Σήμερα θα εξηγήσω για ποιο λόγο η ίδρυση και λειτουργία ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου θα εξορθολογήσει το δικαιοδοτικό σύστημα της Χώρας και θα ενισχύσει το κράτος δικαίου και την προστασία των ατομικών ελευθεριών.
Όπως είναι γνωστό, στην Ελλάδα επικρατεί το καθεστώς του διάχυτου αλλά παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας: κάθε δικαστής, από τον κατώτατο έως τον πρόεδρο των ανώτατων υποχρεούται να μην εφαρμόζει διάταξη νόμου, η οποία βρίσκεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα (διάχυτος έλεγχος). Η εξέταση όμως αυτή είναι «παρεμπίπτουσα», που σημαίνει ότι ο πολίτης δεν μπορεί να στραφεί ενώπιον της Δικαιοσύνης ευθέως κατά ενός αντισυνταγματικού νόμου, αλλά ο έλεγχος συνταγματικότητας γίνεται μόνο στο πλαίσιο μιας διαφοράς που συνοδεύεται και από άλλα αιτήματα (αποζημίωση, ακύρωση πράξης, διάγνωση έννομης κατάστασης, υπεράσπιση κλπ). Δηλαδή με το ισχύον σύστημα ο πολίτης δεν έχει το δικαίωμα μιας «συνταγματικής προσφυγής», ώστε να βάλλει ευθέως κατά του νόμου που μπορεί να τον θίγει. Μια τέτοια δυνατότητα δίνεται κατά το μοντέλο του Συνταγματικού Δικαστηρίου, όπως έχει αναπτυχθεί στις έννομες τάξεις άλλων χωρών. Δεν θα σταθώ όμως σε αυτό το θέμα, γιατί θέλω να εξετάσω το ζήτημα της ασφάλειας δικαίου που ενισχύεται με την ίδρυση ΣΔ.
Με το ισχύον σύστημα, για να έχουμε μια τελειωτική απόφαση, η οποία καθιστά ανενεργό μια αντισυνταγματική διάταξη, πρέπει η υπόθεση να έχει φτάσει στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (άρθρο 100 Σ.). Οποιαδήποτε άλλη απόφαση για την αντισυνταγματικότητα (του ΣτΕ, του Αρείου Πάγου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου, των κατώτατων δικαστηρίων), απλώς περιστασιακά μπορεί να κρίνει ότι μια διάταξη είναι αντισυνταγματική και να μην την εφαρμόσει στην προκειμένη –και μόνο!- υπόθεση. Το οποίο σημαίνει ότι ένα άλλο δικαστήριο, λόγω της εσωτερικής ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και της μη δέσμευσης από τη νομολογία, μπορεί να κρίνει αντίθετα και να θεωρήσει ότι η διάταξη είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα, δημιουργώντας στην πράξη μια βαθύτατη ανισότητα κρίσης και μάλιστα με συνταγματικής φύσεως διακυβεύματα. Ακόμη κι όταν το ΣτΕ κρίνει αντισυνταγματική μια διάταξη, ο κάθε ειρηνοδίκης έχει το δικαίωμα να κρίνει αλλιώς αν μια υπόθεση αχθεί εμπρός του με το ίδιο αντικείμενο! Μόνο το ΑΕΔ μπορεί να αποφανθεί τελειωτικά και δεσμευτικά για τους υπόλοιπους δικαστές, εκτοπίζοντας τη διάταξη στη σφαίρα του ανεφάρμοστου.
Τι πρέπει να προηγηθεί όμως για να φτάσει μια υπόθεση στο ΑΕΔ, ώστε να έχουμε μια ασφαλή τελειωτική απόφαση για το θέμα της συνταγματικότητας; Πρέπει να έχει προηγηθεί «σύγκρουση» αποφάσεων των ανώτατων δικαστηρίων για το ίδιο ζήτημα. Δηλαδή πρέπει να έχει αποφανθεί διαφορετικά το ΣτΕ ή/και ο Άρειος Πάγος ή/και το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Άρα, για να αχθεί μια υπόθεση ενώπιον του ΑΕΔ πρέπει ένας πολίτης να έχει πάει την υπόθεσή του στο ΣτΕ ή / και ένας άλλος (ή και ο ίδιος) στον ΑΠ ή στο ΕλΣυν και να έχουν αποφανθεί διαφορετικά αυτά τα δικαστήρια. Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει η ίδια υπόθεση να εμπίπτει στην δικαιοδοσία τόσο του ενός ανώτατου δικαστηρίου όσο και του άλλου, δηλαδή να είναι και διοικητική διαφορά αλλά και αστική ή ποινική διαφορά. Αυτό δεν συμβαίνει πάντα, γιατί οι υποθέσεις κατά κύριο λόγο είτε είναι ποινικές/αστικές, είτε είναι διοικητικές/δημοσιονομικές. Σε ελάχιστες περιπτώσεις μια διάταξη θα έχει εφαρμογή σε πέραν τις μίας δικαιοδοσίας, άρα σε ελάχιστες υποθέσεις μπορούν τα ανώτατα δικαστήρια να διαφωνήσουν, άρα σε ελάχιστες περιπτώσεις θα έχουμε μια τελική λύση συνταγματικότητας από το ΑΕΔ. Εξάλλου κάθε χρόνο το ΑΕΔ δεν εκδίδει πάνω από 5-6 αποφάσεις.
Θα φέρω ένα απλοϊκό παράδειγμα. Υπήρχε παλαιότερα μια διάταξη, κατά την οποία απαγορευόταν να δημοσιευθεί προκήρυξη τρομοκράτη στον ημερήσιο τύπο, γιατί διαφορετικά επιβαλλόταν ποινή φυλάκισης. Αν κάποιος δημοσίευε μια τέτοια προκήρυξη και πήγαινε στο πρωτοβάθμιο ποινικό δικαστήριο θα είχε είτε μια αθώωση είτε μια καταδίκη. Αν υποθέσουμε ότι είχε μια καταδίκη, μπορούσε να προχωρήσει και να πάει Εφετείο και Άρειο Πάγο, προκειμένου να κριθεί αν η διάταξη είναι συνταγματική ή όχι (δηλ. αν παραβιάζει ή όχι την ελευθερία έκφρασης). Αλλά και αυτή η απόφαση του Αρείου Πάγου δεν θα δέσμευε κανένα από τα κατώτερα δικαστήρια, με αποτέλεσμα ο δημοσιογράφος να μπορεί να διώκεται εις το διηνεκές, χωρίς να έχει μια τελειωτική απόφαση που να εκτοπίζει τη διάταξη από την έννομη τάξη, όπως θα γινόταν αν έφτανε στο ΑΕΔ (ή αν η Βουλή καταργούσε το νόμο).
Ας πούμε τώρα ότι αυτή η διάταξη εκτός από την φυλάκιση, είχε και ένα διοικητικό πρόστιμο και ο πολίτης το προσέβαλε στη διοικητική δικαιοσύνη. Και έφτανε μέχρι το ΣτΕ. Και πάλι, αν και το ΣτΕ έλεγε ότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός, έχουμε φτάσει και σε δεύτερο ανώτατο δικαστήριο, αλλά δεν έχουμε σύγκρουση για να πάμε στο ΑΕΔ και να πάρουμε την τελειωτική απόφαση! Τα ίδια προβλήματα κυκλικότητας παρουσιάζονται δηλαδή και σε αυτήν την περίπτωση: το πρόστιμο μπορεί να επιβληθεί και πάλι, ο πρωτόδικος δικαστής να διαφωνήσει με την κρίση του ΣτΕ και λοιπά. Ούτε και το ίδιο το ΣτΕ δεσμεύεται βέβαια από τη νομολογία του. Όσον αφορά τη λύση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που έχει προταθεί ως αντιστάθμισμα της έλλειψης ΣΔ στην Ελλάδα (από τον κ. Τσακυράκη) πρέπει να πούμε ότι το ΕΔΔΑ δεν κρίνει βέβαια βάσει του ελληνικού Συντάγματος, αλλά βάσει της ΕΣΔΑ που περιέχει μια ειδική δέσμη ανθρώπινων δικαιωμάτων (από την οποία λείπουν π.χ. τα εργασιακά δικαιώματα, όπως η απεργία) και δεν μπορεί να προσφέρει πάντα την πλήρη δικαστική προστασία που προσφέρει η εσωτερική δικαιοσύνη. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο π.χ. δεν αθωώνει κατηγορούμενους, απλώς του επιδικάζει αποζημίωση αν καταδικάστηκαν παράνομα (αντίθετα από τις προβλέψεις τις ΕΣΔΑ). Άρα η προστασία του ΕΔΔΑ δεν μπορεί να καλύψει όλες τις περιπτώσεις αφενός και αφετέρου δεν είναι της ίδιας πληρότητας με την εθνική προστασία.
Τι αλλάζει λοιπόν με την ίδρυση του Συνταγματικού Δικαστηρίου; Το ότι για να φτάσει μια υπόθεση ενώπιόν του δεν χρειάζεται να έχει προηγηθεί «σύγκρουση» αποφάσεων δύο ανώτατων δικαστηρίων. Όταν ο κατηγορούμενος του παραδείγματος μας φτάσει στον Άρειο Παγο, θα πάει αμέσως μετά στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Χωρίς να χρειαστεί να ξεκινήσει άλλη δίκη από το ΣτΕ ή το Ελεγκτικό Συνέδριο, η οποία είναι πολύ πιθανό να μην επιτρέπεται από το νόμο να ανοίξει! Έτσι κερδίζεται ένα ευρύτερο πεδίο τελικού ελέγχου συνταγματικότητας για διαφορές οι οποίες θα παρέμεναν στην γκρίζα ζώνη του «σχεδόν τελικού» ελέγχου των ανώτατων δικαστηρίων. Επίσης, για τις άλλες υποθέσεις εμπίπτουν και στα άλλα ανώτατα δικαστήρια, κερδίζεται πολύτιμος χρόνος, αφού δεν χρειάζεται να προηγηθεί η «διαφωνία» τους: αμέσως η υπόθεση εισάγεται στο ΣΔ, το οποίο αποφαίνεται τελειωτικά και με erga omnes (κατά παντός) ισχύ, χωρίς να μπορούν πλέον οι υπόλοιποι δικαστές να αποκλίνουν αν αχθεί υπόθεση της επίμαχης διάταξης εμπρός τους. Αλλά και χωρίς να διακυβεύεται το ενιαίο της κρίσης , δηλαδή η αρχή της ισότητας, ως προς την υπόθεση του ενός ή του άλλου πολίτη, με πρόσχημα την ανεξαρτησία του δικαστή.
Ταυτόχρονα, κάθε δικαστήριο θα διατηρεί, σύμφωνα με την κυβερνητική πρόταση, την αρμοδιότητα και υποχρέωσή του να αποφαίνεται επί της συνταγματικότητας: αν ο πολίτης είναι ικανοποιημένος και η υπόθεσή του δεν οδηγηθεί από τον αντίδικο σε ανώτερο δικαστήριο, το ζήτημα μπορεί να σταματήσει εκεί, όπως γίνεται και σήμερα. Με την ίδρυση του ΣΔ το ΣτΕ και τα άλλα ανώτατα δικαστήρια διατηρούν ακέραιη την εξουσία να ελέγχουν την συνταγματικότητα, ακριβώς όπως και σήμερα, σε επίπεδο «αμετάκλητο». Ακριβώς όπως και σήμερα υπάρχει η περίπτωση μια υπόθεση ΣτΕ να αχθεί ενώπιον του ΑΕΔ, έτσι και αύριο μια απόφαση ΣτΕ θα μπορεί –πολύ πιο εύκολα και άμεσα- να αχθεί ενώπιον του ΣΔ. Είναι εσφαλμένη λοιπόν η κριτική ότι περικόπτεται αρμοδιότητα του ΣτΕ με την ίδρυση ΣΔ: απλώς διευρύνεται το δικαίωμα για επανεξέταση αυτού και μόνο του ζητήματος της συνταγματικότητας από ένα ειδικό δικαστήριο που θα ασχοληθεί μόνο με αυτό το θέμα, ακόμη κι αν δεν υπάρχει «διχογνωμία». Ο «διαιτητικός ρόλος» που διαδραματίζει σήμερα το ΑΕΔ, αποτελούμενο από δικαστές του ΣτΕ, του ΑΠ και του ΕλΣυν, όπου προφανώς οι διαφορές τους λύνονται μαζί με όλα τα υπόλοιπα «παιχνίδια» ισχύος και πολιτικής, αναβαθμίζεται σε πραγματικό δικαιοδοτικό ρόλο. Η στελέχωση του ΣΔ από τρίτους, δηλαδή όχι από δικαστές των ανώτατων δικαστηρίων, ενισχύει την αντικειμενικότητα και τις εγγυήσεις διαφάνειας και απεξάρτησης από τα δικαστήρια που εξέδωσαν τις «μητρικές» αποφάσεις αναφοράς.
Η φύση των αποφάσεων του ΣΔ εξάλλου, είναι ιδιάζουσα: μπορούν να καταργήσουν νόμο. Όχι απλώς να τον «κηρύξουν αντισυνταγματικό» (όπως μπορεί το ΣτΕ, χωρίς να δεσμεύει ούτε τον διοικητικό πρωτοδίκη), αλλά να τον εκτοπίσουν από την έννομη τάξη! Δηλαδή η καταργητική εξουσία του Συνταγματικού Δικαστή βρίσκεται «ένα σκαλί» πάνω από την καταργητική δυνατότητα του ίδιου του κοινού νομοθέτη. Ο Συνταγματικός Δικαστής, επανανοηματοδοτώντας το Σύνταγμα, στην πυραμίδα των δικαιοπλαστικών οργάνων, βρίσκεται, ως προς τις ακυρωτικές του αρμοδιότητες, κάτω από τον συνταγματικό νομοθέτη, αλλά πάνω από τη Βουλή. Γι’ αυτό είναι αστείο να λέει κανείς ότι η κυβέρνηση ιδρύει ένα «δικό της» υπέρτατο δικαστήριο, ακόμη και στο υποθετικό σενάριο που όλα τα μέλη του διορίζονται από την ίδια: θα ρίσκαρε το ενδεχόμενο έστω της θεσμοποιημένης τελικής ακύρωσης μιας νομοθετικής της πολιτικής; Όσο για το αν το ίδιο το ΣΔ αποβεί τελικά -σε επίπεδο προσώπων- ένα «κυβερνητικό» δικαστήριο, αυτό θα καταδειχθεί μόνο στην πράξη, αν διστάσει να ασκήσει τις αρμοδιότητές του, αν θα έρθει σε ρήξη με τα άλλα ανώτατα δικαστήρια ή όχι (ποιος προεξοφλεί ότι το ΣτΕ είναι πάντα «αντίβαρο» ή ότι είναι πάντα σωστό;) και από το αν θα κάνει καλά τη δουλειά του. Οι αποφάσεις του εξάλλου θα είναι δημόσιες, εκδιδόμενες στο όνομα του ελληνικού λαού και υποκείμενες στην κριτική του (και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αν η φύση των υποθέσεων επιτρέπει να αχθούν μέχρι εκεί).
Η κατάκτηση της αμεσότερης τελειωτικής κρίσης μιας αντισυνταγματικής διάταξης σε υποθέσεις που σήμερα αυτό είναι δικονομικά αδύνατον ή οικονομοχρονικά επαχθές, θα είναι ένα βήμα προόδου για το κράτος δικαίου και για το νομικό μας πολιτισμό.
Αυτές οι σκέψεις δεν έχουν απασχολήσει την σχετική αρθρογραφία, όσο την έχω παρακολουθήσει μέχρι σήμερα. Οι αρθρογράφοι εστιάζουν κυρίως σε πολιτικά – ιστορικά επιχειρήματα, αρνούμενοι συνήθως να δουν πέρα από τις προκαταλήψεις τους και να σταθμίσουν ανάμεσα σε θετικά και αρνητικά.
21 σχόλια:
Πολύ ωραία ανάλυση (δεν είχα ιδέα για τα προβλήματα που θα έλυνε ένα συνταγματικό δικαστήριο).
Εξακολουθώ όμως να βρίσκομαι σε σύγχυση για το αν ένα συνταγματικό δικαστήριο θα διευκόλυνε υποθέσεις σαν αυτή.
Εξαιρετικό μάθημα! Θα το κοπιάρω μάλιστα γιατί αφ' ενός με μια ανάγνωση μόνο δεν αφομοιώνεται πλήρως και εφ' εταίρου, για να διαδοθεί περισσότερο. Εννοείται ότι το copyright είναι απολύτως σεβαστο!
Να'σαι καλά!Δίνω προφορικά Εφαρμογές Δημοσίου στον Αλιβιζάτο και με σώζεις γιατί ενδέχεται να ρωτήσει κάτι ανάλογο!
Προσοχή! Ο κ. Αλιβιζάτος είναι κατά της ίδρυσης ΣΔ με τη μορφή που εξαγγέλθηκε και, αν του πεις αυτά τα επιχειρήματα μου, ενδέχεται να "δυσθυμήσει". Βλ. και την παραπομπή που έχει δώσει ο neTpen σε σχόλιό του κάτω από το post μου για τις προτάσεις ΝΔ για την αναθεώρηση, όπου έχει λινκ στην άποψη Αλιβιζάτου.
Βέβαια, στο βιβλίο του "ο Αβέβαιος εκσυγχρονισμός και η θολή συνταγματική αναθεώρηση" (εκδ. Πόλις, 2000) ο κ. Αλιβιζάτος είχε ταχθεί μάλλον υπέρ της ίδρυσης ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου, αρμόδιου όμως για τις "γκρίζες ζώνες" του Συντάγματος, δηλ. για θέματα που εκ των πραγμάτων η ίδια η Βουλή αποφασίζει αν είναι σύμφωνα με το Σύνταγμα ή όχι. Έφερε τότε το παράδειγμα των έγχρωμων ψηφοδελτίων και της ψήφου Αλευρά (εκλογές ΠτΔ 1986) και της παραγραφής των υπουργικών αδικημάτων (περίοδος σκανδάλων 1988-1990). Η θέση του ήταν ότι με το παρόν καθεστώς, αποφασίζει για τη συνταγματικότητα η κοινοβουλευτική πλειοψηφία (δηλ. η εκάστοτε κυβερνητική παράταξη) επιβάλλοντας την κατά τη γνώμη της ορθή λύση σε τέτοια συνταγματικά ζητήματα, ενώ ο ίδιος θα προτιμούσε έναν πιο αντικειμενικό και αμερόληπτο κριτή, όπως ένα ΣΔ.
Η ανάλυσή σου, ακριβής στα περισσότερα σημεία της, είναι μονομερής.
Ας εστιάσουμε συγκεκριμένα:
- Η κυβερνητική εξαγγελία δεν περιλαμβάνει τη θέσπιση ατομικής συνταγματικής προσφυγής. Επομένως, ούτε τώρα ο έλεγχος αντισυνταγματικότητας γίνεται ευθύς (αν γινόταν, θα άλλαζαν πραγματικά τα δεδομένα).
- Η κήρυξη από το ΑΕΔ μιας διάταξης νόμου ως αντισυνταγματικής erga omnes είναι μια κορυφαία αλλά οριακή και ασυνήθης περίπτωση ελέγχου αντισυνταγματικότητας. Ο συνήθης έλεγχος γίνεται από τα κοινά δικαστήρια, καθημερινά. Ο έλεγχος αυτός μπορεί να μην οδηγεί στον ευθύ παραμερισμό της κρίσιμης διάταξης, οδηγεί όμως - όταν οι σχετικές δικαστικές κρίσεις αποκτούν μαζικότητα και τη μορφή «χιονοστιβάδας», που είναι το πλέον σύνηθες - στην πρακτική αδρανοποίηση του νόμου και στον τελικό εξαναγκασμό του νομοθέτη να τον αλλάξει, ΧΩΡΙΣ τη μεσολάβηση του ΑΕΔ (άπειρα και συνεχή τα παραδείγματα).
- Παραβλέπεις το εξής: η νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων ασκεί ΚΑΘΟΡΙΣΤΙΚΗ επιρροή στις αποφάσεις των κατώτερων δικαστηρίων. Δηλαδή, μολονότι πχ τυπικά το πρωτοδικείο δεν δεσμεύεται από τις αποφάσεις του ΑΠ και μπορεί να κρίνει διαφορετικά, ΣΠΑΝΙΩΣ και μόνο με σοβαρή αντεπιχειρηματολογία το κάνει. Πρώτον, διότι η τυχόν αντίθετη απόφαση που θα βγάλει θα καταλήξει - μέσω των ενδίκων μέσων - στον ΑΠ (άρα μάταιος κόπος), δεύτερον διότι κατά την ετήσια επιθεώρηση των δικαστών του δικαστηρίου αυτού ο αρεοπαγίτης επιθεωρητής θα απαιτήσει εξηγήσεις για τη διαφοροποίηση (δεν είναι φυσικά παράνομο ή πειθαρχικώς διωκτέο καταρχήν, αλλά το «αντάρτικο» ενοχλεί τα ανώτατα δικαστήρια και αποτελεί εστία κριτικής) και τρίτον διότι οι αποφάσεις αυτές των υψηλόβαθμων δικαστών διαθέτουν αυξημένο επιστημονικό και θεσμικό κύρος και κατά κανόνα "πείθουν" τους κατώτερους. Συνεπώς, η κατάσταση-«μπάχαλο», που λίγο-πολύ υπαινίχθηκες, σπανίως εμφανίζεται και, όταν εμφανίζεται, κάποια στιγμή καταλαγιάζει. Σύνδεσέ το αυτό με το επόμενο:
- Από μια οπτική γωνία, η τυχόν (αρχική ή και επιγενόμενη) ποικιλία στις κρίσεις συνιστά ανασφάλεια. Από μια άλλη, αποτελεί μια μεγάλη δεξαμενή ζύμωσης και διασταύρωσης απόψεων, με αποτέλεσμα η τελική, ενιαία θέση της νομολογίας (που αναπόφευκτα κάποια στιγμή σχηματίζεται) να είναι περισσότερο εδραιωμένη, διασταυρωμένη και ασφαλής (απ’ ότι θα ήταν αν προερχόταν από ένα συμβούλιο διορισμένων «σοφών»). Επίσης, οι θέσεις αυτές, ακόμη και των ανωτάτων δικαστηρίων, είναι ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΣΕ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ. Τίποτα δεν εμποδίζει την αλλαγή της νομολογίας, αν αποδειχθεί ότι η άποψη που υιοθετήθηκε (είτε υπέρ, είτε κατά της συνταγματικότητας) ήταν εσφαλμένη. Αντιθέτως, η απόφανση του ΑΕΔ και - βάσει της τρέχουσας πρότασης - του ΣΔ, είναι ΤΕΛΕΙΩΤΙΚΗ και ανεπίδεκτη αναθεώρησης. «Ό γέγονε, γέγονε» και κανένα νέο δεδομένο, καμία πειστικά θεμελιωμένη αντίθετη άποψη, καμιά αλλαγή των συνθηκών δεν θα επιτρέπει την αλλαγή της στάσης του. Αυτό είναι το τίμημα για την «ασφάλεια δικαίου». Ήδη, κάποιες οριακές αποφάσεις του ΑΕΔ επικρίνονται και νομικοί «καταριούνται» το ανεπανόρθωτα αμετάκλητο της κρίσης του!!
- Λες: «Ακριβώς όπως και σήμερα υπάρχει η περίπτωση μια υπόθεση ΣτΕ να αχθεί ενώπιον του ΑΕΔ, έτσι και αύριο μια απόφαση ΣτΕ θα μπορεί –πολύ πιο εύκολα και άμεσα- να αχθεί ενώπιον του ΣΔ. Είναι εσφαλμένη λοιπόν η κριτική ότι περικόπτεται αρμοδιότητα του ΣτΕ με την ίδρυση ΣΔ: απλώς διευρύνεται το δικαίωμα για επανεξέταση αυτού και μόνο του ζητήματος της συνταγματικότητας από ένα ειδικό δικαστήριο που θα ασχοληθεί μόνο με αυτό το θέμα, ακόμη κι αν δεν υπάρχει «διχογνωμία».»
Σήμερα το ΣτΕ ακυρώνει κατά κόρον προεδρικά διατάγματα και υπουργικές αποφάσεις που έρχονται σε αντίθεση με το Σύνταγμα. Μετά το ΣΔ, το ΣτΕ, αν άγεται σε σχετική κρίση, αν καταλήγει δηλαδή ότι μια διάταξη είναι αντισυνταγματική, δεν θα εκδίδει «εκτελεστή» δικαστική απόφαση αλλά θα υποχρεώνεται να παραπέμψει την υπόθεση στο εκτός δικαιοδοτικής πυραμίδας ΣΔ, το οποίο θα αποφαίνεται τελειωτικά και δεσμευτικά επί του ζητήματος αντισυνταγματικότητας και θα επιστρέφει την απόφαση στο ΣτΕ, για να χειριστεί τις …λεπτομέρειες. Οι Σύμβουλοι Επικρατείας (οι Αρεοπαγίτες και οι Σύμβουλοι του Ελεγκτικού Συνεδρίου) είναι ανεξάρτητοι δικαστές καριέρας, με πολυετή εμπειρία και αναγνωρισμένη ενδοδικαστική διαδρομή, ΧΩΡΙΣ ΚΑΜΙΑ ΑΝΑΜΕΙΞΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ στην εξέλιξή τους (η κυβέρνηση επιλέγει μόνο τον Πρόεδρο και τους Αντιπροέδρους, όχι τους Συμβούλους κ.λπ., οι οποίοι προάγονται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο). Οι «δικαστές» του ΣΔ θα είναι πρόσωπα ΔΙΟΡΙΣΜΕΝΑ (ελπίζω από τη Βουλή), με πολύ περισσότερες πολιτικές διασυνδέσεις και εξαρτήσεις και πολύ περισσότερους δισταγμούς να στραφούν κατά του σώματος που τους ανέδειξε. Όποιο κι αν είναι το όργανο που θα τους επιλέγει, όποια κι αν είναι η ιδιότητά τους, όποιες πλειοψηφίες κατά την εκλογή τους και αν διασφαλιστούν (;) ο ομφάλιος λώρος με την νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία θα είναι περισσότερο απτός και εν τέλει καθοριστικός για τις κρίσεις τους. Αν ο θεσμός αυτός είχε πρωτοδημιουργηθεί σε, ούτως ή άλλως, μεταβατικές περιόδους του κράτους, σε περιόδους δηλαδή θεσμικής ανασύστασής του, κατά τις οποίες η ισορροπία μεταξύ των κρατικών οργάνων χτίζεται εκ του μηδενός ή σχεδόν εκ του μηδενός, ίσως το ΣΔ σταδιακά κέρδιζε την απαιτούμενη ανεξαρτησία και το σεβασμό του νομικού κόσμου. Τώρα, οι συνθήκες δεν ευνοούν μια τέτοια εκβιασμένη «παρθενογένεση».
- Λες: «Γι’ αυτό είναι αστείο να λέει κανείς ότι η κυβέρνηση ιδρύει ένα «δικό της» υπέρτατο δικαστήριο, ακόμη και στο υποθετικό σενάριο που όλα τα μέλη του διορίζονται από την ίδια: θα ρίσκαρε το ενδεχόμενο έστω της θεσμοποιημένης τελικής ακύρωσης μιας νομοθετικής της πολιτικής;» Ακριβώς. Όχι. Ούτε την εκάστοτε κυβέρνηση, ούτε την Βουλή τις βολεύει ο έλεγχος αντισυνταγματικότητας. ΟΙ ΔΙΚΕΣ ΤΟΥΣ επιλογές είναι που ελέγχονται και ακυρώνονται από τα δικαστήρια. Έχουν κάθε λόγο να τον αποδυναμώσουν.
- Αν την κυβέρνηση την ενδιαφέρει η αποκρυστάλλωση της νομολογίας χάριν της «ασφάλειας του δικαίου», γιατί δεν προτείνει το να καταστούν δεσμευτικές για τα κατώτερα δικαστήρια της αντίστοιχης πυραμίδας, ως προς τα ζητήματα αντισυνταγματικότητας, οι αποφάσεις των ολομελειών των ανωτάτων δικαστηρίων; Σε περίπτωση δε σύγκρουσης μεταξύ τους, να επιλαμβάνεται, όπως τώρα, το ΑΕΔ (αναγκαστικά, για να έχει κάποιος τον τελικό λόγο). Γιατί να δημιουργήσει ένα επιπλέον, διορισμένο, «ημι-πολιτικό» δικαστήριο - πάνω από τα επιτυχώς λειτουργούντα, τα στελεχωμένα με ανεξάρτητους δικαστές; Γιατί να προβλέψει μια ακόμα συνήθη βαθμίδα κρίσης (με ό,τι αυτή συνεπάγεται από άποψη κόστους και χρόνου);
- Ας το δούμε σχηματικά (κυρίως για τους μη νομικούς):
ΣΗΜΕΡΑ:
Ασκώ προσφυγή κατά μιας πράξης που στηρίζεται σε αντισυνταγματικό νόμο. Το Πρωτοδικείο κάνει έλεγχο αντισυνταγματικότητας. Ακυρώνει την πράξη (το διπλανό του Πρωτοδικείο μπορεί να κρίνει διαφορετικά σε άλλη υπόθεση). Το Δημόσιο κάνει έφεση. Το Εφετείο κάνει έλεγχο αντισυνταγματικότητας. Επικυρώνει την πρωτόδικη απόφαση (το διπλανό του Εφετείο μπορεί να κρίνει διαφορετικά σε άλλη υπόθεση). Το Δημόσιο ασκεί αναίρεση. Το Τμήμα του ΣτΕ κάνει (ήδη) «κολοβό» έλεγχο αντισυνταγματικότητας: αν αχθεί σε κρίση περί αντισυνταγματικότητας υποχρεούται να παραπέμψει στην Ολομέλεια (* ιδιαιτερότητα που θεσπίστηκε κατά την προηγούμενη αναθεώρηση και στόχευε - κατά τις υποψίες πολλών - στην αποδυνάμωση της δυναμικής νομολογίας του Ε΄ Τμήματος του ΣτΕ, του αρμόδιου για τη χωροταξία και το περιβάλλον). Η Ολομέλεια κάνει έλεγχο αντισυνταγματικότητας. Ακυρώνει αμετάκλητα την πράξη (όχι τον νόμο στον οποίο στηρίζεται). Τη νομολογία του ακολουθούν πλέον οικειοθελώς (κατά 99,9%) όλα τα κατώτερα δικαστήρια. Η απόφαση αυτή μπορεί να αλλάξει, με νέα, πειστικότερη θεμελίωση ή με αλλαγή των συνθηκών.
ΜΕΤΑ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:
Ασκώ προσφυγή κατά μιας πράξης που στηρίζεται σε αντισυνταγματικό νόμο. Το Πρωτοδικείο κάνει έλεγχο αντισυνταγματικότητας. Ακυρώνει την πράξη (το διπλανό του Πρωτοδικείο μπορεί να κρίνει διαφορετικά σε άλλη υπόθεση). Το Δημόσιο κάνει έφεση. Το Εφετείο κάνει έλεγχο αντισυνταγματικότητας. Επικυρώνει την πρωτόδικη απόφαση (το διπλανό του Εφετείο μπορεί να κρίνει διαφορετικά σε άλλη υπόθεση - ΕΠΟΜΕΝΩΣ Η ΑΡΧΙΚΗ ΠΟΛΥΓΝΩΜΙΑ ΔΕΝ ΑΠΟΦΕΥΓΕΤΑΙ). Το Δημόσιο ασκεί αναίρεση. Το Τμήμα του ΣτΕ κάνει «κολοβό» έλεγχο αντισυνταγματικότητας: αν αχθεί σε κρίση περί αντισυνταγματικότητας υποχρεούται να παραπέμψει στην Ολομέλεια. ΜΕΧΡΙ ΕΔΩ ΔΗΛΑΔΗ ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΑΛΛΑΖΕΙ. Η Ολομέλεια του ΣτΕ κάνει πλέον επίσης «κολοβό» έλεγχο αντισυνταγματικότητας: αν οδηγηθεί σε κρίση για αντισυνταγματικότητα, δεν βγάζει απόφαση επί της διαφοράς αλλά ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ στο ΣΔ. Το ΣΔ κάνει τελικό, αμετάκλητο έλεγχο αντισυνταγματικότητας και ΑΚΥΡΩΝΕΙ ΤΟ ΝΟΜΟ ή αποφαίνεται υπέρ της συνταγματικότητάς του (σκεφτείτε, με βάση τα παραπάνω, αν θα παρέχει περισσότερα εχέγγυα πίστης στο Σύνταγμα από το ΣτΕ). Κατόπιν, επιστρέφει την απόφαση στο ΣτΕ, για τα λοιπά. Έκτοτε, όλα τα κατώτερα δικαστήρια δεσμεύονται. Η απόφαση αυτή ΔΕΝ αλλάζει και η σχετική νομική συζήτηση τελειώνει.
Τι αλλάζει, λοιπόν, με τη θέσπιση του ΣΔ;
1) το ότι ακυρώνεται ευθέως ο νόμος (και πριν, όμως, καθίστατο «κενό γράμμα»),
2) το ότι οι αποφάσεις του είναι δεσμευτικές για όλα τα δικαστήρια (και πριν, όμως, ακολουθούνταν πιστά οι αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων, ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΑΝΤΙΚΡΟΥΣΤΟΥΝ ΠΕΙΣΤΙΚΑ) και
3) (εδώ είναι η ουσία) τα υφιστάμενα ανώτατα δικαστήρια (ΜΟΝΟ αυτά) ΑΠΟΣΤΕΡΟΥΝΤΑΙ στην ουσία ΤΗΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑΣ ΝΑ ΠΡΟΒΑΙΝΟΥΝ ΤΑ ΙΔΙΑ ΣΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ. Μπορούν μόνο να διατυπώσουν σχετική «υποψία». Θα κρίνει το ΣΔ.
Κρίνετε αν αυτό το σύστημα συνιστά άξια λόγου πρόοδο (ή και οπισθοδρόμηση).
Τελειώνοντας, επιγραμματικά η θέση μου:
Το Συνταγματικό Δικαστήριο θα είχε νόημα μόνο με την θέσπιση δυνατότητας ευθείας συνταγματικής προσφυγής από πολίτες ή πολιτειακά όργανα (πχ τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας) ή/και δυνατότητας ή υποχρέωσης άμεσης παραπομπής του ζητήματος αντισυνταγματικότητας για ΟΛΑ τα δικαστήρια, ήδη από τον πρώτο βαθμό. Αυτό, θα ήταν, κατ’ εμέ, πρόοδος και θα άξιζε την ανατροπή του υφιστάμενου καθεστώτος.
Επίσης, ο τρόπος στελέχωσής του δεν είναι λεπτομέρεια. Είναι καίριο ζήτημα, που θα δώσει το στίγμα και θα προσδιορίσει την αξιοπιστία του θεσμού. Επομένως, είναι απαράδεκτο και «ύποπτο» που δεν διευκρινίζεται από ποιούς και με τι διαδικασίες θα εκλέγονται τα μέλη του και από ποια δεξαμενή προσώπων θα αντλούνται.
Χίλια συγγνώμη για το μακροσκελές σεντόνι! Θα μπορούσα να το κάνω post αλλά νομίζω πως είναι καλύτερα η σχετική συζήτηση να μείνει συγκεντρωμένη. Το anatheorisi.org θα μπορούσε να μας στεγάσει επίσης. Σχετική συζήτηση έχει ήδη λάβει χώρα κι εκεί.
Συμφωνώ σε ορισμένες από τις εμπειρικές παρατηρήσεις σου (π.χ. συμμόρφωση –συνήθως- κατώτατων δικαστηρίων προς τις αποφάσεις ανώτατων, μια de facto «εξαίρεση» του διάχυτου ελέγχου που υπεραμύνεσαι), οι οποίες όμως στερούνται θεσμικής επικάλυψης. Αυτό το έλλειμμα, άμεσα συνδεόμενο με την ασφάλεια δικαίου, είναι που, κατά τη γνώμη μου, καλύπτεται με την ίδρυση ΣΔ. Όλα αυτά τα "συνήθως", τα «σχεδόν πάντα», τα «99%», τα οποία σημαίνουν όμως και τα αντίστοιχα «ενδεχομένως», «μερικές φορές», «1%» δυναμιτίζουν την ασφάλεια και την εμπιστοσύνη του πολίτη όταν στρέφεται στη δικαιοσύνη για την προστασία ενός συνταγματικού αγαθού. Ένα κενό που μόνο θεσμικά μπορεί να αντιμετωπιστεί και όχι βάσει της ευχής για αυτοσυγκράτηση των δικαστών. Σημειωτέον ότι όταν μιλάμε για συνταγματικά δικαιώματα, ο λόγος δεν αφορά μόνο δικαστές που κατά τεκμήριο έχουν αυξημένο νομικό αισθητήριο και ευαισθησία, αλλά μέχρι και τον τελευταίο αστυνομικό, ο οποίος εφαρμόζει νόμο, ακόμη κι αν έχει κριθεί αντισυνταγματικός από το ΣτΕ. Αυτό θα σταματήσει όταν ο νόμος θα καταργείται τελειωτικά από το ΣΔ.
Ως προς την παρατήρηση για την ατομική συνταγματική προσφυγή, είναι θέμα που δεν υπάρχει στην κυβερνητική εξαγγελία, γιατί αυτή έχει επικεντρώσει στο θέμα της ίδρυσης και στις αρμοδιότητες του ΣΔ, ενώ η προσφυγή θα μπορούσε να είναι αντικείμενο της κοινής νομοθεσίας και των δικονομικών κανόνων. Βεβαίως, μπορεί και να μην γίνει, αλλά αποτελεί τον κανόνα κατά τα ισχύοντα σε ΣΔ άλλων έννομων τάξεων. [Πάντως δικαίωμα προσφυγής του ΠτΔ –ωραία ιδέα, αλλά το περιεχομενό της καλύπτεται εν μέρει από το δικαίωμα αναπομπής νομοσχεδίου- θα πρέπει να θεσπιστεί μόνο συνταγματικά, καθώς «ο Πρόεδρος έχει μόνο τις αρμοδιότητες που του απονέμονται από το Σύνταγμα»].
Η τήρηση κάποιων standards συνοχής ανάμεσα στις νομολογίες των δικαστηρίων είναι κάτι που εμφανίζεται στην πράξη, όχι όμως ανεξαίρετα και, όπως είπα, όχι θεσμοποιημένα. Άλλωστε συμφωνώ ότι η απόκλιση, οι «στροφές» και μη φετιχιστική αντιμετώπιση της νομολογίας εξασφαλίζει τη δυναμική και το στοιχείο της ζωντανής παρακολούθησης των κοινωνικοοικονομικών εξελίξεων από τα δικαστήρια. Τι είναι όμως αυτό που σε κάνει να πιστεύεις ότι ούτε η νομολογία ενός ΣΔ μπορεί να αλλάξει; Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι το ίδιο όργανο μπορεί σε παρόμοια υπόθεση να κρίνει διαφορετικά (η Βουλή μπορεί να ψηφίζει συνέχεια παραπλήσιο νόμο), ακόμη κι αν έχει τον τελειωτικό έλεγχο της συνταγματικότητας. Εδώ αλλάζει το ίδιο το Σύνταγμα με αξιοθαύμαστη συχνότητα, για εποχή δημοκρατικής νομιμότητας και δεν θα αλλάξει η νομολογία ενός δικαστηρίου με λειτουργούς 7ετούς θητείας;…
Γι’ αυτό δεν κατανοώ για ποιο λόγο θεωρείς ότι είναι «μάταιος κόπος» να ξαναφτάσει μια αντίθετη στην αρεοπαγητική νομολογία υπόθεση στον Άρειο Πάγο. Μπορεί να προεξοφληθεί θεσμικά ή και εμπειρικά ακόμη ότι ο ΑΠ θα μείνει «πιστός» στην αρχική του απόφαση, από την έκδοση της οποία μπορεί να έχουν περάσει 20 ή περισσότερα χρόνια; Από τη δική μου εμπειρία, έχω να καταθέσω ότι υπόθεση που χειρίστηκα με επιχειρήματα αντίθετα σε πάγια νομολογία του ΑΠ, η οποία κρατούσε από το 1969, αλλά και αντίθετα στο σύνολο σχεδόν της θεωρίας, είχε την τύχη να εξεταστεί επισταμένως και να οδηγήσει σε αναδιαμόρφωση της αντίληψης του ανώτατου δικαστηρίου και να εγκαταλειφθεί ένα corpus αποφάσεων που δέσποζε εδώ και 30 χρόνια. Ο «συντηρητικός» Άρειος Πάγος αλλάζει κι αυτός: έρχονται νέα πρόσωπα, επανεκτιμούν, αναδιατυπώνουν, ταλαντεύονται. Γιατί να μη συμβαίνει αυτό και σε ένα ΣΔ;
Για το θέμα του κόστους και του χρόνου, το επιχείρημα ότι δεν χρειαζόμαστε «σύγκρουση» ανώτατων δικαστηρίων για να έχουμε τελική απόφαση νομίζω ότι είναι συντριπτικό και δεν το έχεις αντικρούσει. Δεν έχεις αντικρούσει επίσης ότι με το ΣΔ θα έχουμε πολύ περισσότερες υποθέσεις να κρίνονται τελικά, αφού δεν εμπίπτει κάθε υπόθεση σε δύο δικαιοδοσίες για να προκληθεί κρίση ΑΕΔ. Και ότι το ΕΔΔΑ δεν παρέχει προστασία της πληρότητας ενός εθνικού ΣΔ. Επιχειρήματα κανονιστικά, όχι εμπειρικά και στατιστικά.
Όσο για την πίεση που λες ότι ασκείται με τη νομολογία των ανωτ. δικαστηρίων στην νομοθετική εξουσία, διαφωνώ κάθετα. Εκτός από κάτι συνταξιοδοτικές, ασφαλιστικές αντε και περιβαλλοντικές περιπτώσεις, υποθέσεις σχετικά με ατομικά δικαιώματα δεν ιδρώνουν το αυτί του νομοθέτη. Τα νομοθετικά απολιθώματα της μεταξικής νομοθεσίας είναι ακόμη «ισχύοντα» παρά τις πολλαπλές αποφάσεις και σε επίπεδο ΕΔΔΑ (για τον προσηλυτισμό, δίνοντας το δικαίωμα σε αστυνομικούς και θρησκόληπτους δικαστές να ταλαιπωρήσουν –έστω- πολίτες που ασκούν τις θρησκευτικές τους ελευθερίες). Αλλά και πιο πρόσφατοι απαράδεκτοι νόμοι, όπως αυτός του 2002 που απαγορεύει ιδιωτικά και δημόσια να παίξει κανείς παιχνίδια μέσω διαδικτύου παρά την κρίση αντισυνταγματικότητας από το ΣτΕ, δεν εμποδίζει έναν αστυνομικό να συλλάβει π.χ. έναν ιδιοκτήτη net café (η Διοίκηση δεν έχει αρμοδιότητα ελέγχου συνταγματικότητας- εκτός από τις ανεξάρτητες αρχές στο πλαίσιο της «επίσημης ερμηνείας»)! Γι’ αυτό θέλουμε δικαστήριο που να εκτοπίζει αντισυνταγματικούς νόμους, για να μην μένει «διακριτική ευχέρεια» σε όλο το υπόλοιπο δημόσιο για την εφαρμογή τους.
Για τη στελέχωση του ΣΔ, δεν βλέπω μεγάλες διαφορές σε σχέση με την κατάσταση που επικρατεί στα ανώτατα δικαστήρια. Διορισμένα είναι και τα μέλη του ΣτΕ, από το Ανώτατο Συμβούλιο –για το οποίο δεν καταλαβαίνω βάση ποιου σκεπτικού ξαφνικά θεωρείς ότι είναι «εκτός» πολιτικών συσχετισμών και ανταγωνισμών εσωτερικά- και των άλλων ανωτ. δικαστηρίων, διορισμένα θα είναι και τα μέλη του ΣΔ. Τι έχει ισχυρότερη δημοκρατική νομιμοποίηση: ένα όργανο που διορίζεται άμεσα από τους αιρετούς αντιπροσώπους του λαού ή ένα όργανο που διορίζεται από τα επίλεκτα στελέχη ενός κλάδου;
Από μία άποψη, το γεγονός ότι το ΣΔ δεν θα αποτελείται από δικαστές «καριέρας», είναι και μία εγγύηση. Οι συνταγματικοί δικαστές δεν πρέπει να έχουν σχέσεις με τα στελέχη της υπόλοιπης δικαιοσύνης, ώστε να μπορούν να είναι ανεξάρτητοι απέναντι και σε αυτούς. Η συζήτηση για τις πολιτικές διασυνδέσεις υπενθυμίζει το σκεπτικισμό για την επιλογή των μελών των ανεξάρτητων αρχών. Σε αυτό το επίπεδο μπορούν να γίνουν αρκετές παρατηρήσεις. Η στελέχωση όμως ενός ΣΔ με πρόσωπα αδιαμφισβήτητου κύρους, όπως για παράδειγμα ο Καθηγητής κ. Βασίλης Σκουρής (σημερινός πρόεδρος του ΔΕΚ), ο Καθηγητής κ. Νικηφόρος Διαμαντούρος (σημερινός Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής), ο κ. Ροζάκης (δικαστής του ΕΔΔΑ), ο Καθηγητής κ. Σ. Φλογαϊτης (πρόεδρος του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου), ο κ. Κώστας Δαφέρμος, ο κ. Γ. Καμίνης (Συνήγορος του Πολίτη), ο Καθηγητής κ. Εμμανουήλ Ρούκουνας (τ. πρόεδρος Ακαδημίας Αθηνών), ο κ. Δ. Γουργουράκης (πρόεδρος της Αρχής Προστασίας Δεδομένων) και άλλοι δοκιμασμένοι σε κορυφαία δημόσια δικαιοδοτικά αξιώματα νομομαθείς, ανεξάρτητα από την –γνωστή στις περισσότερες περιπτώσεις- πολιτική τους τοποθέτηση, θα μπορούσαν να διασφαλίσουν και λόγω εκτοπίσματος την αντικειμενικότητα ενός τέτοιου πολιτειακού οργάνου. Καταφεύγω σε παράδειγμα ονοματολογίας, αλλά αν έστω κι ένα όνομα από την παραπάνω dream team προέδρευε ενός ΣΔ νομίζω ότι θα μπορούσαμε να κοιμόμαστε ήσυχοι για τις συνταγματικές μας ελευθερίες.
Νομίζω ότι ο μόνος φόβος που παραμένει είναι το άγχος της «παρθενογένεσης» που διέπει όλη σου την επιχειρηματολογία από την πρώτη μέρα που διαφωνούμε πάνω στο θέμα. Στο αρχικό μου post σε αυτό το blog είχα μία ουδέτερη προς αρνητική στάση για το ΣΔ. Αλλά η διαφορά ανάμεσα σε «παρθενογένεση» και «δικαίωση συνταγματικού αιτήματος», σε συνθήκες δημοκρατικής ομαλότητας, είναι τελικά ζήτημα επικοινωνιακό. Αν η κυβέρνηση είχε οργανώσει μια ενημερωτική εκστρατεία και δεν είχε μείνει μόνο ο αρθρογραφικός μονόλογος ορισμένων συνταγματολόγων της πάλαι ποτέ «ανανεωτικής αριστεράς», η αποκήρυξη από την ΟλΣτΕ που προασπίζεται μία πολιτειακή προνομία και τον ΔΣΑ που ενδεχομένως να ωφελείται και από τα προβλήματα κυκλικότητας και ρευστότητας για επαγγελματικούς λόγους των δικηγόρων, θα μπορούσε να έχει ωριμάσει ένα σχετικό αίτημα από ενήμερους πολίτες: η προπαγάνδα θα είχε γίνει εκατέρωθεν και δεν θα μιλούσαμε για «παρθενογένεση». Στεναχωριέμαι όμως που κάθε φορά πρέπει να μας σφυρίζουν απέξω ποιο είναι το σωστό και δεν την ψάχνουμε και μόνοι μας, όπως εσύ κι εγώ. Καλά: εσύ λιγότερο (χαχα!).
Καινούργια στην παρέα!
να προσθέσω τάχα ότι το υπό εξέταση Συνταγματικό Δικαστήριο θα προσφέρει ρόλο και εργασία σε διάφορους συμπολίτες μας που ράβονται καταλλήλως αυτό τον καιρό? ή μήπως η σκέψη αυτή είναι χυδαία?
Αυτό το θεωρείς τάχα συμβολή στην παραπάνω συζήτηση;
Από τη στιγμή που το ΣΔ θα έχει αποφανθεί για την αντισυνταγματικότητα ενός νόμου, δεν πρόκειται να αχθεί εκ νέου ενώπιόν του το ίδιο ζήτημα. Άρα πώς να αλλάξει η θέση του; Το ίδιο γίνεται και με το ΑΕΔ, οι αποφάσεις του οποίου "στοιχειώνουν" το νομικό κόσμο, μη δυνάμενες να αλλάξουν. Μόνο σε παρεμφερή ζητήματα μπορεί να φανεί η αλλαγή (AN δεν ακολουθηθεί η ίδια γραμμή λόγω αναλογίας από τα κατώτερα δικαστήρια). Στο ίδιο όχι. Ταφόπλακα. Ούτε θεωρώ πιθανό να ψηφίσει η Βουλή ίδιο νόμο (δεν γίνεται ούτε τώρα, γιατί να γίνει επί ΣΔ;).
Δεν είπα ότι είναι μάταιος κόπος να φτάσει μια απόφαση, αντίθετη στην μέχρι το σημείο εκείνο νομολογία, στον ΑΠ. Είπα ότι ένα δικαστήριο δεν θα αποστεί από την εκφρασθείσα θέση του οικείου ανωτάτου δικαστηρίου, παρά μόνο με ΠΕΙΣΤΙΚΗ ΑΝΤΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ. Η τελευταία πιθανόν να ενσπείρει αμφιβολίες για την ορθότητα τής αρχικής κρίσης και να οδηγήσει σε αλλαγή της. Αυτή τη διαδικασία προσεκτικής ανατροφοδότησης τη θεωρώ εγώ «ασφάλεια δικαίου»: καταρχήν να ακολουθείται η γραμμή στην οποία κατέληξε το ανώτατο, άρα και νομικά εγκυρότερο κατά τεκμήριο, δικαστήριο, αλλά με ανοιχτό το ενδεχόμενο κριτικής και αναθεώρησης. Αυτό ακριβώς είναι που θα λείψει με το ΣΔ, το οποίο θα λύνει το ζήτημα οριστικά και δια παντός, με μια του απόφαση την οποία θα υποχρεούνται να ακολουθούν οι πάντες, χωρίς δυνατότητα κριτικής και βελτίωσης.
Το κατόρθωμά σου με τη νομολογία του ΑΠ ξέχνα το με το ΣΔ. Δεν πα να χτυπιέσαι κάτω, δεν θα αλλάζει η «σοφή» του τοποθέτηση.
Το επιχείρημα με τη «σύγκρουση» των ανωτάτων δικαστηρίων το αντέκρουσα με το ότι αυτή είναι μια οριακή μορφή ελέγχου αντισυνταγματικότητας και όχι η συνήθης. Δεν είναι δηλαδή προαπαιτούμενο γι’ αυτόν!
Στις περιπτώσεις που διασταυρώνονταν δύο δικαιοδοσίες υπήρχε το ΑΕΔ. Στις περιπτώσεις που δεν διασταυρώνονταν υπήρχαν τα επιμέρους ανώτατα δικαστήρια. Το ΣΔ τι παραπάνω προσφέρει; Ότι και στη δεύτερη κατηγορία περιπτώσεων βάσει έναν επιδιαιτητή, χωρίς να χρειάζεται.
Προσωπικά δεν αισθανόμουν ότι υπήρχε έλλειμμα προστασίας από αντισυνταγματικές διατάξεις. Κάθε άλλο.
Διαφωνώ ότι ο νομοθέτης δεν ακολουθεί τη νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων. Αναγκάζεται να τη συμμεριστεί (δεν ρισκάρει να πληρώνει τις συνέπειες, πχ με αγωγές).
Υπήρξαν αποφάσεις Αρείου Πάγου για τον προσηλυτισμό που να λένε ότι είναι αντισυνταγματικές οι σχετικές διατάξεις; Το θέμα με τα ηλεκτρονικά παίγνια δεν έχει κριθεί ακόμα σε επίπεδο οριστικής απόφασης από το ΣτΕ. Όταν θα αποφανθεί αυτό και ο ΑΠ, ο νόμος θα αλλάξει, να είσαι σίγουρος. Εδώ θα είμαστε και θα το δούμε. Και με το ΣΔ, τα πράγματα δεν θα κινούνται γρηγορότερα: αντιθέτως, θα πρέπει να φτάσουμε στο επίπεδο ΣτΕ και ΑΠ και ΜΕΤΑ να σταλεί η υπόθεση στο ΣΔ. Βράζε όρυζα. Οι θιγόμενοι θα περάσουν και πάλι την περίοδο ταλαιπωρίας από τον αντισυνταγματικό νόμο.
Τα μέλη του ΣτΕ προάγονται από ανεξάρτητο ενδοδικαστικό όργανο, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Αυτό δεν έχει «κομματική» σύνθεση, ούτε κομματικά κριτήρια. Μετέχουν σε αυτό ανώτατοι δικαστές διαφόρων πεποιθήσεων και δεν υιοθετεί συγκεκριμένη «γραμμή». Ούτε καν η γραμμή του εκάστοτε Προέδρου δεν περνάει (δες πχ που στην τελευταία συνεδρίαση για προαγωγές στην πολιτική δικαιοσύνη, δεν υιοθετήθηκε η εισήγηση του Προέδρου του ΑΠ για τη μη προαγωγή αρκετών δικαστών). Ουδεμία σχέση, λοιπόν, η πολιτική ανεξαρτησία του ΑΔΣ σε σχέση είτε με τη Βουλή (η οποία, όπως είπαμε, δεν επιθυμεί τον έλεγχο αντισυνταγματικότητας των νόμων της), είτε - πολύ περισσότερο - με την κυβέρνηση.
Ωραία σύνθεση έκανες για το ΣΔ, μακάρι να σε ακούσουν! Είσαι όμως πραγματικά τόσο αισιόδοξος; Θα είσαι πάντα;
Υ.Γ. Την Ελένη γιατί την μάλωσες; Κι εγώ είμαι σίγουρος ότι αρκετοί καρεκλοκένταυροι και παρατρεχάμενοι «επιστήμονες» ράβουν κοστούμια (ή τηβέννους) για το ΣΔ.
Και από που αντλείς αυτή τη σιγουριά;
Για τα παραπάνω δεν έχεις αγγίξει καν το επιχείρημα της τελικής κρίσης ΣΔ χωρίς σύγκρουση ανωτατων δικαστηρίων. Τα ανώτατα δικαστήρια σημερα δεν κάνουν τελικό έλεγχο συνταγματικότητας. Κάνουν "αμετάκλητο" έλεγχο, χωρίς να εκτοπίζουν την αντισυνταγματική διάταξη από την έννομη τάξη. Απλώς δεν την εφαρμόζουν στη συγκεκριμένη υπόθεση που έχουν μπροστά τους. Η απόφαση αυτή δεν παράγει οριζόντια αποτελέσματα για κανέναν άλλο παρά μόνο για τους συγκεκριμένους διαδίκους. Φυσικά και είναι εξαίρεση η σύγκρουση ΣΗΜΕΡΑ και φυσικά είσαι ευτυχής με την "οριστική" λύση των θεμάτων από το ΣτΕ , δηλαδή από μη τελειωτική κρίση. Δικαίωμά σου είναι να υπεραμύνεσαι των μη τελειωτικών κρίσεων του ΣτΕ που δεν δεσμεύουν ούτε το νομοθέτη, ούτε τον δικαστή, παρά μόνο τη διοίκηση και μόνο για τη συγκεκριμένη υπόθεση. Και σφάλλεις γιατι λες ότι και με το ΣΔ οι διάδικοι θα πρέπει να περάσουν πάλι από ΣτΕ και ΑΠ, ενώ δεν θα πρέπει να περάσουν από ΣτΕ και ΑΠ, αλλά ΜΟΝΟ από ΣτΕ ή ΜΟΝΟ από ΑΠ ή ΜΟΝΟ από ΕλΣυν, για να έχουν τελειωτική κρίση. Πριν θέλαμε άλλο ένα ανώτατο δικαστήριο για να παμε στο ΑΕΔ, τώρα θα θέλουμε μόνο ένα για να πάμε στο ΣΔ. Αρνείσαι να το καταλάβεις.
Εγώ διαφωνώ: είμαι υπέρ της τελικής κρίσης για να δεσμεύονται όλοι και να μην μένουν εκκρεμή τα συνταγματικά θέματα. Πρεσβεύεις μια διαφορετική προσέγγιση που συντηρεί προβλήματα κυκλικότητας και "εκούσιας" συμμόρφωσης, ενώ εγώ όχι.
Γιατί καταδικαστήκαμε από το ΕΔΔΑ για το μεταξικό νόμο του προσηλιτισμού, αλλά ο νομοθέτης δεν κατάργησε τη νομοθεσία. Γιατί έχουμε εμπεριστατωμένη κρίση του ΣτΕ από την Επιτροπή Αναστολών ότι ο νόμος για τα ηλ. παιχνίδια είναι αντισυνταγματικός (και σύμφωνες αποφάσεις άλλων δικαστηρίων), αλλά ο νομοθέτης δεν κατάργησε τη νομοθεσία.
Αν είχαμε Συνταγματικό Δικαστήριο αυτές οι διατάξεις θα ήταν παρελθόν πριν τυχόν φτάσουν στο ΕΔΔΑ, γιατί θα είχαν καταργηθεί. Και η Χώρα δεν θα εκτίθετο διεθνώς.
Για τη δημοκρατική νομιμοποίηση, δηλαδή την άντληση της εξουσίας από το ανώτατο κρατικό όργανο (τον λαό) είπα ότι είναι πιο ισχυρή για ένα όργανο που εκλέγεται από τη Βουλή παρά για ενα όργανο που εκλέγεται από μία ομάδα ανώτατων δικαστών. Και είναι τουλάχιστον ρομαντικό ότι δεν παίζονται πολιτικά παιχνίδια στα ανώτατα δικαστικά συμβούλια όταν πρόκειται για επιλογή μελών, τη στιγμή που από αυτά τα μέλη μετά θα επιλεγούν αντιπρόεδροι και πρόεδροι. Τουλάχιστον οι βουλευτές ξέρουμε σε ποια κόμματα ανήκουν, ενώ οι δικαστές των ανώτατων συμβουλίων: όχι. Και αν διορίζονταν οι ανώτατοι δικαστές αντικειμενικά δεν θα χρειαζόταν καν κριση: θα έβγαιναν με μόρια όπως οι βαθμολογούμενοι στους διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ. Συνεπώς σταθμίζονται και άλλα κριτήρια που δεν ξέρουμε. Διαφάνεια;
Και ποιος εμποδίζει τη Βουλή να ενσωματώσει Οδηγία ΕΕ με νόμο το περιεχόμενο του οποίου αντιστοιχεί σε διάταξη που ακυρώθηκε προηγουμένως ως αντισυνταγματική από το ΣΔ; Κανείς. Αλλά και ευθέως: κανείς δεν εμποδίζει θεσμικά την Βουλή να ξαναπεράσει νόμο που κρίθηκε αντισυνταγματικός από το ΣΔ. Το πολιτικό κόστος δεν είναι νομικό επιχείρημα. Μπορεί να το κάνει για να κερδίσει χρόνο για κάποιο λόγο, μέχρι να ξαναφτάσει στο ΣΔ. Το έχουμε δει στην πολεοδομική νομοθεσία όπου νόμοι κρίθηκαν αντισυνταγματικοί από το ΣτΕ αλλά οι επίμαχες διατάξεις ξαναμπήκαν σε άλλους νόμους!
Συνολικά και κωδικοποιημένα:
Συνταγματικό Δικαστήριο=
1. Τελική κρίση ακόμη και για υποθέσεις που δεν θα μπορούσαν να έχουν φτάσει στο σημερινό ΑΕΔ ή στο ΕΔΔΑ.
2. Εκτοπισμός αντισυνταγματικού νόμου από την έννομη τάξη, ανεξάρτητα από τις βουλές του νομοθέτη.
3. Ταχύτερη και εκτενέστερη απονομή συνταγματικής δικαιοσύνης.
Θα έπρεπε να έχεις ήδη καταλάβει ότι για μένα δεν είναι τόσο κρίσιμο - που, μόνο αυτό, να δικαιολογεί τη θέσπιση ΣΔ - το να ακυρωθεί ρητά ο νόμος, έναντι όλων. Αν κάτι τέτοιο επιτυγχανόταν άμεσα και γρήγορα (πχ με μια παραπομπή ήδη από το Πρωτοδικείο), ναι, θα ήταν κέρδος. Έτσι όπως είναι η πρόταση, με το ΣΔ να επιλαμβάνεται ΑΦΟΥ έχουν εξαντληθεί όλα τα ένδικα μέσα, θεωρώ ότι η ακύρωση του νόμου έρχεται σε σημείο που δεν χρειάζεται και τόσο, αφού στο στάδιο αυτό και υπό το παλιό καθεστώς ο νομοθέτης ΣΥΜΜΟΡΦΩΝΟΤΑΝ. Απαντάς με τυπολογικά επιχειρήματα, περί της μη τυπικής δέσμευσης του νομοθέτη από το ακυρωτικό αποτέλεσμα - παρά μόνο για τη συγκεκριμένη υπόθεση - και όχι με οντολογικά: όταν υπάρχει ξεκαθάρισμα από τα ανώτατα δικαστήρια ότι ένας νόμος είναι αντισυνταγματικός, ο νομοθέτης τον αλλάζει. Δεν έχει κανένα λόγο να εμμείνει στην ύπαρξη μιας διάταξης, την οποία ήδη τα δικαστήρια - με τον πιο απερίφραστο τρόπο: έκδοση απόφασης της Ολομέλειας του οικείου ανωτάτου δικαστηρίου - τη θεωρούν ανεφάρμοστη (έστω κι αν δεν έχει ακυρωθεί ρητά). Ξέρει ότι όλα τα κατώτερα δικαστήρια θα ακολουθήσουν τη νομολογία, ξέρει ότι ο νόμος θα καταστεί κενό γράμμα, ξέρει ότι θα αρχίσει πλέον να δέχεται μαζικά καταψηφιστικές αποφάσεις που θα το υποχρεώνουν στην καταβολή ΕΝΤΟΚΩΣ χρηματικών ποσών, εξαιτίας του αντισυνταγματικού νόμου κ.λπ. κ.λπ. Δεν είναι χαζός να τον διατηρήσει. Και ΔΕΝ τον διατηρεί! Το σύστημα επ’ αυτού δουλεύει μια χαρά, αγαπητέ e-lawyer, δεν υπάρχει ρυθμιστικό κενό, δεν υπάρχει ανάγκη τόσο επιτακτική να ακυρώνεται ο νόμος ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΤΑΔΙΟ. Είπαμε, αν γινόταν νωρίτερα και άμεσα, ναι. Τότε και έτσι, όχι.
Επομένως, δεν προσδίδω τόση αξία στο ότι το ΣΔ θα επιλαμβάνεται και χωρίς σύγκρουση ανωτάτων δικαστηρίων και θα ακυρώνει τον νόμο - ΔΕΝ το θεωρώ τόσο χρήσιμο. ΕΙΝΑΙ χρήσιμο, δεν μπορώ να πω, δεν είναι όμως ΑΡΚΕΤΟ το πλεονέκτημα αυτό για να αντισταθμίσει τα μειονεκτήματα.
Έχεις - εσφαλμένα - ταυτίσει τον έλεγχο αντισυνταγματικότητας με το ΑΕΔ. Δεν συγκρίνω το ΣΔ με το ΑΕΔ, συγκρίνω το ΣΔ με τις Ολομέλειες των ανωτάτων δικαστηρίων και προτιμώ σαφέστατα τις δεύτερες. Υπό το ισχύον καθεστώς δεν κάνει μόνο το ΑΕΔ έλεγχο αντισυνταγματικότητας, κάνουν ΟΛΑ ΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ και - με κυρίαρχο ρόλο - οι ΟΛΟΜΕΛΕΙΕΣ.
Από το ΕΔΔΑ καταδικαστήκαμε, αφότου ο - συντηρητικός, επιμένω - ΑΠ είχε αποφανθεί ότι είναι ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ η μεταξική νομοθεσία για τον προσηλυτισμό. Το θέμα δεν ήταν δηλαδή η αναποτελεσματικότητα της δικονομικής οργάνωσης του ελέγχου αντισυνταγματικότητας, το θέμα ήταν η επί της ουσίας στήριξη του νομοθέτη από τον ΑΠ! Και υπό το ΣΔ, αν αυτό αποφανθεί υπέρ της συνταγματικότητας (όχι αντισυνταγματικότητας) ενός νόμου (οι πιθανότητες, άραγε, είναι να είναι πιο αυστηρό ή πιο ήπιο απέναντι στο νομοθέτη, σε σχέση ιδίως με το ΣτΕ;), κάλλιστα μπορεί να υπάρξει μετά καταδίκη μας από το ΕΔΔΑ, αν αυτό κρίνει ότι υπάρχει παραβίαση της ΕΣΔΑ! Άκυρο το παράδειγμά σου.
Άκυρο και το παράδειγμά σου με το ΣτΕ για τα τυχηρά παίγνια. Όπως διόρθωσες, έχει αποφανθεί σχετικά μόνο η Επιτροπή Αναστολών του ΣτΕ και δεν έχει υπάρξει ακόμη απόφαση του ίδιου του Δικαστηρίου. Μόνο με την απόφαση της Επιτροπής Αναστολών ο νομοθέτης φυσικά δεν αλλάζει το νόμο. Περιμένει την οριστική απόφαση. Αλλά και να υπήρχε σήμερα ΣΔ, πολύ απλά η υπόθεση δεν θα είχε ακόμη παραπεμφθεί σε αυτό, αφού δεν έχει περάσει από την ολομέλεια του ΣτΕ! Πάλι θα περιμέναμε την «οριστική» απόφαση!!! Θα βρισκόμασταν στο ίδιο στάδιο και στην ίδια «αβεβαιότητα», η θέσπισή του δεν θα προσέφερε ακόμη τίποτα!
Μιλάς για δημοκρατική νομιμοποίηση του ΣΔ. Παραλλήλως, τίθενται όμως και ουσιαστικά ζητήματα διάκρισης των εξουσιών, αφού τον πιο λεπτό και καίριο δικαστικό έλεγχο των πράξεων της Βουλής ή της κυβέρνησης, τον κάνει όχι όργανο της παραδοσιακής, ανεξάρτητης δικαιοσύνης (η οποία υπόκειται μόνο στο Σύνταγμα και τους σύμφωνους με αυτήν νόμους) αλλά όργανο που διορίζεται είτε από τη Βουλή, είτε από την κυβέρνηση.
Στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο δεν είναι εύκολο να παίζουν πολιτικά παιχνίδια, γιατί η σύνθεσή του δεν εξαρτάται από την εναλλαγή κυβερνήσεων! Ούτε είναι ομοιογενής! Μετέχουν σε αυτό μερικοί ανώτατοι δικαστές, οι οποίοι ΚΛΗΡΩΝΟΝΤΑΙ. Πέρα από το ότι είναι αρκετά δύσκολο να διαγνώσει κανείς τα πολιτικά φρονήματα των περισσότερων δικαστών (τη στιγμή που τους απαγορεύονται αυστηρά οι πολιτικές εκδηλώσεις), οι δικαστές που κληρώνονται και μετέχουν μπορεί να έχουν προαχθεί είτε επί ΝΔ, είτε επί ΠΑΣΟΚ (πάλι από το ΑΔΣ με την αδιευκρίνιστη πολιτικά σύνθεση!) - συνεπώς είναι παντελώς ανομοιογενές και τυχαίο το σώμα που προκύπτει. Σου έδωσα το παράδειγμα: ο επιλεγείς από την κυβέρνηση Πρόεδρος του Αρείου Πάγου εισηγήθηκε να μη γίνουν αρεοπαγίτες συγκεκριμένοι (αρκετοί) δικαστές. Η εισήγησή του έπεσε στο κενό.
Αν η Βουλή εισάγει νόμο ίδιο με τον καταργηθέντα; Πρώτον, είναι εξαιρετικά απίθανο ο νομοθέτης να κάνει κάτι τέτοιο, στερούμενο νομικής λογικής. Δεύτερον, όλα τα δικαστήρια αυτομάτως θα χειριστούν το νόμο αυτόν όπως τον ακυρωθέντα «για την ταυτότητα του νομικού λόγου». Και λες τώρα εσύ ότι το ΣΔ, όταν αχθεί ενώπιόν του ο νόμος αυτός, μπορεί να αλλάξει στάση στα καλά καθούμενα (κι αφότου όλα τα κατώτερα δικαστήρια έχουν συμμορφωθεί με την προηγούμενη απόφασή του) και να πει «ααα, τώρα που το ξαναβλέπουμε λάθος είχαμε αποφανθεί» και (λες) ότι αυτό διασφαλίζει την ανατροφοδότηση του συστήματος και την κριτική αναθεώρηση όσων κρίθηκαν;; Είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας και κωμωδίας ταυτόχρονα.
Ως προς δε την Οδηγία της ΕΕ, θα ετίθεντο ζητήματα ισχύος Συντάγματος και Ευρωπαϊκού Δικαίου, ζήτημα εντελώς διαφορετικό.
Αυτά. Είναι το σημείο που η συζήτηση, χωρίς την εισαγωγή νέων επιχειρημάτων, αρχίζει και χάνει το ενδιαφέρον της για μένα!
-Όχι, δεν άλλαζε καθόλου ο νομοθέτης τον αντισυνταγματικό νόμο, παράδειγμα και πάλι ο 3072/2002 για τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και η μεταξική νομοθεσία περί προσηλυτισμού. Θυμόμαστε όλοι υπουργούς σε ειδικές περιπτώσεις ευρύτερου ενδιαφέροντος να λένε «αν βγει αμετάκλητη απόφαση (από το ΣτΕ), θα το αλλάξουμε». Αλλά κι αν επέρχετο αυτή η συμμόρφωση ήταν εκούσια, λαϊκιστική μερικές φορές και κυρίως όχι θεσμική. Αυτό πρέπει να σταματήσει και να μη συμβαίνει μόνο σε «πολιτικές» υποθέσεις, αλλά και σε όλες τις άλλες.
-Και γιατί να μην αλλάξει ο 3072 με την απόφαση της Επιτροπής Αναστολών (δεν «διόρθωσα» τίποτα, και η απόφαση αυτή από το ΣτΕ προέρχεται); Μια χαρά αιτιολογία έχει, λέει ότι παραβιάζεται το άρθρο 5 του Συντάγματος κατά τρόπο που αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας και λοιπά. Τι περισσότερο δηλαδή θα πει η Ολομέλεια; Τίποτα, θα προσυπογράψει. Άντε να βαλει και καμια σάλτσα παραπάνω. Επομένως, κατά τη δική σου λογική, ο νομοθέτης θα έπρεπε να αλλάξει το νόμο για να αποφύγει όλες τις αγωγές που θα μεσολαβήσουν κατά του Ελληνικού Δημοσίου μέχρι να βγει η απόφαση της Ολομέλειας. Δεν βλέπω όμως καμία σχετική κίνηση. Αν είχαμε όμως ΣΔ η διαδικασία θα ήταν πιο σύντομη γιατί δεν θα περιμέναμε πότε και αν θα διαβάσει και θα δεχτεί πολιτικά ο νομοθέτης την απόφαση της Ολομέλειας, αλλά αυτομάτως θα πήγαινε στο ΣΔ και αυτομάτως το ΣΔ θα ακύρωνε το νόμο.
-Χρησιμοποιώ κανονιστικά επιχειρήματα, ως επί το πλείστον, γιατί δεν κάνουμε μια πολιτική-εμπειρική συζήτηση, αλλά μια συζήτηση για το δέον.
- ο έλεγχος αντισυνταγματικότητας από το ΑΕΔ είναι τελειωτικός, γι’ αυτό είναι αντίστοιχος με αυτόν από το ΣΔ. Ενώ των Ολομελειών των ανωτάτων δικαστηρίων ΔΕΝ είναι τελειωτικός, δεν παράγει erga omnes αποτελέσματα, δεν δεσμεύει κανένα άλλο δικαστήριο, δεν εκτοπίζει το νόμο από την έννομη τάξη. Μάλλον εσύ τα έχεις μπερδέψει, αφού προτιμάς έναν μη τελειωτικό έλεγχο από έναν τελειωτικό, χωρίς να μας έχεις πείσει με το επιχείρημα της «ταφόπλακας».
- Δεν θα ήταν θετικό να αποστέλλεται προδικαστικό ερώτημα στο ΣΔ από το Πρωτοδικείο, γιατί θα γινόταν υποχρεωτική μια μεγάλη μανούβρα, ενώ οι διάδικοι μπορεί να μ η ν την ήθελαν και να προτιμούσαν λήξει το θέμα στο Πρωτοδικείο ή το Εφετείο. Δικαίωμά τους είναι. Κι εκεί η απόφαση θα είναι το ίδιο αμετάκλητη με του ΣτΕ ή του ΑΠ, αν παραιτηθούν, περάσουν μερικοί μήνες κλπ. Αντιθέτως, αν οι διάδικοι το έχουν φτάσει μέχρι ΣτΕ, τότε σημαίνει ότι θέλουν την τελειωτική κρίση για τη συνταγματικότητα και καλώς παραπέμπεται και στο ΣΔ. Μην ξεχνάμε ότι το ΣτΕ και τα άλλα ανώτατα κρίνουν όλους τους λόγους αναίρεσης-ακύρωσης-«έφεσης» (ΕλΣυν) κλπ κι όχι μόνο το συνταγματικό θέμα. Δηλαδή δεν χάνουν το λόγο της ύπαρξής τους μόνο και μόνο λόγω ΣΔ, όπως μερικοί υπονοούν.
- για τις πιθανότητες να είναι το ΣΔ φιλικό στην Κυβέρνηση (σε ποια κυβέρνηση, τη στιγμή που η θητεία του θα είναι 7ετης; ) δεν θα ασχοληθώ γιατί δεν είμαι στατιστικολόγος ή μάντης, αλλά νομικός.
Η δική μου προσέγγιση ως προς τα «ενδεχόμενα» είναι ότι πρέπει θεσμικά να αποκλείονται οι αντικανονικότητες (τα πάντα είναι πιθανά και πρέπει να έχουμε φαντασία, αφού και στα πολεοδομικά η Βουλή έχει παρακάμψει το ΣτΕ ξαναπερνώντας ως περιεχόμενο αντισυνταγματικούς νόμους) και να διασφαλίζεται κυριαρχικά η συνταγματικότητα της έννομης τάξης. Ενώ η δική σου προσέγγιση λέει ότι «όλοι» λίγο-πολύ (δικαστές, νομοθέτες, για τους αστυνομικούς δεν μας λες τίποτα που δεσμεύονται και από την αρχή της νομιμότητας) , εκούσια, οικιοθελώς και από αγνά συναισθήματα συνταγματισμού, τηρούν το σύνταγμα και αφήνουν ανεφάρμοστες αντίθετες διατάξεις.
Δυστυχώς όμως, δεν είναι έτσι και πρέπει να είναι αλλιώς.
Τώρα να σου λέω ότι ΔΕΝ υπήρξε απόφαση του ΑΠ που να δέχεται αντισυνταγματικότητα του νόμου περί προσηλυτισμού και να επιμένεις ότι είναι παράδειγμα μη συμμόρφωσης του νομοθέτη (με τι;) ή να σου λέω ότι ΔΕΝ υπήρξε απόφαση οριστική του ΣτΕ για τα τυχηρά παίγνια και να μιλάς πάλι για μη συμμόρφωση, δεν είναι σοβαρή κουβέντα. Είναι εκδήλωση πείσματος.
Η Επιτροπή Αναστολών του ΣτΕ παρέχει ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ δικαστική προστασία και εστιάζει στη βλάβη από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης. Στην περίπτωση που συζητάμε (τα τυχηρά παίγνια) έκανε και μια κρίση για το προδήλως βάσιμο της αίτησης ακύρωσης (όπως δικαιούται, δες το π.δ. 18/1989) αλλά αυτό δεν δεσμεύει τον δικαστικό σχηματισμό όταν θα κρίνει κανονικά (επί της «ουσίας») την αίτηση ακύρωσης. Επομένως ο νομοθέτης θα περιμένει (και πρέπει να περιμένει) την οριστική απόφαση.
Όπως σου είπα (και αντιπαρέρχεσαι), και τώρα να υπήρχε το ΣΔ ΔΕΝ θα υπήρχε ακόμη παραπομπή, αφού αυτή προϋποθέτει να επιληφθεί ο κανονικός σχηματισμός της Ολομέλειας και όχι η …Επιτροπή Αναστολών του ΣτΕ!
Ξαναλέω ότι οι νόμοι αλλάζουν κατά κανόνα μετά από απόφαση της Ολομέλειας (δεν έχω υπόψη μου αντίθετη περίπτωση) και όχι σε «ειδικές περιπτώσεις» ή σε «πολιτικές υποθέσεις» (;).
Άλλο απόφαση του ΣτΕ, άλλο απόφαση της Επιτροπής Αναστολών του ΣτΕ. Αν σε δικόγραφο μνημονεύσεις απόφαση της δεύτερης ως απόφαση του πρώτου (του κλασικού δικαστικού, δηλαδή, σχηματισμού) θα το εκλάβουν ως ανακρίβεια.
Δεν είναι κακό να διορθώνεις, μην αντιδράς. Ή μήπως δεν κάνεις λάθη;
Μόνη η απόφαση της ΕΑ δεν μπορεί να αποτελέσει θεμέλιο για αγωγές με βάση την αντισυνταγματικότητα ενός νόμου!
Τι αξία έχουν κανονιστικά/τυπολατρικά επιχειρήματα που δεν επαληθεύονται στην κοινή δικαστηριακή πρακτική; Σε τι «δέον» αναφέρεσαι, χωρίς αντίκρυσμα στο «είναι»; Η ανάγκη για ΣΔ τελικά είναι αφηρημένη/κανονιστική ή πρακτική/εμπειρική;
Επανέρχεσαι πάλι στο «μη τελειωτικό» χαρακτήρα του ελέγχου. Το εξαντλήσαμε.
Δεν «σας» έχω πείσει; Ποιοί είστε «εσείς» πάλι; Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι και η μεγαλύτερη φιλοδοξία μου. Τις απόψεις μου λέω και την εμπειρία μου.
Από τη μια κατηγορείς εμένα για ρομαντισμό κι έλλειψη ρεαλισμού, από την άλλη εσύ οχυρώνεσαι πίσω από τα «νομικά» και τα «κανονιστικά», θεωρώντας ότι συνιστά «στατιστική» και «μαντική» η κρίση ότι το ΣΔ θα είναι πιο φιλικό στην πολιτική εξουσία.
Η δική σου προσέγγιση για «κανονικότητα» αποδυναμώνει το πιο μαχητικό δικαστήριο-υπέρμαχο της συνταγματικής νομιμότητας βάσει της νομολογίας του, αντί ενός ημι-πολιτικού μορφώματος, εξωγενούς. Την αφοσίωση στο Σύνταγμα και το ρόλο του ως θεματοφύλακά του, το ΣτΕ τα έχει αποδείξει εμπράκτως εδώ και χρόνια. Το δικό σου σενάριο είναι που περιμένει την επαλήθευσή του. Απ’ ό,τι φαίνεται οι εξελίξεις θα του δώσουν αυτήν την ευκαιρία (δυστυχώς, κατ’ εμέ).
Blog σου είναι, καταλαβαίνω ότι θέλεις να έχεις την τελευταία κουβέντα. Προσπάθησε όμως να μην είναι ανακριβείς πληροφορίες για το τι ισχύει ή αυθαίρετες γενικεύσεις. Όσο οι πληροφορίες σου προσκρούουν στη δική μου δικαστηριακή και ευρύτερα νομική εμπειρία, νομίζω πως πρέπει να το καταθέτω.
Η Ελλάδα έχει καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για την μεταξική νομοθεσία, όπως είπα, χωρίς ο νομοθέτης να επέμβει.
Η κρίση της ΕΑ του ΣτΕ για την αντισυνταγματικότητα δεν είναι "προσωρινή", αλλά αναπτύσσει ευρύτερα αποτελέσματα λόγω της θεμελίωσής της και είναι βέβαιο ότι θα επικυρωθεί από το ΣτΕ. Ο νομοθέτης θα έπρεπε να είχε επέμβει - και όχι μονο λόγω αυτής της απόφασης αλλά και λόγω της κατάδειξης της αντισυνταγματικότητας από τους θεωρητικούς και τους ειδικούς αρθρογράφους.
Περαιτέρω, η απόφαση ΕΑ και πάλι είναι απόφαση του ΣτΕ, όπως και κάθε απόφαση ασφαλιστικών μέτρων είναι απόφαση του εκδόντος δικαστηρίου. Δεν είναι άλλο δικαστήριο, το ΣτΕ είναι. Μπορεί να μην είναι η αμετάκλητη, αλλά είναι η τρέχουσα απόφαση του ΣτΕ.
Τώρα, για να έχουμε δικαστηριακή κατάργηση της διάταξης πρέπει να υπάρχει αντίθετη απόφαση ΑΠ για να πάει στο ΑΕΔ. Με το ΣΔ θα είχαμε απλώς παραπομπή της στο ΑΕΔ, χωρίς την (αβέβαιη) εμπλοκή ΚΑΙ την αμφίβολη διαφωνία του ΑΠ. Εκεί επισημαίνω εγώ το θετικό βήμα, ότι όταν έχεις ΣΔ δεν χρειάζεται να περιμένεις να δεήσει ο νομοθέτης ή να φτάσει η υπόθεση στο ΑΕΔ. Κι αυτό είναι κέρδος χρόνου, κόστους αλλά και ευρύτητας των υποθέσεων που θα ελεγχθούν τελειωτικά.
Ο Συνήγορος του Πολίτη έχει εντοπίσει πολλές αντισυνταγματικές διατάξεις και τις έχει επισημάνει στη Βουλή, αλλά η τελευταία δεν δέησε να τις καταργήσει (βλ. Ετήσιες Εκθέσεις ΣτΠ). Αποτέλεσμα: καταδίκες της χώρας από το ΕΔΔΑ, επειδή τα ανώτατα δικαστήρια επίσης δεν τις έκριναν αντισυνταγματικές.
Δεν υπάρχουν ανακριβείς πληροφορίες εκ μέρους μου.Το ότι διαφωνείς με τις αξιολογήσεις μου όχι νομικά, αλλά εμπειρικά και προγνωστικά (το ΣΔ φιλοκυβερνητικό μη-δικαστήριο, μαντεύοντας έμμεσα ότι δεν θα καταργήσει ποτέ νόμο της κυβέρνησης;) , είναι δικό σου πρόβλημα. Δεν λέω ότι δεν υπάρχουν και αυτές οι πολιτικές παράμετροι, εστιάζω όμως στα προβλήματα κόστους-χρόνου- περιορισμένου ελέγχου συνταγματικότητας που επιλύονται με το ΣΔ.
Δεν διαφωνώ ότι το ΣτΕ έχει επιδείξει σεβασμό στο Σύνταγμα, όπως και τα άλλα δικαστήρια, όπως οφείλουν εξάλλου. Υπάρχουν περιπτώσεις όμως που έχει κάνει λάθος, όπως θεωρώντας σύμφωνη με το Σύνταγμα την περικοπή του εφάπαξ, ενώ ο ΑΠ που κήρυξε την αντισυνταγματικότητά του (η υπόθεση είναι στο ΑΕΔ). Αν είχαμε ΣΔ δεν θα χρειαζόταν να εκδοθεί η απόφαση και απο άλλο ανώτατο δικαστήριο, αλλά θα είχε λυθεί το πρόβλημα από πέρσι και οι συνταξιούχοι θα είχαν πάρει τα λεφτά τους.
Συζητούσαμε για την αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου της αντισυνταγματικότητας από τις Ολομέλειες των ανωτάτων δικαστηρίων (έτσι ώστε να κρίνουμε αν χρειάζονται ένα επι-δικαστήριο) ή για τη συμμόρφωση του νομοθέτη προς τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ; Νομίζω για το πρώτο. Το ότι ο νομοθέτης δεν συμμορφώθηκε με την απόφαση του ΕΔΔΑ για τον προσηλυτισμό ΔΕΝ ΑΦΟΡΑ ΚΑΘΟΛΟΥ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ και τη συμμόρφωση του νομοθέτη με τις αποφάσεις των Ολομελειών.
Η κρίση της ΕΑ ΣτΕ για τα παίγνια είναι προσωρινή. Οι αποφάσεις της Επιτροπής Αναστολών είναι ΠΑΝΤΑ προσωρινές και ισχύουν μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης από το Τμήμα ή την Ολομέλεια. Η Επιτροπή Αναστολών δεν θεωρείται ότι ασκεί δικαιοδοτική λειτουργία αλλά διοικητική. Γι' αυτό και δεν συνεδριάζει δημοσίως, ούτε παρίστανται οι διάδικοι. Το θέμα με τα παίγνια είναι τόσο καθαρό, που με σχετική ασφάλεια προβλέπουμε ότι το ΣτΕ θα ακολουθήσει και στην οριστική του απόφαση την ίδια γραμμή. Αυτό όμως δεν είναι το θέμα μας. Το θέμα μας είναι αν οι αποφάσεις των Ολομελειών ήταν ΑΡΚΕΤΕΣ για να υποχρεώσουν το νομοθέτη σε συμμόρφωση και όχι αν αυτός έπρεπε να διορθώσει την αντισυνταγματική ρύθμιση ακόμα νωρίτερα. Το θέμα μας είναι η σύγκριση ΣΔ με τις Ολομέλειες και η αντιπαραβολή της αποτελεσματικότητάς τους, για να κρίνουμε αν υπήρχε κενό προστασίας ή όχι.
Οπότε εξίσου άσχετη είναι η επίκληση της γνώμης καθηγητών ή του Συνηγόρου του Πολίτη. Ούτε και με το ΣΔ θα αλλάζουν οι νόμοι εξαιτίας της δικής τους γνώμης!!
Υπήρξαν και ανακριβείς πληροφορίες από μέρους σου. Αυτές είναι που με "τσιγκλάνε", όχι η διαφορετική άποψή σου. Μια αντιπαραβολή των σχολίων μας τις καταδεικνύει. Το να υπαινίσσεσαι ότι σπανίως γίνεται έλεγχος αντισυνταγματικότητας στα δικαστήρια είναι ωμή ανακρίβεια. Το να πλασάρεις τη στάση αναμονής του ΜονΔΠρΑθ για την απόφαση του ΣτΕ ως κανόνα, είναι ανακρίβεια. Το να λες ότι ο νομοθέτης δεν συμμορφώνεται με τις αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων είναι ανακρίβεια. Το να λες ότι ειδικώς δεν συμμορφώθηκε με τις αποφάσεις τους για τον προσηλυτισμό και τα παίγνια (ενώ ακόμα δεν έχουν υπάρξει τέτοιες!) είναι ανακρίβεια. Το να ταυτίζεις τον έλεγχο αντισυνταγματικότητας με το ΑΕΔ είναι ανακρίβεια. Το να υπαινίσσεσαι ένα χάος και μετά τις αποφάσεις των ολομελειών, όταν στην πραγματικότητα οι εξαιρέσεις από τη μη συμμόρφωση είναι από ελάχιστες ως ανύπαρκτες, είναι ανακρίβεια. Και γενικώς, το κακό είναι ότι ακόμα και την άποψή σου την πλασάρεις σαν αντικειμενική αλήθεια! Εξ ου και οι αντιδράσεις στα σχόλια: ωραία ανάλυση, εξαιρετικό μάθημα, με σώζεις στις εξετάσεις!! Όχι "ωραίες απόψεις"! Ή δες την πρώτη φράση του post ("Σήμερα θα εξηγήσω..." - μπρρρ! βγάλτε μια κόλλα χαρτί!). Δημιουργείς την αίσθηση ότι αυτό ισχύει, ενώ πολλές φορές είτε είναι απλώς η άποψή σου, είτε έρχεται και σε σύγκρουση με το τι πράγματι συμβαίνει!
Φυσικά δεν θέλω με αυτά να σε ακυρώσω. Σε εκτιμώ πολύ ως νομικό και το ξέρεις. Οι πληροφορίες σου, ειδικά στα θέματα ειδίκευσής σου, είναι γενικά πολύ έγκυρες.
Πρώτα απ' όλα "εξηγώ", σημαίνει "αναλύω από τη δική μου οπτική", δεν σημαίνει χρησμοδοτώ. Όπως και ο τίτλος "γιατί ΘΕΛΟΥΜΕ συνταγματικό δικαστήριο" ενέχει το στοιχείο μιας προσωπικής οπτικής πάνω στο θέμα. Άλλωστε έχω αναφέρει στο ίδιο το ποστ, ότι οι σκέψεις μου είναι πρωτογενείς και δεν έχουν αναφερθεί από κανέναν αρθρογράφο σχετικά. Που βλέπεις την επίστρωση βερνικιού "αντικειμενικής αλήθειας" σε μία τέτοια μορφή παρουσίασης, είναι άξιο απορίας. Και είδες ότι προστάτευσα την κοπέλα που είπε ότι θα το διαβάσει για να το δώσει σε εξετάσεις, λέγοντας ότι ο καθηγητής της δεν θα συμμεριστεί αυτές τις απόψεις.
Συζητούσαμε λοιπόν για το ΣΔ. Και μου λες ότι ο νομοθέτης "δεσμεύεται" και τώρα από τις αποφάσεις των ολομελειών. Πράγμα το οποίο ΔΕΝ συμβαίνει και το έχω πει πολλές φορές, αφενός γιατί δεν υπάρχει διάταξη που να τον υποχρεώνει να αλλάξει νόμο (αφού και ο νομοθέτης είναι ανεξάρτητος από το δικαστή) αλλά και στην πράξη, ο νομοθέτης μπορεί να κάνει και κάνει ό,τι θέλει και μόνο όταν ο εκάστοτε Υπουργός προεξαγγέλει ότι "αν βγει αμετάκλητη απόφαση" θα συμμορφωθεί. Άρα είναι θέμα πολιτικής αυτοδέσμευσης - και φυσικά όχι για όλες τις υποθέσεις, αλλά μόνο για αυτές που η μη συμμόρφωση θα μπορούσε να έχει πολιτικό κόστος. Ενώ δείχνεις εξοικειωμένος με το εμπειρικό κομμάτι, αρνείσαι ότι υπάρχουν "πολιτικές" υποθέσεις που η κυβέρνηση πετάει τάχα το μπαλάκι στο ΣτΕ, ενώ θα μπορούσε με άμεση παρέμβαση να τα έχει λύσει όλα (ΛΑΦΚΑ, περικοπή εφάπαξ κλπ). Δεν υπάρχει λοιπόν δέσμευση νομοθέτη στις κρίσεις συνταγματικότητας, αυτό είναι το θέμα μας. Είτε προέρχονται από ολομέλειες, είτε από ανεξάρτητες αρχές, είτε από το ΕΔΔΑ, είτε από θεωρητικούς και λοιπά. Είναι μια ανεξάρτητη λειτουργία η νομοθετική. Ανακρίβεια;
Σαφώς και γίνεται έλεγχος συνταγματικότητας: όταν έχει μεράκια ο δικαστής. Γιατί αλλιώς δεν πρόκειται να πάρει ζεστά μια σχετική αίτηση, παρόλο που έχει αυτεπάγγελτη υποχρέωση. Δεν θα την απαντήσει καν, θα την περιφρονήσει και μάλιστα χωρίς αιτιολογία στις περισσότερες των περιπτώσεων. Ωστόσο δεν θα πω ότι αυτό είναι ο κανόνας. Είναι στρέβλωτική επίδραση της πρακτικής επί του κανόνα. Ανακρίβεια;
Αυτή τη στιγμή όλα τα τμήματα ΔΠρΑθ αναβάλλουν τις αγωγές περικοπής εφάπαξ "μέχρι έκδοσης αποφάσεως του ΣτΕ" για το θέμα της συνταγματικότητας. Χωρίς καμία σοβαρή νομική θεμελίωση. Δεν λέω ότι είναι ένας κανόνας, είναι μία πραγματικότητα. Αυτός ο δικαστής του Διοικητικού Πρωτοδικείου, σου δίνει την εντύπωση ότι είναι έτοιμος να ορθώσει το ανάστημά του και να υποβάλλει ανεξάρτητα τον νόμο σε έλεγχο συνταγματικότητας χωρίς φόβο του προϊστάμενου ΣτΕ; Εμένα δεν μου τη δίνει. Παραιτείται από την αρμοδιότητά του. Ανακρίβεια;
Η άποψη ότι η Επιτροπή Αναστολών επιτελεί διοικητική λειτουργία δεν αναιρεί την δικαιοδοτική φύση της απόφασης προσωρινής δικαστικής προστασίας, ούτε τον χαρακτήρα του ΣτΕ ως δικαστήριο. Ούτε μεταμορφώνει την ίδια την Επιτροπή σε διοικητικό όργανο. Δεν είναι η απόφαση της ΕΑ διοικητική πράξη, όπως ο διορισμός της καθαρίστριας του ΣτΕ. Η Επιτροπή Αναστολών εφαρμόζει ουσιαστικούς και δικονομικούς κανόνες και αποφασίζει σταθμίζοντας συμφέροντα για να διαφυλάξει ένα επείγον διακύβευμα. Μπορεί μερικές διοικητικές αρχές να έχουν επίσης τέτοιες δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, αλλά μην φτάσουμε σε αναστροφή της σχέσης κανόνα-εξαίρεσης. Και μη γελιόμαστε: ο νομοθέτης αν ήθελε να αλλάξει το νόμο 3072 έχει πλέον έτοιμη την συνταγματική επιχειρηματολογία από το σκεπτικό αυτής της απόφασης με τη σφραγίδα του ΣτΕ. Ανακρίβεια;
Είναι ανακρίβεια ότι η δικαστική τελείωση του θέματος με την κατάργηση νόμου από ένα ΣΔ σε κάθε συνταγματική διαφορά που φτάνει στις ολομέλειες αποτελεί 1) ταχύτερη διαδικασία, 2) που συνεπάγεται λιγότερο κόστος για τους διαδίκους, 3) αφορά ευρύτερο φάσμα διαφορών (αφού δεν χρειάζεται να εμπίπτουν ΚΑΙ σε δικαιοδοσία ΑΠ/ΣτΕ/ΕλΣυν;) και τελικά 4) εγγυάται ασφάλεια δικαίου αφού ο νόμος ΠΑΥΕΙ να υφίσταται; Εντάξει, μας είπες ότι θεωρείς πιο γόνιμο κλπ να υπάρχουν οσμώσεις κλπ αλλά και τόσο ο νομοθέτης όσο και ο δικαστής αλλιώς θα αποφασίζει όταν ξέρουν και οι δύο ότι έχουν ένα ΣΔ από πάνω.
Εκφράζεις τον σεβασμό σε μία παράδοση που δεν έχει το παραμικρό έρεισμα στο νόμο και αποτελεί μια εξιδανικευτική εικόνα ισορροπίας νομοθετικής-δικαστικής λειτουργίας. Προσωπικά αμφισβητώ ότι η λειτουργία αυτής της παράδοσης -ούτε καν για συνταγματικό έθιμο ή συνθήκη του πολιτεύματος δεν μπορούμε να μιλήσουμε- είναι τόσο ισόρροπη στην πράξη και ότι χρειάζεται κατοχύρωση πρόσθετων θεσμικών εγγυήσεων. Είμαι λίγο περισσότερο θετικιστής από εσένα (θυμήσου και τις αντιρρήσεις μου στην ανάλυση σου για την υποτιθέμενη υποχρέωση αυτό-δέσμευσης μ.μ.ε. για μη δημοσίευση προκλητικών σκίτσων για εθνότητες), ενδεχομένως.
Αλλά και ο Όθωνας όταν του ζητούσαν σύνταγμα, τους έλεγε: "αφού έχετε: άγραφο σύνταγμα".
Και πολλοί άλλοι έλεγαν "ποια αρχή της δεδηλωμένης; το Σύνταγμα λέει ότι ο βασιλεύς διορίζει τους υπουργούς αυτού, άρα μπορεί να διορίσει ακόμη και τον κηπουρό του".
Άμα ήταν έτσι όμως, θα ήμασταν μέχρι σήμερα στο επίπεδο της Μ.Βρεταννίας, αλλά χωρίς τη δική της κοινοβουλευτική παράδοση. Έτσι δεν θα λειτουργούσε τίποτα, βέβαια. Η θεσμική παρέμβαση και ο εξορθολογισμός re ισορροπιών είναι αναγκαιότητα σε ένα κράτος που αν κάτι δεν διατυπώνεται ρητά, πολύ απλά δεν έχει καμία ελπίδα να ισχύσει.
Πιάσαμε τις δικολαβίες και τις διαστροφές πάλι.
Δεν είπα ποτέ ότι ο νομοθέτης δεσμεύεται από τις αποφάσεις των Ολομελειών. Είπα ότι συμμορφώνεται κατά κανόνα με αυτές. Το γιατί το εξήγησα.
Δεν είναι θέμα μόνο πολιτικής αυτοδέσμευσης, πάντως. Είναι και θέμα ανάγκης του κάθε κανόνα να έχει πρακτική «εφαρμοσιμότητα». Είναι και θέμα αποφυγής των «παράπλευρων» συνεπειών για το κράτος (έντοκη καταψήφιση παροχών).
Δεν αρνήθηκα ότι υπάρχουν πολιτικές υποθέσεις (αν με αυτές εννοείς τις υποθέσεις με ευρύτερη δημοσιότητα και πολιτικό κόστος). Είπα ότι δεν είναι μόνο πολιτικές οι υποθέσεις στις οποίες ο νομοθέτης αλλάζει ρότα ύστερα από οριστική κρίση περί αντισυνταγματικότητας.
Λες: «Δεν υπάρχει λοιπόν δέσμευση νομοθέτη στις κρίσεις συνταγματικότητας, αυτό είναι το θέμα μας. Είτε προέρχονται από ολομέλειες, είτε από ανεξάρτητες αρχές, είτε από το ΕΔΔΑ, είτε από θεωρητικούς και λοιπά. Είναι μια ανεξάρτητη λειτουργία η νομοθετική. Ανακρίβεια;».
Δεν συζητούσαμε για τη δέσμευση αφηρημένα. Συζητούσαμε για το τι γίνεται και γιατί θα εξακολουθούσε, κατά ένα μέρος του, να γίνεται, ανεξαρτήτως ΣΔ.
Επίσης:
Έλεγχος αντισυνταγματικότητας γίνεται όταν ο δικαστής κρίνει ότι συντρέχει τέτοια περίπτωση. Αυτό γίνεται πολύ συχνά, πάρα πολύ συχνά. Σαφώς και υπάρχουν και τεμπέληδες ή ακατάρτιστοι δικαστές, αυτό όμως δεν σου επιτρέπει να ακυρώνεις (για άλλη μια φορά, μιλώντας κατά κύριο λόγο σε αδαείς περί τα νομικά) έναν θεσμό απόλυτα καταξιωμένο! Επίσης, ας το ξαναπώ, αυτό ΔΕΝ θα αλλάξει με το ΣΔ, αφού για να φτάσει η υπόθεση σε αυτό θα πρέπει να έχει ακολουθήσει όλη την ήδη γνωστή δικονομική διαδρομή!
Μόλις τώρα πάντως διευκρινίζεις ότι ο μη έλεγχος δεν είναι ο κανόνας, μέχρι τώρα υπαινισσόσουν το αντίθετο.
Λες: «Αυτή τη στιγμή όλα τα τμήματα ΔΠρΑθ αναβάλλουν τις αγωγές περικοπής εφάπαξ "μέχρι έκδοσης αποφάσεως του ΣτΕ" για το θέμα της συνταγματικότητας. Χωρίς καμία σοβαρή νομική θεμελίωση. Δεν λέω ότι είναι ένας κανόνας, είναι μία πραγματικότητα».
Μόλις τώρα διευκρινίζεις ότι δεν είναι ο κανόνας, μέχρι τώρα υπαινισσόσουν το αντίθετο.
Λες: «Αυτός ο δικαστής του Διοικητικού Πρωτοδικείου, σου δίνει την εντύπωση ότι είναι έτοιμος να ορθώσει το ανάστημά του και να υποβάλλει ανεξάρτητα τον νόμο σε έλεγχο συνταγματικότητας χωρίς φόβο του προϊστάμενου ΣτΕ;»
Ο δικαστής αυτός θα είναι ίδιος και επί ΣΔ και μπορεί να κάνει το ίδιο πράγμα και επί ΣΔ. Οπότε είναι αλυσιτελές το επιχείρημά σου. Επίσης, σου το είπα και αλλού, η κίνηση αυτή του Διοικητικού Πρωτοδικείου εν μέρει ενέχει μια σωστή σκοπιμότητα: Εκκρεμεί το ζήτημα στο ΣτΕ. Το ΔΠρ προτιμά να περιμένει, παρά να ρισκάρει να κρίνει διαφορετικά και να φέρει στο νομικό κόσμο μια απόφαση καταδικασμένη να αναιρεθεί (υποβάλλοντας τον προσφεύγοντα στην ανάγκη να ασκήσει ο ίδιος ένδικα μέσα). Προσωπικά δεν συμφωνώ με αυτήν την πρακτική, αλλά είναι άσχετη με το θέμα μας.
Τώρα για το ΣτΕ και την ΕΑ ΣτΕ τι παραπάνω να σου πω. Ότι ναι, η ΕΑ δεν εκδίδει διοικητικές πράξεις ή ότι διαφέρει η απόφανσή της από το διορισμό καθαρίστριας και ότι αυτά δεν είναι ανακρίβειες;;; Αυτά λέγαμε; Με κουράζεις.
Για τα επιχειρήματά σου υπέρ του ΣΔ που επαναλαμβάνεις, έχω καταθέσει τη δική μου άποψη.
«Εκφράζεις τον σεβασμό σε μία παράδοση που δεν έχει το παραμικρό έρεισμα στο νόμο και αποτελεί μια εξιδανικευτική εικόνα ισορροπίας νομοθετικής-δικαστικής λειτουργίας».
Δεν είναι εξιδανικευτική εικόνα, είναι ο τρόπος που το σύστημα λειτουργεί σήμερα. Επιτυχώς, κατά γενική ομολογία (ΟΚ, πλην εσού).
Θετικιστής να είσαι, είναι αυτό που προτείνεται το σωστό «θετικό δίκαιο» εν προκειμένω;
«Η θεσμική παρέμβαση και ο εξορθολογισμός re ισορροπιών είναι αναγκαιότητα σε ένα κράτος που αν κάτι δεν διατυπώνεται ρητά, πολύ απλά δεν έχει καμία ελπίδα να ισχύσει».
Σού ΄χω νέα: ισχύει ήδη και λειτουργεί μια χαρά!!
Αποχαιρετιστήρια θέση:
Ο έλεγχος αντισυνταγματικότητας ισχύει και σήμερα, εφαρμόζεται κατά κόρον από τα δικαστήρια και λειτουργεί με επιτυχία, ΚΑΤΑ ΓΕΝΙΚΗ ΟΜΟΛΟΓΙΑ.
Κενά και αδυναμίες υπάρχουν. Αυτά όμως, κατά την άποψή μου, ΔΕΝ τα επιλύει επ’ ουδενί το Συνταγματικό Δικαστήριο. Αντιθέτως, με τη συγκεκριμένη πρόταση σύστασής του ένα διορισμένο από τη Βουλή ή την κυβέρνηση ημι-δικαστικό, ημι-πολιτικό σώμα, καπελώνει και αποδυναμώνει τα ανώτατα δικαστήρια της Χώρας - και ειδικά το ΣτΕ, στο οποίο αποδίδεται ο περισσότερος δικαστικός ακτιβισμός και η πιο θερμή υπεράσπιση του Συντάγματος, προς μεγάλη ενόχληση των κυβερνώντων.
"Επίσης, ας το ξαναπώ, αυτό ΔΕΝ θα αλλάξει με το ΣΔ, αφού για να φτάσει η υπόθεση σε αυτό θα πρέπει να έχει ακολουθήσει όλη την ήδη γνωστή δικονομική διαδρομή!"
Και τώρα που μας αποχαιρέτισες, ξαναδιάβασε το αρχικό ποστ όπου εξηγώ ότι με το ΣΔ, για να φτάσει η υπόθεση σε αυτό ΔΕΝ θα πρέπει να έχει ακολουθηθεί "όλη η ήδη γνωστή δικονομική διαδρομή", γιατί πολύ απλά ΔΕΝ θα πρέπει να έχει προηγηθεί έκδοση αντίθετων αποφάσεων δύο ανώτατων δικαστηρίων. Θα πηγαίνει κατευθείαν μετά την απόφαση ΕΝΟΣ ανώτατου δικαστηρίου στο ΣΔ και θα γλιτώνουμε μια μεγάλη δικονομική μανούβρα για να έχουμε τελειωτική απόφαση.
Το αν πρέπει να υπάρχει τελειωτική ή απλώς "αμετάκλητη" απόφαση είναι ζήτημα του τι προκρίνει κανεις - υπάρχει περιθώριο διαλόγου. Σε αυτό που είπα παραπάνω: όχι, ειναι αντικειμενική αλήθεια που συνοψίζει το θεσμικό κέρδος της μετάβαση απο ΑΕΔ σε ΣΔ.
Εδώ χαιρετώ κι εγώ: από κει που ξεκίνησα και δεν αντικρούστηκα.
e-Lawyer said...
Αυτό το θεωρείς τάχα συμβολή στην παραπάνω συζήτηση;
Για να το λέω κάτι έχω στο νου μου. Εσύ πιστεύεις πραγματικά ότι αισθάνεται έστω και ένας την ανάγκη συνταγματικού δικαστηρίου? Πολλές φορές στην ιστορία της χώρας μας αλλά καιάλλων χωρών οι θεσμοί δημιουργήθηκαν απλώς εκ λόγων αντιγραφής (βλ. Συνήγορος του Πολίτη, Συμβούλιο Επικρατείας κλπ) για διαφορετικούς κάθε φορά λόγους, ή εκ λόγων αποδυνάμωσης άλλων θεσμών που παραπήραν αέρα. Ανάλογο πρόβλημα υπάρχει χρόνια με την δυνατότητα προαγωγής των διοικητικών δικαστών στο ΣτΕ και φιλολογική συζήτηση ετών. Τα επιχειρήματα ήταν σε μεγάλο βαθμό θεατρικής φύσεως. Η ουσία ήταν αλλού.
Αν είχες περισσότερο χιούμορ θα σου έλεγα και ποιοί ράβονται επωνύμως...
Ειλικρινά, χέστηκα.
Δημοσίευση σχολίου