Τρίτη, Νοεμβρίου 24, 2009

Προσωρινή διαταγή για αφαίρεση σχολίων απο το TVXS


Η έκδοση προσωρινής διαταγής σε υποθέσεις που αφορούν προσβολή προσωπικότητας σε μέσα ενημέρωσης είναι μια σπάνια περίπτωση, μέχρι τώρα. Ωστόσο, οι ρυθμοί του Διαδικτύου επιβάλλουν αντίστοιχους ρυθμούς και στην απονομή της Δικαιοσύνης. Η προσωρινή διαταγή δεν αποτελεί μια κλασική περίπτωση δικαστικής απόφασης (δεν περιλαμβάνει λ.χ. αιτιολογία) και μοιάζει περισσότερο με μια εισαγγελική παραγγελία. Σε πολλές περιπτώσεις όμως, δίνει άμεσες λύσεις, τουλάχιστον μέχρι την κανονική εκδίκαση μιας υπόθεσης. Το tvxs.gr δημοσιοποίησε την προσωρινή διαταγή που εκδόθηκε χθες, βάσει της οποίας διατάχθηκε να αφαιρεθούν ορισμένα σχόλια για τα οποία έχει ασκηθεί αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων (βλ. εδώ την σχετική ανάρτηση). 

Όπως έγραψα και στα σχόλια του tvxs, ας μην είμαστε υποκριτές, η ασφάλεια του πληκτρολογίου μας έχει οδηγήσει τους περισσότερους αν όχι όλους σε παρεκτροπές στο Διαδίκτυο. Λίγο-πολύ όλοι έχουμε βρίσει ή έχουμε βριστεί. Όταν έχουμε προκληθεί από αμέσως προηγούμενη πράξη, ο ίδιος ο νόμος λέει ότι η εξύβριση μπορεί να μένει ατιμώρητη (ως μια μορφή αποδεκτής άμυνας ή επιτρεπτής αυτοδικίας, την "δικαιολογημένη αγανάκτηση"). 

Η ελευθερία της έκφρασης δεν θίγεται από την τιμωρία που επιφυλάσσει ο νόμος στην εξύβριση και σε άλλα αδικήματα λόγου. Η ελευθερία της έκφρασης απονομιμοποιείται από αυτές τις συμπεριφορές. Στα διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης, μπορεί η ίδια η φύση του μέσου να ενθαρρύνει μεγαλύτερη ελευθερία, αλλά αυτή δεν είναι άλλη από την γενικά κατοχυρωμένη ελευθερία λόγου. Δεν μπορούμε να αξιώνουμε "ειδική μεταχείριση" μόνο και μόνο επειδή βρισκόμαστε στο Διαδίκτυο. 

Όλο το στοίχημα για τα διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης παίζεται στους Όρους Χρήσης: η κατοχύρωση συγκεκριμένων, διαφανών και αμερόληπτων διαδικασιών για την εποπτεία του υλικού που αναρτάται δημόσια και η εγρήγορση για την ορθή εφαρμογή των Όρων Χρήσης είναι το μυστικό για να περιοριστεί η ευθύνη του ίδιου του μέσου. Χρειάζεται δηλαδή να δημιουργούνται και να τηρούνται ιδιωτικοί κώδικες δεοντολογίας, οι οποίοι πρέπει να σέβονται τόσο την φύση του μέσου (άμεση ροή πληροφορίας) όσο και την φύση του δικαιώματος και τους περιορισμούς του. 

Το tvxs βρίσκεται αντικειμενικά σε πολύ καλό δρόμο, σταθμίζοντας και τις δύο αυτές παραμέτρους. Εχθρός του καλού είναι βέβαια το καλύτερο. 

Αυτό που με προβληματίζει είναι κατά πόσον η ερευνητική δημοσιογραφία, η οποία πρέπει να τηρεί μια σειρά από πολύ αυστηρές δεοντολογικές αρχές (τεκμηρίωση πριν την δημοσίευση, διασταύρωση, παράθεση της αντίθετης άποψης, αντιστοιχία τίτλου-περιεχομένου, σεβασμός τεκμηρίου της αθωότητας, προστασία προσωπικών δεδομένων, σεβασμός της προσωπικότητας) μπορεί να τηρείται και από τους σχολιαστές οι οποίοι μερικές φορές νομίζουν ότι δεν δεσμεύονται απο τις γενικές υποχρεώσεις του δημόσιου λόγου. 

Ειδικά για αυτή την περίπτωση, το moderation είναι απολύτως απαραίτητο. Αν θέλουμε να ενισχύσουμε τη διαφάνεια, θα έλεγα και ότι πριν την ανάρτηση ενός αμφίβολης νομιμότητας σχολίου, μπορεί να ζητείται από τον σχολιαστή να αναδιατυπώσει, σεβόμενος αυτή τη φορά την αρχή που φαίνεται ότι παραβίασε. Αν διαγραφεί εκ των υστέρων ένα σχόλιο, καλό θα ήταν να αιτιολογείται και ο λόγος διαγραφής. 

Για μένα όμως, είναι αδιανόητο να εμμένει κάποιος να παραβιάζει τη δεοντολογία, να του το επισημαίνεις, να το αποδεικνύεις, να γίνεται ευρύτερα αποδεκτό και να εμμένει. Εκεί ο διάλογος τελειώνει κι έρχεται ο ρόλος της Δικαιοσύνης. 

Δευτέρα, Νοεμβρίου 23, 2009

Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: κριτική στην εκπαίδευση χωρίς δημοσίευση ανώνυμων καταγγελιών

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην πρόσφατη απόφαση Flux κατά Μολδαβίας (αρ. 6) επιβεβαίωσε ότι η ελευθερία της έκφρασης δεν περιλαμβάνει την δυνατότητα δημοσίευσης ανώνυμων καταγγελιών που στρέφονται εναντίον προσώπων, χωρίς να έχει προηγουμένως ζητηθεί η δική τους τοποθέτηση και χωρίς να έχει διενεργηθεί ανεξάρτητη έρευνα που να τεκμηριώνει τα στοιχεία της δημοσίευσης. 

Στην υπόθεση εκείνη, ο διευθυντής ενός σχολείου που καταγγέλθηκε για δωροδοκία, δικαιώθηκε σε όλους τους βαθμούς της εθνικής δικαιοσύνης, κατά την εκδίκαση αγωγής του εναντίον της εφημερίδας που δημοσίευσε την ανώνυμη καταγγελία. Παρ' όλο που η εφημερίδα κάλεσε μάρτυρες στη δίκη, οι οποίοι επιβεβαίωσαν περιστατικά δωροδοκίας, τα εθνικά δικαστήρια, όπως και το Ευρωπαϊκό, έκριναν ότι ήταν ήδη πολύ αργά κι ότι τέτοιου είδους τεκμηριώσεις έπρεπε να είχαν προηγηθεί του δημοσιεύματος. 

Ο ευρωπαίος δικαστής που μειοψήφησε θεωρεί άσκοπη την αναζήτηση της αντίθετης άποψης πριν την δημοσίευση και αναφέρει ότι η εφημερίδα δεν έπρεπε να καταδικαστεί, αφού προσκόμισε μαρτυρίες που τεκμηρίωναν την κατηγορία. Με αυτή την επιχειρηματολογία όμως η μειοψηφούσα γνώμη αφενός παρακάμπτει την θεμελιώδη υποχρέωση προηγούμενης τεκμηρίωσης του δημόσιου λόγου, ενώ αφετέρου εξομοιώνει την δίκη για τη συκοφαντική δυσφήμηση με τη δίκη για την δωροδοκία. Όσοι μάρτυρες κι αν κατέθεταν ότι ο γυμνασιάρχης δωροδοκήθηκε, φυσικά και δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αθώωση της εφημερίδας, αφού αντικείμενο αυτής της δίκης δεν είναι αν ο γυμνασιάρχης όντως δωροδοκήθηκε, αλλά εάν η εφημερίδα είχε παρακάμψει υπαιτίως τα στάδια δημοσιογραφικής έρευνας που όφειλε να είχε ακολουθήσει. Επομένως η μειοψηφούσα άποψη δεν έχει έρεισμα στην νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (αλλά και στις παγκοσμίως ισχύουσες αρχές δημοσιογραφικής δεοντολογίας), αφού αν όντως συνέχιζε μια τέτοια παράδοση θα περιλάμβανε και τις αναγκαίες παραπομπές σε προηγούμενες αποφάσεις, τις οποίες παρακάμπτει με μία ρήση ενός συγγραφέα (κι όχι δημοσιογράφου), του Ρουσντί, με την οποία ουδείς θα διαφωνούσε, αλλά και δεν σχετίζεται με τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται η αποκαλυπτική δημοσιογραφία. Το δίλημμα "αλήθεια ή δεοντολογία" είναι ψευδές: η αλήθεια που διερευνάται με την δίκη για τη συκοφαντική δυσφήμηση είναι εάν τηρήθηκε η δεοντολογία. 

Αντίστοιχη είναι και η νομολογία των Ελληνικών Δικαστηρίων:

Ακολουθεί η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου σε ελληνική μετάφραση:



TETAΡΤΟ ΤΜΗΜΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ  FLUX κατά ΜΟΛΔΑΒΙΑΣ  (Αρ. 6)

(Προσφυγή αρ. 22824/04)

ΑΠΟΦΑΣΗ

ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ

29 Ιουλίου 2008

ΤΕΛΙΚΟ

29/10/2008

Η απόφαση μπορεί να υποβληθεί σε εκδοτική επιμέλεια

 


Στην υπόθεση Flux κατά Μολδαβίας (Αρ. 6),

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Τέταρτο Τμήμα), σε σχηματισμό Τμήματος που αποτελείται από τους:

Lech Garlicki, Πρόεδρο, 
 Giovanni Bonello, 
 Ljiljana Mijović, 
 David Thór Björgvinsson, 
 Ján Šikuta, 
 Päivi Hirvelä, 
 Mihai Poalelungi, δικαστές, 
και
Lawrence Early, Γραμματέας Τμήματος,

Έχοντας διασκεφθεί μυστικά στις 8 Ιουλίου 2008, 

Εκδίδει την ακόλουθη απόφαση, την οποία εξέδωσε αυθημερόν:


ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ


1.  Η υπόθεση εισήχθη με μια προσφυγή (αρ. 22824/04) κατά της Δημοκρατίας της Μολδαβίας που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο κατά το Άρθρο 34 της Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρώινων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (“η Σύμβαση”) από την  Flux (“η προσφεύγουσα εφημερίδα”), μια εφημερίδα της Chişinău, στις 13 Μάη 2004.

2.  Η προσφεύγουσα εφημερίδα εκροσωπείται από τον κ.  V. Gribincea, δικηγόρο που δικηγορεί στην Chişinău και μέλος της μη κυβερνητικής οργάνωσης Δικηγόροι για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Η Κυβέρνηση της Μολδαβίας  (“η Κυβέρνηση”) εκπροσωπήθηκε από τον υπάλληλό της κ.  Mr V. Grosu.

3.  Η προσφεύγουσα εφημερίδα επικαλέστηκε, ιδίως, την προσβολή του δικαιώματός της στην ελευθερία της έκφρασης, επειδή κρίθηκε υπεύθυνη από αστικό δικαστήριο για δυσφήμηση εις βάρος ενός γυμνασιάρχη. 

4.  Στις 14 Σεπτεμβριου 2006, ο Πρόεδρος του Τέταρτου Τμήματος του Δικαστηρίου αποφάσισε να κοινοποιήσει την προσφυγή στην Κυβέρνηση. Κατά τις διατάξεις του Άρθρου  29 § 3 της Σύμβασης, αποφασίστηκε η εξέταση της ουσίας της προσφυγής ταυτόχρονα με το παραδεκτό της.


ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

I.  ΟΙ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ 

5.  Στις 4 Φεβρουαρίου 2003 η προσφεύγουσα εφημερίδα δημοσίευσε ένα άρθρο για τον γυμνάσιο  Spiru Haret. Το άρθρο δεν βασιζόταν σε έρευνα των συντακτών της εφημερίδας, αλλά απλώς αναπαρήγαγε μια ανώνυμη επιστολή που εφέρετο ότι εστάλη από μία ομάδα γονέων των μαθητών. Η επιστολή επέκρινε την κατάσταση που επικρατούσε στο σχολείο, ιδίως τον μεγάλο αριθμό μαθητών και τις ακατάλληλες εγκαταστάσεις για τα παιδιά. Υποστήριζε ότι ο διευθυντής του σχολείου χρησιμοποιούσε τους πόρους του σχολείου κατά απαράδεκτο τρόπο, δαπανώντας χρήματα για την διακόσμηση του γραφείου του και για την κατασκευή ενός ιδιωτικου μπάνιου για τον ίδιο καθώς και για την δημιουργία μιας σχολικής εφημερίδας που δημοσίευε άρθρα σχετικά μόνο με τις σχέσεις και το σεξ. Ισχυριζόταν επίσης οτι είχε δωροδοκηθεί με 200-500 δολλάρια ΗΠΑ για την εγγραφή παιδιών στο σχολείο και ότι οι συγγραφείς της επιστολής φοβούνταν να την υπογράψουν για το φόβο αντιποίνων στα παιδιά τους. 

6.  Σε μια αδιευκρίνιστη ημερομηνία, ο διευθυντής και το εκδοτικό περιοδικό της σχολικής εφημερίδας ζήτησε από την Flux να δημοσιεύσει μια απάντηση στο άρθρο της 4ης Φεβρουαρίου 2003. Το αίτημά τους όμως απορρίφθηκε. Τελικά κατάφεραν να δημοσιευθεί η απάντησή τους σε μια άλλη εφημερίδα που λέγεται  Jurnal de Chisinău.

7.  Στην απάντησή τους εξέφραζαν την δυσαρέσκειά τους με το γεγονός ότι η Flux δεν ζήτησε την δική τους άποψη για τα γεγονότα πριν να δημοσιεύσει την ανώνυμη επιστολή και είπαν ότι ο τρόπος με τον οποίο η Flux είχε ενεργήσει ήταν αντίθετος στην δημοσιογραφική δεοντολογία. Κατά τη γνώμη τους, το γεγονός ότι η Flux είχε δημοσεύσει μια ανώνυμη επιστολή, χωρίς καν να επισκεφθούν το σχολείο ή να διεξάγουν κάποιο είδος έρευνας, έδειχνε ότι ο σκοπός της ήταν μόνο η σκανδαλολογία. Είναι αλήθεια ότι το σχολείο είχε πάρα πολλούς μαθητές, αλλά αυτό ήταν αποτέλεσμα της δημοφιλίας του. Εάν η δημοσιογράφος της Flux είχε επισκεφθεί το σχολείο, θα είχε παρατηρήσει ότι δεν είχε ανακαινιστεί μόνο το γραφείο του διευθυντή, αλλά και πολλά άλλα μέρη του σχολείου. Όσον αφορά το ζήτημα της δωροδοκίας, αυτό αποτελούσε μια πάρα πολύ σοβαρή κατηγορία για να δημοσιεύεται χωρίς την υποστήριξη με στοιχεία. Το εκδοτικό προσωπικό της σχολικής εφημερίδας επισήμανε ότι η ανώνυμη επιστολή είχε παραπληροφορήσει τους αναγνώστες με την παραπομπή σε συγκεκριμένα άρθρα και παραβλέποντας πολλά άλλα που αφορούν θέματα όπως τα αθλήματα, πολιτιστικά γεγονότα και σχολικές εκδηλώσεις. 

8.  Στις 14 Φεβρουαρίου 2003, η προσφεύγουσα εφημερίδα αντέδρασε στην απάντηση που δημοσιεύθηκε στην  Jurnal de Chisinău με την δημοσίευση ενός νέου άρθρου που ανέφερε, μεταξύ άλλων: 

Ο πρώτος άνθρωπος που μας επισκέφθηκε, προς έκπληξή μας, δεν ήταν ο διευθυντής, αλλά η συντακτική ομάδα της σχολικής εφημερίδας, με επικεφαλής την δασκάλα M.C. Είχαν ετοιμάσει μια υποτιθέμενη “απάντηση” στο άρθρο [της 4ης Φεβρουαρίου 2003]. Στην πραγματικότητα ήταν ένα μπακαλόχαρτο που στρεφόταν εναντίον της συντακτικής μας ομάδας, γεμάτο ειρωνικά σχόλια όπως “Flux, η εφημερίδα που υποκρίνεται ότι γράφει την αλήθεια”. Δεν έχουμε τίποτα εναντίον της σχολικής εφημερίδας, που μας έδωσε δείγμα συμπεριφοράς. Προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε στους νεότατους συναδέλφους μας, με φιλικό τρόπο, φυσικά, ότι από τη στιγμή που  η Flux αποφάσισε να δημοσιεύσει την πλήρη [ανώνυμη] επιστολή, δεν θα μπορούσε να αλλάξει το περιεχόμενό της. Εμείς απλώς αναδημοσιεύσαμε μια άποψη που έχει δικαίωμα να υπάχει. Δεν μας ενδιαφέρουν άλλες λεπτομέρειες, όπως η ποιότητα της σχολικής εφημερίδας ή το IQ των συντακτών της. 


Μπορεί η απάντηση από τους συντάκτες της εφημερίδας του  Spiru Haret να δημοσιευόταν στην Flux, εάν ο τόνος της είχε μετριαστεί και είχε επιδείξει τουλάχιστον λίγο σεβασμό για μια εφημερίδα [την Flux] από την οποία η σχολική τους εφημερίδα έχει ακόμη πολλά να διδαχθεί. Για να μην επισημάνουμε ότι οι “συντάκτες” που ήρθαν στο γραφείο μας ήταν αλαζόνες και μας μιλούσαν αφ' υψηλού. Έδωσαν την εντύπωση ότι ήταν “συντάκτες” των New York Times ή τουλάχιστον της  Le Monde. Τυχαία ανακαλύψαμε μετά ότι η αρχηγός των “συντακτών”, M.C. είναι σύντροφος του διευθυντή του σχολείου, αλλά αμέσως παραβλέψαμε αυτή τη μικρή λεπτομέρεια. 

...

Όταν συμφωνήσαμε να δημοσιεύσουμε την επιστολή της ομάδας των γονέων, δεν είχαμε σκοπό την σκανδαλολογία, όπως υπονόησε ο διευθυντής στην απάντησή του. Καθένας γνωρίζει ότι η κατάσταση στα σχολεία μας απέχει πολύ από το να είναι ικανοποιητική. Κανείς δεν εκπλήσσεται πλέον από αυτό. Το  Spiru Haret δεν είναι το πρώτο σχολείο για το οποίο γράψαμε, ούτε θα είναι το τελευταίο ....

Δημοσιοποιήσαμε την επιστολή με την ελπίδα ο διευθυντής θα έβγαινε από το πολυτελές καβούκι του και θα καταλάβαινε ότι υπάρχουν και δυσαρεστημένοι γονείς. Πολλοί άνθρωποι μας παραπονέθηκαν ότι ο διευθυντής είναι κακεντρεχές άτομο. Προς απόδειξη τούτου, μετά την δημοσίευση του άρθρου μας, κάλεσε το σύλλογο γονέων σε μια συνάντηση όπου απαίτησε να μάθει τα ονόματα των προσώπων που είχαν γράψει την επιστολή. Απαίτησε επίσης να γράψει ο σύλλογος μια επιστολή που να κατακρίνει την εφημερίδα μας...

Προφανώς, το πιο σημαντικό πρόβλημα είναι αυτό των δωροδοκιών, το οποίο, κατά τους πιο κυνικούς από εμάς, δεν προκαλεί αϋπνίες στον διευθυντή. Έχουμε κατηγορηθεί ότι τον συκοφαντούμε χωρίς αποδείξεις. Ωστόσο, δεν τον κατηγορούμε εμείς, αλλά οι γονείς. Και είμαστε σίγουροι ότι θα μπορέσουμε να φέρουμε μάρτυρες στο δικαστήριο. Θα βρούμε ανθρώπους που θέλουν να ξεπεράσουν το φόβο τους...

Τώρα θα αναφερθούμε σε ένα πρόσωπο που μας κάλεσε [μετά την δημοσίευση του άρθρου της 4ης Φεβρουαρίου 2003]. Το όνομά του είναι V.L. και ήταν πρώην συνάδελφος του διευθυντή του Spiru Haret στο πανεπιστήμιο. Πριν να μετακομίσει στην  Chişinău, ζούσε στο  Ungheni. Όταν ήρθε στην Chişinău, έπρεπε να βρει σχολείο για την κόρη του. Προσέγγισε τον παλιό συνάδελφό του, ο οποίος υπονόησε ότι δεν του αρκούσαν οι αναμνήσεις από τα φοιτητικά χρόνια, αλλά ήθελε και λεφτά. Ο  V.L. αρνήθηκε να τον πληρωσει και είπε στον διεθυντή ότι δεν είχε λεφτά. Μετά από μια μαρκά περίοδο, κατά την οποία χόρτασε υποσχέσεις, ο  V.L. παραιτήθηκε από την ιδέα να γράψει την κόρη του στο  Spiru Haret.

‘Η επίσημη απάντηση που δόθηκε από τον διευθυντή ήταν ότι μέναμε σε άλλο σημείο της πόλης. Εντυπωσιάστηκα όταν έμαθα ότι μια φίλη της κόρης μου, που ζούσε στην ίδια γειτονιά, είπε στην κόρη μου ότι ο πατέρας της πλήρωσε τριακόσια δολάρια στον διευθυντή. Τώρα είναι μαθήτρια του  Spiru Haret ενώ η κόρη μου είναι σε άλλο σχολείο, το οποίο δεν θέλει λεφτά’, είπε ο  V.L....

9.  Σε αδιευκρίνιστη ημερομηνία, ο διευθυντής κίνησε αστική διαδικασία για δυσφήμηση εναντίον της προσφεύγουσας εφημερίδας, λέγοντας ότι πολλοί ισχυρισμοί του παραπάνω άρθρου τον δυσφημούσαν. 

10.  Κατά τη διαδικασία, η προσφεύγουσα εφημερίδα κάλεσε τρεις μάρτυρες, ανάμεσα στους οποίους και τον  V.L., οι οποίοι κατέθεσαν ότι γίνονταν δωροδοκίες για την εγγραφή παιδιών στο  Spiru Haret.

11.  Στις 18 Σεπτεμβρίου 2003, το Πρωτοδικείο του Buiucani εξέδωσε απόφαση υπέρ του διεθυντή, κρίνοντας ότι οι ισχυρισμοί περί δωροδοκίας ήταν ανακριβείς και δυσφημηστικοί. Συμπέρανε ότι οι καταθέσεις των τριών μαρτύρων που κάλεσε η προσφεύγουσα εφημερίδα δεν ήταν επαρκείς για να ανατρέψουν το τεκμήριο της αθωότητας του διευθυντή. Διέταξε την εφημερίδα να δημοσιεύσει μια συγγνώμη εντός δεκαπέντε ημερών και να πληρώσει στον διευθυντή  1,350 Μολδαβικά Λέι (το ισόποσο των 88 ευρώ εκείνη την περίοδο). Όσο για τους μάρτυρες που κάλεσε η εφημερίδα, αναφέρει:


“Το δικαστήριο δεν έχει λόγο να μην πιστέψει τους μάρτυρες  V.L., C.G. και M.N. Ωστόσο, η δημόσια διάδοση του ισχυρισμού  ότι κάποιος δωροδοκήθηκε, προϋποθέτει απόφαση ποινικού δικαστηρίου που να κηρύσσει το άτομο ένοχο για δωροδοκία. Αφού δεν υπάρχει τέτοια απόδειξη εναντίον του [διευθυντή], δεν μπορεί να κατηγορείται για δωροδοκία.”


12.  Η προσφεύγουσα εφημερίδα και ο διευθυντής υπέβαλαν έφεση εναντίον της απόφασης. Η προσφεύγουσα εφημερίδα προσέβαλε την κρίση της απόφασης ότι ο ισχυρισμός περί δωροδοκίας ήταν δυσφημηστικός, αναφέροντας ότι δεν είχε κατηγορήσει ευθέως τον διευθυντή για παθητική δωροδοκία, αλλά ότι είχε επιστήσει την προσοχή του κοινού στο πασίγνωστο φαινόμενο της δωροδοκίας στα σχολεία. Ο διευθυντής προσέβαλε την απόφαση λέγοντας ότι ο ισχυρισμός περί δωροδοκίας δεν ήταν ο μοναδικός δυσφημηστικός ισχυρισμός του άρθρου. Στις 23 Δεκεμβρίου 2003 και οι δύο εφέσεις απορρίφθηκαν από το Εφετείο  Chişinău, το οποίο έκρινε αβάσιμους τους ισχυρισμούς της εφημερίδας. Όσον αφορά την έφεση του διευθυντή, έκρινε ότι λόγω του ότι ήταν δημόσιο πρόσωπο, θα έπρεπε να είναι πιο ανεκτικό στις επικρίσεις. 

13.  Η προσφεύγουσα εφημερίδα άσκησε αναίρεση στο Ανώτατο Δικαστήριο, ισχυριζόμενο και πάλι, μεταξύ άλλων, ότι ο σκοπός του άρθρου δεν ήταν να κατηγορήσει τον διευθυντή ότι δωροδοκείται αλλά απλώς να δημοσιοποιήσει τις σχετικές φήμες. Ισχυρίστηκε ότι η κυκλοφορία αυτών των φημών είχε αποδειχθεί με μάρτυρες. Η τιμωρία της εφημερίδας για έλλειψη ύπαρξης καταδικαστικής απόφασης του διευθυντή ήταν δυσανάλογη και μη αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία. Επιπλέον, η εφημερίδα είχε απλώς διαδώσει ισχυρισμούς που έγιναν από τρίτους. 


14.  Στις 31 Μαρτίου 2004 το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεση της εφημερίδας. 


II.  ΣΧΕΤΙΚΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ 

15.  Οι σχετικές ισχύουσες διατάξεις του Αστικού Κώδικα κατά τον κρίσιμο χρόνο ανέφεραν:


Άρθρο 7. Προστασία τιμής και υπόληψης 


“(1)  Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει το δικαίωμα να ζητήσει από δικαστήριο να επιβάλλει την αποκατάσταση ισχυρισμών που είναι προσβλητικοί για την τιμή και την υπόληψη του/της εάν το πρόσωπο που πρόβαλε τον ισχυρισμό δεν μπορεί να τον αποδειξει. 

(2)  Όταν τέτοιες πληροφορίες δημοσιοποιούνται από μέσο ενημέρωσης, το δικαστήριο διατάζει το υπεύθυνο γραφείο του μέσου ενημέρωσης να δημοσιεύσει, όχι μετά από 15 ημέρες από την έκδοση της απόφασης, την αποκατάσταση των ισχυρισμών στην ίδια στήλη ή στην ίδια σελίδα ή στο ίδιο πρόγραμμα ή σειρά εκπομπών.”


Άρθρο  7/1. Αποζημίωση για μη περιουσιακή βλάβη

“(1)  Η βλάβη που προκαλείται σε ένα πρόσωπο λόγω διάδοσης ισχυρισμών που δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια και είναι προσβλητικοί για την τιμή ή την υπόληψή του/της πρέπει να αποζημιώνεται από το υπεύθυνο φυσικό ή νομικό πρόσωπο. 

(2)  Το ποσό της αποζημίωσης καθορίζεται από το δικαστήριο κατά περίπτωση ως ισόποσο των ελάχιστων μισθών από 75 έως 200 μηνών εάν η πληροφορία διαδόθηκε από νομικό πρόσωπο και των ελάχιστων μισθών από 10 έως 100 μηνών εάν διαδόθηκε από φυσικό πρόσωπο.”

ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ 

16.  Η προσφεύγουσα εφημερίδα, επικαλούμενη το Άρθρο 10 της Σύμβασης, παραπονείται ότι οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων αποτέλεσαν παρέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης η οποία δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνά. Το Άρθρο 10 αναφέρει: 


“1.  Καθένας έχει δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης. Αυτό το δικαίωμα περιλαμβάνει την ελευθερία του να έχει κανείς απόψεις και να λαμβάνει και μεταδίδει πληροφορίες και ιδέες χωρίς παρέμβαση από δημόσια αρχή και ανεξαρτήτως συνόρων. Το παρόν Άρθρο δεν απαγορεύει στα Κράτη να υποβάλλουν σε διαδικασίες αδειοδότησεις της επιχειρήσεις μετάδοσης εκπομπών, τηλεόρασης ή κινηματογράφου.


2.  Η άσκηση αυτών των ελευθεριών, καθώς συνεπάγεται καθήκοντα και ευθύνες, μπορεί να υποβάλλονται σε διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή ποινές που προβλέπονται από το νόμο και είναι αναγκαίες σε μια δημοκρατική κοινωνία, για λόγους της εθνικής ασφάλειας,  εδαφικής ακεραιότητας ή  δημόσιας ασφάλειας, για την προάσπιση της τάξης και την αποτροπή του εγκλήματος, για την προστασία της υγείας ή των ηθών, για την προστασία της υπόληψης ή των δικαιωμάτων των άλων, για την αποτροπή της κοινοποίησης εμπιστευτικών πληροφοριών ή την διατήρηση του κύρους και της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας.”


I.ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ


17.  Το Δικαστήριο σημειώνει ότι η προσφυγή δεν είναι προφανώς αβάσιμη κατά την έννοια του Άρθρου 35 παρ. 3 της Σύμβασης. Περαιτέρω σημειώνει ότι δεν είναι απαράδεκτη για άλλους λόγους. Γι' αυτό πρέπει να κηρυχθεί παραδεκτή. Σύμφωνα με την απόφασή του για εφαρμογή του Άρθρου 29 παρ. 3 της Σύμβασης (βλ. παράγραφος 4 ανωτέρω) το Δικαστήριο θα εξετάσει ταυτόχρονα και την ουσία της προσφυγής. 



II.  ΟΥΣΙΑ

18.  Η προσφεύγουσα εφημερίδα ισχυριστηκε ότι τήρησε τους κανόνες της δημοσιογραφικής δεοντολογίας και ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν κρίνει αντίθετα. Είχε διεξάγει επαρκή έρευνα πριν να δημοσιεύσει το άρθρο. Η εν λόγω δημοσιογράφος είχε πιστοποιήσει την αυθεντικότητα της ανώνυμης επιστολής και παρακολούθησε τα γεγονότα στο Γυμνάσιο  Spiru Haret μετά την δημοσίευση. Η δημοσιογράφος γνώριζε τα στοιχεία των συγγραφέων του άρθρου, αλλά δεν τα αποκάλυψε για να προστατέψει τα παιδιά τους. Η δημοσιογράφος είχε συναντήσει τον V.L. και άλλα πρόσωπα για να συλλέξει πρόσθετες πληροφορίες όσον αφορά τους ισχυρισμούς για διαφθορά που περιέχονταν στο ανώνυμο γράμμα. 

19.  Η προσφεύγουσα εφημερίδα πρόσθεσε ότι το άρθρο της 14ης Φεβρουαρίου 2003 έπρεπε να γίνει αντιληπτό ως συνέχεια εκείνου της 4ης Φεβρουαρίου 2003, το οποίο είχε εγείρει θέματα καθαρά δημόσιου ενδιαφέροντος, δηλαδή τις συνθήκες μελέτης σε ένα φημισμένο γυμνάσιο του  Chişinău και την φερόμενη διαφθορά σε αυτό το ίδρυμα. 

20.  Η άρνηση της προσφεύγουσας εφημερίδας να δημοσιεύσει την απάντηση του διευθυντή στο πρώτο άρθρο δεν ήταν κακόπιστη. Βασιζόταν στην προσβλητική φύση της απάντησης. Ζήτησε από τον διευθυντή να τροποποιήσει την απάντηση, αλλά ενόψει της άρνησής του, η απάντηση δεν δημοσιεύθηκε. 

21.  Το άρθρο της 14ης Φεβρουαρίου ήταν απάντηση στο άρθρο που είχε δημοσιευθεί στην  Jurnal de Chişinău και αποσκοπούσε στο να υπερασπιστεί τη φήμη της εφημερίδας. Επιπλέον, ο διευθυντής ήταν δημόσιο πρόσωπο, γεγονός το οποίο επιβεβαιώθηκε από τα δικαστήρια και η προφεύγουσα εφημερίδα ασκούσε το καθήκον της λειτουργώντας ως “σκύλος-φύλακας της δημόσιας ζωής” (Σ.τ.Μ.: “public watchdog”).

22.  H Kυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι η προσφεύγουσα εφημερίδα είχε αποτύχει να ασκήσει τα καθήκοντα και τις ευθύνες που επιβάλλονται κατά την ενάσκηση της ελευθερίας της έκφρασης. Ιδιαίτερα απέτυχε να επιβεβαιώσει τις πληροφορίες πριν τις δημοσιεύσει και το  άρθρο ήταν γραμμένο με τρόπο ασύμβατο προς το ρόλο του Τύπου ως σκύλου-φύλακα της δημόσιας ζωής. 

23.  Περαιτέρω, επισημαίνουν το πεδίο εκτίμησης των εθνικών αρχών κατά την αξιολόγηση της ανάγκης για παρέμβαση και αναφέρουν ότι όπου η Σύμβαση αναφέρεται στο εθνικό δίκαιο, υπάρχει προτεραιότητα των εθνικών αρχών να εφαρμόσουν και να ερμηνεύσουν το εθνικό δίκαιο. Αρνήθηκαν ότι στην προκειμένη περίπτωση οι εθνικές αρχές υπερέβησαν το πεδίο εκτίμησης και ισχυρίστηκαν ότι στην παρούσα υπόθεση αξιοποίησαν το πεδίο εκτίμησης καλόπιστα, προσεκτικά και λογικά.

24.  Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η ελευθερία της έκφρασης συνιστά ένα από τα ουσιώδη θεμέλια μιας δημοκρατικής κοινωνίας και οι εγγυήσεις που αναγνωρίζονται για τον Τύπο είναι ιδιαίτερης σημασίας. Δεν είναι μόνο η αποστολή του Τύπου να μεταδίδει πληροφορίες και ιδέες, αλλά είναι και το δικαίωμα του κοινού να τις λαμβάνει. Διαφορετικά, ο Τύπος δεν θα μπορούσε να παίξει τον ζωτικό ρόλο ενός “σκύλου-φύλακα της δημόσιας ζωής” (βλ. ανάμεσα σε άλλες σχετικές αποφάσεις της πάγιας νομολογίας  Observer και  Guardian κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της  26 Νοεμβρίου 1991, Συλλογή A αρ. 216, σελ. 29-30, § 59).

25.  Όμως, το Άρθρο 10 της Σύμβασης δεν εγγυάται μια πλήρως ανεπιφύλακτη ελευθερία της έκφρασης ακόμη κι όταν ο Τύπος καλύπτει ζητήματα σοβαρού δημόσιου ενδιαφέροντος. Όταν, όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση, υπάρχει ένα ζήτημα επίθεσης στην υπόληψη των ατόμων κι έτσι θίγει τα δικαιώματα που εγγυάται το άρθρο 8 της Σύμβασης (βλ, μεταξύ άλλων, Pfeifer κατά Αυστρίας, αρ. 12556/03, § 35, ΕΔΔΑ 2007-...), πρέπει να επιδιώκεται η δίκαιη στάθμιση ανάμεσα στα αντικρουόμενα συμφέροντα. Επίσης, σχετικό με την στάθμιση του Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση είναι ότι σύμφωνα με το Άρθρο  6 § 2 της Σύμβασης, καθένας έχει το δικαίωμα να θεωρείται αθώος για κάθε ποινικό αδίκημα μέχρι να αποδειχθεί ένοχος.

26.  Σύμφωνα με τους όρους της παραγράφου 2 του Άρθρου 10, η ενάσκηση της ελευθερίας της έκφρασης προϋποθέτει “καθήκοντα και ευθύνες” που εφαρμόζονται επόσης στον Τύπο. Λόγω αυτών των “καθηκόντων και ευθυνών”, οι οποίες επιβάλλονται από την ενάσκηση της ελευθερίας της έκφρασης, η εγγύηση που περιέχει το Άρθρο 10 για τους δημοσιογράφους κατά την μετάδοση θεμάτων δημόσιου ενδιαφέροντος, τελεί υπό την αίρεση ότι λειτουργούν με καλή πίστη και προκειμένου να παρέχουν έγκυρες και αξιόπιστες πληροφορίες σύμφωνα με την δημοσιογραφική δεοντολογία (βλ. Bladet Tromsø και Stensaas κατά Νορβηγίας [Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 21980/93, § 65, EΔΔΑ 1999-III). Το Δικαστήριο θα εξετάσει εάν η δημοσιογράφος που έγραψε το επίμαχο άρθρο λειτούργησε καλόπιστα και σύμφωνα με την δεοντολογία του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, αυτό εξαρτάται ιδίως από τη φύση και τον βαθμό της προκειμένης δυσφήμησης, τον τρόπο με τον οποίο έχει γραφτεί το επίμαχο άρθρο και την έκταση κατά την οποία η προσφεύγουσα εφημερίδα μπορύσε να θεωρήσει τις πηγές της ως αξιόπιστες, όσον αφορά τους επίμαχους ισχυρισμούς. Το τελευταίο θέμα θα πρέπει να εξεταστεί υπό το φως των περιστάσεων όπως παρουσιάστηκαν στην δημοσιογράφο κατά τον κρίσιμο χρόνο, κι όχι με το προνόμιο της εκ των υστέρων γνώσης (βλ. Bladet  Tromsø και Stensaas, ό.π., § 66).

27.  Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η προσφεύγουσα εφημερίδα προσπάθησε να αποδείξει στις εθνικές δίκες ότι οι επίμαχοι ισχυρισμοί δεν αποδίδουν ως άμεση κατηγορία την δωροδοκία του διευθυντή του  Spiru Haret, αλλά επιχειρούν να φέρουν στην προσοχή του κοινού το φαινόμενο της δωροδοκίας στα σχολεία (βλ. ανωτ. παράγραφος 12). Το Δικαστήριο δεν κρίνει πειστικό αυτό το επιχείρημα και θεωρεί ότι τόσο στο πρώτο, όσο και στο δεύτερο άρθρο, οι ισχυρισμοί ήταν επαρκώς ρητοί ώστε να θεωρήσουν οι αναγνώστες ότι ο διευθυντής ήταν ένοχος για το ποινικό αδίκημα της δωροδοκίας. 

28.  Το Δικαστήριο συμφωνεί με τον εκπρόσωπο τη προσφεύγουσας ότι τα άρθρα της 4ης και 14ης Φεβρουαρίου 2003 δεν μπορούν να αποσυσχετισθούν μεταξύ τους (βλ. παράγραφο 19 παραπάνω) και γι΄αυτό το θεωρεί σημαντικό να εξετάσει την επαγγελματική συμπεριφορά της προσφεύγουσας εφημερίδας στο πλαίσιο και των δύο άρθρων. 

29.  Σημειώνει ότι παρά την σοβαρότητα των ισχυρισμών που έγιναν κατά του διευθυντή στην ανώνυμη επιστολή που δημοσιεύθηκε στις 4 Φεβρουαρίου 2003, οι δημοσιογράφοι δεν προσπάθησαν να τον προσεγγίσουν και να ζητήσουν τη γνώμη του για το θέμα. Ούτε προκύπτει από το κείμενο του άρθρου ότι η δημοσιογράφος διεξήγαγε κάποιο είδος έρευνας για τα θέματα που επισημαίνονται στην ανώνυμη επιστολή. Επιπλέον, όταν ο διευθυντής και το συντακτικό προσωπικό της σχολικής εφημερίδας  ζήτησαν να δημοσιευθεί η απάντησή τους, αυτό απορρίφθηκε επειδή η απάντησή τους κρίθηκε προσβλητική. Λαμβάνοντας υπόψη την απάντηση που δημοσιεύθηκε στην  Jurnal de Chişinău, το Δικαστήριο δεν θεωρεί την απάντηση προσβλητική. Ο διευθυντής κατηγορούσε την προσφευγουσα εφημερίδα για αντιεπαγγελματική συμπεριφορά, αλλά αυτή η αντίδραση ήταν κανονική και αναλογική ενόψει του περιεχομένου του πρώτου άρθρου. 

30.  Ως αντίδραση στην απάντηση του διευθυντή, η προσφεύγουσα εφημερίδα δημοσίευσε ένα ακόμη άρθρο στις 14 Φεβρουαρίου 2003. Ισχυρίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι σκοπός αυτού του άρθρου ήταν να συζητηθούν ζητήματα δημόσιου ενδιαφέροντος (βλ. ανωτέρω παράγραφο 19). Πάντως, δεδομένης της επανάληψης ορισμένων κατηγοριών που έγιναν εναντίον του διευθυντή και ελήφθησαν από το άρθρο της 4ης Φεβρουαρίου 2003 και λαμβανομένης υπόψη της γλώσσας που χρησιμοποιείται, το Δικαστήριο θεωρεί ότι αυτό το άρθρο είναι περισσότερο ένα είδος αντεκδίκησης κατά των προσώπων που αμφισβήτησαν τον επαγγελματισμό της εφημερίδας. Πράγματι, ο τόνος του άρθρου υποδηλώνει ένα βαθμό χλεύης και το άρθρο περιέχει υπαινιγμούς για την φερόμενη προσωπική σχέση ανάμεσα στον διευθυντή και σε μια δασκάλα, χωρίς καμία απόδειξη περί αυτού και χωρίς να λαμβάνει υπόψη την υπόληψη και το κύρος που πρέπει να εμπνέουν οι δάσκαλοι των σχολείων στα μάτια των μαθητών τους.  

31.  Η προσφεύγουσα εφημερίδα επιχείρησε να καλύψει τα κενά που άφησε με το πρώτο άρθρο, παραπέμποντας σε φήμες για να καλύψει τις κατηγορίες περί δωροδοκίας. Μόνο όταν αντιμετώπισε τον κίνδυνο της αστικής δίκης κάλεσε δύο πρόσθετους μάρτυρες, σε μια προσπάθεια να αποκτήσουν βάση οι κατηγορίες περί δωροδοκίας. Στο πλαίσιο της κατ΄αντιπαράσταση διαδικασίας, το Πρωτοδικείο Buiucani δεν αποδέχθηκε τα επιχειρήματα της εφημερίδας και τις αποδείξεις και έκρινε ότι οι ισχυρισμοί ήταν αναληθείς και δυσφημηστικοί. Το Δικαστήριο θα υπογράμμιζε ότι δεν αποδέχεται την αιτιολογία του πρωτόδικου δικαστηρίου, δηλαδή ότι οι ισχυρισμοί για σοβαρές παραβάσεις που καταλογίζονται κατά του ενάγοντος θα έπρεπε πρώτα να έχουν αποδειχθεί σε ποινικό δικαστήριο. Παρ' όλ' αυτά θα πρέπει να επισημανθεί ότι το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αναγνωρίζει στις εφημερίδες ένα απόλυτο δικαίωμα να δρουν ανεύθυνα κατηγορώντας άτομα για ποινικές παραβάσεις χωρις βάσιμα πραγματικά περιστατικά κατά τον κρίσιμο χρόνο (βλ.  Bladet Tromsø και Stensaas, ό.π., § 66) και χωρίς να τους προσφέρουν την δυνατόητα να αντικρούσουν τις κατηγορίες. Υπάρχουν όρια στο δικαίωμά τους να διαδίδουν πληροφορίες και χρειάζεται η εύρεση μιας ισορροπίας ανάμεσα σε αυτό το δικαίωμα και στο δικαίωμα όσων θίγονται. 

32.  Το Δικαστήριο επιπλέον έλαβε υπόψη την αντιεπαγγελματική συμπεριφορά της προσφεύγουσας εφημερίδας και την σχετικά μικρή επιδίκαση αποζημίωσης που ζητήθηκε να πληρώσει στο πλαίσιο της πολιτικής διαδικασίας. 

33.  Ενόψει των συνολικών περιστάσεων στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο κρίνει ότι η λύση των εθνικών δικαστηρίων πέτυχε μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντίθετα συμφέροντα του ενάγοντος και αυτά της προσφεύγουσας εφημερίδας. 

34.  Ενόψει των ανωτέρω και δεδομένου ότι η προσφεύγουσα εφημερίδα ενέργησε με κατάφωρη παραβίαση των καθηκόντων της υπεύθυνης δημοσιογραφίας παραβιάζοντας έτσι τα δικαιώματα των άλλων που προβλέπονται από τη Σύμβαση, η παρέμβαση στην ενάσκηση του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης ήταν δικαιολογημένη. Συνακόλουθα, δεν παραβιάστηκε το Άρθρο 10 της Σύμβασης. 



ΓΙΑ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ


1.  Κηρύσσε ομόφωνα παραδεκτή την προσφυγή.

2.  Κρίνει  με τέσσερις ψήφους έναντι τριών ότι παραβιάσθηκε το άρθρο 10 της Σύμβασης.


Συντάχθηκε στην Αγγλική γλώσσα και κοινοποιήθηκε γραπτώς στις 29 Ιουλίου 2008, σύμφωνα με τον Κανόνα  77 §§ 2 και 3 του Κανονισμού του Δικαστηρίου.


Lawrence Early Lech Garlicki 
 



Γραμματέας  Πρόεδρος









Σύμφωνα με το άρθρο 45 § 2 της Σύμβασης και τους Κανόνες   74 § 2 του Κανονισμού του Δικαστηρίου, στην απόφαση επισυνάπτεται η ακόλουθη μειοψηφούσα άποψη του Δικαστή  Bonello, στην οποία προσχωρούν και οι Δικαστές  David Thór Björgvinsson και Šikuta.


L.G. 
.L.E. 


ΜΕΙΟΨΗΦΟΥΣΑ ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ BONELLO, ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΠΡΟΣΧΩΡΟΥΝ ΟΙ ΔΙΚΑΣΤΕΣ DAVÍD THÓR BJÖRGVINSSON ΚΑΙ ŠIKUTA

1.  Η απόφαση των εθνικών δικαστηρίων προς την προσφεύγουσα εφημερίδα να πληρώσει αποζημίωση και να δημοσιεύσει μια συγγνώμη αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, παραβίαση της ελευθερία της έκφρασης που κατοχυρώνει το Άρθρο 10 της Σύμβασης και ψήφισα χωρίς δισταγμό υπέρ αυτού. 

2.  Η απόφαση εκθέτει τα βασικά περιστατικά της υπόθεσης στις παραγράφους από 5 έως 14. θα μπορούσα να υπογραμμίσω τα παρακάτω ως ιδιαίτερα ουσιαστικά. Η προσφεύγουσα εφημερίδα, στα δύο επίμαχα άρθρα απέδωσε έναν αριθμό κατηγοριών κατά ου διευθυντή του κρατικού Γυμνασίου  Spiru Haret. Κάποιες κατηγορίες βρίσκονται στο χαμηλότερο βαθμό μιας αρνητικής κλίμακας. Μία από αυτές όμως, εκείνη περί δωροδοκίας και διαφθοράς του διευθυντή του σχολείου, βρίσκεται στο ανώτατο σημείο. 

3.  Από τις τέσσερις λιγότερο βαριές κατηγορίες, οι πρώτες δύο φαίνονται να μην έχουν αντικρουσθεί: ότι το σχολείο είχε πρόβλημα υπερπληθισμού και περιορισμένες εγκαταστάσεις. Το τρίτο, ότι ο διευθυντής ξόδεψε χρήματα για την διακόσμηση του γραφείου του, επίσης είναι αλήθεια. Όπως είναι αλήθεια η περίσταση στην οποία ο διευθυντής χρησιμοποίησε κρατικούς πόρους για να βελτιώσει κάποια άλλα μέρη του σχολείου. Δεν υπάρχει τίποτε ανάρμοστο, κατά τη γνώμη μου, στο να αναφέρεται ότι ενώ υπάρχουν ανεπαρκείς πόροι για να καλυφθούν όλες οι ανάγκες του σχολείου, το να ξοδεύονται λεφτά για την διακόσμηση του γραφείου του διευθυντή δεν αποτελεί προτεραιότητα. Αυτό σίγουρα αποτελεί αξιολογική κρίση, αποδεκτή είτε συμφωνεί κανείς είτε όχι, προστατευόμενη από το Άρθρο 10. 

4.  Η τέταρτη κατηγορία ήταν ότι το σχολικό περιοδικό “ασχολείται μόνο με τις σχέσεις και το σεξ” κι αυτό δεν είναι δυσφημιστικό. Οι ικανότητες στις σχέσεις και η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση είναι ουσιώδεις στόχοι σε κάθε εκπαιδευτικό σύστημα που σέβεται τον εαυτό του. Εάν οι επικρίσεις είναι ικανοποιητικές ή ανοικτές σε αμφισβήτηση, πάντως εξακολουθούν να είναι αξιολογική κρίση, καλοδεχούμενη ή μη, αλλά προστατευόμενη. 

5.  Η πέμπτη κατηγορία στρεφόταν από την εφημερίδα κατά του διευθυντή – ότι είχε λάβει 200 – 500 δολάρια ΗΠΑ για να γράψει παιδιά στο σχολείο- υπάγεται σε άλλη κατηγορία και θα πρέπει να εξεταστεί σύμφωνα με τα κριτήρια που έχουν από καιρό θεμελιωθεί με την νομολογία του Δικαστηρίου, προεχόντως σχετικά με την ελευθερία του δημοκρατικού διαλόγου για θέματα σοβαρού δημόσιου ενδιαφέροντος – κι αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνει κατά τη γνώμη μου, την έρευνα για την διάβρωση από την διαφθορά ή το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα. Μια άλλη συζήτηση είναι εάν προκειμένου να προκαλέσουν την προστασία από το Άρθρο 10, οι ισχυρισμοί που δημοσιεύονται από εφημερίδες στο πλαίσιο ενός ανοικτού διαλόγου για θέματα σοβαρού δημόσιου ενδιαφέροντος πρέπει να αποδεικνύονται “αληθείς” ή αν αρκεί να θεμελιώνονται σε επαρκή ελέγξιμα στοιχεία (η θεωρία της “υποστηρικτικής βάσης πραγματικών περιστατικών”). 

6.  Στις δίκες των εθνικών δικαστηρίων, η εφημερίδα προκάλεσε τρεις ανεξάρτητες μαρτυρίες που όλες επιβεβαίωναν ότι ο διευθυντής έπαιρνε χρήματα για να γράψει παιδιά στο σχολείο. Το δικαστήριο που εξέτασε τους μάρτυρες είπε ότι “δεν έχει λόγους να μην πιστέψει τους μάρτυρες LV, CG και MN”. Αλλά αυτό το δικαστήριο απέρριψε την -αξιόπιστη- μαρτυρία τους, με μια δικαιολογία που θεωρώ επιεικώς περίεργη. Αν και το δικαστήριο δέχεται την αξιοπιστία των τριών μαρτύρων, συμπληρώνει ότι “η δημόσια διάδοση του ισχυρισμού  ότι κάποιος δωροδοκήθηκε, προϋποθέτει απόφαση ποινικού δικαστηρίου που να κηρύσσει το άτομο ένοχο για δωροδοκία. Αφού δεν υπάρχει τέτοια απόδειξη εναντίον του [διευθυντή], δεν μπορεί να κατηγορείται για δωροδοκία.” Τέλεια. Τώρα ξέρουμε ότι η αριστοκρατική λειτουργία ενός ελεύθερου Τύπου “σκύλου-φύλακα” είναι να δημοσιοποιεί αντίγραφα των ποινικών αποφάσεων.

7.  Αυτό σημαίνει επίσης ότι, κατά την άποψη του εθνικού δικαστηρίου, ακόμη κι αν χίλιοι αξιόπιστοι μάρτυρες ορκίζονταν ότι ο διευθυντής δωροδοκείται, το δικαστήριο θα έκρινε την εφημεριδα ένοχη για συκοφαντία – επειδή η εφημερίδα δεν πέταξε στους αναγνώστες της την απόφαση ενός ποινικού δικαστηρίου που να κηρύσσει ένοχο τον διευθυντή, αλλά , παρά τις σοβαρές κατηγορίες που επιβεβαιώθηκαν από αξιόπιστους μάρτυρες, η εφημερίδα θα έπρε να περιμένει πολύ, λίγο-πολύ μιαν αιωνιότητα, για μια απόφαση που να επιβεβαιώνει ή να απορρίπτει την υπαιτιότητά του. Η τελευταία λέξη της δημοκρατίας απαιτεί να διώκεται όποιος διατυπώνει αξιόπιστες κατηγορίες, όχι αυτόν στον οποίο αποδίδονται. Και ο σκύλος-φύλακας της δημόσιας ζωής δεν θα πρέπει να γαβγίσει καθόλου, ακόμη κι αν διαθέτει αξιόπιστες αποδείξεις στην κατοχή του. Πριν από αυτή την παραδοχή δεν ήξερα ότι η δουλειά του ελεύθερου Τύπου είναι να σέβεται την αιώνια σιωπή, περιμένοντας μια απόφαση ποινικού δικαστηρίου που δεν θα ερχόταν ποτέ. 

8.  Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έχει αποστασιοποιηθεί – ορθά- από το περίεργο δόγμα του εθνικού δικαστηρίου, αλλά καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα κατά της εφημερίδας για δημόσια καταδίκη περί ανάρμοστης συμπεριφοράς από διοικητικό υπάλληλο που αποδείχθηκε με μάρτυρες, οι οποίοι κρίθηκαν αξιόπιστοι από τα εθνικά δικαστήρια. 

9.  Η ελευθερία της έκφρασης θα ήταν πολύ ρηχή εάν οι εφημερίδες τιμωρούνται, με την έγκριση αυτού του Δικαστηρίου, για τη συμβολή τους στο δημίοσιο διάλογο για θέματα σοβαρού δημόσιου ενδιαφέροντος με την αποκάλυψη αξιόπιστων πληροφοριών – οι οποίες επιβεβαιώθιηκαν ως ακριβείς από τα εθνικά δικαστήρια. Η άποψή μου για την ευθύνη των υγειών, ενεργών μέσων ενημέρωσης - “σημαντικοί σκύλοι-φύλακες της δημόσιας ζωής” τους ονόμασε κάποιος με μια υπερβολική δόση αισιοδοξίας – πρέπει να πηγαίνουν παραπέρα από την έκδοση στρογγυλοποιημένων δελτίων τύπου που εκδίδονται από τις αρχές. Τώρα μου λένε ότι έκανα λάθος. 

10.  Αντίθετα από το Δικαστήριο, δεν θα υιοθετούσα το επιχείρημα της “αντιεπαγγελματικής συμπεριφοράς” των προσφευγόντων ή ότι η δημοσιογραφία πρέπει να ασκείται υπεύθυνα σύμφωνα με την επαγγελματική δεοντολογία. Προσωπικά δεν θεωρώ την συμπεριφορά της προσφεύγουσας εφημερίδας ιδιαίτερα αρνητική, αλλά στο πλαίσιο της παρούσας γνώμης θα συμφωνήσω με την πλειοψηφία και θα δεχθώ ότι ήταν. Που οδηγεί αυτό; Η ορθή διοίκηση και η καλή επαγγελματική συμπεριφορά πάνε χέρι με χέρι, αλλά αν λείπει το δεύτερο και πάλι θα προτιμούσα την ορθή διοίκηση από τον επαγγελματισμό των μέσων ενημέρωσης. Η αλήθεια είναι ότι σε αυτή την υπόθεση το Δικαστήριο έδωσε περισσότερη αξία στην επαγγελματική συμπεριφορά παρά στην αποκάλυψη της διαφθοράς. 

11.  Τα δεδομένα δείχνουν ότι η εφημερίδα έκανε έρευνες για επίμονες φήμες, βρήκε τρεις μάρτυρες των οποίων η ακεραιότητα δεν έχει αμφισβητηθεί και οι οποίοι υποστήριξαν ενόρκως τους ισχυρισμούς για διαδφθορά, επιβεβαιώνοντας τις βαριές ευθύνες για δωροδοκία και τις βαρύτερες για θυματοποίηση. Το Δικαστήριο τιμώρησε την εφημερίδα όχι επειδή δεν δημοσίευσε τις αναληθειες (διότι σε αυτή την περίπτωση, θα έσπευδα να συμφωνήσω) αλλά για “αντιεπαγγελματική συμπεριφορά” πράγμα που σε κάθε περίπτωση δεν ήταν το καθοριστικό. Θα εξηγήσω αργότερα γιατί αυτό διαστρέφει ολοκληρωτικά τον έλεγχο αναλογικότητας.

12.  Η καλούμενη “αντιεπαγγελματική συμπεριφορά” που τιμωρήθηκε από το Δικαστήριο φαίνεται να συνίσταται στο γεγονός ότι η εφημερίδα βρήκε τον πρώτο από τους – αξιόπιστους- μάρτυρές της πριν την δημοσίευση των άρθρων, αλλά τον δεύτερο και τον τρίτο -αξιόπιστο- μάρτυρα μετά την δημοσίευση. Αυτό φαίνεται να παρουσιάζεται πιο σημαντικό από την αλήθεια, πιο σημαντική η χρονολογική σειρά παρά η αποκάλυψη της διαφθοράς. 

13.  Ένα άλλο σφάλμα της εφημερίδας, κατά το Δικαστήριο, ήταν η παράλειψη να ζητήσει από τον διευθυντή να δώσει την άποψή του. Και που θα οδηγούσε αυτό; Ας υποθέσουμε ότι η εφημερίδα, πάσχοντας από δημοσιογραφική κομψότητα, είχε ρωτήσει τον διευθυντή πριν την δημοσίευση: είναι αλήθεια ότι έχετε δωροδοκηθεί; Η απάντηση θα ήταν ένα ναι ή ένα όχι και καταβάλλω κόπο να υποθέσω ποια από τις δύο θα ήταν η πιο πιθανή. Εάν (τι έκπληξη!) είχε αρνηθεί τη διαφθορά, θα έπρεπε η εφημερίδα να φημωθεί για πάντα ή θα έπρεπε να είχε δημοσιεύσει τις – αξιόπιστες- κρίσεις τις; Τα εθνικά δικαστήρια και το Δικαστήριο του Στρασβούργου απάντησαν διαφορετικά σε αυτήν την ερώτηση. Το εθνικό δικαστήριο αναφέρει ότι η εφημερίδα δεν μπορούσε να δημοσιευθεί τίποτε απολύτως εφόσον δεν υπήρχε δεδικασμένη καταδίκη του διευθυντή του σχολείου από ποινικό δικαστήριο. Mιαα ισχυρή υποστήριξη στο δημοκρατικό διάλογο και την ελευθερία της έκφρασης.

14.  Δυστυχώς, το Δικαστήριο του Στρασβούργου πάει παραπέρα: η εφημερίδα παρανομεί επειδή δεν υπέβαλε μια ερώτηση στην οποία η απάντηση ήταν απολύτως αναμενόμενη και σε κάθε περίπτωση χωρίς σημασία. Οι εφημερίδες (και οι αναγνώστες τους) χάνουν την ελευθερία της έκφρασής τους εαν ο δημοσιογράφος παραλείπει να ρωτήσει ένα πρόσωπο που θεωρείται ή είναι αποδεδειγμένα εμπλεκόμενο στην τέλεση ενός αδικήματος, είτε η ερώτηση είναι καταφανώς ανόητη, είτε αυτός επιλέγει να μην απαντήση. Μην κάνετε μια χαζή ερώτηση κι έχετε προβλήματα στο Στρασβούργο. Σε αυτό το θέμα διαφωνώ με το Δικαστήριο. 

15.  Το Δικαστήριο καταδικάζει επίσης την εφημερίδα επειδή δεν δημοσίευσε την πλήρη απάντηση από τον διευθυντή του σχολείου. Σίγουρα αυτό προκαλεί σύγχυση σε δύο επίπεδα. Εάν η εφημερίδα απέφυγε αναιτιολόγητα να δημοσιεύσει την απάντηση, θα έπρεπε να είχε καταδικαστεί – και ορθά- από τα αρμόδια εποπτικά όργανα της δημοσιογραφικής δεοντολογίας για μη συμμόρφωση προς τα δημοσιογραφικά καθήκοντα. Αλλά η παράβαση ενός δεοντολογικού καθήκοντος που αναγνωρίζεται μετά την δημοσίευση δυσφημιστικών ισχυρισμών δεν καθιστά μια εφημερίδα αναδρομικώς ένοχη για δυσφήμηση – ο εκδότης μπορεί να κατηγορηθεί για παράβαση δεοντολογικού κανόνα, όχι για συκοφαντία. Το Δικαστήριο δεν διακρίνει ότι αυτά είναι δύο εντελώς διαφορετικά θέματα,τα οποία θα πρέπει να αντιμετωπίζονται διαφορετικά. Αντί αυτού, ενθαρρύνει την καταδίκη για δυσφήμηση, όταν όλα αποδεικνύουν ότι δεν υπήρχε επαγγελματική αρτιότητα. 

16.   Στην κρίση του ότι τα εθνικά δικαστήρια σεβάστηκαν την ελευθερία της έκφρασης, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη κατά την εκτίμηση της αναλογικότητας “την σχετικά χαμηλή αποζημίωση”. Κατά την γνώμη μου δεν πιστεύω ότι είναι υπέρ της Κυβέρνησης ότι το έκαναν, αλλά δεν το παράκαναν. 

17.  Φοβάμαι ότι αυτή η απόφαση πηγαίνει  την προστασία της ελευθερίας της έκφρασης όσο πιο πίσω μπορούσε. Οι δημοσιογράφοι μαθαίνουν τι τους περιμένει εάν δημοσιεύσουν κάτι ενοχλητικό για τις αρχές, όσο πιεστική κοινωνική ανάγκη κι αν υπάρχει κι όσα επαρκή στοιχεία κι αν υπάρχουν εάν η επαγγελματική συμπεριφορά τους έχει κενά. Ακόμη κι αν προκύπτουν πραγματικά περιστατικά τα οποία καλούν σε επαγρύπνιση, κατά τη στάθμιση της αρχής της αναλογικότητας, για το Στρασβούργο φαίνονται πιο σημαντικοί οι επαγγελματικοί κανόνες παρά ο δημοκρατικός διάλογος για την διαφθορά στο δημόσιο. Για να το πω αλλιώς, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, η κοινωνική ανάγκη για μάχη κατά της κακής δημοσιογραφίας είναι πιο πιεστική από τη μάχη κατά της ανθούσας διαφθοράς. Το “ανατριχιαστικό αποτέλεσμα” των ποινών εναντίον της ελευθερίας του τύπου, το οποίο υποστηρίχθιηκε από την παλιά νομολογία του Δικαστηρίου έχει αποδομηθεί από την πρόσφατη νομολογία του. 

18.   Ο Salman Rushdie, ένα θύμα της  fatwa, σημειώνει: τι είναι ελευθερία της έκφρασης; Χωρίς την ελευθερία του να προσβάλλεις, δεν υφίσταται. Μπορεί η ελευθερία της έκφρασης να παύει να υπάρχει όταν προσβάλλει κι αυτό θα με εξόργιζε. Το σοβαρό λάθος της απόφασης είναι ότι η ελευθερία της γνώμης παύει να υπάρχει όταν τιμωρείται για την προώθηση στο δημόσιο διάλογο ισχυρισμών για την εγκληματικότητα στο δημόσιο που αποδεικνύεται με μάρτυρες, αλλά με τρόπο ο οποίος κρίνεται αντιεπαγγελματικός. Όταν η υπηρέτηση των επαγγελματικών καλών πρακτικών γίνεται πιο σημαντική από την αναζήτηση της ίδιας της αλήθειας, ξημερώνει μια κακή μέρα για την ελευθερία της έκφρασης. 






Κυριακή, Νοεμβρίου 22, 2009

ΕΣΡ: σύσταση σε ρ/σταθμό Ξάνθης να γίνει 25% ελληνόφωνος


Με την απόφαση 473-2009, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης επιβάλλει τη διοικητική κύρωση της σύστασης σε έναν ραδιοφωνικό σταθμό της Ξάνθης, ώστε να εκπέμπει το πρόγραμμά του κατά 25% στην Ελληνική γλώσσα. Πρόκειται για τον σταθμό TELE RADIO 104,2 fm, ο οποίος επέμπει αποκλειστικά στη Τούρκικη γλώσσα. Το ΕΣΡ αναφέρει ότι εάν ο σταθμός δεν συμμορφωθεί θα επιβάλλει αυστηρότερες κυρώσεις.

Η απόφαση αυτή θέτει ένα πολύ σημαντικό ερώτημα που αφορά την ελευθερία της έκφρασης: έχει δικαίωμα ένας ραδιοσταθμός να εκπέμπει στην Ελλάδα το πρόγραμμά του αποκλειστικά σε γλώσσα πλην της Ελληνικής ή όχι; 

Το ΕΣΡ απάντησε ήδη αρνητικά, θεμελιώνοντας την απόφασή του στις διατάξεις δύο νόμων:

(α) άρθρο 3 παρ. 18 εδαφ. β΄του  Ν.2328/1995:

"Η ΕΡΤ Α.Ε. και οι ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί υποχρεούνται να εκπέμπουν το πρόγραμμά τους με πρωτότυπη γλώσσα την ελληνική σε ποσοστό μεγαλύτερο του 25% του χρόνου εκπομπής τους, εκτός του χρόνου των αθλητικών ειήσεων, των τηλεοπτικών παιχνιδιών, των διαφημίσεων ή των υπηρεσιών τηλεειδησεογραφίας."

Όπως διαβάζουμε, η υποχρέωση αφορά μόνο "τηλεοπτικούς" κι όχι ραδιοφωνικούς σταθμούς. Στην απόφασή του όμως το ΕΣΡ αναφέρει ότι η υποχρέωση αυτή αφορά τους ραδιοφωνικούς σταθμούς!

(β) άρθρο 8 παρ. 13 περ. (α)  του Ν.3592/2007 (διαδικασία αδειοδότησης τοπικών ραδιοφωνικών σταθμών):

"Η διάρκεια του προγράμματος πρέπει να καλύπτει το σύνολο του εικοσιτετραώρου, ανεξαρτήτως του περιεχομένου του σταθμού, με κύρια γλώσσα μετάδοσης των εκπομπών λόγου την ελληνική."

Η διάταξη αυτή όμως φαινεται περισσότερο ως  προϋπόθεση για τη λήψη άδειας κι όχι άμεση υποχρέωση για κάθε ραδιοφωνικό σταθμό

Για την αντίθεση του Ν.3592/2007 στις αρχές του πλουραλισμού εκδόθηκε στις 27.7.2007 σχετικό δελτίο τύπου (βλ. εδώ) από τον εκπρόσωπο του Οργανισμού για την Ασφάλεια και Συνεργασια στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) για την Ελευθερία των Μέσων Ενημέρωσης. Ο εκπρόσωπος ανέφερε ότι ο νόμος αυτός επέβαλε μια σειρά μη αναγκαίων και αυστηρών περιορισμών για την αδειοδότηση των μειονοτικών, κοινοτικών και χαμηλού κόστους ραδιοσταθμών

Από τις δύο αυτές διατάξεις δεν προκύπτει λοιπόν υποχρέωση ενός ραδιοφωνικού σταθμού να μεταδίδει υποχρεωτικά το 25% του προγράμματός του στην Ελληνική γλώσσα, όπως συνέστησε το ΕΣΡ στο Τele Radio Ξάνθης. Ο ένας νόμος αφορά μόνο την τηλεόραση κι ο άλλος νόμος θεσπίζει προϋπόθεση λήψης άδειας, όχι άμεση υποχρέωση τήρησης σταθμού που η παράβασή του συνεπάγεται διοικητική κύρωση. 

Αλλά ας εξετάσουμε και την αντίθετη εκδοχή που ακολούθησε το ΕΣΡ: ότι δηλαδή υπάρχει νομοθετική υποχρέωση κάθε ραδιοσταθμού να μεταδίδει τουλάχιστον το 25% το προγράμματός του στα ελληνικά. Θα αποτελούσε άραγε αυτή η υποχρέωση έναν περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης σύμφωνο με το Σύνταγμα και τις διεθνείς συνθήκες;


Α. Σύνταγμα 

To Σύνταγμα προβλέπει στο άρθρο 15 ότι οι "προστατευτικές για τον τύπο διατάξεις" του άρθρου 14 δεν εφαρμόζονται στη ραδιοφωνία. Στην ραδιοφωνία εφαρμόζεται "άμεσος έλεγχος του κράτους", ο οποίος ασκείται από το ΕΣΡ ως προς την αδειοδότηση και τις κυρώσεις. Στο άρθρο 15 καταγράφεται και ο σκοπός του άμεσου ελέγχου του κράτους

(α) αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων λόγου και τέχνης
(β) εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και η πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας
(γ)  σεβασμός της αξίας του ανθρώπου
(δ)  προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας

Από τους 4 στόχους άμεσου κρατικού ελέγχου που θέτει το Σύνταγμα για την ραδιοφωνία, κανένας δεν φαίνεται να υπηρετείται από την επιβολή μετάδοσης κατά 25% προγράμματος στην Ελληνική γλώσσα:

- η αντικειμενική ενημέρωση μπορεί ωραιότατα να γίνεται και σε άλλες γλώσσες
- η ποιοτική στάθμη των εκπομπών δεν προϋποθέτει Ελληνόφωνες εκπομπές
- ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου και
- η προστασία της παιδικης ηλικίας και της νεότητας υπηρετούνται ανεξαρτήτως της γλώσσας στην οποία εκπέμπει ένας ραδιοφωνικός σταθμός.

Επομένως, η επιβολή της κατά 25% μετάδοσης προγράμματος στα Ελληνικά δεν αποτελεί μέσο που υπηρετεί κάποιον συνταγματικό στόχο του άμεσου ελέγχου του κράτους επί της ραδιοφωνίας.

Στο άρθρο 5Α του Συντάγματος (δικαίωμα πληροφόρησης) διαβάζουμε επίσης ότι περιορισμοί στο δικαίωμα πληροφόρησης επιβάλλονται μόνο με νόμο και μόνον εφόσον είναι απολύτως αναγκαίοι για:

- λόγους εθνικής ασφάλειας
- καταπολέμησης του εγκλήματος
- προστασίας δικαιωμάτων και συμφερόντων τρίτων

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η υποχρέωση για μετάδοση του προγράμματος ενός ραδιοφωνικού σταθμού κατά 25% στα Ελληνικά είναι ένας περιορισμός του δικαιώματος πληροφόρησης των αλλόφωνων συμπολιτών μας, ο οποίος επιβάλλεται για λόγους οι οποίοι δεν μπορεί να εμπίπτουν σε καμία από τις τρεις κατηγορίες θεμιτών περιορισμών. Άρα είναι ένας περιορισμός που δεν είναι ανεκτός από το Σύνταγμα.

Στο άρθρο 5 παρ. 2 του Συντάγματος αναφέρεται ότι όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων.  Η επιβολή σε έναν αλλόφωνο ραδιοφωνικό σταθμό να προσθέσει ένα ποσοστό 25% προγράμματος στα Ελληνικά, συνιστά σαφέστατο περιορισμό της ελευθεριας της έκφρασης και αθέμιτη διάκριση λόγω γλώσσας.

Επομένως, η απόφαση του ΕΣΡ όπως ερμηνεύει τους 2 νόμους είναι αντίθετη στα άρθρα 5 παρ. 2, 5Α παρ. 1 και 15 παρ. 2 του Συντάγματος. 


B. Ευρωπαϊκό Δίκαιο

Το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου κατοχυρώνει την ελευθερία της έκφρασης προβλέποντας ότι τα κράτη έχουν το δικαίωμα να υποβάλλουν σε καθεστώς προηγούμενης άδειας την ραδιοφωνία. Oι περιορισμοί της ελευθερίας της έκφρασης που επιτρέπεται να επιβάλλουν τα κράτη με νόμο, είναι επιτρεπτοί εφόσον είναι αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία για σκοπούς όπως:
(α) εθνική ασφάλεια
(β) εδαφική ακεραιότητα
(γ) δημόσια ασφάλεια
(δ) προάσπιση τάξεως και πρόληψη εγκλήματος
(ε) σεβασμό των δικαιωμάτων των άλλων
(στ) τήρηση των εμπιστευτικών πληροφοριών και
(ζ) διατήρηση του κύρους της δικαστικής λειτουργίας

Ένας περιορισμός που επιβάλλεται για άλλους λόγους, είναι αντίθετος στην ΕΣΔΑ. Ιδίως όταν πρόκειται για έναν περιορισμό ο οποίος εισάγει αθέμιτη διάκριση. Κατά το άρθρο 14, δεν επιτρεπεται η αποστέρηση δικαιωμάτων της ΕΣΔΑ για λόγους όπως φυλο, φυλή, χρώμα, γλώσσα, θρησκεία, πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, εθνική ή κοινωνική προέλευση, συμμετοχή σε εθνική μειονότητα, περιουσία, γέννηση ή άλλη κατάσταση. 

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας (ECRI) στην τελευταία Έκθεσή της (15.9.2009) καλεί την Ελλάδα να τροποποιήσει τον παραπάνω Ν.3592/2007, στο άρθρο που αναφέρει ότι το πρόγραμμα των ραδιοσταθμών πρέπει να είναι κυρίως στα Ελληνικά (βλ. Έκθεση για την Ελλάδα, σελ. 56-57). Η ECRI παραπέμπει στο παραπάνω δελτίο τύπου του ΟΑΣΕ και επισημαίνει ότι αυτός ο νόμος πρέπει να αλλάξει. Τα αρμόδια όργανα δύο διεθνών οργανισμών (αντιπρόσωπος ελευθερίας τύπου ΟΑΣΕ και ΕCRI του Συμβουλίου της Ευρώπης) ζητούν από την Ελλάδα να καταργηθεί η συγκεκριμένη διάταξη, την οποία το ΕΣΡ επιμένει να εφαρμόζει.

Το ζήτημα της γλώσσας συνδέεται κατά κύριο λόγο με την εθνοτική προέλευση του ατόμου. Στην περίπτωση του ραδιοσταθμού που επέπληξε το ΕΣΡ, είναι σαφές ότι πρόκειται για μέσο ενημέρωσης που έχει ιδρυθεί και στελεχωθεί από τουρκόφωνα μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας. Η προστασία των μειονοτικών γλωσσών αποτελεί διεθνή υποχρέωση της Ελλάδας κατά το άρθρο  27 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα.

Συνεπώς, η απόφαση του ΕΣΡ παραβιάζει τα άρθρα 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 27 του ΔΣΑΠΔ. 

Γ. Κοινοτικό Δίκαιο

Το δίκαιο ίσης μεταχείρισης δεν είναι όμως μόνο διεθνές, είναι και Ευρωπαϊκο Κοινοτικό. Κατά την Οδηγία 43/2000 του Συμβουλίου της ΕΕ, δεν πρέπει να υφίσταται κανείς διακρίσεις ως προς την παροχή υπηρεσιών που διατίθενται στο κοινό, με κριτήριο την εθνοτική του προέλευση. Οι ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες αποτελούν αγαθά που παρέχονται στο κοινό σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο (Οδηγία "Τηλεόραση χωρίς σύνορα"). Η συγκεκριμένη Οδηγία έχει ενσωματωθεί στο ελληνικό δίκαιο με το Ν.3304/2005.

 Συνεπώς, οι  διάταξεις τόσο του Ν.2328/1995 κατά τον Ν.3592/2007, επιβάλλουσες περιορισμό στην παροχή υπηρεσιών που διατίθενται στο κοινό με κριτήριο την γλώσσα, ουσιώδες στοιχείο της εθνοτικής καταγωγής, είναι αντίθετες στο κοινοτικό δίκαιο. 


Το μεγάλο ερώτημα είναι για ποιο λόγο το ΕΣΡ εφάρμοσε αυτές τις αντισυνταγματικές κι αντίθετες στο κοινοτικό δίκαιο διατάξεις, οι οποίες εκθέτουν διεθνώς τη χώρα, όπως προκύπτει από την ανακοίνωση του ΟΑΣΕ και την έκθεση της επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης. Το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, όπως και κάθε ανεξάρτητη αρχή, έχει την δυνατότητα να μην εφαρμόζει αντισυνταγματικές διατάξεις. Το ΕΣΡ έπρεπε να αναφέρει την αντίθεση των διατάξεων του ν.2328 και του ν.3592 στο συνταγματικό, ευρωπαϊκό, κοινοτικό και διεθνές δίκαιο και να προβεί στον επιβαλλόμενο έλεγχο συνταγματικότητας, ανοίγοντας το δρόμο για την νομοθετική κατάργηση αυτών των απαράδεκτων διατάξεων, οι οποίες εισάγουν αδικαιολόγητους περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης και μάλιστα  λόγω της γλώσσας στην οποία μεταδίδει ένα μειονοτικό μέσο ενημέρωσης.

Πολύ περισσότερο που το 25% δεν αφορά το ραδιόφωνο αλλά μόνο την τηλεόραση, ενώ η μετάδοση προγράμματος στην Ελληνική αποτελεί προϋπόθεση αδειοδότησης κι όχι γενική υποχρέωση ραδιοσταθμών η παράβαση των οποίων επιφέρει κυρώσεις. Δηλαδή το ΕΣΡ όχι μόνο δεν προέβη σε έλεγχο συνταγματικότητας, αλλά κι εφάρμοσε εσφαλμένα τις συγκεκριμένες διατάξεις, επινοώντας έναν περιορισμό ο οποίος δεν περιγράφεται καν στο νόμο. 

Το ΕΣΡ κακώς έχει αντιληφθεί το ρόλο του ως θεσμού λογοκρισίας που επιβίωσε στη Δημοκρατία. Ο ρόλος του είναι να εγγυάται την ελευθερία της έκφρασης για όλους, στο τοπίο των μέσων ενημέρωσης που διέπεται από σοβαρούς αποκλεισμούς, οι οποίοι οφείλονται μεταξύ άλλων και σε ρατσιστικούς λόγους. Αρκεί να δει κανείς τον απαράδεκτο αποκλεισμό του (υποχρεωτικού!) πενταλέπτου του πολιτικού κόμματος "Ουράνιο Τόξο" από 6 τηλεοπτικούς σταθμούς, επειδή ένα μικρό μέρος του δεν ήταν στα Ελληνικά. Η ΕΡΤ μάλιστα επικλείται την "αρχή της κοινής λογικής". Λες και η κοινή λογική είναι ότι όλοι στην τηλεόραση θα πρέπει πάντοτε να μιλάνε Ελληνικά. (βλ. σχετικό δελτίο τύπου κόμματος "Ευρωπαϊκή Ελεύθερη Συμμαχίας - Ουράνιο Τόξο"). 

Ο ρόλος μιας σύγχρονης ανεξάρτητης αρχής στον τομέα της ραδιοτηλεόρασης είναι να εντοπίζει  και να επισημαίνει την αντισυνταγματικότητα των διατάξεων που αφορούν τα ΜΜΕ: γι' αυτό είναι ανεξάρτητη, ώστε να μπορεί να προβαίνει σε έλεγχο αντισυνταγματικότητας. Αλλιώς θα ήταν μια απλή, κλασική επιτροπή σε ένα υπουργείο. Επίσης ο ρόλος του ΕΣΡ είναι να παρακολουθεί τις  διεθνείς εξελίξεις και,  με ανεξαρτησία απέναντι στην εκάστοτε πολιτική εξουσία, να επιβάλλει τους ειδικούς κανόνες όχι μηχανικά, αλλά λαμβάνοντας υπόψη όλες τις νομικές περιστάσεις που περιστοιχίζουν τον εποπτευόμενο τομέα. Γι' αυτό υπάρχει ειδικό όργανο, στελεχωμένο με καθηγητές, δημοσιογράφους και εμπειρογνώμονες. Αλλιώς θα αρκούσαν οι απλοί, κλασικοί δημόσιοι υπάλληλοι.

Το ΕΣΡ δεν πρέπει να είναι ένας σύγχρονος λογοκριτής, αλλά ένας θεματοφύλακας της ελευθερίας στο τοπίο των μέσων ενημέρωσης. Αλλιώς, δεν έχει θέση στη Δημοκρατία.  




Παρασκευή, Νοεμβρίου 20, 2009

Ο Ν.2225/1994 για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών

Ν. 2225/1994: Για την προστασία της ελευθερίας της ανταπόκρισης 

και επικοινωνίας και άλλες διατάξεις. 

 

 

 Αρ. 1  

Το παρόν άρθρο καταργήθηκε με το άρθρο 13 Ν. 3115/2003 (ΦΕΚ Α' 47).  

  

Αρ. 2  

Το παρόν άρθρο καταργήθηκε με το άρθρο 13 Ν. 3115/2003 (ΦΕΚ Α' 47).  

  

Αρ.: 3  

1. Αίτηση για άρση του απορρήτου μπορεί να υποβάλλει μόνο δικαστική ή άλλη 

πολιτική, στρατιωτική ή αστυνομική δημόσια αρχή στην αρμοδιότητα της οποίας 

υπάγεται το θέμα εθνικής ασφάλειας που επιβάλλει την άρση.  

2. Η αίτηση υποβάλλεται προς τον Εισαγγελέα Εφετών του τόπου της αιτούσας αρχής 

ή του τόπου, όπου πρόκειται να επιβληθεί η άρση. Ο Εισαγγελέας Εφετών 

αποφασίζει μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες για την άρση ή όχι του απορρήτου με 

διάταξή του στην οποία περιέχονται τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 

5 στοιχεία. Αν κατά την κρίση του, μετά από εισήγηση της αιτούσας αρχής, ειδικές 

περιστάσεις εθνικής ασφάλειας επιβάλλουν την παράλειψη ή τη συνοπτική παράθεση 

ορισμένων από τα στοιχεία αυτά, γίνεται ειδική μνεία στη διάταξη.  

 

Αρ. 4: Αρση του απορρήτου για διακρίβωση εγκλημάτων (ως ισχύει μετά τον ν. 

3658/2008 (Α΄ 70/22.4.2008).  

 

1. Η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των κακουργημάτων 

που προβλέπονται από:  

 

α) τα άρθρα 134, 135 παρ. 1, 2, 135Α, 137Α, 137Β, 138, 139, 140, 143, 144, 146, 148 

παρ. 2, 150, 151, 157 παρ. 1, 168 παρ. 1, 187 παρ. 1, 2, 207, 208 παρ. 1, 264 περ. β', 

γ', 270, 272, 275 περ. β', 291 παρ. 1 εδ. β', γ', 299, 322, 324 παρ. 2, 3, 374, 380, 385 

του Ποινικού Κώδικα". β) τα άρθρα 26, 27, 28, 29, 31, 32, 33, 34, 35, 39, 40, 41, 63, 

64, 76, 93 και 97 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα,  

 

γ) το άρθρο 15 παρ. 1 του ν. 2168/1993,  

δ) τα άρθρα 5, 6, 7 και 8 του ν. 1729/1987,  

 

ε) τα άρθρα 89, 90 και 93 του ν. 1165/1918.  

 

Επίσης επιτρέπεται η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση των 

προπαρασκευαστικών πράξεων για το έγκλημα της παραχάραξης νομίσματος κατά το 

άρθρο 211 του Ποινικού Κώδικα.  

«1α. Η άρση του απορρήτου είναι επίσης επιτρεπτή για τη διακρίβωση παραβάσεων 

των άρθρων 3 έως 7, 29 και 30 του ν. 3340/2005 (ΦΕΚ 112 Α').»  

 

«1β. Επιτρέπεται, επίσης, η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση των 

κακουργημάτων που προβλέπονται από το ν. 3028/2002 «Για την προστασία των 

Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς» (ΦΕΚ 153 Α΄), όπως ο 

νόμος αυτός εκάστοτε ισχύει.».  

 

2. Η άρση στις περιπτώσεις αυτές είναι επιτρεπτή μόνο αν αιτιολογημένα το αρμόδιο 

δικαστικό συμβούλιο διαπιστώσει ότι η διερεύνηση της υπόθεσης ή η εξακρίβωση 

του τόπου διαμονής του κατηγορουμένου είναι αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερής χωρίς 

αυτήν.  

 

3. Η άρση στρέφεται μόνο κατά συγκεκριμένου προσώπου ή προσώπων που έχουν 

σχέση με την υπόθεση που ερευνάται ή για τα οποία, βάσει συγκεκριμένων 

περιστατικών, προκύπτει ότι λαμβάνουν ή μεταφέρουν συγκεκριμένα μηνύματα που 

αφορούν ή προέρχονται από τον κατηγορούμενο ή χρησιμοποιούνται ως σύνδεσμοί 

του.  

 

4. Η άρση του απορρήτου στις περιπτώσεις του παρόντος άρθρου επιβάλλεται με 

διάταξη του Συμβουλίου Εφετών ή Πλημμελειοδικών στην καθ' ύλην και κατά τόπο 

αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται η διακρίβωση του συγκεκριμένου εγκλήματος με 

το οποίο σχετίζεται η άρση.  

5. Την αίτηση για την άρση υποβάλλει στο Συμβούλιο ο καθ' ύλην και κατά τόπο 

αρμόδιος εισαγγελέας, ο οποίος εποπτεύει ή ενεργεί προανάκριση ή προκαταρκτική 

εξέταση και ο ανακριτής, ο οποίος ενεργεί τακτική ανάκριση για τα πιο πάνω 

εγκλήματα. Το Συμβούλιο αποφασίζει μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες για την 

άρση ή όχι του απορρήτου, με διάταξή του, στην οποία περιέχονται τα κατά την παρ. 

2 του άρθρου 5 στοιχεία.  

 

«Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1α αυτού του άρθρου την άρση μπορεί να ζητήσει 

και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με απόφαση της Εκτελεστικής της Επιτροπής, η 

οποία υποβάλλεται στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών ή τον ανακριτή, οι οποίοι την 

υποβάλλουν στο Συμβούλιο Εφετών.»  

 

6. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις την άρση μπορεί να διατάξει ο εισαγγελέας 

που ενεργεί την προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση και ο ανακριτής που ενεργεί 

την τακτική ανάκριση. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής 

υποχρεούνται να εισαγάγουν το ζήτημα με σχετική αιτησή τους στο Συμβούλιο μέσα 

σε προθεσμία τριών (3) ημερών. Η ισχύς της διάταξης του Εισαγγελέα ή του 

ανακριτή για την άρση παύει αυτοδικαίως με τη λήξη της τριήμερης αυτής 

προθεσμίας ή, αν το ζήτημα εισαχθεί εμπροθέσμως, από την έκδοση της σχετικής 

διάταξης του Συμβουλίου.  

 

7. Στις περιπτώσεις εγκλημάτων που υπάγονται στην αρμοδιότητα των στρατιωτικών 

δικαστηρίων την άρση του απορρήτου επιβάλλει, με απόφασή του, το δικαστικό 

συμβούλιο του καθ' ύλην και κατά τόπο αρμοδίου στρατιωτικού δικαστηρίου μετά 

από αίτηση του ασκούντος την ποινική δίωξη ή του ανακριτή που ενεργεί τακτική 

ανάκριση.  

Αρ. 5: Διαδικασία άρσης του απορρήτου, ως ισχύει μετά τον Ν. 3606/2007 (ΦΕΚ Α' 

195).  

 

1. Η διάταξη που επιβάλλει την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας 

σύμφωνα με το άρθρο 3 του παρόντος νόμου, περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία:  

 

α) το όργανο που διατάσσει την άρση,  

 

β) τη δημόσια αρχή ή τον εισαγγελέα ή τον ανακριτή που ζητούν την επιβολή της 

άρσης,  

 

γ) το σκοπό της επιβολής της άρσης,  

 

δ) τα μέσα ανταπόκρισης ή επικοινωνίας στα οποία επιβάλλεται η άρση, ε) την 

εδαφική έκταση εφαρμογής και τη χρονική διάρκεια της άρσης, στ) την ημερομηνία 

έκδοσης της διάταξης.  

 

2. Η διάταξη που επιβάλλει την άροη του απορρήτου για διακρίβωση εγκλημάτων, 

σύμφωνα με το άρθρο 4 του παρόντος νόμου, περιλαμβάνει, εκτός των στοιχείων της 

προηγούμενης παραγράφου, και τα εξής: α) το όνομα του προσώπου ή των 

προσώπων κατά των οποίων λαμβάνεται το μέτρο της άρσης και τη διεύθυνση 

διαμονής τους, εφόσον είναι γνωστή. β) την αιτιολογία επιβολής της άρσης.  

 

3. Διάταξη που απορρίπτει αίτημα άρσης του απορρήτου περιέχει μόνο: α) το όργανο 

που αποφασίζει. 

β) τη δημόσια αρχή που είχε ζητήσει την επιβολή της άρσης, γ) την ημερομηνία 

έκδοσης της διάταξης.  

 

"4. Απόσπασμα της διάταξης, που περιλαμβάνει το διατακτικό της, παραδίδεται με 

απόδειξη, μέσα σε κλειστό φάκελο:  

 

α) Στον πρόεδρο ή το διοικητικό συμβούλιο ή το γενικό διευθυντή ή τον εκπρόσωπο 

του νομικού προσώπου στο οποίο υπάγεται το μέσο ανταπόκρισης ή επικοινωνίας. Σε 

περίπτωση ατομικής επιχείρησης, το ως άνω απόσπασμα παραδίδεται στον 

επιχειρηματία. β) Αν το νομικό πρόσωπο υπάγεται στον έλεγχο ή την εποπτεία του 

κράτους, το ως άνω απόσπασμα παραδίδεται και στον Υπουργό που εποπτεύει το 

νομικό αυτό πρόσωπο ή στον Υπουργό που προίσταται της δημόσιας υπηρεσίας. Στην 

Α.Δ.Α.Ε. παραδίδεται, μέσα σε κλειστό φάκελο, όλο το κείμενο της διάταξης που 

επιβάλλει την άρση του απορρήτου.  

 

Η σχετική αλληλογραφία είναι απόρρητη και τηρείται σε ειδικό αρχείο, στο οποίο 

έχουν πρόσβαση ο Πρόεδρος της Α.Δ.Α.Ε. και ένα ακόμη μέλος της, το οποίο είναι 

ειδικά εξουσιοδοτημένο προς τούτο από την Α.Δ.Α.Ε. Ο Πρόεδρος της Α.Δ.Α.Ε. 

ενημερώνει σε κάθε περίπτωση τους αρχηγούς των κομμάτων που εκπροσωπούνται 

στη Βουλή και κοινοποιεί τη διάταξη στον Υπουργό Δικαιοσύνης."  

 

"5. Μετά την εκτέλεση της διάταξης συντάσσονται μία ή περισσότερες, κατά τις 

περιστάσεις, εκθέσεις από την υπηρεσία η οποία διενήργησε τις πράξεις άρσης του 


απορρήτου. Οι εκθέσεις υπογράφονται από το εντεταλμένο όργανο της αιτούσας 

αρχής και σε αυτές αναφέρονται:  

 

α) οι ενέργειες που έγιναν για την εκτέλεση της διάταξης,  

 

β) ο τόπος, η ημερομηνία και ο τρόπος εκτέλεσης των πιο πάνω ενεργειών, γ) το 

ονοματεπώνυμο των υπαλλήλων που τις διενήργησαν, εφόσον το κρίνει αναγκαίο το 

όργανο που εξέδωσε τη διάταξη.  

 

Αντίγραφα των εκθέσεων αυτών διαβιβάζονται με απόδειξη, μέσα σε κλειστό 

φάκελο, στην αιτούσα αρχή, στη δικαστική αρχή, που εξέδωσε τη διάταξη και στην 

Α.Δ.Α.Ε."  

 

6. Η χρονική διάρκεια της άρσης του απορρήτου δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο 

(2) μήνες. Παρατάσεις της διάρκειας αυτής, οι οποίες δεν υπερβαίνουν κάθε φορά 

τους δύο (2) μήνες, μπορούν να διαταχθούν με την διαδικασία, που προβλέπεται κατά 

περίσταση, για την επιβολή του μέτρου και υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να 

υφίστανται οι λόγοι της άρσης. Σε κάθε περίπτωση οι παρατάσεις δεν μπορούν να 

υπερβαίνουν συνολικά τη διάρκεια των δέκα (10) μηνών. Το ανώτατο αυτό χρονικό 

όριο δεν ισχύει στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η άρση διατάσσεται για λόγους 

εθνικής ασφάλειας.  

7. Μετά τη λήξη της διάρκειας της άρσης, ή μετά τη λήξη του επιτρεπόμενου 

ανώτατου χρονικού ορίου της, παύει αυτοδικαίως η άρση του απορρήτου.  

 

8. Με διάταξη του οργάνου που επέβαλε την άρση μπορεί να διαταχθεί η παύση της 

και πριν από την πάροδο της ορισμένης διαρκείας της, αν εκπληρώθηκε ο σκοπός ή 

έλλειψαν οι λόγοι επιβολής του μέτρου.  

 

 

9. "Μετά τη λήξη του μέτρου της άρσης και υπό την αναγκαία προϋπόθεση ότι δεν 

διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε, μπορεί η Α.Δ.Α.Ε. να αποφασίζει 

τη γνωστοποίηση της επιβολής του στους θιγόμενους." Τα στοιχεία που είχαν 

συλλεγεί ή κατασχεθεί και το υλικό που εγγράφηκε ή αποτυπώθηκε σε εκτέλεση της 

διάταξης για την άρση του απορρήτου σε περίπτωση διακρίβωσης εγκλημάτων, 

σύμφωνα με το άρθρο 4, επισυνάπτονται στη δικογραφία, αν συνιστούν από δεικτικά 

μέσα για την ποινική δίωξη κατά την κρίση της αρχής που εξέδωσε τη διάταξη. "Στις 

περιπτώσεις της παραγράφου 1α του άρθρου 4 τα στοιχεία αυτά χρησιμοποιούνται 

επιπλέον κατά τη διοικητική διαδικασία για τη διαπίστωση της παράβασης των 

άρθρων 3 έως 7, 29 και 30 του ν. 3340/2005 και επισυνάπτονται στη σχετική 

δικογραφία κατά τη διαδικασία ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων". Διαφορετικά 

επιστρέφονται στον κύριό τους, εφόσον έχει αποφασισθεί η κατά το προηγούμενο 

εδάφιο γνωστοποίηση του μέτρου. Αν δεν συντρέχει αυτή η περίπτωση 

καταστρέφονται ενώπιον της αρχής που εξέδωσε τη διάταξη και συντάσσεται έκθεση 

για την καταστροφή. Υποχρεωτικώς καταστρέφεται το υλικό που δεν έχει σχέση με 

το λόγο επιβολής του μέτρου.  

10. Το περιεχόμενο της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας, το οποίο έγινε γνωστό λόγω 

της άρσης του απορρήτου, καθώς και κάθε άλλο σχετικό με αυτή στοιχείο 

απαγορεύεται, με ποινή ακυρότητας, να χρησιμοποιηθεί και να ληφθεί υπόψη ως 

άμεση ή έμμεση απόδειξη σε άλλη ποινική, πολιτική, διοικητική και πειθαρχική δίκη 

και διοικητική διαδικασία για σκοπό διαφορετικό από εκείνον που είχε καθορισθεί με 

τη διάταξη. Κατ' εξαίρεση η αρχή που εξέδωσε τη διάταξη μπορεί, κατά την 

αιτιολογημένη κρίση της, να επιτρέψει με νεότερη διάταξή της να χρησιμοποιηθούν 

και να ληφθούν υπόψη τα παραπάνω στοιχεία, αν χρησιμεύουν για τη διακρίβωση 

άλλου ιδιαιτέρως σοβαρού εγκλήματος από αυτά που αναφέρονται στην παρ. 1 του 

άρθρου 4 του παρόντος νόμου, καθώς και για υπεράσπιση κατηγορουμένου σε 

ποινική δίκη για πλημμέλημα ή κακούργημα.  

11. Υπάλληλος της υπηρεσίας, στην οποία ανήκει το μέσο ανταπόκρισης ή 

επικοινωνίας για το οποίο επιβλήθηκε η άρση, αν παρότι είναι αρμόδιος, δεν παρέχει 

στο εντεταλμένο όργανο πληροφορία σχετική με το περιεχόμενο της διάταξης και 

τεχνική ή υπηρεσιακή γενικά συνδρομή για την εκτέλεσή της τιμωρείται, με 

φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών. Αν ανακοινώνει σε τρίτους ή χρησιμοποιεί το 

περιεχόμενο των κάθε είδους μηνυμάτων, πληροφοριών και στοιχείων που περιήλθαν 

σε γνώση του λόγω της άρσης του απορρήτου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 

δύο (2) ετών.  

 

 Αρ. 6  

 

Το παρόν άρθρο καταργήθηκε με το άρθρο 13 Ν. 3115/2003 (ΦΕΚ Α' 47).  

  

 Αρ. 7: Καταργούμενες διατάξεις.  

 

1. Από την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται: α) Το ν.δ. 792/1971 

(ΦΕΚ 1 Α'). 

 

β) Το άρθρο 1 παρ. 2 περ. ιβ' του α.ν. 511/1947 (ΦΕΚ 299 Α'), που κυρώθηκε με το ν. 

539/1948. 

 

γ) Το άρθρο 3 του ν. 4277/1929 (ΦΕΚ 265 Α') που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 

52 παρ. 3 του ν.δ. 165/1973 (ΦΕΚ 228 Α'). 

δ) Το άρθρο 3 περ. α του Τηλεφωνικού Κανονισμού, που έχει εγκριθεί με την 

απόφαση 1130/1969 του Δ.Σ. του Ο.Τ.Ε. (ΦΕΚ 820 Β') και το άρθρο 5 παρ. 4 εδάφιο 

2 του ίδιου Κανονισμού, όπως αντικαταστάθηκε με την απόφαση 1198/1971 του 

παραπάνω Συμβουλίου (ΦΕΚ 797 Β'), όπως ισχύουν μετά την απόφαση 1845/1984 

του ίδιου Συμβουλίου (ΦΕΚ 678 Β'). ε) Το άρθρο 88β της απόφασης 

103782/16.05.1960 του Υπουργού Συγκοινωνιών και Δημοσίων Εργων (ΦΕΚ 310 

Β'). 

 

στ) Το άρθρο 3α του Νέου Τηλεγραφικού Κανονισμού Εσωτερικού που έχει 

δημοσιευθεί στο ΦΕΚ/Β' 799/1971 με την πράξη 737655/301112/1.9.1971 του 

Διοικητή και Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Τ.Ε., το άρθρο 5 παρ. 7, 

8, 9, του ίδιου Κανονισμού καιτο άρθρο 17 παρ. 1, 2, 3, 4 και 5 του ίδιου 

Κανονισμού, όπως η παράγραφος 3 έχει τροποποιηθεί με την απόφαση 1277/1973 

του Δ.Σ. του Ο.Τ.Ε. που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 1122/1973 τεύχος Β' με την πράξη 

301, 122/3091/75/28.8.1973 του Διοικητή και Προέδρου του Δ.Σ. του Ο.Τ.Ε., όπως 

ισχύουν μετά την απόφαση 1852/18.9.1984 του ίδιου Συμβουλίου (ΦΕΚ 823 Β'). 

ζ) Τα άρθρα 33 παρ. 1, 34, 35, 36 και 37 του Κανονισμού Ταχυδρομικής Υπηρεσίας - 

Επιστολικού Ταχυδρομείου (1953) κατά το μέρος τους που αναφέρονται στις κατά το 

άρθρο 19 του Συντάγματος επιστολές. η) Κάθε άλλη διάταξη νόμου, γενική ή ειδική, 

που αναφέρεται σε θέματα που ρυθμίζονται από τον παρόντα νόμο.  

  

 

[...]

  Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην
υβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Μύκονος, 18 Ιουλίου 1994
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΟΝΗΣ Γ. ΑΡΣΕΝΗΣ ΕΣΩΤΕΡ
ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΕΘΝ. ΑΜΥΝΑΣ Α. ΠΕ
ΠΙΚΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ Κ. ΣΚΑΝΔΑΛΙΔΗΣ Γ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΒΕΛΑΚΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ Κ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Γ. ΚΟ
ΥΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΣΤΥΛ. - ΑΓΓ. ΠΑΠΑΘΕΜΕΛΗΣ Θ. ΠΑΓΚΑΛΟΣ ΥΦΥΠ. ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΤΥΠ. & ΜΕΣΩΝ ΜΑΖ. ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ
, 20 Ιουλίου 1994 Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠ
Ν. ΧΡΥΣΟΧΟΙΔΗΣ ΕΥΑΓ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους. Αθήν
αΟΥΡΓΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΥΒΕΛΑΚΗΣ

To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...