Η κοινωνική συζήτηση για τα φαινόμενα βίας διεξάγεται με μόνιμο στόχο την σχετικοποίηση του φαινομένου για την άντληση επιχειρημάτων, αναζητώντας δικαιολογήσεις, προχωρώντας σε συμψηφισμούς, αναζητώντας την ύπαρξη ή μη "μονοπωλίου της βίας", εξετάζοντας τα αίτια (ρατσιστική / κοινωνική ή μη), ανάλογα με την οπτική του εκάστοτε ομιλητή. Η φράση περί καταδίκης της βίας "απ' όπου κι αν προέρχεται" έχει αποτελέσει αντικείμενο τόσο ένθερμης υποστήριξης όσο και ανελέητου χλευασμού. Αν είσαι υπέρ της καταδίκης της βίας "απ' όπου κλπ", υποστηρίζεις την θεωρία των "άκρων", άρα συμψηφίζεις ασύγκριτα φαινόμενα και διαμετρικά αντίθετα κίνητρα. Αν είσαι κατά της καταδίκης της βίας "απ' όπου κλπ", αναγνωρίζεις μια περίπτωση νόμιμης βίας, αποδεχόμενος την επιλεκτική εφαρμογή του νόμου. Η ιδεοληπτική προσέγγιση του φαινομένου παρορά τις βάσεις αυτής της συζήτησης, η οποία στον πυρήνα της είναι μια συζήτηση για το δίκαιο και την δικαιοσύνη. Και, όπως κάθε τέτοια συζήτηση, για να γίνει ολοκληρωμένα, πρέπει να εκκινεί από τα ισχύοντα.
Υπάρχουν ορισμένες σταθερές, τις οποίες ένας τέτοιος διάλογος δεν μπορεί να παραβλέψει, αν διεκδικεί αξιώσεις πληρότητας και πειθούς. Οι σταθερές αυτές βρίσκονται στον ποινικό νόμο, ο οποίος, τουλάχιστον για το αδίκημα της σωματικής βλάβης δεν μπορεί ευπρόσωπα να κατηγορηθεί ότι υπηρετεί την εκάστοτε πλειοψηφία ή μειοψηφία, την "αρχουσα" ή τη "νέα" τάξη. Ο νόμος ορίζει ξεκάθαρα ότι η σωματική βλάβη τιμωρείται, ανεξάρτητα από τα κίνητρα κι ανεξάρτητα από τις άλλες ιδιότητες που μπορεί να φέρει ο θύτης ή το θύμα. Αυτά μπορεί να εξεταστούν σε δεύτερο επίπεδο και μόνο όταν έχει ήδη αποφασιστεί ο παράνομος χαρακτήρας της πράξης. Αν μια πράξη δεν είναι παράνομη, δεν ενδιαφέρει νομικά η ιδιότητα του θύτη ή του θύματος. Μόνο αν κριθεί παράνομη θα διερευνηθούν λόγοι άρσης του αδίκου ή καταλογισμού ή, αντίστροφα, η ιδιότητα των εμπλεκομένων και τα κίνητρα του δράστη, για την επιμέτρηση της ποινής.
Το κριτήριο για το αν ένα περιστατικό βίας είναι ή όχι καταδικαστέο, "απ' όπου κι αν προέρχεται", είναι η υπαγωγή του ή μη στη σφαίρα του παρανόμου. Ναι, υπάρχουν και λόγοι άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης, κατά περίπτωση, όπως υπάρχει και το στάδιο της διερεύνησης των κινήτρων (ταπεινών, ρατσιστικών κλπ), αλλά και στις δύο περιπτώσεις προηγείται η διερεύνηση περί παράνομου της πράξης ή μη. Άρα, στο δίπολο νόμιμο/παράνομο μπορεί κανείς να εντοπίσει ένα ψύχραιμο, πολιτικά άχρωμο και αντικειμενικό κριτήρο για το κατά πόσο μια επίθεση στη σωματική ακεραιότητα είναι ή όχι "καταδικαστέα", κρίση που όταν αφορά και τον φερόμενο ως θύτη πρέπει να γίνεται από το αρμόδιο δικαστήριο, ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας.
Είναι κάθε περιστατικό βίας ισοδύναμο με κάθε άλλο περιστατικό βίας; Όχι, βέβαια. Ο ίδιος ο νόμος διαχωρίζει την απλή σωματική βλάβη από την βαριά, την επικίνδυνη, την θανατηφόρα. Προφανώς κάθε διαβάθμιση συνοδεύεται κι από διαφορετική ποινική απαξία, άρα και από διαφορετική εν δυνάμει κύρωση. Επομένως, όντως δεν ειναι συγκρίσιμη μια εξύβριση με μια ένοπλη επίθεση. Δεν παύουν όμως και οι δύο περιπτώσεις να υπάγονται στην γενικότερη κατηγορία "ποινικό αδίκημα".
Προφανώς υπάρχουν και νόμοι άδικοι, άτεχνοι, μεροληπτικοί κλπ, αλλά όταν η συζήτηση αφορά φαινόμενα, όπως η σωματική βία, που έχουν τύχει αναλυτικής επεξεργασίας από τους νομοθέτες, δικαστές, δικηγόρους και θεωρητικούς διαχρονικά και διατοπικά, η κριτική αυτή δεν μπορεί να είναι πια πειστική, όταν περιορίζεται στην αμφισβήτηση της εν γένει δημοκρατικής νομιμοποίησης του ισχύοντος δικαίου. Η βία είναι μια πραγματικότητα, σε πολλές και διαφορετικές μορφές της. Υπάρχει και η ρατσιστική βία και η ενδοοικογενειακή βία και η πολιτική βία και η ομοερωτοφοβική βία, αλλά αυτά αφορούν τα κίνητρα, τα αίτια και τις προθέσεις κι όχι τις ίδιες τις πράξεις. Προφανώς και πρέπει να καταπολεμηθούν τα αίτια, ώστε να εξαλειφθούν τα κίνητρα και να μεταβληθούν οι προθέσεις, αλλά αυτό είναι μια διαδικασία που αναφέρεται στο μέλλον και δεν θα μεταβάλλει ποτέ τα δεδομένα δυσμενή αποτελέσματα κάθε βίαιου περιστατικού σε βάρος του εκάστοτε θύματος.
1 σχόλιο:
ο ποινικός νόμος δε φύτρωσε βέβαια, είναι μάλλον επηρεασμένος από μια καντιανή ηθική φιλοσοφία ας πούμε, σε κάθε περίπτωση η απλή περιγραφή του νόμου πράγματι δεν παίρνει θέση κι άρα κι εσύ που μας την παραθέτεις δεν παίρνεις θέση, φαινομενικά πάντα γιατί ο νόμος μιλά ωσαν η κοινωνία να αποτελείται από ομοιόμορφες μονάδες που κατα περίπτωση συγκρούονται ή συμπορεύονται, όμως μάλλον θα συμφωνήσουμε πως όταν μιλάμε πολιτικά τα πράγματα δεν είναι έτσι, ούτε όλοι μπορούν να χτυπήσουν ούτε όλοι να χτυπηθούν και θα συμφωνήσουμε ελπίζω επίσης πως τα κίνητρα ενδιαφέρουν ιδιαίτερα την πολιτική, αυτή που επικαλούνται μια "καθαρή" νομιμότητα είναι αυτή που θέλουν να εξορίσουν την πολιτική απ'το τραπέζι. Έχει σημασία αν με χτυπάνε επειδή είμαι γκέι, επειδή κουβαλάω πολλά λεφτά πάνω μου ή τυχαία και χωρίς πρόθεση και δεν πρόκειται ποτέ να καταδικάσω τη βία από όπου κι αν προέρχεται γιατί είναι σα να λέω πως μου κάνουν το ίδιο πράγμα σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, βολικό για κάποιους, πολύ άβολο για μένα.
Δημοσίευση σχολίου