Παρασκευή, Δεκεμβρίου 14, 2007

Ψηφίστηκε η τροπολογία για τα προσωπικά δεδομένα – οι ποινικές καταδίκες δεν διαγράφονται από τη λίστα με τα ευαίσθητα δεδομένα

Κατά την συζήτηση για την επίμαχη τροπολογία που μεταφέρει ορισμένες αρμοδιότητες της Αρχής στους εισαγγελείς, ο υπουργός Δικαιοσύνης έκανε μία διόρθωση, σε θέμα το οποίο είχε επισημανθεί από το e-lawyer

Στο τελικό κείμενο που τέθηκε για ψήφιση στην Ολομέλεια της Βουλής δεν περιλαμβάνεται, τελικά, ο αποχαρακτηρισμός των «ποινικών διώξεων» και των «ποινικών καταδικών» από την ειδική κατηγορία των ευαίσθητων δεδομένων. Οπότε, δε παραβιάζεται κατ’ αρχήν η Ευρωπαϊκή Σύμβαση 108 (ν.2068/92) που ρητά εντάσσει τις ποινικές καταδίκες στα ευαίσθητα δεδομένα.

Ωστόσο, στην διάταξη των ευαίσθητων δεδομένων προστέθηκε μια τροποποίηση, η οποία αφαιρεί άλλη μία αρμοδιότητα από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, με το εξής κείμενο:

«Ειδικά για τα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες δύναται να επιτραπεί η δημοσιοποίηση μόνον από την εισαγγελική αρχή για τα αδικήματα που αναφέρονται στο εδάφιο β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 3 με διάταξη του αρμοδίου Εισαγγελέως Πρωτοδικών ή του Εισαγγελέως Εφετών, εάν η υπόθεση εκκρεμεί στο Εφετείο. Η δημοσιοποίηση αυτή αποσκοπεί στην προστασία του κοινωνικού συνόλου, των ανηλίκων, των ευάλωτων ή ανίσχυρων πληθυσμιακών ομάδων και προς ευχερέστερη πραγμάτωση της αξίωσης της Πολιτείας για τον κολασμό των παραπάνω αδικημάτων.»

Σε αυτό το σημείο, λοιπόν, η εισαγγελική αρχή και όχι η Αρχή Προστασίας Δεδομένων αποφασίζει αν συντρέχουν οι όροι της «προστασίας του κοινωνικού συνόλου», των «ανηλίκων», των «ευάλωτων ή ανίσχυρων πληθυσμιακών ομάδων» και προς «ευχερέστερη πραγμάτωση της αξίωσης της Πολιτείας για τον κολασμό των παραπάνω αδικημάτων».
Βέβαια το άρθρο 9Α του Συντάγματος αναφέρει ότι ανεξάρτητη αρχή διασφαλίζει την προστασία προσωπικών δεδομένων και το άρθρο 101Α αναφέρει ότι οι κατά Σύνταγμα «ανεξάρτητες αρχές» εκλέγονται από την Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής και υπόκεινται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο. Δύο συνταγματικές απαιτήσεις, οι οποίες δεν ισχύουν για τις εισαγγελικές αρχές, οι οποίες διορίζονται από το υπουργείο Δικαιοσύνης (όχι τη Βουλή) και φυσικά δεν λογοδοτούν ενώπιον της Βουλής. Επομένως, οι εισαγγελικές αρχές στερούνται της συνταγματικής νομιμοποίησης που απολαμβάνει η Αρχή Προστασίας Δεδομένων, για να αποφασίζει ποιες ποινικές καταδίκες επιτρέπεται να δημοσιοποιούνται και ποιες όχι.

Σημειωτέον ότι μιλάμε για πρωτοβάθμιες ποινικές καταδίκες που μπορεί εκκρεμούν στο Εφετείο, δηλαδή για άτομα τα οποία καλύπτονται από το τεκμήριο της αθωότητας και που μπορεί να αθωωθούν σε δεύτερο βαθμό ή στον Άρειο Πάγο.

Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι βάσει της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών (άρθρο 26 του Συντάγματος) μια διοικητική αρχή, έστω και ανεξάρτητη, δεν επιτρέπεται να επεμβαίνει σε ζητήματα που εκκρεμούν ενώπιον της Δικαιοσύνης. Άρα, ότι η ΑΠΔΠΧ δεν έχει αρμοδιότητα να αποφασίζει ποιες ποινικές καταδίκες μπορούν να τύχουν ευρύτερης δημοσιότητας από την απαγγελία στο ακροατήριο του δικαστηρίου και ποιες όχι. Οπότε το ζήτημα είναι αν αυτή η δημοσιοποίηση των ονομάτων των καταδικασθέντων σε πρώτο βαθμό, ενώ οι υποθέσεις τους εκκρεμούν στο Εφετείο, είναι «ποινή» ή όχι. Το Σύνταγμα λέει ότι η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές (άρθρο 87 Σ.), δεν απονέμεται από εισαγγελείς. Αν λοιπόν θεωρηθεί «ποινή» η δημοσιοποίηση κατ΄ εντολή του εισαγγελέα τότε η διάταξή της πάσχει ενόψει του άρθρου 87 του Συντάγματος. Ο εισαγγελέας δεν είναι τακτικός δικαστής για να αποδώσει δικαιοσύνη επιβάλλοντας ποινή.

Αν λοιπόν δεν πρόκειται για ποινή, αλλά για μια ιδιότυπη επιβολή πρόσθετης κύρωσης, μια εκ των υστέρων «επικήρυξη», την οποία μπορούν να αναπαράγουν τα μ.μ.ε. προκειμένου να γίνει γνωστή η πρωτόδικη ποινική καταδίκη ενός προσώπου, τότε σαφώς δεν πρόκειται για ζήτημα αποκλειστικής αρμοδιότητας της Δικαιοσύνης και συνταγματικά αρμόδια, υπ’ αυτήν την εκδοχή, είναι η ανεξάρτητη αρχή των άρθρων 9Α και 101Α του Συντάγματος.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 12, 2007

Ευρώπη προς Ελλάδα για τα προσωπικά δεδομένα

«Προστασία Δεδομένων στην Ελλάδα: Η Ομάδα Εργασίας του Άρθρου 29 ανησυχεί βαθύτατα για τις εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα μετά την παραίτηση του Προέδρου και 5 μελών της Ελληνικής Αρχής Προστασίας Δεδομένων. Οι Επίτροποι Προστασίας Δεδομένων της Ε.Ε υπογραμμίζουν τη σημασία να υπάρχει ανεξάρτητη εποπτεία όπως προβλέπεται από την Οδηγία 95/46/ΕΚ. Η τρέχουσα κατάσταση πρέπει να θεραπευτεί αμέσως με σκοπό να αποκατασταθεί μία λειτουργικά ανεξάρτητη Αρχή Προστασίας Δεδομένων στην Ελλάδα.»

“Data protection in Greece : The Art. 29 Working Party is deeply concerned about the development taking place in Greece after the resignation of the President and 5 members of the Hellenic Data Protection Authority. The EU Data Protection Commissioners stressed the importance of an independent supervision as foreseen by Directive 95/46/EC. The current situation has immediately to be remedied with a view to re-estabishing a functioning independent Data Protection Authority in Greece .”

Αυτό είναι το Δελτίο Τύπου που εκδόθηκε στις Βρυξέλλες στις 6.12.2007.

http://www.dpa.gr/deltio.htm#31

Σε απάντηση, η Ελλάδα αύριο ψηφίζει μία τροπολογία με την οποία περιορίζονται οι αρμοδιότητες της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, όσον αφορά την δικαιοσύνη και την αστυνομία.

Το e-lawyer επικοινώνησε με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, ζητώντας να ασκήσει παρέμβαση για το θέμα. Ο Επόπτης ανταποκρίθηκε σήμερα και είπε ότι προετοιμάζει σχετική ενέργεια.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 07, 2007

H τροπολογία του υπουργείου Δικαιοσύνης για τα προσωπικά δεδομένα

Κατατέθηκε σήμερα, 6.12.2007, από το υπουργείο Δικαιοσύνης, μια τροπολογία του νόμου για την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία προσωπικού χαρακτήρα (ν.2472/1997), η οποία μεταβάλει σημαντικά το πεδίο εφαρμογής του.


Η προτεινόμενη τροπολογία εισάγει δύο θεμελιώδεις αναθεωρήσεις του γενικού δικαίου της προστασίας προσωπικών δεδομένων, δηλαδή:


(α) τη μη εφαρμογή της προστασίας προσωπικών δεδομένων από τις δικαστικές-εισαγγελικές αρχές και τις υπηρεσίες που εποπτεύουν (δηλ. την αστυνομία) στο πλαίσιο της διαπίστωσης πλημμελημάτων και κακουργημάτων που τελούνται με δόλο

και

(β) τον αποχαρακτηρισμό των ποινικών διώξεων και καταδικών ως «ευαίσθητων δεδομένων» (για την επεξεργασία των οποίων απαιτείται, κατά κανόνα, άδεια της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα).


Με μια προσθήκη, προτείνεται, επίσης, η καταγραφή ήχου και εικόνας κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων, με σκοπό τη βεβαίωση τέλεσης σοβαρών πλημμελημάτων ή κακουργημάτων, κατόπιν εντολής εισαγγελέα κι εφόσον επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια τάξη ή ασφάλεια, προκειμένου να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά ως αποδεικτικά στοιχεία ενώπιον οποιασδήποτε ανακριτικής, εισαγγελικής ή δικαστικής αρχής.


Ας εξετάσουμε την αιτιολόγηση της τροπολογίας και την ακολουθούμενη μεθοδολογία της κοινοβουλευτικής διαδικασίας επικύρωσής της.


1. Συμβατότητα με το ευρωπαϊκό δίκαιο


Σχετικά με την εξαίρεση της εφαρμογής του νόμου για τη προστασία προσωπικών δεδομένων ως προς τις δικαστικές – εισαγγελικές αρχές, η αιτιολογική έκθεση αναφέρεται σε σχετική εξαίρεση που περιέχεται στη Οδηγία (ΕΚ) 95/46 και σε σχετικό άρθρο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία προσωπικών δεδομένων του Συμβουλίου της Ευρώπης (η οποία κυρώθηκε με το Ν.2068/1992, εφεξής: Ευρωπαϊκή Σύμβαση 108).


(α) η εξαίρεση της Οδηγίας 95/46 της Ευρωπαϊκής Κοινότητας


Η αιτιολογική έκθεση αναφέρει την εξαίρεση του άρθρου 3§2 της Οδηγίας, βάσει της οποίας, η Οδηγία δεν εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, σε επεξεργασίες προσωπικών δεδομένων που αφορούν την δημόσια ασφάλεια, την εθνική άμυνα, την ασφάλεια του κράτους και τις δραστηριότητες του κράτους σε τομείς ποινικού δικαίου.


Eπισημαίνεται, με την αιτιολογική έκθεση του υπουργείου Δικαιοσύνης, ότι ο Έλληνας νομοθέτης δεν ενσωμάτωσε αυτές τις εξαιρέσεις, στον εναρμονιστικό Ν.2472/1997. Όφειλε, όμως, υποχρεωτικά να τις ενσωματώσει στο εσωτερικό δίκαιο; Η μη ενσωμάτωση της εξαίρεσης συνιστά παραβίαση του κοινοτικού δικαίου;


Η Οδηγία 95/46 είναι ένα νομοθέτημα του «πρώτου πυλώνα» της ΕΕ, δηλαδή της δέσμης πολιτικών που αναφέρεται στις οικονομικές δραστηριότητες του πλαισίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η Οδηγία θεσπίστηκε επί τη βάσει του –σημερινού- άρθρου 95 (παλαιό 100Α) της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, το οποίο επιβάλλει τον συντονισμό των εθνικών νομοθεσιών, ενόψει της εγκαθίδρυσης της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς. Στον «πρώτο πυλώνα», λοιπόν, κατά τον χρόνο ψήφισης της Οδηγίας 95/46, αλλά και σήμερα, δεν εντάσσονται οι δράσεις των κρατών-μελών σε τομείς του ποινικού δικαίου και της δημόσιας ασφάλειας. Η Οδηγία 95/46 περιλαμβάνει, λοιπόν, την παραπάνω εξαίρεση, καθώς θεσπίστηκε ως νομοθέτημα της ενιαίας εσωτερικής αγοράς, για να ρυθμιστεί μια «περιοχή» δράσης, στην οποία η Κοινότητα δεν έχει νομοθετική αρμοδιότητα. Έτσι, το άρθρο 3§2 της Οδηγίας διευκρινίζει ότι αφού η Κοινότητα δεν έχει αρμοδιότητα, έτσι και η Οδηγία δεν εφαρμόζεται σε τομείς όπως η δημόσια ασφάλεια και οι κρατικές δράσεις σε τομείς του ποινικού δικαίου. Τα κράτη δεν έχουν υποχρέωση να εναρμονίσουν, λοιπόν, τις εσωτερικές νομοθεσίες με τις διατάξεις της Οδηγίας, ως προς τις δραστηριότητές τους στον τομέα της δημόσιας ασφάλειας και τους τομείς του ποινικού δικαίου.


Τίποτε δεν εμποδίζει, όμως, τα κράτη της ΕΕ, να θεσπίσουν στις εσωτερικές τους νομοθεσίες διατάξεις που επεκτείνουν το περιεχόμενο της Οδηγίας 95/46 ακόμα και σε τομείς του ποινικού δικαίου, αξιοποιώντας τις πρόσφορες και ισορροπημένες διατάξεις της, ως ένα νομοτεχνικό κεκτημένο. Η ΕΕ δεν επιβάλλει στα κράτη να μην τη εφαρμόζουν, απλώς δεν μπορεί να τα υποχρεώσει να το κάνουν. Συνεπώς, η μη ενσωμάτωση του άρθρου 3§2 της Οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο δεν συνιστούσε παραβίαση του κοινοτικού δικαίου. Αντιθέτως, όπως έχει αποφανθεί το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τα κράτη μπορούν να θεσπίζουν προστασία προσωπικών δεδομένων ευρύτερη από αυτήν που προβλέπει η Οδηγία 95/46.


Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την απόφαση του ΔΕΚ C-101/01 (Β.Lindqvist) τίποτε δεν απαγορεύει σ’ ένα κράτος μέλος να διευρύνει το περιεχόμενο της εθνικής νομοθεσίας περί μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο των διατάξεων της Οδηγίας 95/46 ώστε να καλύπτει τομείς μη συμπεριλαμβανόμενους στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας, εφόσον τούτο δεν απαγορεύεται από καμία άλλη διάταξη του εθνικού δικαίου (αρ. σκέψης 99). Συνεπώς, το ΔΕΚ επιβεβαιώνει το (αυτονόητο) ότι τα κράτη παρακρατούν το κυριαρχικό δικαίωμα να επεκτείνουν, με τον εθνικό εναρμονιστικό νόμο, την εφαρμογή των διατάξεων και των μηχανισμών στάθμισης της Οδηγίας, σε τομείς όπως η δημόσια ασφάλεια, η ποινική δικαιοσύνη, η αστυνομία, η εθνική άμυνα και οι θεσμοί αυτοελέγχου του κράτους (Β. Σωτηρόπουλος, Η νομολογία του ΔΕΚ σχετικά με την προστασία προσωπικών δεδομένων, Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου, ΙΙ/2006, σελ. 531).


Πολλά κράτη μέλη, μάλιστα, ανάμεσα στα οποία και η Ελλάδα, έχουν επεκτείνει την εφαρμογή διατάξεων της Οδηγίας και σε τομείς του ποινικού δικαίου, καθώς και στη δικαιοσύνη και την αστυνομία.


Η απoφάσεις του ΔΕΚ στις οποίες παραπέμπει η αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας (C-317/04, C-318/04) ακύρωσαν τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Συμβουλίου της ΕΕ, επειδή, βάσει της νομοθεσίας περί εσωτερικής αγοράς (άρθρο 95 ΣυνθΕΚ και Οδηγία 95/46), υπέγραψαν την Συμφωνία με τις ΗΠΑ για τις μεταδόσεις δεδομένων επιβατών αεροπορικών πτήσεων, μολονότι η Συμφωνία αφορούσε δράσεις του κράτους σε τομείς ποινικού δικαίου και δημόσιας ασφάλειας (καταπολέμηση τρομοκρατίας και οργανωμένου εγκλήματος). Σίγουρα, επρόκειτο για εσφαλμένες νομικές βάσεις για την Επιτροπή και το Συμβούλιο ΕΕ. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι απαγορεύεται τα κράτη-μέλη να επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας και σε τομείς του ποινικού δικαίου, όπως είχε εξάλλου δεχθεί και η προηγούμενη απόφαση του ΔΕΚ, B.Lindqvist. Επίσης, στις αποφάσεις του ΔΕΚ που παραπέμπει η προτεινόμενη τροπολογία, αξίζει να σημειωθεί ότι έγινε δεκτή η παρέμβαση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, δηλαδή της ανεξάρτητης αρχής, η οποία, μολονότι έχει αποκλειστική αρμοδιότητα σε θέματα του «πρώτου πυλώνα», της επετράπη να ασκήσει παρέμβαση σε μια υπόθεση «ποινικού δικαίου» και «δημόσιας ασφάλειας». Το ΔΕΚ δεν απαγόρευσε, λοιπόν, στην ανεξάρτητη αρχή, να τοποθετηθεί σε ένα ζήτημα «ποινικού δικαίου», μολονότι ως κοινοτικό όργανο ο Επόπτης, τυπικά, δεν είχε αρμοδιότητα.


Eξάλλου, εδώ και δύο χρόνια, τα κράτη-μέλη της ΕΕ βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις για μια Απόφαση-Πλαίσιο για την εφαρμογή της προστασίας προσωπικών δεδομένων στην αστυνομική-δικαστική συνεργασία των κρατών μελών. Το κείμενο της Απόφασης επεκτείνει ένα σημαντικό μέρος των διατάξεων της Οδηγίας και στο πεδίο του ποινικού δικαίου. Πρόκειται για νομοθέτημα της ΕΕ βασιζόμενο στον «τρίτο πυλώνα» (συνεργασία των κρατών μελών στον τομέα της αστυνομίας και της δικαιοσύνης), προς το οποίο θα κληθεί να εναρμονιστεί πλήρως και η Ελλάδα, εφαρμόζοντας την προστασία προσωπικών δεδομένων και σε αυτούς τους τομείς. Αυτό προϋποθέτει είτε νέες τροποποιήσεις του Ν.2472/1997 είτε νέο νομοθέτημα που ρυθμίζει αποκλειστικά αυτούς τους τομείς (αστυνομία-δικαιοσύνη). Η ισόρροπη προσέγγιση του θέματος θα επέβαλε μαζί με την τροπολογία για τον αποκλεισμό της δικαιοσύνης και της αστυνομίας από το πεδίο εφαρμογής του Ν.2472/1997, να θεσπιστούν και οι αντίστοιχες διατάξεις για την προστασία προσωπικών δεδομένων στο πεδίο της ποινικής καταστολής.


Άλλωστε αυτό ήταν και το περιεχόμενο του σχολιασμού των αποφάσεων C-317/04 και C-318/04 του ΔΕΚ: αποκάλυψαν ότι σε επίπεδο ευρωπαϊκής νομοθεσίας υπάρχει κενό δικαίου για την προστασία δεδομένων σε κρατικές δράσεις του τομέα της δημόσιας ασφάλειας και της ποινικής καταστολής (πέραν της γενικής και "παλιάς" Ευρωπαϊκής Σύμβασης 108). Αυτό το κενό πρέπει να καλυφθεί και σε ευρωπαϊκό, αλλά και σε εθνικό επίπεδο. Εξάλλου, το ίδιο το άρθρο 9Α του ελληνικού Συντάγματος δεν εξαιρεί την προστασία προσωπικών δεδομένων από το πεδίο δράσης της Δικαιοσύνης και της αστυνομίας, αλλά κατοχυρώνει μια γενική υποχρέωση όλων των κρατικών οργάνων να διασφαλίζουν την αποτελεσματική και ανεμπόδιστη ενάσκηση αυτού του ατομικού και κοινωνικού δικαιώματος, όπως αναφέρει και το άρθρο 25 του Συντάγματος.


(β) η εξαίρεση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης 108


Σε αντίθεση με την Οδηγία 95/46 που έχει περιορισμένο πεδίο εφαρμογής –«ενιαία εσωτερική κοινοτική αγορά»- η Ευρωπαϊκή Σύμβαση 108, κείμενο διεθνούς δικαίου που θεσπίστηκε όχι από την ΕΕ, αλλά από το Συμβούλιο της Ευρώπης, δεν εφαρμόζεται σε μεμονωμένους τομείς της κρατικής δράσης. Αντιθέτως, θεσπίζει διεθνείς υποχρεώσεις των κρατών που ισχύουν κάθε τομέα της δημόσιας δράσης τους.


Ενώ λοιπόν η Οδηγία 95/46 δεν περιλαμβάνει τις «ποινικές διώξεις και καταδίκες» στον κατάλογο των «ευαίσθητων δεδομένων», η Ευρωπαϊκή Σύμβαση 108 αναφέρει ρητά ως ευαίσθητα δεδομένα και τις ποινικές καταδίκες. (Η προσθήκη των «ποινικών διώξεων» είναι πρωτοτυπία του Έλληνα νομοθέτη, σε πλήρη συμφωνία με το τεκμήριο της αθωότητας).

Συγκεκριμένα, το άρθρο 6 ("ειδικές κατηγορίες πληροφοριών") της Ευρωπαϊκής Σύμβασης αναφέρει ότι οι πληροφορίες που αφορούν ποινικές καταδίκες δεν επιτρέπεται να αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας, αν το εσωτερικό δίκαιο δεν προβλέπει «κατάλληλες εγγυήσεις». Ως "κατάλληλη εγγύηση", ο έλληνας νομοθέτης υπέβαλε την επεξεργασία αυτών των δεδομένων στο καθεστώς της προηγούμενης άδειας της Αρχής καθώς και σε στενή περιοριστική απαρίθμηση των επιτρεπόμενων επεξεργασιών.


Το εσωτερικό δίκαιο της Ελλάδας, εντάσσοντας, μέχρι στιγμής, τις ποινικές καταδίκες στην κατηγορία των ευαίσθητων δεδομένων, επιτρέπει την επεξεργασίας τους μόνο για τις ειδικές και αποκλειστικά απαριθμούμενες περιπτώσεις που περιλαμβάνονται στο άρθρο 7§2 του Ν.2472/1997 και μόνον ύστερα από άδεια της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Η τροπολογία που «αποχαρακτηρίζοντας» τις ποινικές καταδίκες, και καθιστώντας τις, από «ευαίσθητα δεδομένα» που είναι σήμερα, «κοινά» προσωπικά δεδομένα, αφαιρεί τις «κατάλληλες εγγυήσεις» των περιορισμένων περιπτώσεων επεξεργασίας, αλλά και της αυξημένης προστασίας που προβλέπεται για τα ευαίσθητα δεδομένα (επεξεργασία κατόπιν άδειας της Αρχή).


Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση 108 περιέχει και το άρθρο 9, το οποίο προβλέπει εξαιρέσεις από την απαγόρευση της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων που αφορούν ποινικές καταδίκες. Το άρθρο 9, όμως, επισημαίνει ότι οι παρεκκλίσεις είναι δυνατές όταν αυτές προβλέπονται από νόμο και είναι απαραίτητο μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία:

α) για την προστασία της ασφάλειας του Κράτους, τη δημόσια ασφάλεια, τα νομισματικά συμφέροντα του Κράτους ή την καταστολή των ποινικών παραβάσεων.

β) για την προστασία του προσώπου το οποίο αφορούν οι πληροφορίες, όπως και των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων.

Συνεπώς, η απάλειψη των ποινικών καταδικών από τον κατάλογο για τα ευαίσθητα δεδομένα του άρθρου 2 (β) ν.2472/1997, είναι συμβατός με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση, μόνον εφόσον συντρέχει επεξεργασία ενόψει αυτών των συγκεκριμένων δημόσιων συμφερόντων ή δικαιωμάτων και ελευθεριών «τρίτων». Είναι, λοιπόν ένα ερώτημα το κατά πόσον ο γενικός και καθολικός αποχαρακτηρισμός, χωρίς εξειδίκευση αυτών των δημόσιων συμφερόντων και ατομικών δικαιωμάτων «τρίτων», είναι σύμφωνος με τη Σύμβαση, στο μέτρο που, βασιζόμενος στην εξαίρεση, τελικά απενεργοποιεί καθολικά την διάταξη για την ειδική προστασία αυτών των προσωπικών δεδομένων.


Επιπρόσθετα, με την τροπολογία προτείνεται η κατάργηση του άρθρου 7Α §1 (στ) του Ν.2472/1997, βάσει του οποίου οριζόταν ότι οι δικαστικές υπηρεσίες και αρχές δεν υποχρεούνται να λάβουν άδεια από την Αρχή για την επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, ούτε υποχρεούνται να κοινοποιούν την σύσταση αρχείου προσωπικών δεδομένων στην Αρχή. Αυτή η απαλλακτική ρήτρα είχε οδηγήσει σε μια a contrario ερμηνεία, βάσει της οποίας προέκυπτε ότι η Δικαιοσύνη και οι υπηρεσίες που την επικουρούν δεσμεύονται από όλες τις άλλες διατάξεις του Νόμου και, συνεπώς, εμπίπτουν όπως και όλο το Δημόσιο, στην αρμοδιότητα της Αρχής (Π.Αρμαμέντος/Β.Σωτηρόπουλος, Προσωπικά Δεδομένα, Ερμηνεία Ν.2472/1997, σελ. 271). Η προτεινόμενη κατάργηση της διάταξης, σε συνδυασμό με τον προτεινόμενο αποκλεισμό της εφαρμογής του νόμου από τη Δικαιοσύνη, ανατρέπει και αυτήν την ερμηνεία, έτσι ώστε να είναι σαφές ότι η προστασία προσωπικών δεδομένων δεν θα εφαρμόζεται στον τομέα της ποινικής Δικαιοσύνης.

Πάντως, οι εξαιρέσεις του άρθρου 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, δεν αναφέρουν ότι για τους σκοπούς της δημόσιας ασφάλειας, τα κράτη μπορούν να εξαιρούν συνολικά την προστασία προσωπικών δεδομένων, όπως κατοχυρώνεται από τη Σύμβαση, από τους τομείς της δικαιοσύνης και της αστυνομίας. Το άρθρο 9 προβλέπει ότι για τους σκοπούς της δημόσιας ασφάλειας και των δικαιωμάτων τρίτων μπορούν να προβλεφθούν παρεκκλίσεις μόνον από τα άρθρα 5 (ποιοτικά χαρακτηριστικά των δεδομένων), 6 (ευαίσθητα δεδομένα) και 8 (δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων). Όλα τα υπόλοιπα άρθρα περιέχουν υποχρεωτικές διεθνείς δεσμεύσεις της Ελλάδας για το σύνολο της κρατικής δράσης, συμπεριλαμβανομένης της δικαιοσύνης και της αστυνομίας.


Επομένως, ο αποχαρακτηρισμός των ποινικών καταδικών, προκειμένου να είναι σύμφωνος με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση 108 και τις διεθνείς δεσμεύσεις της Ελλάδας, θα πρέπει να συνοδευτεί από νομοθέτηση «κατάλληλων εγγυήσεων». Μια από αυτές, θα μπορούσε να είναι η απαλλαγή μεν από την υποχρέωση προηγούμενης άδειας της Αρχής, αλλά και η πρόβλεψη για επιτρεπόμενη επεξεργασία των ποινικών καταδικών στις περιοριστικά απαριθμούμενες περιπτώσεις του άρθρου 7§2 του Ν.2472/1997.


Επιπλέον, η Ελλάδα δεν είναι καν υποχρεωμένη να περιλάβει τις παραπάνω εξαιρέσεις στην νομοθεσία της. Κι αυτό γιατί η ίδια η Ευρωπαϊκή Σύμβαση επιτρέπει στα κράτη να εισάγουν ευρύτερη νομοθετική προστασία από την προβλεπόμενη από τις «γενικές διατάξεις» της:


'Αρθρο 11
Ευρύτερη προστασία

Καμία υπό τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου δεν θα ερμηνεύεται ως περιορίζουσα ή προσβάλλουσα τη δυνατότητα κάθε συμβαλλόμενου μέρους να παραχωρήσει στα πρόσωπα τα οποία αφορούν οι πληροφορίες προστασία ευρύτερη από εκείνη, που προβλέπεται από την παρούσα σύμβαση.


Οπότε, ακόμη κι αν η Οδηγία 95/46 εξαιρεί τις κρατικές δράσεις για τηνδημόσια ασφάλεια και το ποινικό δίκαιο από το πεδίο εφαρμογής της, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση δεν τις εξαιρεί συνολικά, αλλά επιτρέπει μόνο μερικές αποκλίσεις, επιβάλλοντας όμως την τήρηση όλων των υπόλοιπων υποχρεώσεων, όπως οι διατάξεις για την φυσική ασφάλεια των δεδομένων καθώς και οι διατάξειςγια την υποχρέωση των κρατών να θεσπίσουν κατάλληλες ποινές και προσφυγές (σε διοικητικές αρχές, όπως η Αρχή) για το σύνολο των κρατικών δράσεων.

2. Επάρκεια των εγγυήσεων που εισάγονται με την τροπολογία

(α) Αποχαρακτηρισμος ποινικών διώξεων/ποινικών καταδικών

Αναφέρθηκε και πριν ότι ο αποχαρακτηρισμός των ποινικών καταδικών ως ευαίσθητων δεδομένων, δεν συνοδεύεται στην προτεινόμενη τροπολογία από«κατάλληλες εγγυήσεις». Υπάρχει μεν η πρόβλεψη του άρθρου 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης ότι για σκοπούς δημόσιας ασφάλειας και δικαιωμάτων τρίτων (π.χ. των μ.μ.ε.) επιτρέπονται εξαιρέσεις από την υποχρέωση των κατάλληλων εγγυήσεων, αλλά η εδώ προτεινόμενη εξαίρεση είναι τόσο γενική και καθολική (ποινικές καταδίκες=απλά προσωπικά δεδομένα) που τελικά εκτοπίζει συνολικά το άρθρο 6 της Σύμβασης ως προς τα συγκεκριμένα ποινικά δεδομένα.

Εκτός, όμως, από τις ποινικές καταδίκες, εξαιρούνται από τον κατάλογο των ευαίσθητων δεδομένων και οι ποινικές διώξεις. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι για τα μ.μ.ε. δεν θα υπάρχει πρόβλημα από τη νομοθεσία για την προστασία προσωπικών δεδομένων όταν δημοσιοποιούν επωνύμως ονόματα διωκόμενων για εγκλήματα, χωρίς τα πρόσωπα αυτά να έχουν βέβαια ακόμη δικαστεί. Υφίστανται, βεβαίως, οι εγγυήσεις της μυστικότητας της προδικασίας και του συνταγματικού δικαιώματος του ιδιωτικού βίου, καθώς και του τεκμηρίου της αθωότητας, στοιχεία τα οποία οφείλουν να σέβονται τα μ.μ.ε. όταν μεταδίδουν πληροφορίες για ποινικές διώξεις. Αλλά αυτές οι εγγυήσεις είναι γενικές και προϋφίσταντο της νομοθεσίας για την προστασία προσωπικών δεδομένων, δεν εξειδικεύουν και δεν αναφέρονται στο άρθρο 9Α του Συντάγματος. Με την προτεινόμενη διάταξη περιορίζεται η αρμοδιότητα της Αρχής για αυξημένο έλεγχο ως προς την επεξεργασία αυτών των πληροφοριών. Πάντως, η αρμοδιότητα αυτή δεν εκτοπίζεται πλήρως, καθώς η Αρχή διατηρεί την γενική της αρμοδιότητα για τον έλεγχο της μετάδοσης προσωπικών δεδομένων από τα μ.μ.ε., ακόμα κι όταν δεν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα.


(β) Λειτουργία του συστήματος καμερών σε διαδηλώσεις

Με την προτεινόμενη τροπολογία, η λειτουργία καμερών σε διαδηλώσεις επιτρέπεται μόνον

(αα) κατόπιν εντολής εισαγγελέα και

(ββ) εφόσον επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.

Η διάταξη αυτή βρίσκεται σε συμφωνία με την παραπάνω προτεινόμενη διάταξη που εκτοπίζει την προστασία προσωπικών δεδομένων, άρα και την αρμοδιότητα της Αρχής, από τις κρατικές δράσεις της δικαιοσύνης και της αστυνομίας για την δημόσια ασφάλεια.

Η επάρκεια των εγγυήσεων πρέπει να αξιολογηθεί αφού ληφθεί υπόψη η σύγκριση με το ισχύον καθεστώς: σήμερα η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων έχει αρμοδιότητα για τη λειτουργία καμερών για σκοπούς ποινικής καταστολής, ενώ με την προτεινόμενη τροπολογία η αρμοδιότητά της αντικαθίσταται από την αρμοδιότητα της εισαγγελικής αρχής. Η οποία εισαγγελική αρχή θα δεν είναι υποχρεωμένη να αξιολογήσει την κατάσταση με τα κριτήρια της προστασίας προσωπικών δεδομένων – αφού δεν θα δεσμεύεται νομοθετικά από αυτήν, ύστερα από τον περιορισμό του πεδίου εφαρμογής του νόμου- αλλά με βάση το γενικό κριτήριο του «επικείμενου σοβαρού κινδύνου για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια».

Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί η καθοριστική επίπτωση δύο παραγόντων στην διαμόρφωση της προτεινόμενης τροπολογίας:


(α) της γνωμοδότησης Σανιδά και

(β) της μη ενασχόλησης της Αρχής με το ζήτημα, όταν περιήλθε εις γνώση της, οπότε και αντέδρασε με την παραίτησή της. Ο κ. Φραγκάκης, παραιτηθέν μέλος της Αρχής, είπε, μετά την παραίτησή του, ότι θα μπορούσε να είχε επιληφθεί η Αρχή με έκδοση προσωρινής διαταγής (άρθρο 19 ν.2472/1997), ώστε να επιτραπεί η λειτουργία των καμερών στην επίμαχη διαδήλωση τη μέρα του Πολυτεχνείου.

Η Αρχή, παρ’ όλο που το ερώτημα της αστυνομίας δεν τέθηκε σε αυτήν, είχε αρμοδιότητα να επέμβει αυτεπαγγέλτως και να εκδώσει μια απόφαση όπως αυτή που ανέφερε ο κ. Φραγκάκης. Συμβαίνει και στις Βρυξέλλες: όταν ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων δεν ερωτάται για ένα θέμα, παρεμβαίνει αυτεπαγγέλτως και δίνει τη γνώμη του. Έχει διευρύνει μάλιστα την γνωμοδοτική του αρμοδιότητα ακόμη και σε θέματα ποινικού δικαίου («τρίτου πυλώνα»), παρόλο που αυτό δεν προβλέπεται άμεσα από τον Κανονισμό του. Έπεισε μάλιστα την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να του στέλνει σχετικές τροπολογίες για να γνωμοδοτεί ακόμα και σε τέτοια ζητήματα! Αντί απόφασης, η Αρχή εξέδωσε ένα δελτίο τύπου, στο οποίο αναφερόταν στις γενικές αποφάσεις της για τις κάμερες C4I, χωρίς να ασχοληθεί με το ειδικό θέμα του συγκεκριμένου ερωτήματος που αφορούσε και φορητές κάμερες. Ανέφερε ότι για το θέμα υπάρχουν κι άλλες προσεγγίσεις από αυτές της γνωμοδότησης Σανιδά. Χωρίς να μας πει ποιες είναι αυτές οι προσεγγίσεις για το συγκεκριμένο θέμα των καμερών στην συγκεκριμένη πορεία, την συγκεκριμένη ημέρα. Και με ποιες εγγυήσεις θα ήταν ενδεχομένως επιτρεπτή η περιορισμένη λειτουργία καμερών. Υπήρχε κίνδυνος για την δημόσια ασφάλεια; Ποιες βάσιμες υποψίες έπρεπε ή δεν έπρεπε να οδηγήσουν στην λειτουργία του συστήματος; Και στη συνέχεια, η μισή Αρχή παραιτήθηκε από ευθιξία, επειδή δεν την ρώτησαν. Όταν όμως είσαι ανεξάρτητη αρχή, οφείλεις να λαμβάνεις θέση ακόμη κι όταν δεν σε ρωτούν – γιατί δεν τους συμφέρει να σε ρωτούν πάντα- και να προσπαθείς να τους πείσεις να σε ρωτούν, όπως έκανε με επιτυχία και ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων. Αν η Αρχή είχε επιμείνει, αν είχε παρέμβει με αποτελεσματικό και ισόρροπο λόγο, ίσως να μην προτεινόταν σήμερα η αφαίρεση της αρμοδιότητάς της σε αυτό το θέμα.


Οι εγγυήσεις που πρέπει πάντως να προστεθούν στην τροπολογία είναι η εξακολούθηση της υποχρέωσης προηγούμενης ενημέρωσης, η υποχρέωση καταστροφής των δεδομένων σε σύντομο χρονικό διάστημα, εφόσον δενυπάρχει λόγος χρήσης τους στο δικαστήριο και η επιβεβαίωση των δικαιωμάτων πρόσβασης και αντίρρησης των πολιτών επί δεδομένων τα οποία έχουν καταγραφεί.

(γ) Επαναπροσδιορισμός της αρμοδιότητας της Αρχής

Ο περιορισμός του πεδίου εφαρμογής του νόμου με την εξαίρεση των δράσεων της δικαιοσύνης και της αστυνομίας για την καταστολή του εγκλήματος, δεν εισάγει πάντως την ολική εκτόπιση της αρμοδιότητας της Αρχής από τον τομέα του ποινικού δικαίου.

Η τροπολογία δεν επηρεάζει την αρμοδιότητα της Αρχής –και μόνον αυτής- να αίρει: (α) την υποχρέωση προηγούμενης ενημέρωσης του υποκειμένου των δεδομένων(άρθρο 11 Ν.2472/1997) καθώς και (β) την υποχρέωση ικανοποίησης του δικαιώματοςπρόσβασης (άρθρο 12 Ν.2472/1997), όταν το κρίνει αναγκαίο για την διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων.

Ούτε περιορίζει την αρμοδιότητα της Αρχής και την εφαρμογή των υπόλοιπων διατάξεων του νόμου από την εισαγγελία και αστυνομία όταν δεν πρόκειται για κακουργήματα-πλημμελήματα που διαπράττονται με δόλο.

Ήδη με το άρθρο 24§5 του Ν.2472/1997 και, πολύ περισσότερο, λόγω της διάκρισης των λειτουργιών (άρθρο 26 Συντάγματος), η Αρχή έχει περιορισμένο πεδίο επέμβασης στο έργο της Δικαιοσύνης, το οποίο σεβάστηκε σε κάθε ευκαιρία που της δόθηκε,αναγνωρίζοντας τον αποκλειστικό ρόλο των αρμόδιων δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών για τον καθορισμό της προστασίας προσωπικών δεδομένων σε εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις.


Ωστόσο, η Αρχή πρέπει να έχει λόγο για το τεχνικό θέμα της φυσικής ασφάλειαςτων προσωπικών δεδομένων (άρθρο 10 ν.2472/1997), τομέα στον οποίο μπορεί να προσφέρει τις υψηλές επιστημονικές της υπηρεσίες, ακόμη και στα αρχεία που τηρούνται από τις διοικητικές υπηρεσίες της Δικαιοσύνης. Οι τεχνικές πτυχές της προστασίας προσωπικών δεδομένων είναι εξαιρετικά κρίσιμες και αποτελούν τον τομέα στον οποίο η συνεργασία Αρχής και αστυνομίας θα είναι εξαιρετικά επωφελήςγια τους πολίτες, προστατεύοντας τα δεδομένα από αθέμιτες διαρροές προς κάθε κατεύθυνση.

Επίσης ένα ζήτημα είναι οι άλλες διεθνείς Συμφωνίες και δεσμεύσεις της χώρας, όπως η Σύμβαση εφαρμογής της Συνθήκης του Σένγκεν, η Σύμβαση Europol και η Σύμβαση Eurojust, οι οποίες δεν μπορούν να εφαρμοστούν χωρίς τις αρμοδιότητες της ανεξάρτητης αρχής για την εποπτεία του πληροφοριακού συστήματος που τηρούν οι αστυνομικές αρχές.


Το επιχείρημα ότι οι εισαγγελικές και δικαστικές αρχές είναι επίσης ανεξάρτητες έχει σαφώς ιδιαίτερη βαρύτητα. Ωστόσο, το Σύνταγμα αναθέτοντας την διασφάλισης της προστασίας προσωπικών δεδομένων σε «ανεξάρτητη αρχή», σύμφωνα με το άρθρο 9Α, αναφέρεται σε «ανεξάρτητη αρχή» η οποία έχει επιλεγεί από την Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής με ομοφωνία ή με πλειοψηφία των 4/5 των μελών της, όπως αναφέρει το άρθρο 101Α. Στο ίδιο άρθρο αναφέρεται ότι οι συνταγματικά κατοχυρωμένες ανεξάρτητες αρχές υπόκεινται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο. Αυτές τις ειδικές και επιπρόσθετες συνταγματικές ρήτρες δημοκρατικής νομιμοποίησης δεν ισχύουν για τους εισαγγελείς και οι δικαστές της χώρας, οι οποίοι διορίζονται από το υπουργείο Δικαιοσύνης κατόπιν επιτυχίας σε σχετικές εξετάσεις. Η ανεξαρτησία των εισαγγελέων και των δικαστών, λοιπόν, δεν ικανοποιεί την συνταγματική επιταγή για προστασία προσωπικών δεδομένων από ανεξάρτητη αρχή, κατά την έννοια και τα χαρακτηριστικά που το ίδιο το Σύνταγμα ορίζει ως περιεχόμενο αυτής της «ανεξαρτησίας». Oι συνέπειες που μπορεί να έχει αυτό το ζήτημα επεκτείνονται και στην χρήση αποδεικτικών μέσων που μπορεί να έχουν συλλεχθεί με υποκατάσταση της ανεξάρτητης αρχής από την εισαγγελική αρχή, αφού το άρθρο 19§3 του Συντάγματος δεν επιτρέπει την χρήση τους όταν έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου 9Α.


3. Η διαδικασία και ο δημοκρατικός έλεγχος του Κοινοβουλίου

Είναι θετικό το γεγονός ότι οι προτεινόμενες τροπολογίες διέρχονται μέσω τουΚοινοβουλίου και δεν προωθήθηκαν με την μορφή υπουργικής απόφασης ή με άλλη κανονιστική μορφή. Το ίδιο το Σύνταγμα επιβάλει τα νομοθετήματα που έχουν επιπτώσεις στα ατομικά δικαιώματα να αποτελούν αντικείμενο που εμπίπτει στην νομοθετική ύλη της Ολομέλειας της Βουλής.

Ειδικά ως προς το θέμα των καμερών, το οποίο έχει προκαλέσει μια γενικότερη δημόσια αντιπαράθεση με εκατέρωθεν απόψεις, ο διάλογος αυτός πρέπει να απασχολήσει και τους αιρετούς εκπροσώπους του λαού. Γράφτηκε ότι με αυτόν τον τρόπο η Κυβέρνηση παρέκαμψε το Συμβούλιο της Επικρατείας, η απόφαση του οποίου για το θέμα των καμερών δεν έχει ακόμη εκδοθεί –ενώ υπάρχει εισήγηση που απορρίπτει την αίτηση ακύρωσης του υπουργού Δημόσιας Τάξης κατά της Αρχής καθώς και απόφαση που απέρριψε αίτηση αναστολής του υπουργείου.

Το timing της υποβολής της τροπολογίας, ενώ, δηλαδή, δεν έχει εκδοθεί ακόμη απόφαση δημιουργεί σοβαρές υποψίες. Ας σημειωθεί όμως ότι η ακροαματική διαδικασία στο Συμβούλιο της Επικρατείας έγινε τον Ιανουάριο του 2007, αλλά, έντεκα μήνες μετά, δεν υπάρχει σχετική απόφαση από το δικαστήριο αυτό, το οποίο έχει σημαντικό μέρος ευθύνης γι’ αυτήν την καθυστέρηση, τη στιγμή που η κοινωνική αναγκαιότητα να λυθεί το θέμα -είτε θετικά, είτε αρνητικά για τις κάμερες- είναι πιεστική και το φανέρωσαν και τα τρέχοντα γεγονότα. Η μισή Αρχή παραιτήθηκε, προωθείται ένας ευρύς νομοθετικός περιορισμός των αρμοδιοτήτων της, αλλά το ΣτΕ ακόμη δεν έχει εκδώσει απόφαση. Η Δικαιοσύνη, μερικές φορές, δεν είναι μόνο τυφλή: είναι και κουφή και κουλή.

Επιπλέον, η αναμενόμενη απόφαση του ΣτΕ αφορά ένα συγκεκριμένο ερώτημα: αν οι κάμερες του C4I μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για σκοπούς συλλογής αποδεικτικού υλικού, εκτός από την ρύθμιση της κυκλοφορίας. Η αίτηση ακύρωσης του υπουργού αφορούσε μια συγκεκριμένη απόφαση της Αρχής και μόνον. Η προτεινόμενη τροπολογία όμως αναφέρεται στο γενικότερο θέμα, αν είναι εφικτή η καταγραφή εικόνων σε διαδηλώσεις, ζήτημα που εκφεύγει του συγκεκριμένου θέματος που έκρινε η Αρχή με την προσβληθείσα απόφασή της. Συνεπώς, ο κοινοβουλευτικός διάλογος θα εξετάσει το θέμα στην γενικότητά του και όχι στο στενό πλαίσιο της εκκρεμοδικίας ενώπιον του ΣτΕ.

Τέλος, η Αρχή με την απόφασή της για τις κάμερες, αποφάσισε χωρίς να καλέσει τους κοινωνικούς φορείς, τις ενώσεις ατομικών δικαιωμάτων και συνολικά την κοινωνία των πολιτών, σε μια δημόσια διαβούλευση για ένα θέμα που διαπερνά την τυπική αξιολόγηση του σε μια στενή νομική βάση, αλλά παρουσιάζει ένα πλήθος κοινωνικών, ψυχολογικών και πολιτισμικών διαστάσεων. Η Αρχή λειτούργησε ως μια επιτροπή σοφών, η οποία λογω της τυπικής ύπαρξης αποφασιστικής αρμοδιότητας της, αποφάνθηκε ex cathedra αδιαφορώντας για την εφαρμοσιμότητα της απόφασής της (επέβαλε κάποια στιγμή ένα πρόστιμο 3.000 ευρώ στην ελληνική αστυνομία, λόγω μη τήρησης της απόφασης), χωρίς να δώσει τη δέουσα επικοινωνιακή μάχη για να πείσει για την ορθότητα της. Αυτός ο διάλογος, τον οποίο δεν προκάλεσε η Αρχή, πρέπει να γίνει τώρα.

Δεν υπονοώ ότι ο διάλογος πρέπει να είναι μόνο ο κοινοβουλευτικός, με τις γνωστές πλειοψηφικές «βεβαιότητες». Η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων έχει νομοθετική υποχρέωση να γνωμοδοτήσει για την προτεινόμενη τροπολογία. Σύμφωνα με το άρθρο 19§1 του Ν.2472/1997, η Αρχή γνωμοδοτεί «για κάθε ρύθμιση» που σχετίζεται με την προστασία προσωπικών δεδομένων. Έστω και αυτεπαγγέλτως. Η τυπική τήρηση αυτής της διάταξης προϋποθέτει βέβαια την νόμιμη συγκρότηση της Αρχής. Υποστηρίζεται ότι η διάταξη θεμελιώνει υποχρέωση της νομοθετικής εξουσίας να συμβουλεύεται την Αρχή κατά το στάδιο της προετοιμασίας της ρύθμισης, θέτοντας υπόψη της Αρχής τις προτεινόμενες ρυθμίσεις πριν αυτές οριστικοποιηθούν υπό τη μορφή σχεδίου νόμου (Λ.Μήτρου, η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, σελ. 39). Αλλά και αφού δοθεί στη δημοσιότητα ένα νομοσχέδιο, η Αρχή έχει αρμοδιότητα να γνωμοδοτήσει και οι απόψεις της μπορούν να δώσουν σημαντικές κατευθύνσεις στον διεξαγόμενο κοινοβουλευτικό διάλογο.

Ιδού λοιπόν η πρόταση: ενόψει της γνωμοδότησής της επί των προτεινόμενων ρυθμίσεων, να καλέσει η Αρχή όλους τους ενδιαφερόμενους σε μια γενική και δημόσια διαβούλευση για το θέμα των καμερών. Να προκαλέσει το ευρύτερο ενδιαφέρον των μ.μ.ε., ώστε να ακουστούν δημόσια όλες οι απόψεις και να μην αποκλειστεί κανείς από αυτόν τον δημόσιο διάλογο. Να κληθούν επίσης να τοποθετηθούν η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου καθώς και ο Συνήγορος του Πολίτη.

Η γνωμοδότηση της Αρχής προς την Βουλή πρέπει να αποτελεί ένα πόρισμα των αποτελεσμάτων της γενικής αυτής συζήτησης, υπαγόμενων βέβαια στις διατάξεις της ισχύουσας εθνικής, συνταγματικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας, λαμβάνοντας όμως υπόψη και τις πρακτικές που ακολουθούνται σε άλλες χώρες, ώστε να μην υποβαθμιστεί η διεθνής εμπειρία.

Η συζήτηση αυτή θα μπορούσε να διαπεράσει τα όρια ενός εσωτερικού ζητήματος, αν η Αρχή έθετε το σχετικό ερώτημα και στις διεθνείς συνδιασκέψεις των Αρχών Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ώστε να εξαχθούν συμπεράσματα που λαμβάνουν υπόψη τις κοινά παραδεκτές αντιλήψεις για το θέμα, με τη συμμετοχή των διεθνών οργανισμών και των παγκόσμιων μη κυβερνητικών οργανώσεων.

Μια γνωμοδότηση με τέτοιο υπόβαθρο θα προσδώσει βαρύνουσα νομιμοποίηση στις θέσεις της Αρχής, ενώ, αν η συζήτηση λάβει οργανωμένα ευρωπαϊκές και διεθνείς διαστάσεις, η κοινοβουλευτική διαδικασία μπορεί να καταστεί κάτι περισσότερο από επικυρωτικός ή απορριπτικός μηχανισμός. Αυτό, άλλωστε, είναι η εις βάθος και ποιοτική δημοκρατία: τα δικαιώματα να μην βρίσκονται στην αποκλειστική ρύθμιση της πλειοψηφίας, αλλά ούτε να ετεροκαθορίζονται από στεγανοποιημένα θεσμικά αντίβαρα.


Η σύνθεση και η συναίνεση αποτελούν τις μόνες εγγυήσεις για αποδεκτές λύσεις σε ζητήματα που μας αφορούν όλους.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 26, 2007

H εκλογή των νέων μελών της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων

Γράφτηκε ήδη και υπονοήθηκε από πολλές πλευρές ότι τα νέα μέλη της Αρχής θα είναι ανώδυνα, αχυράνθρωποι, εγκάθετοι της κυβέρνησης. Είναι βάσιμη άραγε, αυτή η «βεβαιότητα» ή υπάρχουν θεσμικές δικλείδες που μπορούν να περιορίσουν σχετικές ανησυχίες;


Η διαδικασία για την ανάδειξη την μελών της Αρχής διέπεται από το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής, ενώ ουσιαστικές διατάξεις που πρέπει να ληφθούν υπόψη περιλαμβάνονται στην κοινή νομοθεσία. Σύμφωνα με τον Ν.2472/1997 πρόεδρος και αντιπρόεδρος της Αρχής ορίζεται ανώτατος δικαστικός, τακτικά μέλη 3 πανεπιστημιακοί καθηγητές και 3 πρόσωπα «κύρους και εμπειρίας στον τομέα της προστασίας προσωπικών δεδομένων» και αναπληρωματικοί άλλοι 6 με τις ίδιες ιδιότητες, ενώ κατά τον Ν.3051/2002, όλα τα μέλη πρέπει να είναι «πρόσωπα εγνωσμένου κύρους και επιστημονικής κατάρτισης ή επαγγελματικής εμπειρίας» στον τομέα αυτόν.

Ας δούμε ποιος έχει αποφασιστικό λόγο για τον προσδιορισμό και την εκλογή των νέων μελών και αν διασφαλίζεται θεσμικά και πρακτικά ότι οι εκλεγόμενοι δεν θα είναι απλώς εκτελεστικά όργανα της κεντρικής εξουσίας.

Όπως είναι ευρύτερα γνωστό, τα πρόσωπα που στελεχώνουν τις ανεξάρτητες αρχές επιλέγονται με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής και με επιδίωξη ομοφωνίας ή πάντως με την αυξημένη πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των μελών της (άρθρο 101Α§2 εδ. γ΄ του Συντάγματος).


Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι ένα διακομματικό συλλογικό όργανο που ιδρύθηκε με τον Κανονισμό της Βουλής του 1987 και αποτελείται από τον Πρόεδρο και τους Αντιπροέδρους της Βουλής των Ελλήνων, από τους διατελέσαντες Προέδρους της Βουλής εφόσον έχουν εκλεγεί βουλευτές, από τους Προέδρους των Διαρκών Επιτροπών, από τον Πρόεδρο της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, από τους Προέδρους των Κοινοβουλευτικών Ομάδων και από έναν εκπρόσωπο των ανεξαρτήτων βουλευτών (εφόσον οι τελευταίοι είναι τουλάχιστον πέντε).

Στη Διάσκεψη, η κυβερνητική παράταξη αριθμεί 13 μέλη, η αξιωματική αντιπολίτευση 3 μέλη, το ΚΚΕ 2 μέλη, και ο ΣΥΡΙΖΑ όπως και ο ΛΑΟΣ από 1 μέλος.

Αυτό σημαίνει ότι η αυξημένη πλειοψηφία των 4/5 που απαιτείται από το Σύνταγμα για την επιλογή των μελών της ΑΠΔΠΧ ανέρχεται σε αριθμό 16 ψήφων, συνεπώς μόνη η Ν.Δ. αδυνατεί να επιλέξει, χωρίς τη σύμπραξη με εκπροσώπους άλλων παρατάξεων, τα νέα μέλη της Αρχής. Ποιος είναι, όμως, αυτός που οφείλει να φέρει εις πέρας αυτή τη συνεννόηση;


Σύμφωνα με το άρθρο 14 (δ) του Κανονισμού της Βουλής, ο Πρόεδρος της Βουλής είναι αυτός που εισηγείται στην Διάσκεψη των Προέδρων τα πρόσωπα που προτείνονται ως μέλη της ΑΠΔΠΧ. Επομένως, πριν εισηγηθεί ο Πρόεδρος πρέπει να έχει διερευνήσει, ατύπως, ποια είναι τα πρόσωπα που θα συγκεντρώσουν την αποδοχή όχι μόνο της κυβερνητικής παράταξης, αλλά θα έχουν διείσδυση και σε ικανό αριθμό εκπροσώπων, ώστε να επιτευχθεί η ομοφωνία ή η πλειοψηφία των 4/5. Αυτό καταθέτει και η πρώην Πρόεδρος της Βουλής, κα Α. Μπενάκη, σε σχετική ομιλία της για τις Ανεξάρτητες Αρχές: «Η ρύθμιση αυτή υποχρεώνει τον εκάστοτε Πρόεδρο της Βουλής να επιδιώκει σύμπτωση των απόψεων των κοινοβουλευτικών ομάδων, πράγμα αρκετά δυσχερές και χρονοβόρο. Πάντως μέχρι στιγμής οι επιλογές όλες έχουν γίνει με ομοφωνία, διότι στην πραγματικότητα η προεργασία έγινε σε κάθε περίπτωση από τον εκάστοτε Πρόεδρο της Βουλής σε διαβούλευση με τα κόμματα. Το προϊόν της διαβούλευσης επικυρώθηκε απλά από τη Διάσκεψη.»

Εδώ αρχίζουν, ίσως, οι πρώτες παρατηρήσεις που σχετίζονται με τις ανησυχίες για κυβερνητική επιρροή. Η ουσιαστική επιλογή γίνεται, λοιπόν, παρασκηνιακά, με την πρωτοβουλία του εκάστοτε Προέδρου, ο οποίος ανήκει βεβαίως στην παράταξη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Είναι αυτό διασφάλιση μιας πραγματικής ομοφωνίας ή κατατείνει σε συνδιαλλαγή;

Η κυρία Λ. Μήτρου, πρώην αναπληρωματικό μέλος της Αρχής έχει διατυπώσει πιο κομψά αυτή την ανησυχία: «Το σύστημα επιλογής ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει σε μια αποδυνάμωση, αν η επιλογή των μελών είναι (ή, στα μάτια των πολιτών, φαίνεται να είναι) ένα προϊόν όχι συναίνεσης, αλλά κομματικών συμβιβασμών και συνδιαλλαγής, αν δηλ. αντί για ανεξαρτησία έχουμε το άθροισμα ή την εξισορρόπηση πολλαπλών εξαρτήσεων, που δεν σημαίνει αυτονόητα και ανεξαρτησία.» (Λ.Μήτρου, Η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ΕφΔημΔικ, 2004-Ειδικό τεύχος, αφιέρωμα στις Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές, σελ. 8).

Η κ. Μπενάκη φαίνεται να απαντάει στα παραπάνω, με τις ακόλουθες φράσεις: «Τα κριτήρια της επιλογής των προσώπων που στελεχώνουν τις Α.Α. περιγράφονται στους οικείους νόμους και αυτά επιδιώκεται εκάστοτε να τηρούνται. Είναι κριτήρια ποιότητας, ικανότητας, εξειδίκευσης και προπαντός ακεραιότητας. Ωστόσο, επειδή η επιλογή γίνεται από πολιτικό σώμα, απαιτείται και η επίτευξη πολιτικών ισορροπιών, ώστε να εξουδετερώνεται κατά το δυνατόν η υποψία οποιασδήποτε κομματικής επιρροής.
Θα πρέπει πάντως στο σημείο αυτό να επισημανθεί, ότι το σύστημα που υιοθέτησε ο ελληνικός συνταγματικός νομοθέτης μοιάζει να είναι παγκοσμίως πρωτότυπο, υπαγορευμένο από τις ελληνικές πολιτικές συνθήκες. Από έρευνα που διεξήγαγε η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής έπειτα από ερώτημά μου, προκύπτει ότι κατά κανόνα η σύνθεση των Α.Α. των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών (Γαλλία, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ισπανία και Ιταλία) καθορίζεται είτε από την εκτελεστική εξουσία (Π.τ.Δ., Βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου, Υπουργικό Συμβούλιο ή αρμόδιος Υπουργός) ή, όπου παρεμβάλλεται η Βουλή, τα αρμόδια όργανά της (Ολομέλεια ή Κοινοβουλευτικές Επιτροπές) αποφασίζουν κατά πλειοψηφία. Το εφεύρημα των 4/5, χωρίς μάλιστα να υπάρχει λύση εάν αυτό δεν επιτυγχάνεται, είναι πρωτοτυπία που μπορεί να οδηγήσει σε συνταγματικό αδιέξοδο. Γι’ αυτό και το κύριο βάρος εναποτίθεται στους ώμους του εκάστοτε Προέδρου της Βουλής, ο οποίος οφείλει κατά τρόπο νομοτελειακό να επιτύχει σύμπτωση των απόψεων των κοινοβουλευτικών ομάδων και να προκαλέσει εν συνεχεία την ομόφωνη επικύρωση της Διάσκεψης των Προέδρων. Σε τελική ανάλυση η λειτουργικότητα του συστήματος επαφίεται στην διαμεσολαβητική ικανότητα του Π.τ.Β. και στην υπευθυνότητα των κομμάτων, χωρίς να προβλέπεται μηχανισμός διεξόδου από ενδεχόμενη κρίση

Τελικά είναι περίπου σαν την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας: συναίνεση ή εκλογές, μόνο που όσον αφορά την επιλογή των προσώπων στις ανεξάρτητες αρχές, το δίλημμα είναι: συναίνεση ή αδιέξοδο. Δεν είναι τυχαίο ότι οι θητείες μελών του ΕΣΡ, του Συνηγόρου του Πολίτη, της ΑΔΑΕ, του ΑΣΕΠ, αλλά και του παραιτηθέντος Προέδρου της ΑΠΔΠΧ έχουν εδώ και πολύ καιρό λήξει. Η εμμονή του ΠΑΣΟΚ για ανανέωση της θητείας όσων μελών ήταν επαρκή και η αντίρρηση της ΝΔ για διορισμό νέων μελών έχει οδηγήσει σε ένα αδιέξοδο που δημιουργεί ζητήματα νομιμότητας της σύνθεσης των ανεξάρτητων αρχών. Πριν μερικές ημέρες, ο π. Πρόεδρος Κακλαμάνης, μέλος της Διάσκεψης, δήλωσε ότι το αδιέξοδο είναι ένα πρόβλημα «μεθοδολογίας» της συνεννόησης των κομμάτων.

Μήπως, όμως, στο δίλημμα μπορεί να δοθεί μια άλλου είδους, αλλά λύση που να αποδεσμεύει τελικά τον Πρόεδρο της Βουλής από αυτό το δυσβάστακτο φορτίο και να επαναπροσδιορίσει την συνταγματική επιταγή για ουσιαστική και όχι «επικυρωτική» επιλογή των μελών από τη Διάσκεψη της Βουλής;

Ίσως θα πρέπει εδώ να εμπνευστούμε από την ευρωπαϊκή εμπειρία, η οποία δίνει μια κατεύθυνση προς την μεγαλύτερη διαφάνεια και την ανάπτυξη ενός πραγματικού δημόσιου διαλόγου. H εκλογή του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή (Συνηγόρου του Πολίτη), ανεξάρτητης αρχής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων γίνεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ύστερα από δημοσίευση πρόσκλησης υποψηφίων για τη θέση. Οι υποψήφιοι εμφανίζονται ενώπιον του Κοινοβουλίου και παρουσιάζουν τις θέσεις τους, εξεταζόμενοι σχετικώς από το σώμα που καλείται να εκλέξει τον Διαμεσολαβητή. Η διαδικασία γίνεται λοιπόν με δημοσιότητα, με αντιπαράθεση θέσεων, απόψεων και με παρουσίαση των προσωπικοτήτων που καλείται να εκλέξει το Κοινοβούλιο. Έτσι, το βάρος μετατίθεται στο ίδιο το εκλεκτορικό σώμα, αλλά και τις σχετικές επικοινωνιακές ικανότητες των υποψηφίων, οι οποίοι καλούνται να πείσουν ευθέως τους βουλευτές -και όχι τον Πρόεδρο της Ευρωβουλής- για την καταλληλότητά τους.

Τίποτε δεν θα εμπόδιζε λοιπόν, μια «μεθοδολογία», κατά την οποία οι υποψηφίοι, θα καλούνταν ενώπιον της Διάσκεψης των Προέδρων, θέτοντας τους εαυτούς τους στην άμεση κρίση του οργάνου, το οποίο κατά το Σύνταγμα είναι αρμόδιο να επιλέξει τα μέλη της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Μια διαδικασία με διαφάνεια, σύμφωνη με το πνεύμα και το γράμμα του Συντάγματος, αλλά και λειτουργούσα ως επιπρόσθετη εγγύηση ότι η Κυβέρνηση δεν θα επιλέξει μόνη, επιβάλλοντας στην αντιπολίτευση, τα πρόσωπα που θεωρεί κατάλληλα για τη στελέχωση της Αρχής.


Πέμπτη, Νοεμβρίου 22, 2007

Τέσσερις Προτάσεις για την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων

Γράφτηκε ήδη ότι, μετά τις παραιτήσεις επτά (7) μελών της Αρχής, «έκλεισε» ουσιαστικά ο ανεξάρτητος αυτός θεσμός, με την έννοια ότι δεν θα επιτελέσει πλέον το ρόλο του ως ένα αποτελεσματικό θεσμικό αντίβαρο. Σχεδιασμένη για να διασφαλίζει πτυχές του Κράτους Δικαίου στην σύγχρονη Κοινωνία της Πληροφορίας, η ίδια η Αρχή σαφώς δεν «έκλεισε». Όχι μόνο επειδή είναι κατοχυρωμένη από το συνταγματικό και το ευρωπαϊκό δίκαιο, αλλά και γιατί αυτό που πέρασε είναι μόνον οι «παιδικές ασθένειες» του πρώτου κύκλου της, μόλις δεκαετούς, παρουσίας της στο ελληνικό θεσμικό και κοινωνικό γίγνεσθαι.

Παρακολουθώντας κάποιος την εξέλιξη και την εγκαθίδρυση του αντίστοιχου θεσμού στις ευρωπαϊκές κοινωνίες – σε ορισμένες χώρες, οι αντίστοιχες Αρχές έχουν κλείσει ήδη τριάντα χρόνια «ζωής»- αντιλαμβάνεται ότι η ελληνική εμπειρία ακολουθεί τους «κύκλους» από τους οποίους έχουν διέλθει και τα αλλοδαπά πρότυπα. Είναι καιρός να ανοίξει ο νέος κύκλος της παρουσίας της Αρχής στο σύγχρονο θεσμικό τοπίο, στο οποίο καλείται να συνυπάρξει και με τα άλλα «αντίβαρα», όπως η Δικαιοσύνη, η Κοινωνία των Πολιτών, τα ανεξάρτητα Μέσα Ενημέρωσης και οι διεθνείς Οργανισμοί.

Κωδικοποιώ τις προοπτικές για τον νέο αυτό κύκλο σε τέσσερις προτάσεις για την νέα Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Η υλοποίησή τους δεν απαιτεί ούτε νομοθετικές τροποποιήσεις, ούτε περισσότερους υλικοτεχνικούς ή οικονομικούς πόρους.


1. Παροχή πρακτικών και ισορροπημένων λύσεων

Η «κυρωτική» πολιτική των προστίμων και οι αυστηρές, αλλά μη εφαρμόσιμες, αποφάσεις είναι ξεπερασμένες και καταδικασμένες πρακτικές. Δεν αρκεί να απαγορεύεις, πρέπει πρώτα να υποδεικνύεις και τις εναλλακτικές λύσεις που υπάρχουν σε κάθε πρόβλημα που παρουσιάζει πτυχές προστασίας προσωπικών δεδομένων. Η «κατασταλτική» προσέγγιση δεν μπορεί να προηγείται, αλλά πρέπει να έπεται μιας εκπαιδευτικής και προληπτικής πολιτικής. Η υπόδειξη ήπιων λύσεων εξυπηρετείται με την έκδοση

  • Πρακτικών Οδηγιών για την εφαρμογή του νόμου,
  • Check-list που εκλαϊκεύουν την σύνθετη νομοθεσία και εξηγούν ποιες είναι οι υποχρεώσεις που πρέπει να τηρούνται,
  • Εγγράφων Πολιτικής (Policy Papers) που αναλύουν ποιες είναι οι «βέλτιστες πρακτικές» (best practices) για την καλύτερη επεξεργασία και την προστασία προσωπικών δεδομένων,
  • Εγχειριδίων για την εξειδίκευση των γενικών κανόνων σε συγκεκριμένους τομείς (τηλεπικοινωνίες, μέσα ενημέρωσης, πρόσβαση σε έγγραφα του δημόσιου τομέα, άμεση διαφήμιση κ.τ.λ.).

Η πιο πρόσφατη Οδηγία που εξέδωσε η Αρχή ήταν η 1/2005 για την ορθή καταστροφή των δεδομένων… Αντίθετα, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων, η κοινοτική ανεξάρτητη αρχή, στον πρώτο χρόνο λειτουργίας του (2004-2005), με δέκα άτομα προσωπικό και πολύ μικρό προϋπολογισμό, είχε προλάβει να δημοσιεύσει 3 πολύ πρακτικές και κατατοπιστικές εκδόσεις που έλυσαν ζητήματα που απασχολούσαν χρόνια τα κοινοτικά όργανα.

2. Διαβούλευση, διάλογος, συνεννόηση


Η στελέχωση από δικαστικούς, έμπειρους καθηγητές και νομικούς, από μόνη της, δεν διασφαλίζει την συνεκτική παρουσία μιας ανεξάρτητης αρχής στην σύγχρονη Κοινωνία της Πληροφορίας. Ακόμη και αυτοί οι διακεκριμένοι συμπολίτες μας, δεν είναι δυνατόν να τα ξέρουν όλα και να τα προβλέπουν όλα. Οφείλουν, λοιπόν, να αφουγκράζονται τα συλλογικά αιτήματα, καλώντας τις μη κυβερνητικές οργανώσεις για τα ατομικά δικαιώματα, τις συνδικαλιστικές ενώσεις, τις ομάδες συμφερόντων και άλλες συλλογικότητες να εκθέσουν τα ζητήματα, αλλά και τη δική τους οπτική και εμπειρία. Η Αρχή πρέπει να διαλέγεται, πριν αποφασίσει, με όσο το δυνατόν περισσότερους εκπροσώπους εκείνων στους οποίους θα έχουν επιπτώσεις οι αποφάσεις της. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται «εν κενώ», χωρίς διάλογο, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη επιστημονικές μελέτες επιπτώσεων, είναι καταδικασμένες, στην καλύτερη περίπτωση, σε μη εφαρμογή. Η συνεννόηση πρέπει να γίνεται και σε σχέση με τους θεσμικούς συνομιλητές της Αρχής, όπως η Βουλή αλλά και η Κυβέρνηση. Πολύ πιο εύκολα «δεσμεύεται» η εκτελεστική εξουσία όταν την έχεις καταστήσει συνομιλητή σου πριν εκδόσεις την «εκτελεστή απόφαση», παρά όταν την έχεις αγνοήσει μόνο και μόνο για να υπερασπιστείς, ως αυτοσκοπό πια, μια –σπάνια αμφισβητούμενη, λόγω του ηθικού σου κύρους- ανεξαρτησία. Οι σύγχρονες ανεξάρτητες αρχές δεν είναι Επιτροπές Σοφών, αλλά fora συνδιάσκεψης και συγκέντρωσης αντιπροσωπευτικών απόψεων, ακριβώς για να επιτύχουν με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα την θεσμική τους αποστολή.

3. Επικοινωνιακή πολιτική

Οι πολίτες και οι εξουσίες πρέπει να ξέρουν ποια είναι οι Αρχή και ποιες είναι οι προσεγγίσεις τις στα θέματα που καλείται να διευθετήσει. Μια απαρχαιωμένη ιστοσελίδα, δύο δελτία τύπου το χρόνο και μια ογκώδης ετήσια έκθεση γεμάτη γραφήματα δεν είναι ποτέ αρκετά.

Το press room της Αρχής πρέπει να λειτουργεί σε τακτική βάση, οργανώνοντας συνεντεύξεις τύπου, όποτε υπάρχει κάποιο σοβαρό γενικότερο θέμα, όχι μια φορά το χρόνο.

Ένα newsletter, όπως αυτό του Συνηγόρου του Πολίτη, που συνοψίζει την μηνιαία δράση της, αποτελεί «βέλτιστη πρακτική» που ακολουθούν όλες οι Αρχές των άλλων κρατών.

  • Η διοργάνωση τακτικών σεμιναρίων και workshops,
  • η εκδηλώσεις στην περιφέρεια,
  • η τηλεοπτική παρουσία των μελών σε συζητήσεις για τα τρέχοντα ζητήματα,
  • η κυκλοφορία έντυπου περιοδικού,

η ισόρροπη χρήση της δημοσιότητας και η εξήγηση με απλά λόγια των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από την προστασία των προσωπικών δεδομένων είναι παράγοντες που ενισχύουν το έρμα των αποφάσεων της Αρχής και τις καθιστούν, κατ’ αποτέλεσμα, πολύ πιο ισχυρές και «δεσμευτικές» από οποιαδήποτε νομική διάταξη και ιεραρχική θέση. Όταν ξέρεις εκ των προτέρων ότι η κοινωνία έχει πειστεί για τις απόψεις της Αρχής, πολύ δύσκολα θα παραβιάσεις τις αποφάσεις της και, σίγουρα, όχι χωρίς «πολιτικό κόστος.» Ακόμα και οι δημόσιες και ανοικτές σε κάθε πολίτη συνεδριάσεις της Αρχής, σε θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος, θα ενίσχυαν τη διαφάνεια της λειτουργίας της και θα κέντριζαν την προσοχή του ευρύτερου κοινού.


4. Συνδιαμόρφωση των εξελίξεων

Ανά τρίμηνο περίπου, οι Αρχές Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων της ΕΕ συνεδριάζουν στις Βρυξέλλες, παρεμβαίνουσες σε γενικότερα ζητήματα που έχουν επίπτωση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Σε αυτό το πάνελ, γνωστό και ως «Ομάδα του άρθρου 29», συμμετέχει και η ελληνική Αρχή, έχοντας έτσι τη δυνατότητα να προτείνει τοποθετήσεις, συστάσεις, απόψεις και προσεγγίσεις για θέματα που αφορούν τελικά και άμεσα τον Ευρωπαίο πολίτη. Κάθε χρόνο επίσης, γίνεται η Παγκόσμια Συνδιάσκεψη των Αρχών, στο πλαίσιο της οποίας εκδίδονται, με πρωτοβουλία των εθνικών Αρχών, διακηρύξεις με σημαντικό πολιτικό και ουσιαστικό βάρος για την προστασία προσωπικών δεδομένων. Η ελληνική Αρχή έχει μάλλον αδιάφορη παρουσία, δεν αναπτύσσει πρωτοβουλίες, δεν εισάγει σχέδια κειμένων για υιοθέτηση. Δεν αποτελεί έναν «παίκτη» συνδιαμόρφωσης των εξελίξεων, παρόλο που έχει την θεσμική δυνατότητα, αλλά και την επιστημονική υποδομή. Αυτά τα θέματα δεν χρειάζονται «μπάτζετ» και «λόμπι», αλλά ετοιμότητα, παρακολούθηση των εξελίξεων και, φυσικά, βούληση και φαντασία. Στο νέο της κύκλο, η Αρχή οφείλει να αξιοποιήσει αυτές τις σημαντικές δυνατότητες, ανοίγοντας προοπτικές και υποδεικνύοντας κατευθύνσεις – όχι μόνο «εφαρμόζοντας» εκ των υστέρων τις αποφάσεις που έλαβαν οι άλλοι.

Τρίτη, Νοεμβρίου 20, 2007

Η ανεξαρτησία δεν αρκεί!

Η παραίτηση του Προέδρου, του Αντιπροέδρου και τεσσάρων μελών της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων που υποβλήθηκε χτες, αποτέλεσε, σύμφωνα με τις δηλώσεις τους, μια συμβολική κίνηση διαμαρτυρίας για την απαξίωση του θεσμού της Αρχής από πράξεις εισαγγελικών λειτουργών και τη φερόμενη χρησιμοποίηση του συστήματος καμερών κατά την πορεία της 17ης Νοέμβρη.

Το στοιχείο που υπερτονίζεται σε αυτήν την παραίτηση είναι η έλλειψη σεβασμού στην συνταγματικά κατοχυρωμένη Αρχή, ένα επιχείρημα που επίσης διαδηλώθηκε με τη σκληρή απάντηση της Αρχής στην εγκύκλιο του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου περί επιτρεπόμενης χρήσης φορητών καμερών από αστυνομικά όργανα. Η Αρχή αυτοπροτείνεται ως το μόνο συνταγματικό όργανο με την αρμοδιότητα για τη διασφάλιση του ατομικού δικαιώματος της προστασίας προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9Α του Συντάγματος), την στιγμή όμως που το ίδιο το άρθρο 25 του Συντάγματος αναφέρει ότι "όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση" των ατομικών δικαιωμάτων. Και τη στιγμή που ουδέποτε ασχολήθηκε με το ζήτημα των φορητών καμερών, ούτε όταν πληροφορήθηκε για το σχετικό αίτημα, πράγμα για το οποίο όφειλε να είχε αποφανθεί αμέσως και αυτεπαγγέλτως.

Σε πέντε λέξεις του Συντάγματος («αποτελεσματική άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων») συμπυκνώνεται η καρδιά της παθογένειας της Αρχής Προστασίας Δεδομένων: δεν κατόρθωσε στη συγκεκριμένη περίπτωση να επιβεβαιώσει, όχι πια την ανεξαρτησία της, αλλά την αποτελεσματικότητά της.

Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων είχε την ευκαιρία να αποδείξει πάμπολλες φορές ότι ούτε εκτελεί εντολές πλειοψηφιών που την διόρισαν, αλλά ούτε κλείνει τα μάτια σε παράνομες πρακτικές της Διοίκησης ή ιδιωτικών μεγα-εξουσιών, όπως οι Τράπεζες, οι εταιρίες τηλεπικοινωνιών, τα μ.μ.ε. και η βιομηχανία της ιδιωτικής ασφάλισης και της υγείας.

Ο ίδιος ο πρώην Πρόεδρος της Αρχής, ο κ. Δημήτριος Γουργουράκης απέρχεται διατηρώντας αλώβητη τη φήμη ενός πραγματικά αδέκαστου ανθρώπου και ενός αμερόληπτου ανώτατου δικαστικού λειτουργού. Επί των ημερών του, μάλιστα, η Αρχή στελεχώθηκε με ακόμη περισσότερο υψηλού επιπέδου επιστημονικό προσωπικό, ενώ επιλύθηκαν ορισμένα βασικά ζητήματα υποδομών, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δόθηκαν λύσεις σε όλα τα προβλήματα ή ότι όλες ήσαν επιτυχείς.

Αυτό άραγε σημαίνει ότι μόνο τα 6 μέλη της Αρχής που παραιτήθηκαν ήταν οι φορείς της ανεξαρτησίας της, ενώ για τα υπόλοιπα 8 που παρέμειναν θα πρέπει να διατηρεί κανείς επιφυλάξεις, μόνο και μόνο επειδή δεν ακολούθησαν στην έξοδο; Σε καμία περίπτωση.

Η ανεξαρτησία της Αρχής κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα, το κοινοτικό, το ευρωπαϊκό διεθνές και το εσωτερικό δίκαιο όχι ως αυτοσκοπός, αλλά προκειμένου η κρατική υπηρεσία που είναι αρμόδια για τη διασφάλιση της προστασίας δεδομένων να λειτουργεί με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, ανεπηρέαστη από συγκυριακούς πολιτικούς συσχετισμούς και αδέσμευτη από πάσης φύσεως μονομερή συμφέροντα. Η ανεξαρτησία της Αρχής αποτελεί, λοιπόν μία μόνο συνιστώσα προκειμένου να πραγματώνει τον λόγο ύπαρξής της. Άλλες συνιστώσες είναι ο υλικοτεχνικός εξοπλισμός, η επάνδρωση με επαρκές ανθρώπινο δυναμικό, η παρακολούθηση και συνδιαμόρφωση των διεθνών εξελίξεων μέσω της συμμετοχής σε υπερ-εθνικές πλατφόρμες αλλοδαπών Αρχών Προστασίας Δεδομένων και, βεβαίως μια παιδευτική, δυναμική και πειστική επικοινωνιακή πολιτική για τη μετάδοση και την εμπέδωση των αξιών που καλείται να διασφαλίσει στην κοινωνία.

Η πραγματική επιτυχία και η αποτελεσματικότητα της Αρχής δεν εξαρτάται, δηλαδή, τελικά, από το πόσο αυστηρά θα είναι τα πρόστιμα ή από το αν οι αποφάσεις τις είναι τυπικά «νομικά δεσμευτικές» ή όχι. Είδαμε μία απολύτως νομικά δεσμευτική απόφαση της Αρχής για τις κάμερες να φέρεται ότι παραβιάζεται ασύστολα. Γιατί; Μα, γιατί η Αρχή επαναπαύθηκε στο ότι ο νόμος προβλέπει την «εκτελεστότητά» της. Δεν αρκεί όμως αυτό: χρειάζεται και να πείσεις ότι η απόφαση είναι ορθή και ότι όποιος την παραβιάζει κουρελιάζει τα ατομικά δικαιώματα, καταπατά το Σύνταγμα, περιφρονεί, όχι την Αρχή ή την νομιμότητα, αλλά τους ίδιους τους πολίτες, τόσο ως άτομα, αλλά και ως κοινωνικό σύνολο. Και ότι εκθέτει διεθνώς την Ελλάδα, αφού δεν τηρεί τις δεσμεύσεις της στο Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Αυτό το μήνυμα, η Αρχή απέτυχε να το μεταδώσει, γι’ αυτό και οι φερόμενοι ως παραβάτες δεν υπέστησαν κανενός είδους θεσμική αποδοκιμασία.

Μια άλλη Αρχή, ο Συνήγορος του Πολίτη, δεν εκδίδει «εκτελεστές» αποφάσεις, αλλά από τα στατιστικά φαίνεται ότι η Διοίκηση συμμορφώνεται σε ένα ποσοστό 80% με τα Πορίσματα και τις συστάσεις του. Γιατί; Μα, γιατί χρησιμοποιεί μια ρητορική και μια επιστημονική και νομική θεμελίωση που πείθει, παρ’ όλο που οι οδηγίες του δεν είναι τυπικά «δεσμευτικές». Και εδώ η ανεξαρτησία του Συνηγόρου δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά ένα μέσο που εξυπηρετεί έναν επικοινωνιακό και έναν ουσιαστικό σκοπό: η πειστικότητα του Συνηγόρου οφείλεται στο ότι δεν εξυπηρετεί συμφέροντα, αφού δεν υπακούει στις εντολές κάποιων «ανώτερων», αλλά, ως ανώτατο όργανο, αποφαίνεται με μόνο άξονα την νομιμότητα και τις αρχές της ορθής διοικητικής συμπεριφοράς.

Ποιος είναι λοιπόν ο σκοπός της ανεξαρτησίας; Κανείς άλλος, εκτός από την αποτελεσματικότητα, την επίτευξη του σκοπού για τον οποίο υπάρχει αυτή η δημόσια υπηρεσία. Όλοι θυμόμαστε ότι ο κ. Δαφέρμος, πρώτος Πρόεδρος της Αρχής, χρησιμοποιούσε άφοβα όλα τα μέσα ενημέρωσης που του έδιναν βήμα, προκειμένου να επι-κοινωνήσει το μήνυμα και τις αξίες που είχε κληθεί να διαφυλάξει. Χωρίς να παραβλέπουμε ότι η κυβερνητική πλειοψηφία που διόρισε τον κ. Δαφέρμο ήταν σαφέστατα με το μέρος του εξ αρχής, η παρουσία αυτού του άκρως επικοινωνιακού Προέδρου, στα πρώτα χρόνια λειτουργίας της Αρχής, είχε αποτελέσματα, με την έννοια ότι ο κόσμος έμαθε, αν και μέσα από μία δημόσια αντιπαράθεση που στην πραγματικότητα δεν έγινε (υπόθεση ταυτοτήτων), ότι υπάρχει ένα δικαίωμα που λέγεται "προστασία προσωπικών δεδομένων".

Αυτό που λείπει σήμερα από την Αρχή, αν και το έχουν κατακτήσει άλλες Αρχές, είναι να λειτουργήσει περισσότερο ως ένας Ρυθμιστής και ένα forum Διαβούλευσης και λιγότερο ως μια Επιτροπή Σοφών. Να δίνει λύσεις, όχι να εκτοξεύει θεωρητικές απαγορεύσεις που δεν μπορούν να έχουν καμία πρακτική εφαρμογή. Όταν στριμώχνεις τον άλλο απορρίπτοντας τα πάντα, είναι αυτονόητο ότι θα αναζητήσει αλλού τον σύμμαχο που θα του υποδείξει την ισόρροπη λύση.

Η Αρχή πρέπει να αφουγκραστεί καλύτερα τα κοινωνικά αιτήματα, ανάμεσα στα οποία είναι μερικές φορές και η δημόσια ασφάλεια, χωρίς να διαβάζει μονοδιάστατα και εξ καθέδρας το νόμο. Ο ρόλος της Αρχής είναι διαμεσολαβητικός, ανάμεσα στην κοινωνία των πολιτών και τις ιδιωτικές και δημόσιες εξουσίες και ως εκ τούτου, οι «άρχοντες» των προσωπικών δεδομένων έχουν την υποχρέωση να ακολουθήσουν ακόμη και στρατηγικές στον διάλογό τους με τους κρατούντες. Να καλέσουν σε σύμπραξη τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις για τις ατομικές ελευθερίες. Να παρέμβουν σε δίκες που έχουν επιπτώσεις στην προστασία προσωπικών δεδομένων. Να εξηγήσουν με πιο πειστικό τρόπο στους κρατούντες αυτό που οφείλουν κάθε φορά να λαμβάνουν υπόψη.

Ένας πολύ σημαντικός «ηγέτης» της προστασίας προσωπικών δεδομένων, ο κ. Peter Hustinx, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων, γνωρίζει πολύ καλά την επικοινωνιακή στρατηγική και την πολιτική που πρέπει να εφαρμόσει για να πείσει τα ευρωπαϊκά όργανα να σέβονται τουλάχιστον τη μέση οδό, προτείνοντάς τους ο ίδιος τις πρακτικές λύσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε όλα τα σχετικά έγγραφά του τονίζει ότι η αποτελεσματική καταπολέμηση του εγκλήματος πάει χέρι – χέρι με την προστασία προσωπικών δεδομένων, δεν έρχονται σε σύγκρουση. Ως παράδειγμα, αναφέρει συχνά έναν νομικό κανόνα που λέει ότι δεν μπορείς να επεξεργάζεσαι προσωπικά δεδομένα, αν αυτά δεν είναι ακριβή. Πόσο πιο αποτελεσματική, πράγματι, αλλά και δίκαιη θα ήταν η δουλειά της αστυνομίας, αν χρησιμοποιούσε μόνο ακριβείς πληροφορίες και αγνοούσε όλες τις άλλες. Και πόσο ανακριβείς – και καταστροφικές για τα άτομα- μπορεί να αποδειχθούν οι πληροφορίες, όταν συλλέγονται σε ένα ακατάλληλο «φόντο» όπως μια θεσμοθετημένη διαδήλωση για τον εορτασμό της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, η συμμετοχή στην οποία, από μόνη της ως πληροφορία, δεν έχει απολύτως καμία χρησιμότητα για την καταπολέμηση του εγκλήματος.

Η προστασία προσωπικών δεδομένων, λοιπόν, δεν είναι η αποθέωση του ατομικισμού, όπως ακούγεται από διάφορες πλευρές. Είναι μια συνταγματική ελευθερία που προσλαμβάνει την διάσταση ενός κοινωνικού δικαιώματος, το οποίο αφορά το σύνολο μιας κοινωνίας που θέλει να ισχυρίζεται ότι παραμένει δημοκρατική.

Κατά τη γνώμη μου, υπάρχουν ακόμη πολλά να κατακτηθούν στον τομέα των ατομικών ελευθεριών, όχι πια στην θεωρία και τις διακηρύξεις, αλλά στην πράξη και την εξεύρεση ισορροπιών. Μακάρι η παραίτηση αυτή να έχει ως αποτέλεσμα τον διορισμό ικανότερων προσώπων στις θέσεις των μελών της Αρχής, η οποία εκτός από ανεξάρτητη οφείλει να καταστεί και κοινωνικοπολιτικά αποτελεσματική.

Κυριακή, Νοεμβρίου 18, 2007

Σεμινάρια για τα προσωπικά δεδομένα σε Θεσσαλονίκη και Πάτρα

Η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων θα πραγματοποιήσει σεμινάρια για τα θέματά της στην Θεσσαλονίκη και την Πάτρα στις 7 και 14 Δεκεμβρίου, αντίστοιχα.

Ένα πρόβλημα των ανεξάρτητων αρχών είναι ο "αθηνοκεντρικός" τους σχεδιασμός, με αποτέλεσμα οι πολίτες άλλων περιοχών της χώρας να μην είναι αρκετά ενημερωμένοι για τα δικαιώματά τους ή να μην μπορούν να τα ασκήσουν με την ίδια ευκολία ενώπιον των αρχών αυτών. Ο Συνήγορος του Πολίτη από τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του έχει οργανώσει πολλές εξορμήσεις σε πόλεις της περιφέρειας, όχι μόνο ενημερώνοντας, αλλά δεχόμενος και αναφορές πολιτών.

Αρκούν, όμως, μόνον οι εκδρομές ή θα έπρεπε να λειτουργούν και περιφερειακά γραφεία των αρχών; Μια ενδιάμεση λύση αποκέντρωσης θα ήταν η περιοδική θητεία του προσωπικού των αρχών στα κατά τόπους ΚΕΠ. Οι Επιτροπές Φιλικού Διακανονισμού καταναλωτικών διαφορών που λειτουργούν στις νομαρχίες είναι μια μορφή αποκέντρωσης της εποπτείας της καταναλωτικής νομοθεσίας (κεντρικό ρόλο στην οποία διαδραματίζει ο Συνήγορος του Καταναλωτή).

Σημαντικό θα είναι επίσης οι ιστοσελίδες των αρχών να γίνουν ακόμη πιο φιλικές στο χρήστη και να μπορούν να υποβληθούν αναφορές με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 07, 2007

Η συνάντηση των Ευρωπαίων Δικαστών



Μια αποστολή του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, υπό την ηγεσία του Προέδρου του κ. Β.Σκουρή, θα πραγματοποιήσει συνάντηση εργασίας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο Στρασβούργο. Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση του τελευταίου, οι του ΔΕΚ θα συναντηθούν με δικαστές του ΕΔΔΑ και θα συζητήσουν σε διάλογο "στρογγυλής τραπέζης" ζητήματα για την σημερινή σχέση ανάμεσα στους δύο κορυφαίους δικαστικούς θεσμούς της Ευρώπης και την πρόσφατη νομολογία.

Όλα αυτά συμβαίνουν υπό το φως της προσχώρησης της ΕΕ στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, μια προοπτική που χαιρετίστηκε από τον πρόεδρο του ΕΔΔΑ κ. J.-P. Costa και αναμένεται να επιφέρει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες εφαρμογές στην δικαστηριακή εφαρμογή των ατομικών δικαιωμάτων. Ιδιαίτερα υπό το καθεστώς της Μεταρρυθμιστικής Συνθήκης, με την οποία αναγνωρίζεται η δεσμευτικότητα του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, ο οποίος θα συνυπάρξει με την ΕΣΔΑ, αναγνωρίζοντας εμμέσως την πρωτοκαθεδρία της πρώτης, ως πηγής έμπνευσης.

Το πιο ενδιαφέρον απ' όλα είναι όχι τόσο πόσο το ΔΕΚ θα υλοποιήσει την επερχόμενη προσχώρηση της ΕΕ στην ΕΣΔΑ (βλ. και άρθρο 6 ΣυνθΕΕ , C-314/04) αλλά, αφενός αν ένας πολίτης θα μπορεί πλέον να στραφεί κατά της ΕΕ ενώπιον του ΕΔΔΑ και αν το τελευταίο θα εμπνευστεί από τον ΧΘΔΕΕ στη διάπλαση νέων δικαιωμάτων όπως η πρόσβαση στα δημόσια έγγραφα και η προστασία προσωπικών δεδομένων.

Η πρώτη προοπτική σημαίνει ότι τελική αποφαση ΔΕΚ θα μπορεί να προσβληθεί ενώπιον του ΕΔΔΑ, τοποθετώντας το τελευταίο σε ιεραρχικά ανώτατο στάδιο ως προς την επίλυση διαφορών ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ευρώπη.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 05, 2007

Το ΔΕΚ απορρίπτει παρέμβαση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων

Με αιτιολογία που αποκλίνει αισθητά από την προηγούμενη και εντελώς πρόσφατη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, ο Πρόεδρος του απέρριψε με Διαταγή του (C-73/07) ως απαράδεκτη την αίτηση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων για παρέμβαση σε μια (φινλανδική) υπόθεση που είχε πτυχές όσον αφορά την προστασία προσωπικών δεδομένων.

Οι διαφορές που υποτίθεται ότι ήταν κρίσιμες για την απόκλιση αυτή ήταν ότι επρόκειτο για διαδικασία προδικαστικού ερωτήματος και όχι διαδικασία επί προσφυγής. Τα επιχειρήματα του Δικαστηρίου οφείλονται σε μια εξαιρετικά στενή ερμηνεία των διατάξεων περί παρέμβασης, χωρίς την αναγνώριση της λειτουργικής ευελιξίας που απαιτείται ενόψει της φύσης του Επόπτη ως ανεξάρτητης αρχής για την προστασία προσωπικών δεδομένων σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Οι ανεξάρτητες αρχές που είναι επιφορτισμένες με την προστασία των προσωπικών δεδομένων, έχουν από την ίδια τη φύση τους την αποστολή να επικουρούν όλα τα δημόσια όργανα, όταν αυτά ασχολούνται με υποθέσεις που άπτονται της προστασίας δεδομένων. Κι αυτό γιατί οι ανεξάρτητες αρχές δεν είναι μόνον ειδικά εξοικειωμένες με το οικείο νομικό πλαίσιο, αλλά επιπρόσθετα συσσωρεύουν μία εμπειρία που έχει αποκτηθεί από τον πρακτικό χειρισμό υποθέσεων αποκλειστικά αυτής της φύσης. Συνεπώς, οι ανεξάρτητες αρχές προστασίας προσωπικών δεδομένων είναι φορείς και διαμορφωτές των βέλτιστων πρακτικών που, πέρα από την απλώς ορθή εφαρμογή της νομοθεσίας, εγγυώνται και τις καλύτερες λύσεις σε οικονομικό, τεχνικό, κοινωνικό και ηθικό επίπεδο για τα σύνθετα ζητήματα που ανακύπτουν όσον αφορά την προστασία προσωπικών δεδομένων.

Εξάλλου, η δυνατότητα ανεξάρτητων αρχών να παρεμβαίνουν σε δικαστήρια είναι γενικά αναγνωρισμένη αρχή του σύγχρονου δικονομικού δικαίου. Αξίζει να αναφερθεί η σχετική αρμοδιότητα του Επιτρόπου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του Συμβουλίου της Ευρώπης, ο οποίος, σύμφωνα με το 14ο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ, θα αποκτήσει τη δυνατότητα παρέμβασης στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Έτσι η απόρριψη της συγκεκριμένης αίτησης του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, ο οποίος προσφέρθηκε να καταθέσει τις απόψεις του και την εμπειρία του σε μια προδικαστική απόφαση, η οποία, όπως συνέβη και στις προηγούμενες αποφάσεις, αναμένεται να έχει πανευρωπαϊκό αντίκτυπο στον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύεται το δίκαιο της προστασίας προσωπικών δεδομένων από τα δικαστήρια και τις Αρχές σε όλη την Ευρώπη, είναι ξεκάθαρα εσφαλμένη.

Πέρα από την ουσία του σφάλματος αυτού, η συγκεκριμένη Διάταξη ερμηνεύει υπέρμετρα στενά την σχετική αρμοδιότητα του ΕΕΠΔ που ρητά αναφέρεται στον Κανονισμό 45/2001 για παρέμβαση ενώπιον του ΔΕΚ. Σε αυτόν τον Κανονισμό σαφώς και δεν περιέχεται ο αποκλεισμός του ΕΕΠΔ από τις διαδικασίες προδικαστικού ερωτήματος, αφού η αρμοδιότητα παρέμβασης σε υποθέσεις προστασίας δεδομένων είναι γενική και ο Κανονισμός δεν περιλαμβάνει τους περιορισμούς που «ανακάλυψε» το ΔΕΚ ξαφνικά.

Κυριακή, Νοεμβρίου 04, 2007

Το τηλεφωνικό direct marketing δεν καλύπτεται από το μητρώο του άρθρου 13

Είναι γνωστό ότι όποιος δεν θέλει να λαμβάνει διαφημιστικό υλικό, κάνει μια δήλωση εγγραφής στο μητρώο του άρθρου 13 (ν.2472/1997) που τηρεί η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και οι διαφημιζόμενοι το συμβουλεύονται για να μην ενοχλούν όσους δεν το επιθυμούν. Έτσι διαμορφώθηκε ο κανόνας ότι οι διαφημιστές μπορούν ελεύθερα να απευθύνονται σε όλους τους υπόλοιπους - που δεν έχουν γραφτεί στο μητρώο.

Με τον ειδικότερο ν.3471/2006 που αφορά την προστασία προσωπικών δεδομένων στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, ορίζεται, όμως, ότι, με την εξαίρεση του e-mail που κάποια εταιρία έχει λάβει από προηγούμενη εμπορική επικοινωνία, δεν επιτρέπεται η χρήση των προσωπικών δεδομένων χωρίς ειδική προηγούμενη συγκατάθεση του υποκειμένου. Υπήρχε ωστόσο, μία αμφιβολία για τη σχέση αυτών των διατάξεων με το θέμα του μητρώου.

Αυτή η αμφιβολία λύθηκε πρόσφατα από την Αρχη, η οποία με την απόφαση 57/2007 επιλήφθηκε ενός τέτοιου ζητήματος. Σε αυτήν την απόφαση κρίθηκε ότι, σχετικά με την τηλεφωνική προώθηση προϊόντων:

- Δεν αρκεί η διαφημιστική εταιρία να έχει συμβουλευτεί το μητρώο του άρθρου 13, αλλά πρέπει να έχει και την ειδική συγκατάθεση του υποκειμένου.

- Όταν η εταιρία χρησιμοποιεί ανεξαρτητους "εμπορικούς συνεργάτες" που κάνουν τα τηλεφωνήματα, αλλά καθορίζει τους τρόπους και τους σκοπούς της επεξεργασίας, υπεύθυνη παραμένει η διαφημιζόμενη εταιρία , ενώ οι ειδικοί εμπορικοί συνεργάτες είναι "εκτελούντες την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων". Αυτό σημαίνει ότι ο διαφημιζόμενος δεν μπορεί να αποποιηθεί την ευθύνη και να την μετακυλήσει εξ ολοκλήρου στους εμπορικούς συνεργάτες.

- Άρα, παράνομα μας ενοχλούν τηλεφωνικά αν δεν έχουν την προηγούμενη ρητή, ειδική, σαφή συγκατάθεσή μας για τέτοιου είδους άμεση διαφήμιση.

Οι κρίσεις της Αρχής είναι ορθές, σύμφωνα με την συνδυαστική ερμηνεία των δύο νόμων, αλλά και πάλι η Αρχή δεν έδωσε μια πρακτική κατεύθυνση στους ενδιαφερόμενους για το πως θα πρέπει να εξασφαλισθεί αυτή η "ρητή, ειδική, ενημερωμένη συγκατάθεση" των υποκειμένων των δεδομένων. Ένας τρόπος θα ήταν ο τηλεφωνικός, δηλ. μια αρχική επικοινωνία με την οποία να ερωτάται ο πολίτης αν συγκατατίθεται στο να ακούσει το διαφημιστικό μήνυμα, αλλά βέβαια αυτή η πρακτική δημιουργεί ένα πρόβλημα κυκλικότητας.

Ένας άλλος τρόπος, πιο παραδοσιακός, είναι η παροχή συγκατάθεσης από τους ίδιους τους πελάτες της εταιρίας, όταν έρχονται εκείνοι σε κάποια μορφής εμπορική επικοινωνία: μπορουν τότε να συμπληρώνουν μία φόρμα δίνοντας τη συγκατάθεσή τους. Έτσι βέβαια, το target group περιορίζεται στα πρόσωπα που ήδη έχουν έρθει σε επικοινωνία με την εταιρία και όχι στο ευρύτερο κοινό. Αλλά, στο κάτω-κάτω, γιατί όχι; Το ευρύτερο κοινό ας ενημερωθεί με τα δημόσια διαφημιστικά μηνύματα: το direct marketing μπορεί να αναπτυχθεί εξίσου επιτυχώς και με τους υπόλοιπους.

Καλό θα ήταν η Αρχή όταν ασχολείται με ζητήματα στα οποία δεν έχει παρουσιάσει και ιδιαίτερη φαντασία, να συμβουλεύεται και να αντλεί βέλτιστες πρακτικές από τους πιο εξειδικευμένους φορείς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα μπορούσε να αναζητήσει σχετικό υλικό από την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Άμεσης Διαφήμισης (FEDMA), η οποία άλλωστε έχει συνδράμει στο παρελθόν και το έργο της Ομάδας Εργασίας του άρθρου 29 (πάνελ των ευρωπαϊκών Αρχών Προστασίας Δεδομένων).

Δευτέρα, Οκτωβρίου 15, 2007

Βιώσιμη ανάπτυξη

Η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης είναι νομική και αναπτύχθηκε σταδιακά στο χώρο του δικαίου του περιβάλλοντος. Υπάρχει τεράστια βιβλιογραφία για αυτόν τον όρο, ο οποίος αποτελεί τον τίτλο ενός συγκεκριμένου νομικού κανόνα, προκειμένου να κριθεί κατά πόσον η κατασκευή ενός δημόσιου έργου είναι συμβατή με την συνταγματική προστασία του περιβάλλοντος.
Η βασική ιδέα είναι ότι η οικονομική αξιοποίηση μιας περιοχής είναι νομικά επιτρεπτή μόνον εφόσον υπάρχουν εγγυήσεις ότι με τα προτεινόμενα σχέδια ανάπτυξης η κατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος θα διατηρηθεί και στο μέλλον όπως είναι πριν την κατασκευή του έργου ή θα βελτιωθεί. Αν πιθανολογηθεί ότι με το έργο θα χειροτερέψει η κατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος, το έργο, βάσει της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης θεωρείται νομικά απαγορευμένο. (Για αυτό απόρροια της αρχής είναι η υποχρέωση υποβολής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων πριν την κατασκευή του έργου, καθώς και αρκετών άλλων ουσιαστικών εγγυήσεων για την τήρηση της προστασίας του περιβάλλοντος.
Πριν την κατοχύρωση της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης αυτοι οι περιορισμοί στην ανάπτυξη και τα δημόσια/ιδιωτικά έργα δεν υπήρχαν). Η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης αποτέλεσε "σημαία" της οικολογικής νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας που ξεκίνησε πριν από ακριβώς 30 χρόνια. Για την διάπλαση μάλιστα αυτής της οικολογικής νομολογίας, το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε κατηγορηθεί ιδιαίτερα, ότι ασκεί "δικαστικό ακτιβισμό", απαγορεύοντας την κατασκευή μεγάλων έργων όταν κρίθηκε ότι αυτά θα επιβάρυναν το περιβάλλον (πρώτη απόφαση θεωρείται μία του 1977 και μία άπό τις πιο πρόσφατες είναι η περίφημη απόφαση για τα ορυχεία χρυσού της αμερικάνικης εταιρίας TVX).
Το ΣτΕ ανόρθωσε το ανάστημά του διαμορφώνοντας το περιεχόμενο του νομικού κανόνα της βιώσιμης ανάπτυξης και θέτοντας φραγμό στην καταστρεπτική πολλές φορές πολιτική της εκτελεστικής εξουσίας (βλ. τη "Δωδεκάδελτο του Περιβάλλοντος", του Δεκλερή). Έτσι, η αρχή αυτή περιληφθηκε τελικά και στο ίδιο το συνταγματικό κείμενο (άρθρο 24) ως αρχή της "αειφορίας", κατά την αναθεώρηση του 2001. Στην επιχειρούμενη νέα συνταγματική αναθεώρηση, ο όρος προτείνεται να αντικατασταθεί από τον αρχικό όρο "βιώσιμη ανάπτυξη".
Η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης αποτελεί μάλιστα από το 1992 νομικό κανόνα που δεσμεύει και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, καθώς περιλήφθηκε στη Συνθήκη του Μάαστριχτ.Δύο άλλες σημαντικές αρχές του δικαίου περιβάλλοντος είναι εκείνη της πρόληψης και της προφύλαξης. Σύμφωνα με τη δεύτερη και πιο σημαντική (πολιτικά) αρχή, μία δράση τις συνέπειες της οποίας δεν γνωρίζουμε, πρέπει να θεωρείται απαγορευμένη (βλ. απαγόρευση κεραιών κινητής τηλεφωνίας, ενώ δεν γνωρίζουμε τις ακριβείς επιπτώσεις τους στην υγεία).
Bloggers Unite - Blog Action Day (Το κείμενο αυτό αποτέλεσε αρχικά σχόλιό μου σε ένα post toy 2005 που θεωρούσε ότι η χρήση του όρου "βιώσιμη ανάπτυξη" από έναν πολιτικό αρχηγό ήταν ξύλινη γλώσσα. Το αναδημοσιεύω εδώ στο πλαίσιο της Blog Acton Day.)

Τετάρτη, Οκτωβρίου 10, 2007

Oκτώ προτάσεις για το νέο Συνήγορο του Πολίτη (αφιερωμένο στον Νικήτα)

Δέκα χρόνια πέρασαν από την ίδρυση του Συνηγόρου του Πολίτη στην Ελλάδα. Πρόσφατα έληξε η θητεία του δεύτερου Συνηγόρου (επίκουρου καθηγητή κ. Γ.Καμίνη) και σε λίγες μέρες η Διάσκεψη Προέδρων της Βουλής θα πρέπει να εκλέξει ομόφωνα (ή με πλειοψηφία 4/5) το πρόσωπο που θα ηγηθεί της ανεξάρτητης αρχής, φέρνοντας μαζί τους έξι νέους Βοηθούς Συνηγορους.

Ενόψει αυτής της εκλογής, ακολουθούν 8 προτάσεις για την ανανέωση του θεσμού, την αποτελεσματικότερη δράση του και την εδραίωση της δημοκρατικής του νομιμοποίησης στη σύγχρονη κοινωνία των πολιτών.

  1. Διάδραση και διαβούλευση

Ο Συνήγορος είναι προπάντων συνομιλητής του πολίτη. Ένα όργανο ελέγχου της δημόσιας εξουσίας, που ενεργοποιείται, κυρίως, μέσω των αναφορών των πολιτών, δεν μπορεί παρά να είναι θεσμός συμμετοχικής δημοκρατίας. Ο πολίτης πρέπει να μπορεί να συνδιαλέγεται άμεσα με τον Συνήγορο και να επιτυγχάνει την ενεργοποίησή του, ακόμη κι όταν δεν έχει «άμεσο έννομο συμφέρον».

  • Η ιστοσελίδα του Συνηγόρου, λοιπόν, δεν αρκεί να είναι ένας τόπος ανακοινώσεων, αλλά πρέπει να γίνει και ένα forum διαλόγου.
  • Η συνεργασία του Συνηγόρου με τους φορείς της Κοινωνίας των Πολιτών είναι αναγκαίο να εδραιωθεί με οργάνωση πάνελ συντονισμού δράσεων και ανάθεσης αποστολών.
  • Η υποβολή αναφοράς μέσω e-mail προβλέπεται, αλλά πρέπει να ενθαρρυνθεί με φιλικό στο χρήστη πρότυπο υποβολής του, όπως αυτό του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή. Μία πρώτη καλή ιδέα θα ήταν να ... ανακοινωθεί το e-mail του Συνηγόρου στην ιστοσελίδα του.
  • Επίσης, πρέπει να γίνονται δεκτές και ανώνυμες ή ανυπόγραφες αναφορές και, εφόσον είναι πειστικά θεμελιωμένες, να ερευνώνται από το Συνήγορο.
  • Ένα help desk με πολλές τηλεφωνικές γραμμές πρέπει να είναι πάντοτε έτοιμο να δώσει απαντήσεις στα πιο άμεσα και απλά ερωτήματα των πολιτών σε σχέση με τα δικαιώματά τους έναντι της διοίκησης και τις υποχρεώσεις της τελευταίας.
  • Το ίδιο τηλεφωνικό κέντρο πρέπει να επεμβαίνει άμεσα όταν αναφέρονται στοιχειώδεις παραβάσεις, όπως υπέρβαση προθεσμίας, άρνηση παραλαβής αίτησης, κακή συμπεριφορά δημοσίων υπαλλήλων.

  1. Αποκέντρωση

Ο κίνδυνος να καταστεί ο Συνήγορος ένας «αθηνοκεντρικός» θεσμός εντοπίστηκε από την αρχή της λειτουργίας του (από τον πρώτο Συνήγορο, καθηγητή κ. Ν.Διαμαντούρο) και αντιμετωπίζεται με κατά καιρούς αποστολές κλιμακίων στην περιφέρεια, προς συλλογή αναφορών. Ένα δεύτερο βήμα ήταν η χαλαρή διασύνδεση με τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών. Τίποτε από τα δύο δεν είναι αρκετό.

  • Μία ιδανική λύση είναι σε κάθε υπηρεσία του δημόσιου τομέα να θητεύει ένας εσωτερικός Επίτροπος του Συνηγόρου του Πολίτη, ο οποίος θα επιλαμβάνεται – με πλήρη ανεξαρτησία και εκτός ιεραρχίας- σε πρώτο βαθμό των αναφορών για κακοδιοίκηση που απευθύνονται στην υπηρεσία του.
    Εναλλακτικά, σε κάθε Κ.Ε.Π. τοποθέτηση ενός τέτοιου Επιτρόπου, ώστε να επιλαμβάνεται και της επίλυσης προβλημάτων (και όχι μόνο "εξυπηρέτησης" των πολιτών.). Το μοντέλο ήδη λειτουργεί, ως προς τις καταναλωτικές διαφορές, με τις τοπικές «επιτροπές επίλυσης καταναλωτικών διαφορών» και τον κεντρικό Συνήγορο του Καταναλωτή.
  • Η δημιουργία Γραφείου Συνηγόρου του Πολίτη λ.χ. στην Αλεξανδρούπολη, την Θεσσαλονίκη, την Πάτρα, την Σύρο και την Κρήτη θα ήταν μια κάπως πιο ακριβή, αλλά σαφώς αποτελεσματική λύση αποκέντρωσης.

  1. Δημοσιότητα

Η δύναμη του Συνηγόρου του Πολίτη, ο οποίος δεν εκδίδει «εκτελεστές» αποφάσεις, είναι η πειστικότητα των επιχειρημάτων του. Αν τελικά δεν πείσει την ίδια την διοίκηση, το μόνο μέσο που έχει είναι να δώσει όλο το ιστορικό της διαμεσολάβησής του («πόρισμα») στη δημοσιότητα, επιβάλλοντας εμμέσως μια «πολιτικής» μορφής κύρωση στην υπηρεσία που δεν συμμορφώθηκε με τις προτάσεις του. Η δημοσιότητα είναι το έσχατο όπλο του Συνηγόρου και η ισχύς του ενισχύεται όσο πιο υπολογίσιμη είναι αυτή η δυνατότητα. Μόνη η δημοσιοποίηση των Πορισμάτων στην ιστοσελίδα του και στα νομικά περιοδικά δεν αρκεί. Η ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων που παραδίδεται κάθε χρόνο στη Βουλή είναι γεμάτη σχεδιαγράμματα, είναι πολυσέλιδη και μοιάζει μάλλον τεχνοκρατική για τον απλό πολίτη. Ο Συνήγορος πρέπει να «παίξει» με τα μέσα ενημέρωσης.

  • Ένα πρώτο βήμα θα ήταν η καθιέρωση της εβδομαδιαίας «Ώρας του Συνηγόρου» στο κανάλι της Βουλής. Ο Συνήγορος και οι Βοηθοί Συνήγοροι θα μπορούσαν να εμφανίζονται μία φορά την εβδομάδα στην τηλεόραση εκθέτοντας –ακόμη και με ρεπορτάζ- τις υπηρεσίες που αρνούνται να τηρήσουν τις υποχρεώσεις τους.
  • Η καθιερωμένη εμφάνιση του Συνηγόρου στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας πρέπει επίσης να μεταδίδεται τηλεοπτικά.
  • Μία άλλη επικοινωνιακή ιδέα είναι η απονομή ετήσιου «Βραβείου Χρηστής Διοίκησης» στην υπηρεσία που σημείωσε τις καλύτερες επιδόσεις ή και η δημοσιοποίηση «Λίστας Κακοδιοίκησης», εκθέτοντας τις 10-20 χειρότερες υπηρεσίες (κατά το πρότυπο της Διεθνούς Διαφάνειας).
  • Ένα ολιγοσέλιδο δωρεάν μηνιαίο περιοδικό, αντίστοιχο του newsletter που ήδη εκδίδεται ηλεκτρονικά από τον Συνήγορο θα ήταν μια εξίσου καλή ιδέα - καλώς ή κακώς δεν έχουν όλοι οι πολίτες πρόσβαση στο διαδίκτυο.

  1. Διαδικασία φιλικού διακανονισμού

Μόνο με τις γραπτές συστάσεις, όσο καλογραμμένες κι αν είναι, οι δημόσιες υπηρεσίες δεν πείθονται πάντοτε. Η δημοσιοποίηση του πορίσματος, από την άλλη, είναι η τελευταία λύση, αλλά κι αυτή προϋποθέτει ότι κάποιος θα το διαβάσει. Ένα ενδιάμεσο στάδιο είναι η θεσμοθέτηση της τετ-α-τετ διαμεσολάβησης.

  • Στα γραφεία του Συνηγόρου μπορεί να λειτουργεί ένας κέντρο επίλυσης των διαφορών, με τη φυσική παρουσία πολίτη-αρμόδιου υπαλλήλου, υπό την διεύθυνση Βοηθού Συνηγόρου. Μερικές φορές αν δύο πλευρές κάτσουν σε ένα τραπέζι και τα βάλουν κάτω, τα «βρίσκουν» πολύ πιο εύκολα απ’ όταν παρεμβάλλεται «χαρτοπόλεμος». Η πρακτική αυτή εφαρμόζεται ήδη από άλλες ανεξάρτητες αρχές.

  1. Απο-νομικοποίηση

Αν και αφιερωμένος στην τήρηση της αρχής της νομιμότητας, ο Συνήγορος δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο σε τέτοιου είδους έλεγχο. Έννοιες όπως κακοδιοίκηση, ορθή διοικητική συμπεριφορά, χρηστή διοίκηση και διαφάνεια είναι όροι που διαπερνούν το νομικό τους κέλυφος και νοηματοδοτούνται από ευρύτερες κανονιστικές προτάσεις, όπως οι βέλτιστες πρακτικές (best practices), οι συνταγματικές και δικαιοπολιτικές αρχές, η επιείκεια, η ανοχή στη διαφορετικότητα, τα συλλογικά αιτήματα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλα αυτά βρίσκουν την «μετάφρασή» τους στη νομική γλώσσα, όπου όμως είναι ορατοί και οι κίνδυνοι της αγκύλωσης.

  • Τι γίνεται αν υπάρχει «αντίθετη νομολογία»;
  • Μπορεί ο Συνήγορος να κάνει αξιολόγηση συνταγματικότητας ενός νόμου, ζητώντας να μην εφαρμοστεί;
  • Έχει αρμοδιότητα να ζητήσει να παρακαμφθούν επικρατούσες -και ευρύτερα αποδεκτές ίσως- διοικητικές πρακτικές που απλώς ταλαιπωρούν και θεωρούν τον πολίτη εξ αρχής ύποπτο;


Μα, αυτός είναι εξ ορισμού ο ρόλος του Συνηγόρου: να εντοπίζει το ιδεατό και να μάχεται για την υλοποίησή του. Η ευελιξία που απαιτεί αυτός ο ρόλος δεν μπορεί παρά να ασφυκτιά όταν η μόνη επιχειρηματολογία του είναι η νομική. Παράδειγμα: ο Συνήγορος δεν επιλαμβάνεται αναφοράς πολίτη αν ο όρος ενός δημόσιου διαγωνισμού (κανονιστική πράξη) είναι εξ αρχής παράνομος. Πρέπει πρώτα να εκδοθεί η (απορριπτική) ατομική διοικητική πράξη και μετά ζητά από τη διοίκηση να διορθώσει!!!Εξάλλου, το θεσμικό πλαίσιο προβλέπει ότι ο Συνήγορος μπορεί να ζητήσει από πραγματογνωμοσύνη από ειδικούς επιστήμονες, πράγμα που σπάνια συμβαίνει.

Ο Συνήγορος πρέπει

  • με τόλμη να αναζητά τις λύσεις και σε άλλα πρόσφορα γνωστικά σύνολα,
  • να επικαλείται τις δίκαιες προσδοκίες των μειοψηφιών,
  • να αφουγκράζεται τα συλλογικά αιτήματα,
  • να παρακάμπτει ακόμη και το οικείο θεσμικό πλαίσιο, όταν περιορίζει το ρόλο του σε «διορθωτικές» επεμβάσεις, λες και είναι άλλο ένα μονομελές δικαστήριο-αλλά χωρίς αποφασιστική αρμοδιότητα.

Γι’ αυτό ο χειρισμός υποθέσεων από το Συνήγορο πρέπει να είναι ακόμη πιο ευέλικτος, όπως οφείλει να είναι ο χειρισμός κάθε Διαμεσολαβητή.Χρειάζονται λιγότερες αναφορές σε «διατάξεις» και περισσότερα επιχειρήματα ουσίας.

  1. Φυσική παρουσία και αξιοποίηση όλων των δυνατοτήτων

Ο πολίτης πρέπει να ξέρει ποιος είναι ο Συνήγορος. Επομένως, ο ίδιος πρέπει να μπορεί να είναι παρών όταν ο πολίτης τον έχει άμεση ανάγκη.


  • Η δυνατότητα της αυτοψίας προβλέπεται από το θεσμικό πλαίσιο του Συνηγόρου, αλλά αξιοποιείται σε λίγες περιπτώσεις. Έχει να κάνει ενδεχομένως και με την σχετικά ολιγάριθμη στελέχωση της αρχής. update: ένας ειδήμων του θέματος με ενημέρωσε ότι ο έλληνας Συνήγορος του Πολίτη είναι ο "πολυτελέστερα στελεχωμένος Ombudsman του πλανήτη"!
  • Η φυσική παρουσία εκπροσώπων του Συνηγόρου, ακόμη και των Βοηθών ή και του ίδιου του Συνηγόρου είναι αναγκαία για την αμεσότερη επίλυση έκτακτων ζητημάτων.

Ο Συνήγορος δεν αρκεί να είναι ένας επικοινωνιακός καθηγητής με γοητευτικό λόγο και συμμετοχή σε συνέδρια και διεθνή fora. Πρέπει να είναι «εκεί» όταν οι συνθήκες το απαιτούν και ο πολίτης πρέπει να ξέρει ότι πράγματι μπορεί να τον έχει στο πλευρό του, έστω για ψυχολογικούς ή και συμβολικού λόγους.

  • Τα δελτία τύπου δεν φτάνουν. Όσο κι αν ο θεσμός βασίζεται στη διαλεκτική και την νομική πειθώ, υπάρχει κι ένα επιχειρησιακός τομέας που πρέπει να αναπτυχθεί και να μπορεί να λειτουργεί σε περιπτώσεις κρίσεων.
  • Η διοργάνωση ημερίδων λ.χ. είναι μία από τις θετικές πρωτοβουλίες του Συνηγόρου, η οποία μπορεί να εξελιχθεί σε λειτουργία σεμιναρίων προς τους πολίτες σε διαρκή βάση.

Δεν είναι τυχαίο ότι η γερμανική Επιτροπή Βιοηθικής έχει αποφασίσει ορισμένες συνεδριάσεις της να γίνονται ενώπιον κοινού που αποτελείται από μαθητές. Εξάλλου, κάθε ανεξάρτητη αρχή και, πολύ περισσότερο, ο Συνήγορος, έχει κι έναν παιδευτικό ρόλο ευαισθητοποίησης και ενημέρωσης της κοινής γνώμης.

  1. Παρέμβαση σε όλους τους φορείς ενάσκησης δημόσιας εξουσίας

Ένας Συνήγορος πρέπει να μπορεί να ελέγχει, με τον ήπιο έστω τρόπο του, τον δημόσιο τομέα σε κάθε του «μεταμόρφωση». Κι αυτό σημαίνει,

  • χωρίς την εξαίρεση των δικαστικών αρχών, των ανεξάρτητων αρχών, της ΕΥΠ, των κρατικών τραπεζών ή ακόμη και των ΜΚΟ που αναλαμβάνουν δράσεις κατ’ ανάθεση από το κράτος.
  • Όπου υπάρχει δημόσια εξουσία που μπορεί να αυθαιρετήσει, ο Συνήγορος είναι ο φυσικός εγγυητής της ορθής διοίκησης και της δίκαιης μεταχείρισης.

Ήδη ο Επίτροπος Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Συμβουλίου της Ευρώπης, αν και δεν έχει αρμοδιότητα να επιλαμβάνεται ατομικών αναφορών, έχει δικαίωμα να ασκεί παρέμβαση ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Επίσης ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων μπορεί να παρεμβαίνει σε υποθέσεις που εκδικάζονται ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

  • Η δυνατότητα του Συνηγόρου να παρεμβαίνει ενώπιον δικαστηρίων σε υποθέσεις που κρίνει αναγκαίο, είναι μια μορφή υποστήριξης του πολίτη, αλλά και συνέπειας του Συνηγόρου στις θέσεις που τυχόν διατύπωσε στο εξωδικαστικό στάδιο της υπόθεσης.
  • Η έκταση της διαγνωστικής αρμοδιότητάς του ως προς τη διερεύνηση της «ουσίας» των αναφορών θα πρέπει να είναι αντίστοιχη με αυτή της διαγνωστικής αρμοδιότητας των διοικητικών και πολιτικών δικαστηρίων.

Ένας Συνήγορος που περιορίζεται μόνο στη διαπίστωση υπέρβασης προθεσμιών και σε άλλες «διαδικαστικές» παραβάσεις δεν επιτελεί με επάρκεια το ρόλο του ως φορέα ουσιαστικής παρέμβασης για τον περιορισμό της κρατικής αυθαιρεσίας και εμβάθυνσης της δημοκρατίας.

  1. Εσωτερική αναδιάρθρωση
  • Ο θεσμός του Συνηγόρου του Παιδιού πρέπει να αυτονομηθεί από το σχήμα του Συνηγόρου του Πολίτη, όπως συμβαίνει και στα περισσότερα κράτη.
  • Η σημερινή διάρθρωση σε πέντε κύκλους (Ανθρώπινων δικαιωμάτων, Σχέσεων κράτους-πολίτη, Ποιότητας ζωής, Κοινωνικής Προστασίας, Δικαιώματα παιδιού) περιλαμβάνει σαφείς επικαλύψεις (όλα τα ανωτέρω έχουν σχέση με την «Ποιότητα ζωής» κι εξάλλου ο Συνήγορος ασχολείται εξ ορισμού με «Σχέσεις κράτους – πολίτη»).
  • Η πρόβλεψη έκτου Βοηθού Συνηγόρου για την αρχή της ίσης μεταχείρισης αποτελεί θετική νομοθετική εξέλιξη. Θα μπορούσε, πάντως να συγχωνευθεί με τις αρμοδιότητες του Βοηθού για τα «Δικαιώματα», αφού πάντως για ορισμένο διάστημα λειτουργήσει αυτόνομα, ώστε να υπογραμμιστεί αρχικά ο ρόλος του Συνηγόρου ως φορέας προώθησης της ίσης μεταχείρησης.
  • Επίσης, οι «Σχέσεις» μπορούν να αντικατασταθούν με ευρύτερο "Κύκλο για την Διαφάνεια και την Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση", ο οποίος θα παρακολουθεί και την ικανοποίηση των υποχρεώσεων που επιβάλει η Κοινωνία της Πληροφορίας για τους δημόσιου φορείς, έναντι των πολιτών.
  • Την «Ποιότητα ζωής» μπορεί να διαδεχθεί ένας "Κύκλος για την Προστασία του Περιβάλλοντος" (εξάλλου κυρίως με τέτοιες υποθέσεις ασχολείται και ο υπάρχων κύκλος). Πάντως, η προσθήκη νέων «Κύκλων» και περισσότερων των 4 Βοηθών θα δημιουργούσε μια δύσληπτη υπερδιάρθρωση, καλύπτοντας ενδεχομένως και πολιτική συνδιαλλαγή στην επιλογή των προσώπων.

Udpate: την Δευτέρα το βράδυ ήμουν στο σπίτι του καλού μου φίλου Νικήτα Λιοναράκη, αντιπροέδρου της Greenpeace, αγωνιστή κατά της δικτατορίας και πρωτοστατούντος για την προώθηση της Κοινωνίας των Πολιτών στην Ελλάδα. Ορισμένες από τις ιδέες του κειμένου που ακολουθεί έχουν σχέση με τις δικές του πρωτοβουλίες, όπως η συνεργασία Κράτους ΜΚΟ και η συνταγματική της αναγνώριση. Μαζί είχαμε πάει στον Συνήγορο του Πολίτη, με φίλους από την Καμπάνια ΜΚΟ στο Σύνταγμα, θέτοντας το θέμα. Πριν αναρτήσω το post του το έστειλα μέσω mail. Σε αυτό το mail δεν θα απαντήσει ποτέ και δεν ξέρω τελικά αν του άρεσε. Η παρακαταθήκη του, όμως, είναι πάντα εδώ. Καλό σου ταξίδι, Νικήτα...

To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...