Πέμπτη, Οκτωβρίου 31, 2019

To Δελτίο Τύπου του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα θρησκευτικά

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ


Δελτίο τύπου εκδοθέν από την Γραμματεία του Δικαστηρίου


Το Ελληνικό Σύστημα Απαλλαγής των Μαθητών από το Μάθημα των Θρησκευτικών Παραβιαζει την Ευρωπαϊκή Συμβαση


Η υπόθεση Παπαγεωργίου και άλλοι κατά Ελλάδας (προσφυγές αρ. 4762/18 και 6140/18 αφορούσε το υποχρεωτικό μάθημα των θρησκευτικών στα Ελληνικά σχολεία 
Με την σημερινή απόφαση του Τμήματος*, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε, ομόφωνα, ότι έχει παραβιαστεί το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου αρ. 1 (δικαίωμα στην εκπαίδευση) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ερμηνευόμενο υπό το φως του άρθρου 9 (ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκειας). 
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αρχές δεν έχουν δικαίωμα να υποχρεώνουν άτμα να αποκαλύπτουν τις πεποιθήσεις τους. Ωστόσο, το ισχύον σύστημα στην Ελλάδα για την απαλλαγή των παιδιών από το μάθημα των θρησκευτικών επιβάλλει στους γονείς να υποβάλλουν υπεύθυνη δήλωση λέγοντας ότι τα παιδιά τους δεν είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Αυτή η προϋπόθεση επιβάλλει ένα απαράδεκτο βάρος στους γονείς, να αποκαλύψουν πληροφορίες, από τις οποίες θα μπορούσε να προκύπτει ότι οι ίδιοι και τα παιδιά τους έχουν ή δεν έχουν συγκεκριμένη θρησκευτική πεποίθηση.
Επιπλέον αυτό το σύστημα θα μπορούσε επίσης να αποτρέψει τους γονείς να υποβάλλουν αίτηση εξαίρεσης, ιδίως σε μια περίπτωση όπως των προσφευγόντων που ζουν σε μικρά νησιά όπου η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού ανήκει σε συγκεκριμένο θρήσκευμα και ο κίνδυνος του στιγματισμού είναι πολύ σοβαρότερος.


ΚΥΡΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες είναι πέντε Έλληνες πολίτες, γονείς και παιδιά που ζουν στα μικρά Ελληνικά νησιά της Μήλου και της Σίφνου. Οι πρώτοι τρεις προσφεύγοντες είναι ο Πέτρος Παπαγεωργίου, η Αικατερίνη Μπερδέλογλου και η κόρη τους Μαρία - Ραφαέλλα Παπαγεωργίου. Οι τέταρτη και πέμπτη προσφεύγουσες είναι η Ροδόπη Αναστασιάδου και η κόρη της Σμαράγδα Ραβιόλου. 
Σύμφωνα με το Ελληνικό Σύνταγμα και άλλα νομοθετικά κείμενα, όπως η εκπαιδευτική νομοθεσία και πολλές υπουργικές αποφάσεις, το μάθημα των θρησκευτικών είναι υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές στο δημοτικό και την μέση εκπαίδευση.
Τον Ιούλιο του 2017, οι προσφεύγοντες ζήτησαν από το Συμβούλιο της Επικρατείας να ακυρώσει δύο πρόσφατες υπουργικές αποφάσεις [Σ.τ.Μ.: του Γαβρόγλου] που καθόριζαν το πρόγραμμα σπουδών του μαθήματος των θργησκευτικών για το σχολικό έτος 2017/18. Κατά τον χρόνο αυτόν, η Μαρία Ραφαέλα Παπαγεωργίου ήταν στην τρίτη και τελευταία τάξη του Λυκείου Μήλου, ενώ η Σμαράγδα Ραβιόλου ήταν στην τετάρτη δημοτικού του Δημοτικού Σχολείου Σίφνου.
Οι προσφεύγουσες ζήτησαν να εξεταστεί η υπόθεσή τους με την κατεπείγουσα διαδικασία ενώπιον της αρχής της νέας σχολικής χρονιάς, αλλά το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε το αίτημά τους λόγω έλλειψης σημασίας.
Το δικαστήριο δεν δίκασε καν την υπόθεσή τους, καθώς η αρχική ακρόαση αναβαλλόταν συνέχεια μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2018, χρόνο κατά τον οποίο η σχολική χρονιά είχε ήδη τελειώσει. 
Στις προσφυγές τους οι προσφεύγοντες ανέλυσαν εκτενώς τον ισχυρισμό ότι η διαδικασία απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών ήταν αντίθετη στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση.


ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ, ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΘΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
Οι προσφεύγοντες γονείς ισχυρίστηκαν ότι εάν ήθελαν να απαλλαγούν οι κόρες τους απο το μάθημα των θρησκευτικών έπρεπε να δηλώσουν ότι δεν ήταν Χριστιανές Ορθόδοξοι. Περαιτέρω, προσέφυγαν διότι ο διευθυντής του σχολείου θα έπρεπε να διακριβώσει εάν οι δηλώσεις ήταν αληθείς και οι δηλώσεις αυτές θα τηρούνταν στα σχολικά αρχεία. Επικαλέστηκαν ιδίως το άρθρο 9 (ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας) καθώς και το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου αρ. 1 (δικαίωμα στην εκπαίδευση). 
Οι προσφυγές υποβλήθηκαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στις 5 και στις 8 Ιανουαρίυο 2018 αντίστοιχα.
Η απόφαση εκδόθηκε από Τμήμα επτά δικαστών με την εξής σύνθεση:
Ksenija Turković (Κροατία), Πρόεδρος,
Λίνος Αλέξανδρος Σισιλιάνος (Ελλάδα),
Aleš Pejchal (Δημοκρατία της Τσεχίας),
Armen Harutyunyan (Αρμενία),
Pere Pastor Vilanova (Ανδόρα),
Tim Eicke (Ηνωμένο Βασίλειο),
Jovan Ilievski (Βόρεια Μακεδονία),
και την Renat Degener, αναπληρώτρια Γραμματέα του Τμήματος.


Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 
Το Δικαστήριο αποφάσισε να εξετάσει την προσφυγή των προσφευγόντων από το εναρκτήριο σημείο του άρθρου 2 του πρωτοκόλλου αρ. 1 της Σύμβασης που δίνει στους γονείς το δικαίωμα να αξιώνουν σεβασμό του Κράτους για τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις τους κατά την διδασκαλία του θρησκεύματος. Η διάταξη διαβάστηκε επίσςη υπο το φως του άρθρου 9 της Σύμβασης που εγγυάται στους μαθητς το δικαίωμα σε μια εκπαίδευση που σέβεται το δικαίωμά τους να πιστεύουν ή να μην πιστεύουν. 
Αρχικά, το Δικαστήριο έκρινε ότι το βασικό θέμα της υπόθεσης ήταν ότι εάν οι προσφεύγοντες γονείς ήθελαν να απαλλαγούν τα παιδιά τους από το μάθημα των θρησκευτικών θα ήταν υποχρεωμένοι να υποβάλουν μια υπεύθυνη δήλωση που να αναφέρει ότι τα παιδιά δεν ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι.
Ένας τέτοιος μηχανισμός - ή η επιλογή της παρακολούθησης ενός μαθήματος με υποκατάστατο αντικείμενο - προβλέπεται από σχεδόν όλα τα κράτη μέλη. Ωστόσο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αυτό που είχε σημασία ήταν εάν οι προϋποθέσεις απαλλαγής, δηλαδή εξαίρεσης, μπορούσαν να επιβάλλουν ένα απαράδεκτο βάρος στους γονείς, για παράδειγμα επιβάλλοντάς τους να αποκαλύψουν στις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις τους. 
Το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό συνέβαινε με τους προσφεύγοντες γονείς θα είχαν αναγκαστεί να υποβάλουν υπεύθυνη δήλωση από την οποία θα προέκυψε ότι οι ίδιοι και τα παιδιά τους είχαν ή δεν είχαν συγκεκριμένη θρησκευτική πεποίθηση.
Πράγματι, κατά το ισχύον σύστημα στην Ελλάδα για την απαλλαγή των παιδιών από το μάθημα των θρησκευτικών θέτει σε κίνδυνο την αποκάλυψη ευαίσθητων πτυχών της ιδιωτικής ζωής των προσφευγόντων. Το σύστημα μπορεί να τους αποτρέψει απο το να υποβαλουν ένα τέτοιο αίτημα, καθώς περιλαμβάενι ότι ο διεθυντής του σχολείου πρέπει να διακριβώσει την πληροφορία για την υπεύθυνη δήλωση και να την διαβιβάσει στον εισαγγελέα στην περίπτωση που διαπιστωθεί ανακρίβεια. Το ενδεχόμενο δίλημμα κορυφώνεται στην περίπτωση των προσφευγόντων που ζουν σε μικρά νησιά, στα οποία η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού ανήκει σε συγκεκριμένο θρήσκευμα και ο κίνδυνος στιγματισμού είναι πολύ μεγαλύτερος από ό,τι σε μια μεγάλη πόλη. Περαιτέρω, όπως σημείωσαν οι προσφεύογοντες, δεν προσφέρονται άλλα μαθήματα για τους μαθητές που απαλλάσσονται, το οποίο σημαίνει ότι θα είχαν χάσει ώρες διδασκαλίας μόνο και μόνο λόγω των δηλωθέντων πεποιθήσεώ ντους. 
Επισημαίνοντας ότι οι αρχές δεν έχουν το δικαίωμα να παρεμβαίνουν στην σφαίρα της ατομικής συνείδησης για να επιβεβαιώνουν τις πεποιθήσεις των ατόμων ή να τους αναγκάζουν να αποκαλύψουν τις πεποιθήσεις τους, το Δικαστήριο έκρινε ότι παραβιάστηκε το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου αρ. 1, ερμηνευόμενο υπό το φως του άρθρου 9 της Σύμβασης.



ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ (ΑΡΘΡΟ 41) 
Το Δικαστήριο έκρινε ότι Ελλάδα πρέπει να καταβάλει 8.000 ευρώ για μη περιουσιακη ζημία από κοινού στους τρεις πρώτους προσφεύγοντες και το ίδιο ποσό, από κοινού στην τέταρτη και πέμπτη προσφεύγουσα. Επιδίκασε 6.566,52 ευρω στους πρώτους τρεις προσφεύγοντες για δικαστικά έξοδα και δαπάνες.
Η απόφαση είναι διαθέσιμη μόνο στα Αγγλικά.
___
Αυτό το δελτίο τύπου είναι έγγραφο της Γραμματείας. Δεν δεσμεύιε το Δικαστήριο. Διατάξεις, αποφάσεις και περαιτέρω πληροφορίες για το Δικαστήριο είναι διαθέσιμες στο www.echr.coe.int. Για να λάβετε τα δελτα τύπου του Δικαστηρίου παρακαλούμε εγγραφείτε εδώ: www.echr.coe.int/RSS/en ή ακολουθήστε μας στο Twitter @ECHRpress
To Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ιδρύθηκε στο Στρασβούργο από τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης το 1959 προκειμένου να εξετάζει ισχυριζόμενες παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1950.
*Σύμφωνα με τα άρθρα 43 και 44 της Σύμβασης, αυτή η απόφαση Τμήματος δεν είναι τελική. Εντός διαστήματος τριών μηνών από την έκδοσή της, κάθε ενδιαφερόμενος διάδικος σε αυτή την υπόθεση μπορεί να ζητήσει την παραπομπή της στο Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως. Εάν υποβληθεί τέτοια αίτηση, μια σύνθεση από πέντε δικαστές θα αποφασίσει εάν η υπόθεση θα πρέπει να παραπεμφθεί για περαιτέρω εξέταση. Σε αυτή την περίπτωση, η υπόθεση θα δικαστεί με ακροαματική διαδικασία στο Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως και θα εκδοθεί τελική απόφαση. Εάν απορριφθεί το αίτημα, η απόφαση του Τμήματος θα κηρυχθεί τελική την ίδια ημέρα. Όταν μια απόφαση καθίσταται τελική, διαβιβάζεται στην Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλιου της Ευρώπης για την εποπτεία της εκτέλεσής της. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την εκτέλεση της αποφασης: www.coe.int/t/dghl/monitoring/execution.

Τρίτη, Οκτωβρίου 22, 2019

Οι δύο αποφάσεις του ΣτΕ για την θρησκευτική εικόνα στην αίθουσα της Ολομέλειάς του



Μέσα σε ένα χρόνο η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας εξέδωσε δύο διαφορετικού περιεχομένου αποφάσεις για το αίτημα της αφαίρεσης της εικόνας του Χριστού από την αίθουσα της συνεδρίασης του ανώτατου δικαστηρίου. Έτυχε να είμαι ο δικηγόρος που υπέβαλα και τις δύο φορές το αίτημα αυτό, κατόπιν αιτήσεως των ανθρώπων που εκπροσωπούσα σε υποθέσεις θρησκευτικής ελευθερίας στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Η πρώτη υπόθεση αφορούσε αίτηση ακύρωσης γονέων και μαθητών καθώς και της Ένωσης Αθέων για την ακύρωση των υπουργικών αποφάσεων που καθόριζαν το περιεχόμενο του μαθήματος των θρησκευτικών και δικάστηκε τον Σεπτέμβριο του 2018. Η δεύτερη υπόθεση αφορούσε αιτήσεις ακύρωσης γονέων και μαθητών και της Ένωσης Αθέων για τις υπουργικές αποφάσεις του Γαβρόγλου που επέβαλαν την αναγραφή του πεδίου θρήσκευμα σε απολυτήρια και άλλα πιστοποιητικά του γυμνασίου και του Λυκείου. Και στις δύο υποθέσεις, το αίτημα υποβλήθηκε εγγράφως πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας και απορρίφθηκε και τις δύο φορές. Το αίτημα που υπέβαλα είχε και στις δύο περιπτώσεις την ίδια νομική βάση: υποστήριξα δηλαδή ότι το Δικαστήριο καλείται να δικάσει μια υπόθεση θρησκευτικής ελευθερίας από αιτούντες που δεν ασπάζονται την κρατούσα θρησκεία που συμβολίζεται με την εικόνα του Χριστού μέσα στην δικαστική αίθουσα και ότι αυτό είναι ένα στοιχείο "εξωτερικής αμεροληψίας" (δηλαδή "φαίνεσθαι") ανεξάρτητο απο την εσωτερική αμεροληψία (ενδιάθετο φρόνημα κάθε δικαστή) που δεν εξασφαλίζει ο θρησκευτικός χρωματισμός της δικαστικής αίθουσας έτσι ώστε να καλύπτονται οι προϋποθέσεις του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη). 

Αξίζει να δούμε πώς διαφοροποιήθηκαν τα επιχειρήματα των δικαστών στις δύο αποφάσεις του ίδιου Δικαστηρίου.

Η πρώτη απόφαση είναι η υπ' αρ. 130/2018 της Ολομέλειας του ΣτΕ (παρεμπίτουσα) με την οποία το αίτημα που υπέβαλα απορρίφθηκε ως "απαράδεκτο", δηλαδη η πλειοψηφία έκρινε ότι δεν είχαν τηρηθεί οι τυπικές προϋποθέσεις για την επί της ουσίας εξέτασή του.

"Τούτο προεχόντως διότι το εν λόγω αίτημα δεν αποτελεί αντικείμενο της συγκεκριμένης δίκης ούτε  έχει, αντικειμενικά οποιαδήποτε συνδεση με το προεκτεθέν αντικείμενο, που αφορά διαφορετικό ζήτημα, κατά τρόπο ώστε να μην τίθεται ζήτημα κατ' ουσίαν εξετάσεως τυχόν παραβιάσεως της απαγορεύσεως διακρίσεων λόγω θρησκεύματος ούτε, καθ' οιονδήποτε τρόπο, της αρχής της δίκαιης δίκης. Εξάλλου, η αποδοχή του προβληθέντος με τον ανωτέρω τρόπο αιτήματος θα συνιστούσε ικανοποίηση προσβαλλόμενου δικαιώματος χωρίς δίκη, γεγονός που θα οδηγούσε σε προσβολή αντίστοιχου δικαιώματος των αντιδίκων."

Μπούρδες, όπως δέχτηκε η ίδια η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας εννέα (9) μόλις μήνες μετά, κρίνοντας παραδεκτό το αίτημα που είχε υποβληθεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Άλλωστε, ποια "προσβολή αντίστοιχου δικαιώματος των αντιδίκων", όταν ο αντίδικος ήταν το Υπουργείο Παιδείας; Είχε "δικαίωμα" το Υπουργείο Παιδείας να υφίσταται η εικόνα του Χριστού εντός της αίθουσας συνεδρίασης; Αστειότητες. Υπήρξε άλλωστε και μια μειοψηφία των Συμβούλων Επικρατείας κ.κ. Νίκα, Κουσούλη, Χλαμπέα, Πικραμένου, Σύμπλη και Ζιάμου (επί συνόλου 29 δικαστών):

"οι οποίοι διατύπωσαν την γνώμη ότι το εν λόγω αίτημα υποβλήθηκε, κατ' αρχήν παραδεκτώς και έπρεπε να συζητηθεί κατ' ουσίαν."

Επίσης υπήρξε και ένας μεμονωμένος Σύμβουλος της Επικρατείας, ο κ. Αραβάνης, ο οποίος διατύπωσε την γνώμη ότι

"το αίτημα υποβλήθηκε παραδεκτώς, είναι βάσιμο για τους εκτιθέμενους σε αυτό λόγους, έπρεπε δε, κατ' αποδοχή του, να αφαιρεθεί εκ των προτέρων το εν λόγω σύμβολο".

Η δεύτερη απόφαση είναι η υπ' αρ. 71/2019 της Ολομέλειας του ΣτΕ (παρεμπίπτουσα) με την οποία το αίτημα που υπέβαλα απερρίφθη ως νόμω αβάσιμο. Συγκεκριμένα, το ΣτΕ στην απόφαση αυτή αναφέρεται στο άρθρο 3 του Συντάγματος περί επικρατούσας θρησκείας και έκρινε ως εξής:

"Στο πλαίσιο αυτό, ακολουθούνται εθιμικά ορισμένες πρακτικές σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση. Πράγματι, ήδη από την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, αναρτώνται θρησκευτικές εικόνες ή σύμβολα στις αίθουσσες των δικαστηρίων, όπως και σε άλλα δημόσια κτίρια (λ.χ. στις αίθουσες των σχολείων της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, πρβλ ΕΔΔΑ Μειζ. Συνθ. Lautsi και λοιποί κατά Ιταλίας της 18ης Μαρτίου 2011, 30814/06), η πρακτική δε αυτή ακολουθείται παγίως και κατά τρόπο ομοιόμορφο από όλα τα δικαστήρια. Οι αιτούντες με την υποβοή του κρινόμενου αιτήματος απομάκρυνσης της θρησκευτικής εικόνας από την αίθουσα συνεδριάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν επικαλούνται ούτε αποδεικνύουν οποιαδήποτε βλάβη που τυχόν υφίστανται από την τήρηση της παραπάνω πρακτικής, όπως λόγου χάριν, επιρροή του θρησκευτικού συμβόλου στο φρόνημα των μελών της συνθέσεως που θα εκδικάσει την υπόθεσή τους, ή στην άσκηση των δικαιωμάτων τους στο ακροατήριο ή στον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας, ούτε άλλωστε επικαλούνται ότι η διενέργεια διαδικαστικών πράξεων σε δικαστικές αίθουσες με αναρτημένα θρησκευτικά σύμβολα έχει επιδράσει, κατά τρόπο αντίθετο προς την δικαστική αμεροληψία, στο περιεχόμενο της απόφασης τούτου είτε και άλλου δικαστηρίου, η οποία αφορά σε αντικείμενο ίδιο ή παρεμφερές με αυτό των προαναφερόμενων αιτήσεων ακύρωσης (πρβλ. ΕΔΔΑ αποφάσεις Δημητράς και λοιποί κατά Ελλάδος της 3ης Ιουνίου 2010, 42837/06 κ.λπ., σλ. 55-56, και της 3ης Νοεμβρίου 2011, 34207/08 κ.λπ., σκ. 37 - 38, ΣτΕ 2980/2013). Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχει περίπτωση παραβίασης του άρθρου 6 παρ. 1 τηε ΕΣΔΑ απο μόνη την διατήρηση, κατά την επίμαχη συνεδρίαση, της παραπάνω μακροχρόνιας πρακτικής, η οποία εμπίπτει κατ' αρχήν στο περιθώριο εκτίμησης του ελληνικού κράτους (πρβλ. την ανωτέρω απόφαση ΕΔΔΑ Μειζ. Συνθ. Lautsi και λοιποί κατά Ιταλίας της 18ης Μαρτίου 2011, Ολομ., 30814/06, σκ. 67 - 69), ενόψει και της συνταγματικής πρόβλεψης περί επικρατούσας θρησκείας στον νομοθέτη δε εναπόκειται να αποφασίσει εάν θα διακόψει, κατά τρόπο γενικό και ενιαίο την μακροχρόνια αυτή πρακτική που ακολουθείται εθιμικά. Κατόπιν τούτων, το υποβληθέν από τους αιτούντες αίτημα αφαίρεσης της θρησκευτικής εικόνας από την αίθουσα συνεδριάσεως του Δικαστηρίου, ενόψει της εκδίκασης συγκεκριμένων υποθέσεων, πρέπει να απορριφθεί."

Υπήρξε φυσικά και μειοψηφία των Συμβούλων Επικρατείας κ.κ. Αραβάνη, Παπαδοπούλου και Γαλελιανού - Χαλκιαδάκη κατά την γνώμη των οποίων

"το αίτημα πρέπει να γίνει δεκτό, διότι η εκδίκαση υπθέσεων με αντικείμενο την απάλειψη του θρησκεύματος από το απολυτήριο και τα πιστοποιητικά σπουδών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης εντός δικαστικής αίθουσας στην οποία είναι αναρτημένα θρησκευτικά σύμβολα, και μάλιστα του επίδικου θρησκεύματος, παραβιάζει το άρθρο 13 του Συντάγματος και τα άρθρα 6 παρ. 1 και 9 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, όπως βασίμως προβάλλουν οι αιτούντες."

Το σχόλιο μου και για τις δύο αποφάσεις είναι ότι με λυπεί ιδιαίτερα που το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν ακολουθεί την ευρωπαϊκή μεθοδολογία με βάση την οποία εξετάζεται το κατά πόσον ένα δικαίωμα της ΕΣΔΑ περιορίζεται νόμιμα ή όχι. Το ΕΔΔΑ, αλλά και όλα τα δικαιοδοτικά όργανα και οι ανεξάρτητες αρχές που αντιμετωπίζουν ένα αίτημα σχετικό με παραβίαση της ΕΣΔΑ ξεκινούν από τον εντοπισμό του δικαιώματος στον κατάλογο των δικαιωμάτων της ΕΣΔΑ και στην συνέχεια εξετάζουν κατά πόσον ο περιορισμός που επιβάλλεται σε αυτό το δικαίωμα είναι συμβατός με τις αντίστοιχες διατάξεις του θεμιτού περιορισμού της ΕΣΔΑ, όταν δε προτείνεται παραβίαση του άρθρου 14 (απαγόρευση των διακρίσεων), η εξέταση εκκινεί από την αναστροφή του βάρους της απόδειξης, δηλαδή πρώτα εξετάζεται κατά πόσον το καταγγελλόμενο κράτος έχει να πει κάτι που να ανατρέπει την επίκληση της διάκρισης και στην συνέχεια εξετάζεται η τυχόν απάντηση του καταγγέλλοντος. Τίποτε από αυτά δεν έχει κάνει το ΣτΕ στις προαναφερόμενες αποφάσεις, γεγονός που τις καθιστά έκθετες στον έλεγχο από τον φυσικό μας δικαστή. 



Πέμπτη, Οκτωβρίου 10, 2019

Περί της τριχοφυίας των ενστόλων

Οι ένστολοι είναι ο σκληρός πυρήνας του κρατικού μηχανισμού. Είναι τα όργανα μέσω των οποίων η Ελληνική Δημοκρατία επιβάλλει τις επιλογές της και τις αποφάσεις της. Αυτή η ιδιότητά τους όμως δεν τους αποστερεί βέβαια από ορισμένες θεμελιώδεις ατομικές επιλογές τους. Ακόμη και στο σκληρό πυρήνα του οργάνου του κρατικού μηχανισμού, υπάρχει η ελευθερία της βούλησης και του ατομικού αυτοκαθορισμού. Ακόμη και στα εξωτερικά χαρακτηριστικά που πρέπει να διέπονται από την αυστηρή ομοιομορφία της πειθαρχίας που σωματοποιείται με την στολή, υπάρχει το δικαίωμα της επιλογής. Οι γυναίκες αστυνομικοί μόλις το 1990 επετράπη να φορούν παντελόνια. Μέχρι τότε, ίσως να ακουγόταν αδιανόητο. Όμως αρκετά χρόνια πριν θα ακουγόταν αδιανόητο η γυναίκα να είναι και αστυνομικός.

Στις 10.5.2019 εκπροσώπησα στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών έναν αστυνομικό. Το πρόβλημά του ήταν, τυπικά, ένα πρόστιμο 30 ευρώ. Η ουσία του θέματος όμως ήταν άλλη. Ο εν λόγω αστυνομικός είχε ζητήσει να του επιτραπεί να εμφανιστεί στην υπηρεσία του με περιποιημένο γένι, υποστηρίζοντας το αίτημά του βάσει του συνταγματικού δικαιώματος ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του. Το αίτημά του απορρίφθηκε με βάση τον Κανονισμό. Ο ίδιος όμως πήγε στην υπηρεσία και στην συνέχεια του επιβλήθηκε το πρόστιμο. Προσέβαλε με ιεραρχική προσφυγή το πρόστιμο, φτάνοντας μέχρι τον Γενικό Αστυνομικό Διευθυντή Αττικής, ο οποίος όμως απέρριψε την προσφυγή του. Έτσι, άνοιξε ο δρόμος για την δικαστική οδό και την υποβολη αίτησης ακύρωσης στο Διοικητικό Εφετείο. Προσφύγαμε το 2017 και μετά από δύο αναβολές "οίκοθεν", από το ίδιο το δικαστήριο, η υπόθεση εκδικάστηκε πριν από πέντε ολόκληρους μήνες, χωρίς, δυστυχώς, να έχει ακόμη εκδοθεί η δικαστική απόφαση. Η δικαστική απόφαση θα είναι τελική, καθώς δεν μπορεί να προσβληθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας, λόγω του ότι πρόκειται για "ακυρωτική" διαφορά.

Η επίμαχη διάταξη είναι το άρθρο 64 παρ. 4 περ. θ' της Απόφασης του Αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ αρ. 7012/6/103, Στολή αστυνομικού προσωπικού (ΦΕΚ Β' 1426/167.2009), η οποία ορίζει ότι:

οι αστυνομικοί που φέρουν στολή και έχουν διαταχθεί ή όχι σε υπηρεσία απαγορεύεται να τρέφουν υπερβολική ή ατημέλητη κόμη, μύστακα ή παραγναθίδες, καθώς και υπογένειο (μούσι) οι άνδρες και υπερβολική ή απεριποίητη κόμη και μη διακριτικό καλλωπισμό (μακιγιάζ) οι γυναίκες”.

Η ανωτέρω διάταξη της Απόφασης του Αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ. υπερβαίνει την νομοθετική εξουσιοδότηση που του δόθηκε για τον “τύπο της στολής του αστυνομικού”, δυνάμει του άρθρου 34 παρ. 1 του Ν.1481/1984 και της ανωτέρω μεταβίβασης αρμοδιότητας από τον Υπουργό. Διότι τα φυσικά χαρακτηριστικά του προσώπου, ανάμεσα στα οποία είναι η τριχοφυία, συνιστούν στοιχεία του ανθρώπινου σώματος, δηλαδή αναπόσπαστο στοιχείο της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και όχι μέρος της αστυνομικής στολής, η οποία αποτελεί σύνολο ενδυμάτων, υποδυμάτων, πηλικίου και εν γένει τεχνητώς κατασκευασμένου υλικού που οφείλει να φέρει ο αστυνομικός υπάλληλος. Δεν είναι μέρος της στολής τα χαρακτηριστικά του προσώπου, τα οποία καθένας έχει συνταγματικό δικαίωμα να διαμορφώνει όπως επιθυμεί, εφόσον, κατά το Σύνταγμα, δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και τα χρηστά ήθη. Τέτοια προσβολή δεν υφίσταται όταν ένας αστυνομικός τρέφει υπογένειο, αφού αυτό αποτελεί ένα στοιχείο του άρρενος φύλου, το οποίο από αρχαιοτάτων χρόνων αποτελεί αντικείμενο καλλωπισμού, ομορφιάς και απεικόνισης στην τέχνη, ιδίως στην  ελληνική τέχνη της Κλασικής εποχής και αποτελεί διαχρονικό πρότυπο ανδρικής ομορφιάς, αρρενωπότητας και περηφάνειας. Η αυθαίρετη επιβολή της ανωτέρω απόφασης του Αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ. με την οποία κρίθηκε ως μέρος της “στολής” η απαγόρευση του υπογενείου στους άνδρες εισάγει μια απαγόρευση που παρεμποδίζει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας των αστυνομικών, καθώς δεν ρυθμίζει όντως την “στολή” τους, αλλά παρεμβαίνει στην ανάπτυξη σωματικών χαρακτηριστικών του φύλου τους κι επομένως είναι αντίθετη στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε αντισυνταγματική την καθολική απαγόρευση ύπαρξης τατουάζ (δερματοστιξίας) σε υποψήφιους ειδικούς φρουρούς της ΕΛ.ΑΣ. Σύμφωνα με τις αποφάσεις  780/2014, 781/2014 και 783/2014, το Γ' Τμήμα του Σ.τ.Ε., έκρινε “Επειδή η εξουσιοδοτική διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 9 του ν. 2734/1999, ερμηνευόμενη εν όψει των διατάξεων των άρθρων 2 παράγραφος 1, 5 παράγραφος 1, 25 παράγραφος 1 εδάφιο τελευταίο, 29 παράγραφος 3 εδάφιο πρώτο, 103 παράγραφος 1 του Συντάγματος, οι οποίες παρατίθενται στην 3η σκέψη, έχει την έννοια ότι επιτρέπεται να ορισθεί ότι η δερματοστιξία καθεαυτή συνιστά λόγο αποκλεισμού του υποψηφίου από τον διαγωνισμό για την πρόσληψη ειδικών φρουρών, εφόσον όμως αυτή είναι και με την ενδυμασία εξωτερικά εμφανής και επί πλέον οι σχετικές απεικονίσεις ως εκ του περιεχομένου τους είτε αναιρούν την επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα ουδετερότητα των υπαλλήλων του Δημοσίου είτε προκαλούν κατά τρόπο ο οποίος δεν συνάδει προς την ιδιότητα και τα καθήκοντά τους. Συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 1 παράγραφος 1 εδάφιο δ΄ της 7002/12/1-ι΄/26.3.2007 υπουργικής αποφάσεως και η ταυτόσημη ως προς το περιεχόμενο αντίστοιχη διάταξη του κεφαλαίου ΙΙ παράγραφος 1 εδάφιο γ΄ της προκηρύξεως, κατά σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία τους, θεσπίζουν την δερματοστιξία ως λόγο αποκλεισμού από τον επίδικο διαγωνισμό μόνον εφόσον συντρέχουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις.

Υπάρχει, όμως, κι άλλος ένας νομικός λόγος για τον οποίο το Διοικητικό Εφετείο πρέπει να ακυρώσει το πρόστιμο και την απαγόρευση για την τριχοφυία. Mε το άρθρο 3 του Ν.4443/2016 απαγορεύονται οι διακρίσεις λόγω χαρακτηριστικών φύλου στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Ως “χαρακτηριστικά φύλου”, σύμφωνα με τo άρθρο 2 παρ. 2 του Ν.4491/2017 νοούνται: “τα χρωμοσωμικά, γονιδιακά και α ν α τ ο μ ι κ ά χαρακτηριστικά του προσώπου, τα οποία συμπεριλαμβάνουν πρωτογενή χαρακτηριστικά, όπως τα αναπαραγωγικά όργανα, και δ ε υ τ ε ρ ο γ ε ν ή χαρακτηριστικά, όπως η μυϊκή μάζα, η ανάπτυξη μαστών ή τ ρ ι χ ο φ υ ΐ α ς ”.  Ως εκ τούτου, η τριχοφυϊα του προσώπου αποτελεί δευτερογενές χαρακτηριστικό φύλου, για το οποίο απαγορεύονται οι άμεσες κι έμεσες διακρίσεις κατά το άρθρο 3 του Ν.4443/2016. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, κατά παράβαση της ανωτέρω διάταξης κρίθηκε ότι η εμφάνισή του αστυνομικού με ορατή την τριχοφυία του προσώπου μου (γένια) αποτελεί “αναξιοπρεπή” συμπεριφορά, μέρος της “στολής” και παράβαση κανόνων της υπηρεσίας. Το ορθό είναι ότι στα ενήλικα  άρρενα άτομα, η τριχοφυϊα του προσώπου αποτελεί “ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΕΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟ ΦΥΛΟΥ”, δηλαδή στοιχείο εγγενές της προσωπικότητάς τους. Συνεπώς, η εμφάνιση του προσώπου με ορατό αυτό το δευτερογενές χαρακτηριστικό του φύλου δεν συνιστά “αναξιοπρεπή” συμπεριφορά ή “αντικανονική στολή”, αλλά στοιχείο για το οποίο δεν επιτρέπεται να δέχεται ο αστυνομικός δυσμενέστερη μεταχείριση σε σχέση με άλλους συναδέλφους οι οποίοι επιλέγουν να μην τρέφουν γένεια ή σε σχέση με τις γυναίκες συναδέλφους του.  Η επιβολή πειθαρχικής ποινής προστίμου εις βάρος του εν λόγω αστυνομικού οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο ότι δεν αφαίρεσε από το πρόσωπό του δευτερογενές χαρακτηριστικό φύλου του (τριχοφυία), επομένως υπέστη διακριτική μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη που θα ετύγχανε άλλο πρόσωπο σε ανάλογη κατάσταση (π.χ. γυναικα ή ξυρισμένος άνδρας αστυνομικός): δεν θα του επιβαλλόταν πρόστιμο για ορατό χαρακτηριστικό του φύλου του. Πρόκειται λοιπόν για άμεση διάκριση, κατά την έννοια του άρθρου 2 του Ν.4443/2016, το οποίο βρίσκει εφαρμογή κατά ρητή αναφορά του και στον δημόσιο τομέα, όπως είναι η Ελληνική Αστυνομία. Άλλως, πρόκειται για έμμεση διάκριση λόγω χαρακτηριστικών φύλου, καθόσον αφορά όλους τους άρρενες αστυνομικούς που δεν αποκόπτουν το εν λόγω χαρακτηριστικό φύλου τους, έμμεση διάκριση που όμως δεν δικαιολογείται αντικειμενικά απο έναν θεμιτό σκοπό και τα μέσα επίτευξής του είναι αναγκαία για την τήρηση της δημόσιας ασφάλειας, την διασφάλιση της δημόσιας τάξης, την πρόληψη ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας και των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων,  καθόσον το μούσι σε έναν αστυνομικό δεν τον εμποδίζει αιτιωδώς στην άσκηση των καθηκόντων  του για την τήρηση της δημόσιας ασφάλειας και τάξης, για την πρόληψη των ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας και των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων. Περαιτέρω, η διάκριση αυτή αφορά τα άτομα που εργάζονται στην Ελληνική Αστυνομία και η επιβολή πειθαρχικού προστίμου για εμφανές δευτερογενές χαρακτηριστικό φύλου συνιστά λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση ως προς (α) τους όρους υπηρεσιακής και επαγγελματικής εξέλιξης, αφού η ύπαρξη πειθαρχικής ποινής μειώνει τις προσδοκίες για υπηρεσιακή εξέλιξη κατά το σύστημα των σχετικών κρίσεων του αστυνομικού προσωπικού καθώς και (β) τους όρους και τις συνθήκες της εργασίας, αφού καλλιεργείται η μειονεκτική αντιμετώπισή μου ως άρρενος αστυνομικού που δεν επιθυμεί να αποκόπτει ένα χαρακτηριστικό του φύλου του στο πρόσωπό του. Σημειωτέον ότι σε άλλες Αστυνομίες στην Ευρώπη υπάρχουν αστυνομικοί που υπηρετούν κανονικά χωρίς να τους επιβάλλεται να αποχωριστούν το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό φύλου.

Αντίστοιχες διατάξεις προβλέπει και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.). Στο δικαίωμα του άρθρου 8 της Ε.Σ.Δ.Α. περιλαμβάνεται και η επιλογή του ατόμου να τρέφει υπογένειο. Αυτή ακριβώς ήταν η κρίση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ατόμου στην απόφαση της 14.6.2016, επί της υπόθεση  Biržietis κατά Λιθουανίας (προσφυγή αρ. 49304/09). Η υπόθεση αφορούσε κανονιστική απαγόρευση διατήρησης υπογενείου σε κρατούμενους φυλακών της Λιθουανίας. Ένας κρατούμενος υπέβαλε αίτημα στην διοίκηση των φυλακών να αφήσει μούσι (επικαλούμενος λόγους υγείας που δεν επιβεβαιώθηκαν και τελικά αποκαλύφθηκε ότι απλώς είχε χαλάσει η ξυριστική μηχανή του και δεν είχε χρήματα να αγοράσει άλλη). Η διοίκηση των φυλακών απέρριψε το αίτημα και ο κρατούμενος προσέφυγε στο διοικητικό δικαστήριο με το επιχείρημα ότι η απαγόρευση διατήρησης υπογενείου δεν προβλεπόταν απο τον νόμο, αλλά από εσωτερικό κανονισμό. Το περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο έκρινε δεκτούς τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος, αλλά το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο  που δίκασε στην συνέχεια, ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση. Όμως, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπο, με την ανωτέρω απόφαση κατέληξε στις εξής σκέψεις:

“33.  Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι οι προσωπικές επιλογές που αφορούν την επιθυμητή εμφάνιση του ατόμου, τόσο σε δημόσιους, όσο και σε ιδιωτικούς χώρους, σχετίζεται με την έκφραση της προσωπικότητάς τους κι έτσι εμπίπτει στην έννοια της ιδιωτικής ζωής (βλ. S.A.S. κατά Γαλλίας [Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 43835/11, § 107, ΕΔΔΑ 2014 (αποσπάσματα), και αποφάσεις παραπεμπόμενες εκεί. Έτσι έχει κριθεί στο παρελθόν και ως προς μία κόμμωση (βλ. Popa κατά Ρουμανίας (αποφ.), αρ. 4233/09, §§ 32-33, 18 Ιουνίου 2013) και για την ενδυματολογική επιλογή (βλ. S.A.S. κατά Γαλλίας, ό.π. § 107). Συνακόλουθα, το Δικαστήριο θεωρεί ότι σε περιστάσεις όπως στην υπό κρίση περίπτωση, η επιλογή της διατήρησης υπογενείου συνιστά πτυχή της προσωπικότητας του προσφεύγοντος και της ατομικής ταυτότητάς του και εμπίπτει στην έννοια της ιδιωτικής ζωής και ως εκ τούτου είναι εφαρμοστέο το άρθρο 8 της Σύμβασης. 
[...]
2.  Η κρίση του Δικαστηρίου
(α)  Σχετικες γενικές αρχές
45.  Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι οι κρατούμενοι γενικά εξακολουθούν να απολαμβάνουν όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες που κατοχυρώνονται από την Σύμβαση, με την εξαίρεση του δικαιώματος στην ελευθερία – δεν υπάρχει ζήτημα περί του εάν ο κρατούμενος στερείται τα δικαιώματα της Σύμβασης μόνο λόγω της ιδιότητάς του ως κρατούμενους. Για παράδειγμα, οι κρατούμενοι δεν επιτρέπεται να τυγχάνουν κακομεταχείρισης, εξακολουθούν να απολαμβάνουν το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή, το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης, το δικαίωμα της θρησκευτικής λατρείας, το δικαίωμα της επικοινωνίας και το δικαίωμα του γάμου μεταξύ άλλων (βλ.  Dickson κατά Ηνωμένου Βασιλείου [Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 44362/04, §§ 67-68, ΕΔΔΑ 2007V, και περαιτέρω παραπεμπόμενες υποθέσεις). Οι περιστάσεις της φυλάκισης ιδίως θέματα σχετικά με την ασφάλεια και την αποτροπή του εγκλήματος και της διατάραξης της δημόσιας τάξης μπορούν να δικαιολογήσουν περιορισμούς σε αυτά τα δικαιώματα. Πάντως κάθε περιορισμός πρέπει να αιτιολογείται σε κάθε ατομική υπόθεση. 
(β)  Εφαρμογή των ανωτέρω αρχών στην υπό κρίση υπόθεση
46.  Αρχικά, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι η απαγόρευση του προσφεύγοντος να διατηρεί υπογένειο ενώ ήταν στην φυλακή συνιστούσε παρέμβαση στο δικαίωμά του για σεβασμό στην ιδιωτική ζωή του που προστατεύεται από το άρθρο 8 της Σύμβασης. Απομένει να αποδειχθεί έαν αυτή η παρέμβαση δικαιολογείτο κατά την δεύτερη παράγραφο αυτής της διάταξης. 

(i)  Νομιμότητα της παρέμβασης
47.  Σύμφωνα με την νομολογία του Δικαστηρίου, η έκφραση “σύμφωνα με τον νόμο” στο άρθρο 8 § 2 επιβάλει, πρώτον, το επιβαλλόμενο μέτρο να έχει μια βάση στην εθνική νομοθεσία. Δεύτερον, αφορά την ποιότητα του εν λόγω νόμου, επιβάλλοντας ο νόμος αυτός να έχει διατυπωθεί με επαρκή σαφήνεια, ώστε να είναι προσβάσιμος για τα άτομα που αφορά, τα οποία άτομα θα πρέπει να μπορούν να προβλέπουν σε ένα βαθμό εύλογο κατά τις περιστάσεις, τις συνέπειες που μια δεδομένη ενέργεια μπορεί να έχει για αυτά (βλ. μεταξύ άλλων  Khoroshenko κατά Ρωσίας [Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως], αρ. 41418/04, § 110, ΕΔΔΑ 2015, και περαιτέρω παραπομπές).
48.   Στην παρούσα υπόθεση, η απαγόρευση των κρατουμένων να αφήνουν μούσι έχει περιληφθεί στον Εσωτερικό Κανονισμό του Σωφρονιστικού Ιδρύματος Marijampole, ο οποίος έχει εγκριθεί από τον επικεφαλής αυτού του ιδρύματος (βλ. ανωτ. Παρ. 17). Αυτοί οι κανόνες επιδείχθηκαν στον κρατούμενο την ημέρα του εγκλεισμού του στο ίδρυμα κι εκείνος υπέγραψε ότι τουε έχει διαβάσει και κατανοήσει (βλ. παρ. 6 ανωτ.. Ο προσφεύγων δεν ισχυρίστηκε ότι η απαγόρευση ήταν μη προσβάσιμη ή μη προβλέψιμη γι' αυτόν και το Δικαστήριο δεν έχει λόγο να κρίνει διαφορετικά.  
49.  Πάντως, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι μια τέτοια απαγόρευση στους εσωτερικούς κανόνισμούς του ιδρύματος δεν ήταν νόμιμη καθώς δεν προβλεπόταν από την ανώτερη νομοθεσία, όπως τον Κώδικα Εκτέλεσης Ποινών ή τον Εσωτερικό Κανονισμό Σωφρονιστικών Ιδρυμάτων που είχε εγκριθεί απο τον Υπουργό Δικαιοσύνης. 
50 .  Σε σχέση με αυτά, το  Δικαστήριο σημειώνει ότι ο όρος “νόμος” στο Άρθρο 8 παρ. 2 της Σύμβασης μπορεί να νοηθεί με την ουσιαστική και όχι με την τυπική του έννοια, έτσι ώστε να περιλαμβάνονται όχι μόνο οι γραπτοί νόμοι που ψηφίζονται στο Κοινοβούλιο, αλά και τα διοικητικά και κανονστικά μέτρα της κατώτερης έννομης τάξης που θεσπίζονται από επαγγελματικά ρυθμιστικά όργανα στο πλαίσιο της ανεξάρτητης νομοθετικής εξουσιοδότησης που τους έχει ανατεθεί από το κοινοβούλιο, αλλά και οι άγραφοι νόμοι (βλ.  Leyla Şahin κατά Τουργίας [Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 44774/98, § 88, ΕΔΔΑ 2005XI, και σχετικές παραπεμπόμενες υποθέσεις). Ακόμη κι αν το εθνικό δίκαιο απαιτεί η παρέμβαση στο δικαίωμα της οικογενειακής ζωής προϋποθέτει ένα συγκεκριμένο επίπεδο νομοθεσίας, το Άρθρο 8 της Σύμβασης δεν θέτει τέτοια προϋπόθεση. 
51.  Το Δικαστήριο περαιτέρω παρατηρεί ότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Λιθουανίας, κατά την εξέταση της προσφυγής του προσφεύγοντος, έκρινε ότι μολονότι τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι θεμελιώδεις ελευθερίες των κρατουμένων μπορούν να περιοριστούν μόνο με νόμους που θεσπίζει το Κοινοβούλιο, το αίτημα για διατήρηση γενειάδας δεν μπορεί να θεωρηθει τέτοιο ανθρώπινο δικαίωμα ή ελευθερία και ως εκ τούτου οι περιορισμοί επ' αυτού μπορούν να προβλέποναι από κατώτερα νομοθετήματα ( βλ. παρ. 12 ανωτ.). Το Δικαστήριο σημειώνει ότι δεν είναι δική του λειτουργία να εξετάζει λάθη περί τα πραγματικά περιστατικά ή περί τον νόμο που κατά ισχυρισμούς διέπραξαν τα εθνικά δικαστήρια (βλ. μεταξύ άλλων,  García Ruiz κατά Ισπανίας [Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 30544/96, § 29, ΕΔΔΑ 1999I). Συνεπώς, το Δικαστήριο είναι έτοιμο να δεχτεί, όπως και το εθνικό δικαστήριο, ότι η ισχυριζόμενη παρέμβαση είχε μια νόμιμη βάση στο εθνικό δίκαιο και πληροί τις προϋποθέσεις νομιμότητας που κατοχυρώνονται με την νομολογία των Δικαστηρίων. 
52.   Συνεπώς, το Δικαστήριο κρίνει ότι η απαγόρευση να μην έχει ο προσφεύγων γενειάδα στην φυλακή ήταν προβλεπόμενη “από τον νόμο”, κατά την έννοια του άρθρου  8 § 2 της Σύμβασης.
(ii)  Νόμιμος στόχος 
53.  Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η απαρίθμηση των εξαιρέσεων από το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής που περιλαμβάνεται στο Άρθρο 8 παρ. 2 είναι εξαντλητική και ότι ο καθορισός τους είναι περιοριστικός. Για να είναι συμβατός με την Σύμβαση ένας περιορισμός αυτού του δικαίωματος πρέπει, ιδίως, να επιδιώκει έναν στόχο που μπορεί να συνδεθεί με έναν από αυτούς που αναφέρονται στον κατάλογο της διάταξης (βλ.  S.A.S. Κατά Γαλλίας, ό.π., § 113).
54.  Στην παρούσα υπόθεση, η Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η απαγόρευση σε κρατούμενους να αφήνουν μούσια αποσκοπεί στην διατήρηση της τάξης και την αποτροπή του εγκλήματος ανάμεσα στους κρατούμενους, όπως και στην συντήρηση της υγιεινής καθώς και στην διασφάλιση του ότι οι κρατούμενοι έχουν μια καθαρή εμφάνιση. Ως προς τον τελευταίο στόχο, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η Κυβέρνηση δεν εξηγεί πώς αυτό συνδέεται με έναν από τους “νόμιμους στόχους” που ρητώς αναφέρονται στο άρθρο  8 § 2 της σύμβασης. Ως προς την διατήρηση της τάξης και της αποτροπής του εγκλήματος, η Κυβέρνηση δεν προσδιορίζει ακριβώς πώς, εάν οι κρατούμενοι αφήσουν μούσια, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στην αταξία και στο έγκλημα, για παράδειγμα δεν έχουν αναφέρει περιπτώσεις στις οποίες σημειώθηκαν προσπάθειες κρατουμένων να τελέσουν εγκλήματα στα οποία θα είχαν επιβοηθηθεί κάπως από την παρουσία τριχών του προσώπου. Η Κυβέρνηση επίσης δεν ισχυρίστηκε ότι η απαγόρευση της γενειάδας θα οδηγούσε στην διασφάλιση του σεβασμού κοινωνικών κανόνων και προτύπων σχετικών με τους κρατούμενους (βλ. π.χ. mutatis mutandis, S.A.S. κατά Γαλλλίας, ό.π., §§ 121122, όπου η Κυβέρνηση επικαλέστηκε την ανάγκη διασφάλισης “σεβασμού ενός ελάχιστου προϋποθέσεων κοινής συμβίωσης”). Πάντως, το Δικαστήριο δεν κρίνει αναγκαίο να αξολογήσει κατά πόσον το αμφισβητούμενο μέτρο επιδιώκει έναν νόμιμο στόχο, καθώς κρίνει ότι σε κάθε περίπτωση, αυτό το μέτρο δεν είναι αναγκαίο σε μια δημοκρατική κοινωνία για τους παρακάτω λόγους. 
(iii)  Αναγκαίο σε μια δημοκρατική κοινωνία 
55.  Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η έννοια της “αναγκαιότητας” συνδέει την παρέμβαση στο δικαίωμα σεβασμού της ιδιωιτκής ζωής του προσώπου με μια αντίστοιχη πιεστική κοινωνική ανάγκη και, ιδίως ότι η παρέμβαση είναι αναλογική σε σχέση με τον επιδιωκόμενο στόχο. Κατά τον καθορισμό περι του εάνη παρέμβαση είναι “αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία”, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι τα Συμβαλλόμενα Κράτη έχουν ένα πεδίο ελεύθερης εκτίμησης. Το έύρος αυτού του πεδίου ποικίλλει και εξαρτάται από έναν αριθμό παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης της φύσης των δραστηριοτήτων που απαγορεύονται και των σκοπών που επιδιώκονται με την απαγόρευση. Σε κάθε περίπτωση, το Συμβαλλόμενο Κράτος φέρει το βάρος της απόδειξης για να αποδείξει την ύπαρξη μιας πιεστικής κοινωνικής ανάγκης πίσω από την παρέμβαση (βλ. Khoroshenko, ό.π., § 118, και τις σχετικές παραπομπές).
56.  Στην παρούσα υποθεση, ο προσφεύγων εξέτιε ποινή φυλάκισης, χρόνο κατά τον οποίο του απαγορεύτηκε από τον εσωτερικό κανονισμό του σωφρονιστικού ιδρύματος να αφήσει γενειάδα. Αυτοί οι κανόνες έθεσαν μια απόλυτη απαγόρευση για τους κρατούμενους που έχουν υπογένειο, ανεξάρτητα από το μήκος του, την καθαριότητά του ή άλλες προϋποθέσεις και δεν περιλάμβαναν ρητές εξαιρέσεις αυτής της απαγόρευσης (βλ. ανωτ. παρ. 17). Ο προσφεύγων υπέβαλε δύο αιτήματα στις αρχές για να του επιτρέψουν να αφήσει μούσι, αλλά τα αιτήματά του απορρίφθηκαν ως αντίθετα στον εσωτερικό κανονισμό του ιδρύματος (βλ. παρ. 7 και 9 ανωτ.). 
57.   Μολονότι το Δικαστήριο αποδέχεται ότι τα Συμβαλλόμενα Κράτη έχουν αρχικά το δικαίωμα να θέτουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις σχετικά με την προσωπική εμφάνιση των κρατουμένων, υπενθυμίζει ότι τέτοιοι κανόνες πρέπει να τηρούν τις προϋποθέσεις αναγκαιότητας και αναλογικότητας κατά την έννοια του Άρθρου  8 § 2 της Σύμβασης. Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο έχει εκφράσει τις επιφυλάξεις του για την ύπαρξη νόμιμου στόχου που επιδιώκεται από τον επίδικο περιορισμό των δικαιωμάτων του Άρθρου 8 (βλ. ανωτ. παρ. 54). Λαμβάνει επίσης υπόψη το πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη, σε μια υπόθεση όμοια με αυτή του προσφεύγοντος και το οποιο εκδόθηκε περίπου τον ίδιο χρόνο κατά τον οποίο η προσφυγή του προσφεύοντος δικάστηκε από τα εγχώρια δικαστήρια, ότι αυτή  η απαγόρευση δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί για λόγους υγιεινής ή για την ανάγκη να ταυτοποιούνται οι κρατούμενοι (βλ. ανωτ. παρ. 19). Το Δικαστήριο περαιτέρω κρίνει ότι η Κυβέρνηση δεν απέδειξε ότι η απόλυτη απαγόρευση στην ανάπτυξη γενειάδας, ανεξάρτητα από τα υγειονομικά, αισθητικά ή άλλα χαρακτηριστικά της και χωρίς καμία εξαίρεση (βλ. παρ. 56 ανωτ.) ήταν αναλογική. Τέλος, παρατηρεί ότι η απαγόρευση για τις γενειάδες στην υπόθεση του προσφεύγοντος δεν φαίνεται να αφορά και άλλους τύπους του τριχωτού της κεφαλής, όπως μουστάκια ή φαβορίτες, γεγονός που εγείρει θέμα αυθαιρεσίας. 58.  Λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω περιστάσεις, το Δικαστήριο κρίνει ότι η απόφαση του προσφεύγοντος να αφήσει ή όχι μούσι σχετίζεται με την έκφραση της προσωπικότητάς του και της ατομικής του ταυτότητας που προστατεύεται από το Άρθρο 8 της Σύμβασης και ότι η Κυβέρνηση δεν απέδειξε την ύπαρξη μιας πιεστικής κοινωνικής ανάγκης για να δικαιολογήσει την απόλυτη απαγόρευση από την διατήρηση γενειάδας όταν αυτός ήταν στην φυλακή. Ως εκ τούτου υπάρχει παραβίαση του άρθρο 8 της Σύμβασης”. 

Τα νομικά επιχειρήματα λοιπόν υπέρ του δικαιώματος των αστυνομικών να τρέφουν υπογένειο είναι θεωρώ καταλυτικά. Αναμένουμε την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.


To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...