Η συζήτηση για την ερμηνεία της διάταξης περί θέσης σε αργία δημοσίων υπαλλήλων που έχουν στερηθεί την ελευθερια τους, επαναφέρει στο προσκήνιο την αιώνια αναζήτηση των ορίων ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό. Το υπουργείο υποστηρίζει με την εγκύκλιό του ότι η διάταξη αφορά κάθε περίπτωση καταδίκης σε φυλάκιση, περιλαμβάνοντας έτσι ακόμη και τις συμβολικές ποινές που επιβάλλονται με αναστολή, για ήσσονος σημασίας ποινικά αδικήματα που συνήθως δεν συνδέονται με την υπηρεσιακή ζωή του ατόμου. Το κράτος θέλει λοιπόν να τιμωρήσει τον δημόσιο υπάλληλο για κάθε αδίκημα που μπορεί να τέλεσε και τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή, ανεξάρτητα από το εάν αυτό αφορά ή όχι την υπηρεσία και τη θέση του σε αυτήν. Το κράτος βαφτίζει "επίορκους" τους πολίτες που ενώ έτυχε να είναι δημόσιοι υπάλληλοι καταδικάστηκαν για κάθε περίπτωση πλημμελήματος που τιμωρείται με φυλάκιση, ακόμη κι όταν η παράβαση αφορά την ιδιωτική ή οικογενειακή του ζωή.
Ένας αντίλογος θα αναπτυσσόταν πάνω στο σκεπτικό ότι ο υπάλληλος που έχει καταδικαστεί, έχει λάβει μέρος σε μια δημόσια διαδικασία και η καταδικαστική απόφαση έχει απαγγελθεί από έναν ανεξάρτητο λειτουργό σε ένα προσβάσιμο ακροατήριο. Επομένως, θα συνέχιζε αυτό το σκεπτικό, αφού η πληροφορία αυτή δεν είναι ιδιωτική, προφανώς θίγεται το κύρος του υπαλλήλου ως άμεμπτου κι αμόλυντου υπηρέτη του Ελληνικού λαού. Άρα, η δημόσια υπηρεσία δεν μπορεί να λειτουργήσει σωστά, όταν στους κόλπους της έχει και τον καταδικασθέντα, τον οποίο οφείλει να αποβάλλει ως μίασμα. Όλη αυτή η διανοητική διαδρομή, πρόδηλα εσφαλμένη και γεμάτη λογικά κενά, έχει αφετηρία μια αντίληψη για την διαφάνεια και την ιδιωτικότητα που βλέπει μόνο τον φορμαλισμό και τον τύπο, χάνοντας όμως την ουσία. Υπάρχουν ποινικά αδικήματα που αφορούν αποκλειστικά την ιδιωτική ζωή του ατόμου. Η Πολιτεία παρεμβαίνει με τις διαδικαστικες εγγυήσεις της τήρησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην ιδιωτική ζωή, προκειμένου να τιμωρήσει τέτοιες πράξεις. Το γεγονός ότι η παρέμβαση αυτή είναι πολιτειακή, δεν σημαίνει ότι αυτομάτως καθιστά δημόσια την πληροφορία που παράγεται από την ίδια την διαδικασία: μόνο η απαγγελία της απόφασης είναι δημόσια - η αναπαραγωγή του εγγράφου μιας καταδικαστικής απόφασης επιτρέπεται υπό αυστηρούς όρους και μόνο με την επίκληση ειδικού έννομου συμφέροντος. Μια ιδιωτική πληροφορία, σε ένα δημόσιο έγγραφο.
Όποιος έχει υπερασπιστεί δημόσιους υπαλλήλους σε πειθαρχικά όργανα και σε δικαστήρια για πράξεις που ανάγονται στην ιδιωτική τους σφαίρα, ενώ κυνηγήθηκαν υπηρεσιακά, γνωρίζει ότι η ιδιότητά τους είναι καθοριστικής σημασίας για την έκβαση της υπόθεσης. Τα όρια ιδιωτικότητας-δημοσιότητας για τους δημόσιους υπαλλήλους είναι μετατοπισμένα σε σχέση με τους υπόλοιπους πολίτες. Προκειμένου όμως η μετατόπιση αυτή να είναι δίκαιη και σύμφωνη με το Σύνταγμα και τις κατοχυρώσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων, η επιπλέον επέμβαση πρέπει να αφορά μόνο τις πράξεις ή παραλείψεις τους που αφορούν την ενάσκηση των καθηκόντων τους. Διαφορετικά, θα πρόκειται για άλλη μια πράξη βίας εναντίον της ελευθερίας. Μια κρατική παρέμβαση καθόλου δικαιολογημένη, ευθέως άδικη.
Η διάταξη για την θέση σε αργία των υπαλλήλων που έχουν στερηθεί την ελευθερία τους δεν μπορεί λοιπόν να αφορά την περίπτωση της απλής καταδίκης σε φυλάκιση, αλλά μόνο την περίπτωση κατά την οποία η ποινή εκτελείται. Αυτά ως προς την γραμματική ερμηνεία. Γιατί ούτως ή άλλως το μέτρο είναι αντισυνταγματικό, καθώς δεν προβλέπει ειδικότερες διαβαθμίσεις, αναγκαίες για να υπάρχει συμβατότητα με την αρχή της αναλογικότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου