Μεταδίδεται η είδηση πως είναι κατά 90% έτοιμο το σχέδιο θεσμικού πλαισίου για τις κάμερες και τους ιδιωτικούς αστυνομικούς στα γήπεδα. Για το θέμα των καμερών θα πρέπει να δούμε τις ίδιες τις διατάξεις. Για τους ιδιωτικούς αστυνομικούς διαβάζουμε ότι θα οδηγούν δράστες στην αστυνομία.
Δηλαδή θα προβαίνουν σε συλλήψεις. Η σύλληψη όμως είναι πράξη η οποία συνιστά ενάσκηση δημόσιας εξουσίας και συγκεκριμένα της εκτελεστικής λειτουργίας, η οποία κατά το άρθρο 26§2 ασκείται από τον ΠτΔ και την Κυβέρνηση - και συνακόλουθα, από τη διοριζόμενη από αυτούς Διοίκηση, μέρος της οποίας και η Αστυνομία. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι από το 1998 το ΣτΕ έκρινε αντισυνταγματική την ανάθεση της αρμοδιότητας της βεβαίωσης προστίμων για παράνομη στάθμευση από δημοτικούς αστυνομικούς που υπηρετούσαν με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου. Ακριβώς, γιατί παραβιαζόταν η διάταξη του άρθρου 26§2 του Συντάγματος.
Ως προς τη σύλληψη δραστών, εκτός από υποχρέωση της δημόσιας δύναμης, κατ΄ εξαίρεση αναγνωρίζεται και ως δικαίωμα κάθε πολίτη από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρθρο 275), για τα αυτόφωρα κακουργήματα και πλημμελήματα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ΚΠΔ αναφέρεται σε "οποιοδήποτε πολίτη", ακριβώς για να συνδέσει αυτή την εξαίρεση από το άρθρο 26§2 με την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και την πηγή όλων των εξουσιών που πηγάζουν από το Λαό (άρθρο 1§§2 Σ.). Η επομένως, φορέας του δικαιώματος σύλληψης είναι καθένας που φέρει την ιδιότητα του πολίτη, η οποία του παρέχει τη συνταγματική νομιμοποίηση να συλλάβει το δράστη. Σκοπός της διάταξης είναι να καλυφθούν τα κενά της προστασίας από την αστυνομία, δηλαδή το δικαίωμα του πολίτη να συλλάβει το δράστη πρέπει να νοηθεί ως επικουρική εξουσία, εφόσον τα αρμόδια όργανα δεν είναι σε θέση να ασκήσουν με την ίδια αμεσότητα και αποτελεσματικότητα τις αρμοδιότητές τους.
Παρόμοια είναι και η διάταξη της επιτρεπόμενης αυτοδικίας, κατά την οποία παράγεται ένα δικαίωμα άμυνας-αυτοπροστασίας όταν η δημόσια δύναμη δεν βρίσκεται σε εγγύτητα ώστε να προστατεύσει απειλούμενα αγαθά.
Αυτό το πλαίσιο που διέπει την σύλληψη δραστών απέχει πολύ από την απονομή μιας τέτοιας αρμοδιότητας σε οργανωμένη "ιδιωτική αστυνομία". Ο ιδιωτικός αστυνομικός δεν δρα ως "πολίτης", αλλά ως υπάλληλος που υπόκειται σε διευθυντικό δικαίωμα, δηλαδή οφείλει να εκτελεί τις εντολές του εργοδότη του. Ο εργοδότης αυτός (π.χ. μία Π.Α.Ε.) δεν δεσμεύεται από υποχρεώσεις αντικειμενικότητας και αμεροληψίας, όπως συμβαίνει με τα διοικητικά όργανα, κατά τον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Κίνητρό του είναι η προστασία της ιδιοκτησίας του και η διαμόρφωση ενός ασφαλούς περιβάλλοντος διεξαγωγής του αγώνα με σκοπό την προσέλκυση όσο το δυνατών περισσότερων φιλάθλων που θα κόψουν εισιτήριο για να παρακολουθήσουν τις παρεχόμενες υπηρεσίες θεάματος. Τα κίνητρα αυτά θεμελιώνονται σε συνταγματικά δικαιώματα της εκάστοτε Π.Α.Ε. και είναι σεβαστά, ωστόσο δεν παρέχουν τις επαρκείς εγγυήσεις και τη νομική προστασία σε όσους κριθεί ότι πρέπει να απομακρυνθούν από τον αγωνιστικό χώρο και όσους ενδεχομένως οδηγηθούν στην αστυνομία. Το ιδιωτικό κριτήριο μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολές, όσο κι αν ο αντίλογος υποστηρίζει ότι κανένας ιδιώτης δεν θα διώξει έναν εν δυνάμει τακτικό πελάτη για ψύλλου πήδημα. Οι αυτορρυθμιστικές αυτές αξιολογήσεις δεν θεμελιώνονται σε ένα αντικειμενικό και εγγυητικό καθεστώς, αλλά σε ενδεχόμενα μεταβαλλόμενες προθέσεις και σταθμίσεις. Γι΄ αυτό και η απονομή αρμοδιοτήτων σύλληψης σε ιδιωτικούς αστυνομικούς σε χώρους μαζικής προσέλευσης αντίκειται κατ' αρχήν στα άρθρα 26§3 και 1§§2,3 Σ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου