Καθώς ανοίγει εκ νέου μια μεγάλη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος - κάποιοι κάνουν λόγο και για εξ αρχής θέσπιση νέου Συντάγματος - από διάφορες πλευρές διατυπώνονται προτάσεις για ένα πιθανό περιεχόμενο των νέων διατάξεων. Αξίζει να τις παρακολουθεί κανείς όλες και να συμμετέχει σε μια τέτοια δημόσια συζήτηση.
Μια πρόσφατη πρόταση είναι αυτή που δημοσιοποίησε ο καθηγητής συνταγματικού δικαίου κ. Τσακυράκης, μαζί με τον κ. Τσιάλα, στο ιστολόγιο του πρώτου, με τίτλο "άσκηση αναθεώρησης του Συντάγματος" (βλ. εδώ). Ένα εισαγωγικό κείμενο παρουσιάζει το πλαίσιο και την στόχευση της άσκησης (το προοίμιο και τα πρώτα 25 άρθρα) και ένας πίνακας διατάξεων παρουσιάζει τις ισχύουσες διατάξεις, τις προτεινόμενες τροποποιήσεις και μια συνοπτική αιτιολόγηση.
Στο εισαγωγικό κείμενο που αποτελείται από πέντε συνοπτικές παραγράφους, εξαγγέλλονται οι κύριες επιλογές της άσκησης: (i) απάλειψη της επιφύλαξης υπέρ του νόμου, ως λόγου περιορισμού των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, (ii) απάλειψη της μνείας στην αρχή της αναλογικότητας, ως "πεπλανημένης μεθοδολογικής αντίληψης", (iii) απάλειψη της αναφοράς στα χρηστά ήθη και στην καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, (iv) απάλειψη της πρόβλεψης περί τριτενέργειας, (v) απάλειψη ερμηνευτικών δηλώσεων.
Ένα Σύνταγμα που απεμπολεί τα παραπάνω (i-iv) στοιχεία του, δυσχερώς θα συναρμοζόταν με τις διεθνείς κι ευρωπαϊκές κατοχυρώσεις της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, όπως αυτές έχουν εξελιχθεί και ισχύουν τα τελευταία 60 χρόνια στο γενικότερο νομικό περιβάλλον που επηρεάζει και το Ελληνικό δίκαιο. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), του Διεθνούς Σύμφωνο των Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων (ΔΣΑΠΔ) καθώς και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (που έχει ίση τυπική ισχύ προς την Συνθήκη της ΕΕ).
Συγκεκριμένα:
(i) για την απάλειψη της επιφύλαξης υπέρ του νόμου, ως συνταγματικά ανεκτού περιορισμού ατομικού δικαιώματος. ΕΣΔΑ, ΔΣΑΠΔ και ΧΘΕΕ ακολουθούν την θεμελιώδη αρχή, κατά την οποία τα δικαιώματα μπορούν να περιοριστούν μόνο με "νόμο", ο οποίος επιδιώκει θεμιτούς σκοπούς (συχνά αναφέρονται κατηγορίες αυτών των σκοπών) και εισάγει μέτρο "αναγκαίο σε μια δημοκρατική κοινωνία". Σύμφωνα με την νομολογία των δικαιοδοτικών ή άλλων οργάνων που είναι επιφορτισμένα με την εφαρμογή των συνθηκών σε τελικό "βαθμό", ως νόμος δεν νοείται κάθε κανονιστική ρύθμιση, αλλά εκείνη που παρουσιάζει δύο σημαντικά στοιχεία διαφάνειας: την προσβασιμότητα του ατόμου στο κείμενό της ρύθμισης (accessibility) και την προβλεψιμότητα των συνεπειών του από τον τυχόν παραβάτη (forseeability). Το "αναγκαίο σε μια δημοκρατική κοινωνία" επιβάλλει στον εφαρμοστή να αναζητήσει, κατά την νομολογία, εάν το μέτρο ανταποκρίνεται σε μια "πιεστική κοινωνική ανάγκη" (pressing social need), ή όχι. Οποιαδήποτε απάλειψη λοιπόν αυτού του σαφούς, αντικειμενικού, διαφανούς και δημοκρατικά νομιμοποιημένου περιορισμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων, απλώς επαναφέρει την εφαρμογή του δικαίου στην "προηγούμενη κατάσταση", σε ένα ancien régime, στο οποίο καθένας ερμηνεύει κατά το δοκούν την προέλευση του περιορισμού ενός θεμελιώδους δικαιώματος. Η δικαολογία ότι "ο νόμος δεν αποτελεί περιορισμό του δικαιώματος, αλλά προσδιορισμό του περιεχομένου του" αφενός παρορά την συχνά εργαλειακή χρήση της νομοθεσίας από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία κι αφετέρου απορρίπτει την αυτοτελή κανονιστική πληρότητα των συνταγματικών διατάξεων που χρειάζονται, δήθεν, έναν νόμο να προσδώσει περιεχόμενο στο νόημά τους! Με λίγα λόγια, η πρόταση αυτή καταργεί την θεμελιακή αρχή της φιλελεύθερης δημοκρατίας, κατά την οποία "ό,τι δεν απαγορεύεται, επιτρέπεται" και ανατρέπει πλήρως τον συσχετισμό κανόνα - εξαίρεσης, ανάγοντας τον κοινό νομοθέτη σε νοηματοδότη του Συντάγματος. [Διατάξεις με τις οποίες έρχεται σε αντίθεση η πρόταση: ΕΣΔΑ 8 παρ. 2, 9 παρ. 2, 10 παρ. 2, 11 παρ. 2, ΔΣΑΠΔ 19 παρ. 3, 21, 22, ΧΘΔΕΕ 52]
(ii) για την απάλειψη της αρχής της αναλογικότητας, υποστηρίζεται ότι αποτελεί πεπλανημένη μέθοδο επειδή "αντιλαμβaνεται τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ποσοτικά μεγέθη που μπορούν να μετρηθούν με τα σταθμά μιας ζυγαριάς". Σε αντικατάσταση της αρχής της αναλογικότητας, οι ασκούμενοι μας προτείνουν τον "προσεκτικό και στέρεο εννοιολογικό προσδιορισμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου βάσει πειστικών επιχειρημάτων". Δηλαδή αντί μιας μεθόδου που αφορά την νομική αξιολόγηση του περιορισμού του δικαιώματος, οι ασκούμενοι μας προτείνουν να είμαστε "προσεκτικοί" (με ποια έννοια;) και να προσδιορίζουμε "στέρεα" τα δικαιώματα (αορίστως), με βάση τις ρητορικές μας ικανότητες ("πειστικά επιχειρήματα"). Τα περί "ποσοτικών μεγεθών" είναι επίσης αβάσιμα, αφού οι τρεις έλεγχοι που αφορά η αρχή της αναλογικότητας δεν έχουν σχέση με "ποσότητες", αλλά με την ποιότητα του περιορισμού και την αναζήτηση τυχόν ηπιότερου μέτρου για την πρακτική εναρμόνιση των αντικρουόμενων έννομων συμφερόντων. Η προτίμηση ηπιότερου έναντι του επαχθέστερου μέτρου δεν αποτελεί μια διαδικασία "μέτρησης" ώστε να μιλάμε για "ποσοτικά μεγέθη", αλλά μια διαδικασία ποιοτικής ανάλυσης. Η αρχή της αναλογικότητας ενυπάρχει στις διατάξεις της ΕΣΔΑ και του ΔΣΑΠΔ που αναφέρονται στην αναγκαιότητα του νόμου σε μια δημοκρατική κοινωνία, ενώ περιέχεται σε ρητή διάταξη του ΧΘΔΕΕ (άρθρο 52 παρ. 1: "Τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να
επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά
σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη
προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων"), ως θεμελιώδης αρχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εξάλλου, η διάπλαση της αρχής της αναλογικότητας μέσα από την θεωρία και την νομολογία και η συνταγματική κατοχύρωσή της δεν "καταργούνται" με την απάλειψή τους από τον καταστατικό χάρτη. Επρόκειτο για κανόνα συνταγματικής περιωπής και προ της ρητής ένταξής του στο άρθρο 25 του Συντάγματος (με την Αναθεώρηση του 2001) και η εκ των υστέρων απάλειψή του απλώς θα ακύρωνε την κωδικοποιητική λειτουργία του θεμελιώδους νόμου.
(iii) για την απάλειψη της κατάχρηστικής άσκησης δικαιώματος, η αιτιολόγηση είναι ότι αποτελεί αόριστη νομική έννοια, μη επαρκώς αποσαφηνισμένη. Πρόκειται για ανεπαρκή αιτιολόγηση που αρνείται την συνταγματική τελολογία: αμφισβητεί ότι τα δικαιώματα έχουν θεσπιστεί για την εξυπηρέτηση συνταγματικών σκοπών και ότι υπάρχει το ενδεχόμενο της εκμετάλλευσης των δικαιωμάτων για την επίτευξη στόχων που είναι αντίθετοι από τους συνταγματικούς. Η απαγόρευση της κατάχρησης δικαιώματος προβλέπεται στο άρθρο 17 της ΕΣΔΑ ("Τίποτε σε αυτή τη Σύμβαση δεν
μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο ώστε να επιτρέπει σε ένα Κράτος, ομάδα ή
πρόσωπο το δικαίωμα της ενάσκησης δραστηριότητας ή τέλεσης μιας πράξης
που αποσκοπεί στην κατάλυση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που
κατοχυρώνονται εδώ ή στον περιορισμό τους σε έκταση μεγαλύτερη από αυτήν
που προβλέπεται από τη Σύμβαση.") και στο άρθρο 54 του ΧΘΔΕΕ ("Καμία από τις διατάξεις του παρόντος Χάρτη δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως
συνεπαγόμενη δικαίωμα επίδοσης σε δραστηριότητα ή εκτέλεσης πράξης που
αποσκοπεί στην κατάλυση των δικαιωμάτων ή ελευθεριών που αναγνωρίζονται
στον παρόντα Χάρτη ή σε περιορισμούς των δικαιωμάτων και ελευθεριών
ευρύτερους από τους προβλεπόμενους σε αυτόν.")
(iv) για την απάλειψη της τριτενέργειας, με την αιτιολογία ότι ούτως ή άλλως το Κράτος οφείλει να διασφαλίζει την εφαρμογή των δικαιωμάτων και στις σχέσεις μεταξύ των ιδιωτών. Η σκέψη αυτή είναι ορθή, αλλά απορρέει από μια ερμηνεία του Συντάγματος. Η ισχύουσα συνταγματική διάταξη αναφέρει: "τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν". Αν απαλειφθεί από το Σύνταγμα η συγκεκριμένη διάταξη, η κοινή νομοθεσία που κατοχυρώνει εγγυήσεις τήρησης ατομικών δικαιωμάτων στις σχέσεις ιδιωτών, χάνει την ρητή συνταγματική της έδραση κι επομένως επιδέχεται κατάργησης από τον κοινό νομοθέτη. Ενώ αντιθέτως, η ρητή πρόβλεψη της τριτενέργειας στο συνταγματικό κείμενο ισχυροποιεί τα εγγυητικά κρατικά μέτρα, στο βαθμό εκείνον που η νομοθετική κατάργησή τους να μην είναι συνταγματικώς ανεκτή, αν δεν αντικατασταθούν ταυτόχρονα από άλλα μέτρα που διασφαλίζουν ίσο επίπεδο προστασίας.
Σχετικά με τις ειδικότερες τροποποιήσεις των διατάξεων που προβλέπονται στον πίνακα με το ισχύον και το προτεινόμενο δίκαιο:
- Άρθρο 5 παρ. 2: προτείνεται η αντικατάσταση του όρου "τιμή" από τον όρο "ανθρώπινη αξία", για να αποδώσει "εναργέστερα" το περιεχόμενο του προστατευόμενου αγαθού. Αν το προστατευόμενο αγαθό ήταν η "ανθρώπινη αξία", θα αρκούσε η σχετική πρόβλεψη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά την οποία πρωταρχικός σκοπός της πολιτείας είναι ο σεβασμός και η προστασία της ανθρώπινης αξίας. Στο άρθρο 5 παρ. 2 ο συνταγματικός νομοθέτης προφανώς δεν ήθελε να "ταυτολογήσει", αλλά να αναφερθεί σε τρία ειδικότερα της "ανθρώπινης αξίας" έννομα αγαθά: την τιμή, την ζωή και την ελευθερία που κατοχυρώνονται και σε επίπεδο κοινής νομοθεσίας με διατάξεις ποινικού και αστικού δικαίου. Η συνταγματική διάταξη έχει το νόημα της υποχρεωτικής εφαρμογής της κοινής νομοθεσίας όχι μόνο σε Έλληνες πολίτες, αλλά σε οποιονδήποτε βρίσκεται στην Ελληνική Επικράτεια. Επομένως, η αντικατάσταση του "τιμή" με το "ανθρώπινη αξία" αναιρεί την στοχευμένη επιβολή εφαρμογής των ειδικότερων διατάξεων για την προστασία της τιμής σε οποιονδήποτε βρίσκεται στην Ελληνική Επικράτεια.
- Άρθρο 5Α: προτείνεται η κατάργηση του δικαιώματος στην πληροφόρηση και του δικαιώματος συμμετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας, επειδή "προστέθηκε άνευ λόγου στην αναθεώρηση του 2001" και λόγω του ότι προβλέπεται από άλλες "μείζονες" (;;;) διατάξεις "και ιδίως σε εκείνες που αναφέρονται στην ελευθερία του τύπου και της έκφρασης". Γνήσια αντιμεταρρυθμιστική πρόταση, εισηγείται την κατάργηση ενός αυτοτελούς δικαιώματος στην πληροφόρηση, ενώ την ίδια στιγμή δεν εισηγείται τον εμπλουτισμό του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης στο άρθρο 14 του Συντάγματος. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, αλλά και κατά το άρθρο 19 του ΔΣΑΠΔ και το άρθρο 11 παρ. 1 του ΧΘΔΕΕ προβλέπεται ρητώς και το δικαίωμα λήψης και μετάδοσης πληροφοριών, ως μέρος του γενικότερου δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης. Στην ελληνική εκδοχή της ελευθερίας έκφρασης, το άρθρο 14 κατοχυρώνει ρητώς μόνο το δικαίωμα έκφρασης και διάδοσης στοχασμών, όχι όμως και το δικαίωμα πρόσβασης στην πληροφόρηση. Ερμηνευτικά βέβαια τα δικαστήρια και η επιστήμη κατέληγαν και σε αυτό το συμπέρασμα, αλλά δεν μπορεί μια συνταγματική αναθεώρηση αντί να κωδικοποιεί τις κατακτήσεις της νομολογία και της επιστήμης, υποδεχόμενη και το νέο φαινόμενο της Κοινωνίας της Πληροφορίας, να αρνείται την πρόσθετη αξία της συνταγματικής κατάστρωσης.
- Άρθρο 9Α: προτείνεται η κατάργηση του δικαιώματος στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, αναφέροντας ότι "προστέθηκε άνευ λόγου στην αναθεώρηση του 2001". Άλλη μια αντιμεταρρυθμιστική πρόταση, η οποία αγνοεί όχι μόνο όλο το νομικό υπόβαθρο της συνταγματικής αυτονόμησης της προστασίας προσωπικών δεδομένων, αλλά και ότι από το 2000 ο Χάρτης Θεμελιωδών Ελευθεριών της ΕΕ προβλέπει ήδη ιδιαίτερο θεμελιώδες δικαίωμα "προστασίας προσωπικών δεδομένων" στο άρθρο 8, ενώ σχετικές συζητήσεις γίνονται στο Συμβούλιο της Ευρώπης και για αντίστοιχη προσθήκη στην ΕΣΔΑ. Είναι κοινή παραδοχή ότι οι προϋπάρχουσες συνταγματικές διατάξεις δεν επαρκούσαν για να υποστηρίξουν στο σύνολο της εφαρμογής του το θεσμικό πλαίσιο για την προστασία προσωπικών δεδομένων, αφού αυτά εκφεύγουν του στενού πυρήνα της "ιδιωτικής ζωής" και αφορούν κάθε πληροφορία που αναφέρεται σε ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο, είτε "ιδιωτικής" είτε "δημόσιας" φύσης. Εξάλλου, η προστασία προσωπικών δεδομένων αποτελεί σήμερα ρητό συνταγματικό κανόνα στην πλειοψηφία των συνταγμάτων των Ευρωπαϊκών χωρών. Τέλος, η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος προστασίας προσωπικών δεδομένων έχει διασώσει την ίδια την ύπαρξη του Ν.2472/1997, οι αλλεπάλληλες νομοθετικές επεμβάσεις του οποίου μέσα στα χρόνια καταδεικνύουν ότι η εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία ευχαρίστως θα τον καταργούσε, τουλάχιστον κατά το μέρος του που δεν συνιστά εναρμόνιση προς την Οδηγία (ΕΚ) 95/46.
- Άρθρο 14 παρ. 9: προτείνεται η κατάργηση "της ρύθμισης για τον βασικό μέτοχο ως ασυμβίβαστη με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης". Ο λόγος της κατάργησης είναι ανακριβής: η ρύθμιση για τον "βασικό μέτοχο" δεν είναι αντίθετη με το δίκαιο της ΕΕ. Σύμφωνα με την απόφαση της 16.12.2008 στην υπόθεση C-213/07, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν τέτοιες διατάξεις, αρκεί να μην καθιερώνονται ως αμάχητα τεκμήρια, αλλά να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 9 του Σ. συνυπάρχει με την διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 δ' που κατοχυρώνει την αρχή της αναλογικότητας. Επομένως, αντίθετη στο δίκαιο της ΕΕ θα καθιστούσε την διάταξη η τυχόν κατάργηση της αρχής της αναλογικότητας.
- Άρθρο 15: διατηρείται η πρόβλεψη άσκησης ελέχου στην ραδιοτηλεόραση από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης! Η "ανεξάρτητη αρχή" που έχει βλάψει όσο κανένας άλλος κρατικός φορέας την ελευθερία του λόγου θα έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο κατάργησης, ενώ οι αρμοδιότητες σχετικά με την τήρηση των κανόνων ελεύθερου ανταγωνισμού στην ρ/τ θα έπρεπε να ανατεθούν στην Επιτροπή Ανταγωνισμού (με διάταξη του κοινού νομοθέτη, φυσικά).
Συνολικά, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις δεν μπορούν να χαιρετισθούν από πλευράς παρακολούθησης των ευρωπαϊκών και διεθνών προτύπων για την κατάστρωση και εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο τέλος του πίνακα εξάλλου αποκαλύπτεται ότι κεντρικός στόχος των ασκούμενων ήταν να περιορίσουν τον αριθμό των λέξεων (!) που περιλαμβάνονται στα πρώτα 25 άρθρα του Συντάγματος. Υποπίπτοντας όμως έτσι, στην αντίφαση του να κατακεραυνώνουν αφενός την αρχή της αναλογικότητας μεν ως εργαλείο "ποσοτικών" ρυθμίσεων, ενώ αφετέρου ανάγουν την μείωση του όγκου του συνταγματικού κειμένου σε τελικό στόχο της άσκησής τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου