Τα μέλη των ανεξάρτητων αρχών στις σύγχρονες δημοκρατίες επιλέγονται με κοινοβουλευτικές διαδικασίες, είτε από την ολομέλεια του κοινοβουλίου είτε από μία κοινοβουλευτική επιτροπή στην οποία εκπροσωπούνται αναλογικά όλες οι πολιτικές πτέρυγες. Η εμμεσότητα της ανάδειξης δεν θα πρέπει να θεωρείται αλλοίωση του δημοκρατικού χαρακτήρα του πολιτεύματος. Άλλωστε, στις σύγχρονες δημοκρατίες, η αμεσότητα των διαδικασιών επιλογής είναι περισσότερο μια εξαίρεση, παρά ο κανόνας. Η εκλογή του προέδρου της δημοκρατίας ή των εκπροσώπων του κοινοβουλίου δεν σημαίνει αυτόματα άμεση εκλογή της νομοθετικής ή της εκτελεστικής εξουσίας. Η νομοθεσία δεν προέρχεται πλέον αποκλειστικά από ένα κοινοβουλευτικό σώμα, όπως, αντίστοιχα, η σύνθεση της κυβέρνησης είναι αποκλειστικό προνόμιο του προέδρου ή του πρωθυπουργού, δηλαδή του ηγέτη της πλειοψηφίας και όχι του κοινοβουλίου. Οι δικαστές, από την άλλη πλευρά, δεν διορίζονται με άμεσες εκλογικές διαδικασίες.
Αντιθέτως, η επιλογή των μελών των ανεξάρτητων αρχών μέσα από ένα συλλογικό σώμα στο οποίο εκπροσωπούνται όλες οι κοινοβουλευτικές πτέρυγες και η εφαρμογή του κανόνα της αυξημένης πλειοψηφίας για την επιλογή των μελών αποτελεί μια σημαντική εγγύηση για την ευρεία αποδοχή των προσώπων. Ένας Ombudsman (Συνήγορος του Πολίτη) που έχει εκλεγεί με την πλειοψηφία των 4/5 από ένα Κοινοβούλιο δεν μπορεί να θεωρείται λιγότερο δημοκρατικά νομιμοποιούμενος από έναν υπουργό ο οποίος μπορεί επίσης να είναι εξωκοινοβουλευτικός και να βρίσκεται στη θέση του απλώς και μόνο επειδή επιλέχθηκε από τον πρωθυπουργό.
Η ένσταση που αφορά την δημοκρατική νομιμοποίηση των ανεξάρτητων αρχών, όμως, δεν συνδέεται τόσο με την αμεσότητα ή μη της επιλογής τους από το λαό. Συνδέεται περισσότερο με την παραβίαση μιας αντίληψης για τη δημοκρατία, στην οποία η λήψη των αποφάσεων πρέπει να εκπορεύεται αποκλειστικά από τους εκπροσώπους της πλειοψηφίας. Η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, δηλαδή οι εκπρόσωποι της πλειοψηφίας, είναι η μόνη που φέρει την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας και επομένως η μόνη που οφείλει να παίρνει αποφάσεις. Αυτή η αντίληψη για την δημοκρατία παρορά, βεβαίως, τη θεμελιώδη κοινοβουλευτική αρχή ότι η κυβέρνηση οφείλει να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της βουλής, δηλαδή ενός σώματος που δεν αποτελείται μόνο από τους εκπροσώπους της πλειοψηφίας του λαού, αλλά από αιρετά μέλη που αντιστοιχούν στο «αντιπροσωπεύσιμο» (αριθμητικά) φάσμα κάθε πολιτικής έκφρασης. Η μονοκομματική κυβέρνηση αναδυκνύεται συχνότατα από μία μονοκομματική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αλλά αυτό δεν αρκεί για να στοιχειοθετήσει την εξίσωση δημοκρατία=πλειοψηφία σε ένα πολιτειακό σύστημα. Συνταγματικός σκοπός της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας είναι εξ ορισμού η σύνθεση των απόψεων σε ένα καθεστώς πολυφωνίας, όπου η μειοψηφία φυσικά δεν έχει αποφασιστικό ρόλο, αλλά η φωνή της πρέπει να ακούγεται και δύναται να συμβάλει στη λήψη των αποφάσεων (αρχή της συμμετοχής). Μέσα από μία τέτοια οπτική, η ανάδειξη των ανεξάρτητων αρχών, ενόψει πάντα και της ειδικότητας της αποστολής τους, παρουσιάζεται ως συμβατή με την αρχή της συμμετοχικής δημοκρατίας.
Η αρχή της πλειοψηφίας φαίνεται να παραμερίζεται οριστικά και με την ανάδειξη της αρχής της ομοφωνίας. Με βάση την τελευταία, η μόνη αποδεκτή διαδικασία λήψης αποφάσεων είναι κατ’ αρχή η ομοφωνία και μόνο κατ’ εξαίρεση η αυξημένη πλειοψηφία. Αλλά και σε αυτήν την περίπτωση εξαίρεσης, η αυξημένη πλειοψηφία διαμορφώνεται κειμενικά σε ένα πλαίσιο που υπερβαίνει κατά πολύ την κομματική πλειοψηφία. Στην ουσία η αρχή της ομοφωνίας εισάγει το δικαίωμα του veto, το οποίο φαίνεται να ενδυναμώνει ακόμη περισσότερο την αποφασιστική συμβολή της μειοψηφίας στη λήψη των αποφάσεων. Η ανάδειξη των μελών των ανεξάρτητων αυτών, διαμορφώνεται με βάση τον κανόνα της ομοφωνίας ή, κατ’ εξαίρεση, της αυξημένης πλειοψηφίας. Η κατοχύρωση αυτής της αρχής αποτελεί ενδεχομένως το μέλλον για τις σημαντικές αποφάσεις που υπερβαίνουν την καθημερινή ρυθμιστική παραγωγή (βλ. καθιέρωση του κανόνα στο Σύνταγμα της Ευρώπης). Υπάρχει βέβαια και ο κίνδυνος εκβιαστικά διαμορφωμένων πλειοψηφιών.
Αντιθέτως, η επιλογή των μελών των ανεξάρτητων αρχών μέσα από ένα συλλογικό σώμα στο οποίο εκπροσωπούνται όλες οι κοινοβουλευτικές πτέρυγες και η εφαρμογή του κανόνα της αυξημένης πλειοψηφίας για την επιλογή των μελών αποτελεί μια σημαντική εγγύηση για την ευρεία αποδοχή των προσώπων. Ένας Ombudsman (Συνήγορος του Πολίτη) που έχει εκλεγεί με την πλειοψηφία των 4/5 από ένα Κοινοβούλιο δεν μπορεί να θεωρείται λιγότερο δημοκρατικά νομιμοποιούμενος από έναν υπουργό ο οποίος μπορεί επίσης να είναι εξωκοινοβουλευτικός και να βρίσκεται στη θέση του απλώς και μόνο επειδή επιλέχθηκε από τον πρωθυπουργό.
Η ένσταση που αφορά την δημοκρατική νομιμοποίηση των ανεξάρτητων αρχών, όμως, δεν συνδέεται τόσο με την αμεσότητα ή μη της επιλογής τους από το λαό. Συνδέεται περισσότερο με την παραβίαση μιας αντίληψης για τη δημοκρατία, στην οποία η λήψη των αποφάσεων πρέπει να εκπορεύεται αποκλειστικά από τους εκπροσώπους της πλειοψηφίας. Η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, δηλαδή οι εκπρόσωποι της πλειοψηφίας, είναι η μόνη που φέρει την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας και επομένως η μόνη που οφείλει να παίρνει αποφάσεις. Αυτή η αντίληψη για την δημοκρατία παρορά, βεβαίως, τη θεμελιώδη κοινοβουλευτική αρχή ότι η κυβέρνηση οφείλει να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της βουλής, δηλαδή ενός σώματος που δεν αποτελείται μόνο από τους εκπροσώπους της πλειοψηφίας του λαού, αλλά από αιρετά μέλη που αντιστοιχούν στο «αντιπροσωπεύσιμο» (αριθμητικά) φάσμα κάθε πολιτικής έκφρασης. Η μονοκομματική κυβέρνηση αναδυκνύεται συχνότατα από μία μονοκομματική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αλλά αυτό δεν αρκεί για να στοιχειοθετήσει την εξίσωση δημοκρατία=πλειοψηφία σε ένα πολιτειακό σύστημα. Συνταγματικός σκοπός της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας είναι εξ ορισμού η σύνθεση των απόψεων σε ένα καθεστώς πολυφωνίας, όπου η μειοψηφία φυσικά δεν έχει αποφασιστικό ρόλο, αλλά η φωνή της πρέπει να ακούγεται και δύναται να συμβάλει στη λήψη των αποφάσεων (αρχή της συμμετοχής). Μέσα από μία τέτοια οπτική, η ανάδειξη των ανεξάρτητων αρχών, ενόψει πάντα και της ειδικότητας της αποστολής τους, παρουσιάζεται ως συμβατή με την αρχή της συμμετοχικής δημοκρατίας.
Η αρχή της πλειοψηφίας φαίνεται να παραμερίζεται οριστικά και με την ανάδειξη της αρχής της ομοφωνίας. Με βάση την τελευταία, η μόνη αποδεκτή διαδικασία λήψης αποφάσεων είναι κατ’ αρχή η ομοφωνία και μόνο κατ’ εξαίρεση η αυξημένη πλειοψηφία. Αλλά και σε αυτήν την περίπτωση εξαίρεσης, η αυξημένη πλειοψηφία διαμορφώνεται κειμενικά σε ένα πλαίσιο που υπερβαίνει κατά πολύ την κομματική πλειοψηφία. Στην ουσία η αρχή της ομοφωνίας εισάγει το δικαίωμα του veto, το οποίο φαίνεται να ενδυναμώνει ακόμη περισσότερο την αποφασιστική συμβολή της μειοψηφίας στη λήψη των αποφάσεων. Η ανάδειξη των μελών των ανεξάρτητων αυτών, διαμορφώνεται με βάση τον κανόνα της ομοφωνίας ή, κατ’ εξαίρεση, της αυξημένης πλειοψηφίας. Η κατοχύρωση αυτής της αρχής αποτελεί ενδεχομένως το μέλλον για τις σημαντικές αποφάσεις που υπερβαίνουν την καθημερινή ρυθμιστική παραγωγή (βλ. καθιέρωση του κανόνα στο Σύνταγμα της Ευρώπης). Υπάρχει βέβαια και ο κίνδυνος εκβιαστικά διαμορφωμένων πλειοψηφιών.
Στην περίπτωση της εκλογής των προσώπων που στελεχώνουν τις ανεξάρτητες αρχές, η διαδικασία δεν είναι αυτοσκοπός. Αυτοσκοπός είναι η επιλογή προσώπων πραγματικά ευρείας αποδοχής που απολαμβάνουν την έγκριση όχι μόνο μιας τυπικής κομματικής πλειοψηφίας, αλλά την πεποίθηση της κοινωνίας ότι βρίσκονται στην «φυσική» τους θέση.
4 σχόλια:
Επειδή όμως τα πάντα κρίνονται εκ του αποτελέσματος, επειδή οι καλές θεωρητικές προθέσεις δεν αρκούν από μόνες τους (ή όπως ο Μαρογιαλούρος είχε πει στην ταινία: 'Εγώ μπορεί να έχω όλη την καλή διάθεση, αν και δεν είμαι γιατρός, να σου κάνω μια εγχείρηση σκωληκοειδήτιδας. Εσύ θα κάτσεις?') και κυρίως επειδή ανησυχητικά πολλές ανεξάρτητες αρχές τα έχουν κυριολεκτικά σκατώσει (βλέπε ραδιοτηλεοπτικό, αρχή προσ. δεδομένων κλπ κλπ) αυτά που λες έχουν μόνο θεωρητική βάση και το ζήτημα είναι ότι κάτι πρέπει να γίνει με αρχές που προδίδουν τις αρχές της λογικής, εκτίθενται και απαξιώνονται καθημερινά.
Δεν έχουν μόνο θεωρητική βάση. Αν συμφωνήσουμε σε επίπεδο κριτηρίων και γενικών αρχών και αυτές τηρούνται, αποκτούν ένα ουσιαστικό και πρακτικό περιεχόμενο που σχετίζεται με την ποιότητα της εξουσίας.
Είμαστε σίγουροι ότι το πρόβλημα είναι θεσμικό και όχι πρόβλημα προσώπων; Και τι θα πει "πολλές αρχές τα έχουν σκατώσει", όταν αναφερόμαστε μόνο συγκεκριμένες αποφάσεις; Έχεις υπόψη σου όλη την πορεία του ΕΣΡ από το 1989 ή αναφέρεσαι στην απόφαση του Μπεστ ή γενικά των δύο τελευταίων ετών. Και εγώ έχω σοβαρές διαφωνίες για ορισμένες αποφάσεις της Αρχής Προστασίας Δεδομένων, αλλά θεωρώ κριτήριο δημοκρατικότητας μιας κοινωνίας να διαθέτει μια τέτοια αρχή που προστατεύει την έλλογη διαχείριση των πληροφοριών από τους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς. Η Τουρκία π.χ. δεν έχει ακόμη τέτοια Αρχή και το κατά πόσον θα κριθεί ότι συμμορφώνεται με το κοινοτικό κεκτημένο προϋποθέτει την ίδρυση ενός τέτοιου θεσμού. Το θέμα είναι ότι τέτοιες ανεξάρτητες αρχές σε ανελεύθερα καθεστώτα, όταν πραγματικά είναι ανεξάρτητες, δημιουργούν συνθήκες για ομαλή μετάβαση στην Δημοκρατία. Ένα πολύ συνηθισμένο παράδειγμα που αναφέρεται είναι η δράση της Συνηγόρου του Πολίτη στην Πολωνία, επί καθεστώς Γιαρουζέλσκι. Η κυβέρνηση ίδρυσε το θεσμό για να ρίξει στάχτη στα μάτια, αλλά η Συνήγορος αποδείχθηκε εξαιρετικά δυναμική και έχοντας λάβει απόλυτα στα σοβαρά την αποστολή της.
Συμφωνώ με το πνεύμα της παρέμβασης του Ultrasonic15. Το πρόβλημα στην Ελλάδα δεν είναι κυρίως θεσμικό, αλλά πολιτικό. Ο δημόσιος βίος ελέγχεται από ένα αστερισμό διοικητικών και επιχειρηματικών μαφιών που ενεργούν ανεξάρτητα μεν αλλά συμπράττουν μη σχεδιασμένα επιδεικνύοντας μία "swarm intelligence" κατά της δημοκρατίας. Τα πολιτικά κόμματα είναι ποιοτικά πολύ χαμηλού επιπέδου και διαβρωμένα για να αντιδράσουν. ΤΟ ΕΣΡ και ΕΕΤΤ δεν ανταποκριθηκαν στις απαιτήσεις γιατί τα βάζουν με ιδιωτικά και κρατικά συμφέροντα αντιστοίχως. Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων λειτουργεί με βάση ένα βαθύτατα αντιδημοκρατικό νόμο που προβλέπει μιά εφιαλτική δυστοπία ιδιωτών βόρειου τύπου χωρίς δημόσιο βίο. Η μόνη επιτυχημένη αρχή είναι ο Συνήγορος του Πολίτη που είναι ουσιαστικά το ΚΕΠ για τις εισαγγελίες που δεν κάνουν ούτε το 10% του καθήκοντος τους. Και πέτυχε γιατί βρίσκονται ατέλειωτες διοικητικές παρανομίες που βγάζουν μάτι. Αν βάλετε κανένα δύσκολο στον Συνήγορο το κάνει γαργάρα.
Πολύ καλό το παράδειγμα της Πολωνίας, τώρα που επισημάνθηκε νομίζω ότι οι εμπλεκόμενοι και διαπλεκόμενοι θα φροντίσουν να μην γίνουν τέτοια λάθη εδώ. Υπάρχουν τόσοι μέτριοι οσφυοκάμπτες και εν ανάγκη τίμιοι ανίκανοι ώστε οι κομματικές ομοφωνίες θα βρούν τα σωστά άτομα να στελεχώσουν τις όποιες αρχές.
Επιφυλάσσομαι για τον "αντιδημοκρατικό" νόμο που εφαρμόζει η Αρχή Προστασίας Δεδομένων. Πρώτη σημείωση, η σημαντική στροφή στη νομολογία της στην υπόθεση της κρίσης στη Δικαιοσύνη και την Εκκλησία, όταν δηλαδή θεώρησε ότι ειναι νόμιμη η προβολή ακόμη και ερωτικών σκηνών ιεραρχών, επειδή ο ιδιωτικός τους βίος δεν θα πρέπει να περιλαμβάνει στοιχεία ερωτικότητας, αφού έχουν εκούσια παραιτηθεί από αυτήν με τον όρκο τους (έχω σοβαρές διαφωνίες, αλλά δεν είναι επί του παρόντος). Πάντως διαφωνώ ότι ο Ν.2472/1997 είναι αντιδημοκρατικός. Ίσως να είναι λίγο πατερναλιστικός σε ένα σημείο σχετικά με την επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων όπου δεν αρκεί η συγκατάθεση του υποκειμένου, αλλά χρειάζεται και άδεια της Αρχής.
Δημοσίευση σχολίου