http://www.enet.gr/online/online_text/c=110,id=55548568
Είναι κάθε δικαίωμά του και μπορεί να υποστηρίζει ό,τι θέλει. Όταν όμως χρησιμοποιεί συνταγματολογικά επιχειρήματα για να θεμελιώσει την υποτιθέμενη απαγόρευση , δηλαδή την αντισυνταγματικότητα της ίδρυσης, πρέπει να έχει υπόψη του ότι εκτίθεται στην δημόσια κριτική. Γεγονός που μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα επαχθές λόγω της ιδιότητάς του ως καθηγητής, όχι τόσο για τον ίδιο, όσο για την εικόνα που αποκτά η κοινή γνώμη για την επιστήμη του συνταγματικού δικαίου.
Ο Μανιτάκης προσπαθεί να υποστηρίξει ότι η ανάθεση του ελέγχου της συνταγματικότητας σε ένα κεντρικό δικαστικό όργανο μέσα από μία αναθεώρηση του συντάγματος δεν είναι επιτρεπτή. Κι αυτό διότι (δική του διατύπωση, σύμφωνα με το άρθρο που παραπέμπεται εδώ) “προσκρούει και αντίκειται στη δικαιοδοτική μορφή του πολιτεύματος, δηλαδή σε θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος και άρα είναι συνταγματικώς ανεπίτρεπτη”. Αναφέρει επίσης ότι η ίδρυση ΣΔ προσκρούει στην αρχή της διάκρισης των λειτουργιών (άρθρο 26).
Ο Καθηγητής παραπέμπει εμμέσως στο άρθρο 110§1 του Συντάγματος, περί μη αναθεωρήσιμων διατάξεων. Με το άρθρο αυτό πράγματι απαγορεύεται η αναθεώρηση των διατάξεων “που καθορίζουν τη βάση και την μορφή του Πολιτεύματος ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας”. Αυτό είναι το γενικό τμήμα της απαγόρευσης, όπου χωρίς να απαριθμούνται συγκεκριμένα άρθρα του συντάγματος, το ίδιο το Σύνταγμα “κλειδώνει” την αναθεώρηση των δομικών συστατικών του πολιτεύματος.
[Υπενθυμίζεται εδώ ότι αυτό δεν εμπόδισε τον αναθεωρητικό νομοθέτη να εκτοπίσει τη διάταξη κατά την οποία ο Πρόεδρος της δημοκρατίας κυρώνει τους νόμους του κράτους, ότι μπορεί να διαλύσει τη Βουλή όταν αυτή βρίσκεται σε προφανή δυσαρμονία με το λαϊκό αίσθημα και ότι μπορεί να προκηρύξει δημοψήφισμα για κρίσιμο εθνικό θέμα. Επίσης καταργήθηκε το "Συμβούλιο της Δημοκρατίας", ένα όργανο που αποτελείτο από τους ηγέτες κυβέρνησης, αντιπολίτευσης και διατελέσαντες προέδρους και πρωθυπουργούς το οποίο θα επικουρούσε τον ΠτΔ στις αρμοδιότητές του. Αυτές οι διατάξεις θεωρήθηκε ότι δεν καθορίζουν την βάση και την μορφή του πολιτεύματος, σύμφωνα με τον αναθεωρητικό νομοθέτη του 1986. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι επιστημονιά ορθό, υπάρχει ήδη ένα "δεδικασμένο" που επιτρέπει την πολύ στενή προσέγγιση της έννοιας "διατάξεις που καθορίζουν την βάση και την μορφή του πολιτεύματος". Γι' αυτό παλαιότερα είχα υποστηρίξει ότι και η άμεση εκλογή του ΠτΔ δεν θα επηρεάσει την μορφή του πολιτεύματος ως προεδρευόμενης δημοκρατίας, αφού χωρίς αναθεώρηση των αρμοδιοτήτων του ΠτΔ δεν υπάρχει μετάβαση σε "προεδρικό" ή "ήμι-προεδρικό" σύστημα.]
Στο επόμενο εδάφιο, το 110 αναφέρει και συγκεκριμένα άρθρα που δεν πρέπει να αναθεωρηθούν: 2§1 (σεβασμος και προστασία της ανθρώπινης αξίας), 4§1,4,7 (ισότητα), 5§1 και 3 (προστασία της ελεύθερης ανάπτυξης προσωπικότητας), 13§1 (ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης) και 26 (διάκριση των λετουργιών). Αυτά είναι όλα κι όλα που ΔΕΝ επιτρέπεται να αναθεωρηθούν.
[Υπενθυμίζεται εδώ ότι αυτό δεν εμπόδισε τον αναθεωρητικό νομοθέτη να εκτοπίσει τη διάταξη κατά την οποία ο Πρόεδρος της δημοκρατίας κυρώνει τους νόμους του κράτους, ότι μπορεί να διαλύσει τη Βουλή όταν αυτή βρίσκεται σε προφανή δυσαρμονία με το λαϊκό αίσθημα και ότι μπορεί να προκηρύξει δημοψήφισμα για κρίσιμο εθνικό θέμα. Επίσης καταργήθηκε το "Συμβούλιο της Δημοκρατίας", ένα όργανο που αποτελείτο από τους ηγέτες κυβέρνησης, αντιπολίτευσης και διατελέσαντες προέδρους και πρωθυπουργούς το οποίο θα επικουρούσε τον ΠτΔ στις αρμοδιότητές του. Αυτές οι διατάξεις θεωρήθηκε ότι δεν καθορίζουν την βάση και την μορφή του πολιτεύματος, σύμφωνα με τον αναθεωρητικό νομοθέτη του 1986. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι επιστημονιά ορθό, υπάρχει ήδη ένα "δεδικασμένο" που επιτρέπει την πολύ στενή προσέγγιση της έννοιας "διατάξεις που καθορίζουν την βάση και την μορφή του πολιτεύματος". Γι' αυτό παλαιότερα είχα υποστηρίξει ότι και η άμεση εκλογή του ΠτΔ δεν θα επηρεάσει την μορφή του πολιτεύματος ως προεδρευόμενης δημοκρατίας, αφού χωρίς αναθεώρηση των αρμοδιοτήτων του ΠτΔ δεν υπάρχει μετάβαση σε "προεδρικό" ή "ήμι-προεδρικό" σύστημα.]
Στο επόμενο εδάφιο, το 110 αναφέρει και συγκεκριμένα άρθρα που δεν πρέπει να αναθεωρηθούν: 2§1 (σεβασμος και προστασία της ανθρώπινης αξίας), 4§1,4,7 (ισότητα), 5§1 και 3 (προστασία της ελεύθερης ανάπτυξης προσωπικότητας), 13§1 (ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης) και 26 (διάκριση των λετουργιών). Αυτά είναι όλα κι όλα που ΔΕΝ επιτρέπεται να αναθεωρηθούν.
Παρ' όλ' αυτά, ο καθηγητής Μανιτάκης λέει ότι δεν επιτρέπεται από το Σύνταγμα η ίδρυση ΣΔ.
- Ο καθηγητής λέει ότι η ίδρυση ΣΔ προσκρούει στη δικαιοδοτική μορφη του πολιτεύματος και γι’ αυτό το λόγο δεν επιτρέπεται (προφανώς λόγω 110§1). Όμως το άρθρο 110§1 δεν αναφέρεται σε καμία “δικαιοδοτική μορφή του πολιτεύματος” (νεολογισμός), αλλά στις δομικές του πολιτεύματος διατάξεις, ως προς τη ΜΟΡΦΗ του, ως προς δηλ. το χαρακτήρα του ως: 1. Προεδρευόμενη, 2. Κοινοβουλευτική, 3. Δημοκρατία. Η μορφή και η δομή αυτή δεν επηρεάζεται από το αν ο έλεγχος της συνταγματικότητας είναι διάχυτος ή κεντρικός.
- Ο καθηγητής λέει ότι η ίδρυση ΣΔ προσκρούει σε “θεμελιώδεις διατάξεις του συντάγματος”. Μα κάθε διάταξη του συντάγματος είναι εξ ορισμού θεμελιώδης, λόγω της φύσης του Συντάγματος ως lex fundamentalis (το γερμανικό σύνταγμα λέγεται "Θεμελιώδης Νόμος"). Κάθε διάταξή του είναι ένα αυτοσκοπός της πολιτείας . Εφόσον η αναθεώρηση συνταγματικών διατάξεων επιτρέπεται, το “θεμελιώδες” ή μη του χαρακτήρα τους δεν μπορεί να συνδεθεί με απαγορευτικά επιχειρήματα, εκτός αν μιλάμε για τις κατηγορίες του άρθρου 110§1.
- Ο καθηγητής λέει ότι η ίδρυση ΣΔ προσκρούει στην αρχή της διάκρισης των λειτουργιών. Μα η αρχή αυτή, ως προς τη δικαιοσύνη που μας αφορά εδώ, αναφέρει ότι η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια. Το αν ο έλεγχος της συνταγματικότητας από αυτά είναι εμπίπτων ή διάχυτος δεν σημαίνει ότι θα μετατεθεί η δικαστική λειτουργία στις άλλες δύο λειτουργίες. Ούτε αναφέρει το σύνταγμα ότι τα μόνα όργανα που μπορούν να ελέγχουν την συνταγματικότητα είναι τα δικαστήρια: το κάνει και η Βουλή για τα interna corporis της (βλ. ψήφος Αλευρά και χρόνοι παραγραφής των υπουργικών αδικημάτων), το κάνει ο Πρόεδρος της Δημορατίας εκδίδοντας τους νόμους. Και εν πάσει περιπτώσει, ως προς αυτό το θέμα η προηγούμενη αναθεώρηση ήταν πολύ πιο δραστική, εισάγοντας και τον θεσμό των ανεξάρτητων αρχών στο Σύνταγμα, οι οποίες επίσης προβαίνουν σε έλεγχο συνταγματικότητας, χωρίς να “πάθει” τίποτα το άρθρο 26, το οποίο πλέον ερμηνεύεται κάπως πιο λειτουργικά και με την ευρύτητα που επιβάλλει ένα μη φορμαλιστικό κράτος δικαίου [βλ. επ' αυτού Βιδάλη "Τυπική ή ουσιαστική διάκριση των λειτουργιών; Το θεμέλιο των ανεξάρτητων αρχών στο Σύνταγμα",http://tosyntagma.ant-sakkoulas.gr/theoria/item.php?id=936) .
Εντυπωσιάζει επίσης, πως ο Καθηγητής ξεπερνά ότι ήδη οι συγκρούσεις ανάμεσα σε ανώτατα δικαστήρια ως προς τη συνταγματικότητα λύνονται (εδώ και 30 χρόνια) από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (περίπτωση κεντρικού και τελικού ελέγχου συνταγματικότητας) και ότι τα τμήματα των Ανώτατων Δικαστηρίων έχουν την υποχρέωση να παραπέμπουν ζητήματα συνταγματικότητας στις Ολομέλειες (το οποίο θεσπίστηκε με την προηγούμενη αναθεώρηση, το 2001). Εκεί πως και δεν υπήρχε θέμα “διάκρισης λειτουργιών” κλπ, όταν ο Ειρηνοδίκης, ο Πρωτοδίκης και ο Εφέτης μπορούν να ελέγχουν συνταγματικότητα, αλλά ο Σύμβουλος της Επικρατείας, ο Αρεοπαγίτης και ο Σύμβουλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ΔΕΝ μπορούν (σε ένα σύστημα διάχυτου ελέγχου) και οφείλουν να παραπέμψουν το θέμα στην Ολομέλεια;
Πως και δεν μας λέτε κ. Καθηγητά ότι πρέπει να επανέλθουμε στο καθεστώς προ του 2001, αφού είστε τόσο υπέρ του διάχυτου;
Υποσημείωση: ο κ. Μανιτάκης εκδήλωσε την αντίθεσή του στην κυβερνητική εξαγγελία 2 βδομάδες μετά την ολοκλήρωση των εργασιών της επιτροπής σοφών για το απόρρητο, στην οποία συμμετείχε ύστερα από πρόσκληση του πρωθυπουργού. Να τα είπε άραγε και στον ίδιο τον πρωθυπουργό; Και αν ναι, γιατί άργησε τόσο πολύ να τα πει και στην Ελευθεροτυπία; Η συζήτηση έχει ανοίξει εδώ και μήνες...
Πως και δεν μας λέτε κ. Καθηγητά ότι πρέπει να επανέλθουμε στο καθεστώς προ του 2001, αφού είστε τόσο υπέρ του διάχυτου;
Υποσημείωση: ο κ. Μανιτάκης εκδήλωσε την αντίθεσή του στην κυβερνητική εξαγγελία 2 βδομάδες μετά την ολοκλήρωση των εργασιών της επιτροπής σοφών για το απόρρητο, στην οποία συμμετείχε ύστερα από πρόσκληση του πρωθυπουργού. Να τα είπε άραγε και στον ίδιο τον πρωθυπουργό; Και αν ναι, γιατί άργησε τόσο πολύ να τα πει και στην Ελευθεροτυπία; Η συζήτηση έχει ανοίξει εδώ και μήνες...
Πείτε ό,τι θέλετε, λοιπόν, αγαπητοί κ. Καθηγητές στις εφημερίδες, αλλά μην νομίζετε ότι το Σύνταγμα είναι ένα σκονισμένο φυλλαδιάκι στις βιβλιοθήκες μας. Και δεν υπάρχει τίποτε πιο σιχαμένο από το να χρησιμοποιείται η επιστημονική αυθεντία ως μέσο πολιτικης χειραγώγησης της κοινής γνώμης.
Επίσης: θαυμάσια ευκαιρία αυτή η περίοδος για εκδήλωση υποψηφιοτήτων στις θέσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Αναμένουμε τη σχετική αρθρογραφία από άλλους συνταγματολόγους.
Επίσης: θαυμάσια ευκαιρία αυτή η περίοδος για εκδήλωση υποψηφιοτήτων στις θέσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Αναμένουμε τη σχετική αρθρογραφία από άλλους συνταγματολόγους.
12 σχόλια:
Αντιγράφω και εδώ το αντι-σχόλιό μου στο δικό σου σχόλιο, κάτω από την παράθεση της σχετικής είδησης στο anatheorisi.org:
Χωρίς να θέλω να γίνω αυθεντικός ερμηνευτής του κ. Μανιτάκη, νομίζω πως εννοεί ότι το Σύνταγμα κατοχυρώνει (μέσα από διάφορες διατάξεις του, όπως αυτές διαχρονικά εφαρμόζονται) ένα “δικαιοδοτικό κεκτημένο”, ένα “κεκτημένο ελέγχου αντισυνταγματικότητας”, το οποίο δεν επιτρέπεται να ανατραπεί. Η δημιουργία του Συνταγματικού Δικαστηρίου αποτελεί - γι’ αυτόν και για άλλους - ανεπίτρεπτη, εκβιασμένη υποχώρηση του ως άνω κεκτημένου. Είναι δε ο έλεγχος της αντισυνταγματικότητας των νόμων τόσο δομικό χαρακτηριστικό του Κράτους Δικαίου (το οποίο, όπως γίνεται δεκτό, κατοχυρώνεται μέσα από ένα πλέγμα συνταγματικών διατάξεων), που οποιοσδήποτε περιορισμός του καταλήγει αντισυνταγματικός.
Είναι μια θεώρηση όχι τόσο γραμματική ή φορμαλιστική αλλά ουσιαστική. Σίγουρα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.
Όσον αφορά στην προηγούμενη αναθεωρητική παρέμβαση στον έλεγχο της αντισυνταγματικότητας, μολονότι και αυτή ήταν προβληματική όσον αφορά στις επιδιώξεις της (παραμερισμός του Ε΄ τμήματος του ΣτΕ κυρίως) δεν είχε την ίδια ένταση. Ο Αρεοπαγίτης και ο Σύμβουλος Επικρατείας διατηρούσαν το δικαίωμα ελέγχου της αντισυνταγματικότητας των νόμων, απλά μέσα από το σχηματισμό της Ολομέλειας (όπου, ούτως ή άλλως, κατέληγαν συνήθως, λόγω σοβαρότητας, οι σχετικές υποθέσεις).
Τέλος, το ΑΕΔ δραστηριοποιείται σε οριακές περιπτώσεις, κατά τις οποίες δύο ανώτατα δικαστήρια εξέφρασαν διαφορετική κρίση για τη συνταγματικότητα της ίδιας διάταξης. Είναι ένας θεσμός αναγκαίος που επιλύει συγκρούσεις μεταξύ ισότιμων ανώτατων δικαστηρίων, τα οποία δεν διασταυρώνονται κατά τα λοιπά μεταξύ τους.
* Προσθέτω και το εξής: γιατί αυτό το μένος κατά του κ. Μανιτάκη; Σου φάνηκε τόσο αντι-επιστημονική η θέση του; Είναι μια θέση - συνοπτική αναγκαστικά, προκειμένου να στεγαστεί σε ένα σύντομο άρθρο σε εφημερίδα, και υπαινικτική - όπως και η δική σου. Εν πάση περιπτώσει ο εν λόγω Καθηγητής (του οποίου φοιτητής υπήρξα δις, άρα έχω ίδια πείρα) έχει μια επιστημονική διαδρομή πίσω του, που αν μη τι άλλο αυτή επιβάλει μια μετριοπάθεια στην κριτική του, ειδικά από νέους επιστήμονες (δεν μιλάω για καμιά "αυθεντία", μιλάω για αναγνωρισμένη επιστημονική αξία, η οποία επιβάλλει το σεβασμό). Εκτός αν σου φάνηκε τόσο παράλογο αυτό που είπε. Εμένα όχι.
Ήμουν σίγουρος ότι θα επενέβαινες (μη σου πω ότι σχεδόν το προκάλεσα).
1. Όσον αφορά το δικαιοδοτικό κεκτημένο που συγκροτείται από το Σύνταγμα, αφενός δεν μπορεί παρά να έχει την τυπική ισχύ των ίδιων των συνταγματικών διατάξεων. Άρα είναι αναθεωρησιμο από τον αναθεωρητικό νομοθέτη. {Σημείωση: η συγκρότηση ενός συνταγματικού κεκτημένου δεν αναπτύσσει φραγμό στις επεμβάσεις του αναθεωρητικού, αλλά του κοινού νομοθέτη. Έτσι λέμε π.χ. ότι η εργατική νομοθεσία, βρίσκοντας συνταγματική έδραση στο άρθρο 22 Σ. καταστρώνει απολήξεις ενάσκησης του δικαιώματος, έτσι ώστε ο νεότερος ΚΟΙΝΟΣ νομοθέτης να μην μπορεί να αντικαταστήσει διατάξεις με άλλες που κατοχυρώνουν χαμηλότερο επίπεδο προστασίας του συνταγματικού δικαιώματος.} Δεν υπάρχει μη αναθεωρήσιμη διάταξη πλην αυτών του άρθρου 110§1Σ. Νομική ακριβολογία: τελεία και παύλα.
2. Δεν είπε κανείς ότι θα καταργήσει τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων από τη Δικαιοσύνη. Ο κ. Μανιτάκης κόπτεται αναφέροντας ότι είναι δικαίωμα που το απέκτησε ο ίδιος ο δικαστής κατά τον 19ο αιωνα. Υπονοώντας τις γνωστές αποφάσεις του Αρείου Πάγου κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα (σε αρμονία προς τις γνωστές αποφάσεις Madison κλπ στις ΗΠΑ). Αυτό που προτείνεται από την Κυβέρνηση (και προς το οποίο δεν θα τοποθετηθώ αν δεν δω σαφή προσχέδια - αν και μέχρι στιγμής είμαι αρνητικός) είναι η κάμψη της αρχής του διάχυτου ελέγχου, σε μερικές περιπτώσεις: τις περιπτώσεις των ανώτατων δικαστηρίων. Ο κανόνας θα είναι και πάλι ο διάχυτος και παρεμπίπτων έλεγχος. Αυτά που λέγονται για το "ξεδόντιασμα" του Ε' τμήματος δεν με βρίσκουν σύμφωνω. Η επιλογή της μεταφοράς της συνταγματικότητας στην Ολομέλεια, δηλαδή στην πληρη σύνθεση του ΣτΕ ήταν μια σοβαρή και δίκαιη επιλογή, η οποία παρείχε και ευρύτερη νομιμοποίση -αν θέλετε- στις αποφάσεις του. Άλλο το τμήμα, άλλο η Ολομέλεια. Στα μείον, φυσικά, είναι η βραδύτητα της διαδικασίας. Αλλά, εντάξει, έλεγχος συνταγματικότητας είναι, εμμέσως μπορεί να αλλάξει και η ερμηνεία του συντάγματος, δεν θα πάθουμε τιποτε να περιμένουμε μερικούς μήνες ακόμη, προκειμένου να βγει μια εμπεριστατωμένη και ψύχραιμη απόφαση.
Δεν μας είπε λοιπόν τι υπερασπίζεται ο Μανιτάκης: τον διάχυτο έλεγχο πάσει θυσία και για λόγους παράδοσης; Μόνο και μόνο επειδή πρέπει να "περηφανευόμαστε για την παράδοσή μας"; Εντάξει, επιχείρημα τύπου Χριστόδουλος. Ποιες είναι οι κατακτήσεις αυτής της παράδοσης και ποια τα τόσο θετικά που δεν πρέπει να τα αγγίξουμε; Πρώτ' απ' όλα έχετε διαβάσει αποφάσεις Ειρηνοδικείου; Δεν μου αρέσει να γενικεύω και έχω επιτύχει και σε δικές μου υποθέσεις έλεγχο συνταγματικότητας ακόμη και στον πρώτο βαθμό (σε υπόθεση εργατικού). Κατά κύριο λόγο όμως, έχουμε απλές επαναλήψεις, δουλικές, των κειμένων των νόμων και "όπως προφανώς αποδεικνύεται από τα πραγματικά περιστατικά" γίνεται η υπαγωγή στον κανόνα δικαίου. Χωρίς σκέψεις, χωρίς αιτιολογία. Χωρίς έλεγχο του ίδιου του νόμου τελικά.
Μετά, επειδή προφανώς δεν του κάθεται το επιχείρημα με την "παράδοση", πάμε στο κανονιστικό επιχείρημα της δήθεν συνταγματικής απαγόρευσης της αναθεώρησης του άρθρου 94 παρ. 4. Τι θα πει "όχι γραμματική ή φορμαλιστική θεώρηση" όταν το άτομο λέει καθαρά και ξάστερα ότι είναι μη αναθεωρήσιμη διάταξη; Με ποιες σκέψεις; Αφού δεν την αναφέρει ρητά, πάμε στις διατάξεις δομής και μορφής της προεδρ. κοιν. δημοκρατίας. Και το λέει κι όλας επινοώντας και τον επιστημονικοφανή όρο περί δικαιοδοτικής μορφής του πολιτεύματος. Κολοκύθια τούμπανα, αγαπητέ μου.
Τα περί περιορισμένου χώρου είναι αρχίδια γιατί ο ίδιος το έγραψε και το υπέγραψε και αν έγραφε μία πρόταση ακόμη που να λέει "αυτή είναι η γνώμη μου για το ποιες θα έπρεπε να είναι οι μη αναθεωρήσιμες διατάξεις de constitutione ferenda, αλλά εντάξει, δεν απορρέει κατι τέτοιο από το de constitutione lata άρθρο 110" θα ήταν έντιμος και ανέλεγκτος.
Αυτή είναι η τελική αποτυχία του καθηγητή: όταν με την απλή ανάγνωση του συντάγματος από τον οποιοδήποτε πολίτη (γιατί δεν χρειάζεται καν ερμηνεία αυτό το πράγμα) αποκαλύπτεται η πρόθεση να τον χειραγωγήσει με την επίκληση της αυθεντίας, την υπογραφή, την ιδιότητα του καθηγητή, την επίκληση του συντάγματος, την επινόηση κενής ορολογίας. Αν και κάποιος άλλος έιναι ο μαιτρ του είδους (ξέρετε ποιος)κι όχι ο Μανιτάκης, σκέφτεσαι τίποτα αρτιότερο ως περιγραφή του όρου αγυρτία; Εγώ όχι. Και σήμερα μόλις διάβασα το άρθρο αυτό πέταξα στα σκουπίδια του "Συνταγματικό δίκαιο" του. Γιατί έθεσε εαυτόν εκτός μιας αξιόπιστης νομικής βιβλιοθήκης.
"Όσον αφορά το δικαιοδοτικό κεκτημένο που συγκροτείται από το Σύνταγμα, αφενός δεν μπορεί παρά να έχει την τυπική ισχύ των ίδιων των συνταγματικών διατάξεων. Άρα είναι αναθεωρησιμο από τον αναθεωρητικό νομοθέτη."
Είναι σαν να λες ότι είναι αναθεωρήσιμο το Κράτος Δικαίου και μπορεί να υποχωρήσει αν το επιλέξει ο αναθεωρητικός νομοθέτης. Το υποστηρίζεις αυτό; Προδήλως η άποψη του Μανιτάκη ξεφεύγει απο την κλασική νομική θεώρηση και έχει πολιτικοεπιστημονική διάσταση. Είναι όμως υποστηρίξιμη, ίσως ακόμη και δικαστικά (αν και θα ήταν εξαιρετικά τολμηρό).
Η δική μου εμπειρία δεν επιβεβαιώνει την τοποθέτησή σου για τις αποφάσεις των κατώτερων δικαστηρίων. Οι πρώτες κρίσεις για αντισυνταγματικότητα γίνονται πάντα (ή σχεδόν πάντα) στις κατώτερες βαθμίδες της δικαιοδοτικής πυραμίδας (με αξιοποίηση σαφώς της νομολογίας σε άλλα ζητήματα, σπάνια υπάρχει νομική “παρθενογένεση”). Τα περί δουλικών επαναλήψεων των κειμένων των νόμων, έλλειψης αιτιολογίας κλπ είναι απλά η δική σου εμπειρία. Ειδικά στα διοικητικά δικαστήρια, όπου δραστηριοποιούμαι επαγγελματικά, ο έλεγχος αντισυνταγματικότητας είναι από τις πλέον συνήθεις εργασίες του Πρωτοδίκη (=πρωτοβάθμιου δικαστή).
Και άλλες φορές έχεις υποτιμήσει το πνεύμα του νόμου (εν προκειμένω του Συντάγματος) χάριν του γράμματός του. Κανονιστικό περιεχόμενο μπορεί να υπάρξει και πέραν των ρητών αναφορών ενός νομικού κειμένου.
Μου ακούγεται απόλυτα υγιές να υπάρχουν ανώτατα δικαστήρια με αντιφατικές κρίσεις περί της αντισυνταγματικότητας μιας διάταξης. Και η κρίση του ΑΕΔ δεν είναι νομικά/λογικά αδιαμφισβήτητη (έχουν επικριθεί και δικές του αποφάνσεις) αλλά είναι μια πρακτική αναγκαιότητα: κάποιος πρέπει να έχει τον τελευταίο λόγο.
Το ότι είναι πολλά τα 3 ανώτατα δικαστήρια είναι μια εξαιρετικά πρωτότυπη άποψη για νομικό που γνωρίζει τις 3 δικαιοδοτικές πυραμίδες (αν δεχθούμε το ΕΣ ως δημοσιονομικό δικαστήριο). Ποιό από τα ανώτατα δικαστήρια (ΑΠ, ΣτΕ, ΕΣ) δηλαδή περιττεύει κατά την άποψή σου (αφού έχουν διαφορετική δικαιοδοσία);
ΟΙ καθηγητές είναι ίσως για να τους ξεπερνάμε (ευγενής φιλοδοξία) αλλά όχι πετώντας απλά τα βιβλία τους ή με κορώνες που θυμίζουν αντιπολιτευόμενη εφημερίδα. Ας το κάνουμε με επιστημονικά επιχειρήματα και πειστικό αντίλογο, με μετριοπάθεια και νηφαλιότητα (δεν λέω ότι δεν υπήρξαν τέτοια από μέρους σου - εκδηλώνεις όμως και μια αδικαιολόγητη από τις περιστάσεις επιθετικότητα).
1. To Kράτος Δικαίου είναι ουσιώδες συστατικό στοιχείο της έννοιας του Δημοκρατικού χαρακτήρα του πολιτεύματος, οπότε ανάγεται στις μη αναθεωρήσιμες διατάξεις που καθορίζουν την μορφή και τη δομή του πολιτεύματος ως [Προεδρευόμενη, Κοινοβουλευτική] Δημοκρατία. Συνεπώς, κατά το 110§1 δεν μπορεί να αναθεωρηθεί η διάταξη που περιέχει την αναφορά αυτήν, δηλ. του άρθρου 25§1. Δεν ισχύει το ίδιο με το θέμα του αν ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων μπορεί να είναι διάχυτος ή συγκεντρωτικός. Το … «δικαιοδοτικό κεκτημένο» (των δικαστών βεβαίως, όχι των πολιτών-τουλάχιστον όπως το παρουσιάζει ο κ. Μανιτάκης) περιορίζεται στο ότι πρέπει να υπάρχουν δικαστήρια, τα οποία έχουν την υποχρέωση να μην εφαρμόζουν νόμο ο οποίος αντίκειται στο Σύνταγμα. Το «δικαιοδοτικό κεκτημένο» καταστρώνεται λοιπόν με όλους τους νόμους για τους οργανισμούς των δικαστηρίων, τους κώδικες δικονομίες και κάθε άλλη διάταξη που προβλέπει την ίδρυση, σύσταση, λειτουργία, τις αρμοδιότητες και τις δικαιοδοσίες των δικαστηρίων. Η τροποποίηση αυτών των διατάξεων, η οποία αποτελεί ετήσιο φαινόμενο (σκεφτείτε πόσες φορές τροποποιήθηκε ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας τα τελευταία 6 χρόνια μόνο και το γεγονός ότι έχει συσταθεί επιτροπή για τη σύνταξη νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας) δεν συνιστά, άνευ ετέρου, τρώση του κεκτημένου αυτού. Τρώση αποτελούν οι τυχόν διατάξεις που περιορίζουν δικαίωμα δικαστικής προστασίας των πολιτών (άρθρο 20§1Σ), όταν υποβαθμίζουν την δραστικότητα επέμβασης της δικαιοσύνης ως εγγυητή των ατομικών δικαιωμάτων. Εδώ ο κ. Μανιτάκης δεν μιλάει για ένα τέτοιο θεσμικό και συνταγματικό κεκτημένο των πολιτών, αλλά για την υποχρέωση όλων των δικαστών να μην εφαρμόζουν νόμο που αντίκειται στο Σύνταγμα. Αν θέλουμε να είμαστε ακριβολόγοι, το Σύνταγμα δεν αναφέρει πουθενά (ρητώς) ότι αποτελεί προνομία, εξουσία, δικαίωμα, «κεκτημένο» των δικαστών να κυρήσσουν νόμους αντισυνταγματικούς. Όμως, ο ίδιος ο κ. Μανιτάκης ανέφερε στο άρθρο του ότι οι δικαστές επιφύλαξαν υπέρ τους εαυτούς τους το «δικαίωμα» αυτό, παρουσιάζοντας τελικά την δικαιοσύνη ως μια υπερεξουσία που μπορεί να απονέμει στον εαυτό της «δικαιώματα». Ενώ, όπως είπα, πρόκειται για υποχρέωση τους.
2. Τα Διοικητικά Δικαστήρια –δεδομένου και ότι αποτελούν πιο σύγχρονους θεσμούς- είναι επανδρωμένα με μάλλον πιο μοντέρνους δικαστές, οι οποίοι βρίσκονται κατεξοχήν πιο κοντά στο δημόσιο δίκαιο (εν αντιστίξει προς τους δικαστές της «τακτικής» δικαιοσύνης οι οποίοι εφαρμόζουν το αστικό και ποινικό δίκαιο) και συνεπώς τελούν σε σχέση εγγύτητας και καλύτερης εξοικίωσης προς τον έλεγχο της συνταγματικότητας. Επίσης, η διοικητική και φορολογική (ίσως όχι τόσο η κοινωνικοασφαλιστική, αν εξαιρέσεις την περικοπή του εφάπαξ και κάτι άλλες “καινοτομίες” των 90’s) νομοθεσία είναι εξαιρετικά νέες στις περισσότερες περιπτώσεις (Κώδικας Διαδικασίας και Δικονομίας του 1999) σε σχέση με την αστική και ποινική νομοθεσία η οποία έχει δοκιμαστεί δικαστηριακά για πάνω από μισό αιώνα και τα ζητήματα συνταγματικότητας έχουν ήδη ελεγχθεί και λίγο έως πολύ επιλυθεί νομολογιακά και νομοθετικά, με αποτέλεσμα οι δικαστές να αισθάνονται πιο ήσυχοι ότι θα εφαρμόσουν μη προβληματικούς νόμους. Ρίξε μια ματιά σε ποινικές αποφάσεις πρώτου βαθμού, ιδίως σε απλές περιπτώσεις (που είναι και πιο αυτοματοποιημένες) και προσπάθησε να εντοπίσεις σημεία αιτιολογίας πέραν των νομικών σκέψεων και των πραγματικών περιστατικών. Δεν λέω ότι χρειάζεται κι όλας (όλοι θέλουμε ταχύτερη δικαιοσύνη), αλλά που είναι το «κεκτημένο» της αιτιολογίας; Ναι, και στις «απλές» κλοπές χρειάζεται αιτιολογία, αλλά μάλλον δεν υπάρχει!
3. Κανονιστικό περιεχόμενο σαφώς και μπορεί να υπάρξει και πέραν των ρητών αναφορών ενός νομικού κειμένου, γεγονός που έχω αναπτύξει πολλές, πολλές, πολλές φορές σε κείμενα μου (έως και κεφάλαιο που αποτελεί την καρδιά σε βιβλίο). Εδώ όμως μιλάμε για την κατεξοχήν τυπική διάταξη της συνταγματικής έννομης τάξης: το άρθρο 110 που αναφέρει ρητά, κατηγορηματικά, περιοριστικά και εξαντλητικά μία εξαίρεση. Την εξαίρεση των συνταγματικών κανόνων, οι οποίοι δεν επιδέχονται συνταγματικής αναθεώρησης (το λεγόμενο «αιώνιο σύνταγμα», κατά τη θεωρία). Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να επαναλάβω την πάγια θέση για την υποχρέωση στενής ερμηνείας των διατάξεων που εισάγουν εξαιρέσεις και περιορισμούς και την απαγόρευση της διασταλτικής εφαρμογής τους. Με το σκεπτικό του κ. Μανιτάκη, ολόκληρο το Σύνταγμα, ως βάση της έννομης τάξης, θα μπορούσε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να ενταχθεί στην έννοια των «διατάξεων που καθορίζουν την μορφή και τη δομή του πολιτεύματος ως Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία». Όλες! Μπορούμε να φτιάξουμε ορολογίες όπως το «Προεδρικό κεκτημένο» (για τις αρμοδιότητες ΠτΔ), το «δημοσιουπαλληλικό κεκτημένο της μονιμότητας», το … «θεοκρατικό κεκτημένο» της ορθόδοξης εκκλησίας για τα άρθρα 3 και 18. Άρα, αντισυνταγματική και η αναθεώρηση του 1986 (που αφαίρεσε και αρμοδιότητες από τον ΠτΔ και αναδιατύπωσε την διάταξη για την αρχή της δεδηλωμένης!), αντισυνταγματική και η αναθεώρηση του 2001 (που προσέθεσε τις ανεξάρτητες αρχές, προσθέτοντας έναν ασύμβατο με την πυραμιδωτή ιεράρχηση της διοίκησης πόλο εξουσίας που τοποθετείται στην ίδια ιεραρχική θέση, ως ανώτατο διοικητικό όργανο, με την ίδια την Κυβέρνηση). Αυτό είναι το «πνεύμα» του 110; Δεν νομίζω, κι ας μου επισυνάπτεις ότι τάχα υποτιμώ το πνεύμα, χάριν του γράμματος. Ανησυχώ για το που θα μπορούσε να οδηγήσει η επινόηση (στην ουσία) ενός … «πνεύματος» που βρίσκεται σε σύγκρουση με το «γράμμα», όταν μιλάμε για μια τόσο κεντρική διάταξη-δικλείδα ασφαλείας του συνταγματικού μας πολιτισμού.
4. Το γεγονός ότι δύο ή τρία ανώτατα δικαστήρια μπορούν να εκδώσουν διαφορετικές αποφάσεις όσον αφορά την συνταγματικότητα ενός νόμου για την ΙΔΙΑ μάλιστα υπόθεση, προϋποθέτει ότι η ίδια υπόθεση έχει εισαχθεί σε δύο ή τρεις διαφορετικές δικαιοδοσίες. Προϋποθέτει ότι μια διαφορά μπορεί να έχει διοικητική, δημοσιονομική και αστικοποινική υπόσταση, να διασπάται σε αυτές τις τρεις διαφορετικές δικαιοδοτικές «πορείες» που τελικά μπορεί να οδηγούν σε εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα. Μπορείς να δικαιωθείς στο ΣτΕ και να μη δικαιωθείς στο ΕλΣυν (περίπτωση βασικού μετόχου). Να αθωωθείς από ένα τμήμα του Άρειου Πάγου (στο ποινικό σκέλος), αλλά να καταδικαστείς σε αποζημίωση από άλλο τμήμα του Άρειου Πάγου (στο αστικό σκέλος) κλπ κλπ. Σημειωτέον ότι οι 3 δικαιοδοσίες είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους (άρα μιλάμε για 3 «δικαιοσύνες» στην ουσία – επιτρέψτε μου το νεολογισμό). Με λίγο καλύτερη διάρθρωση των αρμοδιοτήτων, αυτοί οι τραγελαφικοί τριχασμοί θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί και να εξασφαλιστεί πραγματική και τελειωτική απονομή δικαιοσύνης από το Ελληνικό Κράτος προς το οποίο προσφεύγει ο πολίτης ζητώντας δικαστική προστασία. Επειδή η συζήτηση για το αν πράγματι θα πρέπει μια υπόθεση να διασπάται σε 2 ή περισσότερες δικαιοδοσίες πάει πολύ μακριά, θα περιοριστώ να πω ότι θα έπρεπε οι αρμοδιότητες των ανώτατων δικαστηρίων να είναι αρτιότερα διαρθρωμένες, να σπάσουν τα στεγανά ανάμεσα στις ολομέλειες για ορισμένες κατηγορίες υποθέσεων (κάτι που επιχειρείται μόνο εκ των υστέρων και μόνο σε περιπτώσεις συγκρούσεων με την πυροσβεστική επέμβαση του ΑΕΔ) και τελικά –γιατί όχι;- τα θέματα συνταγματικότητας ας λύνονται συγκεντρωτικά από ένα Συνταγματικό Δικαστήριο (προσοχή: όχι όπως εξαγγέλθηκε, καθώς έχω πει διαφωνώ μέχρι στιγμής με την πρόταση για τις αρμοδιότητες του και τον μηχανισμό επέμβασής του στην δικαιοδοτική αλυσίδα).
5. Τέλος, όσον αφορά τις «κορώνες» που μου προσάπτεις, από τη δική μου πλευρά ευχαρίστως θα φτάσουν στο γιαούρτι και το άγριο γιούχα όταν άτομα υπογράφουν ως συνταγματολόγοι και χρησιμοποιούν επιστημοφανή επιχειρήματα μόνο και μόνο για να εκφράσουν τις προσωπικές τους πολιτικές διαφωνίες επενδύοντάς τις με δήθεν κανονιστικό υπόβαθρο το οποίο ελλείπει παντελώς, παραπληροφορώντας και χρησιμοποιώντας την ιδιότητα της αυθεντίας για τη δημιουργία «ειδικού βάρους» στις απόψεις τους. Ο έντιμος θα πει «αυτή είναι η γνώμη μου, δεν έχει θεμέλιο στο Σύνταγμα, αλλά νομίζω ότι είναι ορθή». Αυτά δεν θα μείνουν χωρίς αντίλογο, σε αυτήν την αναθεώρηση. Εκτός αν δεν θέλουμε να γίνει σε περιβάλλον διάδρασης και διαλόγου.
6. Άλλωστε δεν είμαι εγώ εκείνος που έγραψα σε «αντιπολιτευόμενη εφημερίδα», για να με κατηγορείς για αντιπολιτευτικό λόγο.
7. Συνειδητοποιώ σταδιακά (από το πρώτο έτος που ήμουν στο πανεπιστήμιο, κατά τον προηγούμενο αιώνα) ότι οι καθηγητές των δημόσιων πανεπιστημίων εκλαμβάνουν τον ρόλο τους ως ένα ισόβιο ανώτατο αξίωμα. Ανεξέλγκτοι. Πέρα και πάνω από λογοδοσία. Το χειρότερο είναι ότι η de facto εξουσία τους αναφέρεται στη σκέψη, στην οποία επιχειρούν να επέμβουν κυριαρχικά. Όχι με επιχειρήματα, έρευνα, ανάπτυξη, μελέτες, διάλογο με συναδέλφους τους.Με επίκληση της ιδιότητας, με αναγωγή στην αυθεντία. Με μανιφεστάκια σε εφημεριδούλες, με αρθράκια, με βιβλία στα οποία αναπτύσσουν μεμονωμένοι τις θεωρίες τους (ξεκομμένοι από κάθε είδους διάλογο) στις οποίες οφείλει να υποταχθεί ο εγκέφαλος του φιλοδοξούντος να «περάσει» το μάθημά τους. Χειραγώγηση όχι ύπουλη όπως των μέσων ενημέρωσης, αλλά κυριαρχική, εξουσιαστική, αναπόδραστη, αναγκαστική. Όταν όμως βγαίνουν στα μέσα, πρέπει να βρίσκουν την επιστημονική κοινότητα απέναντί τους, στις περιπτώσεις παρεκβάσεων σαν την επίμαχη.
Περιμένω πως και τι την αναθεώρηση του άρθρου 16.
Είπες (σωστά) ότι το Κράτος Δικαίου συνιστά ένα “μη αναθεωρήσιμο” δομικό χαρακτηριστικό του συνταγματικού μας status. Ένα από τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά του Κράτους Δικαίου είναι ο δικαστικός έλεγχος της αντισυνταγματικότητας των νόμων. Άρα και αυτός είναι μη αναθεωρίσιμος. Αν θεωρήσουμε ότι η κυβερνητική πρόταση περιστέλλει τον έλεγχο αυτόν, τότε συρρικνώνεται ανεπίτρεπτα μια μη αναθεωρήσιμη (άρα μη περιορίσιμη) θεσμική δυνατότητα. Αυτός νομίζω ότι είναι ο συλλογισμός του Μανιτάκη, με τη δική σου βοήθεια. Σου φαίνεται πάλι τόσο αυθαίρετο και παράλογο και υποβολιμαίο;
Τα ανώτατα δικαστήρια, πριν οι αντιφατικές κρίσεις τους περί αντισυνταγματικότητας οδηγηθούν στο ΑΕΔ, δεν κρίνουν επί της ΙΔΙΑΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ αλλά επί της ΙΔΙΑΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ. Μπορεί κάποιες φορές να κρίνουν επιμέρους (διαφορετικές) πτυχές της ίδιας υπόθεσης αλλά αυτό είναι εξαιρετικά σπάνιο. Συνεπώς είναι ανακριβής η σύγχιση που περιγράφεις και δεν βρίσκω πολλά περιθώρια για τη σύγκλιση των δικαιοδοσιών που εισηγείσαι.
Στα των καθηγητών δεν θα σε ακολουθήσω, νομίζω πως είσαι άδικος. Κάθε “υψηλή” ιδιότητα ενέχει μια “αυθεντία” αλλά δεν νομίζω να είναι στο χέρι κανενός να αποφύγει την κριτική (αυτό κάνουμε τώρα). Ποιά “κυριαρχία” και ποιά “εξουσία”, δεν θα μας κόψουν δα και στο μάθημά τους…
Δεν περιορίζεται ο έλεγχος της συνταγματικότητας όπως κατοχυρώνεται από το 93§4 που λέει ότι τα δικαστήρια δεν επιτρέπεται να εφαρμόζουν αντισυνταγματικό νόμο, με το να υποχρεούνται όχι μόνο να μην τον εφαρμόσουν, αλλά πολύ περισσότερο να παραπέμψουν την υπόθεση σε ειδικό δικαστήριο για το θεμα της συνταγματικότητας!!!
Ο έλεγχος της συνταγματικότητας είναι μια υποχρέωση των δικαστών. Η έννοια του κεκτημένου περιορίζεται στο ότι δεν μπορούν να τροποποιηθούν οι διατάξεις που το συγκροτούν εφόσον δεν αντικαθίστανται με τρόπο κατά τον οποίο να εξασφαλίζουν ίσο ή ανώτερο επίπεδο προστασίας από αυτό που κατοχυρωνόταν με το προϋφιστάμενο καθεστώς. Με την πρόταση για την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν καταργείται ο έλεγχος της συνταγματικότητας, αλλά ανατίθεται σε ειδικό δικαστικό όργανο που θα ασχολείται αποκλειστικά με αυτήν την πτυχή μιας υπόθεσης. Αυτό δεν είναι κατάργηση του ελέγχου της συνταγματικότητας. Ούτε βεβαίως μειώνει το επίπεδο της κατοχύρωσής του. Υπάρχουν πολλά και πειστικά επιχειρήματα υπέρ του αντιθέτου. Η επιχειρηματολογία Μανιτάκη δεν έχει ενισχυθεί με ad hoc υπέρ του αντιθέτου επιχειρήματα, αλλά με νεφελώδεις κατασκευές περί "δικαιοδοτικών κεκτημένων". Πουθενά εξ όσων γνωρίζω, δεν έχει νομολογηθεί ότι ο κεντρικός έλεγχος συνταγματικότητας συνιστά τρώση του Κράτους Δικαίου (να κι ένα "κυριαρχικό" επιχείρημα). Και πώς θα μπορούσε, τη στιγμή που πολλά ευρωπαϊκά κράτη έχουν τέτοια παράδοση με Συνταγματικά Δικαστήρια που πάνε και πολύ παραπέρα από τις εξαγγελίες της Κυβέρνησης (οιονεί συμμετοχή στο έργο του αναθεωρητικού νομοθέτη, με την erga omnes ισχύ της νομολογίας τους η οποία τίθεται σε θέση υπεράνω της ισχύος των νόμων- αν ο Μανιτάκης έθετε ένα τέτοιο επιχείρημα θα ήταν μια απόλυτα σεβαστή ένσταση. Έκτός των κυβερνητικών εξαγγελιών βέβαια, αλλά σημαντική και εύλογη παρέμβαση). Κωδικοποιημένα: ο συγκεντρωτικός έλεγχος της συνταγματικότητας δεν αποτελεί περιστολή συνταγματικής επιταγής. Περιστολή θα υπήρχε εφόσον αναθεωρείτο η διάταξη κατά την οποία οι δικαστές ΔΕΝ υποχρεούνται να ΜΗΝ εφαρμοσουν αντισυνταγματικό νόμο! Συνεπώς δεν θίγεται διάταξη που ορίζει τη μορφή και την δομή του πολιτεύματος ως Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.
Ω, ναι, τα ανώτατα δικαστήρια μπορούν να κρίνουν (και στις περισσότερες υποθέσεις έτσι γίνεται) τόσο επί της ίδιας υπόθεσης, όσο και της ίδιας διάταξης. Αν πάρεις τις αποφάσεις του ΑΕΔ για άρση των συγκρούσεων των ανώτατων δικαστηρίων θα δεις ότι σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις πρόκειται ακριβώς για την ιδια υπόθεση. Το τελευταίο παράδειγμα που έχω στο μυαλό είναι ο βασικός μέτοχος: άλλο είπε το ΣτΕ, άλλο το ΕλΣυν. Σε λίγους μήνες λέγεται ότι θα έχουμε το ίδιο με το εφάπαξ: άλλα ο ΑΠ, άλλα το ΣτΕ. Εννοείται ότι το δικαστήριο που αποφασίζει τελευταίο, στην ουσία το ίδιο επιλέγει την παραπομπή της υπόθεσης στο ΑΕΔ, αφού γνωρίζει την προϋφιστάμενη απόφαση του άλλου δικαστηρίου!Δηλ. η τελική κρίση προ-αποφασίζεται από το δικαστήριο που "άργησε" να εκδώσει την αποφαση. Αυτό σε καλύπτει από πλευράς ασφάλειας (μην πω και Κράτους) δικαίου;
Για την σύγκλιση των δικαιοδοσιών, κατά πάσα πιθανότητα αποτελεί το μέλλον. Ήδη υπάρχουν σκέψεις για περιορισμό του ποινικού δικαίου στα εγκλήματα κατά της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας και εκτοπισμό όλων των άλλων εγκλημάτων στο πεδίο του αποζημιωτικού αστικού δικαίου. Υπάρχουν σχετικές μελέτες σε αμερικάνικα πανεπιστήμια με ενδιαφέροντα επιχειρήματα, αλλα και προτάσεις που αναφέρονται κυρίως στον εξορθολογισμό της απονομής δικαιοσύνης.
Από την άλλη, η διάκριση ιδιωτικού-δημοσίου δικαίου δεν χρειάζεται να επισημάνουμε πόσο φορμαστική γίνεται (αν ο αντίδικος από ν.π.δ.δ. γίνει ξαφνικά ν.π.ι.δ. εμπίπτουμε σε άλλη δικαιοδοσία), ούτε χρειάζεται να παρατηρήσουμε πόσο περικόπτονται σταδιακά τα προνόμια του δημοσίου, τα οποια δικαιολογούν εν πολλοίς την λειτουργία διοικητικών δικαστηρίων.
(Απλώς μερικές σκέψεις για το θέμα των δικαιοδοσιών-είναι μεγάλη συζήτηση).
Για τους καθηγητές: εμάς δεν θα μας κόψουν, άλλους τους κόβουν όμως επειδή μπορεί να μην τους πουν ότι το 110§1 δεν περιλαμβάνει και την συμπλήρωση του 93§4 με την εγγύηση του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Ή επειδή μπορεί να έχουν διαφορετική άποψη. Σε αυτήν την εξουσία αναφέρομαι όπως και στο ότι και τώρα που δεν είμαστε φοιτητές μπορεί κάποιος να μου πει "τι είναι αυτά που λες; Αφού το είπε ο Μανιτάκης". Πράγμα που νομίζω ότι έκανες και πιο πάνω...
Καλημέρα,
το σχόλιό μου είναι άσχετο με τα προηγηθέντα, αλλά μήπως υπάρχει δυνατότητα να μετατρέψετε το αρχείο του μπλογκ σας σε θεματικό αντί απλά με ημερομηνίες;
Ευχαριστώ πολύ.
Η συζήτηση συνεχίζεται στο http://anatheorisi.org.
Άσχετο : Παραγγελιές δέχεστε;
Θα θέλαμε πολύ την βοήθειά σας για τα τεκταινόμενα στο μπλογκ "υιοθεσίες" και τέλος πάντων με λίγα απλά λόγια τί λέει ο ισχύον νόμος γιατί είναι δύσκολο να το ψάξουμε και να το καταλάβουμε. Αν υπάρχει χρόνος. Αν όχι, δεν τρέχει μία.
www.yiothesies.blogspot.com
thanx. :)
Πολύ ενδιαφέρον μπλογκ και η πρόταση για το θεματικό αρχείο είναι πολύ καλή. Ψάχνω πληροφορίες για ελληνικούς νόμους σχετικά με το ηλεκτρονικό έγκλημα (hackers, spam κλτ), μήπως μπορείτε να με παραπέμψετε σε πηγές;
Το μονο νομιζω επιχειρημα κατα της ιδρυσης συνταγματικου δικαστηριου το οποιο επρεπε να επικαλεστει ο Μανιτακης χωραει καλιστα σε μια προταση. Ας μου επιτραπει να το διατυπωσω εγω:
"Αν προχωρησουμε στην ιδρυση ενος τετοιου δικαστηριου, θα ειναι και η μονη αλλαγη μετα απο αιωνα αφου ο Ροιδης ειπε οτι πρεπει (επιτελους) να γινει ενας νομος να εφαρμοζονται οι νομοι."
Ζηλωσαν οι ελληνες ιθαγενεις την αιγλη των Γερμανικων και Ιταλικων Συνταγματικων Δικαστηριων; Ας αρχισουμε απο τα πολυ απλα, οπως πχ την αποκαθηλωση των εικονων του Χριστουλη απο τις αιθουσες των δικαστηριων / αιθουσων - θεμα το οποια απασχολησε το Γερμανικο Συντ Δικ. πολλα, παρα πολλα χρονια πριν. Θεωρω δε οτι προτιμοτερο θα ηταν να προσλαβουν καναν γραμματεα παραπανω μπας και καθαρογραφονται διαολε οι αποφασεις στην ωρα τους.
Τελος βεβαια, υπαρχει και η διεθνης διασταση: η εν ευρεια εννοια συνταγματικοτητα ενος νομου πλεον καθοριζεται στο Στρασβουργο ή στις Βρυξέλλες - ποιος ο λογος θεσπισης και αλλου ενος, κατωτερου των ανωτερω, δικαστηριου;
Κατα τ'αλλα, παρατηρω οτι το ερωτημα της Κωνσταντινας ειναι πολυ πιο σημαντικο.
Κάνεις τεράστιο λάθος όταν λες ότι δεν γίνεται ο έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων. Καθημερινά εκδίδονται αποφάσεις δικαστηρίων που κρίνουν τη συνταγματικότητα των νόμων είτε θετικά (εφαρμόζοντάς τους, ακριβώς επειδή τους θεωρούν σύμφωνους προς το Σύνταγμα), είτε αρνητικά (απέχοντας από την εφαρμογή τους). Είναι καθημερινό φαινόμενο στη δικαστηριακή πράξη και δεν ξέρω για ποιο λόγο ισχυρίζεσαι το αντίθετο. Έχεις στοιχεία;
Όσον αφορά το διάλογο για το θέμα του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Πρέπει να γίνει με σοβαρά επιχειρήματα και όχι σε φάση "θέλω-δε θέλω". Ούτε σε φάση "έχουμε άλλα πρόβλήματα-προσάλβετε κανα γραμματέα ακόμη". Αυτά είναι απομάκρυνση από το διάλογο κι από το θέμα.
Δημοσίευση σχολίου