Με την απόφαση 542/2025 το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών εξέτασε υπόθεση αγωγής εργαζομένου στον τομέα της εστίασης κατά της εργοδότριας εταιρίας του για την ηθική βλάβη που υπέστη από κλειστό κύκλωμα καμερών που λειτουργούσε στον χώρο της εργασίας του.
Στην υπόθεση αυτή εκπροσώπησα τον εργαζόμενο ως πληρεξούσιος δικηγόρος του.
Με την αγωγή μας θέσαμε υπόψη του δικαστηρίου το σύνολο των καμερών που ήταν εγκατεστημένες σε όλους τους χώρους εργασίας από τους οποίους διερχόταν ο εργαζόμενος και επισημάναμε ότι δεν είχε προηγηθεί κατάλληλη ενημέρωσή του σύμφωνα με τον GDPR.
Το Δικαστήριο με την απόφασή του εξέτασε μία προς μία τις κάμερες και τους χώρους βιντεοεπιτήρησης. Έκρινε ότι είναι απαραίτητη η τοποθέτηση προειδοποιητικών πινακίδων ενημέρωσης των εργαζομένων ότι ο κάθε χώρος καταγράφεται. Έκρινε ότι απαγορεύεται ρητώς η χρήση των δεδομένων ως κριτήριο για την αξιολόγηση της συμπεριφοράς και της αποδοτικότητας των εργαζομεών, “καθώς ο διαρκής έλεγχος των χώρων εργασίας με μέσα παρακολούθησης προσβάλλει την αξιοπρέπεια και την ιδιωτικότητα των εργαζομένων”. Έκρινε ότι οι εκπρόσωποι των εργαζομένων πρέπει να ενημερώνονται και να διατυπώνουν γνώμη πριν από την εισαγωγή μεθόδων ελέγχου και παρακολούθησης, καθώς και για τους λόγους που κρίνεται αναγκαια. Έκρινε ότι οι κάμερες που κάλυπταν τα σημεία πώλησης προϊόντων και τα σημεία ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού δεν μπορούσαν να οδηγήσουν σε λεπτομερή παρακολούθηση του ενάγοντος, αλλά εξυπηρετούν τον σκοπό αποτροπής κινδύνων και τους σκοπούς τήρησης κανόνων υγιεινής και ασφάλειας τροφίμων.
Ωστόσο, η κάμερα που παρακολουθούσε από εξωτερικό χώρο το μηχάνημα του κλιματισμού μπορούσε να καταγράψει, μερικώς έστω, το π ρ ό σ ω π ο του εκάστοτε ευρισκόμενου στον απέναντι χώρο της τ ο υ α λ έ τ α ς, σε περίπτωση που το παράθυρο της παραμένει ανοικτό! Ειδικότερα το Δικαστήριο έκρινε ότι “η επαναλαμβανόμενη αίσθηση του ενάγοντος – κάθε φορά που έκανε χρήση της εν λόγω τουαλέτας – ότι πιθανώς βρίσκεται υπό παρακολούθηση, αρκεί αφ’ εαυτής για να στοιχειοθετήσει προσβολή της προσωπικότητάς του, δοθέντων των συνδεομένων με τον χώρο ευλόγως υφισταμένων αυξημένων προσδοκιών προστασίας της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 5 παρ. 1Σ) [βλ. υπ’ αριθμόν 1/2011 Οδηγία της ΑΠΔΠΧ].”
Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν παράνομη η λειτουργία κάμερας που κάλυπτε τον χ ώ ρ ο δ ι α λ ε ί μ μ α τ ο ς των εργαζομένων. Η δικαστική απόφαση αναφέρει σχετικά με αυτό: “Ο προορισμένος για το διάλειμμα των εργαζομένων χώρος της ταράτσας, καταγραφόμενος από κάμερα τοποθετημένη στο εσωτερικό του κτιρίου και στραμμένη προς τη γυάλινη επιφάνεια (τζάμι παραθύρου) που χωρίζει τον εσωτερικό χώρο από την ταράτσα, συνιστά αφενός χώρο που οι εργαζόμενοι, μεταξύ των οποίων ο ενάγων, παραμένουν επί μακρόν, αφετέρου χώρο που αυτοί συνδέουν με αυξημένες προσδοκίες προστασίας της ιδιωτικής ζωής. Έτσι, όπως και στην προαναφερόμενη περίπτωση (της υπ’ αριθμόν 9 κάμερας), τα συλλεγόμενα δεδομένα, μη περιοριζόμενα στον εντός του χώρου της κάμερας εξοπλισμού, είναι περισσότερα από τα αναγκαία και πρόσφορα για τον επιδιωκόμενο σκπό προστασίας της ιδιοκτησίας της εναγομένης. Η τελευταία, για την επίτευξη του σκοπού της επεξεργασίας όφειλε και μπορούσε να καταφύγει σε ηπιότερα και εξίσου αποτελεσματικά μέσα, όπως η τοποθέτηση της κάμερας σε διαφορετική γωνία ή η εγκατάσταση διαχωριστικού στοιχείου που θα απέκλειε την οπτική πρόσβασης προς και από τον εν λόγω χώρο της ταράτσας. Επιπροσθέτως, καίτοι η εναγομένη ισχυρίζεται ότι κάνει χρήση τεχνικού περιορισμού και δη “μαύρου μασκαρίσματος” για το τραπέζι του χώρου ανάπαυλας των εργαζομένων, όπερ επιβεβαιώνει και ο ενόρκως βεβαιώσας ανωτέρω τεχνικός συστήματος ασφαλείας, δεν ανταποκρίνεται στο βάρος απόδειξης περί του αν πρόκειται για μασκάρισμα (masking) σταθερό και μη επεξεργάσιμο. Ειδικότερα, η εναγομένη δεν αποδεικνύει ότι ο αποκλεισμός ζωνών γίνεται από την ίδια την κάμερα (εφαρμογή masking σε επίπεδο firmware ή χρήση κάμερας με ενσωματώμενη σχετική τεχνητή νοημοσύνη) ήτοι πριν η εικόνα φτάσει στο καταγραφικό της (Network Video Recorder – NVR) ή αν αυτή γίνεται μέσω του τελευταίου. Τούτο όμως έχει σημασία, καθώς η τελευταία αυτή περίπτωση συνεπάγεται πλήρη καταγραφή εικόνας και εκ των υστέρων κάλυψη, άλλως ειπείν αφορά στη χρήση τεχνολογιών επικάλυψης των συλλεγόμενων δεδομένων επί της οθόνης προβολής / παρακολούθησης, μέτρο το οποίο μπορεί να αντιστραφεί ή αλλάξει ο υπεύθυνος επεξεργασίας από τις σχετικές ρυθμίσεις του συστήματος, ώστε η εικόνα που λαμβάνεται από τις κάμερες να προβάλλεται στην οθόνη προβολής / παρακολούθησης χωρίς καθόλου κάλυψη ή με κάλυψη άλλων τμημάτων (βλ. ΑΠΔ 23/2025, πρβλ ΑΠΔ 87/2015). Άλλωστε και κατόπιν τουτων, το γεγονός της διαγραφής του υλικού καταγραφής μετά την πάροδο δεκατεσσάρων (14) ημερών δεν αναιρεί τον αδικαιολόγητο περιορισμό της ελευθερίας του ενάγοντος – εργαζομένου, ως εκδήλωση της ακώλυτης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του.”
Σημαντική ήταν η κρίση του Δικαστηρίου σε σχέση και με την παράλειψη αρχικής γραπτής ενημέρωσης του εναγομένου, στοιχείο που κλόνισε το στοιχείο της παρεχόμενης από αυτον συγκατάθεσης. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η έγγραφη ενημέρωση δόθηκε από την εργοδότρια εταιρία στον εργαζόμενη την ίδια ημερομηνία που της επιδόθηκε η ένδικη αγωγή του. Επιπλέον, “λαμβανομένης υπ’ όψιν της υφιστάμενης στη σύμβαση εργασίας εξάρτησης που συνεπάγεται η σχέση εργοδότη – εργαζομένου, καθώς και της εν γένει μη προκύπτουσας εν πλήρει επιγνώσει συγκατάθεσης για την επεξεργασία των δεδομένων η προκείμενη συγκατάθεση του ενάγοντος κρίνεται ανίσχυρη, ήτοι μη προσδίδουσα νόμιμη βάση στην επεξεργασία (βλ. ΑΠΔΠΧ 13/2024, ΤΝΠ ΔΣΑ).” Στο σημείο αυτό δηλαδή, απορρίπτεται ξεκάθαρα η ίδια η έννοια της συγκατάθεσης του εργαζομένου, ακριβώς λόγω της σχέσης εξάρτησης που υπάρχει από τον εργοδότη, έτσι ώστε να μην μπορεί να νοηθεί ως ελεύθερη δήλωση βούλησης, κατά τα οριζόμενα εξάλλου και στον αρ. 43 του GDPR που ορίζει ότι: “για να διασφαλιστεί ότι η συγκατάθεση έχει δοθεί ελεύθερα, η συγκατάθεση δεν θα πρέπει να παρέχει έγκυρη νομική βάση για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, όταν υπάρχει σαφής ανισότητα μεταξύ του υποκειμένου των δεδομένων και του υπευθύνου επεξεργασίας”. Επομένως καμία “συγκατάθεση” εργαζομένου δεν νοείται ως νόμιμη βάση. Μόνη νόμιμη βάση για αυτές τις επεξεργασίες είναι το αυστηρά ελεγχόμενο τυχόν υπέρτερο έννομο συμφέρον του εργοδότη για προστασία των αγαθών της περιουσίας και της ασφάλειας του χώρου εργασίας.
Με βάση αυτό το σκεπτικό, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο εργαζόμενος υπέστη ηθική βλάβη “από τη δια της ψυχικής αναστάτωσης και ταλαιπωρίας του προσβολή των προαναφερομένων δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα”. Για την αποκατάστασή του κρίθηκε με την απόφαση αυτή, “με γνώμονα την αποφυγή της οικονομικής εξουθένωσης της εναγομένης, αλλά και του υπέρμετρου πλουτισμού του ενάγοντος”, ενόψει αφενός του είδους των θιγόμενων αγαθών, του μεγέθους και της έντασης της προσβολής, του βαθμού υπαιτιότητας της εναγομένης και αφετέρου της κοινωνικής και οικονομικής θέσης του ενάγοντος και της ευαίσθητης ψυχικής κατάστασής του κρίθηκε εύλογο και δίκαιο η καταβλητέα χρηματική ικανοποίηση να οριστεί στο ποσό των 15.000 ευρώ έντοκα από την επίδοση της αγωγής.
Επιπλέον, το Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος που πρόβαλε η εναγομένη εργοδότρια με το σκεπτικό ότι ο ενάγων δεν είχε προηγουμένως υποβάλει καταγγελία στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, κρίνοντας ότι μια τέτοια καταγγελία δεν αποτελεί προϋπόθεση εκ του νόμου για την προσφυγή στα πολιτικά δικαστήρια. Υπέρ του εναγομένου επιδικάστηκε επίσης μέρος των δικαστικών του εξόδων. Η απόφαση υπόκειται σε έφεση.