] Ό.π.


[22] Ross κατά Καναδά, αρ. 736/97.


[23] Hak-Chul Sin κατά Δημοκρατίας της Κορέας, αρ. 926/2000.


[24] Zundel κατά Καναδά, αρ. 1341/2005


[25] Shchetoko κ.α. κατά Λευκορωσίας αρ. 1009/2001.


[26] Kivenmaa κατά Φινλανδίας, αρ. 412/1990.


[27] Fernando κατά Σρι Λάνκα, αρ. 1189/2003.


[28] Marques de Morais κατά Ανγκόλα, αρ. 1128/2002.


[29] Gauthier κατά Καναδά,. 633/95.


[30] Βλ. γενικό σχόλιο αρ. 25 για το άρθρο 25 (Συμμετοχή στο δημόσιο βίο και δικαίωμα ψήφου).


[31] Mavlonov κ.α. κατά Ουζμπεκιστάν, αρ. 1334/2004.


[32] Συμπερασματικές παρατηρήσεις για την Δημοκρατία της Μολδαβίας (CCPR/CO/75/MDA).


[33] Gauthier κατά Καναδά, αρ. 633/95.


[34] Mavlonov κ.α. κατά Ουζμπεκιστάν, αρ. 1334/2004.


[35] Zheludkova κατά Ουκρανίας, αρ. 726/1996.


[36] Γενικό σχόλιο αρ. 32, παρ. 33


[37] Γενικό σχόλιο αρ. 31 για την φύση των γενικών νομικών υποχρεώσεων που επιβάλλονται στα κράτη μέλη κατά το Σύμφωνο.


[38] Poma Poma κατά Περού, αρ. 1457/2006.


[39] Συμπληρωματικές παρατηρήσεις για το Αζερμπαϊτζάν (CCPR/C/79/Add.38 (1994)).


[40] Βλ. παρ. 25 του γενικού σχολίου αρ. 25 και του άρθρου 25 του Συμφώνου


[41] Βλ. γενικό σχόλιο αρ. 27.



[42] Velichkin κατά Λευκορωσίας, αρ. 1022/2001.


[43] Βλ. Γενικό σχόλιο αρ.


[44] Mukong κατά Καμερούν , αρ. 458/91.


[45] Njaru κατά Καμερούν , αρ. 1353/2005.


[46] Βλ. για παράδειγμα τις συμπερασματικές παρατηρήσεις για την Αλγερία (CCPR/C/DZA/CO/3), συμπερασματικές παρατηρήσεις για την Κόστα Ρίκα (CCPR/C/CRI/CO/5), συμπερασματικές παρατηρήσεις για το Σουδάν (CCPR/C/SDN/CO/3).


[47] Njaru κατά Καμερούν, αρ. 1353/2005, συμπερασματικές παρατηρήσεις για την Νικαράγουα (CCPR/C/NIC/CO/3), συμπερασματικές παρατηρήσεις για την Τυνισία (CCPR/C/TUN/CO/5), συμπερασματικές παρατηρήσεις για την Συρία (CCPR/CO/84/SYR), συμπερασματικές παρατηρήσεις για την Κολομβία (CCPR/CO/80/COL).


[48] Ό.π. και συμπερασματικές παρατηρήσεις για την Γεωργία (CCPR/C/GEO/CO/3).


[49] Συμπερασματικές παρατηρήσεις για την Γουιάνα (CCPR/C/79/Add.121v).


[50] Gauthier κατά Καναδά, αρ. 633/95.


[51] Dissanayake κατά Σρι Λάνκα, αρ. 1373/2005.


[52] βλ. γενικό σχόλιο αρ. 32.


[53] Leonardus J.M. de Groot κατά Ολλανδίας, αρ. 578/1994.


[54] βλ. γενικό σχόλιο αρ. 27.


[55] Toonen κατά Αυστραλίας, αρ. 488/1992.


[56] Γενικό σχόλιο αρ. 20.


[57] Korneenko κα. κατά Λευκορωσίας, αρ. 1553/2007.


[58] Monja Jaona κατά Μαδαγασκάρης, αρ. 132/1982.


[59] Svetik κατά Λευκορωσίας, αρ. 927/2000.


[60] Ό.π.


[61] Ross κατά Καναδά αρ. 736/97.


[62] Faurisson κατά Γαλλίας , 550/93, συμπερασματικές παρατηρήσεις για την Αυστρία (CCPR/C/AUT/CO/4).


[63] Συμπερασματικές παρατηρήσεις για την Σλοβακία (CCPR/CO/78/SVK), συμπερασματικές παρατηρήσεις για το Ισραήλ (CCPR/CO/78/ISR).


[64] Συμπερασματικές παρατηρήσεις για το Χονγκ Κονγκ (CCPR/C/HKG/CO/2).


[65] Συμπερασματικές παρατηρήσεις για την Ρωσική Συνομοσπονδία (CCPR/CO/79/RUS).


[66] Συμπερασματικές παρατηρήσεις για το Ουζμπεκιστάν (CCPR/CO/71/UZB).


[67] Jong-Kyu Sohn κατά Δημοκρατίας της Κορέας, αρ. 518/1992.


[68] Coleman κατά Αυστραλίας, αρ. 1157/2003


[69] Dissanayake κατά Σρι Λάνκα, αρ. 1373/2005.


[70] Dissanayake κατά Σρι Λάνκα, αρ. 1373/2005.


[71] Ross κατά Καναδά, αρ. 736/97.


[72] Γενικό σχόιο αρ. 27, παρ. 15. Βλ. επίσης Marques de Morais κατά Ανγκόλας, αρ. 1128/2002, Coleman κατά Αυστραλίας, αρ. 1157/2003.


[73] Bodrozic κατά Σερβίας και Μαυροβουνίου, αρ. 1180/2003.


[74] Shin κατά Δημοκρατίας της Κορέας, αρ. 926/2000.


[75] Sohn κατά Δημοκρατίας της Κορέας, αρ. 518/1992.


[76] Ilmari Lansman, κ.α. κατά Φινλανδίας, αρ. 511/1992.


[77] Sohn κατά Δημοκρατίας της Κορέας, αρ. 518/92. Shin κατά Δημοκρατίας της Κορέας, αρ. 926/2000.


[78] Συμπερασματικές παρατηρήσεις για την Ιαπωνία (CCPR/C/JPN/CO/5).


[79] Ό.π.


[80] Συμπερασματικές παρατηρήσεις για την Τυνισία (CCPR/C/TUN/CO/5).


[81] Συμπερασματικές παρατηρήσεις για το Τόγκο (CCPR/CO/76/TGO), συμπερασματικές παρατηρήσεις για τη Μολδαβία (CCPR/CO/75/MDA).


[82] Jung-Cheol Kim κατά Δημοκρατίας της Κορέας, αρ. 968/2001.


[83] Bodrozic κατά Σερβίας και Μαυροβουνίου, αρ. 1180/2003.


[84] Ό.π.


[85] Marques de Morais κατά Ανγκόλα, αρ. 1128/2002.


[86] Aduayom κ.α. κατά Τόγκο, αρ. 422-424/1990.


[87] Συμπερασματικές παρατηρήσεις για την Δομινικανή Δημοκρατία c (CCPR/CO/71/DOM).


[88] Συμπερασματικές παρατηρήσεις για την Ονδούρα (CCPR/C/HND/CO/1).


[89] Συμπερασμαντικές παρατηρήσεις για την Ζάμπια (CCPR/ZMB/CO/3).


[90] Συμπερασματικές παρατηρήσεις για την Κόστα Ρίκα (CCPR/C/CRI/CO/5).


[91] Συμπερασματικές παρατηρήσεις για την Κόστα Ρίκα (CCPR/C/CRI/CO/5), Συμπερασματικές παρατηρήσεις για την Τινισία (CCPR/C/TUN/CO/5).


[92] Συμπερασματικές παρατηρήσεις για το Βιετνάμ (CCPR/CO/75/VNM), Συμπερασματικές παρατηρήσεις για το Λεσόθο (CCPR/CO/79/Add. 106).


[93] Συμπερασματικές παρατηρήσεις για την Γάμβια (CCPR/CO/75/GMB).


[94] Συμπερασματικές παρατηρήσεις για τον Λίβανο (CCPR/CO/79/Add.78).


[95] Συμπερασματικές παρατηρήσεις για το Κουβέιτ (CCPR/CO/69/KWT), Συμπερασματικές παρατηρήσεις για την Ουκρανία (CCPR/CO/73/UKR).


[96] Συμπερασματικές παρατηρήσεις για το Κυργιστάν (CCPR/CO/69/KGZ).


[97] Συμπερασματικές παρατηρήσεις για την Ουκρανία (CCPR/CO/73/UKR).


[98] Συμπερασματικές παρατηρήσεις για το Λίβανο (CCPR/CO/79/Add.78).


[99] Συμπερασματικές παρατηρήσεις για τη Γουιάνα (CCPR/CO/79/Add.121), Συμπερασματικές παρατηρήσεις για τη Ρωσική Ομοσπονδία (CCPR/CO/79/RUS)Συμπερασματικές παρατηρήσεις για το Βιετνάμ (CCPR/CO/75/VNM), Συμπερασματικές παρατηρήσεις για την Ιταλία (CCPR/C/79/Add. 37).


[100] Συμπερασματικές παρατηρήσεις για το Λεσόθο (CCPR/CO/79/Add. 106).


[101] Συμπερασματικές παρατηρήσεις για την Ουκρανία (CCPR/CO/73/UKR).


[102] Συμπερασματικές παρατηρήσεις για την Σρι Λάνκα (CCPR/CO/79/LKA), Συμπερασματικές παρατηρήσεις για το Τόγκο (CCPR/CO/76/TGO).


[103] Συμπερασματικές παρατηρήσεις για το Περού (CCPR/CO/70/PER).


[104] Συμπερασματικές παρατηρήσεις για την Αραβική Δημοκρατία της Συρίας (CCPR/CO/84/SYR).


[105]Συμπερασματικές παρατηρήσεις για το Ουζμπεκιστάν (CCPR/CO/83/UZB), Συμπερασματικές παρατηρήσεις για το Μαρόκο (CCPR/CO/82/MAR).


[106] Συμπερασματικές παρατηρήσεις για τους Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας (CCPR/CO/72/PRK).


[107] Συμπερασματικές παρατηρήσεις για το Κουβέιτ (CCPR/CO/69/KWT).


[108] Συμπερασματικές παρατηρήσεις για το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανία ςκαι της Βόρειας Ιρλανδίας (CCPR/C/GBR/CO/6).


[109] Συμπερασματικές παρατηρήσεις για την Ρωσική Ομοσπονδία n (CCPR/CO/79/RUS).


[110] Συμπερασματικές παρατηρήσεις για το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανία ςκαι της Βόρειας Ιρλανδίας (CCPR/C/GBR/CO/6).


[111]Ό.π.


[112] Συμπερασματικές παρατηρήσεις για το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανία ςκαι της Βόρειας Ιρλανδίας (CCPR/C/GBR/CO/6).


[113] Συμπερασματικές παρατηρήσεις για την Ιταλία (CCPR/C/ITA/CO/5), Συμπερασματικές παρατηρήσεις για την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (CCPR/C/MKD/CO/2).


[114] Kankanamge κατά Σρι Λάνκα, αρ. 909/2000.


[115] Συμπερασματικές παρατηρήσεις για το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανία ςκαι της Βόρειας Ιρλανδίας (CCPR/C/79/Add.119). βλ. επίσης Συμπερασματικές παρατηρήσεις για το Κουβέιτ (CCPR/CO/69/KWT).


[116] Οι καλούμενοι “νόμοι μνήμης” βλ. Faurisson κατά Γαλλίας, αρ. 550/93.


[117] Ross κατά Καναδά, αρ. 736/1997.

To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...