Με πρόσφατη απόφαση η Αρχή θεώρησε νόμιμη την διαβίβαση πειθαρχικού φακέλου υπαλλήλου από την υπηρεσία του προς την υπηρεσία στην οποία έχει υποβάλει αίτημα για μετάταξη.
Ο υπάλληλος είχε ζητήσει να μην διαβιβαστεί πειθαρχική εις βάρος του απόφαση, την οποία είχε μάλιστα προσβάλλει δικαστικά. Σημειωτέον, ότι η πειθαρχική απόφαση αφορούσε “προστίμο ίσο με το ήμισυ (½) των μηνιαίων αποδοχών του για το πειθαρχικό παράπτωμα της παράβασης του υπαλληλικού καθήκοντος της αρμόζουσας συμπεριφοράς εκτός της υπηρεσίας”
Η Αρχή απέρριψε την προσφυγή του υπαλλήλου, θεωρώντας ότι η χορήγηση της απόφασης αποτελεί "νομική υποχρέωση" της υπηρεσίας στην οποία υπηρετεί.
Η απόφαση πάσχει σε αρκετά επίπεδα. Κατ' αρχήν δεν μπορούμε να μιλήσουμε για νομική υποχρέωση της υπηρεσίας στην οποία θητεύει ο υπάλληλος για χορήγηση των δεδομένων στην υπηρεσία όπου έχει υποβάλλει το αίτημα για μετάταξη. Το μόνο που λέει ο νόμος είναι ότι το υπηρεσιακό συμβούλιο της υπηρεσίας που έχει δεχθεί το αίτημα για τη μετάταξη αξιολογεί "την απόδοση των υπαλλήλων, το χρόνο συνολικής υπηρεσίας στο βαθμό και τον κλάδο, καθώς και τα λοιπά στοιχεία του προσωπικού τους μητρώου".
Επομένως, "νομική υποχρέωση" χορήγησης της πειθαρχικής απόφασης θα υπήρχε, κατ' αρχήν μόνο εάν υποθέσουμε ότι προϋπάρχει αίτημα πρόσβασης από το υπηρεσιακό συμβούλιο της δεύτερης υπηρεσίας - όχι "αυτεπάγγελτη" χορήγηση από την υπηρεσία που βρίσκεται ο υπάλληλος. Η απόφαση δεν μας διαφωτίζει για το κατά πόσον υπάρχει τέτοιου είδους αίτημα. Πέρα όμως κι από αυτό, ο υπαλληλικός κώδικας δεν διευκρινίζει αν το υπηρεσιακό συμβούλιο συλλέγει αυτεπαγγέλτως τα στοιχεία ή αν αξιολογεί μόνο όσα του προσκομίζει ο αιτών την μετάταξη. Επειδή για το ζήτημα αναπτύσσεται σχετική αμφιβολία, ένεργοποιείται η αρχή "εν αμφιβολία, υπέρ του υποκειμένου των δεδομένων", βάσει της οποίας πρέπει να προκριθεί η ερμηνευτική εκδοχή που επιβάλλει την αξιολόγηση μόνο των στοιχείων που θα προσκομίσει ο αιτών.
Εξάλλου, η απόφαση της Αρχής αναφέρεται σε διατάξεις του υπαλληλικού κώδικα, οι οποίες μιλούν για την αξιολόγηση απόδοσης, αρχαιότητας και λοιπών στοιχείων του προσωπικού φακέλου του υπαλλήλου. Η διάταξη, όμως, δεν αναφέρει για αξιολόγηση των στοιχείων του πειθαρχικού φακέλου του υπαλλήλου. Ο πειθαρχικός φάκελος είναι βέβαιά τμήμα του γενικού φακέλου ενός υπαλλήλου. Όχι όμως ένα "απλό" και αδιάφορο τμήμα. Όσο κι αν οι πειθαρχικές καταδίκες λογίζονται ως "απλά" και όχι "ευαίσθητα" δεδομένα από τον έλληνα νομοθέτη, οι πειθαρχικές κυρώσεις αποτελούν στοιχεία ιδιαιτέρως δυσμενή για το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται. Εξάλλου, όπου ο υπαλληλικός κώδικας επιθυμεί να ρυθμίσει ζητήματα που άπτονται του πειθαρχικού δικαίου, το πράττει ρητά. Άρα και υπό το φως αυτών των λογικών σκέψεων τα "λοιπά στοιχεία του προσωπικού φακέλου" διόλου αυτονοήτως περιλαμβάνουν και τις πειθαρχικές κυρώσεις ενός υπαλλήλου.
Σε ένα τρίτο επίπεδο, γιατί άραγε εντάσσεται στα κριτήρια "απόδοση"- "αρχαιότητα" και η "αρμόζουσα συμπεριφορά εκτός υπηρεσίας", την οποία φέρεται ότι δεν επέδειξε ο εν λόγω υπάλληλος; Τι ενδιαφέρει μια τρίτη υπηρεσία το τι "ανάρμοστο" έκανε ένα υπάλληλος εκτός υπηρεσίας, δηλαδή στο πλαίσιο της μη υπηρεσιακής, άρα στο πλαίσιο της ιδιωτικής του ζωής;
Εδώ ακριβώς είναι που, δυστυχώς, αποτυγχάνει η Αρχή να δικαιώσει το ρόλο της, τουλάχιστον στο πλαίσιο των συμπερασμάτων της συγκεκριμένης υπόθεσης. Το πιο σοβαρό στοιχείο, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι η περίφημη πειθαρχική κύρωση που σπεύδει να κοινοποιήσει η μία υπηρεσία στην άλλη αφορά την εξωυπηρεσιακή συμπεριφορά του υπαλλήλου, η οποία χαρακτηρίστηκε "ανάρμοστη". Σε αυτό το σημείο ακριβώς η Αρχή θα έπρεπε να ασκήσει τον επιβαλλόμενο έλεγχο αναλογικότητας και συνταγματικότητας και να κρίνει ευθέως ότι η εξωυπηρεσιακή ζωή του υπαλλήλου εντάσσεται στο πλαίσιο του ιδιωτικού του βίου, ο οποίος προστατεύεται απο το άρθρο 9 του Συντάγματος και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Αυτό και μόνο το στοιχείο καταργει οποιαδήποτε κατασκευή περί "επιβαλλόμενης" δήθεν υποχρεωτικά χορήγησης του στοιχείου αυτού από τη μία υπηρεσία στην άλλη. Αντί να σταθεί φρουρός των προσωπικών δεδομένων του εν λόγω ατόμου, όπως οφείλει βάσει του Συντάγματος και του Ν.2472/1997, η Αρχή προσέδωσε σε ορισμένες διατάξεις του υπαλληλικού κώδικα περιεχόμενο που δεν προκύπτει με σαφήνεια, "ανακαλύπτοντας" μια αμφισβητήσιμη νομική υποχρέωση χορήγησης των στοιχείων.
Νομική υποχρέωση χορήγησης προσωπικών δεδομένων, όμως, χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων, επιτρέπεται μόνον όταν προκύπτει ξεκάθαρα από διάταξη νόμου. Όχι όταν η διάταξη "ερμηνεύεται" εις βάρος του υποκειμένου των δεδομένων.
Η απόφαση αυτή δεν εγγράφεται στην ευπρόσδεκτη νομολογία της Αρχής, ούτε από νομικής απόψεως, αλλά ούτε κι από πλευράς πολιτικής και φιλοσοφίας διακίνησης προσωπικών πληροφοριών: ποια "διαφάνεια" προασπίζει εδώ η Αρχη; Το κουτσομπολιό εντός του πειθαρχικού συμβουλίου για την εξωυπηρεσιακή δράση ενός αιτούντος. Μία παράμετρο, δηλαδή, η οποία δεν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη σε κανένα επίπεδο υπηρεσιακής κρίσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου