Η ελευθερία της έκφρασης δεν ήταν ποτέ μια μονοδιάστατη ιστορία, ούτε ένα δικαίωμα που ανέκοψε οριστικά τα φαινόμενα λογοκρισίας και φίμωσης του Τύπου. Όπως κάθε άλλη ατομική ελευθερία, συνυπάρχει με ένα πλέγμα δικαιωμάτων και έννομων συμφερόντων που πρέπει να μην αλληλοεξουδετερώνονται. Απόλυτος φραγμός στην λογοκρισία πρέπει να υπάρχει σε συγκεκριμένες περιπτώσεις (όπως λ.χ. η προληπτική απαγόρευση κυκλοφορίας εντύπων για λόγους που συνδέονται με κριτική για δημόσιους λειτουργούς), σε μια σειρά περιορισμών του λόγου που ήδη έχουν καταγράψει οι διεθνείς οργανισμοί, ζητώντας και νομοθετικές τροποποιήσεις στο εθνικό δίκαιο των κρατών που προβλέπουν περίεργα αδικήματα λόγου. Σχετικά με αυτό το θέμα, βλ. το σχετικό έγγραφο του Συμβουλίου της Ε.Ε. που δημοσιεύθηκε στις 16.4.2014 με τίτλο "EU Guidelines on Freedom of Expression Online and Offline".
Η θέσπιση κανόνων για την προστασία προσωπικών δεδομένων κωδικοποίησε μια σειρά από κανόνες στάθμισης και κάποιες πιο απόλυτες απαγορεύσεις που αφορούν την ειδική κατηγορία προσωπικών πληροφοριών που είναι γνωστα ως "ευαίσθητα δεδομένα". Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι κανόνες αυτοί οριζοντιοποιήθηκαν με την θέσπιση της Οδηγίας 46 το 1995. Από τότε ακόμη υπήρχε ο κανόνας κατά τον οποίο τα προσωπικά δεδομένα πρέπει:
"ε) να διατηρούνται με μορφή που επιτρέπει τον προσδιορισμό της ταυτότητας των προσώπων στα οποία αναφέρονται μόνο κατά τη διάρκεια περιόδου που δεν υπερβαίνει την απαιτούμενη για την επίτευξη των σκοπών για τους οποίους έχουν συλλεγεί ή για τους οποίους αργότερα υφίστανται επεξεργασία. Τα κράτη μέλη προβλέπουν κατάλληλες εγγυήσεις για τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που διατηρούνται πέραν της περιόδου αυτής για σκοπούς ιστορικούς, στατιστικούς ή επιστημονικούς."
Αυτός ο κανόνας του άρθρου 6 (ε) της Οδηγίας, γνωστός και ως η αρχή της χρονικά πεπερασμένης διατήρησης των δεδομένων, έχει εισαχθεί στην νομοθεσία όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με μια λέξη, η αρχή αυτή επιβάλλει ότι τα προσωπικά δεδομένα κάποτε πρέπει να σβήνονται, εκτός αν υπάρχει κάποια εξαίρεση που δικαιολογεί την διατήρησή τους στο διηνεκές (σκοποί που αφορούν π.χ. την ιστορική ή επιστημονική έρευνα κλπ). Στην ελληνική νομοθεσία, αντίστοιχο είναι το άρθρο 4 παρ. 1 (δ) του Ν.2472/1997.
Το 1995 λοιπόν θεσπίστηκε ένα πρώτο "δικαίωμα στην λήθη", η αξίωση του ατόμου να διαγράφεται η προσωπική πληροφορία που είναι καταγεγραμμένη κάπου γι' αυτόν, όταν έχει παρέλθει το χρονικό διάστημα για το οποίο ήταν απαραίτητη η επεξεργασία της. Ο πρώτος που είχε μιλήσει για το δικαίωμα στην λήθη ήταν ο καθηγητής Σπύρος Σημίτης (βλ. ενδεικτικά, συνέντευξη στο Βήμα, 29.3.1998).
Στο Διαδίκτυο τα πράγματα γίνονται πολύ πιο σύνθετα. Υπάρχει μια λογική αρχειακής λειτουργίας που υποστηρίζεται και από το τεχνικό υπόβαθρο. Δηλαδή το να σβήσεις κάτι από κάπου δεν σημαίνει ότι μπορεί να αποτραπεί η δυνατότητα ανεύρεσής του ή διάχυσής του σε άλλες πηγές. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ταυχρόνα και ότι τα δικαιώματα του ατόμου στην προστασία δεδομένων πρέπει να μένουν ανεφάρμοστα. Η πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υπεισήλθε στο τεχνικό μέρος, επιβεβαιώνοντας όμως οτι η αρχή της χρονικά πεπερασμένης διατήρησης ισχύει και για τις μηχανές αναζήτησης. Άλλωστε, αν το θέμα είναι τεχνικό ή αφορά κυρίως τις μηχανές αναζήτησης, είναι σίγουρα κάτι που μπορεί να επιλυθεί και πρακτικά. Η τεχνολογία πάντοτε θα είναι φυσικά πιο μπροστά από τον νόμο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι νομιμοποιείται και να τον παραβιάζει.
Ήδη ένα πιο εξειδικευμένο "δικαίωμα στην λήθη" πρόκειται να κατοχυρωθεί στον ετοιμαζόμενο Κανονισμό Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων που προωθείται στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ένα δικαίωμα που επεκτείνει στην ουσία το δικαίωμα αντίρρησης ή διαγραφής: όταν ο ενδιαφερόμενος ζητάει από κάποιον να διαγράψει προσωπικά δεδομένα του, αυτός ο κάποιος υποχρεούται να ενημερώσει και όλους τους άλλους που τα αναπαράγουν ότι ο ενδιαφερόμενος ζήτησε διαγραφή. Πιο διεξοδικά, έχει αναλύσει το θέμα ο καθηγητής Ι. Ιγγλεζάκης στο βιβλίο του "Το δικαίωμα στην ψηφιακή λήθη και οι περιορισμοί του".
Ακόμη όμως και πριν να ενσωματωθεί αυτή η τυποποίηση του δικαιώματος, υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός ατόμων που ενδιαφέρονται ολοένα και περισσότερο να διαγραφούν δυσμενή γι' αυτούς προσωπικά δεδομένα που μεταδίδονται από μηχανές αναζήτησης. Επειδή υπάρχει και η Οδηγία για την κοινωνία της πληροφορίας που απαλάσσει από προληπτική ευθύνη τους αντίστοιχους φορείς, αν δεν έχουν λάβει γνώση για παράνομο περιεχόμενο. Η αλληλεξάρτηση των δύο Οδηγιών, όσον αφορά την εφαρμογή ενός τέτοιου δικαιώματος διαγραφής, δεν έχει ακόμη εξεταστεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι θετικό όμως ότι ήδη οι μεγάλες υπηρεσίες κοινωνίας της πληροφορίας διαμορφώνουν καλύτερους μηχανισμούς εξέτασης παραπόνων, καθώς θεωρητικά ήδη υπήρχαν αλλά υπολειτουργούσαν με σοβαρά προβλήματα και αρνήσεις (π.χ. επίκληση αμερικάνικου δικαίου, ενώ δραστηριοποιούνται και σε ευρωπαϊκό έδαφος κλπ).
Δεν θεωρώ ότι υπάρχουν κίνδυνοι για την ελευθερία της έκφρασης, καθώς τα εφαρμοστέα νομοθετήματα περιλαμβάνουν ήδη κανόνες στάθμισης και όχι μονομερείς απαγορεύσεις. Αρκεί οι δικαστές να αντιληφθούν ότι η δίκαιη εφαρμογή του δικαιώματος στη λήθη επιβάλλει ενδελεχή εξέταση όλων των παραγόντων που περιστοιχίζουν μια διαδικτυακή χρήση προσωπικών δεδομένων και να λαμβάνουν υπόψη τα κεκτημένα της νομολογίας όχι μόνο του Δ.Ε.Ε., αλλά και των ανεξάρτητων αρχών που έχουν ασχοληθεί με αυτά τα θέματα, θα έλεγα και της επιστημονικής αρθρογραφίας και θεωρίας που πολλές φορές έχει προηγηθεί της νομοθεσίας και έχει εξετάσει σε βάθος τον αλληλοσυσχετισμό των συγκρουόμενων εννόμων συμφερόντων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου