Στον πυρήνα της διάκρισης των λειτουργιών βρίσκεται ο έλεγχος της συνταγματικότητας. Όσο πιο ελεύθερο είναι ένα δικαστήριο ή μια ανεξάρτητη διοικητική αρχή (ή -κάποτε- και μια οποιαδήποτε δημόσια υπηρεσία) να απέχει από την εφαρμογή μιας πράξης της νομοθετικής λειτουργίας που αντίκειται σε θεμελιώδεις αρχές του δικαίου, τόσο πιο σταθερά δομημένη είναι η ανεξαρτησία της. Από την άλλη πλευρά, όμως, υπάρχει ένας σοβαρότατος αντίλογος: η ανάγκη για ασφάλεια δικαίου. Εάν οι νόμοι ανατρέπονται με απρόβλεπτη συχνότητα και πρακτική ευχέρεια, η διάχυτη αμφιβολία που δημιουργείται για το πραγματικά ισχύον δίκαιο ενδεχομένως θα θέσει σε κίνδυνο μια σειρά από βιοτικές περιστάσεις, στις οποίες η σταθερότητα του θεσμικού πλαισίου είναι προϋπόθεση υπαρξιακής σημασίας.
Ο έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα περιορίζεται στην υποχρέωση του δικαστή να μην εφαρμόζει νόμο τον οποίο κρίνει αντισυνταγματικό, στην συγκεκριμένη υπόθεση που δικάζει και για την οποία οφείλει να εκδώσει δικαστική απόφαση (άρθρο 93 παρ.4 Σ.). Δεν περιλαμβάνει δηλαδή την εξουσία του δικαστή να καταργήσει το νόμο: αυτό είναι αρμοδιότητα του νομοθέτη. Μόνον σε μία περίπτωση προβλέπει το ελληνικό δίκαιο την κατάργηση νόμου από δικαστική αρχή: το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100 του Συντάγματος, όταν επιλύει την σύγκρουση ανάμεσα σε αντιφατικές αποφάσεις ανώτατων δικαστηρίων (Συμβουλίου της Επικρατείας - Αρείου Πάγου - Ελεγκτικού Συνεδρίου), έχει την αρμοδιότητα να κηρύξει διάταξη νόμου ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Είναι χαρακτηριστικό, ότι η απόφαση του ΑΕΔ δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, για να επισφραγιστεί με αντίστοιχη δημοσιότητα προς αυτήν που είχε και ο καταργούμενος νόμος.
Έτσι λοιπόν κάθε δικαστήριο στην Ελλάδα - κι όχι μόνο ένα ανώτατο δικαστήριο - οφείλει να απέχει από την εφαρμογή αντισυνταγματικού νόμου, γι' αυτό κι ο έλεγχος αυτός λέγεται "διάχυτος", σε αντίστιξη προς τον "κεντρικό" έλεγχο που θα επιτελούσε ένα μεμονωμένο, συνταγματικό δικαστήριο (που δεν έχουμε). Η έλλειψη, όμως, συνταγματικού δικαστηρίου αποστερεί τους πολίτες κι από την δυνατότητα άμεσης προσφυγής εναντίον του αντισυνταγματικού νόμου: ο πολίτης μόνο στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης διαφοράς μπορεί να επικαλεστεί την αντισυνταγματικότητα και ο δικαστής μόνο παρεμπιπτόντως καλείται να αποφανθεί επί του θέματος, γι' αυτό και ο έλεγχος λέγεται "παρεμπίπτων" κι όχι "κύριος" όπως θα ήταν εάν υπήρχε συνταγματικό δικαστήριο.
Ως προς το περιεχόμενο του ελέγχου της συνταγματικότητας, ο δικαστής καλείται να συγκρίνει τον νόμο με το Σύνταγμα και να αναζητήσει το κατά πόσον οι διατάξεις του πρώτου συμβαδίζουν με τις διατάξεις του δεύτερου. Η σύγκριση γίνεται με τις μεθόδους της νομικής ερμηνείας, δηλαδή με ένα σύνολο κριτηρίων που έχουν διαπλασθεί σταδιακά από τους θεωρητικούς, ερμηνευτές και εφαρμοστές του δικαίου (σχηματικά: γραμματική, ιστορική, συστηματική και τελολογική ερμηνεία). Έτσι, η ορθότητα μιας δικαστικής κρίσης περί συνταγματικότητας ενός νόμου κρίνεται με γνώμονα το κατά πόσον ο εφαρμοστής του δικαίου: α) ακολούθησε όντως τις επιστημονικές μεθόδους (και δεν αποφάσισε αυθαίρετα) και β) εξέθεσε τις σχετικές λογικές διαδρομές με σαφήνεια στο αιτιολογικό της απόφασης (και δεν περιορίστηκε σε ταυτολογίες ή προσχηματικές - ονομαστικές αναφορές σε μεθόδους ερμηνείας).
Στην υπόθεση του πρώτου "μνημονίου", δηλαδή του Ν.3845/2010, αρχικά το ζήτημα της συνταγματικότητας τέθηκε υπόψη του Συμβουλίου της Επικρατείας. Συνδικαλιστικές οργανώσεις και μεμονωμένοι πολίτες προσέβαλαν δικαστικά τις διοικητικές πράξεις που είχαν εκδοθεί κατ' εφαρμογή του μνημονίου, ζητώντας τον παρεμπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητάς του, σε διάφορα επίπεδα τύπου και ουσίας. Από το εάν ο νόμος ψηφίστηκε με την συνταγματικά επιβεβλημένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία έως το εάν οι ρυθμίσεις του μνημονίου είναι συμβατές με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε τις αιτήσεις ακύρωσης, κρίνοντας ότι ο νόμος δεν ήταν αντίθετος με το Σύνταγμα, καθώς οι περιορισμοί δικαιωμάτων που επιβάλλει επιτρέπονται για λόγους δημοσίου συμφέροντος και δέχθηκε ότι δεν απαιτείτο αυξημένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, γιατί το "μνημόνιο" δεν είναι διεθνής σύμβαση. Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών ανακοίνωσε ότι θα προσβάλλει την απόφαση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Σήμερα ήρθε στη δημοσιότητα μια απόφαση που αφορά το θέμα της "μνημονιακής" περικοπής της μισθοδοσίας μιας Α.Ε. του ευρύτερου δημόσιου τομέα και η οποία καταλήγει σε αντίθετο αποτέλεσμα, απορρίπτοντας τα περί αναγκαιότητας λόγω δημοσίου συμφέροντος. Έκρινε δηλαδή ότι οι νόμοι που επιβάλλουν μειώσεις στους συγκεκριμένους εργαζομένους είναι αντίθετοι με το Σύνταγμα και διάφορες διατάξεις του, μεταξύ των οποίων και με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 Σ.), η οποία αποτελεί ένα κριτήριο που πρέπει να λαμβάνει υπόψη του ο νομοθέτης όταν θέτει περιορισμούς στα ατομικά δικαιώματα. Η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει ένα τριπλό στάδιο για τον έλεγχο του κατά πόσον ένας νομοθετικός περιορισμός ατομικού δικαιώματος είναι σύμφωνος με το Σύνταγμα: ο δικαστής εξετάζει κατά πόσον το επιβαλλόμενο νομοθετικό μέτρο είναι αναγκαίο ενόψει του επιδιωκόμενου στόχου, κατάλληλο (δηλαδή πρόσφορο να επιφέρει το προσδοκόμενο αποτέλεσμα) και σε επιτρεπτή ισορροπία από άποψη κόστους-οφέλους.
Η απόφαση 559/2012, με την οποία κρίθηκε αντισυνταγματική η περικοπή μισθών, προέρχεται από ένα πρωτοβάθμιο δικαστήριο, συγκεκριμένα από το Ειρηνοδικείο Αθηνών. Το γεγονός ότι η Ειρηνοδίκης αποφάσισε διαφορετικά -ως προς αυτό το θέμα- από το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν θα έπρεπε να σοκάρει, γιατί η υποχρέωσή της να μην εφαρμόσει νόμο που κρίνει αντισυνταγματικό είναι εντελώς ανεξάρτητη από τις απόψεις κάθε άλλου δικαστηρίου, ακόμη και της ολομέλειας του ΣτΕ: αφού ο έλεγχος είναι διάχυτος και οι δικαστές δεσμεύονται μόνο από το Σύνταγμα και τη συνείδησή τους, δεν είναι υποχρεωμένοι να ακολουθούν προγενέστερες δικαστικές αποφάσεις. Περαιτέρω, η απόφαση της Ειρηνοδίκου μπορεί να μην είναι τελική, εάν υποβληθεί έφεση ή και αναίρεση. Θα έχει μάλιστα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, εάν η κρίση της Ειρηνοδίκου γίνει δεκτή στον δεύτερο βαθμό και εάν επικρατήσει και σε τυχόν απόφαση του Αρείου Πάγου, τί θα αποφανθεί το Α.Ε.Δ., καθώς τότε θα έχουμε "σύγκρουση" αποφάσεων δύο ανώτατων δικαστηρίων, την οποία ενδέχεται να κληθεί να άρει το Α.Ε.Δ. με απόφαση που - όλως εξαιρετικώς - μπορεί ακόμη και να κηρύξει ανεφάρμοστο το "μνημόνιο", εάν υποθέσουμε ότι η σημερινή απόφαση αντέξει όλα αυτά τα πολλαπλά επίπεδο ελέγχου.
Η απάντηση της έννομης τάξης στο μεγάλο ζήτημα της (αν)ασφάλειας δικαίου που επιφέρουν αυτές οι νομολογιακές αποκλίσεις, είναι ότι οι δικαστικές αποφάσεις (πλην της τελικής του Α.Ε.Δ.) δεν καταργιούν νόμο. Από την άλλη άποψη, τι ισχύ έχει ένας νόμος, εάν "κινδυνεύει" να παρακαμφθεί από ένα μονομελές δικαστήριο, την στιγμή που η ολομέλεια ενός ανώτατου δικαστηρίου έχει κρίνει οτι ο νόμος είναι σύμφωνος με το Σύνταγμα; Κατά τη γνώμη μου, η λύση βρίσκεται και πάλι στην αιτιολογία της απόφασης: χωρίς να υποχρεούται, ο δικαστής που έχει διαφορετική άποψη από προγενέστερη δικαστική απόφαση, οφείλει όχι απλώς να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους κρίνει ότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός, αλλά και τα σημεία στα οποία σφάλλει η προγενέστερη απόφαση. Μια "γνήσια" στροφή στην νομολογία, επιβάλλει δηλαδή την διαλεκτική σχέση ανάμεσα στις δικαστικές κρίσεις και δεν επιτρέπει - τουλάχιστον με όρους ασφάλειας δικαίου- την παρθενογένεση της αντισυνταγματικότητας, αφού το θέμα έχει ξανακριθεί. Αλλιώς δεν πρόκειται για στροφή, αλλά για μεμονωμένο περιστατικό.
Με ανάστροφη φορά, σε ένα παρεμφερές κοινωνικό και οικονομικό θέμα, υπήρξαν πολλά Ειρηνοδικεία στη χώρα που έκριναν αντισυνταγματικό το "τέλος ακινήτου" (χαράτσι της Δ.Ε.Η.), επειδή δεν υπήρχαν διαβαθμίσεις ανάλογα με τις πραγματικές δυνατότητες του ιδιοκτήτη να το αποπληρώσει. Και σε αυτές τις υποθέσεις, τα μονομελή δικαστήρια έκριναν με γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας, την οποια δεν την είχε λάβει υπόψη ο νομοθέτης. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, όμως, και πάλι διαφώνησε, κρίνοντας μεν αντισυνταγματική την κύρωση της διακοπής του ρεύματος για τις περιπτώσεις υπερημερίας, αλλά ταυτόχρονα απέρριψε τις ενστάσεις περί αντισυνταγματικότητας του ιδιου του τέλους.
Το δίκαιο δεν είναι πάντοτε ό,τι μας αρέσει, ούτε βέβαια κάθε κρίση περί αντισυνταγματικότητας είναι εξ ορισμού ορθή. Το ότι ένας δικαστής έκρινε την συνταγματικότητα δεν σημαίνει ότι θα πρέπει πάντοτε να χειροκροτείται - καθώς οι πολιτικές εκτιμήσεις καθενός είναι out of context όταν μιλάμε για νομικά- αλλά με μοναδικό γνώμονα κατά πόσον η θεμελίωση της κάθε κρίσης α) υπάρχει και β) είναι επιστημονικά ευσταθής. Το σωστό/λάθος μιας δικαστικής απόφασης κρίνεται μόνο με βάση την αιτιολογία της και την αντοχή της νομικής τεκμηρίωσής της. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί να μην διαπιστώσει κανείς - με "πολιτικούς" όρους- ότι τα μονομελή και κατώτερα δικαστήρια, σε αυτές τις υποθέσεις, ήταν πιο τολμηρά από το ανώτατο ΣτΕ.
Η περίπτωση επαναφέρει επίσης τη συζήτηση για την δημιουργία ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου, με το οποίο οι αποφάσεις θα είναι: α) άμεσες (δηλ. χωρίς να χρειάζεται να περάσουν από πλείονα δικαστήρια) και β) τελικές. Είναι μια λύση υπέρ της ασφάλειας δικαίου. Είμαι όμως κατά της κατάργησης του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου: θεωρώ ότι διάκριση των λειτουργιών και πραγματική ανεξαρτησία της δικαιοσύνης υπάρχει όταν κάθε δικαστής μπορεί πράγματι να απέχει από την εφαρμογή αντισυνταγματικού νόμου, στο πλαίσιο οποιασδήποτε διαφοράς. Παράλληλα όμως προς αυτή τη δυνατότητα, ο πολίτης θα πρέπει να έχει και την δυνατότητα απ' ευθείας συνταγματικής προσφυγής σε ένα ανώτατο δικαστήριο που θα λύνει τελειωτικά το θέμα, με οριζόντια αποτελέσματα, δηλαδή κηρύσσοντας ανίσχυρο τον αντισυνταγματικό νόμο κι όχι απλώς γνωματεύοντας για την αντισυνταγματικότητά του. Υπάρχει ένας αντίλογος που λέει ότι οι αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου έχουν έναν τόσο τελειωτικό χαρακτήρα που ενδεχομένως να αποτελέσουν φραγμό για την εξέλιξη της νομολογίας. Δεν είναι αλήθεια: τίποτε δεν απαγορεύει το Συνταγματικό Δικαστήριο σε μεταγενέστερη υπόθεση να επανεξετάσει την θέση του και ενδεχομένως να καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου