Κυριακή, Ιουλίου 31, 2011

Συμβουλευτικό ή δεσμευτικό δημοψήφισμα;

Η πρόταση της κυβέρνησης για ένα συμβουλευτικού χαρακτήρα δημοψήφισμα προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, θεωρώντας ότι κατ΄αυτόν τον τρόπο μια προσφυγή στην λαϊκή ετυμηγορία θα είχε τα χαλαρά αποτελέσματα μιας επίσημης δημοσκόπησης. Δηλαδή ότι θα συνιστούσε περιφρόνηση προς την ίδια την λαϊκή κυριαρχία.

Ωστόσο, η πρόταση της κυβέρνησης δεν είναι πρωτότυπη, όχι μόνο γιατί συμβουλευτικά δημοψηφίσματα υπάρχουν και στον υπόλοιπο κόσμο, αλλά κυρίως επειδή από την θέσπιση του Συντάγματος το 1975 (και την αναθεώρηση του περί δημοψηφίσματος άρθρου το 1986) υποστηρίζεται ότι η μία από τις δύο μορφές του θεσμού που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα είναι συμβουλευτικού χαρακτήρα.

Αν διαβάσουμε το άρθρο 44 θα δούμε ότι σε αυτό προβλέπονται δύο περιπτώσεις δημοψηφισμάτων: η πρώτη περίπτωση αφορά δημοψήφισμα για "κρίσιμο εθνικό θέμα" και η δεύτερη αφορά δημοψήφισμα για "ψηφισμένο νομοσχέδιο που αφορά σοβαρό κοινωνικό ζήτημα" (πλην των δημοσιονομικών).

Το 1975, το Σύνταγμα προέβλεπε μόνο την πρώτη μορφή, δημοψήφισμα για "κρίσιμο εθνικό θέμα" που αποτελούσε μάλιστα και μια από τις αποκλειστικές αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας. Σ' εκείνη τη φάση άρχισε ήδη να αναπτύσσεται η θεωρία ότι το δημοψήφισμα αυτό δεν είναι δεσμευτικό. Το ίδιο το κείμενο του Συντάγματος δεν ξεκαθάριζε (ούτε ξεκαθαρίζει) αν είναι δεσμευτικό το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Ωστόσο, κάποιοι θεωρητικοί του συνταγματικού δικαίου υποστήριξαν ότι δεν μπορεί σε ένα σύστημα αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ο λαός να νομοθετεί ευθέως, γιατί έτσι θα παραβιαζόταν και το άρθρο 26 του Συντάγματος που αναφέρει ότι η νομοθετική λειτουργία ασκείται από την Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (κι όχι και από το λαό). Θεωρήθηκε λοιπόν από αυτούς τους θεωρητικούς ότι η σύμφωνη με το άρθρο 26 ερμηνεία της έννοιας "δημοψήφισμα" δεν θα επέτρεπε να αποδεχθούμε ότι ο θεσμός προβλέπει άμεση νομοθεσία από το λαό. Υπήρξε βέβαια και η άλλη άποψη που έλεγε ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν μπορεί παρά να είναι νομικά δεσμευτικό όταν αποφαίνεται ο λαός, αφού κατά το άρθρο 1 "θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία" και "όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα".

Από τα πρακτικά της θέσπισης του Συντάγματος το 1975 δεν προκύπτει με σαφήνεια αν οι συντάκτες του ήθελαν να εισάγουν ένα συμβουλευτική ή ένα δεσμευτικό δημοψήφισμα. Ωστόσο, κάποιες αγορεύσεις βουλευτών που μιλούν για "απόφαση του λαού", σε συνδυασμό με την νωπή εμπειρία από το πρόσφατο τότε δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος συμβάλλουν στην διαμόρφωση της εντύπωσης ότι ανεξάρτητα από την τυπική νομική δύναμη του αποτελέσματος, οι βουλευτές θεωρούσαν τουλάχιστον πολιτικά "αποφασιστική" τη λαϊκή ετυμηγορία.

Έπειτα, όλη η ερμηνεία της συγκεκριμένης συνταγματικής διάταξης από τους συνταγματολόγους της εποχής ήταν ιδιαίτερα φορτισμένη από την πολιτική τους στάση όσον αφορά τις "υπερεξουσίες" του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ως προεδρική αρμοδιότητα, η διεξαγωγή δημοψηφίσματος, έδινε εξ αυτού του λόγου συγκεκριμένες ερμηνευτικές τάσεις στους συνταγματολόγους εκείνους που θα ήθελαν να περιορίσουν το εύρος της εξουσίας του Προέδρου της Δημοκρατίας, θεωρώντας το δημοψήφισμα "του" συμβουλευτικό. Αντίστροφα, οι συνταγματολόγοι που έβλεπαν πιο ευνοϊκά αυτές τις προεδρικές αρμοδιότητες, θεωρούσαν οτι το δημοψήφισμα δεν θα μπορούσε παρά να είναι δεσμευτικό.

Η συνταγματική αναθεώρηση του 1986, με γενικότερο στόχο την αποψίλωση του Προέδρου της Δημοκρατίας από τις "υπερεξουσίες" του έθεσε στο στόχαστρο και το άρθρο 44. Μετριάζοντας την πρωτοβουλία του Προέδρου για την κήρυξη δημοψηφίσματος, πρόκρινε την έγκριση του εγχειρήματος από τη Βουλή. Παράλληλα, προσέθεσε τη δεύτερη μορφή δημοψηφίσματος, η οποία αφορά την προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία για ένα ήδη ψηφισμένο νομοσχέδιο που αφορά σοβαρό κοινωνικό ζήτημα. Ψηφισμένο είναι το νομοσχέδιο το οποίο έχει ήδη μεν θεσπιστεί από τη Βουλή, αλλά δεν έχει ακόμη εκδοθεί και δημοσιευθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Μεταξύ δηλαδή αυτών των δύο πράξεων (ψήφιση από τη Βουλή, έκδοση από τον ΠτΔ) παρεμβάλλεται το δημοψήφισμα, με το οποίο ο λαός θα εγκρίνει ή θα απορρίψει το συγκεκριμένο νομοθέτημα. Το Σύνταγμα αναφέρει όταν εάν το νομοσχέδιο υπερψηφισθεί, τότε ο μήνας εντός του οποίου ο ΠτΔ πρέπει να εκδώσει και να δημοσιεύσει το νόμο εκκινεί από την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος (κι όχι από την ψήφισή του από τη Βουλή).

Αυτή η τελευταία παράγραφος αναγνωρίζεται από τους συνταγματολόγους ως καθοριστική για την φύση αυτής της δεύτερης μορφής δημοψηφίσματος: αφού το ίδιο το Σύνταγμα επιβάλλει στον πρόεδρο την έκδοση και δημοσίευση του εγκριθέντος από το λαό νομοσχεδίου, το δημοψήφισμα δεν μπορεί παρά να είναι δεσμευτικό. Έτσι, οι συνταγματολόγοι που δεν θεωρούσαν δεσμευτική την πρώτη μορφή δημοψηφίσματος, βρήκαν ένα a contrario επιχείρημα: αφού το ίδιο το Σύνταγμα αναγνωρίζει ως δεσμευτική την δεύτερη μορφή δημοψηφίσματος, εκ του αντιστρόφου η πρώτη μορφή δημοψηφίσματος (για κρίσιμο εθνικό θέμα) είναι συμβουλευτική. Η άλλη μερίδα συνταγματολόγων όμως, που θεωρούσε δεσμευτικό και το δημοψήφισμα για εθνικό θέμα, εξέλαβε την συνταγματική αναθεώρηση ως επιβεβαιωτική της δικής της θέσης κι όχι ως a contrario εσφαλμένη: αφού το ίδιο το Σύνταγμα αναγνωρίζει την δεσμευτικότητα έστω και της δεύτερης μορφής δημοψηφίσματος, ενισχύεται η άποψή τους ότι ο αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας του πολιτεύματος δεν είναι αμιγής αλλά μικτός κι ως εκ τούτου και το πρώτο δημοψήφισμα ήταν και είναι δεσμευτικό.

Και οι δύο απόψεις έχουν τα υπέρ και τα κατά τους. Η πρώτη άποψη, που υποστηρίζει ότι το δημοψήφισμα για εθνικό θέμα είναι συμβουλευτικό, αντλεί ένα a contrario επιχείρημα από τη δεύτερη περίπτωση που όμως δεν είναι η ακριβώς αντίστροφη από την πρώτη. Όταν έχουμε ένα νομοσχέδιο υπάρχει ήδη έτοιμη μια νομοθετική ύλη, επί της οποίας απολύτως συγκεκριμένα αποφαίνεται ο λαός. Άρα η δεσμευτικότητα της δεν μπορεί παρά να διατυπώνεται ως συνέχιση της κλασικής νομοθετικής διαδικασίας με την δημοσίευση από τον ΠτΔ. Ένα ερώτημα όμως για κρίσιμο εθνικό θέμα δεν είναι αυτονόητο ότι θα αποτυπώνεται σε ένα συγκεκριμένο νομοθέτημα, γιατί η φύση αυτού του ερωτήματος δεν είναι εξ ορισμού και άρρηκτα συνδεδεμένη με την νομοθετική διαδικασία. Για παράδειγμα, όταν ο λαός αποφάσισε την αβασίλευτη δημοκρατία, εάν θεωρήσουμε ότι το αποτέλεσμα ήταν δεσμευτικό, έθεσε πρωτογενώς έναν συνταγματικό κανόνα, ο οποίος μπορεί να αποτυπώθηκε μετά στο Σύνταγμα του 1975, αλλά θα εξακολουθούσε να υπάρχει στο νομικό κόσμο και χωρίς την "ρητή" αντανάκλασή του στον συνταγματικό χάρτη. Πουθενά στο Σύνταγμα αναγράφεται ότι "καταργείται η βασιλευομένη δημοκρατία" ή "θεσπίζεται η αβασίλευτη δημοκρατία", για να χρησιμοποιήσουμε τους συγκεκριμένους όρους εκείνου του δημοψηφίσματος (το οποίο δεν ανέφερε κάτι για "προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία"). Υπ' αυτή την έννοια, ο κανόνας που θέτει ένα δεσμευτικό δημοψήφισμα δεν χρειάζεται τυπικά ένα νομοθέτημα για την εφαρμογή του, γιατί υφίσταται ως πρωτογενής κανονας δικαίου. Η δεσμευτικότητα του δημοψηφισματικού αποτελέσματος σε τέτοιες περιπτώσεις δεν εξαρτάται από την θέσπιση ενός εφαρμοστικού νομοθετήματος: απλώς υπάρχει. Αντίθετα, σε ένα δημοψήφισμα για την έγκριση ενός νομοσχεδίου, η λαϊκή ετυμηγορία δεν είναι αυτοτελής και δεν υλοποιείται εάν το εν λόγω νομοσχέδιο δεν είχε ψηφιστεί πρώτα από τη Βουλή και τελικά δεν περάσει κι από την δημοσίευση του Προέδρου της Δημοκρατίας. Σε αυτή την δεύτερη περίπτωση ο λαός με το δημοψήφισμα έχει την ευχέρεια να ασκήσει ένα δικαίωμα νομοθετικής αρνησικυρίας (veto) επί ήδη υφιστάμενου και ψηφισμένου νομοσχεδίου, χωρίς να θεσπίζει έναν πρωτογενή κανόνα, όπως στην πρώτη περίπτωση. Πρακτικά, απαγορεύει στον Πρόεδρο την δημοσίευση ενός ψηφισμένου νομοσχεδίου. Εξάλλου και τεχνικά αν το δει κανείς, η απάντηση του λαού ένα κρίσιμο εθνικό θέμα μπορεί να υλοποιηθεί από την εξουσία με μια σειρά μέτρων εφαρμογής, ακόμη και μη νομικών (λ.χ. εάν το ερώτημα αφορά την "στήριξη" μιας άλλης χώρας στην ενταξιακή της διαδικασία για την ΕΕ ή το ΝΑΤΟ). Οπότε η δεσμευτικότητα ή μη αυτού του αποτελέσματος δεν μπορεί να εξαρτηθεί από το αν θα δημοσιευθεί στο ΦΕΚ κάποιο νομοσχέδιο, αφού μπορεί να αφορά μια εθνική πολιτική σε ένα συγκεκριμένο ζήτημα πέραν της νομοθεσίας. Γι' αυτό δεν θεωρώ ότι το γεγονός πως η δεύτερη περίπτωση προβλέπει ένα δεσμευτικό δημοψήφισμα μπορεί να χρησιμεύσει ως ένα πειστικό επιχείρημα ώστε η πρώτη περίπτωση να θεωρηθεί συμβουλευτικό δημοψήφισμα. Το επιχείρημα "όταν το Σύνταγμα θέλει δεσμευτικότητα, το λέει ρητά" δεν μπορεί να λειτουργήσει σε αυτήν την περίπτωση εκ μόνης της μνείας της συνέχισης της νομοθετικής διαδικασίας για την περίπτωση των ψηφισμένων νομοσχεδίων.

Η άλλη πλευρά συνταγματολόγων (ανάμεσα στους οποίους και ο νυν αντιπρόεδρος της κυβέρνησης κ. Ευάγγελος Βενιζέλος) υποστηρίζουν ότι το δημοψήφισμα για εθνικό θέμα είναι δεσμευτικό. Μετά την αναθεώρηση του 1986 θεώρησαν ότι αφού αναγνωρίζεται ρητά η δεσμευτικότητα για την δεύτερη μορφή δημοψηφίσματος, ήταν ορθή η θέση τους ότι και η πρώτη μορφή δημοψηφίσματος είναι δεσμευτική, αφού τελικά το ίδιο το Σύνταγμα δεν προβλέπει ένα αμιγώς αντιπροσωπευτικό πολίτευμα, αλλά μία μικτή μορφή του που προβλέπει και εξαιρέσεις ως προς την άσκηση της νομοθετικής εξουσίας. Ωστόσο, δεν μπορούν να ξεπεράσουν το επιχείρημα ότι στην δεύτερη περίπτωση η δεσμευτικότητα προβλέπεται με ρητό τρόπο. Ακόμη δηλαδή κι αν δεν γίνει δεκτό το επιχείρημα ως a contrario, υπάρχει μια περίπτωση που το Σύνταγμα προβλέπει τη διαδικασία για την υλοποίηση της δεσμευτικότητας του δημοψηφισματικού αποτελέσματος. Οι εξαιρέσεις από έναν κανόνα πρέπει να προβλέπονται με ρητό τρόπο. Εκτός βέβαια, αν δεν είναι εξαιρέσεις, αλλά η ίδια η γενική μορφολογία του πολιτεύματος τέτοια που επιτρέπει κι άλλες -ίσως μη εξαντλητικά απαριθμούμενες- μήτρες νομοθέτησης (όπως γίνεται και με τις κανονιστικές πράξεις της διοίκησης, ίσως και με τις ανεξάρτητες αρχές).

Το βέβαιο είναι ότι η λαϊκή ετυμηγορία για ένα κρίσιμο εθνικό θέμα βρίσκεται εξ ορισμού στο σημείο συνάντησης της νομικής με την πολιτική. Το αποτέλεσμα ενός δημοψηφίσματος για εθνικό θέμα δεν μπορεί να είναι a priori ούτε αμιγώς νομικός κανόνας, ούτε βέβαια μόνο πολιτική τοποθέτηση. Στα νομικά λέμε ότι ένας κανόνας είναι "ατελής" όταν η παράβασή του δεν προβλέπει κάποια μορφής κύρωση. Στην περίπτωση της "παράβασης" ενός δημοψηφισματικά θεσπισθέντος κανόνα, η κύρωση δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική: το πολιτικό κόστος της εξουσίας που θα παραβιάσει τη λαϊκή βούληση (στην περίπτωση βέβαια που έχουμε έγκριση ή απόρριψη νομοσχεδίου και ο ΠτΔ δεν πράξει τα δέοντα θα έχουμε και άλλες κυρώσεις, αλλά εδώ εξετάζουμε το αμφισβητούμενο θέμα του δημοψηφίσματος για κρίσιμο εθνικό θέμα). Είναι δεδομένο ότι συμβουλευτικό ή μη, το δημοψήφισμα έχει αυξημένη πολιτική βαρύτητα. Το πολιτικό κόστος για την περιφρόνηση της λαϊκής βούλησης που εκφράζεται για ένα θέμα με τον πιο πανηγυρικό, δημόσιο, επίσημο και θεσμικό τρόπο, θα είναι τεράστιο και αναπόφευκτο. Στη Σουηδία, το Σύνταγμα της οποίας κατοχυρώνει με ρητό τρόπο τον συμβουλευτικό χαρακτήρα του δημοψηφίσματος, μια λαϊκή γνώμη για ένα έλασσον ζήτημα (λωρίδες κυκλοφορίας) ανατράπηκε μόνο αφού παρήλθαν δέκα χρόνια από το δημοψήφισμα.

Tα όρια της δεσμευτικότητας ελέγχονται βέβαια δικαστικά, από φορείς που δεν υπόκεινται σε πολιτικό κόστος: τους θεσμούς του κράτους δικαίου. Ένα δικαστήριο έχει κάθε νομιμοποίηση να ελέγξει την νομιμότητα ενός δημοψηφίσματος όταν με αυτό καταργούνται θεμελιώδεις κανόνες όπως η αρχή της ίσης μεταχείρισης. Το δημοψήφισμα του 2008 στην Καλιφόρνια για την απαγόρευση των γάμων ομοφύλων ανατράπηκε δικαστικά, επειδή το δικαστήριο έκρινε ότι παραβίαζε την αρχή της ισότητας που κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα. Αλλά μέχρι την ακύρωσή του, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν τυπικά νομικά δεσμευτικό.

Η τελική απάντηση στο ερώτημα περί του αν το δημοψήφισμα για κρίσιμο εθνικό θέμα είναι τελικά δεσμευτικό ή συμβουλευτικό θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να εξαρτάται από το ίδιο το ερώτημα που τίθεται κάθε φορά και κατά πόσον η απάντηση του εκλογικού σώματος θεσπίζει ή όχι έναν κανόνα δικαίου. Το Σύνταγμα σιωπά, επιτρέποντας τα πάντα. Αυτό μπορεί να ακούγεται σαν "λήψη του ζητουμένου", στην πραγματικότητα όμως δεν είναι και έχει περισσότερο σχέση με την ίδια την φύση των κανόνων ως νομικά δεσμευτικών ή μη. Εάν το ερώτημα λοιπόν για το κρίσιμο εθνικό θέμα επιδέχεται απάντησης με τη θέσπιση ενός κανόνα δικαίου (όπως λ.χ. θα ήταν η καταγγελία της Σύμβασης για την Ευρωπαϊκή Ένωση) το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι νομικά δεσμευτικό και η απάντηση του λαού παράγει το συγκεκριμένο κανόνα που δεσμεύει τα κρατικά όργανα να τον υλοποιήσουν, χωρίς περιθώρια απόκλισης. Εάν όμως τίθεται ένα επί της αρχής ερώτημα για εθνικό θέμα (όπως λ.χ. η αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου στο Αιγαίο), η υλοποίηση του οποίου εξαρτάται από μία δέσμη πολιτικών που θα πρέπει να τεθούν ως προτεραιότητες, η ίδια η απάντηση δεν μπορεί να έχει τη φύση ενός δεσμευτικού κανόνα δικαίου, αφού δεν παράγει δέσμια αρμοδιότητα ως προς την επιλογή των μέσων υλοποίησης, όπως στο προηγούμενο παράδειγμα. Σε αυτή την περίπτωση, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν μπορεί παρά να είναι μια γενική κατευθυντήρια γραμμή, μια πολιτική απόφαση μη επιδεχόμενη νομικής δεσμευτικότητας.

Γι' αυτό θεωρώ ότι ο υπερτονισμός του δίπολου "συμβουλευτικό - δεσμευτικό" έχει μικρή πρακτική σημασία όσον αφορά την πολιτική εφαρμογή του όποιου δημοψηφισματικού αποτελέσματος. Το κέντρο βάρους θα έπρεπε να πέσει στο φορέα διαμόρφωσης του ερωτήματος και στο αν θα επιλεγεί η πρώτη ή η δευτερη μορφή δημοψηφίσματος, πράγμα που μάλλον θα αποτελέσει όντως και το κεντρικό ερώτημα εάν πράγματι δρομολογηθούν οι εξελίξεις προς αυτή την κατεύθυνση.



Πέμπτη, Ιουλίου 28, 2011

To νομοσχέδιο για τα δημοψηφίσματα

Δόθηκε σε δημόσια διαβούλευση το νομοσχέδιο για τα δημοψηφίσματα (βλ. εδώ) και η αιτιολογική του έκθεση (βλ. εδώ).

Ανοίγει έτσι ένας δημόσιος διάλογος για έναν συνταγματικό θεσμό, ο οποίος δεν έχει λειτουργήσει κατά τις 3,5 δεκαετίες ισχύος του Συντάγματος. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, το εκλογικό σώμα εκφράζεται μεν στιγμαία με την ψήφο στις βουλευτικές εκλογές, αλλά δεν αποκλείεται να χρειάζεται και κατά την εκάστοτε κοινοβουλευτική περίοδο μια "νωπή νομιμοποίηση για τη λήψη πολιτικών αποφάσεων", όπως αναφέρει. Ο όρος "νωπή νομιμοποίηση" είναι μόνο πολιτικός (παρά την ετυμολογία) κι όχι νομικός. Κατά την πρόσφατη συνταγματική ιστορία, η επίκληση "νωπής λαϊκής εντολής" οδηγούσε παραδοσιακά σε πρόωρες εκλογές, κατά παρέκκλιση του άρθρου 53 παράγραφος 1 του Συντάγματος (βλ. εδώ) περί εκλογής βουλευτών για τέσσερα συνεχή έτη.

Στη συνταγματική θεωρία, τρεις ορίζονται ως θεσμοί "άμεσης δημοκρατίας": το δημοψήφισμα, η νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών και η ανάκληση (αξιωματούχου από το αξίωμά του). Το Σύνταγμα της Ελλάδας προβλέπει μόνο την περίπτωση του δημοψηφίσματος. Η Συνθήκη της Λισαβόνας προβλέπει επίσης και την πρωτοβουλία πολιτών, ως μοχλό πίεσης προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για πρόταση σχεδίου ευρωπαϊκού νομοθετήματος.

Στην ελληνική συνταγματική πρακτική και ιστορία, το δημοψήφισμα χρησιμοποιήθηκε για την επίλυση του "πολιτειακού" ζητήματος, δηλαδή για την επιλογή της μορφής του πολιτεύματος. Δημοψηφίσματα έγιναν το 1862 (που ανέδειξε ως επιθυμητό βασιλιά της Ελλάδας τον Αλφρέδο, δευτερότοκο γιο της Βικτώριας της Αγγλίας), το 1920 (υπέρ της επανόδου του Κωνσταντίνου στο θρόνο), το 1924 (ανακήρυξη αβασίλευτης δημοκρατίας), το 1926 (ανάδειξη Θ. Πάγκαλου ως Προέδρου της Δημοκρατίας), το 1935 (επάνοδος στην βασιλευομένη δημοκρατία), το 1946 (επάνοδος Γεωργίου Β'), το 1968 (έγκριση σχεδίου "συντάγματος" της δικτατορίας), το 1973 (επικύρωση της δικτατορικής "προεδρικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας") και το 1974 (επιλογή αβασίλευτης μορφής του πολιτεύματος). Ο θεσμός δεν χρησιμοποιήθηκε λοιπόν σε περιόδους συνταγματικής ομαλότητας. Ακόμη και για τα δημοψηφίσματα που έγιναν σεβαστά και θεωρείται ότι αντανακλούν τις απόψεις του λαού, υπάρχουν πολιτικές ενστάσεις.

Πιο πρόσφατα, το αίτημα για δημοψήφισμα υποστηρίχθηκε από την Εκκλησία για το ζήτημα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες (ένα θέμα που ανέδειξε ότι τα ατομικά δικαιώματα δεν επιτρέπεται να αποτελέσουν ύλη για άμεση προσφυγή στην λαϊκή βούληση), αλλά και το αίτημα του ΠΑΣΟΚ για την κύρωση της Συνθήκης της Λισαβόνας κατόπιν δημοψηφίσματος. Άλλες πλευρές είχαν ζητήσει δημοψήφισμα για το κοινωνικοασφαλιστικό και για άλλα επί μέρους μείζονα ζητήματα πολιτικής απόφασης. Οι απορρίψεις των σχετικών αιτημάτων βασίστηκε στην επίκληση των συνταγματικών διαδικασιών κύρωσης ή θέσπισης των σχετικών κανονιστικών κειμένων. Η επίκληση αυτή ανέδειξε ότι το δημοψήφισμα θεωρείται μια εναλλακτική (όχι υποχρεωτική πολιτικά και νομικά) διαδικασία για τις σημαντικές πολιτικές αποφάσεις κι ότι η λαϊκή ετυμηγορία γι' αυτές πρέπει να αναζητείται μέσω των γενικών εκλογικών διαδικασιών. Η άποψη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απηχεί πλήρως το πνεύμα του Συντάγματος, καθώς περιφέρει σε πλήρη αχρησία έναν θεσμό ρητά προβλεπόμενο από αυτό, εις βάρος τελικά ενός άλλου θεσμού: της τετραετούς ισχύος της λαϊκής εντολής.

Από την άλλη πλευρά, η λαϊκή εντολή που δίνεται για την ανάδειξη της κυβέρνησης μέσω της επιλογής των μελών του κοινοβουλίου είναι διαφορετικής φύσης από την λαϊκή ετυμηγορία σε ένα μονοθεματικό ερώτημα που το εκλογικό σώμα καλείται να απαντήσει μονολεκτικά. Τα μεγάλα πολιτικά ερωτήματα στη σύγχρονη εποχή δεν μπορούν βέβαια να αποτελέσουν αντικείμενο μονολεκτικής απάντησης. Οι πολιτικές αποφάσεις όμως, δηλαδή οι επεξεργασμένες απαντήσεις σε αυτά - όπως λ.χ. αποτυπώνονται σε ένα νομοσχέδιο ή σε μια πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος- μπορούν. Η πολιτική διαδικασία και ο δημόσιος διάλογος που διεξάγεται πριν το δημοψήφισμα εστιάζει στα υπέρ και τα κατά όσον αφορά το συγκεκριμένο ερώτημα, με τρόπο εντελώς διαφορετικό απ' ό,τι θα συνέβαινε σε μια προεκλογική περίοδο ενόψει βουλευτικών εκλογών. Από αυτή την άποψη, το δημοψήφισμα ως συνολική πολιτική επιλογή ευνοεί την κάθετη εμβάθυνση, σε αντίστοιξη προς τις γενικές εκλογές όπου όλα τα θέματα τίθενται οριζόντια.

Η κυβερνητική πρόταση έρχεται σε μια περίοδο κατά την οποία η προσφυγή στα δημοψηφίσματα έχει παρατηρηθεί ότι γίνεται ολοένα και συχνότερα στα κράτη της Ευρώπης. Το 2007 η Eυρωπαϊκή Επιτροπή για τη Δημοκρατία μέσω του Δικαίου ("Venice Commission"), το συμβουλευτικό όργανο για ζητήματα συνταγματικού δικαίου που λειτουργεί στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, εξέδωσε τον Κώδικα Καλών Πρακτικών για τα Δημοψηφίσματα (Code on Good Practice on Referendums). To 2008 η Επιτροπή Υπουργών καλεί τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης να λάβουν υπόψη τον Κώδικα κατά τον σχεδιασμό σχετικών μέτρων (βλ. εδώ).

Ας δούμε την συγκεκριμένη κυβερνητική πρόταση για το θεσμικό πλαίσιο των δημοψηφισμάτων, ιδίως υπό το πρίσμα του Κώδικα Καλών Πρακτικών για τα Δημοψηφίσματα.

Άρθρο 2

Στο νομοσχέδιο δίνονται ορισμοί για τις συνταγματικές έννοιες "κρίσιμο εθνικό θέμα", "σοβαρό κοινωνικό ζήτημα" και "δημοσιονομικό ζήτημα". Οι ορισμοί έχουν ιδιαίτερη σημασία γιατί από το βάθος τους θα προσδιορισεί και το εύρος των θεμάτων που μπορούν να τεθούν σε δημοψήφισμα. Το Σύνταγμα προβλέπει δύο κατηγορίες δημοψηφισμάτων: το "προληπτικό" (για κρίσιμο εθνικό θέμα) και το "επικυρωτικό" (για ψηφισμένο νομοσχέδιο που αφορά σοβαρό κοινωνικό ζήτημα). Ένα ερώτημα είναι εάν αυτή η διάκριση είναι μόνο διαδικαστική, δηλαδή αν επιτρέπει ένα "σοβαρό κοινωνικό ζήτημα" που δεν έχει ενσωματωθεί σε "ψηφισμένο νομοσχέδιο" να αποτελέσει αντικείμενο προληπτικού δημοψηφίσματος, ως "κρίσιμο εθνικό θέμα". Η καταφατική απάντηση σημαίνει εκτός των άλλων ότι με 151 ψήφους στη Βουλή μπορεί να προκηρυχθεί δημοψήφισμα για οποιοδήποτε θέμα που μπορεί να θεωρηθεί "κρίσιμο εθνικό" ακόμη κι αν αποτελεί "σοβαρό κοινωνικό ζήτημα. Η αποφατική απάντηση σημαίνει ότι για "σοβαρό κοινωνικό ζήτημα" επιτρέπεται να γίνει δημοψήφισμα μόνον εφόσον αποτελεί αντικείμενο ψηφισμένου νομοσχεδίου, με τις αυξημένες όμως πλειοψηφίες που απαιτεί αυτό (απόφαση 180 βουλευτών) κατά το άρθρο 44 του Συντάγματος (βλ. εδώ).

Το νομοσχέδιο προκρίνει την θετική απάντηση: "κρίσιμο εθνικό ζήτημα" δεν θεωρείται μόνο αυτό που έχει σχέση με τις εξωτερικές σχέσεις της χώρας και την εθνική ασφάλεια, αλλά και με την οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή. Άρα η Κυβέρνηση δεν θα χρειάζεται 180 βουλευτές για να προκηρύξει προληπτικό δημοψήφισμα ακόμα και για "σοβαρό κοινωνικό ζήτημα". Η αντίθετη προσέγγιση θα σήμαινε ότι η Βουλή πρέπει να ψηφίσει πρώτα το αμφισβητούμενο θέμα και μετά να το θέσει σε δημοψήφισμα. Αυτή η δυσκαμψία θα εμπόδιζε την κυβέρνηση να προσφύγει άμεσα στο λαό, πριν ψηφίσει το νομοσχέδιο. Οπότε η προκριθείσα νομοθετική επιλογή είναι υπέρ του εκλογικού σώματος.

Σε επικυρωτικό δημοψήφισμα δεν μπορούν κατά το Σύνταγμα να τεθούν τα "δημοσιονομικά" θέματα. Το νσχ δίνει έναν ορισμό των "δημοσιονομικών θεμάτων". Αλλά, με τη προκριθείσα επιλογή (κρίσιμο εθνικό θέμα = οικονομικό/κοινωνικό/πολιτικό θέμα) δεν φαίνεται να εμποδίζεται η κυβέρνηση να προσφύγει σε προληπτικό δημοψήφισμα και για δημοσιονομικό θέμα., το οποίο μπορεί να καταστεί "κρίσιμο εθνικό".

Υπάρχει ένας περιορισμός που δεν προβλέπεται ρητά στο άρθρο 44 του Συντάγματος, αλλά πηγάζει από την δομή της έννομης τάξης: αντικείμενο δημοψηφίσματος δεν μπορούν να αποτελέσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα καθώς και γενικότερα οι θεσμοί του κράτους δικαίου. Αυτό έχει επισημανθεί και στην Σύσταση 1704 (2005) της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης (βλ. εδώ), και στον Κώδικα Καλών Πρακτικών για τα Δημοψηφίσματα, ενώ αποτέλεσε κι επισήμανση του Συμβουλίου της Ευρώπης όσον αφορά το δημοψήφισμα της Ελβετίας για τους μιναρέδες.

Ο Κώδικας Καλών Πρακτικών αναφέρει ότι δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δημοψηφίσματος ζητήματα:
α) δικαίου αυξημένης τυπικής ισχύος
β) διεθνούς δικαίου ή καταστατικών αρχών του Συμβουλίου της Ευρώπης (ανθρώπινα δικαιώματα, κράτος δικαιου, δημοκρατίας)

Για παράδειγμα, δεν μπορεί να τεθεί σε δημοψήφισμα ένα αίτημα επαναφοράς της θανατικής ποινής, καθώς αυτό θα έθετε στην ψήφο μια διεθνή δέσμευση της χώρας σύμφωνα με πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα για την κατάργηση της θανατικής ποινής.

Η εξαίρεση αυτή θα πρέπει για λόγους ασφάλειας δικαίου να επισημανθεί στο νομοσχέδιο. Καθώς όμως πηγάζει από υπερκείμενους συνταγματικούς και διεθνείς κανόνες, ακόμη κι αν ο περιορισμός δεν προβλεφθεί ρητώς στο νόμο, θα εξακολουθεί φυσικά να ισχύει.

Άρθρο 4

Στο προεδρικό διάταγμα με το οποίο προκηρύσσεται το δημοψήφισμα και το οποίο δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως θα πρέπει να περιλαμβάνεται και η διατύπωση του ερωτήματος / των ερωτημάτων, καθώς και οι δυνατές απαντήσεις. Δεν αρκεί όμως η τήρηση μόνο αυτής της υποχρέωσης δημοσιότητας.

Σύμφωνα με το άρθρο 3.1 του Κώδικα Καλών Πρακτικών για Δημοψηφίσματα, μαζί με το ερώτημα θα πρέπει να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και μια επεξηγηματική έκθεση (explanatory memorandum) που θα παρουσιάζει με ισορροπημένο τρόπο τις απόψεις υπέρ και κατά για το επίμαχο θέμα. Επίσης η επεξηγηματική έκθεση θα πρέπει να αποσταλεί σε όλους τους πολίτες και θα πρέπει να διατυπωθεί και σε γλώσσες εθνικών μειονοτήτων.

Ο Κώδικας αναφέρει ότι θα πρέπει να προβλέπονται και κυρώσεις για παραβίαση του καθήκοντος ουδετερότητας.


Άρθρο 6

Το άρθρο 6 εισάγει τα κόμματα στην δημοψηφισματική διαδικασία, προβλέποντας μάλιστα "εκλογικές δαπάνες". Τα κόμματα είναι οι κατ' εξοχήν φορείς των προνομίων της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και δεν θα έπρεπε να έχουν καμία κρατικά επιχορηγούμενη εμπλοκή στην προδημοψηφισματική περίοδο. Δεν εξυπηρετεί ούτε τη λογική του δημοψηφίσματος, αλλά ούτε και την απρόσκοπτη διαμόρφωση της λαϊκής ετυμηγορίας η εμπλοκή των κομματικών παραμορφώσεων και των μικροπολιτικών τους επιρροών σε ζητήματα που ήδη χαρακτηρίζονται "κρίσιμα εθνικά θέματα" ή "σοβαρά κοινωνικά ζητήματα".

Καμία "εκλογική" δαπάνη λοιπόν για τα κόμματα κατά την περίοδο πριν το δημοψήφισμα.

Άρθρο 7

Κατά την παρ. 7 συγκροτείται μια Διακομματική Επιτροπή με Πρόεδρο τον Υπουργό Εσωτερικών και μέλη εκπροσώπους των κομμάτων. Η Επιτροπή έχει ως αποστολή την λήψη ορισμένων αποφάσεων για την πολυφωνία κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου καθώς και για την διατύπωση προτάσεων σχετικά με την εφαρμογή του νόμου.

Ο Κώδικας αναφέρει ότι η διοργάνωση του δημοψηφίσματος πρέπει να διενεργηθεί από ένα ανεξάρτητο όργανο. Ο κώδικας αναφέρει ότι η κεντρική Επιτροπή για τη διενέργεια του δημοψηφίσματος θα πρέπει να περιέχει και:
1. Τουλάχιστον έναν δικαστή ή ένα ανεξάρτητο ειδικό νομικό.
2. Εκπροσώπους των κομμάτων και, προαιρετικά,
3. Εκπρόσωπο του υπουργείου Εσωτερικών και
4. Εκπρόσωπο των εθνικών μειονοτήτων

Άρθρο 12

Ο Κώδικας Καλών Πρακτικών αναφέρει ότι δεν πρέπει να προβλέπεται ένα ποσοστό - κατώφλι για τη δεσμευτικότητα του δημοψηφίσματος γιατί υπάρχει ο πολιτικός κίνδυνος της δημοψηφισματικής έγκρισης από μία πλειοψηφία η οποία όμως δεν θα έχει καλύψει το "κατώφλι".

Ο Κώδικας αναφέρει για τα δεσμευτικά δημοψηφίσματα ότι εάν ένα θέμα έχει απορριφθεί δεν επιτρέπεται να εγκριθεί εάν δεν περάσει ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και δεν υποβληθεί πάλι σε δημοψήφισμα. Αντίστοιχα, μια διάταξη που έχει εγκριθεί δημοψηφισματικά, δεν επιτρέπεται -για το ίδιο χρονικό διάστημα- να μεταβληθεί με άλλον τρόπο.

Tέλος ο Κώδικας αναφέρει ότι τα αποτελέσματα των δεσμευτικών δημοψηφισμάτων πρέπει να προβλέπονται με σαφήνεια από το νόμο.



Για περαιτέρω ανάγνωση:

2010. Handbook on direct democracy, του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου για το Δημοψήφισμα και την Πρωτοβουλία (εδώ).

2005. Μια εξαιρετική ανάλυση του γενικότερου ζητήματος (με αναφορές και σε διαβόητα δημοψηφίσματα όπως αυτό που επέτρεψε στον Χίτλερ να καταλάβει τη θέση του Καγκελάριου και του Προέδρου της Γερμανίας) βρίσκεται στην έκθεση του φινλανδού βουλευτή Miko Elo (βλ. εδώ).


Τρίτη, Ιουλίου 26, 2011

Οι τροποποιήσεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας

Δημοσιεύθηκε προχθες στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο Ν.3994/2011 με τον τίτλο "Εξορθολογισμός και βελτίωση στην απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις", ο οποίος επέφερε ορισμένες σημαντικές τροποποιήσεις στην δικονομία των ιδιωτικών διαφορών. Ήταν μια νομοθετική παρέμβαση που προετοιμαζόταν εδώ και χρόνια, με σημαντικές αποκλίσεις ανάμεσα στα διάφορα σχέδια νόμου που κατά καιρούς είδαν τη δημοσιότητα.

[Το ΦΕΚ μπορείτε να δείτε εδώ και την Αιτιολογική Έκθεση εδώ].

Καθ' ύλην αρμοδιότητα δικαστηρίων

Στα Ειρηνοδικεία πλέον θα εισάγονται αγωγές με αντικείμενο που δεν υπερβαίνει τις 20.000 ευρώ (ενώ πριν το όριο ήταν στις 12.000).
Στην ειδική διαδικασία των μικροδιαφορών εμπίπτουν πλέον υποθέσεις έως 5.000 ευρώ (ενώ πριν έως 1.500 ευρώ, νέο άρθρο 466).

Στα Μονομελή Πρωτοδικεία πλέον θα εισάγονται αγωγές με αντικείμενο από 20.000+ ευρώ έως 120.000 ευρώ (ενώ πριν το maximum ήταν τα 80.000).

Διατηρείται η εξαιρετική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου ακόμα και για διαφορές άνω των 120.000 για όλες τις κατηγορίες του άρθρου 16, με την νέα εξαίρεση των διαφορών οικογενειακού δικαίου της παρ. 10 (συνεισφορά στις ανάγκες, διατροφής κλπ). Δηλαδή αυτές οι διαφορές της παρ. 10 θα εκδικάζονται κατά την καθ' ύλην αρμοδιότητα.

Στα Μονομελή Πρωτοδικεία θα εισάγονται επίσης πλέον και οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων (ενώ πριν οι εφέσεις εισάγονταν στα Πολυμελή Πρωτοδικεία), εφόσον ασκούνται μετά την δημοσίευση του Ν.3994/2011 (25.7.2011).

Στα Μονομελή Εφετεία (νέος δικαστικός σχηματισμός) θα εισάγονται οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των Μονομελών Πρωτοδικείων και στα Τριμελή Εφετεία θα εισάγονται οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των Πολυμελών Πρωτοδικείων.

Κατά τόπον αρμοδιότητα

Επαναδιατυπώνεται το άρθρο 35 προβλέποντας αρμόδιο το δικαστήριο στον τόπο που επήλθε ή πρόκειται να επέλθει το ζημιογόνο γεγονός μιας αδικοπραξίας (ενώ πριν αφορούσε μόνο "αξιόποινη πράξη" και μόνο τόπο που έχει τελεστεί ήδη αυτή). Η συγκεκριμένη διάταξη παίζει ιδιαίτερο ρόλο για τις διαδικτυακές αδικοπραξίες, ιδίως εάν δεν αντιστοιχούν και σε ποινικά αδικήματα.

Παράλληλα καταργείται το άρθρο 40Α που αφορά την κατά τόπο αρμοδιότητα για ζημιές από αυτοκίνητα. Προφανώς οι διαφορές εμπίπτουν στην αρμοδιότητα που ορίζεται με το νέο άρθρο 35.

Με το νέο άρθρο 39Α ορίζεται νέα δωσιδικία του τόπου του δικαιούχου της διατροφής.

Παράσταση ενάγοντος χωρίς δικηγόρο

Ενώ με το προϊσχύον δίκαιο επιτρεπόταν η παράσταση στο Ειρηνοδικείο χωρίς δικηγόρο, με την νέα ρύθμιση αυτό επιτρέπεται μόνο για τις διαφορές έως 12.000 ευρώ (δηλ. έως την παλαιά αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου). Άρα η παράσταση στο Ειρηνοδικείο για διαφορές από 12.000+ ευρώ έως 20.000 ευρώ γίνεται υποχρεωτικώς με δικηγόρο.

Πληρεξουσιότητα

Εκτός από το συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο και την προφορική δήλωση, προστίθεται ως τύπος και το ιδιωτικό έγγραφο με βεβαίωση υπογραφής από δημόσια αρχή (στο προϊσχύον αυτό επιτρεπόταν μόνο για το Ειρηνοδικείο), με την εξαίρεση του Αρείου Πάγου και των διαδικασιών του άρθρου 98, όπου ισχύει μόνο η συμβολαιογραφική και η προφορική δήλωση.

e-Justice

Η "έκθεση" μπορεί να συνταχθεί και με ηλεκτρονικά μέσα (άρθρο 117 παρ. 2)

Επιτρέπεται ηλεκτρονική υποβολή δικογράφων εφόσον φέρουν "προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή" (π.δ. 150/2001). Το δικόγραφο θεωρείται ότι κατατέθηκε εφόσον επιστραφεί στον αποστολέα του εγγράφο από το δικαστήριο ηλεκτρονική απόδειξη, που θα φέρει προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή και θα περιέχει την έκθεση κατάθεσης. (άρθρο 119 παρ. 4).

Επιτρέπεται η ηλεκτρονική επίδοση δικογράφων εφόσον φέρουν προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή. Το δικόγραφο θεωρείται ότι επιδόθηκε εφόσον επιστραφεί στον αποστολέα του εγγράφου από τον παραλήπτη ηλεκτρονική απόδειξη με προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή (άρθρο 122 παρ. 5). Προφανώς βέβαια ο "αποστολέας" θα είναι ο δικαστικός επιμελητής, αφού δεν αναιρείται η αποκλειστική αρμοδιότητά του για επίδοση δικογράφων...

Η έκθεση κατάθεσης αγωγής και η επίδοση αγωγής μπορεί να γίνεται και με τον παραπάνω τρόπο. Στη γραμματεία κάθε δικαστηρίου τηρείται "ηλεκτρονικό αρχείο" αγωγών (άρθρο 215).

Το δικαστήριο ύστερα από αίτηση των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως μπορεί να επιτρέψει την διεξαγωγή της συζήτησης με συμμετοχή διαδίκων, δικηγόρων ή μαρτύρων/πραγματογνωμόνων με ταυτόχρονη μετάδοση ήχου και εικόνας στην αίθουσα συνεδριάσεως του δικαστηρίου και στον τόπο που παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους. Η σχετική απόφαση για την εξέταση μαρτύρων δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα και έχει την ίδια αποδεικτική ισχύ με την εξέταση στο ακροατήριο (άρθρο 270 παρ. 7 και 8).

Όλα τα παραπάνω καθώς και ο τρόπος καταβολής και είσπραξης τελών και ενσήμων για τα δικόγραφα που κατατίθενται και επιδίδονται ηλεκτρονικά τελούν υπό την έκδοση προεδρικού διατάγματος (άρθρο 72 Ν.3994/2011).

Επιδόσεις

Ούτε το Σάββατο χωρίς συναίνεση παραλήπτη ή άδεια δικαστή (άρθρο 125).
Αποκλεισμός επίδοσης σε ανήλικα πρόσωπα (άρθρο 128 παρ. 1).

Ο θεσμός της θυροκόλλησης εμπλουτίζεται με εγγυήσεις για την τήρηση του απορρήτου: το έγγραφο κολλάται στην πόρτα της κατοικίας ή στην κεντρική είσοδο της πολυκατοικίας "σε ενσφράγιστο φάκελο, επί του οποίου θα υπάρχουν μόνο τα στοιχεία του δικαστικού επιμελητή και του προς όν η επίδοση".

Προθεσμίες

Το Σάββατο θεωρείται "για τον παρόντα Κώδικα" εξαιρετέα και μη εργάσιμη ημέρα.
Επαναπροσδιορίζεται ο κατάλογος των διαδικασιών για τις οποίες δεν υπολογίζεται το διάστημα 1 έως 31 Αυγούστου (αρθρο 147).

Δικαστικά έξοδα

Σε δίκες διατροφής, προκαταβάλλονται από τον υπόχρεο με αναπροσαρμογή του maximum στα 300 ευρώ (από 150 που όριζε το προϊσχύον άρθρο 173).

Ευεργέτημα της πενίας

Εκτός από τους αλλοδαπούς, μπορεί να δοθεί και σε ανιθαγενείς (άρθρο 195 παρ. 1).
Καταργείται το "πιστοποιητικό αμοιβαότητας" που έπρεπε να προσκομίζει ο αλλοδαπός αιτών (άρθρο 196 παρ. 2 περ. γ).
Αυξάνεται το πλαίσιο χρηματικης ποινής (100-200 ευρώ, από 1,5-15 ευρώ που προϊσχυε) για όσους πέτυχαν το ευεργέτημα με αναληθείς δηλώσεις και στοιχεία.

Ποινές

Αυξάνεται το πλαίσιο ποινών (500-1.500 ευρώ από 150-880 ευρώ) για αβάσιμα ένδικα βοηθήματα ή μέσα και παρέλκυση, παράβαση χρηστών ηθών ή καλής πίστης ή το καθήκον αλήθειας. Αυξάνεται το πλαίσιο ποινών (100-500 ευρώ από 29-290 ευρώ) για θόρυβο ή ανυπακοή στο ακροατήριο ή έξω από αυτό.

Συμβιβασμός

Καταργείται η προϋπόθεση παραδεκτού της υποχρεωτικής απόπειρας εξωδικαστικής επίλυσης διαφοράς. Όλο το νέο άρθρο 214Α περιγράφει τα χαρακτηριστικά μιας διαδικασίας για την επίλυση της διαφοράς μέχρι και την έκδοση τελεσίδικης απόφασης. Μόνη δικονομική συνέπεια είναι ότι με την επικύρωση του σχετικού πρακτικού από τον δικαστή, επέρχεται η κατάργηση της δίκης.

Ο δικαστής επιχειρεί συμβιβασμό κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, σε κάθε στάση της δίκης μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης. Μπορεί να επιχειρήσει την απόπειρα αφού εκδικάσει τις υποθέσεις του πινακίου ή να διακόψει και για άλλη μέρα και ώρα. Η συνέχιση μπορεί να γίνει σε οποιαδήποτε αίθουσα του δικαστικού μεγάρου ή και στο γραφείο του δικαστή. Μπορεί επίσης να αναβάλλει για μία φορά, για την επόμενη δικάσιμο της ίδιας δικαστικής σύνθεσης. Οι σχετικές προφορικές ανακοινώσεις του δικαστηρίου που καταγράφονται στα πρακτικά επέχουν θέση κλήτευσης των διαδίκων (άρθρο 233 παρ. 2).

Εάν η απόπειρα αποτύχει, όλα όσα διατυπώθηκαν από το δικαστήριο ή τους διαδίκους δεν λαμβάνονται υπόψη κατά την εκδίκαση της υπόθεσης (άρθρο 233 παρ. 3).

O δικαστικός συμβιβασμός που περιλήφθηκε στα πρακτικά του δικαστηρίου υποκαθιστά τον τύπου του συμβολαιογραφικού εγγράφου που προβλέπεται από το ουσιαστικό δίκαιο και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τίτλος προς εγγραφή ή εξάλειψη υποθήκης (άρθρο 291 παρ. 1).


Αγωγές διάρρηξης δικαιοπραξίας

Εγγράφονται στα βιβλία δεκδικήσεων του άρθρου 220.

Διόρθωση ισχυρισμών

Είτε με προτάσεις, είτε με προφορική δήλωση του ενάγοντος (στην πράξη γίνονταν μέχρι τώρα και τα δύο, άρθρο 224).

Πινάκιο

Ελλείψεις ή σφάλματα διορθώνονται με αίτηση διαδίκου ύστερα από απόφαση του προέδρου (226 παρ. 4)

Υποθέσεις που δεν περιέχουν εμμάρτυρη απόδειξη συζητούνται αμέσως (άρθρο 270 παρ. 5).

Αοριστία

Ο δικαστής φροντίζει για την συμπλήρωση αόριστων ισχυρισμών με την υποβολή προσωπικών δηλώσεων που καταγράφονται στα πρακτικά (άρθρο 236).

Και ο ενιστάμενος αποκτά δικαίωμα να διορθώσει τυχόν αόριστους ισχυρισμούς με σχετική προφορική δήλωση που καταχωρείται στα πρακτικά (άρθρο 262 παρ. 1). Διάταξη που αποκτά προφανώς πρακτική σημασία στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, όπου υπάρχει προκατάθεση των προτάσεων.

Ερημοδικία

Σημαντική αλλαγή επέρχεται με την τροποποίηση των άρθρων 270 και 271. Ενώ κατά το προϊσχύον η ερημοδικία του εναγομένου ήταν αντικείμενο "ελεύθερης εκτίμησης" από το δικαστήριο, πλέον, η ερημοδικία του εναγομένου που έχει κληθεί νομίμως κι εμπροθέσμως συνιστά ομολογία των πραγματικών ισχυρισμών της αγωγής. , εφόσον βέβαια επιτρέπεται ομολογία για τους συγκεκριμένους ισχυρισμούς κι εφόσον η αγωγή είναι νόμιμη και "δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως".

Η ερημοδικία του ενάγοντος οδηγεί στην απόρριψη της αγωγής (άρθρο 272 παρ. 1).
Η ερημοδικία του κυρίως παρεμβαίνοντος επίσης (άρθρο 273).
Η ερημοδικία του προσθέτως παρεμβαίνοντος δεν επηρεάζει την πρόοδο της συζήτησης, με υποπεριπτώσεις για κάθε παραλλαγή (άρθρο 274).
Σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος εφαρμόζονται οι διατάξεις για την ερημοδικία του ενάγοντος. Το ίδιο και για την ερημοδικία του εφεσίβλητου στην αντέφεση (άρθρο 524 παρ. 3).
Ο παριστάμενος διάδικος στην έφεση υποχρεούται σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση να προσκομίσει αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων του αντιδίκου του που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ' αυτήν διαφορετική η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη (άρθρο 524 παρ. 4).

Αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλλει πρωτοδίκως. (άρθρο 528).

Πραγματογνωμοσύνη

Τους πραγματογνώμονες μπορεί να αντικαταστήσει για εύλογη αιτία το δικαστήριο [που τους διορισε με αίτηση των διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως.

Εμμάρτυρο της απόδειξης

Για τις συμβάσεις και τις συλλογικές πράξεις το εμμάρτυρο της απόδειξης ανεβαίνει στα 20.000 ευρώ (από τα 5.900 του προϊσχύοντος). Εναντίον περιεχομένου εγγράφου δεν επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες έστω κι αν είναι μικρότερη από 20.000 ευρώ (από τα 5.900 του προϊσχύοντος). (άρθρο 393)

Εξέταση διαδίκων

Αποσυνδέεται από την αδυναμία απόδειξης από άλλα μέσα και καθίσταται εν δυνάμει κύριο αποδεικτικό μέσο (άρθρο 415 παρ. 1).

Μηχανική απεικόνιση

Δίδεται ορισμός της, ο οποίος περιλαμβάνει κάθε μέσο που χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή για εγγραφή, αποθήκευση ή αναπαραγωγή στοιχείων που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα κλπ, "εφόσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία" (άρθρο 444 παρ. 2).

Όμως οι μηχανικές απεικονίσεις αποτελούν πλήρη απόδειξη ως ιδιωτικά έγγραφα αν συντάχθηκαν κατά τους νόμιμους τύπους (νέο 448 παρ. 3 με παραπομπή στις επιφυλάξεις του 445).

Έγγραφα

Κατά την έννοια που παρέχουν απόδειξη για τον εκδότη τους, αποτελούν πλέον απόδειξη και για το περιεχόμενο των δικαιοπρακτικών δηλώσεων (άρθρο 445).

Νέος λόγος αναψηλάφισης

Προστίθεται 10ος λόγος αναψηλάφησης: "αν το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης επηρεάστηκε ουσιωδώς από δωροληψία ή από άλλη εκ προθέσεως παράβαση καθήκοντος συμπράττοντος στην έκδοσή της δικαστή, εφόσον η δωροληψία ή η παράβαση καθήκοντος αποδεικνύονται με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Αν η άσκηση της ποινικής αγωγής ή η πρόοδος της ποινικής διαδικασίας είναι αδύνατη, η αναγνώριση της δωροληψίας ή της παράβασης καθήκοντος γίνεται με απόφαση που εκδίδεται σε κύρια αγωγή, η οποία ασκείται μέσα σε έξι μήνες από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και αν η αδυναμία επήλθε κατόπιν, μέσα σε έξι μήνες από αυτην." (άρθρο 544)

Η προθεσμία αναψηλάφησης σε αυτήν την περίπτωση εκκινεί από το αμετάκλητο της απόφασης με την οποία αναγνωρίστηκε η δωροληψία ή παράβαση καθήκοντος. Η αναψηλάφηση όμως είναι απαράδεκτη μετά την παρέλευση ενός έτους από την δημοσίευση της αμετάκλητης απόφασης των ποινικών ή πολιτικών δικαστηρίων και η προθεσμία δεν αρχίζει πριν την επίδοση της απόφασης (άρθρο 545 παρ. 5).

Αναίρεση

Καταργείται ο προέλεγχος του παραδεκτού από τριμελές συμβούλιο που μπορούσε να οδηγήσει σε κήρυξη της συζήτησης ως απαράδεκτης με διάταξη. Πλέον ο προέλεγχος του παραδεκτού περιορίζεται σε συνοπτική έκθεση του εισηγητή για το παραδεκτό και το βάσιμο που την καταθέτει στην γραμματεία του Αρείου Πάγου οκτώ τουλάχιστον μέρες πριν την δικάσιμο, των διαδίκων εχόντων δικαίωμα πληροφόρησης του περιεχομένου της έκθεσης (άρθρο 571).

Προσωρινή διαταγή

Ορίζεται υποχρεωτική κλήση αντιδίκου προ 24 ωρών, εκτός αν ο δικαστής ορίσει συντομότερη ή αν υφίσταται κίνδυνος βλάβης αιτούντος οπότε επιτρέπεται και χωρίς κλήτευση. Στην τελευταία περίπτωση η αίτηση ασφαλιστικών συζητείται υποχρεωτικά εντός 30 ημερών, άλλως παύει αυτοδικαίως η ισχύς της προσωρινής διαταγής. Σε περίπτωση που η προσωρινή διαταγή έχει ως αντικείμενο απαγόρευση μεταβοής πραγματικής ή νομικής κατάστασης σε ακίνητ0/πλοίο/αεροσκάφος, επιδίδεται στην αρχή που επιναι αρμόδια να τηρεί το βιβλίο κατασχέσεων/νηολόγιο/μητρώο και εγγράφεται στο αντίστοιχο βιβλίο (άρθρο 691 παρ. 4-5).

Ασφαλιστικά μέτρα

Δεν είναι πλέον υποχρεωτική η άσκηση αγωγής για τη διατήρηση των ασφαλιστικών μέτρων, αλλά τίθεται στην ευχέρεια του δικαστή ο καθορισμός προθεσμίας για την άσκησή της (νέο άρθρο 693).
Καταργείται η αρμοδιότητα του εισαγγελέα για άσκηση αναίρεσης εναντίον αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 699).

Αναγκαστική εκτέλεση

Η δημόσια κήρυξη στον τόπο του πλειστηριασμού γίνεται πέντε (5) τουλάχιστον μέρες πριν (3 κατά το προϊσχύον, άρθρο 943 παρ. 3 προτελευταίο εδάφιο).

Αναγκαστική εκτέλεση για απόδοση ακινήτου δεν γίνεται 23 Δεκ. - 7 Ιαν. του επόμενου έτους, την Μεγάλη Εβδομάδα μέχρι και την Κυριακή του Θωμά, την προηγούμενη και επόμενη εβδομάδα των εθνικών και τοπικών εκλογών και των ευρωεκλογών καθώς και των επαναληπτικών εκλογών μόνο για τις περιφέρειες στις οποίες διεξάγονται αυτές ( άρθρο 943 νέα παρ. 5).

Η αυτεπάγγελτη δικαστική καταδίκη οφειλέτη σε πράξη που δεν μπορεί να γίνει από τον τρίτο ανέρχεται σε χρηματική ποινή έως 50.000 ευρώ (ενώ κατά το προϊσχύον 5.900 ευρώ), άρθρο 946 παρ. 1.
Η απειλή σε υποχρέωση παράληψης ή ανοχής πράξης για την περίπτωση που ο οφειλέτης παραβεί την υποχρέωσή του ανέρχεται σε χρηματική ποινή έως 100.000 ευρώ (ενώ κατά το προϊσχύον έως 5.900 ευρώ). Άρθρο 947.
Η ποινή για την περίπτωση μη παράδοσης τέκνου αναπροσαρμόζεται έως 50.00 ευρώ (ενώ κατά το προϊσχύον έως 5.900 ευρώ). Άρθρο 950.

Πλειστηριασμός

Αν ο πλειστηριασμός αφορά κινητά πράγματα, μπορεί κατά την κρίση του δικαστικού επιμελητή να γίνει είτε στο ειρηνοδικείο του τόπου της εκτέλεσης είτε στον τόπο της κατάσχεσης είτε στον τόπο που φυλάσσονται τα πράγματα. Κατάργηση του υποχρεωτικού μισάωρου από την τελευταία προσφορά έως το στάδιο της αποσφράγισης (άρθρο 959).

Καταργείται η ακυρότητα του πλειστηριασμού αν δεν γίνει η κήρυξη του άρθρου 963.

Ανάρτηση περίληψης κατασχετηριας έκθεσης κινητής περιουσίας

Στην ιστοσελίδα Δημοσιεύσεων Πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (άρθρο 960).

Κατάταξη δανειστών

Μαζί με τις απαιτήσεις από παροχή εξηρτημένης εργασίας και των δασκάλων τοποθετούνται οι αποζημιώσεις των δικηγόρων και οι αποζημιώσεις λόγω καταγγελίας της σχέσης εργασίας και οι απαιτήσεις των φορέων κοινωνικής ασφάλισης (άρθρο 975 παρ. 3).

Κατάσχεση στα χέρια πιστωτικού ιδρύματος

Ως τρίτου, το έγγραφο επιδίδεται στην έδρα του ή σε οποιοδήποτε κατάστημά του (άρθρο 983 παρ. 4).

Κατάσχεση κινητών αξιών ή χρηματοπιστωτικών μέσων σε άυλη μορφή

Εφόσον εκποιούνται σε χρηματιστήριο ή άλλη ρυθμιζόμενη αγορά που λειτουργεί στην ημεδαπή, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του 983 επ. Θεωρείται κατάσχεση στα χέρια τρίτου. Η εκποίηση γίνεται στο πλαίσιο δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμοπύ σύμφωνα με διαδικασία που προβλέπεται σε απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (νέο άρθρο 991Α).

Κατάχεση μεριδίων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων

Θεωρείται κατάσχεση απαίτησης στα χέρια τρίτου και καταλαμβάνει αξίωση οφειλέτη για εξαγορά μεριδίων. Εφαρμόζονται αναλόγως διατάξεις 983 επ. Ως τρίτος που του επιδίδεται το έγγραφο νοείται η εταιρία διαχείρισης που έχει εκδώσει τα μερίδια (νέο άρθρο 991Β).

Κατάσχεση ακινήτων

Εξαιρούνται ως ημέρες και η προηγούμενη κι επόμενη Τετάρτη των εκλογών βουλευτών, τοπικής αυτοδικοίκησης και ευρωβουλευτών και οι επαναληπτικές τους μόνο για τις περιφέρειες που διεξάγονται τέτοιες (άρθρο 998 παρ. 4).
Το απόσπασμα της έκθεσης αναρτάται στην Ιστοσελίδα των Δημοσιεύσεων Πλειστηριασμών κλπ. (άρθρο 999 παρ. 3).

Προσωπική κράτηση

Καταργείται κατά εμπόρων για εμπορικές απαιτήσεις και για απαιτήσεις κάτω των 30.000 ευρώ (1.500 ευρώ κατά το προϊσχύον) άρθρο 1047. Ως προς το νέο ποσόν, ο περιορισμός ισχύει και για εκκρεμείς αγωγές (άρθρο 72 παρ. 12 Ν.3994/2011).

Η σύλληψη για προσωπική κράτηση απαγορεύεται επίσης από 23 Δεκ έως 7 Ιαν., από τη Μ.Δευτέρα έως την Κυριακή του Θωμά, από την προηγούμενη έως και την επόμενη εβδομάδα εκλογών και επαναληπτικών εκλογών (άρθρο 1049 δ έως στ΄).



Αναπροσαρμογή ποσών

Όλα τα ποσά του ΚΠολΔ αναπροσαρμόζονται με π.δ. ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης.

Εκκρεμείς δίκες

Στις δίκες που κατά την εισαγωγή του νέου νόμου είναι εκκρεμείς στον πρώτο βαθμό, οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται από τις διατάξεις του, όσες όμως είχαν ενεργηθεί πριν την εισαγωγή του ρυθμίζονται από το προγενέστερο δίκαιο.

Οι διατάξεις των 214Α και 233 2-4 (δηλ. οι νέες) εφαρμόζονται και στις αγωγές που ασκήθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του νέου νόμου αλλά δεν έχουν ακόμη συζητηθεί.

Το παραδεκτό των ένδικων μέσων, το επιτρεπτό προβαλλόμενων λόγων και ο χρόνος άσκησης κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της απόφασης.

Γενικότερα για το διαχρονικό δίκαιο βλ. άρθρο 72 Ν.3994/2011.










Κυριακή, Ιουλίου 24, 2011

Δημόσια έκκληση σε βουλευτές για ένα σύμφωνο συμβίωσης χωρίς διακρίσεις

Κυρίες και κύριοι βουλευτές,


Σαν σήμερα, πριν 37 χρόνια, ξεκίνησε ο εκδημοκρατισμός της χώρας με τη μεταπολίτευση. Δυστυχώς, στο μεγαλύτερο μέρος του, αφορούσε τα δικαιώματα της πλειονότητας του πληθυσμού, αφού ακόμα και σήμερα οι μειονότητες είναι αντικείμενο πάμπολλων διακρίσεων. Πριν τρία χρόνια προστέθηκε άλλη μια διάκριση, μοναδική για τα ευρωπαϊκά δεδομένα: η καθιέρωση ενός συμφώνου συμβίωσης μόνο για ζευγάρια διαφορετικού φύλου.


Το ΠΑΣΟΚ είχε τότε διαφωνήσει με τη διάκριση αυτή. Όταν ανέλαβε την κυβέρνηση, με την απόφαση με αριθμό ΔΔΟΙΚ/3602/29-7-2010, ο Υπουργός Δικαιοσύνης συγκρότησε Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή «με αντικείμενο την επεξεργασία Σχεδίου Νόμου για την τροποποίηση διατάξεων του Οικογενειακού Δικαίου και τη σύνταξη της αντίστοιχης Εισηγητικής Έκθεσης». Στις 17 Δεκεμβρίου 2010, η Επιτροπή παρέδωσε στον Υπουργό το σχέδιο νόμου και την εισηγητική έκθεση. Σε αυτά περιέχεται μεταξύ άλλων τροποποίηση του Άρθρου 1 του Ν. 3719/2008 ώστε σύμφωνο συμβίωσης να μπορούν να συνάπτουν δύο ενήλικα πρόσωπα χωρίς καμιά αναφορά σε φύλο. Περιέχεται επίσης η κατάργηση των Άρθρων 4 του Ν. 147/1914, 5§§2 και 3 του Ν. 1920/1991 και 8 του ΕισΝΚΠολΔ με τα οποία διατηρείτο σε ισχύ ο ισλαμικός νόμος (σαρία) για τους μουσουλμάνους της Θράκης.


Πέρασαν επτά μήνες από τότε και το σχέδιο νόμου «ξεχάστηκε». Αντίθετα, στα τέλη Ιουνίου 2011, στις υπογράφουσες και στους υπογράφοντες που έχουμε προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) κατά της διάκρισης σε βάρος των ομοερωτικών ατόμων στο νόμο για το σύμφωνο συμβίωσης (προσφυγές 29381/09 και 32684/09 – βλπ. http://cmiskp.echr.coe.int/tkp197/view.asp?action=html&documentId=881790&portal=hbkm&source=externalbydocnumber&table=F69A27FD8FB86142BF01C1166DEA398649) κοινοποιήθηκαν οι παρατηρήσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης στις προσφυγές τους. Σε αυτές, η Ελληνική Κυβέρνηση υποστήριξε θέσεις που διαφέρουν σημαντικά από τις υποτιθέμενες θέσεις του ΠΑΣΟΚ αλλά και τις προαναφερθείσες προτάσεις της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, τις οποίες μάλιστα η Ελληνική Κυβέρνηση παρέλειψε να αναφέρει στο ΕΔΔΑ. Η Ελληνική Κυβέρνηση υποστήριξε αντίθετα την ορθότητα του Ν. 3719/2008, τον οποίο ως αντιπολίτευση είχε καταψηφίσει! Οι εδώ υπογράφουσες και υπογράφοντες αποστείλαμε στις 10 Ιουλίου 2011 τη συνημμένη επιστολή στον Υπουργό Δικαιοσύνης παρακαλώντας τον, μέχρι τις 22 Ιουλίου 2011, να μας ενημερώσει για την επίσημη θέση της Ελληνικής Κυβέρνησης και να μας χορηγήσει αντίγραφο του σχεδίου νόμου της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης δεν απάντησε στην επιστολή μας. Στις 22 Ιουλίου 2011, το γραφείο του Υπουργού μας ενημέρωσε πως το θέμα χειρίζεται ο Γενικός Γραμματέας Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ούτε αυτός απάντησε στην επιστολή.


Κατόπιν αυτού, παρακαλούμε την καθεμιά και τον καθένα από σας να καταθέσει ερώτηση ή αναφορά προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης ζητώντας του να απαντήσει στην επιστολή μας ή/και σε συνεργασία με άλλες και άλλους βουλευτές να καταθέσει στη Βουλή προς ψήφιση ως πρόταση νόμου το σχέδιο νόμου της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής με την εισηγητική έκθεση (βλπ. http://cm.greekhelsinki.gr/uploads/2011_files/nomoparaskevastiki_allages_se_oik_dik_17-12-10.doc και http://cm.greekhelsinki.gr/uploads/2011_files/nomoparaskevastiki_eisigitiki_gia_allages_se_oik_dik_17-12-10.doc), στα οποία στη συνέχεια θα προτείνουμε τροπολογίες. Τις σχετικές ενέργειες των βουλευτών θα δημοσιοποιήσουμε και θα συμπεριλάβουμε στις παρατηρήσεις μας προς το ΕΔΔΑ.


Με τιμή

Α. Οι προσφεύγοντες/ουσες στο ΕΔΔΑ


Γρηγόρης Βαλλιανάτος, Νίκος Μυλωνάς και «Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι» (προσφυγή με αριθμό 29381/09)


C.S., K.T., E.D., M.P., A.H., D.N. και «Σύνθεση - Ενημέρωση, Ευαισθητοποίηση, Έρευνα για το HIV / AIDS» (προσφυγή με αριθμό 32684/09)


Β. ΜΚΟ για τα δικαιώματα ομοερωτικών ατόμων


Lesb.Equal - Λεσβίες για την Iσότητα

Ομοφυλοφιλική Λεσβιακή Κοινότητα Ελλάδας (ΟΛΚΕ)

Φεστιβάλ Υπερηφάνειας Αθήνας «Athens Pride»


Επικοινωνία: Γρηγόρης Βαλλιανάτος Τηλ.: 6944814937 Νίκoς Μυλωνάς Τηλ.: 6972530290 Fax: 2106018760 email: office@greekhelsinki.gr Διεύθυνση: Τ.Θ. 60820 15304 Γλυκά Νερά



Κύριο Μιλτιάδη Παπαϊωάννου

Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

Κοινοποίηση:

Κύριο Γιώργο Παπανδρέου, Πρωθυπουργό

Κύριο Γιάννη Ιωαννίδη, Γενικό Γραμματέα Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων


[αρ. πρωτ. Υπ. Δικ. 2653/11-7-2011] 10 Ιουλίου 2011


Κύριε Υπουργέ


Όταν τον Οκτώβριο 2008 συζητήθηκε στη Βουλή ο μετέπειτα νόμος για το σύμφωνο συμβίωσης (Ν. 3719/2008), το ΠΑΣΟΚ που ήταν τότε αξιωματική αντιπολίτευση διαφώνησε με τον αποκλεισμό των ομοερωτικών ζευγαριών από το πεδίο εφαρμογής του. Πάγια θέση του ΠΑΣΟΚ που περιλαμβανόταν σε δικό του σχέδιο νόμου και στη συνέχεια στο προεκλογικό πρόγραμμά του ήταν «Το σύμφωνο συμβίωσης αναγνωρισμένη νομική μορφή ελεύθερης επιλογής συμβίωσης ανεξάρτητα από φύλο» (http://www.pasok.gr/portal/resource/contentObject/id/4d2f1f41-93e3-4d9e-99e3-2e244e2a6466).


Πριν ένα χρόνο, η Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς μας ζήτησε και έλαβε προτάσεις για την τροποποίηση του Ν. 3719/2008 που ανατέθηκε σε νομοπαρασκευαστική επιτροπή για τροποποίηση του οικογενειακού δικαίου. Την πρόθεση της κυβέρνησης δημοσιοποίησε σε συνέντευξή του στο «Βήμα 99,5» στις 17 Σεπτεμβρίου 2010 ο Υπουργός Δικαιοσύνης Χάρης Καστανίδης (http://www.tovima.gr/society/article/?aid=355039).


Η επιτροπή παρέδωσε τις προτάσεις της στις 17 Δεκεμβρίου 2010. Όπως δήλωσε η πρόεδρος της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής Καθηγήτρια του ΑΠΘ Έφη Κουνουγέρη - Μανωλεδάκη, στην «Καθημερινή» (http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_100046_04/06/2011_444583) της 4 Ιουνίου 2011, προβλέπεται «επέκταση του συμφώνου στα ομόφυλα ζευγάρια» και «ρυθμίζονται τα ζητήματα με το ΙΚΑ, καθώς στο σχέδιο της ρύθμισης αναφέρεται: ‘Οι διατάξεις του αστικού κώδικα που αναφέρονται σε συζύγους στη μεταξύ τους σχέση, καθώς και οι διατάξεις δημοσιοϋπαλληλικού, εργατικού, ασφαλιστικού, συνταξιοδοτικού και φορολογικού δικαίου που αφορούν συζύγους, εφαρμόζονται αναλόγως και στα μέρη του συμφώνου συμβίωσης. Εφ’ όσον δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση στον παρόντα ή σε άλλο νόμο’».


Στις 3 Φεβρουαρίου 2011, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) έκρινε κατ’ αρχή παραδεκτές και κοινοποίησε στην Ελληνική Κυβέρνηση δύο προσφυγές κατά του αποκλεισμού των ομοερωτικών ζευγαριών από το σύμφωνο συμβίωσης, εξετάζοντας ενδεχόμενη παραβίαση του Άρθρου 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) σε συνδυασμό με το Άρθρο 8 (δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) καθώς και του Άρθρου 13 (δικαίωμα για αποτελεσματική προσφυγή) της ΕΣΔΑ.


Στα τέλη Ιουνίου 2011, μας γνωστοποιήθηκαν από το ΕΔΔΑ οι παρατηρήσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης στις δύο προσφυγές. Με έκπληξη πληροφορηθήκαμε πως ενώπιον του ΕΔΔΑ η Ελληνική Κυβέρνηση υποστήριξε θέσεις που διαφέρουν σημαντικά από τις υποτιθέμενες θέσεις του ΠΑΣΟΚ που είχε επανειλημμένα και επίσημα διακηρύξει στο παρελθόν αλλά και τις προτάσεις της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, τις οποίες μάλιστα η Ελληνική Κυβέρνηση παρέλειψε να αναφέρει στο ΕΔΔΑ. Η Ελληνική Κυβέρνηση υποστήριξε την ορθότητα του Ν. 3719/2008, τον οποίο ως αντιπολίτευση είχε καταψηφίσει, και ισχυρίστηκε διαστρεβλώνοντάς τον πως στόχος του «δεν ήταν η ρύθμιση κάθε είδους συμβίωσης ή ελεύθερης ένωσης υπαρκτής κοινωνικά, αλλά η προστασία των παιδιών που γεννιούνται σε ετερόφυλες ελεύθερες ενώσεις και οι γονείς τους δεν θέλουν να συνάψουν γάμο» και «δεν σκόπευε στον αποκλεισμό των ομόφυλων ζευγαριών … ώστε να εγείρεται ζήτημα διακριτικής μεταχείρισής τους λόγω γενετήσιου προσανατολισμού [sic]». «Η υπαγωγή των ομόφυλων ζευγαριών στο εν λόγω σύμφωνο συμβίωσης [δεν] είναι δυνατή λόγω του προσανατολισμού των ειδικότερων ρυθμίσεων αυτού σε ετερόφυλα ζευγάρια με παιδιά. Άρα η μη υπαγωγή δικαιολογείται από τον επιβαλλόμενο σεβασμό στη σεξουαλική διαφορετικότητα που οδηγεί αναγκαία σε διαφορετική ρύθμιση των ομόφυλων συμβιώσεων, ανάλογη, αλλά όχι παρόμοια, με εκείνη που ισχύει για τα ετερόφυλα.» «Ορθότερη κρίνεται … η θεσμική αναγνώριση των ομόφυλων συμβιώσεων … με την καθιέρωση … ενός ξεχωριστού συμφώνου καταγεγραμμένης συμβίωσης … που ανταποκρίνεται στη διαφορετικότητα της συγκεκριμένης συμβίωσης». «Ο νομοθέτης, ωστόσο, θα πρέπει να επιλέξει, κατά τη διακριτική ευχέρεια που διαθέτει, στον κατάλληλο χρόνο τις λύσεις εκείνες που συγκεντρώνουν τις μεγαλύτερες πιθανότητες κοινωνικής αποδοχής, ώστε πέρα από την τυπική αναγνώριση των ομόφυλων συμβιώσεων, να διευκολυνθεί και η ουσιαστική απόλαυση του δικαιώματος. Τέλος, πρέπει να αναφερθεί ότι η Ελληνική Κυβέρνηση μελετά το θέμα και θα ανακοινώσει τις αποφάσεις της εντός του έτους ύστερα από διεξαγωγή δημοσίου διαλόγου.»


Κύριε Υπουργέ,


Ως προσφεύγοντες/ουσες στο ΕΔΔΑ ή/και ως ακτιβιστές/τριες των ανθρώπινων δικαιωμάτων περιλαμβανόμενων και των δικαιωμάτων των ομοερωτικών ατόμων, παρακαλούμε να μας πληροφορήσετε αν το κείμενο της Ελληνικής Κυβέρνησης στο ΕΔΔΑ εκφράζει τη θέση της, η οποία αποτελεί διαστρέβλωση του Ν. 3719/2008 και εγκατάλειψη των υποτιθέμενων θέσεων του ΠΑΣΟΚ που είχε επανειλημμένα και επίσημα διακηρύξει στο παρελθόν αλλά και του σχεδίου νόμου της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής. Αν αυτό ισχύει, παρακαλούμε επίσης να μας πληροφορήσετε γιατί υπήρξε αυτή η αλλαγή θέσης, με ποιο σκεπτικό υποστηρίζεται τώρα η ανάγκη ενός διαφορετικού νομικού πλαισίου, δήθεν από σεβασμό στη σεξουαλική διαφορετικότητα, και κυρίως γιατί η Ελληνική Κυβέρνηση παραπέμπει το θέμα της νομικής κατοχύρωσης της συμβίωσης ομοερωτικών ζευγαριών στις καλένδες μέσα από μια νέα διαδικασία διαβούλευσης που είναι αδύνατο με τους σημερινούς ρυθμούς να καταλήξει σε νομοθετική ρύθμιση μέχρι το τέλος του έτους. Τέλος, επικαλούμενοι και εμείς την αρχή της διαύγειας, παρακαλούμε να μας χορηγήσετε αντίγραφο της πρότασης της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής.


Παρακαλούμε να μας απαντήσετε μέχρι και τις 22 Ιουλίου 2011, ώστε στις 24 Ιουλίου 2011, τιμώντας την επέτειο της (προφανώς ελλιπούς) αποκατάστασης της δημοκρατίας στην Ελλάδα, να δημοσιοποιήσουμε την επιστολή μας και την απάντησή σας.


Με τιμή

Σάββατο, Ιουλίου 23, 2011

Προεδρικό διάταγμα για την διαφήμιση δικηγόρων

Με απόφαση του ΔΣΑ δόθηκε σε δημόσια διαβούλευση σχέδιο προεδρικού διατάγματος που ρυθμίζει το δικαίωμα επαγγελματικής προβολής των δικηγόρων και των δικηγορικών εταιριών (βλ. εδώ). Ο ΔΣΑ μας καλεί σε διαβούλευση για το περιεχόμενο του σχεδίου του π.δ. Ακολουθούν οι παρατηρήσεις μου.



1. Γενικές παρατηρήσεις


1.1. Η απαγόρευση της διαφήμισης των δικηγόρων συνδεόταν παραδοσιακά με την προσπάθεια περιορισμού της “εμπορευματοποίησης” των νομικών υπηρεσιών και της διασφάλισης του κύρους του λειτουργήματος από πρακτικές που δεν προσιδιάζουν σε επιστήμονες και συμπράττοντες λειτουργούς της Δικαιοσύνης. Η αντίληψη αυτή έχει ξεπεραστεί από την ίδια την πράξη: η διαφήμιση των δικηγορικών υπηρεσιών αποτελεί έναν ειδικότερο τομέα του marketing που λειτουργεί με ιδιαίτερους κανόνες επικοινωνίας και δεοντολογίας και περιλαμβάνει ακριβώς την αποφυγή μιας εικόνας “καταναλωτικού προϊόντος” για τις νομικές υπηρεσίες. Οι νομικές υπηρεσίες δεν είναι ελκυστικές για τον ενδιαφερόμενο, όταν παρουσιάζονται ως διεκπεραιωτικές, μαζικές κι ευτελείς. Ο κίνδυνος εκχυδαϊσμού και, συνακόλουθα, τρώσης του κύρους του δικηγόρου, αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγή που επισημαίνεται από τον ίδιο τον κλάδο της διαφήμισης και της επικοινωνίας, ακυρώνοντας έτσι την αιτιολογική βάση της απαγόρευσης που περιοριζόταν στο σχήμα: δικηγορία + διαφήμιση = δικηγόρος-έμπορος. Η σύγχρονη τάση στις χώρες που επιτρέπεται η προβολή των νομικών υπηρεσιών είναι η έμφαση στην υψηλή ποιότητα των υπηρεσιών, στην επιστημονική επάρκεια, αλλά και την στατιστική αποτελεσματικότητα.


1.2. Παράλληλα, η δημόσια επικοινωνία του δικηγόρου αποτελεί έκφανση της ελευθερίας της έκφρασης. Θα πρέπει να μνημονεύσουμε ειδικά την απόφαση Αλφαντάκης κατά Ελλάδος, (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου 11.2.2010, προσφυγή 49330) κατά την οποία κρίθηκε ότι ο δικηγόρος λειτουργεί και ως διαμεσολαβητής μεταξύ της δικαστικής λειτουργίας και της κοινής γνώμης, την οποία έχει δικαίωμα να ενημερώνει, σχολιάζοντας αποφάσεις της Δικαιοσύνης. Εξ αυτού προκύπτει ότι η παρουσία του δικηγόρου στα Μ.Μ.Ε. δεν θα συναρτάται πάντοτε και αποκλειστικά προς την άμεση προώθηση των υπηρεσιών που μπορεί να προσφέρει (επαγγελματική διαφήμιση), καθώς ο δημόσιος λόγος του δικηγόρου μπορεί να επιτελεί και αποκλειστικώς ενημερωτικό σκοπό, στο πλαίσιο της ενάσκησης των δικαιωμάτων που απορρέουν από την ελευθερία της έκφρασης (άρθρο 10 Ε.Σ.Δ.Α.). Σε μια τέτοια περίπτωση, περιορισμοί στην ελευθερία της έκφρασης του δικηγόρου επιτρέπονται μόνον εφόσον εμπίπτουν στις κατηγορίες των θεμιτών περιορισμών, κατά το άρθρο 10 παρ. 2 Ε.Σ.Δ.Α., και μόνον εφόσον υπάρχει μια “πιεστική κοινωνική ανάγκη”, η οποία επιβάλλει “σε μια δημοκρατική κοινωνία” τον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης χάριν ενός συγκεκριμένου έννομου αγαθού που θα υπερέχει προφανώς και πέραν κάθε αμφιβολίας της ελευθερίας της έκφρασης του δικηγόρου.


1.3. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να προσδιοριστεί με σαφήνεια το στενό πεδίο εφαρμογής των κανόνων και περιορισμών που θα τεθούν από ένα προεδρικό διάταγμα στις συγκεκριμένα προβλεπόμενες περιπτώσεις επιτρεπόμενης επαγγελματικής διαφήμισης, με την όσο το δυνατόν πιο κατηγορηματική διάκρισή της προς την ελευθερία του δημόσιου λόγου που μπορεί να εκφέρει ο δικηγόρος με την αρθρογραφία του ή την εμφάνισή του σε μέσα ενημέρωσης.


1.4. Περαιτέρω, η ελευθερία της επαγγελματικής διαφήμισης μπορεί να επιδέχεται περιορισμών, μόνον εφόσον αυτοί είναι προσβάσιμοι και προβλέψιμων συνεπειών (“accessibility” και “forseeability” κατά τους όρους που υιοθετεί το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο). Ως εκ τούτου, γενικόλογες κανονιστικές απαγορεύσεις με αόριστο περιεχόμενο, στο μέτρο που επιτρέπουν διεύρυνση της ερμηνείας τους ή αυθαίρετες υποκειμενικές νοηματοδοτήσεις, δεν μπορούν να κριθούν ως θεμιτοί περιορισμοί στην ελευθερία της διαφήμισης. Γι' αυτό, οι σχετικές προτεινόμενες διατάξεις θα πρέπει να εξειδικευθούν στα σημεία που προβλέπουν τέτοιες αόριστες έννοιες, ώστε οι διατάξεις των περιορισμών να καθίστανται αποκλειστικές και όχι ενδεικτικές.


1.4. Με βάση αυτές τις παρατηρήσεις, προτείνονται οι παρακάτω βελτιώσεις στα επί μέρους άρθρα του σχεδίου προεδρικού διατάγματος που δόθηκε στη δημοσιότητα για διαβούλευση.


2. Σχόλια επί των άρθρων



Σχέδιο Άρθρου 1 προς διαβούλευση:


Επιτρέπεται η προβολή, δημοσιοποίηση και προώθηση της επαγγελματικής δραστηριότητας δικηγόρου ή δικηγορικής εταιρίας τόσο εντός της Ελλάδας όσο και στο εξωτερικό στο μέτρο και βαθμό που καθορίζεται στο παρόν και με τρόπο που να συνάδει με το κύρος και την αξιοπρέπεια του δικηγορικού λειτουργήματος.

Επιτρέπεται μόνο σε δικηγόρο-φυσικό πρόσωπο να αναφέρει την επιστημονική του εξειδίκευση, η οποία αποδεικνύεται κατ’ αρχήν από ακαδημαϊκούς τίτλους. Η δικηγορική εταιρία ως νομικό πρόσωπο δεν έχει αυτοτελώς επιστημονική εξειδίκευση. Επιτρέπεται σε δικηγόρο ή δικηγορική εταιρία η αναφορά στους τομείς επαγγελματικής δραστηριότητας με τους οποίους ασχολούνται.



Σχόλιο:



Ως μέτρο του θεμιτού της επαγγελματικής προβολής τίθεται “το κύρος και η αξιοπρέπεια του δικηγορικού λειτουργήματος”. Πρόκειται για αξιολογικό όρο ιδιαίτερης νοηματικής πυκνότητας, η ερμηνεία του οποίου κατά περίπτωση δεν μπορεί παρά να ακολουθεί τις υποκειμενικές θεωρήσεις του εκάστοτε εφαρμοστή. Θα πρέπει να ληφθεί ιδιαιτέρως υπόψη ότι αντίστοιχοι όροι σε κείμενα επαγγελματικού πειθαρχικού δικαίου και η κατά το δοκούν εφαρμογή τους, έχουν οδηγήσει σε καταδίκες ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (αποφάσεις στις υποθέσεις N.F κατά Ιταλίας 2.8.2001 και Maestri κατά Ιταλίας 17.2.2004).


Καθώς το κύρος και η αξιοπρέπεια του δικηγορικού λειτουργήματος είναι πράγματι ένας δικαιολογημένος στόχος που θα πρέπει να διασφαλίζεται κατά την επαγγελματική προβολή του δικηγόρου, οι όροι με τους οποίους επιδιώκεται ο συγκεκριμένος στόχος πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο σαφείς. Γι' αυτό, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το “κύρος και η αξιοπρέπεια” διασφαλίζεται με την απαγόρευση συγκεκριμένα μνημονευόμενων πρακτικών, αντίστοιχων με τους όρους της παραπλανητικής διαφήμησης και των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, όπως αυτές προσδιορίζονται στο Ν.2251/1994 (όπως τροποποιήθηκε και ισχύει), αλλά και τους όρους του αθέμιτου ανταγωνισμού, καθώς και τους γενικούς κανόνες της δικηγορικής δεοντολογίας και της αποστολής του δικηγόρου στην σύγχρονη κοινωνία.





Σχέδιο άρθρου 2 προς διαβούλευση:


Ειδικότερα επιτρέπεται:

(α) η δημοσίευση και κυκλοφορία επαγγελματικών καρτών με στοιχεία επικοινωνίας και αναφορά είτε σε επιστημονική ειδίκευση, ως ορίζεται ανωτέρω, είτε σε τομέα δραστηριότητας, εφόσον τα στοιχεία είναι ακριβή.

(β) η καταχώριση αγγελίας σε τηλεφωνικούς ή άλλους καταλόγους επικοινωνίας, σε τοπικά, εθνικά ή διεθνή ευρετήρια δικηγόρων ή άλλα ευρετήρια που εκδίδονται στον τομέα των υπηρεσιών, έντυπα ή ηλεκτρονικά.

(γ) η δημιουργία και παρουσίαση επαγγελματικής ιστοσελίδας στο διαδίκτυο με το κατά τα ως άνω επιτρεπόμενο περιεχόμενο.


Σχόλιο:


Η διατύπωση φαίνεται να παρουσιάζεται ως αποκλειστική, ενώ ο σκοπός του προεδρικού διατάγματος είναι να καθιερωθεί η ελευθερία της επαγγελματικής διαφήμισης. Αυτό σημαίνει ότι η απαρίθμηση συγκεκριμένων δυνατοτήτων επαγγελματικής προβολής θα πρέπει να είναι ενδεικτική κι όχι αποκλειστική (“Ειδικότερα επιτρέπεται, ιδίως:”), ενώ, αντιθέτως οι περιορισμοί θα πρέπει να είναι σαφείς και αποκλειστικοί. Σύμφωνα εξάλλου, με το άρθρο 2.6.1. του Κώδικα Δεοντολογίας Ευρωπαίων Δικηγόρων CCBE: “o δικηγόρος δικαιούται να ενημερώνει την κοινή γνώμη για τις υπηρεσίες που παρέχει με την προϋπόθεση ότι η πληροφόρηση είναι ακριβής και μη παραπλανητική, ενώ θα σέβεται την υποχρέωση τήρησης του εμπιστευτικού χαρακτήρα των πληροφοριών και άλλων θεμελιωδών αρχών του επαγγέλματος”. Επομένως, ο κανόνας είναι το γενικό δικαίωμα ενημέρωσης υπό προϋποθέσεις κι όχι η απαγόρευση ενημέρωσης με “επιτρεπόμενες” μορφές ως εξαιρέσεις.


Το προτεινόμενο άρθρο 2 περιλαμβάνει ορισμένες παραδοσιακές μορφές επαγγελματικής προβολής δικηγόρων: κάρτες, αγγελίες, ιστοσελίδες. Υπάρχουν ωστόσο και πιο σύγχρονες μορφές προβολής και δημόσιας επικοινωνίας, οι οποίες είναι αδιανόητο να θεωρηθούν “μη επιτρεπόμενες” για έναν ελεύθερο επαγγελματία στην Κοινωνία της Πληροφορίας. Γι' αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ο ενδεικτικός χαρακτήρας της σχετικής απαρίθμησης.


Επιπλέον, υπάρχει μια αναφορά σε “επιτρεπόμενο” περιεχόμενο (στοιχεία επικοινωνίας, επιστημονική εξειδίκευση, τομείς δραστηριότητας). Το “επιτρεπόμενο” περιεχόμενο θα πρέπει να είναι το ελάχιστο αναφερόμενο περιεχόμενο, ένα minimum κι όχι ένα maximum. Δεν μπορεί να απαγορευθεί λ.χ. η χρήση λογοτύπων, καθόσον η κατοχύρωση ημεδαπών σημάτων για την κλάση 45 “Νομικές Υπηρεσίες” αποτελεί προβλεπόμενο από το νόμο περί σημάτων δικαίωμα. Ούτε μπορεί να απαγορευθεί οποιοδήποτε άλλο περιεχόμενο επικοινωνίας που ενδείκνυται από το σύγχρονο marketing νομικών υπηρεσιών, όπως βιογραφικά σημειώματα, φωτογραφίες, κείμενα για την ίδρυση – ιστορία του γραφείου/εταιρίας, διακρίσεις, ενημερωτικά σημειώματα, βιντεομηνύματα.



Σχέδιο άρθρο 3 προς διαβούλευση



Οποιαδήποτε προβολή ή δημοσιότητα δικηγόρου ή δικηγορικής εταιρίας δεν πρέπει:

(α) να είναι αθέμιτη.

(β) να είναι ανακριβής, αναληθής ή παραπλανητική.

(γ) να περιέχει αναφορά σε αριθμό υποθέσεων ή ποσοστά επιτυχίας του δικηγόρου σε δικαστηριακές ή άλλες υποθέσεις.

(δ) να περιλαμβάνει αναφορές ή συγκρίσεις με άλλους δικηγόρους ή δικηγορικές εταιρίες σε σχέση με την ποιότητα των υπηρεσιών, ή την αμοιβή σε ωριαία βάση ή οποιαδήποτε άλλη μέθοδο χρέωσης.

(ε) να περιέχει ονόματα πελατών ακόμα και με την συγκατάθεση τους.

(στ) να γίνεται στις εφημερίδες ή περιοδικά, ραδιόφωνο, τηλεόραση ή μέσω ομαδικών επιστολών και κάθε είδους εντύπου.

(ζ) να περιέχεται σε αφίσες ή να τοποθετείται σε διαφημιστικές πινακίδες.

(η) να περιέχει οποιαδήποτε αναφορά σε προηγούμενη ιδιότητα του δικηγόρου.



Σχόλιο:


Στο προτεινόμενο άρθρο 3 διευκρινίζονται κατηγορίες περιορισμών, τόσο ως προς το περιεχόμενο, όσο και ως προς το μέσο προβολής. Για νομοτεχνικούς λόγους, ενδείκνυται να διαχωριστεί το συγκεκριμένο άρθρο σε δύο υποκατηγορίες: α) περιορισμοί ως προς το περιεχόμενο της επαγγελματικής προβολής, β) περιορισμοί ως προς το μέσο της επαγγελματικής προβολής. Στις δύο υποκατηγορίες μπορούν να ενταχθούν οι αντίστοιχοι περιορισμοί.


Ως προς το περιεχόμενο:


i. Υπάρχουν οι γενικόλογες αναφορές στην “αθέμιτη” και “παραπλανητική” διαφήμιση. Προκειμένου ο περιορισμός να γίνει σαφής και προβλέψιμων συνεπειών, ώστε να επιτρέπει δικαιολογημένες παρεμβάσεις, κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, θα πρέπει οι σχετικοί όροι να συνδεθούν με αναλυτικότερες οριοθετήσεις. Ένα αντικειμενικό κριτήριο θα ήταν η παραπομπή στο περιεχόμενο των “αθέμιτων εμπορικών πρακτικών” και της “παραπλανητικής διαφήμισης”, όπως αυτή προσδιορίζεται από την κείμενη νομοθεσία.


ii. Προβλέπεται απαγόρευση αναφοράς αριθμού υποθέσεων και ποσοστών επιτυχίας του δικηγόρου σε δικαστηριακές ή άλλες υποθέσεις. Εφόσον το προεδρικό διάταγμα στοχεύει στην θέσπιση όρων για την ανάπτυξη της διαφήμισης, ενόψει πάντοτε του γενικότερου στόχου που είναι η “πιεστική κοινωνική ανάγκη” της απελευθέρωσης του δικηγορικού επαγγέλματος, εξ ορισμού αναγνωρίζεται ότι θα πρέπει να επιτραπεί η διευκόλυνση της ανάπτυξης ελεύθερης ενημέρωσης για τις παρεχόμενες νομικές υπηρεσίες. Η υποχρεωτική απόκρυψη του αριθμού των υποθέσεων και των ποσοστών επιτυχίας ενός δικηγόρου ή μιας δικηγορικής εταιρίας δεν διευκολύνει την ενημέρωση του ενδιαφερόμενου αλλά και δεν προστατεύει κάποιο αγαθό. Εάν η απαγόρευση αποσκοπεί στην προστασία των δικηγόρων με μικρότερο αριθμό υποθέσεων ή με μικρότερο ποσοστό επιτυχίας, τότε ο σκοπός δεν είναι πλέον η ενημέρωση και η απελευθέρωση, αλλά η θέσπιση ενός περιορισμού στην ελευθερία μετάδοσης πληροφοριών που αντίκειται στην “πιεστική κοινωνική ανάγκη” της απελευθέρωσης του δικηγορικού επαγγέλματος. Σημειωτέον ότι ο συγκεκριμένος περιορισμός δεν αφορά μόνο το δικαίωμα του δικηγόρου να ενημερώσει για τον αριθμό των υποθέσεων που έχει χειριστεί και το ποσοστό επιτυχίας, αλλά και το δικαίωμα καθενός να έχει πρόσβαση στα συγκεκριμένα στοιχεία. Συνεπώς, πρόκειται για έναν περιορισμό που παραβιάζει τόσο την ελευθερία μετάδοσης όσο και την ελευθερία λήψης πληροφοριών, κατά τρόπο που δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ.


iii. Προβλέπεται απαγόρευση συγκριτικής διαφήμισης, ως προς την ποιότητα και την αξία των υπηρεσιών και τον τρόπο χρέωσης ή τιμολόγησης. Ο προβληματισμός της συγκριτικής διαφήμισης ακολουθεί το γενικότερο ζήτημα που έχει αναπτυχθεί στην νομολογία και τη θεωρία, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε διεθνές επίπεδο. Η λύση της καθολικής απαγόρευσης ουδέποτε αποδείχθηκε αποτελεσματική στην νομική πράξη. Αποτελεί ένα πεδίο που δεν είναι πρόσφορο να διευθετηθεί με απόλυτες απαγορεύσεις, αλλά με επιμέρους ρυθμίσεις. Η παρακολούθηση της ρύθμισης σε αυτόν τον τομέα δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο ενός πειθαρχικού συμβουλίου, το οποίο επεμβαίνει μόνο κατασταλτικά. Γενικότερα, για την αποτελεσματική εφαρμογή κανόνων επαγγελματικής διαφήμισης θα πρέπει να συσταθεί ένα ειδικό εποπτικό όργανο, το οποίο θα παρακολουθεί και θα επεμβαίνει με κατευθυντήριες γραμμές, ρυθμίζοντας τα ευαίσθητα ζητήματα τομής της δεοντολογίας με την ελευθερία της διαφήμισης.


iv. Προβλέπεται απαγόρευση μνείας ονομάτων “πελατών” ακόμη και με την συγκατάθεσή τους. Εφόσον ο σκοπός είναι η απελευθέρωση, θα πρέπει να ακολουθηθούν δικαιοπολιτικά φιλελεύθερες κι όχι πατερναλιστικές λύσεις. Εφόσον οι εντολείς επιθυμούν την σύνδεση του ονόματός τους με τον δικηγόρο τους, ουδείς μπορεί να απαγορεύσει θεμιτά μια τέτοια επιλογή. Εξάλλου, η δημοσίευση ονομάτων εντολέων ενισχύει και την αποφυγή “συγκρούσεως καθηκόντων” (conflict of interest), όταν οι ενημερωμένοι ενδιαφερόμενοι θα είναι σε θέση να αποφύγουν να αναθέσουν την υπόθεσή τους στον δικηγόρο του αντιδίκου τους. Σε αυτό το σημείο λοιπόν, το προεδρικό διάταγμα θα πρέπει να προβλέψει ότι η δημοσίευση ονομάτων εντολέων επιτρέπεται μεν, αλλά μόνο στο πλαίσιο της αυστηρής “ενημερωμένης” συγκατάθεσης που προβλέπουν τα άρθρα 2 ζ, 5 παρ. 1 και 11 του Ν.2472/1997 (και το σχετικό συμπληρωματικό κανονιστικό πλαίσιο) για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων.


v. Προβλέπεται απαγόρευση της μνείας σε “προηγούμενη ιδιότητα” του δικηγόρου. Προφανώς η διάταξη υπονοεί ορισμένες κατηγορίες προηγούμενων ιδιοτήτων που θα μπορούσαν να προσελκύσουν ενδιαφερόμενους (λ.χ. πρώην δικαστικοί λειτουργοί). Ωστόσο, υπάρχουν και προηγούμενες ιδιότητες που μπορεί να είναι πιο ουδέτερες και να μην δημιουργούν τέτοιου είδους συνειρμούς στους ενδιαφερόμενους. Θα πρέπει λοιπόν να μνημονευθούν ειδικά και περιοριστικά οι “προηγούμενες ιδιότητες”, οι οποίες δεν θα πρέπει να μνημονεύονται σε κείμενα προβολής.


Ως προς το μέσο προβολής:


i. Προβλέπεται η απαγόρευση της διαφήμισης σε εφημερίδες ή περιοδικά, ραδιόφωνο, τηλεόραση ή μέσω ομαδικών επιστολών και κάθε είδους εντύπου. Πρώτον, η απαγόρευση σε “κάθε είδος εντύπου” είναι ασύμβατη με το προτεινόμενο άρθρο 2 που αναφέρει ως επιτρεπόμενη τη δημοσίευση αγγελιών σε έντυπα ευρετήρια. Δεύτερον, η προβολή δικηγόρου σε αυτά τα μέσα ενημέρωσης επιτρέπεται ρητώς σύμφωνα με το άρθρο 2.6.2. του Κώδικα Δεοντολογίας για τους Ευρωπαίους Δικηγόρους (CCBE). Επιπλέον, η νομοθετική απαγόρευση της μετάδοσης διαφημιστικών μηνυμάτων σε συγκεκριμένα μέσα προβολής, όπως το ραδιόφωνο και η τηλεόραση, αφορά μέχρι στιγμής μόνον αγαθά/υπηρεσίες στα οποία αποδίδεται κίνδυνος για την υγεία (λ.χ. προϊόντα καπνού και αλκοόλ) ή η διακίνηση των οποίων αντίκειται στο νόμο. Για αγαθά που απευθύνονται σε ευπαθείς ομάδες (λ.χ. παιδιά) η νομοθεσία θεσπίζει αυστηρούς όρους ως προς το περιεχόμενο και τις ώρες μετάδοσης των μηνυμάτων. Οι νομικές υπηρεσίες δεν εμπίπτουν σε κάποια από τις παραπάνω κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών και γι' αυτό δεν παρουσιάζεται δικαιολογημένος ο περιορισμός της μετάδοσης διαφημιστικών μηνυμάτων στα παραδοσιακά μέσα μαζικής ενημέρωσης, ενόψει της “πιεστικής κοινωνικής ανάγκης” της απελευθέρωσης του επαγγέλματος. Μπορούν όμως να τεθούν ορισμένοι όροι ως προς το περιεχόμενο των συγκεκριμένων μηνυμάτων, όπως εξάλλου γίνεται και σε άλλες κατηγορίες διαφημίσεων. Σε αυτό τον έλεγχο μπορεί να επιδοθεί ένα εποπτικό συμβούλίο του δικηγορικού συλλόγου.


ii. Προβλέπεται η απαγόρευση τοποθέτησης του μηνύματος σε αφίσες ή διαφημιστικές πινακίδες. Όσον αφορά τις διαφημιστικές πινακίδες θα πρέπει να γίνει η σχετική διάκριση ως προς τις πινακίδες που παγίως αναρτώνται στις εισόδους των δικηγορικών γραφείων, για τις οποίες υπάρχουν συγκεκριμένες διατάξεις που παραμένουν σε ισχύ. Περαιτέρω, ως προς τις αφίσες, ο αποκλεισμός και αυτών των μέσων προώθησης των διαφημιστικών μηνυμάτων δεν δικαιολογείται. Εφόσον η διαφημιστική αφίσα έχει παγιωθεί λ.χ. ως ένα πάγιο μέσο πολιτικής έκφρασης που δεν κρίνεται αναξιοπρεπές ούτε για τους δικηγόρους όταν αυτοί διεκδικούν κάποια αιρετή θέση, με υπόμνηση της δικηγορικής ιδιότητάς τους, είναι πολύ δύσκολο να θεμελιωθεί νομικά ανεκτός λόγος που θα απαγορεύει στα ίδια άτομα την χρήση του συγκεκριμένου μέσου για την προώθηση της επαγγελματικής τους ιδιότητας. Το γεγονός ότι, για λόγους αισθητικής, ουδείς σύμβουλος επικοινωνίας ή διαφήμισης θα πρότεινε σε διαφημιζόμενο δικηγορο να καταφύγει στο συγκεκριμένο μέσο προβολής, θα πρέπει επίσης να ληφθεί ιδιαιτέρως υπόψη: οι αισθητικές κρίσεις δεν έχουν θέση σε νομοθετικά κείμενα. Κατά την ίδια έννοια που δεν θα πρέπει το σχεδιαζόμενο προεδρικό διάταγμα να απαγορεύσει και το “γκράφιτι” σε τοίχους. Μια απόπειρα τέτοιου είδους διαφήμισης θα ζημίωνε όποιον δικηγόρο θα την επιχειρούσε, με τέτοια βεβαιότητα, ώστε η θεσμική απαγόρευσή της να είναι ουσιαστικά άνευ αντικειμένου.



Σχέδιο άρθρου 4 προς διαβούλευση:



Απαγορεύεται σε δικηγόρο είτε ατομικά είτε ως μέλος δικηγορικής εταιρίας να δίνει συνεντεύξεις στον Τύπο, έντυπο και ηλεκτρονικό, με τρόπο που να έχει ως αποτέλεσμα την έμμεση παραβίαση των παραπάνω υποχρεώσεων. Ο δικηγόρος επίσης οφείλει να μην αναπαράγει τη δημοσίευση στοιχείων ή πληροφοριών σε σχέση με εκκρεμούσα υπόθεση ενώπιον της Δικαιοσύνης.




Σχόλιο:


Το άρθρο αντικατοπτρίζει στο άρθρο 2.6.2. του Κώδικα Δεοντολογίας CCBE, κατά το οποίο η προβολή του δικηγόρου δεν επιτρέπεται να παραβιάζει τις απαγορεύσεις των δεοντολογικών κανόνων στα Μ.Μ.Ε. Ωστόσο, η απαγόρευση της “αναπαραγωγής της δημοσίευσης στοιχείων ή πληροφοριών σε σχέση με εκκρεμούσα υπόθεση ενώπιον της Δικαιοσύνης”, στην απόλυτη διατύπωσή της δεν περιορίζεται στις σχετικές απαγορεύσεις τις επαγγελματικής εχεμύθειας. Αντιθέτως, η συγκεκριμένη απόλυτη κι ευρύτατη διατύπωση είναι ασυμβίβαστη με την ελευθερία της έκφρασης του δικηγόρου, ο οποίος, σύμφωνα με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Αλφαντάκης κατά Ελλάδας, αποτελεί “διαμεσολαβητή ανάμεσα στην κοινή γνώμη και τα δικαστήρια”. Ως τέτοιος, έκρινε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ο δικηγόρος έχει δικαίωμα να μεταδίδει πληροφορίες και να σχολιάζει δημόσια στα μ.μ.ε. τα πορίσματα της δικαιοσύνης. Η δεύτερη περίοδος πρέπει γι' αυτό να αντικατασταθεί με την περιοριστική υπόμνηση των υποχρεώσεων επαγγελματικής εχεμύθειας και τήρησης των λοιπών δεοντολογικών κανόνων, διαφορετικά με το άρθρο θα εισάγεται περιορισμός αντίθετος στο άρθρο 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ.



Σχέδιο άρθρου 5 προς διαβούλευση




Κάθε δικηγόρος ή δικηγορική εταιρεία που δημιουργεί και ανανεώνει υφιστάμενη επαγγελματική ιστοσελίδα οφείλει εντός προθεσμίας ενός μηνός να γνωστοποιεί αυτή στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο. Εντός προθεσμίας 2 μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, όλοι οι δικηγόροι και δικηγορικές εταιρίες που διατηρούν ιστοσελίδα να γνωστοποιούν αυτή στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο.


Σχόλιο:


Με αυτή τη διάταξη εισάγεται μια πρόσθετη υποχρέωση γνωστοποίησης των επαγγελματικών ιστοσελίδων στον οικείο δικηγορικό σύλλογο. Αντίστοιχη διάταξη είχε υπάρξει και στο παρελθόν, σε απόφαση του Δ.Σ.Α. για το περιεχόμενο των ιστοσελίδων των δικηγορικών γραφείων και εταιριών. Δεν είναι γνωστά τα αποτελέσματα από την εφαρμογή της προηγούμενης απόφασης. Γενικότερα, οι διατάξεις για καταλογογράφηση ιστοσελίδων και δημιουργία σχετικού μητρώου, σε ελάχιστες περιπτώσεις έχει αποδειχθεί αποτελεσματική, ως προς τον ασκούμενο έλεγχο. Όπου από τη νομοθεσία προβλέπεται “γνωστοποίηση” αρχείου ή ιστοσελίδας κλπ (λ.χ. άρθρο 6 ν.2472/1997 όσον αφορά τα προσωπικά δεδομένα), συνοδεύεται και από υποχρέωση εκ νέου ενημέρωσης σε περίπτωση τροποποίησης. Πρόκειται για μια άκρως γραφειοκρατική λύση, την οποία όσα δημόσια όργανα ακολούθησαν, πολύ σύντομα διαπίστωσαν ότι δεν ήταν σε θέση να ασκήσουν κάποιον ουσιαστικό έλεγχο και αναζήτησαν λύσεις για τον περιορισμό της συλλογής περιττών στοιχείων και της απαλλαγής από περιττές γραφειοκρατικές γνωστοποιήσεις (λ.χ. άρθρο 7Α Ν.2472/1997).



Σχέδιο άρθρου 6 προς διαβούλευση


Η παραβίαση των διατάξεων του παρόντος, πέραν των ποινικών ή αστικών ή διοικητικών συνεπειών που τυχόν προβλέπονται σε άλλες διατάξεις (περί ψευδούς διαφήμισης, περί προστασίας του καταναλωτή κλπ.), συνιστά και πειθαρχικό παράπτωμα τιμωρούμενο δια προστίμου 1.000-10.000€ ανά παράβαση. Σε περίπτωση υποτροπής δικηγόρου ή δικηγορικής εταιρίας επιβάλλεται η ποινή της προσωρινής παύσης από δύο ως έξι μηνών.




Σχέδιο άρθρου 7 προς διαβούλευση

Αρμόδιοι για την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας είναι και ο Δικηγορικός Σύλλογος όπου είναι εγγεγραμμένος ο δικηγόρος ή η δικηγορική εταιρία, και ο Δικηγορικός Σύλλογος στην περιφέρεια του οποίου τελέσθηκε το παράπτωμα, οι οποίοι υποχρεούνται να κινήσουν αμελλητί την πειθαρχική διαδικασία όταν με οποιοδήποτε τρόπο λάβουν γνώση πληροφορίας ότι τελέσθηκε παράβαση των διατάξεων του παρόντος.


Σχόλιο:


Ο πειθαρχικός έλεγχος θα πρέπει να είναι το τελευταίο στάδιο όσον αφορά την τήρηση της δεοντολογίας στον εξαιρετικά σύνθετο τομέα της προβολής δικηγόρων και δικηγορικών εταιριών. Η κανονιστική πυκνότητα και η αοριστία των διατάξεων επιβάλλει την δημιουργία ενός εποπτικού συμβουλίου από στελέχη του δικηγορικού συλλόγου, αλλά και με συμμετοχή ατόμων από τον χώρο του marketing, το οποίο θα είναι σε θέση να εκπονεί κατευθυντήριες γραμμές (guidelines) και θα συνεπικουρεί τους ενδιαφερόμενους δικηγόρους με γνωμοδοτήσεις κατά το στάδιο της προετοιμασίας διαφημιστικών μηνυμάτων ή κάθε άλλης επαγγελματικής προβολής. Το εποπτικό συμβούλιο θα είναι και το μόνο αρμόδιο να εισάγει κάποια περίπτωση παραβίασης στο πειθαρχικό συμβούλιο, με σχετική εισήγησή του, όταν ήδη θα έχουν γίνει εκ των προτέρων συστάσεις στους τυχόν παραβάτες. Το πειθαρχικό συμβούλιο, από την φύση του, ασκεί εξ ορισμού κατασταλτικό έλεγχο και οι σχετικές κυρώσεις, ενόψει του ότι θα συνιστούν περιορισμούς ατομικών δικαιωμάτων, θα πρέπει να επιβάλλονται με ιδιαίτερη περίσκεψη.



To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...