Σάββατο, Ιουνίου 23, 2007

H επιτήρηση των επικοινωνιών μέσω Internet στο χώρο εργασίας


Το τελευταίο διάστημα οι απολύσεις εργαζομένων για λόγους που ανάγονται στο περιεχόμενο του ηλεκτρονικού τους ταχυδρομείου ή της επικοινωνίας τους μέσω του η/υ του γραφείου τους αποτελούν πραγματικότητα και στην Ελλάδα. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι εξ ορισμού παράνομες, αν έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις και εγγυήσεις της νομοθεσίας: βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νέο πεδίο πρακτικής «σύγκρουσης» θεμελιωδών δικαιωμάτων και στην ανάγκη εξεύρεσης λύσεων.

Αποτελεί ο χώρος εργασίας ένα περιβάλλον που καλύπτεται από την προστασία της ιδιωτικότητας ή υπερισχύουν τα διευθυντικά δικαιώματα και η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής του εργοδότη;

Τις απαντήσεις σε αυτό το δύσκολο ερώτημα έρχεται να εκθέσει και να κανοναρχήσει το βιβλίο «Η επιτήρηση των επικοινωνιών μέσω Internet στο χώρο της εργασίας», του δικηγόρου κ. Στάθη Μίχου. Ο κ. Μίχος, ως διευθυντής νομικών υπηρεσιών μεγάλων εταιριών, σύμφωνα με το βιογραφικό του, βρίσκεται επαγγελματικά σε μια κομβική θέση όπου καλείται να εξισορροπήσει πρακτικά τα δύο αντίρροπα αιτήματα. Επομένως, είναι κατά τεκμήριο ένας προνομιακός παρατηρητής των συγκρούσεων αυτών και η πολύτιμη εμπειρία του εγκιβωτίζεται σε αυτό το έργο.

Στις πρώτες σελίδες ο συγγραφέας εκθέτει αντικειμενικά και με κωδικοποιητική πληρότητα τα επιχειρήματα τόσο της πλευράς των εργοδοτών όσο και της πλευράς των εργαζομένων, ως προς την αναγκαιότητα ή μη της ηλεκτρονικής επιτήρησης. Ακόμη και ο πιο παθιασμένος υπέρμαχος της προστασίας προσωπικών δεδομένων δεν μπορεί παρά να μην αναγνωρίσει την βασιμότητα και την βαρύτητα των αιτημάτων των εργοδοτών. Από την άλλη πλευρά, οι αντικρούσεις των εργαζομένων βασίζονται σε ένα σύνολο αρχών, οι οποίες θεμελιώνονται σε πάμπολλες κειμενικές βάσεις, κανονιστικές ή μη.

Τα νομικά και πρακτικά προβλήματα που παρουσιάζονται στην επιτήρηση των τηλεπικοινωνιών από την εργοδοσία δεν είναι δυνατόν να επιλυθούν χωρίς να λάβει κάποιος υπόψη το διεθνές πλαίσιο που ρυθμίζει τέτοιου είδους σχέσεις έντασης ανάμεσα στα ατομικά δικαιώματα. Γι’ αυτό και αποτελεί σημαντική προσφορά αυτού του έργου το γεγονός ότι τα θέματα εξετάζονται υπό το πρίσμα όχι μόνο της ελληνικής νομοθεσίας και νομολογίας, αλλά μέσα στο κειμενικό περιβάλλον που συγκροτείται από συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης, έγγραφα της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου, αλλά και από τις βέλτιστες πρακτικές (best practices) που έχουν αναπτυχθεί σε αυτόν τον ευαίσθητο τομέα. Το έργο μάλιστα είναι ενημερωμένο μέχρι και την εντελώς πρόσφατη απόφαση Copland (2007), του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία παρατίθεται στο παράρτημα, μαζί με άλλες μείζονος σημασίας αποφάσεις γαλλικών, γερμανικών αμερικανικών δικαστηρίων, αλλά και ανεξάρτητων αρχών. Θα ήταν πιο χρηστικό, πάντως, για το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, αν οι αποφάσεις αυτές παρατίθεντο σε μετάφραση στα ελληνικά.

Ιδιαίτερα θετικό είναι ότι ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τεκμηρίωση από εκτεταμένη ξενόγλωσση βιβλιογραφία, παραθέτοντας και τις ηλεκτρονικές διευθύνσεις των κειμένων, όταν αυτά είναι αναρτημένα στο διαδίκτυο.

Το βιβλίο αυτό δεν απευθύνεται μόνο σε νομικούς, βέβαια. Ωστόσο, τα υποδείγματα εφαρμογής ορισμένων βέλτιστων πρακτικών που περιέχει αναμένεται να αποδειχθούν ιδιαίτερα χρήσιμα στην νομική πράξη.

Ένα θέμα στο οποίο θα περίμενε κανείς περισσότερες αναφορές είναι η σύνδεση του ζητήματος με το εργατικό δίκαιο και, πιο συγκεκριμένα, με την καταγγελία της σχέσης εργασίας. Στο τελευταίο μέρος του έργου παρατίθενται σημαντικές προτάσεις για τη ρύθμιση του θέματος της επιτήρησης, αλλά δεν αναλύεται η de lege lata διαδικασία που πρέπει να ακολουθήσουν τα μέρη σε περίπτωση που δημιουργηθεί μια τέτοια διαφορά, τόσο σε εξωδικαστικό όσο και σε δικαστικό επίπεδο. Επίσης θα είχε ενδιαφέρον να εξεταστεί πως διαμορφώνονται οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα σε περίπτωση whistle-blowing, δηλ. προστατευόμενης καταγγελίας ενός εργαζομένου, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

Η πιο σημαντική πρόταση πάντως του κ. Μίχου είναι η εισαγωγή του θεσμού του Υπεύθυνου Προστασίας Δεδομένων στις επιχειρήσεις. Πρόκειται για μια ιδιότητα που έχει γνωρίσει ιδιαίτερη υποστήριξη τον τελευταίο καιρό στην Ευρώπη: ένας υπεύθυνος, ο οποίος, ενώ υπηρετεί εσωτερικά σε μια επιχείρηση, διασφαλίζει με αντικειμενικότητα και ένα βαθμό ανεξαρτησίας από την εργοδοσία, την ορθή εφαρμογή των κανόνων προστασίας προσωπικών δεδομένων, εσωτερικά. Η δυνατότητα αυτή προβλέπεται και από το άρθρο 18§2 της Οδηγίας 95/46 και έχει θεσμοθετηθεί σε ορισμένες χώρες. Σε άλλες χώρες, ο ΥΠΔ αποτελεί θεσμό αυτορρύθμισης στον τομέα της προστασίας προσωπικών δεδομένων. Εξάλλου, σε όλα τα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Επιτροπή, Κοινοβούλιο, Συμβούλιο, ΔΕΚ, Διαμεσολαβητής κλπ) υπηρετούν υποχρεωτικά τέτοιοι λειτουργοί, οι οποίοι συνεργάζονται και με την κεντρική αρχή, τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων. Ο κ. Μίχος προτείνει τη θεσμοθέτηση ενός εσωτερικού Διαμεσολαβητή, ο οποίος θα εποπτεύει, εκτός των άλλων, κατά πόσον η επιτήρηση των επικοινωνιών των εργαζομένων γίνεται σύμφωνα με την νομοθεσία.

Το βιβλίο του κ. Μίχου έρχεται σε μια εποχή που τα ζητήματα της Κοινωνίας της Πληροφορίας δεν αποτελούν πια θεωρητικές προσεγγίσεις και αόριστες εξαγγελίες, αλλά πεδία καθημερινής αναζήτησης εξισορροπημένων λύσεων. Σε αυτόν τον διάλογο και την αντιπαράθεση, οι αντικειμενικές αλλά και όσο το δυνατόν πιο ενήμερες προσεγγίσεις, όπως αυτό το έργο, ξεπερνούν το στενό πλαίσιο της νομικής πράξης και συμβάλλουν στη συνειδητοποίηση των εκατέρωθεν αιτημάτων και της πιεστικής ανάγκης για συγκεκριμένες –κανονιστικές ή αυτορρυθμιστικές- απαντήσεις.

Κυριακή, Ιουνίου 17, 2007

Η ευρωπαϊκή κουλτούρα προστασίας προσωπικών δεδομένων: ομιλία του Ευρωπαίου Επόπτη στην Αθήνα!


Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών διοργανώνει εκδήλωση που θα πραγματοποιηθεί την 21η Ιουνίου 2007, ημέρα Πέμπτη και ώρα 19.00 στην αίθουσα τελετών του ΔΣΑ (Ακαδημίας 60) με θέμα:

«Ο ρόλος του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων στην διαμόρφωση ευρωπαϊκής κουλτούρας για την προστασία των προσωπικών δεδομένων»

με ομιλητή τον κ. Peter J. HUSTINX, Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων

(ανεξάρτητη αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης)

Η ομιλία θα γίνει στην Αγγλική γλώσσα και θα υπάρχει δυνατότητα παρακολούθησής της με ταυτόχρονη διερμηνεία.

Θα ακολουθήσει συζήτηση ανάμεσα στον κ. Hustinx και το κοινό


Ένα σύντομο βιογραφικό:


Ο κ. Peter Hustinx (1945) είναι ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων (European Data Protection Supervisor) από τον Ιανουάριο του 2004. Διορίστηκε με απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ης Δεκεμβρίου του 2003 για θητεία πέντε ετών και ξεκίνησε τις δραστηριότητές του στις 2 Φεβρουαρίου 2004.

Στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, ο οποίος αποτελεί μονοπρόσωπη ανεξάρτητη αρχή της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, έχει ανατεθεί η επίβλεψη και τήρηση των διατάξεων του Κανονισμού 45/2001 στις επεξεργασίες προσωπικών δεδομένων που διενεργούν τα όργανα και οργανισμοί της Κοινότητας. Έχει επίσης την αρμοδιότητα για παροχή συμβουλών στα όργανα της Κοινότητας για όλα τα θέματα που αφορούν την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων και το καθήκον να συνεργάζεται με τις εθνικές εποπτικές αρχές και τις εποπτικές αρχές του τρίτου πυλώνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μπορεί επίσης να παραπέμπει υποθέσεις που αφορούν την προστασία προσωπικών δεδομένων ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο κ. Hustinx ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την διαμόρφωση της νομοθεσίας για την προστασία προσωπικών δεδομένων από την αρχή, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Πριν την ανάληψη των καθηκόντων του, ήταν πρόεδρος της ολλανδικής Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων για περισσότερα από 12 έτη.

Έλαβε πτυχίο νομικής από το πανεπιστήμιο του Nijmegen, της Ολλανδίας (LLM 1970) και της Νομικής Σχολής του Michigan (MCL 1971.

Το 1971 εισήχθη στο ολλανδικό υπουργείο Δικαιοσύνης και εργάστηκε στον τομέα του συνταγματικού και του ποινικού δικαίου σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές.

Ως μέλος της Επιτροπής Ειδικών στην Προστασία Δεδομένων του Συμβουλίου της Ευρώπης, έλαβε μέρος στην προετοιμασία της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία Δεδομένων του 1981 και διαφόρων Συστάσεων σε αυτόν τον τομέα. Από το 1985 έως το 1988 ήταν πρόεδρος αυτής της Επιτροπής.

Το 1991 διορίστηκε Πρόεδρος της ολλανδικής Αρχής Προστασίας Δεδομένων και το 1997 η θητεία του ανανεώθηκε. Το Σεπτέμβριο του 2001 συνέχισε να είναι Πρόεδρος της Αρχής Προστασίας Δεδομένων που ιδρύθηκε με το νέο νόμο για την προστασία προσωπικών δεδομένων που τέθηκε τότε σε εφαρμογή. Το 2003 διορίστηκε για μια τρίτη εξαετή θητεία.

Το 1994 ήταν Πρόεδρος της Διεθνούς Διάσκεψης Επιτρόπων Προστασίας Δεδομένων

Από το 1994 έως το 2000 ήταν προεδρεύων της Ομάδας Εργασίας του Άρθρου 29 (που αποτελείται από εκπροσώπους των Αρχών Προστασίας Δεδομένων της Ευρώπης και ιδρύθηκε με την Οδηγία 95/46).

Από το 1998 έως το 2001 ήταν Πρόεδρος της Επιτροπής Εφέσεων της Κοινής Εποπτικής Αρχής της Europol (που ιδρύθηκε με το άρθρο 24 της Συνθήκης Europol).

Από το 1986 είναι επίσης αναπληρωτής δικαστής στο Εφετείο του Άμστερνταμ.

Από τη θέση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων έχει ασκήσει καίριες παρεμβάσεις σε κάθε προσπάθεια «επίθεσης» στην ευρωπαϊκή νομοθεσία για την προστασία προσωπικών δεδομένων. Με τις γνωμοδοτήσεις του εξέφρασε την αντίθεσή του για την υποχρεωτική διατήρηση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων για σκοπούς αντεγκληματικής πολιτικής, προσπαθώντας να περιορίσει τα χρονικά διαστήματα αυτής της διατήρησης, ώστε να είναι σύμφωνη με τα συνταγματικά δικαιώματα. Επίσης, άσκησε παρέμβαση στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στη δίκη για την αποστολή προσωπικών δεδομένων επιβατών αεροπορικών πτήσεων προς τις αρχές των ΗΠΑ. Αποτέλεσμα αυτής της δίκης ήταν να ακυρωθεί η σχετική συμφωνία ΕΕ-ΗΠΑ.

Η ιστοσελίδα του Επόπτη με πλούσιο υλικό: www.edps.europa.eu


Πρόκειται για μια σημαντική ευκαιρία για συζήτηση με μια διεθνή προσωπικότητα στον τομέα της προστασίας της ιδιωτικότητας και των προσωπικών δεδομένων. Έχοντας παρακολουθήσει ομιλίες του Επόπτη, μπορώ να πω ότι έχει την ικανότητα να απευθύνεται σε γενικά ακροατήρια, καθιστώντας κατανοητές ακόμα και σύνθετες έννοιες συνταγματικού δικαίου.

Η παρουσία του στη Αθήνα μας παρέχει την δυνατότητα να ενημερωθούμε για τις σχετικές εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο και τη διαμόρφωση αυτού που ο Επόπτης ονομάζει "κουλτούρα" προστασίας προσωπικών δεδομένων.

Τετάρτη, Ιουνίου 13, 2007

Παρουσίαση για το κίνημα ανοικτού λογισμικού από το ΙΣΤΑΜΕ

Το ΙΣΤΑΜΕ-ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ διοργανώνει ανοικτή εκδήλωση την Τετάρτη 13 Ιουνίου 2007 και ώρα 18:00 στο Ξενοδοχείο Esperia Pallas (Σταδίου 22) με θέμα: "Νέες κατευθύνσεις για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση: Ελεύθερο λογισμικό, Ανοιχτές αρχιτεκτονικές, Ανοιχτά πρότυπα και Διαλειτουργικότητα".

http://www.istame.gr/files/pdf/prosklisi-anoikto-logismiko.pdf

Η δική μου ομιλία στην εκδήλωση έχει τίτλο "Το δίκαιο της κοινωνίας της πληροφορίας και το κίνημα του ανοικτού λογισμικού: υπαρκτά και ανύπαρκτα νομικά εμπόδια".

Παρασκευή, Ιουνίου 08, 2007

O γάμος ανάμεσα σε άτομα του ίδιου φύλου δεν απαγορεύεται, κύριε Δήμαρχε!

Στην εκπομπή της Έλλης Στάη, ο Δήμαρχος Αθηνών, σε ερώτηση για το τι θα έκανε αν του ζητούσαν να παντρέψει ομοφυλόφιλους, απάντησε ότι "ο Δήμαρχος δεν νομοθετεί" (δήλωση που είχε κάνει και προεκλογικά). Δεν του ζητήθηκε όμως να νομοθετήσει, γιατί, πολύ απλά, ο νόμος δεν απαγορεύει τους γάμους ανάμεσα σε άτομα του ίδιου φύλου. Συνεπώς, αν αρνηθεί να ασκήσει την αρμοδιότητά του αυτή, ο Δήμαρχος θα έχει διαπράξει παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, αφού δεν έχει διακριτική ευχέρεια, αλλά δέσμια αρμοδιότητα να τελέσει το γάμο.

Συγκεκριμένα, οι μόνες προϋποθέσεις για τα πρόσωπα των μελλόνυμφων που θέτει ο Αστικός Κώδικας είναι οι εξής:

(α) Συμφωνία των μελλονύμφων (άρθρο 1350 §1 εδ. α ΑΚ)
(β) Οι μελλόνυμφοι πρέπει να έχουν συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους (άρθρο 1350§1 εδ. γ΄ ΑΚ), ενώ για "σπουδαίο λόγο" ένα δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει ακόμη και γάμο ανηλίκων (άρθρο 1350§1 εδ. δ΄ ΑΚ).
(γ) Οι μελλόνυμφοι δεν πρέπει να βρίσκονται σε πλήρη στερητική συμπαράσταση ή σε ψυχική διαταραχή που περιοριζει αποφασιστικά την λειτουργία της βούλησής τους , ή να τους έχει απαγορευθεί ειδικά η τέλεση γάμου λόγω μερικής στερητικής δικαστικής συμπαράστασης (άρθρο 1351 ΑΚ).
(δ) Να έχει λυθεί ή ακυρωθεί αμετάκλητα τυχόν υφιστάμενος γάμος τους με άλλα πρόσωπα (άρθρο 1354 ΑΚ).
(ε) Να μην είναι συγγενείς εξ αίματος σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και σε πλάγια γραμμή ως και τον τέταρτο βαθμό (άρθρο 1356 ΑΚ).
(στ) Να μην έχει υιοθετηθεί ο ένας από τον άλλο (άρθρο 1360 ΑΚ).

Επομένως, από πουθενά δεν επιβάλλει ο Νόμος να υπάρχει ετερότητα φύλου.


Αυτο που απαιτείται για τον πολιτικό γάμο είναι η έκδοση άδειας του δημάρχου (άρθρο 1368 ΑΚ). Η άδεια αυτή εκδίδεται υποχρεωτικά, αφού ερευνηθεί αν συντρέχουν οι νόμιμοι όροι για το γάμο που πρόκειται να τελεσθεί και αν έγινε γνωστοποίηση (δημοσίευση αγγελίας σε μεγάλη πόλη), όπως αναφέρει το άρθρο 1370 ΑΚ. Ο ίδιος ο νόμος αναφέρει ότι αν υπάρχουν "σπουδαίοι λόγοι", η γνωστοποίηση μπορεί να παραλειφθεί.

Αν ο αρμόδιος για την έκδοση της άδειας δήμαρχος αρνείται να την χορηγήσει, αποφασίζει το μονομελές πρωτοδικείο αμετάκλητα, με απόφαση που εκδίδεται μέσα σε δέκα ημέρες απο την κατάθεση της αίτησης.


Για την τέλεση γάμου προβλέπεται η δήλωση συμφωνίας ενώπιον δύο μαρτύρων, προς το δήμαρχο, που είναι υποχρεωμένος να συντάξει αμέσως σχετική πράξη (άρθρο 1367).


Συνεπώς, όχι μόνο δεν προβλέπεται ως προϋπόθεση η ετερότητα φύλου των μελλονύμφων, αλλά σε όλες τις διατάξεις καθίσταται σαφές ότι ο δήμαρχος δεν έχει "διακριτική ευχέρεια", αλλά δέσμια αρμοδιότητα να παντρέψει όσους έχουν τηρήσει όλες τις προϋποθέσεις.

Η άρνηση του δημάρχου αποτελεί δικαστικά ακυρώσιμη παράλειψη, καθώς παραβιάζει τον Αστικό Κώδικα και συνεπώς την αρχή της νομιμότητας.

Συνεπώς, δεν ζητά κανείς απο τον δήμαρχο να "νομοθετήσει", αλλά να τηρήσει τη νομοθεσία, εφόσον του υποβληθεί σχετική αίτηση από άτομα του ίδιου φύλου.

Δευτέρα, Ιουνίου 04, 2007

Οι θεμελιώδεις αρχές του Συμβουλίου της Ευρώπης για τις ΜΚΟ

Ακολουθεί σε ελληνική μετάφραση e-lawyer ένα βασικό κείμενο του Συμβουλίου της Ευρώπης (με το επεξηγηματικό του υπόμνημα, Απρίλιος 2003), το οποίο οριοθετεί την θέση και το ρόλο των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων στην Ευρώπη.

Θεμελιώδεις αρχές για το status των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων στην Ευρώπη

με επεξηγηματικό υπόμνημα



(Απόφαση των αντιπροσώπων στην 837η συνάντησή τους στις 16 Απριλίου 2003).

© Συμβούλιο της Ευρώπης

Δημοσιευθέν στο Συμβούλιο της Ευρώπης

http://www.coe.int/t/e/ngo/public/PrincFondam%20en%20engl.pdf





Θεμελιώδεις Αρχές για το Status των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων Στην Ευρώπη

Οι συμμετέχοντες στις πολυμερείς διασκέψεις που έγιναν στο Στρασβούργο από τις 19 έως τις 20 Νοεμβρίου 2001, από τις 20 έως τις 22 Μαρτίου 2002 και στις 5 Ιουλίου 2002,

Έχοντας υπόψη το άρθρο 11 της Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που προβλέπει ότι «καθένας έχει το δικαίωμα σε ελεύθερη και ειρηνική συνάθροιση και το δικαίωμα της ένωσης με άλλους»,

Έχοντας υπόψη την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Αναγνώριση Νομικής Προσωπικότητας σε Διεθνείς Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ETS No. 124) και στην προσδοκία της επαύξησης του αριθμού των συμβαλλομένων μερών,

Θεωρώντας ότι οι μη κυβερνητικές οργανώσεις (εφεξής: ΜΚΟ) προσφέρουν ουσιώδη συμβολή στην ανάπτυξη, την πραγματοποίηση και την διαρκή επιβίωση των δημοκρατικών κοινωνιών, ιδιαιτέρως με την προώθηση της συλλογικής συνείδησης και της συμμετοχικής δράσης των πολιτών στην Πολιτεία, έτσι ώστε να συμβάλλουν εξίσου σημαντικά στον πολιτισμό και την κοινωνική ευημερία των κοινωνιών,

Θεωρώντας ότι οι ΜΚΟ προσφέρουν ανεκτίμητη συμβολή για την επίτευξη των στόχων και αρχών του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και του Καταστατικού του Συμβουλίου της Ευρώπης,

Θεωρώντας ότι οι συμβολές τους γίνονται μέσω ενός πολυποίκιλου σώματος δραστηριοτήτων, οι οποίες ποικίλουν από την δράση τους ως φορείς επικοινωνίας ανάμεσα σε διαφορετικά στρώματα της κοινωνίας και των δημόσιων αρχών, μέσω της υπεράσπισης μεταβολών στην νομοθεσία και την δημόσια πολιτική και στην παροχή συνδρομής σε αυτές τις ανάγκες, στην ανάπτυξη τεχνικών και επαγγελματικών προτύπων, στην παρακολούθηση της συμμόρφωσης με υπάρχουσες υποχρεώσεις του εθνικού και διεθνούς δικαίου και στην παροχή μέσων για την προσωπική εκπλήρωση και επιδίωξη, προώθηση και υπεράσπιση κοινών συμφερόντων

Θεωρώντας ότι η ύπαρξη πολλών ΜΚΟ είναι μια εκδήλωση του δικαιώματος των μελών τους στην ελεύθερη ένωση και στην εφαρμογή εκ μέρος των φιλοξενούντων χωρών των αρχών του δημοκρατικού πλουραλισμού,

Αναγνωρίζοντας ότι η λειτουργία των ΜΚΟ περιλαμβάνει ευθύνες όπως και δικαιώματα

Εξέδωσε τις παρούσες Θεμελιώδεις Αρχές για το Status των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων στην Ευρώπη.

Πεδίο εφαρμογής

  1. Οι ΜΚΟ είναι κατ’ ουσίαν εθελοντικά, αυτοδιοικούμενα σώματα και γι’ αυτό δεν υπόκεινται σε διεύθυνση εκ μέρους των δημοσίων αρχών. Οι όροι που χρησιμοποιούνται για να τις περιγράψουν στο εθνικό δίκαιο μπορεί να ποικίλουν, αλλά πάντως περιλαμβάνουν ενώσεις, φιλανθρωπικά σωματεία, ιδρύματα, ταμεία, μη-κερδοσκοπικές εταιρίες, σωματεία και διαχειριστικές επιτροπές ταμείων ειδικών σκοπών (trusts).
  2. Οι ΜΚΟ περιλαμβάνουν σώματα ιδρυθέντα από ιδιώτες (φυσικά ή νομικά πρόσωπα) και από ομάδες ιδιωτών. Μπορεί να είναι εθνικά ή διεθνή στην σύνθεση και την σφαίρα δραστηριοτήτων τους.
  3. Οι ΜΚΟ είναι συνήθως οργανισμοί που έχουν προϋποθέσεις εισδοχής μελών, αλλά αυτό δεν ισχύει πάντοτε.
  4. Οι ΜΚΟ δεν έχουν κατ’ αρχήν κερδοσκοπικές επιδιώξεις. Δεν διανέμουν κέρδη που απορρέουν από τις δραστηριότητές τους στα μέλη ή τους ιδρυτές τους, αλλά τα χρησιμοποιούν για την επίτευξη των στόχων τους.
  5. Οι ΜΚΟ μπορεί να είναι άτυπες ενώσεις ή οργανισμοί με νομική προσωπικότητα. Μπορούν να απολαμβάνουν διαφορετικά status σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, προκειμένου να αντικατοπτρίζεται η διαφορά στα οικονομικά ή άλλα προνόμια που μπορεί να απολαμβάνουν επιπρόσθετα με την νομική προσωπικότητα.

Βασικές αρχές

  1. Οι ΜΚΟ ιδρύονται με την πρωτοβουλία ιδιωτών ή ομάδων προσώπων. Το εθνικό και οικονομικό πλαίσιο που εφαρμόζεται σε αυτές θα πρέπει εξ αυτού του λόγου, να επιτρέπει και να ενθαρρύνει αυτήν την πρωτοβουλία.
  2. Όλες οι ΜΚΟ απολαμβάνουν το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης.
  3. Οι ΜΚΟ με νομική προσωπικότητα μπορούν να έχουν τις ίδιες δυνατότητες που απολαμβάνουν γενικά τα άλλα νομικά πρόσωπα και να υπόκεινται στις ίδιες διοικητικού, αστικού και ποινικού δικαίου υποχρεώσεις και κυρώσεις που γενικά εφαρμόζονται σε αυτά.
  4. Η πράξη ή παράλειψη ενός κυβερνητικού οργάνου που έχει συνέπειες για μία ΜΚΟ θα πρέπει να υπόκειται σε διοικητικό έλεγχο και να μπορεί να προσβληθεί σε ανεξάρτητο και αδέκαστο δικαστήριο πλήρους δικαιοδοσίας.

Σκοποί

  1. Μία ΜΚΟ είναι ελεύθερη να επιδιώκει τους σκοπούς της, εφόσον τόσο οι σκοποί όσο και τα μέσα που χρησιμοποιούνται είναι νόμιμοι. Αυτά (τα μέσα) μπορεί να περιλαμβάνουν, λόγου χάρη, την έρευνα, την εκπαίδευση και την υπεράσπιση θεμάτων δημόσιας αντιπαράθεσης, ανεξάρτητα από το ποια άποψη υιοθετείται από την καθιερωμένη κυβερνητική πολιτική.
  2. Μία ΜΚΟ μπορεί επίσης να ιδρυθεί προκειμένου να επιδιώξει, ως στόχο, την μεταβολή του νόμου.
  3. Μία ΜΚΟ που υποστηρίζει συγκεκριμένο υποψήφιο ή κόμμα στις εκλογές θα πρέπει να δηλώνει με διαφάνεια το κίνητρό της. Κάθε τέτοια υποστήριξη θα πρέπει επίσης να διέπεται από τη νομοθεσία για την χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων. Η ανάμιξη σε πολιτικές δραστηριότητες μπορεί να αποτελεί κριτήριο ενόψει μιας απόφασης που αφορά την αναγνώριση οικονομικών ή άλλων προνομίων, επιπρόσθετα με την νομική προσωπικότητα.
  4. Μία ΜΚΟ με νομική προσωπικότητα μπορεί να διενεργεί κάθε νόμιμη οικονομική, επιχειρηματική ή εμπορική δραστηριότητα προκειμένου να υποστηρίξει τις μη κερδοσκοπικές της δραστηριότητες, χωρίς να απαιτείται ειδική εξουσιοδότηση, αλλά πάντα σύμφωνα με κάθε κανονιστική ή αδειοδοτική προϋπόθεση που εφαρμόζεται στις σχετικές δραστηριότητες.
  5. Οι ΜΚΟ μπορούν να επιδιώκουν τους στόχους τους μέσω συμμετοχής σε ομοσπονδίες ή συνομοσπονδίες ΜΚΟ.

Ίδρυση

  1. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εθνικό ή αλλοδαπό, καθώς και κάθε ομάδα τέτοιων προσώπων είναι ελεύθερο να ιδρύσει μια ΜΚΟ.
  2. Δύο ή περισσότερα πρόσωπα μπορούν να ιδρύσουν μία ΜΚΟ που δέχεται εγγραφή μελών. Προκειμένου να αποκτηθεί νομική προσωπικότητα θα πρέπει να απαιτείται μεγαλύτερος αριθμός, αλλά αυτός ο αριθμός δεν θα πρέπει να αποθαρρύνει την ίδρυση μιας ΜΚΟ.
  3. Κάθε πρόσωπο θα πρέπει να μπορεί να ιδρύσει μια ΜΚΟ με δωρεά ή διαθήκη, το αποτέλεσμα των οποίων, κανονικά, θα είναι η δημιουργία ενός ιδρύματος, ενός ταμείου ή μιας διαχειριστικής επιτροπής ταμείου ειδικού σκοπού (trust).

Περιεχόμενο καταστατικών

  1. Κάθε ΜΚΟ με νομική προσωπικότητα θα πρέπει να έχει το καταστατικό της. Η έννοια «καταστατικά» των ΜΚΟ θα πρέπει να σημαίνει τις ιδρυτικές διατάξεις ή τις διατάξεις ενσωμάτωσης και, όταν όλα αυτά είναι αντικείμενο διαφορετικών κειμένων, τα καταστατικά των ΜΚΟ. Αυτά τα καταστατικά διευκρινίζουν γενικά:

- την επωνυμία,

- τους σκοπούς,

- τις εξουσίες,

- το ανώτατο όργανο διαχείρισης,

- τη συχνότητα συνέλευσης αυτού του οργάνου,

- την διαδικασία με την οποία διεξάγονται οι συνελεύσεις,

- τον τρόπο με τον οποίο αυτό το όργανο εγκρίνει τις οικονομικές και άλλες εκθέσεις,

- την ελευθερία του οργάνου να καθορίσει την διοικητική δομή της Οργάνωσης,

- την διαδικασία μεταβολής του καταστατικού και της λύσης της Οργάνωσης ή της ένωσης με άλλη ΜΚΟ.

  1. Για την περίπτωση των συμμετοχικών ΜΚΟ, το ανώτατο όργανο αναδεικνύεται από τα μέλη τους. Η συμφωνία αυτού του οργάνου, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται από το νόμο και τα καταστατικά τους, θα πρέπει να συνιστά προϋπόθεση για κάθε μεταβολή των καταστατικών. Για άλλες ΜΚΟ, το ανώτατο όργανο είναι αυτό που προβλέπεται από το καταστατικό τους.

Ιδιότητα Μέλους

  1. Η ιδιότητα μέλους σε μια ΜΚΟ, όταν είναι εφικτή, πρέπει να είναι εθελοντική και γι’ αυτό κανένα πρόσωπο δεν πρέπει να απαιτείται να μετέχει σε μια ΜΚΟ, εκτός από τις περιπτώσεις κρατών στα οποία έχουν ιδρυθεί όργανα για τη θεσμική ρύθμιση επαγγελμάτων, τα οποία όργανα ο νόμος αντιμετωπίζει ως ΜΚΟ.
  2. Το εθνικό δίκαιο δεν πρέπει να περιορίζει αδικαιολόγητα τη δυνατότητα κάθε προσώπου, φυσικού ή νομικού, να ενταχθεί σε ΜΚΟ συμμετοχικής φύσης. Η δυνατότητα κάποιου να ενταχθεί σε μια ιδιαίτερη ΜΚΟ θα πρέπει να καθορίζεται αρχικά από το καταστατικό της και δεν θα πρέπει να απηχεί αδικαιολόγητες διακρίσεις.
  3. Τα μέλη μιας ΜΚΟ πρέπει να προστατεύονται σε αποχώρηση που είναι αντίθετη στο καταστατικό της.
  4. Πρόσωπα που ανήκουν σε μια ΜΚΟ δε πρέπει να υφίστανται κυρώσεις λόγω της ιδιότητας τους ως μέλη. Πάντως, η ιδιότητα μέλους σε μια ΜΚΟ μπορεί να είναι ασύμβατη με την θέση ή την απασχόληση ενός προσώπου.

Νομική προσωπικότητα

  1. Όταν μια ΜΚΟ έχει νομική προσωπικότητα, θα πρέπει να υπάρχει σαφής διαχωρισμός της από τα μέλη ή τους ιδρυτές της, οι οποίοι, κατ’ αρχήν, δεν θα πρέπει να είναι υπεύθυνοι προσωπικά για χρέη και υποχρεώσεις που υπέχει ή έχει αναλάβει η ΜΚΟ.
  2. Η νομική προσωπικότητα μιας ΜΚΟ λήγει μόνο λόγω εκούσιας πράξης των μελών της –ή, στην περίπτωση μιας ΜΚΟ χωρίς μέλη, της διαχείρισής της- στην περίπτωση πτώχευσης, παρατεταμένης αδράνειας ή κακοδιοίκησης. Μια ΜΚΟ που έχει δημιουργηθεί με τη συμφωνία δύο ή περισσότερων ΜΚΟ θα πρέπει να τις διαδέχεται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους.

Απόκτηση νομικής προσωπικότητας

  1. Όταν η νομική προσωπικότητα δεν είναι αυτόματη συνέπεια της ίδρυσης μιας ΜΚΟ, οι κανόνες που διέπουν την απόκτηση αυτής της προσωπικότητας θα πρέπει να είναι αντικειμενικά καθορισμένη και να μην υπόκειται στην ενάσκηση διακριτικής ευχέρειας από την αρμόδια αρχή.
  2. Εθνικοί νόμοι μπορούν να αποκλείουν πρόσωπα από την ίδρυση μιας ΜΚΟ με νομική προσωπικότητα για λόγους όπως η ποινική καταδίκη ή η χρεοκοπία.
  3. Οι κανόνες της απόκτησης νομικής προσωπικότητας θα πρέπει να δημοσιεύονται μαζί με έναν οδηγό για την απαιτούμενη διαδικασία. Η διαδικασία θα πρέπει να είναι εύληπτη, οικονομική και συνοπτική. Ειδικότερα, μια ΜΚΟ θα πρέπει απλώς να καταθέτει το καταστατικό της και να γνωστοποιεί τους ιδρυτές, διευθυντές, υπαλλήλους και το νόμιμο εκπρόσωπο καθώς και την έδρα των γραφείων της. Ένα ίδρυμα, ένα ταμείο ή μια επιτροπή διαχείρισης ταμείου ειδικού σκοπού, μπορεί να απαιτείται να αποδείξει ότι έχει τα οικονομικά μέσα να εκπληρώσει τους στόχους της.
  4. Μια συμμετοχική ΜΚΟ μπορεί να επιδιώξει να αποκτήσει νομική προσωπικότητα ύστερα από μία διακήρυξη που αποδεικνύει ότι αυτό το διάβημα έχει περάσει από μια συνέλευση, στην οποία είχαν προσκληθεί όλα τα μέλη της και μπορεί να χρειαστεί να το αποδείξει.
  5. Τα απαιτούμενα έξοδα μιας αίτησης για την απόκτηση νομικής προσωπικότητας δεν θα πρέπει να κυμαίνονται σε ύψος που αποθαρρύνει τις αιτήσεις.
  6. Η νομική προσωπικότητα θα αποκλείεται μόνον όταν δεν έχουν προσκομιστεί όλα τα σαφώς περιγραφόμενα έγγραφα, αν χρησιμοποιείται μια επωνυμία που προσκρούει στο δίκαιο των επωνυμιών ή δεν είναι ικανοποιητικά διακριτό από επωνυμία υφιστάμενου φυσικού ή νομικού προσώπου στην αντίστοιχη χώρα ή αν υφίσταται στο καταστατικό της σκοπός ο οποίος είναι πρόδηλα ασύμβατος με το νόμο.
  7. Η αξιολόγηση του παραδεκτού των σκοπών μιας ΜΚΟ που ζητά νομική προσωπιοτητα θα πρέπει να γίνεται κατόπιν πλήρους ενημέρωσης και με σεβασμό στην έννοια του πολιτικού πλουραλισμού και δεν θα πρέπει να εμφορείται από προκαταλήψεις.
  8. Το όργανο που είναι αρμόδιο για την απονομή της νομικής προσωπικότητας δεν είναι απαραίτητο να είναι δικαστήριο, αλλά θα ήταν προτιμότερο να είναι ανεξάρτητο από τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας. Θα πρέπει να εξασφαλίζεται η συνοχή στην αποφασιστική του αρμοδιότητα και για όλες τις αποφάσεις θα πρέπει να υπάρχει δικαίωμα έφεσης.
  9. Το όργανο αυτό θα πρέπει να έχει προσωπικό επαρκές και με κατάλληλα προσόντα για την ενάσκηση των λειτουργιών του και θα πρέπει να διασφαλίζει ότι διατίθενται επαρκείς οδηγίες ή βοήθεια σε ΜΚΟ που επιδιώκει να αποκτήσει νομική προσωπικότητα.
  10. Θα πρέπει να υπάρχει σαφής προθεσμία για την λήψη απόφασης όσον αφορά την παροχή ή απόρριψη της νομικής προσωπικότητας. Όλες οι αποφάσεις θα πρέπει να αποστέλλονται στον αιτούντα και κάθε απόρριψη θα πρέπει να περιλαμβάνει έγγραφη αιτιολογία.
  11. Οι αποφάσεις για τα κριτήρια των οικονομικών ή άλλων προνομίων που παρέχονται σε ΜΚΟ θα πρέπει να διακρίνονται από αυτές που αφορούν την αίτησή της για απόκτηση νομικής προσωπικότητας και, κατά προτίμηση, να λαμβάνονται από διαφορετικό όργανο.
  12. Με την επιφύλαξη της εφαρμογής των άρθρων που περιλαμβάνονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Αναγνώριση Νομικής Προσωπικότητας σε Διεθνείς Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, όσον αφορά τα κράτη που έχουν επικυρώσει τη σύμβαση, οι αλλοδαπές ΜΚΟ μπορεί να πρέπει να ζητούν έγκριση για να δρουν στις φιλοξενούσες χώρες, αλλά δεν θα πρέπει να υποχρεούνται στην ίδρυση νέων και ιδιαίτερων οντοτήτων για αυτούς τους σκοπούς. Αυτό δεν θα πρέπει να αποκλείει την προϋπόθεση ότι μια νέα και ιδιαίτερη οντότητα πρέπει να συγκροτείται όταν μια ΜΚΟ μεταφέρει την έδρα της από ένα κράτος σε ένα άλλο.
  13. Οι δραστηριότητες των ΜΚΟ σε διεθνές επίπεδο θα πρέπει να διευκολύνονται με την επικύρωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Αναγνώριση της Νομικής Προσωπικότητας των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων.
  14. Όταν η απόκτηση νομικής προσωπικότητας δεν είναι αυτόματη συνέπεια της ίδρυσης μιας ΜΚΟ, είναι επιθυμητό για το κοινό να έχει πρόσβαση σε ένα ενιαίο, εθνικό μητρώο όλων των ΜΚΟ που έχουν νομική προσωπικότητα.
  15. Μια ΜΚΟ που το καταστατικό της επιτρέπει να ιδρύει ή να διαπιστεύει υποκαταστήματα, δεν θα πρέπει να υποχρεούται σε περαιτέρω εξουσιοδότηση για αυτόν τον σκοπό.
  16. Δεν θα πρέπει να απαιτείται από μία ΜΚΟ να ανανεώνει την νομική της προσωπικότητα σε περιοδική βάση.
  17. Μεταβολή των καταστατικών μιας ΜΚΟ με νομική προσωπικότητα θα πρέπει να υποβάλλεται σε έγκριση από δημόσια αρχή μόνο όταν μεταβάλλεται η επωνυμία ή οι σκοποί της. Η παροχή αυτής της έγκρισης θα πρέπει να διέπεται από την ίδια διαδικασία όπως και για τις αρχικές αιτήσεις παροχής νομικής προσωπικότητας. Πάντως, τέτοια μεταβολή δεν θα πρέπει να επιβάλλει την επανίδρυση της ΜΚΟ ως νέας οντότητας.

Διαχείριση

  1. Σε μια συμμετοχική ΜΚΟ, τα υπεύθυνα για την διαχείριση πρόσωπα θα πρέπει να εκλέγονται ή να ορίζονται από τα μέλη ή από ένα καταστατικό όργανο με αυτήν την εξουσία.
  2. Η διαχείριση μιας μη συμμετοχικής ΜΚΟ θα πρέπει να καθορίζεται από το καταστατικό της.
  3. Τα διαχειριστικά και αποφασιστικά όργανα των ΜΚΟ θα πρέπει να λειτουργούν σύμφωνα με τα καταστατικά και το νόμο, αλλά οι ΜΚΟ σε κάθε περίπτωση καθορίζουν κυριαρχικά τη στρατηγική για την επιδίωξη των στόχων τους. Ιδιαίτερα ο διορισμός, η εκλογή, η αντικατάσταση των υπαλλήλων και η είσοδος ή έξοδος των μελών είναι ζητήματα της εκάστοτε ΜΚΟ.
  4. Οι δομές της διαχείρισης και της αποφασιστικής λειτουργίας θα πρέπει να αφουγκράζονται τα διαφορετικά συμφέροντα των μελών, χρηστών, χορηγών, συμβουλίων, εποπτικών αρχών, του προσωπικού και των ιδρυτών. Τα δημόσια όργανα που παρέχουν οικονομικά ή άλλα προνόμια στις ΜΚΟ έχουν επίσης νόμιμο ενδιαφέρον για την λειτουργία τους.
  5. Οι μεταβολές στην εσωτερική δομή ή τους κανόνες μιας ΜΚΟ δεν θα πρέπει να προϋποθέτουν εξουσιοδότηση από δημόσια αρχή. Δεν θα πρέπει να επιτρέπεται κανενός είδους παρέμβαση στην λειτουργία των ΜΚΟ, εκτός αν υφίσταται ή είναι πιθανή παραβίαση του διοικητικού, αστικού ή ποινικού δικαίου, των ασφαλιστικών υποχρεώσεων, των δημοσιονομικών ή παρόμοιων κανονισμών. Αυτό δεν εκτοπίζει την νομοθεσία που επιβάλλει ιδιαίτερη εποπτεία των ιδρυτικών και άλλων θεσμικών οργάνων.
  6. Μια ΜΚΟ πρέπει να τηρεί κάθε εφαρμοστέο πρότυπο σχετικά με την απασχόλησηη και τις ασφαλιστικές υποχρεώσεις της, όσον αφορά την μεταχείριση του προσωπικού της.
  7. Οι ΜΚΟ δεν θα πρέπει να υφίστανται ειδικούς περιορισμούς για την συμμετοχή αλλοδαπών στο συμβούλιο ή το προσωπικό της.

Περιουσία και αποθεματικά

  1. Οι ΜΚΟ μπορούν να επιδιώκουν και να λαμβάνουν χορηγίες – σε μετρητά ή είδος- από άλλη χώρα, πολυμερείς υπηρεσίες ή από έναν θεσμικό ή ιδιώτη χορηγό, σύμφωνα με το γενικά εφαρμοστέο δίκαιο αλλοδαπού συναλλάγματος και τελωνείων.
  2. Οι ΜΚΟ με νομική προσωπικότητα θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε τραπεζικές υπηρεσίες.
  3. Οι ΜΚΟ με νομική προσωπικότητα θα πρέπει να είναι σε θέση να αξιώνουν αποκατάσταση ζημίας που προκλήθηκε στην περιουσία τους.
  4. Προκειμένου να διασφαλιστεί η κατάλληλη διαχείριση των αγαθών τους, οι ΜΚΟ θα πρέπει να λειτουργούν κατά προτίμηση βάσει ανεξάρτητης συμβουλής όταν πωλούν ή αποκτούν ακίνητη περιουσία, κτίρια ή άλλα αγαθά μεγάλου μεγέθους.
  5. Ιδιοκτησία που αποκτάται από ΜΚΟ βάσει φοροαπαλλαγής δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για σκοπούς που εκφεύγουν της φοροαπαλλαγής.
  6. Μια ΜΚΟ μπορεί να υποδείξει διάδοχο που θα λάβει τα αγαθά της, σε περίπτωση λήξης της, αλλά μόνο ύστερα από την εκκαθάριση των υποχρεώσεών της και την τον σεβασμό των δικαιωμάτων επιστροφής των δωρητών. Η διαδοχή θα πρέπει να είναι συμβατή με τους σκοπούς της ΜΚΟ, αλλά, αν οι σκοποί ή οι δραστηριότητες και τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν από την ΜΚΟ για την επίτευξη των σκοπών κριθεί ότι είναι παράνομα, ο διάδοχος θα πρέπει να είναι το κράτος. Στην προηγούμενη περίπτωση, αν δεν οριστεί διάδοχος, η περιουσία θα πρέπει να μεταβιβαστεί σε άλλη ΜΚΟ ή νομικό πρόσωπο που συντάσσεται με τους περισσότερους από του σκοπούς ή θα πρέπει να χρησιμοποιείται, ενόψει αυτών, από το κράτος.
  7. Τα έσοδα μιας ΜΚΟ μπορεί να χρησιμοποιούνται για την πληρωμή του προσωπικού της. Όλο το προσωπικό και οι εθελοντές που δρουν στο όνομα της ΜΚΟ μπορούν επίσης να αποζημιώνονται για εύλογες δαπάνες στις οποίες προέβησαν.

Δημόσια υποστήριξη

  1. Πρέπει να υπάρχουν σαφή, αντικειμενικά πρότυπα για το δικαίωμα των ΜΚΟ σε κάθε είδους δημόσια υποστήριξη, όπως καταβολή μετρητών και εξαίρεση από φορολογία εισοδήματος ή άλλους φόρους, ή δασμούς στις συνδρομές μελών, χορηγίες και αγαθά που παρέχονται από δωρητές ή κυβερνητικές και διεθνείς υπηρεσίες, έσοδα από επενδύσεις, ενοικιάσεις, ποσοστιαίες αμοιβές, οικονομικές δραστηριότητες και ιδιοκτησιακές συναλλαγές, όπως και κίνητρα για δωρεές μέσω φοροαπαλλαγών ή πιστώσεων.
  2. Κατά την παροχή τέτοιας υποστήριξης, σχετικά κριτήρια θα πρέπει να είναι η φύση της δράσης που αναλαμβάνει η ΜΚΟ και εάν αυτή λειτουργεί για την εξυπηρέτηση των μελών της ή για την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος (ή ενός μέρος του). Τέτοιου είδους υποστήριξη μπορεί να εξαρτάται από το αν μια ΜΚΟ έχει ιδιαίτερη θέση και υπόκειται σε ειδικές υποχρεώσεις οικονομικής λογοδοσίας και διαφάνειας.
  3. Ουσιώδεις μεταβολές στα καταστατικά ή τις δράσεις μιας ΜΚΟ μπορεί να οδηγούν σε διαφοροποιήσεις ή λήξη της δημόσιας υποστήριξης.

Διαφάνεια και λογοδοσία

  1. Οι ΜΚΟ πρέπει να υποβάλλουν ετήσια έκθεση στα μέλη ή του διευθυντές τους για τους λογαριασμούς και τις δραστηριότητές τους. Όταν οι ΜΚΟ απολαμβάνουν φορολογικά προνόμια ή άλλη δημόσια υποστήριξη, οι εκθέσεις αυτές μπορεί επίσης να απαιτείται να υποβάλλονται σε ένα καθορισμένο εποπτικό όργανο.
  2. Οι ΜΚΟ θα πρέπει να καταρτίζουν μια ιδιαίτερα λεπτομερή έκθεση, αιτήσει των δωρητών τους, αναφορικά με τις χορηγίες, προκειμένου να αποδεικνύεται η εκπλήρωση των όρων υπό τις οποίες προσφέρθηκαν.
  3. Εφόσον προβλέπεται από το νόμο ή από σύμβαση, σχετικά βιβλία, εγγραφές και δραστηριότητες των ΜΚΟ, μπορούν να υποβάλλονται σε έλεγχο από μία εποπτική αρχή. Οι ΜΚΟ μπορούν επίσης να οφείλουν να γνωστοποιούν το ποσοστό των χρημάτων τους που χρησιμοποιούνται ως αποθεματικά.
  4. Η αναφορές και επιθεωρήσεις διενεργούνται σύμφωνα με το καθήκον σεβασμού της νόμιμης ιδιωτικότητας των δωρητών, των υποστηριζόμενων και του προσωπικού, όπως επίσης και του δικαιώματος προστασίας της νόμιμης επαγγελματικής εμπιστευτικότητας.
  5. Οι ΜΚΟ θα πρέπει γενικά να υποβάλλουν τους λογαριασμούς στους σε έλεγχο από όργανο ή πρόσωπο ανεξάρτητο από την διαχείριση τους.
  6. Οι αλλοδαπές ΜΚΟ θα πρέπει να υπόκεινται σε αυτές τις υποχρεώσεις αναφοράς και επιθεώρησης μόνο ως προς τις δραστηριότητές τους στην φιλοξενούσα χώρα.

Εποπτεία

  1. Ρυθμίσεις που διέπουν τις ΜΚΟ προκειμένου να διασφαλιστούν δικαιώματα άλλων, περιλαμβανομένων των μελών και άλλων ΜΚΟ είναι επιτρεπτές, αλλά θα πρέπει να απολαμβάνουν το τεκμήριο ότι κάθε δραστηριότητα είναι νόμιμη, ελλείψει αντιθέτων στοιχείων.
  2. Οι ΜΚΟ δεν υπόκεινται σε καμία ελεγκτική εξουσία στις εγκαταστάσεις τους, ούτε σε κατάσχεση εγγράφων και άλλου υλικού, ελλείψει αντικειμενικών λόγων για τη λήψη τέτοιων μέτρων και προηγούμενης δικαστικής εξουσιοδότησης.
  3. Διοικητικές, αστικές και/ή ποινικές διαδικασίες μπορεί να είναι κατάλληλο μέτρο όταν υφίστανται εύλογες αιτίες για να πιστεύεται ότι μια ΜΚΟ με νομική προσωπικότητα δεν τηρεί τις προϋποθέσεις για την απόκτηση νομικής προσωπικότητας.
  4. Οι ΜΚΟ πρέπει γενικά να μπορούν να ζητούν αναβολή διοικητικών ενεργειών που απαιτούν τον τερματισμό συγκεκριμένων δραστηριοτήτων. Η απόρριψη του αιτήματος αναβολής μπορεί να είναι αντικείμενο σχετικής δικαστικής προσφυγής.
  5. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η κατάλληλη κύρωση εναντίον μιας ΜΚΟ θα είναι η αξίωση να επανορθώσει η ίδια και/ή η επιβολή διοικητικής, αστικής ή ποινικής κύρωσης επ’ αυτής και/ή στα άμεσα ευθυνόμενα πρόσωπα. Οι ποινές θα πρέπει να βασίζονται σε νόμο που βρίσκεται σε ισχύ και να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας.
  6. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μόνο βάσει αδιαμφισβήτητων στοιχείων, η συμπεριφορά μιας ΜΚΟ μπορεί να επιβάλλει την διάλυσή της.

Ευθύνη

  1. Οι υπάλληλοι, οι διευθυντές και το προσωπικό μιας ΜΚΟ με νομική προσωπικότητα δεν θα πρέπει να είναι προσωπικά υπεύθυνοι για τα χρέη, τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις της.
  2. Οι υπάλληλοι, οι διευθυντές και το προσωπικό μιας ΜΚΟ με νομική προσωπικότητα μπορεί να είναι υπεύθυνοι έναντι αυτής και έναντι τρίτων για παράβαση καθήκοντος ή αμέλεια.

Σχέσεις με κρατικά όργανα

  1. Οι ΜΚΟ θα πρέπει να ενθαρρύνονται να συμμετέχουν σε κρατικούς και οιονεί-κρατικούς μηχανισμούς διαλόγου, διαβούλευσης και ανταλλαγής απόψεων και πληροφοριών, με στόχο την αναζήτηση λύσεων σε κοινωνικά προβλήματα.
  2. Αυτή η συμμετοχή δεν κατοχυρώνει ούτε αποκλείει κρατικές ενισχύσεις, συμβάσεις ή δωρεές σε μεμονωμένες ΜΚΟ ή ομάδες αυτών.
  3. Η διαβούλευση δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται από τις διοικήσεις ως ένα μέσο προσεταιρισμού των ΜΚΟ για την αποδοχή των προτεραιοτήτων τους ή από τις ΜΚΟ ως χειραγώγηση για την εγκατάλειψη ή τον συμβιβασμό των στόχων και των αρχών τους.
  4. Τα κρατικά όργανα μπορούν να εργάζονται μαζί με τις ΜΚΟ κατά την επιδίωξη στόχων δημόσιας πολιτικής, αλλά δεν θα πρέπει να αποβλέπουν στο να τις χειραγωγούν ή να τις ελέγχουν.
  5. Η γνωμοδότηση των ΜΚΟ πρέπει επίσης να ζητείται κατά την σύνταξη πρωτογενούς ή δευτερογενούς νομοθεσίας που έχει επίδραση στην θέση τους, τα οικονομικά τους ή τις σφαίρες της λειτουργίας τους.

Επεξηγηματικό υπόμνημα στις Θεμελιώδεις Αρχές για το status των Μη κυβερνητικών Οργανώσεων στην Ευρώπη

Εισαγωγή

  1. Η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, όπως κατοχυρώνεται από το Άρθρο 11 της Σύμβασης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών είναι ένα δικαίωμα που αναγνωρίζεται από όλα τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης.
  2. Στην πλειοψηφία των κρατών μελών, αυτή η ελευθερία αντικατοπτρίζεται σε έναν αναπτυσσόμενο τομέα εθελοντικής δράσης. Ο αριθμός των συλλόγων που καταγράφεται στις εν λόγω χώρες υπολογίζεται σε 2 με 3 εκατομμύρια[1] και αυτό το νούμερο δεν περιλαμβάνει τις ανεπίσημες, μη καταγεγραμμένες συλλογικότητες, οι οποίες είναι πολλές, σε συγκεκριμένες χώρες. Ο αριθμός των μη κυβερνητικών οργανώσεων (εφεξής: ΜΚΟ) είναι αναπτυσσόμενος και αυτή η τάση είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την ιδέα της ελευθερίας και της δημοκρατίας που διέπει το Συμβούλιο της Ευρώπης και τα κράτη μέλη του.
  3. Εντούτοις, η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι είναι αποτελεσματική μόνο όταν συνοδεύεται από νομοθετικά μέτρα που διευκολύνουν την ενάσκησή της και σέβονται την αξία της συμβολής των ΜΚΟ στην κοινωνία. Αν και οι ΜΚΟ ενδυναμώνονται με την ψήφιση θετικής νομοθεσίας, η δημόσια συνείδηση και ο σεβασμός για τη συμβολή των ΜΚΟ αναπτύσσεται μόνο όταν οι ίδιες αντεπεξέρχονται στην υποχρέωσή τους να συμπεριφέρονται με υπεύθυνο, αποτελεσματικό και ηθικό τρόπο.
  4. Γι’ αυτούς τους λόγους έχουν καταρτιστεί οι Θεμελιώδεις Αρχές για το status των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων στην Ευρώπη. Ο σκοπός δεν είναι να παραδοθεί ένα μοντέλο νομοθεσίας που αφορά τις ΜΚΟ αλλά να προταθεί η εφαρμογή ενός αριθμού αρχών που θα διαμορφώσει την σχετική νομοθεσία και πρακτική σε μια δημοκρατική κοινωνία, η οποία θεμελιώνεται στο Κράτους Δικαίου.
  5. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Αναγνώριση της Νομικής Προσωπικότητας των Διεθνών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων[2] (ETS No 124) αφορά τις υπάρχουσες ΜΚΟ που έχουν ήδη νομική προσωπικότητα στο κράτος που έχουν την έδρα τους και θέλουν να αναγνωρίζεται αυτή η νομική προσωπικότητα σε άλλα κράτη στα οποία σκοπεύουν να ασκήσουν κάποιες από τις δραστηριότητές τους. Από την άλλη μεριά, οι θεμελιώδεις αρχές αποσκοπούν στην προώθηση εθνικής νομοθεσίας που επιβοηθεί την ίδρυση ΜΚΟ και η οποία, μεταξύ άλλων, θέτει τις προϋποθέσεις για την απόκτηση νομικής προσωπικότητας στο κράτος καταγωγής των ΜΚΟ, ανεξάρτητα από το αν το έργο της ΜΚΟ πρόκειται να είναι αποκλειστικά εσωτερικό ή διεθνές. Το εθνικό δίκαιο θα πρέπει να παρέχει στις ΜΚΟ ένα χρηστικό νομικό πλαίσιο, που θα τους επιτρέπει να τηρούν τις συστάσεις που περιλαμβάνονται στις θεμελιώδεις αρχές. Κάθε νομοθεσία που αφορά τις ΜΚΟ θα πρέπει να προϋποβάλλεται σε γνωμοδότηση των εκπροσώπων του τομέα των ΜΚΟ.

Υπόβαθρο

  1. Οι Θεμελιώδεις Αρχές για το Status των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων στην Ευρώπη είναι αποτέλεσμα των συζητήσεων που ξεκίνησαν ήδη από το 1996. Άρχισαν με σειρά πολυμερών συναντήσεων και περιφερειακών συνεδρίων από το 1996 έως το 1998[3] που κατέληξαν στην υιοθέτηση των «Κατευθυντήριων γραμμών για την προώθηση της δημιουργίας και ενδυνάμωσης των ΜΚΟ στην Ευρώπη», περιλαμβάνοντας τα συμπεράσματα μιας πολυμερούς συνάντησης για τη νομική φύση των ΜΚΟ και το ρόλο τους σε μια πλουραλιστική δημοκρατία. Αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές έθεσαν το υπόβαθρο των θεμελιωδών αρχών.
  2. Ένας ειδικός, ο Καθηγητής Jeremy McBride, εξουσιοδοτήθηκε να προετοιμάσει ένα αρχικό σχέδιο για τις Θεμελιώδεις Αρχές για το Status των Μη Κυβερνητικών Οργανισμών στην Ευρώπη. Αυτό το σχέδιο κειμένου συζητήθηκε σε τρεις ανοικτές συναντήσεις στο Στρασβούργο στις 19 και 20 Νοεμβρίου 2001, από τις 20 έως τις 22 Μαρτίου 2002 και στις 5 Ιουλίου 2002.

Οι Θεμελιώδεις Αρχές για το Status των Μη κυβερνητικών Οργανώσεων στην Ευρώπη

Προοίμιο

  1. Το προοίμιο των Θεμελιωδών Αρχών για το Status των Μη κυβερνητικών Οργανώσεων στην Ευρώπη επισημαίνει την σημασία και την αξία της συμβολής των ΜΚΟ σε μια δημοκρατική κοινωνία, σε ποικίλες περιοχές όπως η προώθηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, η προστασία του περιβάλλοντος, τα αθλήματα, η δημόσια υγεία και η υπεράσπιση ενδιαφερόντων σε ποικίλους τομείς της κοινότητας. Το κείμενο δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο ρόλο των ΜΚΟ στη διαμόρφωση δημόσιας συνείδησης και την εκπαίδευση για τη δημοκρατία, ενώ αναφέρει ότι αυτοί οι στόχοι, αν και ουσιώδεις για μια κοινωνία που ακολουθεί τις αξίες της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου δεν είναι αυτοσκοποί για τις ΜΚΟ. Η φύση της συμβολής των ΜΚΟ σε διαφορετικά πεδία είναι εξίσου ποικίλη.
  2. Το προοίμιο υπογραμμίζει ότι, με τις διαφορετικές δραστηριότητες που παρουσιάζουν και τα προσφερόμενα οφέλη, οι ΜΚΟ συμβάλουν στην επιδίωξη των αρχών και στόχων που περιλαμβάνονται στο Καταστατικό του Συμβουλίου της Ευρώπης και του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Όσον αφορά το Συμβούλιο της Ευρώπης, η συμβολή αυτή γίνεται μέσω μιας ποικιλίας μέσων, όπως η εκπαίδευση, η επιμόρφωση, η διάδοση των προτύπων του Συμβουλίου της Ευρώπης, η συμμετοχή σε επιτροπές ειδικών και ιδιαίτερα μέσω της συμβουλευτικής αρμοδιότητας που έχουν αποκτήσει περίπου 370 ΜΚΟ στον Οργανισμό.
  3. Τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης αναλαμβάνουν την υποχρέωση να προωθήσουν το κράτος δικαίου και την προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών που αποτελούν το υπόβαθρο της αληθινής δημοκρατίας, ιδιαίτερα την ελευθερία της γνώμης, της έκφρασης και της ένωσης.
  4. Οι νόμοι που επιτρέπουν στις ΜΚΟ την απόκτηση νομικής προσωπικότητας διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο στην αποτελεσματική ενάσκηση του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι, κατοχυρωμένου στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και από το διεθνές και συνταγματικό δίκαιο. Περαιτέρω, η ελευθερία της έκφρασης, η οποία επίσης κατοχυρώνεται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και το διεθνές και συνταγματικό δίκαιο είναι άνευ νοήματος αν υπάρχουν μόνο νόμοι που επιτρέπουν την ίδρυση συλλόγων. Γι’ αυτό, το προοίμιο αναφέρει ότι η ζωτικότητα της κοινωνίας των πολιτών σε μια χώρα είναι καλή ένδειξη για τον σεβασμό από αυτήν την χώρα των αρχών του δημοκρατικού πλουραλισμού, ιδιαιτέρως της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι.
  5. Τέλος, το προοίμιο αναφέρει ότι σύμφωνα με το κείμενο, οι ΜΚΟ δεν έχουν μόνο δικαιώματα, αλλά επίσης συγκεκριμένα καθήκοντα και ευθύνες.

Πεδίο εφαρμογής

  1. Δεν υπάρχει γενικός ορισμός για την ΜΚΟ στο διεθνές δίκαιο και ο όρος καλύπτει ένα εξαιρετικά ευρύ φάσμα οντοτήτων στα κράτη μέλη. Πρέπει να γίνει αναφορά στις διαφορετικές πρακτικές που ακολουθούνται στα κράτη μέλη, ιδιαίτερα αναφορικά με τον τύπο που πρέπει να έχει μια ΜΚΟ προκειμένου να αποκτήσει νομική προσωπικότητα ή να τύχει διαφόρων ειδών προνομιακής μεταχείρισης. Κάποιες μορφές ΜΚΟ, οι επιτροπές διαχείρισης ταμείων ειδικών σκοπών, λ.χ., υπάρχουν μόνο σε ορισμένα κράτη. Η σφαίρα δράσης των ΜΚΟ επίσης ποικίλει αξιόλογα, αφού σε αυτές περιλαμβάνονται τόσο μικρές τοπικές οντότητες με λίγα μέλη, για παράδειγμα μια λέσχη για σκάκι σε ένα χωριό, καθώς και διεθνείς συλλόγους, παγκοσμίως γνωστούς, όπως για παράδειγμα συγκεκριμένους οργανισμούς αφιερωμένους στην υπεράσπιση και προώθηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
  2. Μεταξύ αυτών των ΜΚΟ, το κείμενο δίνει παραδείγματα συγκεκριμένων τύπων, αλλά ο κατάλογος δεν είναι εξαντλητικός. Ο κατάλογος δεν περιλαμβάνει τα συνδικαλιστικά σωματεία και τις θρησκευτικές αδελφότητες, αλλά αυτά έχουν βέβαια μια ειδική θέση ανάμεσα στις ΜΚΟ. Σε κάποιες χώρες, αυτά τα μορφώματα, ή μερικά από αυτά, εμπίπτουν στο πεδίο της νομοθεσίας για τους συλλόγους, ενώ σε άλλες καλύπτονται από ειδική νομοθεσία. Καθώς η Σύμβαση Νο. 124 δεν εξαιρεί ρητά αυτά τα μορφώματα από το πεδίο εφαρμογής της, οι συμμετέχοντες αποφάσισαν να μην περιλάβουν ρητή μνεία στις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τις θρησκευτικές αδελφότητες στις θεμελιώδεις αρχές.
  3. Τα πολιτικά κόμματα εξαιρούνται ρητά από τη σφαίρα των θεμελιωδών αρχών, καθώς, σύμφωνα με τα περισσότερα εθνικά δίκαια, υπόκεινται σε διατάξεις διαφορετικές από αυτές που εφαρμόζονται γενικά στις ΜΚΟ.
  4. Οι επαγγελματικοί σύλλογοι, που ιδρύονται με νόμο, στα οποία απαιτείται από το νόμο να ανήκουν οι ασκούντες συγκεκριμένο επάγγελμα, δεν περιλαμβάνονται επίσης στον ορισμό των ΜΚΟ που περιλαμβάνουν οι θεμελιώδεις αρχές. Εντούτοις, όπως αναγνωρίζεται στην παράγραφο 20, το εθνικό δίκαιο μπορεί να τους αντιμετωπίζει ως ΜΚΟ και κάποιες από τις πτυχές των δραστηριοτήτων τους να προσομοιάζουν ουσιωδώς με αυτές που διεξάγονται από εθελοντικά μορφώματα, όπως για παράδειγμα, η επιτροπή δικαιωμάτων του ανθρώπου ενός δικηγορικού συλλόγου.

  1. Όπως υποδεικνύεται στην παράγραφο 4 των θεμελιωδών αρχών, ο βασικός χαρακτήρας των ΜΚΟ είναι ότι η κερδοσκοπία δεν είναι ο αρχικός τους στόχος. Όλες οι ΜΚΟ έχουν ως κοινό σημείο αναφοράς την αυτοδιαχείριση, την εθελοντική βάση και το γεγονός ότι δεν διανέμουν κέρδη από τις δράσεις τους στα μέλη τους, αλλά τα χρησιμοποιούν για την επιδίωξη των στόχων τους.

  1. Πέρα από αυτά τα κοινά χαρακτηριστικά, η πιο συνήθης διάκριση των ΜΚΟ είναι ανάμεσα σε συλλόγους και ιδρύματα. Όπως αναφέρθηκε στην αιτιολογική έκθεση της Σύμβασης Νο. 124, σύλλογος είναι «ένας αριθμός προσώπων που έχουν ενωθεί για συγκεκριμένο σκοπό». Σύμφωνα με την ίδια πηγή, ίδρυμα είναι μια «καθορισμένη ιδιοκτησία αφιερωμένη σε έναν δεδομένο σκοπό».

  1. Μια άλλη διάκριση με κάποια σημασία, είναι αυτή της παραγράφου 5, η διάκριση ανάμεσα σε άτυπες ΜΚΟ, αυτές που δεν επιθυμούν να αποκτήσουν νομική προσωπικότητα, και σε ΜΚΟ με νομική προσωπικότητα. Όπως συμβαίνει στα περισσότερα εθνικά δίκαια, το κείμενο περιλαμβάνει έναν αριθμό διατάξεων που αφορούν μόνο τις ΜΚΟ με νομική προσωπικότητα. Εντούτοις, το κείμενο αναγνωρίζει την αρχή ότι μια ΜΚΟ μπορεί να εκτελεί δραστηριότητες χωρίς να έχει νομική προστωπικότητα γι’ αυτό το σκοπό και είναι σημαντικό ότι το εθνικό δίκαιο θα πρέπει να ορίζει αναλόγως. Περαιτέρω, σε ορισμένες χώρες, δεν υφίσταται η διάκριση ανάμεσα σε ΜΚΟ με νομική προσωπικότητα και σε αυτές που δεν έχουν, καθώς οι ΜΚΟ αποκτούν αυτομάτως νομική προσωπικότητα με την ίδρυσή τους. Γι’ αυτό, δεν εφαρμόζονται όλες οι πτυχές των θεμελιωδών αρχών σε αυτές.

Βασικές αρχές

  1. Οι θεμελιώδεις αρχές θέτουν βασικές αρχές, οι οποίες αναπτύσσονται στους εξής τομείς:
  2. Εθελοντική ίδρυση: το σημείο εκκίνησης για κάθε δίκαιο περί ΜΚΟ πρέπει να είναι το δικαίωμα ενός φυσικού ή νομικού προσώπου να ιδρύει μια ΜΚΟ με νόμιμο, μη κερδοσκοπικό στόχο. Αυτή θα πρέπει να είναι μια ενέργεια ελεύθερης βούλησης. Είναι σημαντικό τα εθνικά δίκαια περί ΜΚΟ, καθώς επίσης και η φορολογική νομοθεσία, να επιτρέπει και να ενθαρρύνει τέτοιες πρωτοβουλίες.
  3. Δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης: αυτή η αρχή απορρέει από το Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία προβλέπει ότι «Καθένας έχει δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης», και εφαρμόζεται στις ΜΚΟ εξίσου όπως σε άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα.
  4. Οι ΜΚΟ με νομική προσωπικότητα έχουν τα ίδια γενικά δικαιώματα και υποχρεώσεις όπως άλλα νομικά μορφώματα: ο σκοπός αυτής της αρχής είναι να επιβεβαιωθεί ότι οι ΜΚΟ πρέπει να υπόκεινται στο κοινό εσωτερικό δίαιο, όχι σε ειδικούς κανονισμούς, αν και η ειδική νομοθεσία θα μπορούσε να τους παράσχει πρόσθετα δικαιώματα και να ληφθούν μέτρα για την ενθάρρυνση των δραστηριοτήτων τους.
  5. Δικαστική προστασία: Σε ένα κράτος που διέπεται από την αρχή του κράτους δικαίου είναι ουσιώδες οι ΜΚΟ να έχουν δικαίωμα, κατά τον ίδιο τρόπο όπως άλλες νομικές οντότητες, να προσβάλλουν αποφάσεις που έχουν συνέπειες επ’ αυτών σε ένα ανεξάρτητο δικαστήριο που έχει την αρμοδιότητα να ελέγξει όλες τις πτυχές της νομιμότητας των αποφάσεων αυτών, να τις ακυρώνουν όταν επιβάλλεται και να παρέχουν την επιβαλλόμενη αποκατάσταση που χρειάζεται. Η αρχή που κατοχυρώνεται στην προγούμενη παράγραφο συνίσταται στο ότι κάθε πράξη ή απόφαση που έχει συνέπειες για μια ΜΚΟ πρέπει να υπόκειται στην ίδια διοικητική και δικαστική εποπτεία όπως ισχύει γενικά σε κάθε περίπτωση νομικών προσώπων. Δεν χρειάζονται ειδικές διατάξεις γι’ αυτό το σκοπό στην νομοθεσία περί ΜΚΟ.

Σκοποί

  1. Η σειρά των σκοπών που μπορεί να επιδιώκουν οι ΜΚΟ είναι αντιστοιχη με την ποικιλότητά τους και οι σκοποί που αναφέρονται στις θεμελιώδεις αρχές είναι μόνο παραδείγματα. Η μόνη προϋπόθεση εδώ – εκτός από το ότι οι ΜΚΟ πρέπει να είναι μη κερδοσκοπικές – αναφέρεται στην παράγραφο 10: η νομιμότητα των επιδιωκόμενων σκοπών και των χρησιμοποιούμενων μέσων. Οι θεμελιώδεις αρχές παρουσιάζουν μια μη εξαντλητική σειρά μέσων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν.
  2. Δύο σκοποί, δηλαδή η επιδίωξη μεταβολής του νόμου και η συμμετοχή σε πολιτικές αντιπαραθέσεις, αναφέρονται ιδιαιτέρως, καθώς οι περιορισμοί τους έχουν αποτελέσει αντικείμενο δεκτών προσφυγών ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
  3. Η επιδίωξη οικονομικών δραστηριοτήτων αποτελεί ειδική περίτωση, καθώς η μη κερδοσκοπική φύση διαχωρίζει στην πραγματικότητα τις ΜΚΟ από τις εμπορικές επιχειρήσεις. Σε σύνδεση με αυτό, το κείμενο κατοχυρώνει την αρχή ότι μια ΜΚΟ είναι ελεύθερη να διεξάγει οικονομικές, επιχειρηματικές ή εμπορικές δραστηριότητες, υπό τον όρο ότι τα κέρδη της χρησιμοποιούνται για την οικονομική επιδίωξη σκοπών κοινού ή δημόσιου συμφέροντος, για τους οποίους ιδρύθηκε η ΜΚΟ. Η εθνική νομοθεσία που διέπει τις ΜΚΟ πρέπει γι’ αυτό να κατοχυρώνει ότι τα καθαρά ή μεικτά έσοδα δεν πρέπει να διανέμονται, ως τέτοια, σε κανένα πρόσωπο. Η ίδια νομοθεσία θα πρέπει επίσης να περιγράφει ιδιαιτέρως τους τρόπους διεξαγωγής οικονομικών ή εμπορικών δραστηριοτήτων, για παράδειγμα την ίδρυση μιας θυγατρικής εταιρίας. Σύμφωνα με αυτό τον γενικό περιορισμό, δεν θα πρέπει να επιβάλλονται προϋποθέσεις στις ΜΚΟ άλλες από τους γενικούς κανόνες που διέπουν τις εν λόγω οικονομικές δραστηριότητες.
  4. Οι θεμελιώδεις αρχές βασίζονται επίσης στην αρχή ότι, κατά την επιδίωξη των στόχων τους, οι ΜΚΟ είναι ελεύθερες να συμμετέχουν ή να μην συμμετέχουν σε ομοσπονδίες και συνομοσπονδίες ΜΚΟ. Τέτοιες ομοσπονδίες και συνομοσπονδίες έχουν σημαντικό ρόλο, καθώς προωθούν την συμπληρωματικότητα μεταξύ των ΜΚΟ και τους επιτρέπουν να αποκτήσουν ένα ευρύτερο ακροατήριο, όπως επίσης να κοινωνούν υπηρεσίες και σύνολα κοινών προτύπων.

Ίδρυση

  1. Η παράγραφος 15 των θεμελιωδών αρχών επαναθέτει και αναπτύσσει την αρχή ότι κάθε πρόσωπο ή ομάδα προσώπων είναι ελεύθερα να ιδρύουν μια ΜΚΟ, γεγονός που έχει ήδη αναφερθεί στο κεφάλαιο των βασικών αρχών. Δύο είδη περιορισμών αναγνωρίζονται πρακτικά σε μερικά κράτη: πρώτον , για την ίδρυση ΜΚΟ από αλλοδαπούς και δεύτερον για την ίδρυση από νομικά πρόσωπα. Οι περιορισμοί αυτοί είναι αδικαιολόγητοι.
  2. Το ζήτημα του ελάχιστου αριθμού προσώπων που είναι απαραίτητα για την ίδρυση μιας ΜΚΟ έχει συζητηθεί ευρέως κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας, καθώς αυτός ο αριθμό ποικίλει κατά το εσωτερικό δίκαιο. Σε μερικά κράτη ένα πρόσωπο είναι αρκετό, ενώ σε άλλα ο νόμος θέτει υψηλότερα τον πήχη, το οποίο μπορεί να σημαίνει δύο, τρία ή πέντε άτομα, ή ακόμη και περισσότερα. Γι’ αυτό το λόγο, οι συμμετέχοντες αποφάσισαν να θέσουν την διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους επίσημους οργανισμούς και σε αυτούς που επιθυμούν να αποκτήσουν νομική προσωπικότητα. Στην πρώτη περίπτωση, δύο πρόσωπα θα πρέπει να είναι επαρκή για να ιδρύσουν μια συμμετοχική ΜΚΟ, ενώ μπορεί να απαιτείται μεγαλύτερος αριθμός μελών προκειμένου να αποκτηθεί νομική προσωπικότητα. Σε αυτήν την περίπτωση, οι αριθμοί δεν θα πρέπει να είναι τέτοιοι ώστε να αποθαρρύνεται πρακτικά η ίδρυση.
  3. Η παράγραφος 17 του κειμένου αναφέρεται στα ιδρύματα, τα ταμεία και τις διαχειριστικές επιτροπές ταμείων ειδικών σκοπών, περιπτώσεις κανονικών τύπων ΜΚΟ που ιδρύονται με δωρεά ή διαθήκη.

Περιεχόμενο των καταστατικών

  1. Αναφορικά με τον οργανισμό και την αποφασιστική διαδικασία, οι ΜΚΟ, ιδιαίτερα αυτές με νομική προσωπικότητα, θα πρέπει να καλύπτουν τις ανάγκες περισσότερων μερών: μελών, χρηστών, οφελουμένων, του ανώτατου διοικητικού οργάνου, του προσωπικού, των δωρητών και, σε συγκεκριμένες περιστάσεις, των εθνικών ή τοπικών διοικητικών αρχών. Γι’ αυτό πρέπει να έχουν σαφή καταστατικά, τα οποία να θέτουν τους όρους σύμφωνα με τους οποίους λειτουργούν και τα οποία θα πρέπει να είναι διαθέσιμα στα ανωτέρω μέρη, προκειμένου να διασφαλίζεται η ασφάλεια δικαίου. Η παράγραφος 18 του μέρους περιλαμβάνει έναν κατάλογο διαφόρων παραδειγμάτων. Παρουσιάζεται ο τύπος πληροφοριών γενικής χρησιμότητας που θα πρέπει να περιλαμβάνουν τα καταστατικά.
  2. Με την επιφύλαξη του γενικά εφαρμοστέου διοικητικού, αστικού και ποινικού δικαίου, οι όροι σύμφωνα με τους οποίους λειτουργεί μια ΜΚΟ, όπως προβλέπονται στο καταστατικό της, είναι αποκλειστικό ζήτημα της ίδιας της ΜΚΟ και των προσώπων των μελών της. Η απόφαση για την αναθεώρηση του καταστατικού ανήκει στο ανώτατο όργανο της ΜΚΟ, το οποίο αποτελείται από όλα της τα μέλη, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ότι οι προτεινόμενες αναθεωρήσεις απολαμβάνουν επαρκούς υποστήριξης από τα μέλη.

Ιδιότητα μέλους

  1. Η ιδιότητα μέλους είναι ιδιαίτερα σημαντικό θέμα, καθώς σχετίζεται με τις έννοιες της ευθύνης και της νομικής ικανότητας. Το κεφάλαιο των θεμελιωδών αρχών που ασχολείται με αυτό το θέμα, πρώτα επαναθέτει την θεμελιώδη προϋπόθεση ότι η συμμετοχή σε μια ΜΚΟ πρέπει γενικά να είναι οικειοθελής. Αυτή η αρνητική πτυχή της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι είναι, πάντως, κάτι που μπορεί να κάμπτεται σε περιπτώσεις επαγγελματικών οργανώσεων στις οποίες πρέπει να ανήκουν, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες, μέλη ενός συγκεκριμένου επαγγέλματος – όπως γιατροί ή δικηγόροι – για αυτές τις χώρες που τα αντιμετωπίζουν ως ΜΚΟ.
  2. Εκτός από την εθελοντική φύση της, η συμμετοχή διέπεται από δύο σημαντικές αρχές: πρώτα, καθένας πρέπει να μπορεί να συμμετέχει σε μα ΜΚΟ χωρίς να υπόκειται σε αδικαιολόγητους περιορισμούς που επιβάλλονται με νόμο. Δεύτερον, τα ζητήματα σχετικά με την ιδιότητα του μέλους αποτελούν αντικείμενο των καταστατικών των ΜΚΟ.
  3. Έτσι, τα καταστατικά μπορεί να προβλέπουν περιορισμούς, όπως η ο καθορισμός ηλικίας για τη συμμετοχή σε μία λέσχη ηλικιωμένων κατοίκων. Περαιτέρω, σε μερικές περιπτώσεις η ιδιότητα μέλους μιας ΜΚΟ μπορεί να είναι ασύμβατη με την υπηρεσία ή εργασία ενός προσώπου, ιδίως όταν αυτές είναι δημόσιου χαρακτήρα. Επιπρόσθετα, μπορεί να υφίσταται ανάγκη για προσαρμογή των περιορισμών προκειμένου να προστατευθούν αδύναμα πρόσωπα, αλλά οι περιορισμοί της δυνατότητας των παιδιών να συμμετέχουν σε μια ΜΚΟ θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι που κατοχυρώνεται από το άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και το άρθρο 15 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Εντούτοις, με την επιφύλαξη αυτών των διατάξεων, μπορεί να είναι νόμιμο, κατά τη δικαιοδοσία ενός κράτους για κάθε πρόσωπο, είτε φυσικό είτε νομικό, εθνικό ή αλλοδαπό, να γίνει μέλος μιας ΜΚΟ.\
  4. Με τον ίδιο τρόπο που το καταστατικό μιας ΜΚΟ καθορίζει τις ιδιότητες ενός προσώπου που απαιτούνται για να γίνει μέλος, το καταστατικό διαχειρίζεται το ζήτημα της εξόδου των μελών και της διαδικασίας που θα πρέπει να εφαρμόζεται σε αυτήν την περίπτωση.

Νομική προσωπικότητα

  1. Οι διατάξεις που σχετίζονται με την νομική προσωπικότητα των ΜΚΟ είναι η ραχοκοκαλιά των καταστατικών τους, καθώς επιτρέπουν στις ΜΚΟ να έχουν αυτοτελή δικαιώματα, χωριστά από αυτά των μελών ή ιδρυτών τους. Αυτό τους επιτρέπει να απολαύουν στοιχειώδη αστικά δικαιώματα, όπως η έναρξη νομικών διαδικασιών, αλλά επίσης τις δεσμεύει σε πρακτικές εργασίες ουσιώδεις για την λειτουργία τους, λ.χ. για την ενοικίαση ακινήτων ή για το άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι παράγραφοι 24 και 25 των θεμελιωδών αρχών πρέπει να αναγνωσθούν σε συνδυασμό με τις παραγράφους 72 και 73 περί ευθύνης.
  2. Μερικές διατάξεις που περιλαμβάνονται στις θεμελιώδεις αρχές αφορούν ειδικά τις ΜΚΟ με νομική προσωπικότητα. Πάντως δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί ότι μερικές ΜΚΟ μπορεί να επιδιώκουν τους σκοπούς τους χωρίς να έχουν νομική προσωπικότητα και το εθνικό δίκαιο θα πρέπει να καταλείπει την ευχέρεια αυτήν χωρίς την προκατάληψη ότι η νομική προσωπικότητα είναι υποχρεωτική για όλες τις ΜΚΟ.

Κτήση νομικής προσωπικότητας

  1. Η στιγμή κατά την οποία μια ΜΚΟ αποκτά νομική προσωπικότητα ποικίλει ανάλογα με το κράτος: σε μερικά κράτη, οι ΜΚΟ αποκτούν αυτόματα νομική προσωπικότητα από την ίδρυσή τους, οπότε δεν εφαρμόζεται αυτό το κεφάλαιο. Στην πλειοψηφία των κρατών, η κτήση νομική προσωπικότητας διέπεται από κανόνες και διαδικασία. Το κείμενο κατοχυρώνει ότι αυτά πρέπει να είναι αντικειμενικά και η εφαρμογή τους να μην είναι αποτέλεσμα καταχρηστικής μεταχείρισης των ΜΚΟ.
  2. Αν και η στιγμή κτήσης νομικής προσωπικότητας ποικίλει από ένα κράτος σε ένα άλλο, το ίδιο δεν ισχύει για την λήξη της, αφού ο κανόνας ότι η νομική προσωπικότητα μιας ΜΚΟ παύει με την διάλυσή της – εκούσια ή ακούσια – σε περίπτωση χρεωκοπίας, παρατεταμένης αδράνειας – που μπορεί να οφείλεται σε ανεπαρκή στελέχωση – ή ως μια εξαιρετική περίπτωση κύρωσης. Λήγει επίσης με τη συγχώνευση δύο ή περισσότερων ΜΚΟ: η διάδοχη νέα οντότητα υπεισέρχεται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των αρχικών ΜΚΟ.
  3. Το κεφάλαιο των θεμελιωδών αρχών που σχετίζεται με την κτήση νομικής προσωπικότητας καθιερώνει συγκεκριμένες βασικές αρχές που πρέπει να διέπουν αυτή τη διαδικασία – σε ορισμένες χώρες αναφέρεται ως διαδικασία καταχώρησης σε μητρώο – όταν η νομική δεν κτάται αυτομάτως με την ίδρυση της ΜΚΟ. Ο υποκείμενος λόγος είναι ότι η διαδικασία πρέπει να είναι απλή και χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις και εφικτή, χωρίς να καταλείπει πεδίο διακριτικής ευχέρειας.
  4. Γι’ αυτό το λόγο οι εφαρμοστέοι κανόνες πρέπει να είναι σαφείς και εύκολα προσβάσιμοι από τις ΜΚΟ, πράγμα που δεν συμβαίνει στα περισσότερα κράτη. Ένας τρόπος διασφάλισης αυτής της προσβασιμότητας είναι η δημοσιοποίηση ενός επεξηγηματικού οδηγού για την διαδικασία, από την οικεία δημόσια αρχή. Αυτό δεν θα είναι δυνατό σε όλα τα κράτη, για οικονομικούς λόγους, αλλά σε κάθε περίπτωση, η υπηρεσία μητρώου θα πρέπει να παρέχει στις ΜΚΟ όλες τις πληροφορίες και την βοήθεια που μπορεί να χρειάζονται.
  5. Είναι απόλυτα νόμιμο για τα κράτη να απαιτούν μαζί με την αίτηση για κτήση νομικής προσωπικότητας υποβολή πληροφοριών και εγγράφων. Για λόγους ασφάλειας δικαίου, αυτές οι πληροφορίες θα πρέπει να καθιστούν δυνατή την απάντηση σε ερωτήματα τρίτων για την ταυτότητα της ΜΚΟ, την διεύθυνσή της και την διαχειριστική της δομή. Κάθε άτομο που έχει επιχειρηματικές σχέσεις με μια ΜΚΟ, για παράδειγμα στην περίπτωση της πώλησης ιδιοκτησίας ή της στελέχωσης με προσωπικό, θα πρέπει να είναι σε θέση να διαπιστώσει αν η οργάνωση έχει αναγνωριστεί ως νομικό πρόσωπο. Αντίστοιχα, για την δική τους προστασία, οι ιδιώτες θα πρέπει να είναι σε θέση να ελέγξουν ότι ένα μόρφωμα που αυτοπαρουσιάζεται ως ΜΚΟ και ζητά την υποστήριξή τους, είναι πράγματι αυτό που ισχυρίζεται.
  6. Η διαδικασία εγγραφής σε μητρώο δεν θα πρέπει να αποτελεί ευκαιρία για αναζήτηση πληροφοριών, εκ μέρους των κρατών, στις οποίες αλλιώς δεν θα είχαν πρόσβαση. Τα μητρώα θα πρέπει γενικά να περιλαμβάνουν την ταυτότητα των δωρητών ή των οικονομικών καταστάσεων των ΜΚΟ και μπορεί να είναι αναγκαίο να κοινοποιούνται σε περιπτώσεις που ιδρύεται, λ.χ., ένα ίδρυμα. Η διαδικασία δεν θα πρέπει επίσης να παρέχει στα κράτη τη δικαιολογία για διακρίσεις ανάμεσα σε ΜΚΟ ως προς το αν οι σκοποί ή τα μέλη τους κρίνονται «αποδεκτά», στο μέτρο που οι σκοποί και τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξή τους είναι νόμιμα.
  7. Το κράτος μπορεί να επιβάλει χρεώσεις προκειμένου να καληφθεί το κόστος της διαδικασίας αίτησης, αλλά αυτό δεν θα πρέπει να ανέρχεται σε υπερβολικό ύψος.
  8. Το κείμενο θεσπίζει την αρχή ότι μια αρχή που αποφασίζει για την αίτηση περί νομικής προσωπικότητας θα πρέπει να είναι διαφορετική από αυτήν που παρέχει κάθε είδος δημόσιας υποστήριξης. Ως γενικός κανόνας, η νομική προσωπικότητα θα πρέπει να απονέμεται από διοικητική αρχή, αλλά σε μερικές χώρες μπορεί να είναι κατάλληλο τα δικαστήρια να επιτελούν αυτή τη λειτουργία.
  9. Προκειμένου να περιοριστεί το πεδίο ενάσκησης διακριτικής ευχέρειας από αρχές που αποφασίζουν επί της αιτήσεως για νομική προσωπικότητα, οι θεμελιώδεις αρχές περιλαμβάνουν κατάλογο λόγων για τους οποίους μπορεί να απορριφθεί το αίτημα μιας ΜΚΟ. Πάντως, ο κατάλογος της παραγράφου 31 των θεμελιωδών αρχών δεν είναι εξαντλητικός. Τα κράτη μπορούν να καθιερώνουν πρόσθετους λόγους για την απόρριψη, στην νομοθεσία τους, καθώς αυτοί οι λόγοι μπορεί να βασίζονται σε σαφείς και αντικειμενικές αιτίες. Σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν την αποφασιστική λειτουργία των διοικητικών αρχών, θα πρέπει να υπάρχει προθεσμία για την διεκπεραίωση της αίτησης. Η απόφαση πρέπει να είναι τελική και δεν είναι αποδεκτό να πρέπει η ΜΚΟ να ανανεώνει περιοδικά την νομική της προσωπικότητα. Πάντω, αυτό δεν αποκλείει για τα κράτη να επανεξετάζουν το ζήτημα της νομικής προσωπικότητας, όταν υφίστανται ουσιώδεις μεταβολές σε καταστατικά ή δραστηριότητες των ΜΚΟ. Η αιτιολογία της απόφασης πρέπει να είναι γραπτή, ιδιαιτέρως όταν πρόκειται για απόρριψη, έτσι ώστε να επιτρέπεται στην ΜΚΟ να την προσβάλει ενώπιον της αρμόδιας διοικητικής αρχής και ενώπιον του δικαστηρίου. Η μη απάντηση εντός της προθεσμίας θα πρέπει να ισοδυναμεί με απόρριψη απονομής νομικής προσωπικότητας.
  10. Σε κράτη που έχουν επικυρώσει την Σύμβαση Νο. 124, η νομική προσωπικότητα και ικανότητα δικαίου που κτάται μια ΜΚΟ σε ένα συμβαλλόμενο μέρος, στο οποίο έχει την καταστατικής της έδρα, θα πρέπει να αναγνωρίζεται, ως προς το δικαίωμα, από τα άλλα συμβαλλόμενα κράτη, με την επιφύλαξη της συμμόρφωσης με συγκεκριμένους όρους. Σε άλλα κράτη, οι αλλοδαπές ΜΚΟ μπορεί να απαιτείται να λάβουν έγκριση για να λειτουργούν στην φιλοξενούσα χώρα.
  11. Οι πληροφορίες που υποβάλλονται από ΜΚΟ κατά την αίτηση για νομική προσωπικότητα θα πρέπει να τηρούνται σε καταχωρήσεις σε ένα κεντρικό εθνικό μητρώο, το οποίο, όπως αναφέρεται στο κείμενο, θα πρέπει να είναι δημόσια προσβάσιμο. Πάντως, αυτός ο κανόνας της συγκέντρωσης των πληροφοριών μπορεί να μην είναι γενικά εφαρμόσιμος, καθώς πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες ομόσπονδων κρατών, όπου η καταγραφή σε μητρώο μπορεί να διεξάγεται σε περιφερειών της ομοσπονδίας.
  12. Ο κανόνας που κατοχυρώνεται στην παράγραφο 42 των θεμελιωδών αρχών αποσκοπεί στη διασφάλιση του ότι τα καταστατικά των ΜΚΟ μπορούν να ανανεωθούν με απλή, συνοπτική διαδικασία. Η αποδοχή θα πρέπει να απαιτείται μόνο σε ουσιώδη ζητήματα όπως η επωνυμία και οι σκοποί μιας ΜΚΟ. Η διαδικασία δεν θα πρέπει να προβλέπει ως υποχρέωση την επανίδρυση της Οργάνωσης εξ αρχής, επιτρέποντας έτσι στην ΜΚΟ να διατηρήσει ένα βαθμό συνέχειας.

Διαχείριση

  1. Όσον αφορά τη οργάνωση και την αποφασιστική διαδικασία, οι ΜΚΟ πρέπει να συγκεράσουν τις ανάγκες ποικίλων μερών, τόσο εσωτερικών όσο και εξωτερικών, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 46. Γι’ αυτό, συμφέρει όλους τους ενδιαφερόμενους να υπάρχουν σαφή καταστατικά ΜΚΟ, όπως στο παρόν κείμενο που ορίζει την δομή και τους κανόνες λειτουργίας της οργάνωσης.
  2. Τα καταστατικά πρέπει να είναι σε αρμονία με την ισχύουσα νομοθεσία και γι’ αυτό είναι επιθυμητό να είναι συμβατά με δεσμεύσεις που επιβάλλονται στην ΜΚΟ ενώπιον των δωρητών ή ενώπιον ενός δικτύου ΜΚΟ στις οποίες ανήκει.
  3. Η οργάνωση των ΜΚΟ και η αποφασιστική λειτουργία και ο καθορισμός των επιπέδων ευθύνης και λογοδοσίας πρέπει να είναι συνεπή με τα καταστατικά τους, αλλά δεν θα πρέπει να υπόκειται σε εποπτεία από καμία εξωτερική αρχή, με την εξαίρεση της προϋπόθεσης συμμόρφωσης με το νόμο, όπως προαναφέρθηκε.
  4. Αυτό σημαίνει ότι η ΜΚΟ είναι κυριαρχική στον καθορισμό της εσωτερικής της οργάνωσης που επιθυμείται για την επιδίωξη των στόχων της, όπως ορίζονται στο καταστατικό. Στο μέτρο που δεν παραβιάζεται ο νόμος, εξωτερικά νομικά πρόσωπα δεν έχουν αποφασιστικό λόγο στην διεξαγωγή των εσωτερικών ζητημάτων. Μια εξαίρεση προβλέπεται εδώ για τις διατάξεις που διέπουν ειδικούς τύπους ΜΚΟ, για τις οποίες απαιτείται ειδική εποπτεία. Όλες οι ΜΚΟ πρέπει, πάντως, να τηρούν την σχετική εργατική και κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία και να μην απολαμβάνουν εξαιρέσεις από προϋποθέσεις όσον αφορά την ιδιότητα μέλους των εταιρικών οργάνων ή ως προς το δίκαιο των αλλοδαπών. Ιδιαίτερα, οι αλλοδαποί μέλη του συμβουλίου ή του προσωπικού των ΜΚΟ διέπονται από το νόμο της φιλοξενούσας χώρας, όσον αφορά την είσοδο, την παραμονή και την αποχώρηση.

Περιουσία και αποθεματικά

  1. Η δυνατότητα μιας ΜΚΟ να λαμβάνει δωρεές σε μετρητά ή είδος είναι μια θεμελιώδης αρχή, μια συνέπεια του εθνικού δικαίου που απορρέει από την μη κερδοσκοπική φύση τους. Τέτοιες βοήθειες, όπως και οι διαδικασίες οικονομικών δράσεων, αποτελούν ζωτικά μέσα των ΜΚΟ για την χρηματοδότηση της επιδίωξης των στόχων τους. Πάντως, η δυνατότητα των ΜΚΟ να δημιουργεί αποθεματικά δεν είναι απόλυτη και μπορεί να διέπεται από την νομοθεσία, ενόψει την προστασίας του κοινού της.
  2. Οι δωρητές μπορεί να είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα – εταιρίες ή θεσμικά όργανα – και μπορεί να είναι ημεδαπά ή αλλοδαπά. Γενικά, η αλλοδαπή και ημεδαπή χρηματοδότηση πρέπει να διέπεται από τους ίδιους κανόνες, ιδιαίτερα όσον αφορά τις δυνατές χρήσεις των χρημάτων και τις υποχρεώσεις λογοδοσίας.
  3. Οι διατάξεις των παραγράφων 51,52,53 και 55 έχουν σχεδιαστεί για την εξασφάλιση των αγαθών των ΜΚΟ και για την εγγύηση της ορθής διαχείρισης.
  4. Η αρχή που τίθεται με την παράγραφο 51 δεν συνεπάγεται ότι οι τράπεζες οφείλουν να παρέχουν τραπεζικές υπηρεσίες σε κάθε ΜΚΟ που τις ζητά. Με την επιφύλαξη της αρχής της ίσης μεταχείρισης, οι ιδιωτικές τράπεζες είναι ελεύθερες να επιλέγουν τους πελάτες τους.
  5. Ο νόμος πρέπει να επιτρέπει σε μια ΜΚΟ να υποδείξει, με το καταστατικό της ή με μια διακήρυξη, άλλο συγγενές μόρφωμα για την λήψη των αγαθών της, ύστερα από την εκκαθάριση των υποχρεώσεών της, σε περίπτωση λύσης. Αυτή είναι μια αρχή ορθής πρακτικής, που θα πρέπει να ενθαρρύνεται. Σε μερικές περιπτώσεις, συμβατικοί όροι, κυρίως αφορώντες μεγάλους δωρητές, μπορεί να επιβάλουν την επιστροφή των χρηματοδοτήσεων σε έναν δωρητή σε περίπτωση λύσης μιας ΜΚΟ. Ο διάδοχος μπορεί επίσης να είναι το κράτος, κυρίως όταν δεν υφίσταται συγγενές νομικό μόρφωμα ή όταν οι σκοποί της ΜΚΟ έχουν κριθεί παράνομοι. Πάντως, αυτό δεν θα πρέπει να δώσει αφορμή για πλουτισμό του κράτους.
  6. Η παράγραφος 56 θέτει την αρχή σύμφωνα με την οποία το καλύτερο για μια ΜΚΟ είναι να χρησιμοποιήσει τα αποθεματικά της για την πληρωμή του προσωπικού και την αποζημίωση προσωπικού και εθελοντών για δαπάνες στις οποίες προέβησαν κατά την δράση στο όνομα της ΜΚΟ, ακόμη κι όταν τα εν λόγω αποθεματικά έχουν αποκτηθεί με μέσα δημόσιας υποστήριξης.

Δημόσια υποστήριξη

  1. Οι ΜΚΟ σε ορισμένες περιπτώσεις βρίσκονται σε καλύτερη θέση απ’ ότι το κράτος για να δώσουν απάντηση σε ορισμένες κοινωνικές ανάγκες, όπως λ.χ. η ευημερία και τα ζητήματα υγείας. Κατ’ αποτέλεσμα, τα κράτη συχνά αποφασίζουν να τις υποστηρίξουν, με την μορφή άμεσων παροχών ή προνομιακής φορολογικής μεταχείρισης.
  2. Η δυνατότητα δημόσιας υποστήριξης θα πρέπει να βασίζεται σε σαφή, αντικειμενικά κριτήρια. Το κοινό θα πρέπει επίσης να ενημερώνεται για το ποιες ΜΚΟ έχουν λάβει υποστήριξη και για ποιους λόγους. Οι αρχές πρέπει επίσης να μπορούν να πιστοποιήσουν ότι οι σύλλογοι που αναζητούν υποστήριξη ή προνομιακή φορολογική μεταχείριση υπηρετούν πράγματι μη κερδοσκοπικούς σκοπούς, καθώς σε μερικές χώρες τα φορολογικά προνόμια οδηγούν συγκεκριμένα μορφώματα στο να αιτηθούν την θέση ΜΚΟ, ενώ θα ήταν ορθότερο να έχουν ιδρυθεί ως εμπορικές επιχειρήσεις.
  3. Κατ’ αποτέλεσμα, η πλειοψηφία των κρατών συνδέουν την δημόσια υποστήριξη με την τήρηση συγκεκριμένων κριτηρίων και, πάνω απ’ όλα, με την επιδίωξη ενός στόχου δημοσίου συμφέροντος εκ μέρους των ΜΚΟ. Σε ορισμένα κράτη αυτό μπορεί να σημαίνει αναγνώριση μιας ειδικής νομικής θέσης ή κατηγοριοποίηση ως οργανισμός δημοσίου συμφέροντος, που επιτρέπει στην ΜΚΟ να λαμβάνει δωρεές και να απολαμβάνει φορολογικών προνομίων, ενώ την ίδια στιγμή διασφαλίζεται η προστασία τρίτων.
  4. Καθώς η παροχή δημόσιας υποστήριξης αποτελεί σε μεγάλη έκταση όρο για τους στόχους και τις δράσεις μιας ΜΚΟ, είναι φυσιολογικό, κάθε σημαντική μεταβολή σε αυτές τις δράσεις ή τους στόχους να συνεπάγεται την επιθεώρηση, τροποποίηση ή ακόμη και την διακοπή της δημόσιας υποστήριξης.

Διαφάνεια και λογοδοσία

  1. Όσον αφορά τις δράσεις και την οικονομική κατάσταση, μια ΜΚΟ οφείλει να λογοδοτεί σε ένα αριθμό μερών, πρώτα και κύρια έναντι των μελών της. Συνεπώς αποτελεί ορθή πρακτική να υποβάλλεται μια ετήσια έκθεση για τους λογαριασμούς και τις δράσεις της σε αυτούς. Δεύτερον, μια ΜΚΟ που έχει ωφεληθεί με δημόσια υποστήριξη ή προνομιακή φορολογική μεταχείριση, θα πρέπει να λογοδοτεί στην κοινότητα, αναφορικά με την χρήση που έγινε στις δημόσιες εισφορές. Τέλος, οι δωρητές μπορούν να κατοχυρώνουν με συμβόλαιο τον όρο ότι η ΜΚΟ οφείλει να αναφέρεται για την χρήση των ιδιωτικών χορηγιών.
  2. Παρ’ όλ’ αυτά, οι υποχρεώσεις έκδοσης εκθέσεων πρέπει να σταθμίζονται με άλλες υποχρεώσεις που αφορούν το σεβασμό της ιδιωτικότητας και της εμπιστευτικότητας. Ιδιαίτερα, η επιθυμία ενός δωρητή να παραμείνει ανώνυμος, πρέπει να είναι σεβαστή. Ωστόσο, ο σεβασμός της ιδιωτικότητας και της εμπιστευτικότητας δεν είναι ανεπιφύλακτος. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το γενικό συμφέρον μπορεί να δικαιολογεί την πρόσβαση των αρχών σε ιδιωτικές ή εμπιστευτικές πληροφορίες, λ.χ. προκειμένου να καταπολεμηθούν συναλλαγές της μαύρης αγοράς. Κάθε εξαίρεση στο επιχειρηματικό απόρρητο ή στην ιδιωτικότητα και εμπιστευτικότητα των δωρητών, των ωφελουμένων και του προσωπικού θα πρέπει να σέβεται την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας.
  3. Προκειμένου να κατοχυρώσουν την αντικειμενικότητα, οι θεμελιώδεις αρχές αναφέρουν την αρχή ότι οι ΜΚΟ θα πρέπει να δέχονται έλεγχο των λογαριασμό τους από πρόσωπο που είναι ανεξάρτητο από τους διαχειριστές τους, αν και αυτό το πρόσωπο θα μπορεί να είναι μέλος της εν λόγω ΜΚΟ. Όπως συμβαίνει σε μικρές εμπορικές εταιρίες, οι μικρές ΜΚΟ μπορεί να εξαιρούνται από την υποχρέωση ελέγχου των λογαριασμών τους από ανεξάρτητο πρόσωπο.

Εποπτεία

  1. Ενώ το προηγούμενο κεφάλαιο αφορούσε την εποπτεία των λογαριασμών μιας ΜΚΟ και την συμπεριφορά της σχετικά με τους σκοπούς που περιγράφονται στο καταστατικό της, αυτό το κεφάλαιο αφορά την εποπτεία συμμόρφωσης με την ισχύουσα αστική, ποινική και διοικητική νομοθεσία.
  2. Ο καλύτερος τρόπος για την διασφάλιση της δεοντολογικής και υπεύθυνης συμπεριφοράς των ΜΚΟ είναι η προώθηση της αυτορρύθμισης σε αυτόν τον τομέα, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Οι υπεύθυνες ΜΚΟ είναι εν γνώσει του γεγονότος ότι η επιτυχία του τομέα εξαρτάται σε μεγάλη έκταση από την κοινή γνώμη όσον αφορά την αποτελεσματικότητα και την δεοντολογική συμπεριφορά τους. Περαιτέρω, σε κάποιες χώρες, συχνά καταρτίζονται κώδικες συμπεριφοράς προκειμένου να επιτρέπεται σε ομάδες ΜΚΟ σε ένα δεδομένο τομέα, να διασφαλίζει ότι λαμβάνονται υπόψη και είναι ευρέως γνωστές οι ανάγκες και οι προκλήσεις.
  3. Παρ’ όλ’ αυτά, τα κράτη έχουν ένα έννομο ενδιαφέρον για την ρύθμιση του τομέα των ΜΚΟ έτσι ώστε να διασφαλίζονται τα συμφέροντα τρίτων και αυτό μπορεί να περιλαμβάνει ενέργειες για την προστασία της υπόληψης και των οικονομικών συμφερόντων, ιδιαίτερα άλλων ΜΚΟ. Η κρατική παρέμβαση μπορεί επίσης να είναι αναγκαία για την προστασία των μελών έναντι της κατάχρησης της δεσπόζουσας θέσης μιας ΜΚΟ, ιδιαίτερα κατά της καθαίρεσης κατά παράβαση των κανόνων της οργάνωσης, την επιβολή ιδιαίτερα αρνητικών όρων ή ακόμη και την θέσπιση εντελώς αδικαιολόγητων και καταχρηστικών κανόνων. Πάντως, στις περισσότερες περιπτώσεις, ο κατάλληλος τύπος προστασίας θα ήταν η δυνατότητα των μελών να κινηθούν δικαστικά. Γενικά δεν υπάρχει ανάγκη να επεμβαίνει ένα δημόσιο όργανο εις το όνομα των μελών.
  4. Κατά την εποπτεία δράσεων των ΜΚΟ, οι διοικητικές αρχές θα πρέπει να εφαρμόζουν το ίδιο τεκμήριο όπως και για φυσικά πρόσωπα, δηλαδή ότι ελλείψει αντιθέτων αποδείξεων, οι δράσεις τους είναι νόμιμες. Οι εξουσίες των διοικητικών αρχών και της αστυνομίας, ιδίως όσον αφορά την έρευνα και τις κατασχέσεις, καθώς και τις ποινές που μπορεί να επιβάλλονται θα πρέπει να είναι συνεπείς με την αρχή της αναλογικότητας και θα πρέπει να αποτελούν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου.
  5. Οι θεμελιώδεις αρχές συγκεκριμενοποιούν ότι η λύση της ΜΚΟ – η εσχάτη των ποινών- θα πρέπει να αποτελεί μόνο το τελικό μέτρο. Τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να είναι εξαιρετικά σπάνιες και θα πρέπει να καταδεικνύεται ότι υφίσταται εντελώς βάσιμος λόγος για την λήψη αυτού του μέτρου. Αν και το μέτρο μπορεί να εμφανίζεται επιτακτικό, προκειμένου να είναι έγκυρο, θα πρέπει, εξίσου, να αποτελεί αντικείμενο αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου.

Ευθύνη

  1. Οι αρχές που κατοχυρώνονται σε αυτόν τον τίτλο αποτελούν συνέπειες της νομικής προσωπικότητας μιας ΜΚΟ. Η ΜΚΟ έχει χωριστή προσωπικότητα από τα μέλη και τους ιδρυτές της και είναι η μόνη υπεύθυνη για χρέη και υποχρεώσεις που έχουν εισαχθεί στο όνομά της, με την επιφύλαξη της περίπτωσης παράβασης καθήκοντος ή αμέλειας των μελών ή του προσωπικού ή της διαχείρισης. Στις τελευταίες περιπτώσεις, η ΜΚΟ ή άλλοι θιγόμενοι θα πρέπει να είναι σε θέση να κινηθούν νομικά εναντίον του υπεύθυνου προσώπου προκειμένου να ληφθούν αποζημιώσεις για τις προκληθείσες ζημίες.

Σχέση με κρατικά όργανα

  1. Οι ικανές και υπεύθυνες συμβολές των ΜΚΟ στην διαδικασία της διαμόρφωσης δημόσιας πολιτικής ενισχύουν την εφαρμογή της νομοθεσίας και τη σοβαρότητα των κυβερνητικών αποφάσεων.
  2. Αν και οι ΜΚΟ και οι κρατικές αρχές μερικές φορές έχουν διαφορετικές προσεγγίσεις σε ένα διάλογο, είναι προς το συμφέρον και των δύο τους να ιδρύουν μηχανισμούς διαλόγου και διαβούλευσης, καθώς επιδιώκουν ένα κοινό στόχο εξεύρεσης λύσεων στα προβλήματα της κοινωνίας και την ικανοποίηση των αναγκών των μελών τους. Η συμμετοχή τους είναι διαφορετική από το ρόλο των πολιτικών κομμάτων, τον οποίο δεν υποκαθιστά. Η διαβούλευση μπορεί να λάβει χώρα σε εθνικό, τοπικό ή τομεϊκό επίπεδο και μπορεί να είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στην παρασκευή της νομοθεσίας.



[1] Σύμφωνα με τον Guide de la liberté associative dans le monde, επιμ. του Michel

Doucin, Paris, 2000.

[2] Στις 5 Ιουλίου 2002, κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Αναγνώριση της Νομικής Προσωπικότητας των Διεθνών Μη Κυβερνητικών Οργανισμών (ETS No 124) είναι: η Αυστρία, το Βέλγιο, η Γαλλία, η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Σλοβενία, η Ελβετία, η ΠΓΔΜ και το Ηνωμένο Βασίλειο.

[3] - Πολυμερής συνάντηση των Συλλόγων και Ιδρυτών, Στρασβούργο 27-29 Νοεμβρίου 1996,

- Πολυμερές σεμινάριο για την Εφαρμογή της Σύμβασης ETS No 124, Στασβούργο 9-10 Φεβρουαρίου 1998,

- Περιφερειακό συνέδριο για το νομικό καθεστώς των ΜΚΟ, Κίεβο, 9-10 Σεπτεμβρίου 1998, με τη συμμετοχή της Ουκρανίας, Μολδαβίας και της Ρωσικής Ομοσπονδίας,

-Περιφερειακό συνέδριο των χωρών του Καυκάσου για το νομικό καθεστώς των ΜΚΟ, Στρασβούργο, 10-11 Δεκεμβρίου 1998.

To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...