Στην Δικαιοσύνη εκπροσωπήσαμε γονείς και μαθητή που είχαν υποβάλει υπεύθυνη δήλωση για την απαλλαγή του από το μάθημα των θρησκευτικών, χωρίς όμως να δηλωθεί ότι ο μαθητής "δεν είναι Χ.Ο.", όπως επέβαλε η τότε ισχύουσα ακόμη εγκύκλιος που είχε όμως οδηγήσει σε καταδίκη της χώρας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για παραβίαση του δικαιώματος στην εκπαίδευση σε συνδυασμό με την θρησκευτική ελευθερία.
Το Δικαστήριο αρχικά είχε εκδώσει απόφαση αναστολής, με αποτέλεσμα ο μαθητής να απαλλαγεί προσωρινά από το μάθημα των θρησκευτικών. Εκκρεμούσε, ωστόσο, η οριστική δικαστική απόφαση με την οποία ζητήσαμε να ακυρωθεί η άρνηση του σχολείου ώστε να διαγραφούν τα σχετικά προσωπικά δεδομένα του μαθητή από το σχολικό αρχείο.
Η δικαστική απόφαση που εκδόθηκε τώρα είναι οριστική και παρόλο που δημοσιεύθηκε μετά την λήξη του σχολικού έτους για το οποίο αφορούσε η αντιδικία, έκρινε ότι οι αιτούντες είχαν έννομο συμφέρον για την συνέχιση της δίκης.
Το Διοικητικό Εφετείο επί της ουσίας έκρινε ότι, παρά την τότε ισχύουσα εγκύκλιο, η προαναφερθείσα ειδικότερη και έχουσα την ιδιότητα ευαίσθητου δεδομένου προσωπικού χαρακτήρα, πληροφορία ότι ο/η αιτών/-ούσα την απαλλαγή «δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος» δεν αποτελεί αναγκαίο περιεχόμενο της δήλωσης για απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών στην οποία, αρκεί να αναφέρεται ότι: «Λόγοι θρησκευτικής συνείδησης δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή του παιδιού μου στο μάθημα των Θρησκευτικών», οι προσβαλλόμενες πράξεις του Συλλόγου των Διδασκόντων του 1ου Γενικού Λυκείου Γέρακα παρίστανται ως εκδοθείσες κατά παράβαση νόμου και είναι για το λόγο αυτό ακυρωτέες.
Με τις σκέψεις αυτές, το Δικαστήριο ακύρωσε με την τελική αυτή απόφαση - η οποία είναι σύμφωνη και με σχετικές κρίσεις του ΣτΕ, αλλά και του ΕΔΔΑ- τις αρνήσεις απαλλαγής του μαθητή και επέβαλε στο Υπουργείο Παιδείας την καταβολή των δικαστικών εξόδων και στο Δημόσιο την επιστροφή του παραβόλου για την άσκηση της αίτησης.
Η απόφαση δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα.
Σημειωτέον ότι η υπόθεση αναβλήθηκε από το ίδιο το Δικαστήριο τρεις (3) φορές.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της απόφασης.
Αριθμός απόφασης:266/2021
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα Η΄
ΑΚΥΡΩΤΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του, του στις 21 Οκτωβρίου 2020, με την εξής σύνθεση: Μαρία Πατσαρίνου, Πρόεδρος Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων, Άννα Μαυρομουστάκη και Χριστιάνα Τερκουράφη, Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων και Γραμματέα την Ελένη Μιχελαράκη, δικαστική υπάλληλο.
Για να δικάσει την αίτηση ακύρωσης με ημερομηνία κατάθεσης 8 Νοεμβρίου 2019 (ΑΚ1808/8-11-2019),
των: 1) *** και 2) *** (κατοίκων ***, οδός ***, αριθ.***), ατομικώς και ως ασκούντων τη γονική μέριμνα και επιμέλεια του ανήλικου τέκνου τους *** και 3) του***, κατοίκου ως ανωτέρω, οι οποίοι παρέστησαν με την από 14-10-2020 δήλωση κατ’ άρθρο 33 παρ. 6 του π.δ/τος 18/1989 (Α’8), που υπογράφεται από το δικηγόρο Βασίλειο Σωτηρόπουλο, διορισθέντα με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,
κ α τ ά της Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων (Αν. Παπανδρέου, 37-Μαρούσι), η οποία παρέστη δια της Παρέδρου του Ν.Σ.Κ. ***.
Η υπόθεση συζητήθηκε κατά προτεραιότητα, μετά την προεκφώνηση, χωρίς ανάγνωση από την εισηγήτρια Χριστιάνα Τερκουράφη της σχετικής έκθεσής της.
Μετά τη συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη και
α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αίτησης ακύρωσης καταβλήθηκε παράβολο (βλ. το 30692107995001070069/7-11-2019 ηλεκτρονικό παράβολο). συνολικού ποσού 154 ευρώ, ήτοι τέσσερα (4) ευρώ πλέον του νομίμου (άρθρο 36 παρ. 1 εδ. β΄ του π.δ/τος 18/1989, Α΄8, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 36 παρ.2 του ν. 4446/2016, Α΄ 240).
2. Επειδή, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση: α) της υπ’ αριθ. 18/27-9-2019 πράξεως του Συλλόγου των Διδασκόντων του 1ου Γενικού Λυκείου *** (της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ανατολικής Αττικής της Περιφερειακής Δ/νσης Α/θμιας και Β/θμιας Εκπαίδευσης Αττικής), κατά το μέρος που αφορά την απόρριψη της από 16-9-2019 αιτήσεως των δύο πρώτων εκ των αιτούντων για την απαλλαγή του ανήλικου τέκνου τους (***) από το μάθημα των Θρησκευτικών, κατά το σχολικό έτος 2019-2020 και β) της υπ’ αριθ. 22/16-10-2019 πράξεως του Συλλόγου των Διδασκόντων του ίδιου Γενικού Λυκείου, με την οποία το αίτημα περί απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών του ανήλικου τέκνου των αιτούντων απορρίφθηκε ως εκπροθέσμως υποβληθέν.
3. Επειδή, η προσβαλλόμενη με την αίτηση ακυρώσεως παράλειψη των αρμοδίων οργάνων του σχολείου να απαλλάξουν το ανήλικο τέκνο του πρώτου και της δεύτερης εκ των αιτούντων από την παρακολούθηση και εξέτασή του στο μάθημα των Θρησκευτικών για το σχολικό έτος 2019-2020 δεν στοιχειοθετεί παραδεκτώς προσβαλλόμενη με αίτηση ακυρώσεως παράλειψη της Διοίκησης, κατά την έννοια του άρθρου 45 παρ. 4 του π. δ/τος 18/1989. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση κατά το μέρος που με αυτήν ζητείται η ακύρωση της προαναφερθείσας «παράλειψης», πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
4. Επειδή, στα άρθρα 127 (ενηλικίωση) και 1510 (γονική μέριμνα) του Αστικού Κώδικα (Α.Κ., π.δ. 465/1984, Α’) στα οποία ορίζεται, αντιστοίχως, ότι : « `Οποιος έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του (ενήλικος) είναι ικανός για κάθε δικαιοπραξία και ότι: «Η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων (γονική μέριμνα), οι οποίοι την ασκούν από κοινού. Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου, τη διοίκηση της περιουσίας και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη, που αφορούν το πρόσωπο ή την περιουσία του.». Περαιτέρω, στα άρθρα 63 παρ. 1 και 64 παρ. 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Κ.Πολ.Δ., π.δ. 503/1985, Α΄ 182), τα οποία εφαρμόζονται αναλόγως και κατά την ακυρωτική διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και των διοικητικών εφετείων (σχετ. άρθρο 40 του π. δ/τος 18/1989 και 4 του ν.702/1977, Α’ 268 και Σ.τ.Ε. 4287/2009, 745/2004, 1320/1989, 3857/1982, 1194/1982) ορίζεται, αντιστοίχως, ότι «Όποιος είναι ικανός για οποιαδήποτε δικαιοπραξία μπορεί να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό του όνομα. …» και ότι «Όσοι είναι ανίκανοι να παρίστανται στο δικαστήριο με το δικό τους όνομα εκπροσωπούνται από τους νόμιμους αντιπροσώπους τους». Από το συνδυασμό των διατάξεων που προαναφέρθηκαν συνάγεται, ότι οι ανήλικοι ως ανίκανοι για δικαιοπραξία δεν μπορούν να παρίστανται στο δικαστήριο με το δικό τους όνομα, εκπροσωπούμενοι για το σκοπό αυτό από τους γονείς τους, οι οποίοι ασκούν από κοινού τη γονική μέριμνα. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως ασκείται παραδεκτώς μόνο από τους πρώτο και δεύτερη εκ των αιτούντων, ενώ κατά το μέρος που ασκείται από το ανήλικο τέκνο τους (και αναγραφόμενο ως τρίτο αιτούντα) ατομικώς, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (πρβλ. Σ.τ.Ε.558/2011).
5. Επειδή, οι αιτούντες, γονείς του μαθητή της Α’ Λυκείου, Δημήτριου Χρήστου, με έννομο συμφέρον ασκούν την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως, τόσο ατομικά, όσο και για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου τους (βλ. Σ.τ.Ε.1749, 1750/2019 Ολομ., 926/2018 Ολομ.).
6. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος «Η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του καθενός». Με την διάταξη αυτή κατοχυρώνεται και προστατεύεται η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως που είναι ιδιαίτερη έκφανση του δικαιώματος της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος). Η ελευθερία αυτή συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα του καθενός να πρεσβεύει το θρήσκευμα ή το δόγμα της εκλογής του ή να μην ακολουθεί κανένα θρήσκευμα ή να είναι άθεος. (πρβλ. Σ.τ.Ε.194/1987). Περαιτέρω, όπως κρίθηκε με τις 1749, 1750/2019 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας σε μείζονα σύνθεση, η περιεχόμενη στο άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος αναφορά ως «επικρατούσης» στην Ελλάδα της θρησκείας της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού -όπως, άλλωστε, και η επίκληση στην κεφαλίδα του Συντάγματος της «Αγίας, Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος»- συναρτάται με τον καίριο ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην ιστορική πορεία του Ελληνισμού, ιδίως κατά την προηγηθείσα της εθνικής ανεξαρτησίας χρονική περίοδο της τουρκοκρατίας, αποτελεί δε και την, κατά την αντίληψη του συντακτικού νομοθέτη, διαπίστωση του πραγματικού γεγονότος ότι την θρησκεία αυτήν πρεσβεύει η πλειοψηφία του ελληνικού λαού, ενώ δεν στερείται η αναφορά αυτή και κανονιστικών συνεπειών (όπως, ενδεικτικώς, η καθιέρωση χριστιανικών εορτών ως υποχρεωτικών αργιών σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα). Στην ανάπτυξη, άλλωστε, της θρησκευτικής συνείδησης των ελληνοπαίδων σύμφωνα με τις αρχές της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας αποβλέπουν και οι γονείς τους, αντλώντας από την διάταξη του άρθρου 13 του Συντάγματος, το δικαίωμα, που κατοχυρώνεται ευθέως και από το άρθρο 2 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου (Π.Π.Π.) της Συμβάσεως της Ε.Σ.Δ.Α., να «εξασφαλίζουν» την μόρφωση και εκπαίδευση των τέκνων τους σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις (βλ. ΣτΕ 660, 926/2018 Ολομ., 2176/1998 7μ., 3356/1995). Περαιτέρω, δοθέντος ότι η θρησκευτική συνείδηση γεννάται και διαμορφώνεται σταδιακά, πριν ακόμη από την έναρξη του σχολικού βίου, στο πλαίσιο της οικογένειας (η οποία, ως «θεμέλιο της συντηρήσεως και προαγωγής του Έθνους» τελεί -όπως και η παιδική ηλικία- υπό την προστασία του Κράτους, κατά το άρθρο 21 του Συντάγματος), από τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος σε συνδυασμό με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 13 αυτού και του άρθρου 2 του Π.Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α. συνάγεται, ότι ως «ανάπτυξη» της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκευτικής συνείδησης κατά τα ανωτέρω νοείται η εμπέδωση και ενίσχυση της συγκεκριμένης αυτής θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών με τη διδασκαλία των δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, ως εκ τούτου δε αφορά αποκλειστικά τους μαθητές, οι οποίοι, ανήκοντες στην κατά τα άνω πλειοψηφία του ελληνικού λαού, ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα (βλ. ΣτΕ 660, 926/2018 Ολομ.). Το κυριότερο μέσο, με το οποίο -εκτός άλλων (προσευχή, εκκλησιασμός)- υπηρετείται ο ανωτέρω συνταγματικός σκοπός είναι η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών. Υπό τα δεδομένα αυτά, η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών απευθύνεται αποκλειστικά, ως εκ του (ανωτέρω) περιεχομένου του, στους μαθητές που ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα και όχι στους ετερόδοξους, αλλόθρησκους ή άθεους μαθητές. Τούτο δε ενόψει και του ότι οι τελευταίοι, απολαύοντες της θρησκευτικής ελευθερίας, η οποία κατοχυρώνεται ως απαραβίαστη με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 13 του Συντάγματος, έχουν ευθέως βάσει της συνταγματικής αυτής διατάξεως δικαίωμα πλήρους απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών, χωρίς καμία δυσμενή συνέπεια, εφόσον οι γονείς τους, ή οι ίδιοι αν είναι ενήλικοι, υποβάλουν δήλωση ότι δεν επιθυμούν, για λόγους θρησκευτικής συνείδησης, να παρακολουθήσουν τα τέκνα τους τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών που έχει το προεκτεθέν περιεχόμενο. Η δήλωση, εξάλλου, που θα μπορούσε να έχει το εξής περιεχόμενο: «Λόγοι θρησκευτικής συνείδησης δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή (μου ή του παιδιού μου) στο μάθημα των Θρησκευτικών», δεν παραβιάζει τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 13 του Συντάγματος, εφόσον γίνεται χάριν απαλλαγής των μαθητών αυτών από την, επιβαλλόμενη κατ’ αρχήν από το Σύνταγμα και το νόμο, υποχρέωση παρακολουθήσεως του μαθήματος αυτού [πρβ. σε σχέση με την Ε.Σ.Δ.Α. την απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. της 26.9.2007 Folgero και λοιποί κατά Νορβηγίας (αρ. προσφυγής 15472/02), σκ. 96-102 καθώς και την απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. της 31.10.2019 Παπαγεωργίου και λοιποί κατά Ελλάδος (αρ. προσφυγών 4762 και 6140/18), σκ. 81-89].
7. Επειδή, σύμφωνα με την με αριθμό 12773/Δ2/23-1-2015 εγκύκλιο του Υπ.Π.Ε.Θ. «Ρύθμιση μαθητικών θεμάτων», στην οποία παραπέμπει το άρθρο 25 «Απαλλαγή μαθητών/τριών από την ενεργό συμμετοχή σε μαθήματα» (παρ. 3) της 79942/Γ44/21-5-2019 (Β΄2005) απόφασης του Υπουργού Παιδείας Έρευνας και Θρησκευμάτων, η απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών χορηγείται ύστερα από υπεύθυνη δήλωση του ν.1599/1986, του ίδιου του μαθητή (αν είναι ενήλικος) ή και των δύο γονέων του (αν είναι ανήλικος), στην οποία θα αναφέρεται ότι ο μαθητής δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος και, εξ΄ αυτού, επικαλείται λόγους θρησκευτικής συνείδησης, χωρίς να είναι υποχρεωτική η αναφορά του θρησκεύματος στο οποίο ανήκει, εκτός αν το επιθυμεί. Εφόσον χορηγηθεί απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών για τους ανωτέρω λόγους, στο πεδίο «ΘΡΗΣΚΕΥΜΑ» του Ατομικού Δελτίου μαθητή και του Απολυτηρίου Τίτλου, δε θα συμπληρώνεται ένδειξη που να είναι αντίθετη με το περιεχόμενο της Υπεύθυνης Δήλωσης που υποβλήθηκε για τη χορήγηση της απαλλαγής, για το οποίο θα ενημερώνεται και ενυπόγραφα ο/οι υποβάλλων/οντες την Υπεύθυνη Δήλωση. Στην ίδια εγκύκλιο προβλέπεται, επίσης, ότι η Υπεύθυνη Δήλωση του ν.1599/1986, με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής και των δύο γονέων του μαθητή, παραλαμβάνεται από το Διευθυντή του σχολείου εντός αποκλειστικής χρονικής προθεσμίας που διαρκεί από την 1η Σεπτεμβρίου έως και την 20η Σεπτεμβρίου κάθε έτους, καθώς και, ότι η ισχύς της χορήγησης απαλλαγής είναι ετήσια και ανανεώνεται για κάθε σχολικό έτος με την ίδια διαδικασία.
8. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την υπ’ αριθ. 1074/16-9-2019 αίτηση προς το Διευθυντή του 1ου Γενικού Λυκείου ***, συνοδευόμενη από ατομικές υπεύθυνες δηλώσεις, οι αιτούντες ζήτησαν την απαλλαγή του ανήλικου τέκνου τους μαθητή κατά το σχολικό έτος 2019-2020 της Α΄ Λυκείου, από τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών, από την απαγγελία προσευχής, από τη συμμετοχή σε εκκλησιασμούς και γενικά, από τη συμμετοχή του σε κάθε είδους θρησκευτικές δραστηριότητες και εκδηλώσεις, επικαλούμενοι «λόγους θρησκευτικής συνείδησης», καθώς και τις 77Α/2002 και 4/2015 αποφάσεις της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, επισημαίνοντας, ότι ο γιος τους είχε λάβει αντίστοιχη απαλλαγή και στις τρεις τάξεις του Γυμνασίου. Η αίτησή τους απορρίφθηκε με την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη του Συλλόγου των Διδασκόντων του ως άνω Λυκείου, η οποία γνωστοποιήθηκε στους αιτούντες με το 1074/2-10-2019 έγγραφο του σχολείου, με την αιτιολογία ότι το αίτημά τους δεν ήταν σύμφωνο με την κειμένη νομοθεσία (άρθρο 25 παρ.3 της Υ.Α. 79942/ΓΔ4/21-5-2019 και τη 12773/42/23-1-2015 Εγκύκλιο του Υπ.Π.Ε.Θ.). Σε συνέχεια αυτού, με την υπ’ αριθ. 1115/9-10-2019 αίτηση, συνοδευόμενη από ατομικές υπεύθυνες δηλώσεις στις οποίες οι αιτούντες δήλωναν ότι ο γιος τους «δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος και εξ’ αυτού επικαλούνται λόγους θρησκευτικής συνείδησης» επανέλαβαν το ως άνω αίτημά τους. Με τη δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη, η οποία γνωστοποιήθηκε στους αιτούντες με το 1138/4-11-2019 έγγραφο του σχολείου, το αίτημά τους απορρίφθηκε ως εκπροθέσμως υποβληθέν, κατά παράβαση των αναφερόμενων στην ανωτέρω εγκύκλιο διαδικαστικών διατάξεων. ΄Υστερα από αυτά, ο γιός των αιτούντων παρακολούθησε από την αρχή του σχολικού έτους 2019-2020 το μάθημα των Θρησκευτικών χωρίς καμία απουσία μέχρι και τις 4-2-2020, οπότε σε συμμόρφωση με την Ν32/2020 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού επί σχετικής αιτήσεως αναστολής, εκδόθηκε η 39/19-2-2020 πράξη του Συλλόγου Διδασκόντων του οικείου Λυκείου με την οποία ανεστάλη η εκτέλεση των 18/27-9-2019 και 22/16-10-2019 (προσβαλλόμενων) προηγούμενων πράξεών του (σχετ. το υπ’ αριθ. πρωτ. 8842/28-4-2020 έγγραφο της Περιφερειακής Δ/νσης Β/βάθμιας Εκπαίδευσης Αττικής Δ/νση Β/βάθμιας Εκπαίδευσης Ανατολικής Αττικής) .
9. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση και το νομοτύπως κατατεθέν από 25-5-2020 υπόμνημα, οι αιτούντες επικαλούνται ιδιαίτερο ηθικό έννομο συμφέρον που δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης (άρθρο 32 παρ. 2 εδ.α’ του π.δ/τος 18/1989) και μετά τη λήξη του σχολικού έτους 2019-2020. Συγκεκριμένα δε, ότι ο γιός τους παρακολούθησε κανονικά, εξετάστηκε και βαθμολογήθηκε στο μάθημα των Θρησκευτικών, καθώς και ότι μόνο σε περίπτωση ακύρωσης των απορριπτικών των αιτήσεών τους περί της απαλλαγής πράξεων του σχολείου δύναται να διαγραφεί από τα τηρούμενα σχολικά αρχεία, το ευαίσθητο δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα που αφορά το γιό τους, ότι δηλαδή «δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος». Εν προκειμένω, το Δικαστήριο, ενόψει της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 13 παρ. 1 με την οποία η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, η οποία αποτελεί ιδιαίτερη έκφανση του δικαιώματος της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, κατοχυρώνεται ως απαραβίαστη, με την έννοια που αναφέρθηκε στη σκέψη 6. της παρούσας απόφασης, κρίνει, ότι συντρέχει στο πρόσωπο των αιτούντων ιδιαίτερο ηθικό έννομο συμφέρον για τη συνέχιση αυτής της δίκης, παρά τη λήξη του σχολικού έτους 2019-2020.
10. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις που εκδόθηκαν κατά τις προαναφερθείσες στην έβδομη σκέψη της παρούσας απόφασης διατάξεις, εκδόθηκαν κατά παράβαση του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (Γ.Κ.Π.Δ.), του άρθρου 13 του Συντάγματος (Θρησκευτική ελευθερία-Ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης) και του αντίστοιχου άρθρου 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) -Ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας-, καθώς και του άρθρου 2 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (Δικαίωμα στην εκπαίδευση).
11. Επειδή, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα, το αίτημα των ήδη αιτούντων για την απαλλαγή του ανήλικου τέκνου τους από το μάθημα των Θρησκευτικών και τις θρησκευτικού περιεχομένου σχολικές εκδηλώσεις «για λόγους θρησκευτικής συνείδησης» διατυπώθηκε με πληρότητα και υποβλήθηκε εμπροθέσμως με την υπ’ αριθ. 1074/16-9-2019 αίτηση προς το Διευθυντή, η οποία απορρίφθηκε λόγω της μη αναγραφής σε αυτήν της ειδικότερης πληροφορίας, ότι ο μαθητής «δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος», ενώ η συμπερίληψη της πληροφορίας αυτής στην επακολουθήσασα υπ’ αριθ. 1115/9-10-2019 αίτηση δεν προσδίδει στην τελευταία αυτή το χαρακτήρα νέας αίτησης, αλλά εντάσσεται στην εξέλιξη της ίδιας διαδικασίας και περαιτέρω, κατά τα γενόμενα δεκτά στη σκέψη 6. της παρούσας απόφασης, η προαναφερθείσα ειδικότερη και έχουσα την ιδιότητα ευαίσθητου δεδομένου προσωπικού χαρακτήρα, πληροφορία ότι ο/η αιτών/-ούσα την απαλλαγή «δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος» δεν αποτελεί αναγκαίο περιεχόμενο της δήλωσης για απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών στην οποία, αρκεί να αναφέρεται ότι: «Λόγοι θρησκευτικής συνείδησης δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή του παιδιού μου στο μάθημα των Θρησκευτικών», οι προσβαλλόμενες πράξεις του Συλλόγου των Διδασκόντων του 1ου Γενικού Λυκείου *** παρίστανται ως εκδοθείσες κατά παράβαση νόμου και είναι για το λόγο αυτό ακυρωτέες.
12. Επειδή, κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις. Ακόμη, πρέπει να επιστραφεί το καταβληθέν παράβολο και να καταλογιστούν σε βάρος του καθ’ ου τα δικαστικά έξοδα των αιτούντων. ύψους 320 ευρώ.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την αίτηση ακυρώσεως ως απαράδεκτη κατά το μέρος που στρέφεται κατά της αναφερόμενης στο δικόγραφο «παράλειψης», καθώς και κατά μέρος που ασκείται από το ανήλικο τέκνο των αιτούντων.
Δέχεται την αίτηση κατά τα λοιπά.
Ακυρώνει την υπ’ αριθ. 18/27-9-2019 πράξη του Συλλόγου των Διδασκόντων του 1ου Γενικού Λυκείου *** (της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ανατολικής Αττικής της Περιφερειακής Δ/νσης Α/θμιας και Β/θμιας Εκπαίδευσης Αττικής), κατά το μέρος που αφορά την απόρριψη της από 16-9-2019 αιτήσεως των αιτούντων, καθώς και την υπ’ αριθ. 22/16-10-2019 πράξη του ίδιου ως άνω οργάνου.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου στους αιτούντες.
Επιβάλλει σε βάρος του καθ’ ού τη δικαστική δαπάνη των αιτούντων, ποσού τριακοσίων είκοσι (320) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 20/1/2021 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 24/2/2021.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα Η΄
ΑΚΥΡΩΤΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του, του στις 21 Οκτωβρίου 2020, με την εξής σύνθεση: Μαρία Πατσαρίνου, Πρόεδρος Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων, Άννα Μαυρομουστάκη και Χριστιάνα Τερκουράφη, Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων και Γραμματέα την Ελένη Μιχελαράκη, δικαστική υπάλληλο.
Για να δικάσει την αίτηση ακύρωσης με ημερομηνία κατάθεσης 8 Νοεμβρίου 2019 (ΑΚ1808/8-11-2019),
των: 1) *** και 2) *** (κατοίκων ***, οδός ***, αριθ.***), ατομικώς και ως ασκούντων τη γονική μέριμνα και επιμέλεια του ανήλικου τέκνου τους *** και 3) του***, κατοίκου ως ανωτέρω, οι οποίοι παρέστησαν με την από 14-10-2020 δήλωση κατ’ άρθρο 33 παρ. 6 του π.δ/τος 18/1989 (Α’8), που υπογράφεται από το δικηγόρο Βασίλειο Σωτηρόπουλο, διορισθέντα με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,
κ α τ ά της Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων (Αν. Παπανδρέου, 37-Μαρούσι), η οποία παρέστη δια της Παρέδρου του Ν.Σ.Κ. ***.
Η υπόθεση συζητήθηκε κατά προτεραιότητα, μετά την προεκφώνηση, χωρίς ανάγνωση από την εισηγήτρια Χριστιάνα Τερκουράφη της σχετικής έκθεσής της.
Μετά τη συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη και
α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αίτησης ακύρωσης καταβλήθηκε παράβολο (βλ. το 30692107995001070069/7-11-2019 ηλεκτρονικό παράβολο). συνολικού ποσού 154 ευρώ, ήτοι τέσσερα (4) ευρώ πλέον του νομίμου (άρθρο 36 παρ. 1 εδ. β΄ του π.δ/τος 18/1989, Α΄8, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 36 παρ.2 του ν. 4446/2016, Α΄ 240).
2. Επειδή, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση: α) της υπ’ αριθ. 18/27-9-2019 πράξεως του Συλλόγου των Διδασκόντων του 1ου Γενικού Λυκείου *** (της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ανατολικής Αττικής της Περιφερειακής Δ/νσης Α/θμιας και Β/θμιας Εκπαίδευσης Αττικής), κατά το μέρος που αφορά την απόρριψη της από 16-9-2019 αιτήσεως των δύο πρώτων εκ των αιτούντων για την απαλλαγή του ανήλικου τέκνου τους (***) από το μάθημα των Θρησκευτικών, κατά το σχολικό έτος 2019-2020 και β) της υπ’ αριθ. 22/16-10-2019 πράξεως του Συλλόγου των Διδασκόντων του ίδιου Γενικού Λυκείου, με την οποία το αίτημα περί απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών του ανήλικου τέκνου των αιτούντων απορρίφθηκε ως εκπροθέσμως υποβληθέν.
3. Επειδή, η προσβαλλόμενη με την αίτηση ακυρώσεως παράλειψη των αρμοδίων οργάνων του σχολείου να απαλλάξουν το ανήλικο τέκνο του πρώτου και της δεύτερης εκ των αιτούντων από την παρακολούθηση και εξέτασή του στο μάθημα των Θρησκευτικών για το σχολικό έτος 2019-2020 δεν στοιχειοθετεί παραδεκτώς προσβαλλόμενη με αίτηση ακυρώσεως παράλειψη της Διοίκησης, κατά την έννοια του άρθρου 45 παρ. 4 του π. δ/τος 18/1989. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση κατά το μέρος που με αυτήν ζητείται η ακύρωση της προαναφερθείσας «παράλειψης», πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
4. Επειδή, στα άρθρα 127 (ενηλικίωση) και 1510 (γονική μέριμνα) του Αστικού Κώδικα (Α.Κ., π.δ. 465/1984, Α’) στα οποία ορίζεται, αντιστοίχως, ότι : « `Οποιος έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του (ενήλικος) είναι ικανός για κάθε δικαιοπραξία και ότι: «Η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων (γονική μέριμνα), οι οποίοι την ασκούν από κοινού. Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου, τη διοίκηση της περιουσίας και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη, που αφορούν το πρόσωπο ή την περιουσία του.». Περαιτέρω, στα άρθρα 63 παρ. 1 και 64 παρ. 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Κ.Πολ.Δ., π.δ. 503/1985, Α΄ 182), τα οποία εφαρμόζονται αναλόγως και κατά την ακυρωτική διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και των διοικητικών εφετείων (σχετ. άρθρο 40 του π. δ/τος 18/1989 και 4 του ν.702/1977, Α’ 268 και Σ.τ.Ε. 4287/2009, 745/2004, 1320/1989, 3857/1982, 1194/1982) ορίζεται, αντιστοίχως, ότι «Όποιος είναι ικανός για οποιαδήποτε δικαιοπραξία μπορεί να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό του όνομα. …» και ότι «Όσοι είναι ανίκανοι να παρίστανται στο δικαστήριο με το δικό τους όνομα εκπροσωπούνται από τους νόμιμους αντιπροσώπους τους». Από το συνδυασμό των διατάξεων που προαναφέρθηκαν συνάγεται, ότι οι ανήλικοι ως ανίκανοι για δικαιοπραξία δεν μπορούν να παρίστανται στο δικαστήριο με το δικό τους όνομα, εκπροσωπούμενοι για το σκοπό αυτό από τους γονείς τους, οι οποίοι ασκούν από κοινού τη γονική μέριμνα. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως ασκείται παραδεκτώς μόνο από τους πρώτο και δεύτερη εκ των αιτούντων, ενώ κατά το μέρος που ασκείται από το ανήλικο τέκνο τους (και αναγραφόμενο ως τρίτο αιτούντα) ατομικώς, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (πρβλ. Σ.τ.Ε.558/2011).
5. Επειδή, οι αιτούντες, γονείς του μαθητή της Α’ Λυκείου, Δημήτριου Χρήστου, με έννομο συμφέρον ασκούν την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως, τόσο ατομικά, όσο και για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου τους (βλ. Σ.τ.Ε.1749, 1750/2019 Ολομ., 926/2018 Ολομ.).
6. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος «Η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του καθενός». Με την διάταξη αυτή κατοχυρώνεται και προστατεύεται η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως που είναι ιδιαίτερη έκφανση του δικαιώματος της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος). Η ελευθερία αυτή συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα του καθενός να πρεσβεύει το θρήσκευμα ή το δόγμα της εκλογής του ή να μην ακολουθεί κανένα θρήσκευμα ή να είναι άθεος. (πρβλ. Σ.τ.Ε.194/1987). Περαιτέρω, όπως κρίθηκε με τις 1749, 1750/2019 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας σε μείζονα σύνθεση, η περιεχόμενη στο άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος αναφορά ως «επικρατούσης» στην Ελλάδα της θρησκείας της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού -όπως, άλλωστε, και η επίκληση στην κεφαλίδα του Συντάγματος της «Αγίας, Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος»- συναρτάται με τον καίριο ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην ιστορική πορεία του Ελληνισμού, ιδίως κατά την προηγηθείσα της εθνικής ανεξαρτησίας χρονική περίοδο της τουρκοκρατίας, αποτελεί δε και την, κατά την αντίληψη του συντακτικού νομοθέτη, διαπίστωση του πραγματικού γεγονότος ότι την θρησκεία αυτήν πρεσβεύει η πλειοψηφία του ελληνικού λαού, ενώ δεν στερείται η αναφορά αυτή και κανονιστικών συνεπειών (όπως, ενδεικτικώς, η καθιέρωση χριστιανικών εορτών ως υποχρεωτικών αργιών σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα). Στην ανάπτυξη, άλλωστε, της θρησκευτικής συνείδησης των ελληνοπαίδων σύμφωνα με τις αρχές της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας αποβλέπουν και οι γονείς τους, αντλώντας από την διάταξη του άρθρου 13 του Συντάγματος, το δικαίωμα, που κατοχυρώνεται ευθέως και από το άρθρο 2 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου (Π.Π.Π.) της Συμβάσεως της Ε.Σ.Δ.Α., να «εξασφαλίζουν» την μόρφωση και εκπαίδευση των τέκνων τους σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις (βλ. ΣτΕ 660, 926/2018 Ολομ., 2176/1998 7μ., 3356/1995). Περαιτέρω, δοθέντος ότι η θρησκευτική συνείδηση γεννάται και διαμορφώνεται σταδιακά, πριν ακόμη από την έναρξη του σχολικού βίου, στο πλαίσιο της οικογένειας (η οποία, ως «θεμέλιο της συντηρήσεως και προαγωγής του Έθνους» τελεί -όπως και η παιδική ηλικία- υπό την προστασία του Κράτους, κατά το άρθρο 21 του Συντάγματος), από τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος σε συνδυασμό με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 13 αυτού και του άρθρου 2 του Π.Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α. συνάγεται, ότι ως «ανάπτυξη» της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκευτικής συνείδησης κατά τα ανωτέρω νοείται η εμπέδωση και ενίσχυση της συγκεκριμένης αυτής θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών με τη διδασκαλία των δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, ως εκ τούτου δε αφορά αποκλειστικά τους μαθητές, οι οποίοι, ανήκοντες στην κατά τα άνω πλειοψηφία του ελληνικού λαού, ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα (βλ. ΣτΕ 660, 926/2018 Ολομ.). Το κυριότερο μέσο, με το οποίο -εκτός άλλων (προσευχή, εκκλησιασμός)- υπηρετείται ο ανωτέρω συνταγματικός σκοπός είναι η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών. Υπό τα δεδομένα αυτά, η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών απευθύνεται αποκλειστικά, ως εκ του (ανωτέρω) περιεχομένου του, στους μαθητές που ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα και όχι στους ετερόδοξους, αλλόθρησκους ή άθεους μαθητές. Τούτο δε ενόψει και του ότι οι τελευταίοι, απολαύοντες της θρησκευτικής ελευθερίας, η οποία κατοχυρώνεται ως απαραβίαστη με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 13 του Συντάγματος, έχουν ευθέως βάσει της συνταγματικής αυτής διατάξεως δικαίωμα πλήρους απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών, χωρίς καμία δυσμενή συνέπεια, εφόσον οι γονείς τους, ή οι ίδιοι αν είναι ενήλικοι, υποβάλουν δήλωση ότι δεν επιθυμούν, για λόγους θρησκευτικής συνείδησης, να παρακολουθήσουν τα τέκνα τους τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών που έχει το προεκτεθέν περιεχόμενο. Η δήλωση, εξάλλου, που θα μπορούσε να έχει το εξής περιεχόμενο: «Λόγοι θρησκευτικής συνείδησης δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή (μου ή του παιδιού μου) στο μάθημα των Θρησκευτικών», δεν παραβιάζει τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 13 του Συντάγματος, εφόσον γίνεται χάριν απαλλαγής των μαθητών αυτών από την, επιβαλλόμενη κατ’ αρχήν από το Σύνταγμα και το νόμο, υποχρέωση παρακολουθήσεως του μαθήματος αυτού [πρβ. σε σχέση με την Ε.Σ.Δ.Α. την απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. της 26.9.2007 Folgero και λοιποί κατά Νορβηγίας (αρ. προσφυγής 15472/02), σκ. 96-102 καθώς και την απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. της 31.10.2019 Παπαγεωργίου και λοιποί κατά Ελλάδος (αρ. προσφυγών 4762 και 6140/18), σκ. 81-89].
7. Επειδή, σύμφωνα με την με αριθμό 12773/Δ2/23-1-2015 εγκύκλιο του Υπ.Π.Ε.Θ. «Ρύθμιση μαθητικών θεμάτων», στην οποία παραπέμπει το άρθρο 25 «Απαλλαγή μαθητών/τριών από την ενεργό συμμετοχή σε μαθήματα» (παρ. 3) της 79942/Γ44/21-5-2019 (Β΄2005) απόφασης του Υπουργού Παιδείας Έρευνας και Θρησκευμάτων, η απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών χορηγείται ύστερα από υπεύθυνη δήλωση του ν.1599/1986, του ίδιου του μαθητή (αν είναι ενήλικος) ή και των δύο γονέων του (αν είναι ανήλικος), στην οποία θα αναφέρεται ότι ο μαθητής δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος και, εξ΄ αυτού, επικαλείται λόγους θρησκευτικής συνείδησης, χωρίς να είναι υποχρεωτική η αναφορά του θρησκεύματος στο οποίο ανήκει, εκτός αν το επιθυμεί. Εφόσον χορηγηθεί απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών για τους ανωτέρω λόγους, στο πεδίο «ΘΡΗΣΚΕΥΜΑ» του Ατομικού Δελτίου μαθητή και του Απολυτηρίου Τίτλου, δε θα συμπληρώνεται ένδειξη που να είναι αντίθετη με το περιεχόμενο της Υπεύθυνης Δήλωσης που υποβλήθηκε για τη χορήγηση της απαλλαγής, για το οποίο θα ενημερώνεται και ενυπόγραφα ο/οι υποβάλλων/οντες την Υπεύθυνη Δήλωση. Στην ίδια εγκύκλιο προβλέπεται, επίσης, ότι η Υπεύθυνη Δήλωση του ν.1599/1986, με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής και των δύο γονέων του μαθητή, παραλαμβάνεται από το Διευθυντή του σχολείου εντός αποκλειστικής χρονικής προθεσμίας που διαρκεί από την 1η Σεπτεμβρίου έως και την 20η Σεπτεμβρίου κάθε έτους, καθώς και, ότι η ισχύς της χορήγησης απαλλαγής είναι ετήσια και ανανεώνεται για κάθε σχολικό έτος με την ίδια διαδικασία.
8. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την υπ’ αριθ. 1074/16-9-2019 αίτηση προς το Διευθυντή του 1ου Γενικού Λυκείου ***, συνοδευόμενη από ατομικές υπεύθυνες δηλώσεις, οι αιτούντες ζήτησαν την απαλλαγή του ανήλικου τέκνου τους μαθητή κατά το σχολικό έτος 2019-2020 της Α΄ Λυκείου, από τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών, από την απαγγελία προσευχής, από τη συμμετοχή σε εκκλησιασμούς και γενικά, από τη συμμετοχή του σε κάθε είδους θρησκευτικές δραστηριότητες και εκδηλώσεις, επικαλούμενοι «λόγους θρησκευτικής συνείδησης», καθώς και τις 77Α/2002 και 4/2015 αποφάσεις της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, επισημαίνοντας, ότι ο γιος τους είχε λάβει αντίστοιχη απαλλαγή και στις τρεις τάξεις του Γυμνασίου. Η αίτησή τους απορρίφθηκε με την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη του Συλλόγου των Διδασκόντων του ως άνω Λυκείου, η οποία γνωστοποιήθηκε στους αιτούντες με το 1074/2-10-2019 έγγραφο του σχολείου, με την αιτιολογία ότι το αίτημά τους δεν ήταν σύμφωνο με την κειμένη νομοθεσία (άρθρο 25 παρ.3 της Υ.Α. 79942/ΓΔ4/21-5-2019 και τη 12773/42/23-1-2015 Εγκύκλιο του Υπ.Π.Ε.Θ.). Σε συνέχεια αυτού, με την υπ’ αριθ. 1115/9-10-2019 αίτηση, συνοδευόμενη από ατομικές υπεύθυνες δηλώσεις στις οποίες οι αιτούντες δήλωναν ότι ο γιος τους «δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος και εξ’ αυτού επικαλούνται λόγους θρησκευτικής συνείδησης» επανέλαβαν το ως άνω αίτημά τους. Με τη δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη, η οποία γνωστοποιήθηκε στους αιτούντες με το 1138/4-11-2019 έγγραφο του σχολείου, το αίτημά τους απορρίφθηκε ως εκπροθέσμως υποβληθέν, κατά παράβαση των αναφερόμενων στην ανωτέρω εγκύκλιο διαδικαστικών διατάξεων. ΄Υστερα από αυτά, ο γιός των αιτούντων παρακολούθησε από την αρχή του σχολικού έτους 2019-2020 το μάθημα των Θρησκευτικών χωρίς καμία απουσία μέχρι και τις 4-2-2020, οπότε σε συμμόρφωση με την Ν32/2020 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού επί σχετικής αιτήσεως αναστολής, εκδόθηκε η 39/19-2-2020 πράξη του Συλλόγου Διδασκόντων του οικείου Λυκείου με την οποία ανεστάλη η εκτέλεση των 18/27-9-2019 και 22/16-10-2019 (προσβαλλόμενων) προηγούμενων πράξεών του (σχετ. το υπ’ αριθ. πρωτ. 8842/28-4-2020 έγγραφο της Περιφερειακής Δ/νσης Β/βάθμιας Εκπαίδευσης Αττικής Δ/νση Β/βάθμιας Εκπαίδευσης Ανατολικής Αττικής) .
9. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση και το νομοτύπως κατατεθέν από 25-5-2020 υπόμνημα, οι αιτούντες επικαλούνται ιδιαίτερο ηθικό έννομο συμφέρον που δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης (άρθρο 32 παρ. 2 εδ.α’ του π.δ/τος 18/1989) και μετά τη λήξη του σχολικού έτους 2019-2020. Συγκεκριμένα δε, ότι ο γιός τους παρακολούθησε κανονικά, εξετάστηκε και βαθμολογήθηκε στο μάθημα των Θρησκευτικών, καθώς και ότι μόνο σε περίπτωση ακύρωσης των απορριπτικών των αιτήσεών τους περί της απαλλαγής πράξεων του σχολείου δύναται να διαγραφεί από τα τηρούμενα σχολικά αρχεία, το ευαίσθητο δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα που αφορά το γιό τους, ότι δηλαδή «δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος». Εν προκειμένω, το Δικαστήριο, ενόψει της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 13 παρ. 1 με την οποία η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, η οποία αποτελεί ιδιαίτερη έκφανση του δικαιώματος της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, κατοχυρώνεται ως απαραβίαστη, με την έννοια που αναφέρθηκε στη σκέψη 6. της παρούσας απόφασης, κρίνει, ότι συντρέχει στο πρόσωπο των αιτούντων ιδιαίτερο ηθικό έννομο συμφέρον για τη συνέχιση αυτής της δίκης, παρά τη λήξη του σχολικού έτους 2019-2020.
10. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις που εκδόθηκαν κατά τις προαναφερθείσες στην έβδομη σκέψη της παρούσας απόφασης διατάξεις, εκδόθηκαν κατά παράβαση του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (Γ.Κ.Π.Δ.), του άρθρου 13 του Συντάγματος (Θρησκευτική ελευθερία-Ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης) και του αντίστοιχου άρθρου 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) -Ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας-, καθώς και του άρθρου 2 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (Δικαίωμα στην εκπαίδευση).
11. Επειδή, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα, το αίτημα των ήδη αιτούντων για την απαλλαγή του ανήλικου τέκνου τους από το μάθημα των Θρησκευτικών και τις θρησκευτικού περιεχομένου σχολικές εκδηλώσεις «για λόγους θρησκευτικής συνείδησης» διατυπώθηκε με πληρότητα και υποβλήθηκε εμπροθέσμως με την υπ’ αριθ. 1074/16-9-2019 αίτηση προς το Διευθυντή, η οποία απορρίφθηκε λόγω της μη αναγραφής σε αυτήν της ειδικότερης πληροφορίας, ότι ο μαθητής «δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος», ενώ η συμπερίληψη της πληροφορίας αυτής στην επακολουθήσασα υπ’ αριθ. 1115/9-10-2019 αίτηση δεν προσδίδει στην τελευταία αυτή το χαρακτήρα νέας αίτησης, αλλά εντάσσεται στην εξέλιξη της ίδιας διαδικασίας και περαιτέρω, κατά τα γενόμενα δεκτά στη σκέψη 6. της παρούσας απόφασης, η προαναφερθείσα ειδικότερη και έχουσα την ιδιότητα ευαίσθητου δεδομένου προσωπικού χαρακτήρα, πληροφορία ότι ο/η αιτών/-ούσα την απαλλαγή «δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος» δεν αποτελεί αναγκαίο περιεχόμενο της δήλωσης για απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών στην οποία, αρκεί να αναφέρεται ότι: «Λόγοι θρησκευτικής συνείδησης δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή του παιδιού μου στο μάθημα των Θρησκευτικών», οι προσβαλλόμενες πράξεις του Συλλόγου των Διδασκόντων του 1ου Γενικού Λυκείου *** παρίστανται ως εκδοθείσες κατά παράβαση νόμου και είναι για το λόγο αυτό ακυρωτέες.
12. Επειδή, κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις. Ακόμη, πρέπει να επιστραφεί το καταβληθέν παράβολο και να καταλογιστούν σε βάρος του καθ’ ου τα δικαστικά έξοδα των αιτούντων. ύψους 320 ευρώ.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την αίτηση ακυρώσεως ως απαράδεκτη κατά το μέρος που στρέφεται κατά της αναφερόμενης στο δικόγραφο «παράλειψης», καθώς και κατά μέρος που ασκείται από το ανήλικο τέκνο των αιτούντων.
Δέχεται την αίτηση κατά τα λοιπά.
Ακυρώνει την υπ’ αριθ. 18/27-9-2019 πράξη του Συλλόγου των Διδασκόντων του 1ου Γενικού Λυκείου *** (της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ανατολικής Αττικής της Περιφερειακής Δ/νσης Α/θμιας και Β/θμιας Εκπαίδευσης Αττικής), κατά το μέρος που αφορά την απόρριψη της από 16-9-2019 αιτήσεως των αιτούντων, καθώς και την υπ’ αριθ. 22/16-10-2019 πράξη του ίδιου ως άνω οργάνου.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου στους αιτούντες.
Επιβάλλει σε βάρος του καθ’ ού τη δικαστική δαπάνη των αιτούντων, ποσού τριακοσίων είκοσι (320) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 20/1/2021 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 24/2/2021.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου