Πέμπτη, Απριλίου 30, 2020

Προσφυγή αστυνομικού στο ΕΔΔΑ για το δικαίωμα στο υπογένειο

Ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου προσέφυγε σήμερα Αστυνομικός επικαλούμενος παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής του, λόγω διάταξης του κανονισμού της Ελληνικής Αστυνομίας (2009) με την οποία απαγορεύεται στους αστυνομικούς να τρέφουν υπογένειο. Ο Αστυνομικός είχε υποβάλει σχετικό αίτημα στην υπηρεσία του που έμεινε αναπάντητο και, στην συνέχεια εμφανίστηκε με υπογένειο, οπότε του επιβλήθηκε πρόστιμο, το οποίο προσέβαλε με προσφυγή στον Γενικό Αστυνομικό Διευθυντή Αττικής που την απέρριψε ως αβάιμη. Στην συνέχεια, υπέβαλε αίτηση ακύρωσης στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, επικαλούμενος σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων βάσει της οποίας η επιλογή του ατόμου στην διατήρηση υπογενείου αποτελεί πτυχή του ανθρώπινου δικαιώματός του για σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, κατά το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Το Τριμελές Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, με την απόφαση 2965/2019 απέρριψε την αίτηση ακύρωσης κρίνοντας ότι η απαγόρευση του υπογενείου αποτελεί κεφάλαιο της "στολής" του αστυνομικού, η οποία καθορίζεται με απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας. Το Εφετείο στην απόφαση του περιλαμβάνει το εξής απίθανο και ατεκμηρίωτο σκεπτικό (έμφαση του συντάκτη):
"τα αστυνοµικά όργανα λόγω της φύσης και σοβαρότητας της αποστολής τους, που συνίσταται στην πρόληψη και καταστολή του εγκλήµατος και την τήρηση της ευταξίας εν γένει, όπως και τη διαφύλαξη του κύρους της Ελληνικής Αστυνοµίας, υπόκεινται σε ορισµένους περιορισµούς και οφείλουν να τηρούν τους περί στολής τιθέµενους κανόνες, να αποφεύγουν την διατήρηση εµφανών χαρακτηριστικών και να µ η ν π ρ ο κ α λ ο ύ ν εν γένει κατά τρόπο που δ ε ν σ υ ν ά δ ε ι προς την ι δ ι ό τ η τ α και τα κ α θ ή κ ο ν τ ά τους, χωρίς οι περιορισμοί αυτοί να αντιβαίνουν στα άρθρα 2 και 5 του Συντάγματος, στον ν. 4443/2019 και στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ."
Αντίθετα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είχε κρίνει ήδη από το έτος 2016 με την απόφαση Biržietis κατά Λιθουανίας ότι η επιθυμία του ατόμου να φέρει υπογένειο εμπίπτει στην έννοια της ιδιωτικής ζωής!Με αυτό το σκεπτικό, το Ε.Δ.Δ.Α. καταδίκασε την χώρα που επέβαλε σε έναν φυλακισμένο να ξυρίσει την γενειάδα του, βάσει του κανονισμού φυλακών και η προσφυγή του είχε απορριφθεί από τα λιθουανικά δικαστήρια (http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-163661). Πιο πριν, το 2013 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είχε κρίνει επίσης ότι η κόμμωση αποτελεί στοιχείο της ιδιωτικής ζωής (υπόθεση Popa κατα Ρουμανίας, κρατούμενος που υποχρεώθηκε να κόψει τα μαλλιά του μήκους 45 εκατοστών). Ακόμη πιο πριν, το 2003, είχε καταδικαστεί η Βουλγαρία επειδή επέβαλε το ξύρισμα του κεφαλιού των κρατουμένων (υπόθεση υπόθεση Yankov). Σε αυτές τις περιπτώσεις, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επιβάλλει στα κράτη να ελέγχουν κατά πόσον ο περιορισμός που επιβάλλεται σε μια κατηγορία ατόμων από ένα κράτος: (α) προβλέπεται νομοθετικά, (β) για την επιδίωξη ενός νόμιμου στόχου και (γ) κατά πόσον αυτός ο περιορισμός είναι αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία. Κατά τον έλεγχο του εάν ο περιορισμός του δικαιώματος είναι αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία, αναζητείται κατά πόσον υπάρχει μια "πιεστική κοινωνική ανάγκη" που επιβάλλει τον περιορισμό αυτόν στο συγκεκριμένο κράτος. 
Το Ελληνικό Δημόσιο, στην δίκη αυτήν δεν επικαλέστηκε ούτε απέδειξε καμία τέτοια "πιεστική κοιωνωνική ανάγκη" που θα επέβαλε την απαγόρευση διατήρησης υπογενείου για τους αστυνομικούς και το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, με την σειρά του, δεν εξέτασε κ α θ ό λ ο υ την τήρηση ή μη του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής του αστυνομικού υπό το συγκεκριμένο πρίσμα της αναγκαιότητας της εν λόγω απαγόρευσης σε μια δημοκρατική κοινωνία!
Προκαλεί κατάπληξη που η Ελλάδα, 70 χρόνια μετά την θέσπιση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, έχει ακόμη δικαστές που δικάζουν και δεν έχουν καμία απολύτως εξοικείωση με την τεχνική δικαστικού ελέγχου της τήρησης ενός τόσο θεμελιώδους δικαιώματος όπως αυτό του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, παραλείποντας στις δικαστικές αποφάσεις τους να υποβάλλουν την προσβαλλόμενη πολιτειακή πράξη στην διαδικασία ελέγχου των τριών σταδίων που επιβάλλει η Ε.Σ.Δ.Α. Κατάπληξη προκαλεί η απόφαση, ιδίως δεδομένου ότι στις τρεις εφέτες που δίκασαν την συγκεκριμένη υπόθεση είχε τονιστεί με ιδιαίτερη έμφαση το γεγονός ότι προϋπήρχε η συγκεκριμένη δικαστική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που υποδείκνυε την δικανική μέθοδο για την διακρίβωση της τήρησης της Ε.Σ.Δ.Α., στοιχείο το οποίο δεν αναφέρεται καν στην εν λόγω απόφαση του Διοικητικού Εφετείου, εκθέτοντας έτσι αυτομάτως την Χώρα μας στον διεθνή έλεγχο νομιμότητας από το αρμόδιο διακρατικό δικαιοδοτικό όργανο, καθώς η εφετειακή απόφαση δεν προσβάλλεται με άλλα εσωτερικά ένδικα μέσα.
Η προσφυγή στο Ε.Δ.Δ.Α. δεν εμποδίζει βεβαίως ενδιαφερόμενους να προσφύγουν με πιθανές παρόμοιες υποθέσεις στην Ελληνική Δικαιοσύνη, καθώς το δεδικασμένο του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών δεν παράγει οριζόντια αποτελέσματα.

Σάββατο, Απριλίου 25, 2020

Σεβασμός στην δημοκρατία, στο κράτος δικαίου και στα ανθρώπινα δικαιώματα στο πλαίσιο της υγειονομικής κρίσης του COVID-19

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ

SG/Inf(2020)11


7 Απριλίου 2020 

Σεβασμός στην δημοκρατία, στο κράτος δικαίου και στα ανθρώπινα δικαιώματα
στο πλαίσιο της υγειονομικής κρίσης του COVID-19

Εργαλειοθήκη για τα κράτη μέλη 



Εισαγωγή

Το έγγραφο φιλοδοξεί να αποτελέσει μια εργαλειοθήκη για τα κράτη μέλη, κατά την διαχείριση της πρωτοφανούς και μεγάλης κλίμακας υγειονομικής κρίσης, ώστε να γίνονται σεβαστές οι θεμελιώδεις αξίες της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Αναγνωρίζεται, αρχικά, ότι οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν ισχυρές προκλήσεις επιδιώκοντας να προστατεύσουν τους πληθυσμούς από την απειλή του COVID-19. Είναι επίσης κατανοητό ότι η κανονική λειτουργία της κοινωνίας δεν μπορεί να εξακολουθήσει, ιδίως υπό το φως του κύριου προστατευτικού μέτρου που απαιτείται για την καταπολέμηση του ιού, δηλαδή του κατ' οίκον περιορισμού. Επιπλέον γίνεται αποδεκτό ότι τα μέτρα που λαμβάνονται θα επηρεάσουν αναπόφευκτα τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που είναι αναπόσπαστο μέρος και αναγκαία συνθήκη σε μια δημοκρατική κοινωνία που διέπεται από την αρχή του κράτους δικαίου.

Η μεγάλη κοινωνική, πολιτική και νομική πρόκληση που αντιμετωπίζουν τα κράτη μέλη είναι η ικανότητά τους να ανταποκριθούν σε αυτή την κρίση αποτελεσματικά, ενώ διασφαλίζουν ότι τα μέτρα που λαμβάνουν δεν υποβαθμίζουν το διαχρονικό και ευγενές συμφέρον για την διασφάλιση των ιδρυτικών για την Ευρώπη αξιών της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Ειδικά τώρα είναι που το Συμβούλιο της Ευρώπης πρέπει να εκπληρώσει την κεντρική του αποστολή, παρέχοντας μέσω των θεσμικών οργάνων του και όλων των αρμοδίων σωμάτων και μηχανισμών το πεδίο για να διασφαλιστεί συλλογικά η συμφωνία των μέτρων αυτών με την αρχή της αναλογικότητας, ε σχέση με την απειλή που επισύρει η εξάπλωση του ιού και ότι ως μέτρα θα ισχύουν για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Αυτός ο ιός καταστρέφει πολλές ζωές και πολλά άλλα αγαθά μας. Δεν πρέπει να του επιτρέψουμε να καταστρέψει τις θεμελιώδεις αρχές και τις ελεύθερες κοινωνίες. 

  1. Παρέκκλιση σε περιόδους επείγουσας κατάστασης (Άρθρο 15 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου)
Η έκταση των μέτρων που έχουν ληφθεί για να αντιμετωπιστεί η παρούσα απειλή του COVID-19 και ο τρόπος με τον οποίο αυτά εφαρμόζονται διαφέρει από κράτος σε κράτος μέσα στον χρόνο. Ενώ κάποια περιοριστικά μέτρα που έχουν ληφθεί από κράτη μέλη μπορεί να είναι δικαιολογημένα στην βάση των συνήθων διατάξεων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (η Σύμβαση) σχετικά με την προστασία της υγείας (βλ. αρθρα 5 παρ. 1 ε, παρ. 2 των άρθρων 8 έως 11 της Σύμβασης και άρθρο 2 παρ. 3 του 4ου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης), μέτρα εξαιρετικής φύσης μπορεί να προϋποθέτουν την παρέκκλιση από τις υποχρεώσεις των κρατών σύμφωνα με την Σύμβαση. Είναι καθήκον κάθε κράτους να αξιολογήσει κατά πόσον τα μέτρα που λαμβάνει επιβάλλουν τέτοια παρέκκλιση, ανάλογα με την φύση και την έκταση των περιορισμών και των δικαιωμάτων και ελευθεριών που προστατεύονται από την Σύμβαση. Η δυνατότητα των κρατών να ενεργούν έτσι είναι ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του συστήματος που επιτρέπει την συνεχιζόμενη εφαρμογή της Σύμβασης και του εποπτικού μηχανισμού της ακόμη και στις πιο δύσκολες περιόδουςi.

Κάθε παρέκκλιση θα αξιολογηθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (το Δικαστήριο) επ' αφορμή των υποθέσεων που θα αχθούν ενώπιόν τουii. Το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει στα κράτη ένα ευρύ περιθώριο ελεύθερης εκτίμησης σε αυτό το πεδίο: “Είναι επιλογή αρχικά του κάθε Συμβαλλόμενου Κράτους, με την ευθύνη του για “την ζωή του έθνους [του], να αποφασίσει εάν η ζωή αυτή απειλείται από μια “δημόσια κατάσταση ανάγκης” και, σε θετική περίπτωση, πόσο μακριά είναι αναγκαίο να φτάσει, κατά την προσπάθεια να αντιμετωπίσει αυτή την επείγουσα κατάσταση. Λόγω της άμεσης και διαρκούς επαφής τους με τις πιεστικές ανάγκες της εποχής, οι εθνικές αρχές είναι κατ' αρχήν σε καλύτερη θέση από έναν διεθνή δικαστή για να αποφασίσουν τόσο για την ύπαρξη μιας τέτοιας κατάστασης ανάγκης, όσο και για την φύση και το εύρος τον αναγκαίων παρεκκλίσεων προς αντιμετώπισή της. Γι' αυτό το άρθρο 15 παρ. 1 (...) καταλείπει σε αυτές τις αρχές ένα ευρύ πεδίο εκτιμήσεως.”iii

H παρέκκλιση υπόκειται επίσης σε επίσημες διατυπώσεις: η Γενική Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης, καθώς αποτελεί θεματοφύλακα της Σύμβασης, θα πρέπει να ενημερώνεται πλήρως για τα ληφθέντα μέτρα, τους λόγους λήψης τους και για τον χρόνο λήξης των μέτρων αυτών (https://www.coe.int/en/web/conventions/full-list/-/conventions/webContent/62111354)

Ορισμένα δικαιώματα της Σύμβασης δεν επιδέχονται παρεκκλίσεις: το δικαίωμα στην ζωή, εκτός από το πλαίσιο των παράνομων πράξεων πολέμου (άρθρο 2), η απαγόρευση των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας (άρθρο 3), η απαγόρευση της δουλείας (άρθρο 4 παρ. 1) και ο κανόνας της “απαγόρευσης κολασμού άνευ νόμου” (άρθρο 7). Δεν επιτρέπεται παρέκκλιση από την απαγόρευση της θανατικής ποινής ή του δικαιώματος περί μη διπλής δίκης ή τιμωρίας για το ίδιο αδίκημα (Πρωτόκολλα αρ. 6 και 13 καθώς και άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου αρ. 7). 

H παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 δεν εξαρτάται από την επίσημη κήρυξη κράτους σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης ή από κάθε παρόμοιο καθεστώς σε εθνικό επίπεδο. Την ίδια στιγμή, κάθε παρέκκλιση πρέπει να έχει σαφή βάση στο εθνικό δίκαιο προκειμένου να αποτρέπονται οι αυθαιρεσίες και θα πρέπει να είναι αυστηρά αναγκαία για την καταπολέμηση του δημόσιου κινδύνου. Τα κράτη πρέπει να λαμβάνουν υπόψη ότι κάθε μέτρο λαμβάνεται για να προστατεύσει την δημοκρατική τάξη έναντι απειλών κατ' αυτής και θα πρέπει να καταβάλλεται κάθε προσπάθεια για να διασφαλιστούν οι αξίες μιας δημοκρατικής κοινωνίας, όπως ο πλουραλισμός, η ανεκτικότητα και η ευρύτητα πνεύματοςiv. Ενώ οι παρεκκλίσεις γίνονται αποδεκτές από το Δικαστήριο για την δικαιολόγηση κάποιων εξαιρέσεων από την Σύμβαση, δεν μπορούν ποτέ να δικαιολογήσουν πράξεις που στρέφονται ενάντια στις θεμελιώδεις αρχές της Σύμβασης για νομιμότητα και αναλογικότητα.

  1. Σεβασμός του κράτους δικαίου και των δημοκρατικών αρχών σε περιόδους έκτακτης ανάγκης

    1. Η αρχή της νομιμότητας

Ακόμη και σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, πρέπει να κατισχύει η αρχή του κράτους δικαίουv. Θεμελιώδης αρχή του κράτους δικαίου είναι η υποχρέωση κάθε κρατικής πράξης να συμμορφώνεται με το δίκαιοvi. Το “δίκαιο” σε αυτό το πλαίσιο περιλαμβάνει όχι μόνο τις πράξεις του Κοινοβουλίου, αλλά μπορεί να περιλαμβάνει, για παράδειγμα, τα έκτακτα εκτελεστικά διατάγματα, εφόσον έχουν συνταγματική βάση. Πολλά συντάγματα προβλέπουν ειδικό νομικό καθεστώς (ή καθεστώτα) που ενισχύουν τις αρμοδιότητες των εκτελεστικών αρχών στην περίπτωση πολέμου ή μιας σοβαρής φυσικής καταστροφής ή άλλης συμφοράςvii. Ο νομοθέτης μπορεί επίσης να θεσπίζει επείγοντες νόμους που έχουν συνταχθεί ειδικά για την αντιμετώπιση της τρέχουσας κρίσης, πέραν από τους ήδη υπάρχοντες νομικούς κανόνες. Κάθε νέα νομοθεσία αυτής της κατηγορίας, θα πρέπει να συμμορφώνεται με το σύνταγμα και τα διεθνή πρότυπα και θα πρέπει να υπόκειται σε εξέταση από το Συνταγματικό Δικαστήριο, όταν υπάρχει τέτοιο. Εάν το κοινοβούλιο επιθυμεί να εξουσιοδοτήσει την κυβέρνηση να αποκλίνει από την νομοθεσία της ειδικής πλειοψηφίας (ή την νομοθεσία που εγκρίθηκε μετά από μία άλλη ειδική διαδικασία), αυτό πρέπει να γίνει με την πλειοψηφία που απαιτείται για την θέσπιση της νομοθεσίας ή ακολουθώντας την ίδια ειδική διαδικασία. 

  1. Περιορισμένη διάρκεια του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης και των έκτακτων μέτρων


Κατά την διάρκεια της έκτακτης ανάγκης, οι κυβερνήσεις μπορεί να έχουν μεγαλύτερη εξουσία έκδοσης διαταγμάτων με ισχύ νόμου. Αυτό είναι αποδεκτό, εφόσον προβλέπεται ότι αυτές οι γενικές εξουσίες έχουν περιορισμένη διάρκεια. Ο κύριος σκοπός ενός καθεστώτος έκτακτης ανάγκης (ή αντίστοιχων ρυθμίσεων) είναι η αντιμετώπιση της κρίσης, καθώς και η επιστροφή, στο μέτρο του δυνατού, στην κανονικότηταviii. Η διατήρηση του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης μπορεί να υπόκειται σε έλεγχο αναγκαιότητας από το κοινοβούλιο. Η ατέρμονη διατήρηση των γενικών εξαιρετικών εξουσιών της εκτελεστικής εξουσίας είναι ανεπίτρεπτηix.

Κατά την διάρκεια της κατάστασης ανάγκης, περιορισμένη είναι όχι μόνο η χρονική διάρκεια κατά την οποία η κυβέρνηση νομοθετεί, αλλά και η διάρκεια κάθε νομοθεσίας που έχει επιβληθεί θα πρέπει να περιλαμβάνει σαφή χρονικά όρια της διάρκειας αυτών των εξαιρετικών μέτρων (σαν ένας όρος “ηλιοβασιλέματος”). Πράγματι, μετά το τέλος της κατάστασης ανάγκης θα πρέπει να δικαιολογείται η συνέχιση ειδικών και στοχευμένων μέτρων, αλλά η επέκταση αυτή θα εμπίπτει στην αρμοδιότητα του κοινοβουλίου μέσω των κανονικών διαδικασιώνx.

    1. Περιορισμένο πεδίο εφαρμογής για την έκτακτη νομοθεσία: η αρχή της αναγκαιότητας


Η αρχή της αναγκαιότητας επιβάλει τα έκτακτα μέτρα να είναι ικανά να επιτύχουν τον σκοπό τους με την ελάχιστη δυνατή μεταβολή των κανονικών κανόνων και διαδικασιών της δημοκρατικής διαδικασίαςxi. Ως εκ τούτου, η εξουσία της κυβέρνησης για έκδοση έκτακτων διαταγμάτων δεν θα πρέπει να βασίζεται σε λευκή επιταγή από τον νομοθέτη προς την εκτελεστική εξουσία. Με δεδομένη την ταχεία και απρόβλεπτη εξέλιξη της κρίσης, οι σχετικά ευρείες νομοθετικές εξουσιοδοτήσεις μπορεί να χρειάζονται, αλλά πρέπει να είναι κατά το δυνατόν στενότερες ενόψει των περιστάσεων, προκειμένου να αποτρέψουν κάθε ενδεχόμενη κατάχρησηxii. Ως γενικός κανόνας, οι συνταγματικές αναθεωρήσεις θα πρέπει να περιμένουν κατά την διάρκεια της κατάστασης ανάγκηςxiii.

    1. Διάκριση των λειτουργιών και έλεγχος της εκτελεστικής λειτουργίας κατά την διάρκεια της κατάστασης ανάγκης

Οι εκτελεστικές αρχές θα πρέπει να ενεργούν σύντομα και αποτελεσματικά. Αυτό μπορεί να επιβάλλει την θέσπιση απλούστερων διαδικασιών λήψης των αποφάσεων και χαλάρωση των θεσμικών αντιβάρων. Αυτό μπορεί να σημαίνει επίσης, στο μέτρο που επιτρέπεται από το σύνταγμα, υπέρβαση της καθιερωμένης κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ τοπικών, περιφερειακών και κεντρικών αρχών, με αναφορά σε συγκεκριμένα, ειδικά και περιορισμένα πεδία για την διασφάλιση μιας πιο συντονισμένης αντιμετώπισης της κρίσης και με συμφωνία για πλήρη αποκατάσταση των πλήρων αρμοδιοτήτων των τοπικών και περιφερειακών αρχών, όταν η κατάσταση το επιτρέψει. 

Ωστόσο, τα κοινοβούλια πρέπει να διατηρούν την εξουσία να ελέγχουν την εκτελεστική λειτουργίαxiv, ιδίως διαπιστώνοντας, με εύλογες παρεμβάσεις, εάν οι έκτακτες εξουσίες της εκτελεστικής λειτουργίας εξακολουθούν να δικαιολογούνται ή παρεμβαίνοντας σε περιπτωσιολογική βάση για την τροποποίηση ή κατάργηση των αποφάσεων της εκτελεστικής εξουσίαςxv. Η διάλυση των κοινοβουλίων κατά την διάρκεια της έκτακτης ανάγκης δεν θα πρέπει επιτρέπεται και πράγματι, σύμφωνα με πολλά συντάγματα η αποστολή των κοινοβουλίων εξακολουθεί και μέχρι το τέλος της κατάστασης ανάγκης. 

Η κεντρική λειτουργία της Δικαιοσύνης – ιδίως των συνταγματικών δικαστηρίων όπου υπάρχουν – πρέπει να εξακολουθεί. Είναι σημαντικό οι δικαστές να μπορούν να εξετάζουν τους σοβαρότερους περιορισμούς των ανθρώπινων δικαιωμάτων που εισάγονται με την επείγουσα νομοθεσία. Διακοπές, ταχείες διαδικασίες ή ομαδικός χειρισμός συγκεκριμένων κατηγοριών υποθέσεων μπορεί να επιτρέπονται και η προληπτική δικαστική αδειοδότηση, υπό κάποιες περιστάσεις, μπορεί να αντικαθίσταται από τον εκ των υστέρων δικαστικό έλεγχο (βλ. επίσης κατωτ. κεφ. 3.2.). 

Κατά την διάρκεια της κατάστασης ανάγκης, η διεξαγωγή εκλογών και δημοψηφισμάτων μπορεί να είναι προβληματική, καθώς η δυνατότητα προεκλογικής εκστρατείας είναι ακραία περιορισμένη σε περιόδους κρίσεων.

  1. Σχετικά πρότυπα ανθρώπινων δικαιωμάτων

3.1. Δικαίωμα στην ζωή (άρθρο 2 της Σύμβασης) και απαγόρευση βασανιστηρίων και απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης (άρθρο 3 της Σύμβασης). Δικαίωμα πρόσβασης στην ιατρική φροντίδα (άρθρο 11 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη)


Το δικαίωμα στην ζωή και στην απαγόρευση των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ανήκουν στον πυρήνα των δικαιωμάτων της Σύμβασης, καθώς δεν χωρεί παρέκκλιση από αυτά, ακόμη και σε περίοδο κατάστασης ανάγκης όπως είναι το COVID-19. Έχει κριθεί κατ' επανάληψη ότι αυτά τα δικαιώματα επιβάλλουν την θετική υποχρέωση για παροχή κρατικής φροντίδας στους ανθρώπους έναντι των θανάσιμων ασθενειών και για ανακούφιση του πόνουxvi.

Η Σύμβαση διαρκώς επιβάλλει στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ένα επαρκές επίπεδο ιατρικής φροντίδας στους ανθρώπους που έχουν στερηθεί την ελευθερία τουςxvii. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Αποτροπή των Βασανιστηρίων εξέδωσε μια δήλωση αρχών σχετικά με την μεταχείριση ανθρώπων που έχουν στερηθεί την ελευθερία τους, στο πλαίσιο της πανδημίας COVID-19.  Αυτές οι αρχές εφαρμόζονται σε διάφορα περιβάλλοντα, συμπεριλαμβανομένων των αστυνομικών εγκαταστάσεων κράτησης, τα σωφρονιστικά ιδρύματα, τα κέντρα κράτησης μεταναστών, τα ψυχιατρικά νοσοκομεία και τους οίκους κοινωνικής προστασίας, καθώς επίσης και διάφορες νεοϊδρυθείσες εγκαταστάσεις ή ζώνες όπου τα πρόσωπα τίθενται σε καραντίνα για την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19. Οι αρχές της Επιτροπής αναφέρονται επίσης στην ανάγκη για προστασία του εργαζόμενου προσωπικού σε αυτά τα ιδρύματα και για την διασφάλιση της διαρκούς πρόσβασης από εθνικά όργανα παρακολούθησης στις εγκαταστάσεις κράτησης. Η Επίτροπος για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα έχει επίσης δημοσιεύσει μια δήλωση : “Επιδημία COVID-19: επείγοντα βήματα αναγκαία για την προστασία των δικαιωμάτων των φυλακισμένων στην Ευρώπη”. 

Πέρα από την κρατική φροντίδα για τους ανθρώπους, η ευθύνη κατά τα άρθρα 2 και 3 της Σύμβασης μπορεί να αφορούν ιδίως τους ασθενείς που υποφέρουν από σοβαρά νοσήματα, τους ανθρώπους με αναπηρίες ή τους ηλικιωμένους (βλ. την Σύσταση CM/Rec(2014)2 για την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων των ηλικιωμένων και τις Δηλώσεις της Επιτρόπου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα για τα άτομα με αναπηρίες και τα ηλικιωμένα άτομα κατά την πανδημία COVID-19xviii). Η έκθεσή τους στην ασθένεια και το ακραίο επίπεδο πόνου μπορεί να κριθούν ασύμβατα με τις θετικές υποχρεώσεις του κράτους για την προστασία της ζωής και την αποτροπή της κακομεταχείρισης. Αυτή η θετική υποχρέωση περαιτέρω επιβεβαιώνεται από το Άρθρο 11 του (αναθεωρημένου) Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, σύμφωνα με το οποίο τα κράτη μέλη οφείλουν να αποδεικνύουν την ικανότητά τους να αντιμετωπίζουν μολυσματικές ασθένειες με την διαχείριση της καταγραφής και της ενημέρωσης για τις ασθένειες και λαμβάνοντας όλα τα απαραίτητα επέιγοντα μέτρα σε περίπτωση επιδημίαςxix. Η αυξημένη προσοχή των κρατών για τις ευπαθείς ομάδες θα πρέπει να είναι συμβατή με το δικαίωμα για ίση πρόσβαση στην φροντίδα της υγείας (άρθρο 3 της Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και την Βιοϊατρική, “η Σύμβαση Οβιέδο” https://www.coe.int/en/web/conventions/full-list/-/conventions/treaty/164).

Υπογραμμίζεται σχετικά ότι η διαθεσιμότητα ποιοτικών φαρμάκων και η πρόσβαση των ασθενών σε αυτά είναι πιο σημαντική από ποτέ στο πλαίσιο της τρέχουσας πανδημίας COVID-19. H Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την ανάπτυξη μιας Ευρωπαϊκής Φαρμακοποιίαςxx σκοπεί να παράσχει μια νομική και επιστημονική βάση για την διασφάλιση ποιοτικών φαρμάκων και συστατικών αυτών σε μορφή μιας ενιαίας κλίμακας εργασίας, της Ευρωπαϊκής Φαρμακοποιίας. Υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Φαρμακοποιίας ενώνουν τις δυνάμεις τους 39 κράτη μέλη και η Ε.Ε. Μαζί με ειδικούς από 29 παρατηρητές συμπεριλαμβανομένου του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, προκειμένου να καθιερώσουν ποιοτικά πρότυπα που είναι εφαρμόσιμα σε όλα τα κράτη μέλη που έχουν υπογράψει και εφαρμόζονται σε πάνω από 120 χώρες του κόσμου. 

Τέλος, σύμφωνα με την Σύμβαση και τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη, τα κράτη έχουν καθήκον να ενημερώνουν τον πληθυσμό για τους γνωστούς κινδύνους που σχετίζονται με την πανδημία και για συμπεριφορές ή μέτρα για την αποτροπή της διάδοσης της νόσουxxi.

    1. Δικαίωμα σε ελευθερία και ασφάλεια (Άρθρο 5) και δικαίωμα σε δίκαιη δίκη (Άρθρο 6)

Τα πρωτοφανή μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση το COVID-19 μπορεί να έχουν επιπτώσεις στην ικανότητα του κράτους να εγγυηθεί την ελευθερία και την ασφάλεια και να μεταβάλουν την κανονική λειτουργία του δικαστικού συστήματος.

Το άρθρο 5.1 (ε) ορίζει ότι η αποτροπή μολυσματικών ασθενειών είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους ένα πρόσωπο μπορεί να στερηθεί την ελευθερία του. Πριν καταφύγουν σε τέτοια μέτρα, τα κράτη αναμένεται να εξετάσουν την ύπαρξη μιας σχετικής νομικής βάσης και να κρίνουν εάν τα μέτρα που οδηγούν στην στέρηση της ελευθερίας είναι αυστηρώς αναγκαία έναντι κάθε άλλης λιγότερο αυστηρής εναλλακτικής. Η έκταση της υποχρεωτικής απομόνωσης και ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόζεται στην πράξη είναι σχετικά με το πλαίσιο αυτού του δικαιώματος. 

Τα μέτρα που αποσκοπούν σε προσαρμογή των διαδικασιών πρόσβασης στην δικαιοσύνη θα πρέπει να σχεδιάζονται κατά τρόπον ώστε να είναι συμβατά με το άρθρο 6, τουλάχιστον σε υποθέσεις που χρειάζεται ειδική δικονομική επιμέλεια (ευπαθείς διάδικοι, υποθέσεις οικογενειακού και εργατικού δικαίου, κ.τ.λ.). Η καθυστέρηση στην αστυνομική κράτηση ή ο καθυστερημένος δικαστικός έλεγχος της στέρησης της ελευθερίας μπορεί να οδηγήσουν σε παραβιάσεις του άρθρου 5 της Σύμβασης.

Επιπρόσθετα, οι παρεκκλίσεις κατά το άρθρο 15 μπορεί να διευρύνουν το φάσμα των επιτρεπόμενων μέτρων κατά τα άρθρα 5 και 6 της Σύμβασης και να ενισχύσουν το πεδίο ελεύθερης δράσης των κρατικών αρχών, εφόσον τηρούν συγκεκριμένες προθεσμίες και άλλες κανονικές διαδικαστικές προϋποθέσεις. Ωστόσο, η θεμελιώδης απαγόρευση της κράτησης χωρίς νομική βάση ή χωρίς έγκαιρο δικαστικό έλεγχο και η ανάγκη για παροχή ουσιωδών διαδικαστικών εγγυήσεων σε κρατούμενους, όπως είναι η πρόσβαση σε γιατρό, σε δικηγόρο ή σε συγγενή θα πρέπει κατ' αρχήν να εξυπηρετείται στις παρούσες περιστάσεις. Τα κράτη υπέχουν επίσης την γενική υποχρέωση διασφάλισης ότι οι δίκες τηρούν την θεμελιώδη υποχρέωση να είναι δίκαιες (με ισότητα των όπλων, για παράδειγμα) και να σέβονται το τεκμήριο της αθωότητας καθώς και να εγγυώνται ότι δεν γίνονται παρεμβάσεις στην ανεξαρτησία των δικαστών ή των δικαστηρίων.

  1. Δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, στην ελευθερία της συνείδησης, στην ελευθερία της έκφρασης, στην ελευθερία του συνέρχεσθαι

Η αποτελεσματική ενάσκηση όλων αυτών των δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνονται από τα άρθρα 8,9,10 και 11 της Σύμβασης είναι η κορωνίδα για τις σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες. Οι περιορισμοί σε αυτά τα δικαιώματα επιτρέπονται μόνον εάν προβλέπονται από τον νόμο και εάν είναι αναλογικοί ενόψει του επιδιωκόμενου σκοπού, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας της υγείας. Οι σημαντικοί περιορισμοί σε συνήθεις κοινωνικές δραστηριότητες, όπως η πρόσβαση σε δημόσιους χώρους λατρείας, οι δημόσιες συναθροίσεις και οι γαμήλιες και επικήδειες τελετές μπορεί αναπόφευκτα να οδηγήσουν σε συζητήσιμες προσφυγές για αυτές τις διατάξεις. Αποτελεί αρμοδιότητα των αρχών να εγγυηθούν ότι κάθε περιορισμός, είτε βασίζεται είτε όχι σε παρέκκλιση προβλέπεται ρητώς από τον νόμο, είναι σύμφωνος με σχετικές συνταγματικές εγγυήσεις και αναλογικός ενόψει των σκοπών που επιδιώκειxxii.

Ενώ αυξημένοι περιορισμοί στα προαναφερόμενα δικαιώματα μπορεί να δικαιολογούνται πλήρως σε περιόδους κρίσης, οι αυστηρές ποινικές κυρώσεις προκαλούν ανησυχία και πρέπει να υπόκεινται σε αυστηρό έλεγχο. Οι εξαιρετικές περιστάσεις δεν πρέπει να οδηγούν σε υπερβολές με ποινικά μέσα. Η δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στον εξαναγκασμό και την πρόληψη είναι ο πιο κατάλληλος, αν όχι ο μόνος τρόπος συμμόρφωσης με την προϋπόθεση για τήρηση της αρχής της αναλογικότητας που επιβάλλει η Σύμβαση.

Ελευθερία της έκφρασης και πληροφόρησης, ελευθερία των μέσων ενημέρωσης, πρόσβαση σε επίσημη ενημέρωσης

Η ελευθερία της έκφρασης, συμπεριλαμβανομένης της ελεύθερης και έγκαιρης ροής της πληροφορίας, είναι καθοριστικός παράγοντας για την ικανότητα των μέσων να ενημερώνουν για θέματα σχετικά με την πανδημία. Τα μέσα ενημέρωσης και οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι, ιδίως εκείνοι των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών μέσων, έχουν κεντρικό ρόλο και ειδική ευθύνη για την έγκαιρη, έγκυρη και αξιόπιστη πληροφόρηση του κοινού, καθώς επίσης και για την αποτροπή του πανικού και την ενίσχυση της συνεργασίας του πληθυσμού. Πρέπει να εφαρμόζουν τα υψηλότερα επαγγελματικά και δεοντολογικά πρότυπα της υπεύθυνης δημοσιογραφίας κι έτσι να εκπέμπουν κατευθυντήρια μηνύματα σχετικά με την κρίση, αποφεύγοντας να δημοσιεύουν ή να ενθαρρύνουν μη επιβεβαιωμένες αναφορές, πόσο μάλλον ακατάλληλο ή σκανδαλοθηρικό υλικό. Οι εξαιρετικές περιστάσεις μπορεί να επιβάλλουν σε ορισμένους δημοσιογράφους να παραλείπουν να δημοσιεύουν κυβερνητικές πληροφορίες που προορίζονται για ελεγχόμενη χρήση, όπως πληροφορίες για την μελλοντική εφαρμογή αυστηρότερης πολιτικής απομόνωσηςxxiii.

Η πρόσβαση του κοινού σε δημόσια πληροφορία μπορεί να ελεγχθεί στην βάση των υπαρχουσών αρχών που έχουν νομολογηθεί από το Δικαστήριοxxiv. Κάθε περιορισμός της πρόσβασης στην δημόσια πληροφορία πρέπει να ισχύει κατ' εξαίρεση και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας ενόψει του επιδιωκόμενου στόχου της προστασίας της δημόσιας υγείας. Η Σύμβαση για την Πρόσβαση στα Δημόσια Έγγραφα (“Η Σύμβαση Tromsø” https://www.coe.int/fr/web/conventions/full-list/-/conventions/treaty/205) υπογραμμίζει την ανάγκη για διαφάνεια και προβλέπει ότι μια δημόσια αρχή πρέπει να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για την δημοσιοποίηση των εγγράφων της, με δική της πρωτοβουλία και όπου είναι αναγκαίο, για να ενθαρρύνει την ενημερωμένη συμμετοχή του κοινού σε ζητήματα δημόσιου ενδιαφέροντος. 

Ταυτόχρονα, τα επίσημα μέσα δεν μπορούν να είναι τα μόνα κανάλια ενημέρωσης για την πανδημία. Αυτό θα οδηγούσε σε λογοκρισία και καταστολή νόμιμων ανησυχιών. Οι δημοσιογράφοι, τα μέσα ενημέρωσης, οι επαγγελματίες ιατροί, οι ακτιβιστές της κοινωνίας των πολιτών και το κοινό θα πρέπει να μπορούν να ασκούν κριτική στις αρχές και να σχολιάζουν την ανταπόκρισή τους στην κρίση. Κάθε προηγούμενος περιορισμός επί συγκεκριμένων θεμάτων, κλείσιμο μέσων ενημέρωσης ή αποκλεισμός σε πλατφόρμες επικοινωνίας πρέπει να υποβάλλεται σε προσεκτικό έλεγχο και να δικαιολογείται μόνο σε ιδιαίτερα εξαιρετικές περιστάσειςxxv. Η πανδημία δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για να σιωπάσουν οι καταγγέλλοντες (βλ. Σύσταση CM/Rec(2014)7 για την προστασία των καταγγελλόντων https://search.coe.int/cm/Pages/result_details.aspx?ObjectId=09000016805c5ea5 )xxvi, ή οι πολιτικοί αντίπαλοιxxvii. Η κακόβουλη διάδοση παραπληροφόρησης θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με εκ των υστέρων κυρώσεις και με εκστρατείες κυβερνητικής πληροφόρησης. Τα κράτη θα πρέπει να συνεργάζονται με τις διαδικτυακές πλατφόρμες και με τα μέσα ενημέρωσης για να αποτρέπουν την χειραγώγηση της κοινής γνώμης, καθώς επίσης και να δώσουν μεγαλύτερη σημασία σε γενικά αξιόπιστες πηγές ειδήσεων και πληροφοριών, ιδίως εκείνων που κοινοπούνται από τις αρχές δημόσιας υγείας. 

Ιδιωτικότητα και προστασία δεδομένων 

Οι νέες τεχνολογίες της πρόσβασης και της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα έχουν την δυνατότητα να περιορίσουν και να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Η καταγραφή, ο εντοπισμός και η πρόβλεψη είναι καθοριστικής σημασίας βήματα για την παρακολούθηση της πανδημίας. Με τον πολλαπλασιασμό και την υπεραφθονία των διαθέσιμων εξελιγμένων ψηφιακών τεχνολογιών και εργαλείων (γεωεντοπισμού, τεχνητής νοημοσύνης, αναγνώρισης προσώπου, εφαρμογές κοινωνικής δικτύωσης) μπορεί να επιτευχθεί η παρακολούθηση της πανδημίας. 

Ταυτόχρονα, η διείσδυση που μπορεί να επιτευχθεί με τις σύγχρονες τεχνολογίες δεν πρέπει να παραμένει ανεξέλεγκτη και αστάθμητη ενόψει της ανάγκης για προστασία της ιδιωτικής ζωής. Οι αρχές της προστασίας δεδομένων και η Σύμβαση 108 του Συμβουλίου της Ευρώπης (καθώς και η επικαιροποιημένη έκδοσή της, αναφερόμενη ως “Σύμβαση 198+”xxviii) πάντοτε επέτρεπαν την στάθμιση των υψηλών προστατευτικών προτύπων και των δημοσίων συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένης της δημόσιας υγείας. Η Σύμβαση επιτρέπει εξαιρέσεις από τους κανονικούς κανόνες της προστασίας δεδομεννω, για μια περιορισμένη χρονική περίοδο και με κατάλληλες εγγυήσεις (π.χ. Ανωνυμοποίηση) καθώς κι ένα πλαίσιο αποτελεσματικής εποπτείας για να διασφαλισεί ότι αυτά τα δεδομένα έχουν συλλεγεί, αναλυθεί, αποθηκευθεί και κοινοποιηθεί με νόμιμους και υπεύθυνους τρόπους. Η επεξεργαία προσωπικών δεδομένων σε μεγάλη κλίμακα με μέσα τεχνητής νοημοσύνης θα πρέπει να εκτελείται όταν η επιστημονική απόδειξη παρουσιάζει πειστικά ότι τα δυνητικά ωφέλη για την δημόσια υγεία υπερέχουν του ωφέλους των εναλλατικών, λιγότερο διεισδυτικών λύσεων. Το δίκτυο ειδικών του Συμβουλίου της Ευρώπης για την τεχνητή νοημοσύνηxxix και οι συνεργάτες του μπορούν να διευκολύνουν την διάδοση της σχετικής γνώσης. 


3.4. Απαγόρευση διακρίσεων (Άρθρο 14 της Σύμβασης και άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου αρ. 12, άρθρο ε του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη) και πρότυπα σχετικά με την ποικιλότητα και την συμπερίληψη



Η αρχή της μη διάκρισης είναι εξαιρετικά επίκαιρη στο τρέχον πλαίσιο. Όταν εξετάζονται τα μέτρα παρέκκλισης ως προς το αν είναι “αυστηρά αναγκαία” κατά το άρθρο 15 της Σύμβασης, το Δικαστήριο ελέγχει εάν τα μέτρα εισάγουν αθέμιτες διακρίσεις μεταξύ διαφορετικών κατηγοριών προσώπωνxxx. Επίσης, συγκεκριμένοι τύποι διάκρισης μπορεί να συνιστούν εξευτελιστική μεταχείριση κατά το άρθρο 3, μια διάταξη που δεν υπόκειται σε παρέκκλισηxxxi. Περαιτέρω, το γεγονός ότι δεν λαμβάνονται υπόψη οι ειδικές ανάγκες των προσώπων που ανήκουν σε μια ευπαθή ομάδα μπορεί να συνιστά διάκρισηxxxii. Η απαγόρευση των διακρίσεων μπορεί έτσι να συνεπάγεται υποχρεώσεις για την λήψη θετικών μέτρων για την επιδίωξη της ουσιαστικής ισότηταςxxxiii. Μια παρόμοια προσέγγιση ακολουθείται από τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη (άρθρο ε)xxxiv. Κατ' αυτή την έννοια. πολλές από τις διατάξεις της Σύμβασης Πλαίσιο για την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων, του Ευρωπαϊκού Χάρτη των Περιφερειακών ή Μειονοτικών Γλωσσών, καθώς επίσης και τις Συστάσεις Γενικής Πολιτικής της Επιτροπής για την Καταπολέμηση του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας μπορεί να αποτελέσουν εκδηλώσεις της αρχής της ισότητας και της μη διάκρισης. 

Τα έκτακτα μέτρα που έχουν ληφθεί σήμερα στο πλαίσιο της μάχης κατά της διασποράς του ιού εγείρουν μάλλον τα ίδια ζητήματα με τις δυνητικές συνέπειες αθέμιτων διακρίσεων. Για παράδειγμα, το δικαίωμα στην εκπαίδευση που κατοχυρώνεται από την Σύμβαση (άρθρο 2 του πρωτοκόλλου 1) και από τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη (άρθρο 17) θα πρέπει να διασφαλίζεται ακόμη κι αν οι τρόποι με τους οποίους διασφαλίζεται χρειάζονται προσαρμογή. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί πάντως στην εξασφάλιση της συνέχισης της παροχής εκπαίδευσης και ίσης πρόσβασης στα εκπαιδευτικά υλικά και μέσα για τις ευπαθείς ομάδες, κατά την περίοδο της απομόνωσης. Υπό επεξεργασία βρίσκεται μια λεπτομερής μελέτη για τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι ρομά, οι μετανάστες, τα άτομα που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες και τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα, καθώς επίσης και τις ειδικές πρακτικές συμπερίληψης που ήδη έχουν αναπτυχθεί κατά την διάρκεια αυτής της κρίσης από κάποια κράτη μέληxxxv.

  1. Προστασία από το έγκλημα: προστασία των θυμάτων του εγκλήματος

Έχει αυξηθεί η αναφορά περιστατικών και στοιχείων που δείχνουν ότι η πολιτική της απομόνωσης και της καραντίνας οδηγεί σε αύξηση των επιπέδων της ενδοοικογενειακής, της σεξουαλικής και της έμφυλης βίας, γι' αυτό και χρειάζεται αυξημένη προστασία εναντίον της. Η προσέγγιση εκείνων των κρατών μελών που, ευθυγραμμισμένα με το πνεύμα της Σύμβασης της Κωνσταντινούποληςxxxvi, ψάχνουν τρόπους να συνεχίσουν να παρέχουν υπηρεσίες υποστήριξης και προστασίας θυμάτων τέτοιας βίας, προσαρμοσμένων στο καθεστώς της απομόνωσης είναι καλοδεχούμενη. Το Συμβούλιο της Ευρώπης μπορεί να κοινοποιήσει πληροφορίες για τις ισχύουσες πρακτικές που έχουν τεθεί σε εφαρμογή στα κράτη μέλη, όπως για παράδειγμα η παροχή εναλλακτικών τρόπων ώστε τα θύματα να μπορούν να αναφέρουν περιστατικά βίαςxxxvii. Είναι επίσης σημαντικό να εξεταστούν καινοτόμα μέσα ώστε τα παιδιά να έχουν πρόσβαση σε γραμμές υποστήριξης και καταγγελίας, υπό το φως των διατάξεων της Σύμβασης Λανζαρότε του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των παιδιών έναντι της σεξουαλικής εκμετάλλευσης και σεξουαλικής κακοποίησης προκειμένου να μπορούν να καταγγείλουν βία, κακοποίηση και σεξουαλική κακοποίηση κατά την διάρκεια της πανδημίαςxxxviii.

Τα θύματα της εμπορίας ανθρώπων μπορεί να βρεθούν σε ακόμη πιο επικίνδυνη θέση, λόγω των περιορισμένων δυνατοτήτων επιβολής του νόμου και των υπηρεσιών που την υποστηρίζουν, όπως είναι τα καταφύγιαxxxix.

Καθώς οι σύγχρονες κοινωνίες βασίζονται περισσότερο από ποτέ στα πληροφοριακά συστήματα, σε περιόδους κρίσης διάφοροι κακόβουλοι μπορεί να εκμεταλλεύονται ακόμη περισσότερο την ανθεκτικότητα τους για δικό τους όφελος (σχέδια απάτης, εκστρατείες ψαρέματος και διάδοση κακόβουλου λογισμικού μέσω πανομοιότυπων ιστοσελίδων για πληροφορίες ή συμβουλές σχετικά με τo COVID-19 χρησιμοποιούνται για να επέμβουν σε υπολογιστές, να εξάγουν δεδομένα χρηστών ή για απατηλές πληρωμές). Τα παιδιά δεν εξαιρούνται από τον κίνδυνο στον κυβερνοχώρο και με το κλείσιμο των σχολείων, η αυξημένη χρήση του Διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από αυτά έχει επιπτώσεις στην ασφάλειά τους. Επιπλέον, η πανδημία του κορωνοϊού έχει δυστυχώς προσφέρει νέες ευκαιρίες σε εγκληματίες για να εκμεταλλευτούν την αυξημένη ανάγκη ιατρικής, προσωπικής προστασίας και προϊόντων υγιεινής. Αυτές περιλαμβάνουν ψευδείς ιατρικές συσκευές ή ψεύτικα φάρμακα, όπως πακέτα εξετάσεων για το COVID-19, τα οποία διατίθενται τόσο διαδικτυακά όσο και εκτός διαδικτύου. Η παραγωγή και διανομή ψεύτικων ιατρικών προϊόντων θέτει σε σοβαρό κίνδυνο την δημόσια υγεία και απειλεί το δικαίωμα στην ζωή και το δικαίωμα στην υγεία. Οι αρχές της ποινικής δικαιοσύνης πρέπει να συνεργαστούν πλήρως για να διερευνήσουν, να εξιχνιάσουν, να αποδώσουν ευθύνες και να διώξουν τις προαναφερθείσες προσβολές. Στο πλαίσιο των Ευρωπαϊκών Συμβάσεων (Σύμβαση της Βουδαπέστης για το Κυβερνοέγκλημα, Σύμβαση για τα Παραποιημένα Ιατρικά Προϊόντα MEDICRIMExl, η Σύμβαση Λανζαρότε για την προστασία των παιδιοών έναντι της σεξουαλικής εκμετάλλευσης και κακοποίησης) τα κράτη μέλη συνεργάζονται στενά για να βελτιώσουν τις ποινικές διατάξεις τους, τις δικονομικές εξουσίες και την διεθνή συνεργασία που χρειάζεται για την αντιμετώπιση αυτών των απειλών. 


  1. Επόμενα βήματα: το Συμβούλιο της Ευρώπης είναι πιο επίκαιρο από ποτέ

Το Συμβούλιο της Ευρώπης ιδρύθηκε για την ανοικοδόμηση της διαρκούς ειρήνης στην Ευρώπη μετά από τον πιο καταστροφικό πόλεμο που βίωσε ποτέ. Το έχει πετύχει ευρύτατα, μέσα από την 70χρονη ιστορία του, καθιστάμενο ένας πανευρωπαϊκός οργανισμός με μοναδικούς θεσμούς που ορίζουν ένα οικουμενικό υπόδειγμα ηγεσίας. Η πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι κοινωνίες μας είναι πρωτοφανείς. Ακόμη και μετά την κορύφωση της κρίσης, οι κοινωνίες μας θα πρέπει να βρουν μέσα για να αποκαταστήσουν την κοινωνική και οικονομική βλάβη και περαιτέρω να ενισχύσουν την εμπιστοσύνη των δημοκρατικών μας θεσμών. Μεταξύ άλλων, χρειάζεται η πρωτοβουλία για την εξεύρεση λύσεων σχετικά με την προστασία των πιο ευπαθών ατόμων και ομάδων στις κοινωνίες μας και για τα μέσα εξασφάλισης των δικαιωμάτων τους με πιο βιώσιμο και αλληλέγγυο μοντέλο διακυβέρνησης. 

Το Συμβούλιο της Ευρώπης θα συνεχίσει να καταβάλει κάθε προσπάθεια για βοήθεια των κρατών μελών κατά την διάρκεια της τρέχουσας κρίσης και μετά από αυτήν. Το ευρύ φάσμα αποτελεσματικών νομικών κειμένων, τεχνικής εξειδίκευσης και εκτεταμένων δικτύων ειδικών από κάθε χώρα προσφέρει πολύτιμα εργαλεία για τις κυβερνήσεις και τους πολίτες στην εξεύρεση των καλύτερων και πιο βιώσιμων λύσεων για την προστασία της δημόσιας υγείας, για την διατήρηση της δημοκρατικής σύνθεσης των κοινωνιών μας και τον μετριασμό των κοινωνικών επιπτώσεων της κρίσης. 

Τα καταστατικά σώματα, όλα τα όργανα του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Γραμματείας του έχουν κινητοποιηθεί και δεν θα φεισθούν κόπων για την χρήση των εργαλείων και των πόρων του Οργανισμού για την διάδοση πληροφοριών, καλών πρακτικών και εμπεδωμένων μαθημάτων μεταξύ όλων των παραγόντων, συμπεριλαμβανομένων των αρχών, της κοινωνίας των πολιτών και των πολιτών προκειμένου να βρουν κοινές λύσεις στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε. Όλα τα προγράμματα και οι δραστηριότητες του Οργανισμού (συμπεριλαμβανομένων – κατ' αίτηση- προγραμμάτων συνεργασίας με τα κράτη μέλη και με άλλα κράτη) θα επιδιώξουν να περιλάβουν στοιχεία που θα επιτρέψουν στην συμβολή του Οργανισμού να είναι επίκαιρη, έγκαιρη και όσο το δυνατόν πιο συγκεκριμένη.


iΑπάντηση Επιτροπής Υπουργών στην σύσταση 2125 (2018) της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης
iiΒλ. Οδηγό εφαρμογής του άρθρου 15 της Σύμβασης (31 Δεκεμβρίου 2019) που δημοσιεύθηκε από την Γραμματεία του Δικαστηρίου.
iii Απόφαση της 18.1.1978 επί της υπόθεσης Ιρλανδία κατά Η.Β., Συλλογή A αρ 25, παρ. 207. 

iv Απόφαση Mehmet Hasan Altan κατά Τουρκίας, §§ 94 και 210. Απόφαση Şahin Alpay κατά Τουρκίας, §§ 78 και 180. 

v Βλ. την Γνώμη της Επιτροπής Βενετίας για την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, CDL-AD(2006)015), παρ. 13. 

vi Βλ. τον κατάλογο ελέγχου κράτους δικαίου της Επιτροπής Βενετίας (CDL-AD(2016)007), παρ. 44 και 45. 

viiΜέχρι τις 29 Μαρτίου 2020, σε κατάσταση ανάγκης έχουν κηρυχθεί 22 από τα κράτη μέλη μας.
viii Η εμπειρία έχει δείξει ότι “όσο περισσότερο διαρκεί η κατάσταση ανάγκης, τόσο περισσότερο το κράτος μπορεί να απομακρυνθεί από τα αντικειμενικά κριτήρια που μπορεί να ενεργοποίησαν αρχικά τις έκτακτες εξουσίες. Όσο περισσότερο διαρκεί η κατάσταση, τόσο λιγότερο δικαιολογείται η διαχείριση της κατάστασης ως εξαιρετικής φύσεως με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αντιμετωπιστεί με την εφαρμογή των κανονικών νομικών εργαλείων” - Επιτροπή Βενετίας, Τουρκία – Γνώμη για τους Έκτακτους Νόμους αρ. 667-676 που εφαρμόστηκαν μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016, CDL- AD(2016)037, παρ. 41 

ix CommDH(2002)7, Γνώμη 1/2002 για ορισμένες πτυχές της παρέκκλισης του Ηνωμένου Βασιλείου από το άρθρο 5 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, σελ. 25. Βλ. επίσης, Επιτροπή Βενετίας, Παράμετροι στην σχέση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και της αντιπολίτευσης σε μια δημοκρατία: κατάλογος ελέγχου (CDL-AD(2019)019), παρ. 119). 

x Βλ. Απόφαση Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης 1659 (2009), Προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, σελ. 12. Βλ. επίσης κατάλογο ελέγχου, ο.π., άρθρο 15 της Σύμβασης (“Παρέκκλιση σε περίοδο έκτακτης ανάγκης”). Άρθρο 4 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Άρθρο 27 της Αμερικανικής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Για τις έκτακτες εξουσίες βλ. επίσης αναφορές της Επιτροπής Βενετίας σε Emergency Powers (CDL-STD(1995)012) και σε the Protection of Human Rights in Emergency Situations (CDL-AD(2006)015). 


xi H αρχή της αναγκαιότητας δεν αναφέρεται ρητώς στο πλαίσιο των θεσμικών μέτρων κατάστασης ανάγκης, αλλά μπορεί απορρέει από την αρχή της αναλογικότητας και αναγκαιότητας για τα επείγοντα μέτρα στον τομέα των ανθρώπινων δικαιωμάτων – βλ. Επιτροπή Βενετίας, Γνώμη για το συνταγματικό νομοσχέδιο περί “προστασίας του έθνους” της Γαλλίας, CDL-AD(2016)006, παρ. 71.

xiiCM(2008)170, έγγραφο της Επιτροπής Υπουργών περί το Συμβούλιο της Ευρώπης και το Κράτος Δικαίου, σελ. 46. Βλ. επίσης Επιτροπή Βενετίας, Παράμετροι επί των σχέσεων μεταξύ της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και της αντιπολίτευσης σε μια δημοκρατία: κατάλογος ελέγχων (CDL- AD(2019)019), παρ. 119 – 121, και Τουρκία – Γνώμη για το Διάταγμα έκτακτης ανάγκης αρ. 667-676 που θεσπίστηκε μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016 (CDL-AD(2016)037), παρ. 98. 

xiii Σημαντικός αριθμός ευρωπαϊκών συνταγμάτων περιλαμβάνει διατάξεις που απαγορεύουν την αναθεώρηση του συντάγματος σε περιόδους πολέμου, έκτακτης ανάγκης ή σε παρόμοιες περιστάσεις. Βλ. επίσης Επιτροπή Βενετίας, Τουρκία – Γνώμη για το Διάταγμα έκτακτης ανάγκης αρ. 667-676 που θεσπίστηκε μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016 (CDL-AD(2016)037), παρ. 80 και 90). 

xiv Βλ. Σύσταση της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης 1713 (2005), Δημοκρατικός έλεγχος του τομέα της ασφάλειας στα κράτη μέλη, σεολ. 38. 

xvΕπιτροπή Βενετίας, Κατάλογος ελέγχου για το κράτος δικαίου (CDL-AD(2016)007), παρ. 51. 

xvi Βλ. το έγγραφο με στοιχεία “Prisoners’ health-related rights” που έχει δημοσιευθεί από την Γραμματεία του Δικαστηρίου.

xvii Βλ. την υπόθεση Khudobin κατά Ρωσίας, αρ. 59896/00, 26 Οκτωβρίου 2006. Όπως κατέγραψε η Επιτροπή κατά των Βασανιστηρίων στην Δήλωση Αρχών σχετικά με την μεταχείριση των προσώπων που στερούνται την ελευθερία τους στο πλαίσιο της πανδημίας του κορονοϊού, “ένα ανεπαρκές επίπεδο φροντίδας υγείας οδηγεί άμεσα σε καταστάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης”. 

xviii Η Επίτροπος για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, η οποία στη δουλειά της τονίζει συχνά ότι οι μεγάλες δομές φιλοξενίας κρατουμένων είναι ακατάλληλες για άτομα με αναπηρία και ηλικιωμένα άτομα, κάλεσε τα κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν την πανδημία να σταματήσουν τις νέες εισδοχές σε τέτοια ιδρύματα, να μετακινήσουν από αυτά τους ανθρώπους με αναπηρίες όσο το δυνατόν περισσότερο και να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των εναπομείναντων κατοίκων · Δηλώσεις του ΕπιτρόπουΤα ηλικιωμένα άτομα χρειάζονται περισσότερη υποστήριξη στην εποχή της πανδημίας του COVID-19, 20 Μαρτίου 2020, και Τα άτομα με αναπηρίες δεν πρέπει να παραμελούνται στην αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19, 2 Απριλίου 2020. 

xix Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων, Συμπεράσματα, (2005), Λετονία.

xx Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ανάπτυξη Ευρωπαϊκής Φαρμακοποιϊας, ETS No. 050, Στρασβούργο, 22 Ιουλίου 1964 και Πρωτόκολλο στην Σύμβαση για την Ανάπτυξη Ευρωπαϊκής Φαρμακοποιϊας, ETS No. 134, Στρασβούργο, 1 Νοεμβρίου 1989 

xxi Βλ. Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Guerra και άλλοι κατά Ιταλίας, απόφαση της 19 Φεβρουαρίου 1998, Reports of Judgments and Decisions 1998-I, σελ. 227, § 58. Öneryildiz κατά Τουρκίας [Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 48939/99, 30 Νοεμβρίου 2004. 

xxii Βλ. Mehmet Hasan Altan κατά Τουρκίας, 13237/17, 20 Μαρτίου 2018. Όσον αφορά την ελευθερία συνάθροισης, βλ.  Lashmankin και άλλοι κατά Ρωσίας, αρ. 57818/09, 7 Φεβρουαρίου 2017, παρ. 434. Σε αυτή την υπόθεση το Δικαστήριο έκρινε ότι  μια γενική απαγόρευση διαδηλώσεων είναι αποδεκτή εάν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος που οδηγεί σε διαταραχή της δημόσιας τάξης που δεν μπορεί να αποφευχθεί με άλλα, λιγότερο αυστηρά μέτρα και εάν το μειονέκτημα του αντίκτυπου της απαγόρευσης στις διαδηλώσεις αντισταθμίζεται σαφώς από τα επικαλούμενα ζητήματα ασφαλείας που το δικαιολογούν.

xxiii Βλ. τις Κατευθυντήριες οδηγίες του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία της ελευθερίας της έκφρασης και της πληροφόρησης σε περιόδους κρίσεως https://search.coe.int/cm/Pages/result_details.aspx?ObjectId=09000016805ae60e
xxiv Βλ. π.χ. Magyar Helsinki [Ευρείας Συνθέσεως], παρ. 156-170). 

xxv Cumpana Mazare [Ευρείας Συνθέσεως], παρ. 118. 

xxvi https://www.bbc.com/news/world-asia-china-51403795 

xxvii Βλ. τις Κατευθυντήριες οδηγίες του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία της ελευθερίας της έκφρασης και της πληροφόρησης σε περιόδους κρίσεως https://search.coe.int/cm/Pages/result_details.aspx?ObjectId=09000016805ae60e
xxviii Επικαιροποιημένη Σύμβαση για την Προστασία των Ατόμων έναντι της Επεξεργασίας Προσωπικών Δεδομένωνhttps://search.coe.int/cm/Pages/result_details.aspx?ObjectId=09000016807c65bf

xxix Η ad hoc Επιτροπή για την Τεχνητή Νοημοσήνη, CAHAI
xxx Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, A. Και άλλοι κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Ευρείας Συνθέσεως), 3455/05, 19 Φεβρουαρίου 2009, §§ 182-190. 

xxxi Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Κύπρος κατά Τουρκίας (Ευρείας Συνθέσεως), 25781/94, 10 Μαϊου 2001, §§ 312-315. 

xxxii Βλ. για παράδειγμα, ΕΔΔΑ, Horvath και Kiss κατά Ουγγαρίας, 11146/11, 29 Ιανουαρίου 2013.

xxxiii ΕΔΔΑ, Horvath και Kiss κατά Ουγγαρίας, 11146/11, 29 Ιανουαρίου 2013, § 116. ΕΔΔΑ, Çam κατά Τουρκίας, 51500/08, 23 Φεβρουαρίου 2016. Βλ. επίσης το Επεξηγηματικό Υπόμνημα στο Πρωτόκολλο αρ. 12 της Σύμβασης.

xxxiv Για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων (ΕΕΚΔ), η διάκριση μπορεί να απορρέει και από την μη λήψη κατάλληλων θετικών μέτρων αντιμετώπισης των διαφορών μεταξύ προσώπων σε όμοια κατάσταση ή με την μη λήψη κατάλληλων βημάτων εξασφάλισης ότι τα δικαιώματα και τα συλλογικά πλεονεκτήματα είναι ανοικτά σε όλους και προσβάσιμα από όλους. Βλ. π.χ., ΕΕΚΔ, Confederazione Generale Italiana del Lavoro (CGIL) κατά Ιταλίας, Καταγγελία αρ. 91/2013, 12 Οκτωβρίου 2015, § 237. ΕΕΚΔ, Confédération française démocratique du travail (CFDT) κατά Γαλλίας, Καταγγελία αρ. 50/2008, απόφαση επί της ουσίας της 9ης Σεπτεμβρίου 2009, §§ 39 και 41. 

xxxv Η μελέτη ετοιμάζεται από την Γραμματεία της νέας Μόνιμης Επιτροπής κατά των Διακρίσεων, για την Ποικιλότητα και την Συμπερίληψη (ΜΕΔΠΣ) και θα εξεταστεί από την ΜΕΔΠΣ. Σύντομα θα δημοσιευθεί ένα εισαγωγικό σημείωμα στην ιστοσελίδα της.
xxxvi Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας εναντίον των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας, CETS αρ. 2010, Κωνσταντινούπολη, 11 Μάη 2011: https://www.coe.int/conventions/treaty/210

xxxvii Βλέπε την δήλωση της Γενικής Γραμματέως του Συμβουλίου της Ευρώπης της 30 Μαρτίου 2020 (https://www.coe.int/en/web/portal/-/covid-19- crisis-secretary-general-concerned-about-increased-risk-of-domestic-violence)
και την δήλωση του προέδρου GREVIO στις 24 Μαρτίου 2020 https://rm.coe.int/grevio-statement-covid-24-march-2020/pdfa/16809cf55e
xxxviii Δήλωση προέδρου και αντιπροέδρου Επιτροπής Λανζαρότε: https://rm.coe.int/covid-19-lc-statement-en-final/16809e17ae

xxxix Βλ. την δήλωση GRETA της 3 Απριλίου 2020.
xlΗ επιτροπή των κρατών μελών στην Σύμβαση MEDICRIME θα εκδώσει συμβουλές για την εφαρμογή της Σύμβασης στο πλαίσιο της πανδημίας COVID-19 (https://www.coe.int/en/web/medicrime/home)

Παρασκευή, Απριλίου 24, 2020

Προσφυγή για πρόστιμο σε χειμερινό κολυμβητή της Άνδρου

Με ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφου υποβλήθηκε σήμερα στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Σύρου προσφυγή με αίτημα την ακύρωση προστίμου που επιβλήθηκε σε χειμερινό κολυμβητή σε ερημική παραλία της Άνδρου.
Ο κολυμβητής έφερε κανονικά την βεβαίωση κατ' εξαίρεση μετακίνησής του για σωματική άσκηση, σύμφωνα με την Κ.Υ.Α. Το λιμενικό όργανο, όμως, κρίνοντας ότι το θαλάσσιο λουτρό δεν εμπίπτει στην έννοια της σωματικής άσκησης, σύμφωνα και με την παράνομη και αντισυνταγματική απόφαση του Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής περί μη υπαγωγής του θαλάσσιου λουτρού στην σωματική άσκηση, επέβαλε στον χειμερινό κολυμβητή πρόστιμο 150 ευρώ.
Το πρόστιμο αυτό έχει εκδοθεί κατά παράβαση της Κ.Υ.Α. που επιτρέπει την σωματική άσκηση, καθόσον όπως επιβεβαιώθηκε και με δήλωση του κ. Τσιόδρα το θαλάσσιο λουτρό έχει χαμηλή επικινδυνότητα μετάδοσης του ιού κι εξάλλου ο Πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης είχε δηλώσει σε τηλεδιάσκεψη του με αθλητές ιστιοσανίδας κ.α. ότι μέσα στην θάλασσα δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος από τον κορονοϊό.
Η εμμονή του Λιμενικού Σώματος να παραβιάζει την λογική, θεωρώντας το κατά μόνας θαλάσσιο λουτρό σε ερημικές παραλίες περίπτωση που εμπίπτει στις απαγορεύσεις μετακίνησης θα κριθεί τώρα από το αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο, το οποίο με την προσφυγή καλούμε να προβεί και σε παρεμπίπτοντα έλεγχο συνταγματικότητας της απόφασης του Λιμενικού Σώματος περί μη ένταξης του θαλάσσιου λουτρού στην έννοια της σωματικής άσκησης.
Αντίστοιχη ήταν εξάλλου και απόφαση Γερμανικού Δικαστηρίου που ανέστειλε την απαγόρευση πρόσβασης σε παραλία για κατοίκους της περιοχής στις 10.4.2020, ακυρώνοντας προσωρινά την σχετική απαγόρευση που είχε επιβάλλει κυβέρνηση κρατιδίου.
Μαζί με την προσφυγή, υποβλήθηκε και αίτημα για κατεπείγοντα ορισμό δικασίμου στο Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο της Σύρου, προκειμένου το θέμα να επιλυθεί τάχιστα με τον αρμόζοντα δικαστικό έλεγχο, καθώς η ουσία του νομικού ζητήματος αφορά χιλιάδες πολίτες που ασκούν την συγκεκριμένη σωματική άσκηση καθ' όλη την διάρκεια του έτους κι όχι μόνο τους θερινούς μήνες.
Ο έλεγχος της αναλογικότητας του μέτρου ενόψει του σκοπού καταδεικνύει ότι το μέτρο, μη συνοδευόμενο από ειδικότερους προσδιορισμούς (π.χ. απόσταση) κι ακολουθώντας μια απόλυτη και ανεπιφύλακτη απαγόρευση παραβιάζει τα συνταγματικά δικαιώματα των πολιτών, γεγονός που επιβάλλει την τάχιστη παρέμβαση της Δικαιοσύνης, η οποία σε συνθήκες πανδημίας και επιβολής αυστηρών μέτρων επιτήρησης των πολιτών οφείλει να επαγρυπνεί και να μην επαναπαύεται λόγω της αναστολής της τακτικής λειτουργίας της.

Τρίτη, Απριλίου 21, 2020

Προσφυγή για πρόστιμα λόγω μετακίνησης για σωματική άσκηση

Με ηλεκτρονική υποβολή δικογράφου στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών κατατέθηκε προσφυγή δύο πολιτών, στους οποίους επιβλήθηκαν πρόστιμα για μετακίνηση λόγω σωματικής άσκησης.
Συγκεκριμένα, οι δύο πολίτες ήταν εφοδιασμένοι με την βεβαίωση μετακίνησης του κωδικού αρ. 6 στα κινητά τους τηλέφωνα, καθώς πραγματοποιούν καθημερινο τρέξιμο για σωματική άσκηση, τηρώντας μεταξύ τους την νόμιμη απόσταση. 
Ωστόσο, την πορεία τους διέκοψαν αστυνομικοί υπάλληλοι κεντρικού Αστυνομικού Τμήματος, οι οποίοι προέβησαν σε έλεγχο και μόλις ενημερώθηκαν ότι οι πολίτες είναι ομόφυλο ζευγάρι που συγκατοικεί, αποφάσισαν να τους επιβάλλουν πρόστιμα επειδή δήθεν δεν εντοπίστηκαν "κοντά στο σπίτι τους" κι επειδή δεν είχαν πραγματοποιήσει "σύντομη" σωματική άσκηση, καθώς είχαν υπερβεί τις 2 ώρες από την αποστολή των μηνυμάτων.
Οι πολίτες υπέβαλαν αίτημα αντιρρήσεων στον αρμόδιο αστυνομικό διοικητή, ο οποίος απέρριψε το αίτημα με την φράση "οι αντιρρήσεις σας απορρίπτονται ως αβάσιμες". 
Η προσφυγή στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών επικαλείται ως λόγο ακύρωσης των προστίμων την παράβαση της Κ.Υ.Α. απαγόρευσης μετακίνησης, η οποία επιτρέπει την κατ΄εξαίρεση μετακίνηση για σωματική άσκηση χωρίς προϋποθέσεις εγγύτητας στην κατοικία των πολιτών και χωρίς κανέναν χρονικό περιορισμό, ενώ για άλλους λόγους μετακίνησης, όπου ο κανονιστικός νομοθέτης το επιθυμεί, έχει προβλέψει ρητούς χρονικούς και εδαφικούς περιορισμούς (“ια) Μετάβαση για σίτιση αδέσποτων ζώων, εφόσον η μετάβαση πραγματοποιείται εντός του δήμου
κατοικίας του πολίτη. “Ειδικώς για την εφαρμογή της περ. (ια) της παρ. 2 απαιτείται βεβαίωση του δήμου κατοικίας του πολίτη, στην οποία αναφέρονται ο τόπος, η ημέρα ή οι ημέρες και ο προγραμματισμένος χρόνος σίτισης, ο οποίος δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις τρεις (3) ώρες (προστέθηκε με το άρθρο μόνο παρ. 3 του ΦΕΚ B 1040
26.03.2020 Αριθμ. 20797)". 
Επιπλέον, οι προσφεύγοντες καταγγέλλουν την αθέμιτη διάκριση εις βάρος τους λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού, καθώς η ενεργοποίηση των αστυνομικών οργάνων για την επιβολή του προστίμου πραγματοποιήθηκε όταν ενημερώθηκαν ότι οι πολίτες συγκατοικούν ως ομόφυλο ζευγάρι, γεγονός που εγείρει και ζήτημα εφαρμογής του Ν.4443/2016 για τις αθέμιτες διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού κατά την παροχή υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης της αντιστροφής του βάρους απόδειξης που συνεπάγεται ο συγκεκριμένος ισχυρισμός. 
Παράλληλα με την προσφυγή, υποβλήθηκε στον Πρόεδρο του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών αίτημα για κατεπείγοντα προσδιορισμό ημερομηνίας δικασίμου, προκειμένου η υπόθεση να εκδικαστεί κατά το δυνατόν ταχύτερα, ώστε να διευκρινιστεί ο τρόπος ορθής εφαρμογής του συγκεκριμένου έκτακτου μέτρου, όσο υπάρχει η συγκεκριμένη πιεστική κοινωνική ανάγκη. Με την υποβολή του αιτήματος επισημαίνεται στον Πρόεδρο ότι έχουν σημειωθεί κι άλλες τέτοιου είδους παρερμηνείες της Κ.Υ.Α. από αστυνομικά όργανα, με αποκορύφωμα την επιβολή προστίμου σε πρωταθλητή της ποδηλασίας επειδή εντοπίστηκε να προπονείται με το ποδήλατό του σε μεγάλη απόσταση από το σπίτι του, ενώ κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από το κανονιστικό πλαίσιο.
Επιπλέον, επισημάνθηκε στον Πρόεδρο του Διοικητικού Πρωτοδικείου η εργαλειοθήκη του Συμβουλίου της Ευρώπης με τίτλο "Σεβόμενοι την δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα στο πλαίσιο της υγειονομικής κρίσης του COVID-19", στο οποίο αναφέρεται μεταξύ άλλων: "Η κεντρική λειτουργία της Δικαιοσύνης – ιδίως των συνταγματικών δικαστηρίων όπου υπάρχουν – πρέπει να εξακολουθεί. Είναι σημαντικό οι δικαστές να μπορούν να εξετάζουν τους σοβαρότερους περιορισμούς των ανθρώπινων δικαιωμάτων που εισάγονται με την επείγουσα νομοθεσία."
Σημειώνεται ότι η προσφυγή αυτή έχει ασκηθεί για λόγους αρχής και, κυρίως, για την έκδοση δικαστικής απόφασης η οποία θα υποδείξει την κατεύθυνση της ορθής εφαρμογής της Κ.Υ.Α. για τον περιορισμό μετακίνησης και τις νόμιμες εξαιρέσεις του. Ο κανόνας παραμένει πάντοτε η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας καθενός (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος) και ο περιορισμός μετακίνησης είναι η εξαίρεση από τον κανόνα αυτόν. Η Ελληνική Δικαιοσύνη έχει μια θαυμάσια αφορμή να επιβεβαιώσει με τον θεσμικό της ρόλο ως τρίτη κρατική λειτουργία το γεγονός ότι τα ατομικά δικαιώματα στην Ελλάδα εξακολουθούν να ισχύουν στην πράξη και ότι κάθε κρατικό όργανο είναι υποχρεωμένο να διασφαλίζει την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική ενάσκησή τους.

Τρίτη, Απριλίου 07, 2020

Απαγόρευση σύναψης συμφώνου συμβίωσης

Αυτές τις δύσκολες μέρες, είναι αρκετά τα ζευγάρια τα οποία επιθυμούν να επισημοποιήσουν την σχέση τους συνάπτοντας σύμφωνο συμβίωσης. Οι λόγοι είναι συνήθως πρακτικοί και συνδέονται με ζωτικά συμφέροντα, όπως είναι εύκολα αντιληπτό.
Ωστόσο, αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο. Το σύμφωνο συμβίωσης στην Κύπρο είναι απλά μια δήλωση που κάνουν δύο άτομα σε ένα ληξιαρχείο. Στην Ελλάδα, όμως, είναι μια συμβολαιογραφική πράξη, την οποία πρέπει να συντάξει ο συμβολαιογράφος με αυτοπρόσωπη παρουσία και των δύο ενδιαφερομένων: πρώτη γραφειοκρατική πεπονόφλουδα. Άρα είτε πρέπει να πας σε συμβολαιογραφείο (που δεν επιτρέπεται βάσει των εξαιρέσεων μετακίνησης) ή πρέπει να βρεις συμβολαιογράφο να μεταβεί στην οικία σου που επιτρέπεται ως επαγγελματική κίνηση της/του συμβολαιογράφου. Αλλά βέβαια δεν είναι καθόλου ασφαλές για τους ίδιους τους συμβολαιογράφους να μεταβαίνουν σε κατοικίες. Πες όμως, ότι έχεις έναν γνωστό συμβολαιογράφο που σε εμπιστεύεται και έρχεται και το συνάπτεις.
ΜΕΤΑ, πρέπει να καταθέσεις το συμβολαιογραφικό έγγραφο του συμφώνου συμβίωσης στο ληξιαρχείο του τόπου κοινής κατοικίας και αυτό πρέπει να το κάνουν οπωσδήποτε και τα δύο μέρη ή έστω το ένα από τα δύο μέρη του συμφώνου συμβίωσης: δεύτερη γραφειοκρατική πεπονόφλουδα. Διότι τα αρμόδια υπουργεία δεν έχουν προβλέψει να μπορεί με εξουσιοδότηση ο συμβολαιογράφος ή ο δικηγόρος του ζεύγους να μεταβαίνει στο ληξιαρχείο για να εγγραφεί το σύμφωνο συμβίωσης. Αντιθέτως μάλιστα, το αρμόδιο Υπουργείο Εσωτερικών έδωσε "μάχη" ώστε να μην δικαιούνται οι δικηγόροι με ερμηνεία των διατάξεων να μπορούμε να εκπροσωπούμε πολίτες κατά την κατάθεση των συμφώνων συμβίωσης στα ληξιαρχεία.
Τελείωσε η ιστορία στο ληξιαρχείο; Όχι, βέβαια! Διότι πρέπει να ανοίξεις και "οικογενειακή μερίδα", στο κατά τόπον αρμόδιο δημοτολόγιο: τρίτη γραφειοκρατική πεπονόφλουδα. Αλλιώς, μην περιμένετε πιστοποιητικά εγγυτέρων συγγενών σε περιπτώσεις που μπορεί να χρειαστούν. Άλλες αυτοπρόσωπες παρουσίες εκεί!
Αυτή την στιγμή, με τις τρεις γραφειοκρατικές πεπονόφλουδες, το Κράτος απαγορεύει κατ΄ουσίαν στα ζευγάρια να συνάψουν σύμφωνο συμβίωσης. Προσέξτε: για τα ετερόφυλα ζευγάρια δεν απαγορεύεται ο γάμος! Έχει προβλεφθεί ειδικά ως εξαίρεση στην Κ.Υ.Α. ότι μπορεί κάποιος να μετακινηθεί για να παρασταθεί σε τελετή όπως ο γάμος, η κηδεία κτλ. Τίποτε, όμως για το σύμφωνο συμβίωσης! Πρόκειται για μια ξεκάθαρη διάκριση λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού, δηλαδή για μια σοβαρότατη παραβίαση ανθρώπινων δικαιωμάτων. Η Ελληνική Δημοκρατία συγκεκριμένα, έχοντας απαγορεύσει ουσιαστικά την σύναψη συμφώνου συμβίωσης, παραβιάζει το άρθρο 8 (σεβασμός ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) σε συνδυασμό με το άρθρο 14 (απαγόρευση διακρίσεων) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, λόγος για τον οποίο καταδικάστηκε το 2013 στην υπόθση Βαλλιανάτος κ.τλ. από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Αυτή είναι η "ψηφιακή διακυβέρνηση" στην Ελλάδα. Τι είναι λοιπόν αυτό που διαφημίζει το κράτος ότι θα παίρνουμε τις ληξιαρχικές πράξεις ψηφιακά κτλ; Μα, ότι θα μπορούμε να λάβουμε ένα α ν τ ί γ ρ α φ ο τους μέσω διαδικτύου, αφού βέβαια πρώτα θα έχουμε ήδη υποβληθεί σε όλες τις προαναφερθείσες αυτοπρόσωπες παρουσίες στις δημοτικές υπηρεσίες κτλ. Το "ψηφιακό κράτος" είναι το παλιό, καλό φαξ, τώρα και σε e-mail.

To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...