Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 17, 2020

Αναγνώριση μη δυαδικής ταυτότητας φύλου - non binary από το Ειρηνοδικείο Καλλιθέας

 Σε υπόθεση του γραφείου μας που εκπροσώπησε άτομο μη δυαδικό ως προς το φύλο, το Ειρηνοδικείο Καλλιθέας με την απόφαση 153/2020 έκρινε δεκτή την αίτηση για αναγνώριση της ταυτότητας φύλου και την μεταβολή του ονοματεπωνύμου του ατόμου.

Πρόκειται για την πρώτη απόφαση με την οποία κρίνεται εν όλω δεκτό το αίτημα non binary ατόμου, καθώς είχαν προηγηθεί δύο αποφάσεις του Ειρηνοδικείο Αμαρουσίου που ήδη έχουν προσβληθεί με έφεση και οι σχετικές αποφάσεις εκκρεμούν από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Για την πρώτη απόφαση non binary που αφορούσε το Jason Aντιγόνη, το Ειρηνοδικείο Αμαρουσίου είχε δεχτεί την μη δυαδική ταυτότητα φύλου και την προσφθήκη του "Αντιγόνη" στο Ιάσων, αλλά είχε απορρίψει την διαγραφή φύλου, λόγος για τον οποίο η υπόθεση προσεβλήθη με έφεση. Καθόσον μάλιστα ο δικαστής στον οποίο ανατέθηκε η εκδίκαση της έφεσης υπερέβη το νομίμως προβλεπόμενο χρονικό διάστημα των οκτώ (8) μηνών προς έκδοση απόφασης, έχουμε ήδη προσφύγει για τον πειθαρχικό έλεγχό του στον αρμόδιο Αρεοπαγίτη και αναμένουμε την εξέταση του για τους λόγους της καθυστέρησης. Στην δεύτερη απόφαση του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου απορρίφθηκε επίσης το αίτημα διαγραφής φύλου και έχει υποβληθεί έφεση.
Το Ειρηνοδικείο Καλλιθέας δίκασε αίτημα για αναγνώριση της ταυτότητας φύλου ατόμου που κατά τη γέννηση του αποδόθηκε το θήλυ φύλο και ζήτησε την μεταβολή του κυρίου ονόματος από όνομα γυναίκας σε ουδέτερο όνομα και του επωνύμου σε κατάληξη στο αντίθετο φύλο (άρρεν).
Σύμφωνα με την απόφαση:
"Με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος κατοχυρώνεται το δικαίωμα καθενός για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, εφόσον δεν προσβάλλονται τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζεται το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη. Επίσης κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 5 του Συντάγματος καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας λαι της γενετικής του ταυτότητας. Η ευρύτητα της συνταγματικής αυτής διατύπωσης, η οποία παραπέμπει στη γενική αρχή “ό,τι δεν απαγορεύεται επιτρέπεται” και η σχέση γενικού προς ειδικό (Ράικος 2008 : 335) με επιμέρους διατάξεις που κατοχυρώνουν ιδιωτικές και δημόσιες εκφάνσεις της αυτονομίας (π.χ. τον ιδιωτικό βίο στο άρθρο 9 Σ., την ελευθερία της έκφρασης στο άρθρο 14 Σ. κ.α.) δεν σημαίνει, όμως, ότι αυτό συνιστά μια “κατευθυντήρια αρχή για το νομοθέτη ή έναν “ερμηνευτικό κανόνα” (Μάνεσης 1982 : 119), αλλά μια αυτοτελή κανονιστικά διάταξη που ρυθμίζει, κυρίως, και τις πράξεις προσωπικού αυτοκαθορισμού που δεν κατοχυρώνονται ρητά από άλλα συνταγματικά δικαιώματα (Παραράς 1982 : 142, Χρυσόγονος 2006 : 176). Το νόημα δε της συνταγματικής αυτής επιταγής εκτείνεται στην ελευθερία δράσης κάθε υποκειμένου, τόσο ως αμυντικό δικαίωμα, ως δηλαδή μια αξίωση της αποχής του Κράτους από παρεμβάσεις στην “ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας”, όσο και ως ενεργητικό και συμμετοχικό δικαίωμα, ως μια θετική ελευθερία, με την έννοια “της συμμετοχής στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή του τόπου.” Επιγραμματικά, πρόκειται για το “δικαίωμα του ατόμου να αποφασίζει για τον εαυτό του και να κάνει τις δικές του επιλογές, την δυνατότητα του καθενός να διαμορφώνει τη ζωή του όπως ο ίδιος επιθυμεί (ΕΔΔΑ Pretty κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Laskey, Jaggard και Brown κατά Ηνωμένου Βασιλείου). Ως ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας νοείται καταρχάς το ατομικό δικαίωμα (αυτό)προσδιορισμού της ταυτότητας. Αυτό καθορίζει τυπικά, με την έννοια της εξατομίκευσης και της ταυτοποίησης, τη σχέση του ατόμου με την έννομη τάξη και επικυρώνει την αναγνώρισή του ως υποκείμενο δικαίου, ενώ αποτελεί και συναισθηματικό στοιχείο του ανήκειν στην κοινότητα και της διαμόρφωσης των σχέσεων του ατόμου, τόσο με τον εαυτό του, όσο και με τους τρίτους (Gutmann 2000). Έτσι, το δικαίωμα του ατόμου στο όνομά του (κύριο και επώνυμο) αποτελεί καταστατικό στοιχείο της ταυτότητάς του. Στο πεδίο της προσωπικής ταυτότητας, και ειδικότερα της ταυτοποίησης του ατόμου, αλλά και της προσωπικής του αφηγηματικής ενότητας, εντάσσεται και η ελευθερία του υποκειμένου να παρουσιάζεται δημόσια όπως το ίδιο επιθυμεί, η οποία υπερβαίνει το παραδοσιακό πεδίο της ιδιωτικότητας και το χωρικό κριτήριο προσδιορισμού της (Ακριβοπούλου 2012), για να εξειδικευθεί ως η καταρχήν προστασία της εικόνας του προσώπου από την ανεπιθύμητη έκθεση (Χρυσόγονος 2006 : 184, Καράκωστας 2000 : 284), αλλά και του “πολιτιστικού” αυτοκαθορισμού του. Στοιχεία επίσης της προσωπικότητας, προτεινόμενα τόσο στο άρθρο 5 παρ. 1 Σ., όσο και στο άρθρο 8 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, σε συνέχεια του γενετήσιου αυτοπροσδιορισμού, είναι ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η ελευθερία του ανθρώπου να σχετίζεται ερωτικά, ενώ κρίσιμη συνθήκη για την νομιμότητα των σεξουαλικών πρακτικών είναι η αξία που αποδίδεται στην βούληση και ειδικότερα στην συναίνεση των ενηλίκων υποκειμένων. Η ελευθερία, όμως, ανάπτυξης της σεξουαλικής δραστηριότητας και της εν γένει “εικόνας” του ατόμου κατά τη βούλησή του, η οποία συνίσταται σε μια αρνητική ελευθερία και αξίωση αποχής του Κράτους, δεν εκτείνεται σε μια θετική υποχρέωση του νομοθέτη να αναγνωρίσει νομικά τα στοιχεία αυτά (Χρυσόγονος 2006 : 183). Παρόλο που η διατύπωση του άρθρου 5 παρ. 1 Σ παραπέμπει στην κατοχύρωση της ιδιωτικής αυτονομίας και βούλησης, είναι σαφές ότι αυτή, συνήθως, εντάσσεται, όπως στις περισσότερες έννομες τάξεις, σε κάποιες αντικειμενικές συνθήκες εκφράς της, όπως αυτές διατυπώνονται από τον νομοθέτη και μέσω των γενικών και αόριστων ρητρών, όπως π.χ. των χρηστών ηθών. Ο περιορισμός της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας με βάση αυτή την αόριστη ρήτρα των χρηστών ηθών σημαίνει ότι η προσωπική βούληση πρέπει να καθίσταται σύμφωνη με τις “ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστού και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου” (ΑΠ 38/2015). Η αναγωγή των χρηστών ηθών στην κοινωνική ηθική και συλλογίκή συνείδηση με την έννοια των κρατούντων κοινωνικών αντιλήψεων και όχι της συνταγματικής κατοχύρωσης ενός ηθικού ή θρησκευτικού κώδικα ή μιας συγκεκριένης θεωρίας του αγαθού, υποδηλώνει ανοιχτά τον σχετικό και ιστορικό, δηλαδή μεταβλητό, χαρακτήρα τους, όπως και την εγγύτητά της, θεωρητικά και πρακτικά, με κάποια, κατά κοινή ομολογία, κοινωνικά αποδεκτά πρότυπα (ορθής / καλής) συμπεριφοράς. Συνεπώς, το κανονιστικό εύρος της έννοιας δεν εκτείνεται στην απαγόρευση μιας συμπεριφοράς, ούτε δεσμεύει τη δράση του νομοθέτη με βάση κάποιον υπερσυνταγματικό κώδικα αξιών (Χρυσόγονος 2006, 180 επ.), καταλείπει ωστόσο καταρχήν σε αυτόν και στην συνέχεια στην αρμόδια δικαστική εξουσία τη δυνατότητα να εκτιμήσουν κατά πόσο ειναι συνταγματικά θεμιτός ο σχετικός περιορισμός της προσωπικής αυτονομίας. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η αναγνώριση στην αξία του ανθρώπου μιας καθαρά υποκειμενικής διάστασης, δηλαδή η κατοχύρωση της δυνατότητας του καθενός να κρίνει πότε είναι “αξιοπρεπής”, απλά της αφαιρεί κάθε διακριτό στίγμα έναντι της προσωπικής αυτονομίας της βούλησης, ενώ, από την άλλη η αντικειμενική σημασιοδότησή της, πέρα από την ατομική βούληση η οποία συνιστά και την ηθική και συνταγματική ιδιαιτερότητά της ενέχει τον κρατικό πατερναλισμό και την υπονόμευση της προσωπικής ελευθερίας (και αξίας) λόγω της κοινωνικοποίησης και διάσπασης της αυστηρά ιδιωτικής και προσωπικής μας σφαίρας, με προφανή, επομένως, την δυσεπίλυτη σύγκρουση υποκειμενικής βούλησης και αντικειμενικής αξίας του ανθρώπου που δοκιμάζει η έννομη τάξη (Σύνταγμα – Κατ’ άρθρο ερμηνεία – Φ. Σπυρόπουλος, Ξ. Κοντιάδης, Χ. Ανθόπουλος, Γ. Γεραπετρίτης – Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου [ΚΕΣΔ]).
Με το περιεχόμενο αυτό [...] και αίτημα η υπό κρίση αίτηση αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου το οποίο είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, κατά την προκείμενη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (...). Είναι νόμιμη ως προς το σκέλος της ζητούμενης διόρθωσης ως προς το κύριο όνομα της αιτούσας και ως προς την προσαρμογή του επωνύμου αυτής στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, 13 παρ. 1, 14 παρ. 1 του Ν.344/1976 περί ληξιαρχικών πράξεων και 782 ΚΠολΔ, καθώς και του Ν.4491/2017 (ΦΕΚ Α' 152/13-10-2017 Νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου - ...)."
Επομένως, για πρώτη φορά στην νομολογία αναγνωρίζεται ως νομική βάση της αναγνώρισης μη δυαδικής ταυτότητας φύλου ο υπάρχον Ν 4491/2017, κάτι το οποίο είχε απορριφθεί πριν 3 χρόνια από το Ειρηνοδικείο Αμαρουσίου στην υπόθεση Jason Αντιγόνη.
Με το παραπάνω σκεπτικό, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι το αιτούμενο άτομο:
"απο την εφηβεία του αισθανόταν έλξη για άτομα και των δύο φύλων, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι επιθυμούσε να βιώσει μια τέτοια σχέση ως αμφιφυλόφιλη γυναίκα, αλλά ως άρρεν και θήλυ ταυτόχρονα, δηλαδή ως ένα άτομο μη εντασσόμενο στην μία πλευρά του διπόλου των φύλων (“NON BINARY” ή μη δυικό ως προς το φύλο άτομο). Έτσι, με σταθερή και συγκεκριμένη επιλογή του, ήδη από το έτος 2017, ζήτησε από το φιλικό, οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον της να απευθύνονται σε αυτήν με το όνομα "..." και το επώνυμο "...". Τούτο αποτελεί απαραίτητο και μόνιμο, πλέον, χαρακτηριστικό στοιχείο της προσωπικότητας της αιτούσας με το οποίο αποκλειστικά την γνωρίζουν και ονοματίζουν στο οικογενειακό και κοινωνικό του περιβάλλον, ενώ παράλληλα, διευκολύνει τις κοινωνικές της σχέσεις και συμπορεύεται με την ψυχοσύνθεσή της και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητά τους, εξασφαλίζοντας επίσης ασφάλεια στις συναλλαγές της τόσο με το κράτος όσο και με ιδιώτες. Ως εκ τούτου πρέπει να γίνει δεκτό ως ουσιαστικά βάσιμο το αίτημα διόρθωσης της ληξιαρχικής πράξης γέννησης της αιτούσας ως προς το κύριο όνομα αυτής και να αναγραφή αντί του ονόματος “...” το όνομα “...” και αντί του επωνύμου "..." το προσαρμοσμένο επώνυμο "...", σε συμφωνία και με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος με το οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα του καθενός για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του και εφόσον η απόρριψη του σχετικού αιτήματος θα δημιουργούσε ανεπιθύμητες συνέπειες για την αιτούσα ως προς την προσωπική και κοινωνική του κατάσταση και εικόνα."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...