Την γνωστή υπόθεση του Δημάρχου ο οποίος υπέβαλε ανήθικες προτάσεις σε ενδιαφερόμενη για εύρεση εργασίας, η οποία τελικά μαγνητοσκόπησε τον Δήμαρχο και έστειλε το υλικό σε τηλεοπτική εκπομπή εκδίκασε το Συμβούλιο της Επικρατείας. Το ζήτημα που τέθηκε στο ΣτΕ ήταν η βασιμότητα του πειθαρχικού παραπτώματος του δημάρχου (παράβαση καθήκοντος), αν δεν ληφθεί υπόψη το αποδεικτικό μέσο της βιντεοταινίας.
Κατά τη γνώμη του τμηματος του ΣτΕ, όχι μόνο οι ιδιώτες αλλά και τα δημόσια πρόσωπα, όπως είναι οι δημοτικοί άρχοντες οι οποίοι εκλέγονται με άμεση ψηφοφορία από το λαό, έχουν δικαίωμα προστασίας και σεβασμού της ιδιωτικής τους ζωής σε βαθμό τέτοιο ώστε να διασφαλίζεται και σε αυτά μία σφαίρα «ιδιωτικότητας», ενώ στον πυρήνα της προστατευόμενης από το Σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις ιδιωτικής ζωής του ατόμου ανήκει αναμφίβολα και η ερωτική του ζωή (βλ. Σ.τ.Ε. 3545/2002, 554/2003 επταμ.).
Η απόφαση 3922/2005 (24 Νοεμβρίου 2005) έκρινε πάντως ότι λόγω της σπουδαιότητας της υπόθεσης, αυτή πρέπει να κριθεί από την Ολομέλεια του ΣτΕ.
«Επειδή, από τα εν γένει αποδεικτικά στοιχεία του πειθαρχικού φακέλου της υποθέσεως, ο οποίος απεστάλη στο Συμβούλιο της Επικρατείας, χωρίς δηλαδή να ληφθεί υπόψη η επίμαχη μη αποσταλείσα μαγνητοσκοπημένη ταινία (πρβλ. απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 12.7.1988, Schenk κατά Ελβετίας, σελ. 48), το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν αποδεικνύονται τα περιστατικά που συνιστούν την πραγματική βάση του αποδιδόμενου στον προσφεύγοντα πειθαρχικού παραπτώματος. Συγκεκριμένα, δεν αποδεικνύεται, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από τον προσφεύγοντα, ότι το ενδιαφέρον που αυτός επέδειξε για την ανεύρεση εργασίας, και μάλιστα στον ιδιωτικό τομέα, στην Μ. Β. εξαρτήθηκε από την σύναψη εκ μέρους της τελευταίας ερωτικών σχέσεων μαζί του. Μόνοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της Μ. Β. μη στηριζόμενοι σε κανένα αποδεικτικό μέσο (μαρτυρικές καταθέσεις κλπ.) δεν αρκούν για να αποδοθεί πειθαρχική ευθύνη στον προσφεύγοντα Δήμαρχο Αλμυρού σχετικά με την εκμετάλλευση της ιδιότητας του ως δημοτικού άρχοντα κατά τρόπο ώστε να θίγεται καίρια το κύρος του αξιώματος του, κατά τα ήδη εκτεθέντα. Περαιτέρω, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι η Μ. Β. είχε οικειοθελώς δεχθεί να μετάσχει ως υποψήφια στο ψηφοδέλτιο του προσφεύγοντος, ως υποψηφίου Δημάρχου για το Δήμο Αλμυρού στις τελευταίες δημοτικές εκλογές, επιδιώκουσα την μετά τις εκλογές αυτές βοήθεια του προσφεύγοντος ως Δημάρχου προκειμένου να εργασθεί. Μετά δε τις εκλογές αυτές και την εκ νέου ανάδειξη του προσφεύγοντος σε Δήμαρχο Αλμυρού, με μεσολάβηση του, η Μ. Β. διορίσθηκε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου δύο διοικητικών συμβουλίων δημοτικών νομικών προσώπων του Δήμου Αλμυρού, ήτοι της Δημοτικής Επιχείρησης Υδρεύσεως και Αποχετεύσεως Αλμυρού και της Επιχείρησης Ανάπτυξης του Δήμου Αλμυρού. Η απασχόληση, όμως, αυτή δεν την ικανοποίησε και «χολώθηκε γιατί προσελήφθη στη ΣΟΒΕΛ η νύφη του αντιδημάρχου» (βλ. καταθέσεις της ιδίας και της μάρτυρος Δ. Κ. στις 10.6.2004 ενώπιον του Συμβουλίου του άρθρου 185 του Π.Δ/τος της 410/95). Ακολούθησε η, με πρωτοβουλία της, συνάντηση με το Δήμαρχο στο γραφείο του στις 16.3.2004 και η εκδήλωση εκ μέρους της ερωτικού ενδιαφέροντος για συνεύρεση μαζί του. Την επομένη 17.3.2004 συναντήθηκαν, πράγματι, σε ιδιωτικό χώρο του προσφεύγοντος στο Βόλο και τα συμβάντα κατά τη συνάντηση αυτή μαγνητοσκοπήθηκαν, εν αγνοία αυτού, μετά από προσυνεννόηση της Μ. Β. με δημοσιογράφους και προβλήθηκαν από τον τηλεοπτικό σταθμό ALTER στις 29.4.2004. Κατά τη γνώμη όμως του συμβούλου Α. Κ., από τα ανωτέρω στοιχεία (αναφορά της Μ. Β. και μαρτυρικές καταθέσεις ενώπιον του Συμβουλίου του άρθρου 185 παρ. 2 του Δ.Κ.Κ.) αποδεικνύεται, εν όψει και της φύσεως του αποδεικτέου θέματος, η πραγματική βάση του πειθαρχικού παραπτώματος της σοβαρής παράβασης καθήκοντος που αποδόθηκε στον προσφεύγοντα. Ειδικότερα, η επιδίωξη από τον προσφεύγοντα της σύναψης ερωτικών σχέσεων με την Μ. Β. προκύπτει από την παραδοχή του ιδίου ότι η κατά τ' ανωτέρω συνάντηση του με τη Μ. Β. σε διαμέρισμα του στο Βόλο έγινε με σκοπό την ερωτική συνεύρεση. Το ότι δε τούτο έγινε με την εκμετάλλευση της ιδιότητας του δημάρχου και την απορρέουσα από την ιδιότητα αυτή δυνατότητα του για μεσολάβηση προς εξεύρεση μόνιμης απασχόλησης σ' αυτήν προκύπτει επαρκώς από την αναφορά και την κατάθεση της Μ. Β. και από τις καταθέσεις των ως άνω δύο μαρτύρων, οι οποίοι κατέθεσαν ότι ο προσφεύγων κατέβαλε πράγματι προσπάθειες για ανεύρεση εργασίας σ' αυτήν. (…)
Επειδή, εν προκειμένω, η κατά τ' ανωτέρω μαγνητοσκόπηση της συνάντησης, που είχε ο προσφεύγων με την Μ. Β. στις 17.3.2004 σε ιδιωτικό του χώρο στο Βόλο που είχε ως σκοπό την ερωτική συνεύρεση, έγινε κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 9 παρ. 1 του Συντάγματος, που προστατεύει την ιδιωτική ζωή του ατόμου, στον πυρήνα της οποίας ανήκει και η ερωτική του ζωή, και του 370Α παρ. 2 του Ποινικού Κώδικα, τη σχετική, όμως, μαγνητοσκοπημένη ταινία θα μπορούσε να προσκομίσει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 370Α παρ. 4 του Ποινικού Κώδικα, στα αρμόδια πειθαρχικά όργανα μόνον ο προσφεύγων και όχι οποιοσδήποτε άλλος, αφού μόνον αυτός μπορεί κατά νόμο να μετάσχει στην πειθαρχική διαδικασία ως εγκαλούμενος. Συνεπώς, αφού όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο προσφεύγων δεν προσεκόμισε την εν λόγω μαγνητοσκοπημένη ταινία, αυτή δεν μπορεί νομίμως να ληφθεί υπόψη ως αποδεικτικό μέσο και, ως εκ τούτου, δεν συντρέχει νόμιμος λόγος να διαταχθεί η προσκόμιση της ώστε να εκτιμηθεί και αυτή από το Δικαστήριο, προκειμένου τούτο να διαμορφώσει με βάση και το στοιχείο αυτό δικανική πεποίθηση για την απόδειξη της διάπραξης από τον προσφεύγοντα του πειθαρχικού παραπτώματος που του αποδόθηκε.»
Η απόφαση εισάγει μια τομή στην αποδεικτική διαδικασία του πειθαρχικού δικαίου, αφού κρίνει ότι η απόδειξη της παράβασης καθήκοντος από δόλο ενός δημάρχου, ως έννομο αγαθό δεν είναι τόσο σημαντικό ώστε να καμφθεί η συνταγματική απαγόρευση της χρήσης παράνομα αποκτηθέντος αποδεικτικού μέσου. Η τελευταία απαγόρευση δεν είναι απόλυτη (παρά τη γραμματική της διατύπωση στο άρθρο 19§3 Σ.), αλλά κάμπτεται σε περιπτώσεις διακύβευσης μείζονος σημασίας έννομων αγαθών (όπως π.χ. η ζωή), οπότε αν το παράνομο αποδεικτικό μέσο είναι το μόνο διαθέσιμο μπορεί να χρησιμοποιηθεί, σύμφωνα και με την αγόρευση Βενιζέλου κατά τη διάρκεια της Αναθεώρησης του Συντάγματος, στην οποία ρητά παραπέμπει η απόφαση.
Κατά τη γνώμη του τμηματος του ΣτΕ, όχι μόνο οι ιδιώτες αλλά και τα δημόσια πρόσωπα, όπως είναι οι δημοτικοί άρχοντες οι οποίοι εκλέγονται με άμεση ψηφοφορία από το λαό, έχουν δικαίωμα προστασίας και σεβασμού της ιδιωτικής τους ζωής σε βαθμό τέτοιο ώστε να διασφαλίζεται και σε αυτά μία σφαίρα «ιδιωτικότητας», ενώ στον πυρήνα της προστατευόμενης από το Σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις ιδιωτικής ζωής του ατόμου ανήκει αναμφίβολα και η ερωτική του ζωή (βλ. Σ.τ.Ε. 3545/2002, 554/2003 επταμ.).
Η απόφαση 3922/2005 (24 Νοεμβρίου 2005) έκρινε πάντως ότι λόγω της σπουδαιότητας της υπόθεσης, αυτή πρέπει να κριθεί από την Ολομέλεια του ΣτΕ.
«Επειδή, από τα εν γένει αποδεικτικά στοιχεία του πειθαρχικού φακέλου της υποθέσεως, ο οποίος απεστάλη στο Συμβούλιο της Επικρατείας, χωρίς δηλαδή να ληφθεί υπόψη η επίμαχη μη αποσταλείσα μαγνητοσκοπημένη ταινία (πρβλ. απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 12.7.1988, Schenk κατά Ελβετίας, σελ. 48), το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν αποδεικνύονται τα περιστατικά που συνιστούν την πραγματική βάση του αποδιδόμενου στον προσφεύγοντα πειθαρχικού παραπτώματος. Συγκεκριμένα, δεν αποδεικνύεται, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από τον προσφεύγοντα, ότι το ενδιαφέρον που αυτός επέδειξε για την ανεύρεση εργασίας, και μάλιστα στον ιδιωτικό τομέα, στην Μ. Β. εξαρτήθηκε από την σύναψη εκ μέρους της τελευταίας ερωτικών σχέσεων μαζί του. Μόνοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της Μ. Β. μη στηριζόμενοι σε κανένα αποδεικτικό μέσο (μαρτυρικές καταθέσεις κλπ.) δεν αρκούν για να αποδοθεί πειθαρχική ευθύνη στον προσφεύγοντα Δήμαρχο Αλμυρού σχετικά με την εκμετάλλευση της ιδιότητας του ως δημοτικού άρχοντα κατά τρόπο ώστε να θίγεται καίρια το κύρος του αξιώματος του, κατά τα ήδη εκτεθέντα. Περαιτέρω, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι η Μ. Β. είχε οικειοθελώς δεχθεί να μετάσχει ως υποψήφια στο ψηφοδέλτιο του προσφεύγοντος, ως υποψηφίου Δημάρχου για το Δήμο Αλμυρού στις τελευταίες δημοτικές εκλογές, επιδιώκουσα την μετά τις εκλογές αυτές βοήθεια του προσφεύγοντος ως Δημάρχου προκειμένου να εργασθεί. Μετά δε τις εκλογές αυτές και την εκ νέου ανάδειξη του προσφεύγοντος σε Δήμαρχο Αλμυρού, με μεσολάβηση του, η Μ. Β. διορίσθηκε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου δύο διοικητικών συμβουλίων δημοτικών νομικών προσώπων του Δήμου Αλμυρού, ήτοι της Δημοτικής Επιχείρησης Υδρεύσεως και Αποχετεύσεως Αλμυρού και της Επιχείρησης Ανάπτυξης του Δήμου Αλμυρού. Η απασχόληση, όμως, αυτή δεν την ικανοποίησε και «χολώθηκε γιατί προσελήφθη στη ΣΟΒΕΛ η νύφη του αντιδημάρχου» (βλ. καταθέσεις της ιδίας και της μάρτυρος Δ. Κ. στις 10.6.2004 ενώπιον του Συμβουλίου του άρθρου 185 του Π.Δ/τος της 410/95). Ακολούθησε η, με πρωτοβουλία της, συνάντηση με το Δήμαρχο στο γραφείο του στις 16.3.2004 και η εκδήλωση εκ μέρους της ερωτικού ενδιαφέροντος για συνεύρεση μαζί του. Την επομένη 17.3.2004 συναντήθηκαν, πράγματι, σε ιδιωτικό χώρο του προσφεύγοντος στο Βόλο και τα συμβάντα κατά τη συνάντηση αυτή μαγνητοσκοπήθηκαν, εν αγνοία αυτού, μετά από προσυνεννόηση της Μ. Β. με δημοσιογράφους και προβλήθηκαν από τον τηλεοπτικό σταθμό ALTER στις 29.4.2004. Κατά τη γνώμη όμως του συμβούλου Α. Κ., από τα ανωτέρω στοιχεία (αναφορά της Μ. Β. και μαρτυρικές καταθέσεις ενώπιον του Συμβουλίου του άρθρου 185 παρ. 2 του Δ.Κ.Κ.) αποδεικνύεται, εν όψει και της φύσεως του αποδεικτέου θέματος, η πραγματική βάση του πειθαρχικού παραπτώματος της σοβαρής παράβασης καθήκοντος που αποδόθηκε στον προσφεύγοντα. Ειδικότερα, η επιδίωξη από τον προσφεύγοντα της σύναψης ερωτικών σχέσεων με την Μ. Β. προκύπτει από την παραδοχή του ιδίου ότι η κατά τ' ανωτέρω συνάντηση του με τη Μ. Β. σε διαμέρισμα του στο Βόλο έγινε με σκοπό την ερωτική συνεύρεση. Το ότι δε τούτο έγινε με την εκμετάλλευση της ιδιότητας του δημάρχου και την απορρέουσα από την ιδιότητα αυτή δυνατότητα του για μεσολάβηση προς εξεύρεση μόνιμης απασχόλησης σ' αυτήν προκύπτει επαρκώς από την αναφορά και την κατάθεση της Μ. Β. και από τις καταθέσεις των ως άνω δύο μαρτύρων, οι οποίοι κατέθεσαν ότι ο προσφεύγων κατέβαλε πράγματι προσπάθειες για ανεύρεση εργασίας σ' αυτήν. (…)
Επειδή, εν προκειμένω, η κατά τ' ανωτέρω μαγνητοσκόπηση της συνάντησης, που είχε ο προσφεύγων με την Μ. Β. στις 17.3.2004 σε ιδιωτικό του χώρο στο Βόλο που είχε ως σκοπό την ερωτική συνεύρεση, έγινε κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 9 παρ. 1 του Συντάγματος, που προστατεύει την ιδιωτική ζωή του ατόμου, στον πυρήνα της οποίας ανήκει και η ερωτική του ζωή, και του 370Α παρ. 2 του Ποινικού Κώδικα, τη σχετική, όμως, μαγνητοσκοπημένη ταινία θα μπορούσε να προσκομίσει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 370Α παρ. 4 του Ποινικού Κώδικα, στα αρμόδια πειθαρχικά όργανα μόνον ο προσφεύγων και όχι οποιοσδήποτε άλλος, αφού μόνον αυτός μπορεί κατά νόμο να μετάσχει στην πειθαρχική διαδικασία ως εγκαλούμενος. Συνεπώς, αφού όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο προσφεύγων δεν προσεκόμισε την εν λόγω μαγνητοσκοπημένη ταινία, αυτή δεν μπορεί νομίμως να ληφθεί υπόψη ως αποδεικτικό μέσο και, ως εκ τούτου, δεν συντρέχει νόμιμος λόγος να διαταχθεί η προσκόμιση της ώστε να εκτιμηθεί και αυτή από το Δικαστήριο, προκειμένου τούτο να διαμορφώσει με βάση και το στοιχείο αυτό δικανική πεποίθηση για την απόδειξη της διάπραξης από τον προσφεύγοντα του πειθαρχικού παραπτώματος που του αποδόθηκε.»
Η απόφαση εισάγει μια τομή στην αποδεικτική διαδικασία του πειθαρχικού δικαίου, αφού κρίνει ότι η απόδειξη της παράβασης καθήκοντος από δόλο ενός δημάρχου, ως έννομο αγαθό δεν είναι τόσο σημαντικό ώστε να καμφθεί η συνταγματική απαγόρευση της χρήσης παράνομα αποκτηθέντος αποδεικτικού μέσου. Η τελευταία απαγόρευση δεν είναι απόλυτη (παρά τη γραμματική της διατύπωση στο άρθρο 19§3 Σ.), αλλά κάμπτεται σε περιπτώσεις διακύβευσης μείζονος σημασίας έννομων αγαθών (όπως π.χ. η ζωή), οπότε αν το παράνομο αποδεικτικό μέσο είναι το μόνο διαθέσιμο μπορεί να χρησιμοποιηθεί, σύμφωνα και με την αγόρευση Βενιζέλου κατά τη διάρκεια της Αναθεώρησης του Συντάγματος, στην οποία ρητά παραπέμπει η απόφαση.
Το θέμα θα λυθεί οριστικά από την Ολομέλεια του ΣτΕ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου