Αξίζει να αναζητήσει κανείς την ιστορία της θεσμοθέτησης του απορρήτου των επικοινωνιών στην Ελλάδα, ιδίως της διαδικασίας για την δικαστική άρση του, της προστασίας του από διάφορες αρχές, ανεξάρτητες και κλασικές. Θα διαπιστώσει την πλήρη άρνηση της κάθε κυβέρνησης να αντιμετωπίσει το θέμα στις πραγματικές διαστάσεις του: ως μια υπόθεση διαχείρισης ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Από την μία πλευρά η προστασία της ιδιωτικότητας, εν γένει, περιλαμβάνει φυσικά και το απόρρητο των επικοινωνιών. Από την άλλη πλευρά, όταν τα δικαιώματα κάποιου άλλου προσώπου θίγονται, τότε πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο περιορισμού της ιδιωτικότητας. Το Σύνταγμα δίνει μια προτεραιότητα στο απόρρητο: μόνο για ιδιαίτερα σοβαρά εγκλήματα ή για λόγους εθνικής ασφάλειας επιτρέπεται η άρση του. Επίσης: αποδεικτικά μέσα που συλλέχθηκαν κατά παράβαση του απορρήτου δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται στα δικαστήρια.
Ο εκάστοτε νομοθέτης όμως, έρχεται συνήθως περιστασιακά και αποσπασματικά, να καλύψει μια δεδομένη "επικαιρότητα". Κάποτε τα ζητήματα απορρήτου συνδέθηκαν με το μεγάλο μεταπολιτευτικό σκάνδαλο της δεκαετίας του '80. Στη δεκαετία του 1990 υπήρξε πάλι πολιτική επικαιρότητα που οδήγησε στην ψήφιση του πολύπαθου Ν.2225/1994 που ισχύει μέχρι σήμερα, ύστερα από αλλεπάλληλες επεμβάσεις. Στον "δρόμο" προστέθηκαν και νέα νομικά εργαλεία: η νομοθεσία για την προστασία προσωπικών δεδομένων και η λειτουργία της αντίστοιχης ανεξάρτητης αρχής. Παράλληλα, ξεκίνησε η εξάπλωση του Διαδικτύου με την απόδοσή του στην ευρεία χρήση. Οι κυβερνήσεις, κάθε φορά που συνέβαινε κάτι σοβαρό, θεωρούν ότι με διάφορους νομοθετικούς αυτοσχεδιασμούς θα λύσουν το πρόβλημα της εγκληματικότητας. Η εισαγγελία του Αρείου Πάγου, απαντώντας σε ερωτήματα υπηρεσιών, έρχεται να ακυρώσει όσα αναφέρουν οι ευρωπαϊκές Οδηγίες για την προστασία των δεδομένων κίνησης και θέσης, γνωμοδοτώντας ότι αυτά δεν εμπίπτουν στο απόρρητο, άρα κάθε αστυνομικός υπάλληλος μπορεί να παραβιάζει ό,τι θέλει στο διαδίκτυο για να βρίσκει ό,τι χρειάζεται για κάθε αδίκημα, όχι μόνο τα "ιδιαιτέρως σοβαρά" που αναφέρει το Σύνταγμα.
Η υπερρύθμιση, είναι στην πραγματικότητα μη ρύθμιση. Κι όταν αφορά την ενάσκηση ανθρώπινων δικαιωμάτων και κυρίως την επιβολή περιορισμών σε αυτά, η μη ρύθμιση σημαίνει άρνηση προστασίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου