Κατατέθηκε σήμερα, 6.12.2007, από το υπουργείο Δικαιοσύνης, μια τροπολογία του νόμου για την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία προσωπικού χαρακτήρα (ν.2472/1997), η οποία μεταβάλει σημαντικά το πεδίο εφαρμογής του.
Η προτεινόμενη τροπολογία εισάγει δύο θεμελιώδεις αναθεωρήσεις του γενικού δικαίου της προστασίας προσωπικών δεδομένων, δηλαδή:
(α) τη μη εφαρμογή της προστασίας προσωπικών δεδομένων από τις δικαστικές-εισαγγελικές αρχές και τις υπηρεσίες που εποπτεύουν (δηλ. την αστυνομία) στο πλαίσιο της διαπίστωσης πλημμελημάτων και κακουργημάτων που τελούνται με δόλο
και
(β) τον αποχαρακτηρισμό των ποινικών διώξεων και καταδικών ως «ευαίσθητων δεδομένων» (για την επεξεργασία των οποίων απαιτείται, κατά κανόνα, άδεια της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα).
Με μια προσθήκη, προτείνεται, επίσης, η καταγραφή ήχου και εικόνας κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων, με σκοπό τη βεβαίωση τέλεσης σοβαρών πλημμελημάτων ή κακουργημάτων, κατόπιν εντολής εισαγγελέα κι εφόσον επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια τάξη ή ασφάλεια, προκειμένου να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά ως αποδεικτικά στοιχεία ενώπιον οποιασδήποτε ανακριτικής, εισαγγελικής ή δικαστικής αρχής.
Ας εξετάσουμε την αιτιολόγηση της τροπολογίας και την ακολουθούμενη μεθοδολογία της κοινοβουλευτικής διαδικασίας επικύρωσής της.
1. Συμβατότητα με το ευρωπαϊκό δίκαιο
Σχετικά με την εξαίρεση της εφαρμογής του νόμου για τη προστασία προσωπικών δεδομένων ως προς τις δικαστικές – εισαγγελικές αρχές, η αιτιολογική έκθεση αναφέρεται σε σχετική εξαίρεση που περιέχεται στη Οδηγία (ΕΚ) 95/46 και σε σχετικό άρθρο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία προσωπικών δεδομένων του Συμβουλίου της Ευρώπης (η οποία κυρώθηκε με το Ν.2068/1992, εφεξής: Ευρωπαϊκή Σύμβαση 108).
(α) η εξαίρεση της Οδηγίας 95/46 της Ευρωπαϊκής Κοινότητας
Η αιτιολογική έκθεση αναφέρει την εξαίρεση του άρθρου 3§2 της Οδηγίας, βάσει της οποίας, η Οδηγία δεν εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, σε επεξεργασίες προσωπικών δεδομένων που αφορούν την δημόσια ασφάλεια, την εθνική άμυνα, την ασφάλεια του κράτους και τις δραστηριότητες του κράτους σε τομείς ποινικού δικαίου.
Eπισημαίνεται, με την αιτιολογική έκθεση του υπουργείου Δικαιοσύνης, ότι ο Έλληνας νομοθέτης δεν ενσωμάτωσε αυτές τις εξαιρέσεις, στον εναρμονιστικό Ν.2472/1997. Όφειλε, όμως, υποχρεωτικά να τις ενσωματώσει στο εσωτερικό δίκαιο; Η μη ενσωμάτωση της εξαίρεσης συνιστά παραβίαση του κοινοτικού δικαίου;
Η Οδηγία 95/46 είναι ένα νομοθέτημα του «πρώτου πυλώνα» της ΕΕ, δηλαδή της δέσμης πολιτικών που αναφέρεται στις οικονομικές δραστηριότητες του πλαισίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η Οδηγία θεσπίστηκε επί τη βάσει του –σημερινού- άρθρου 95 (παλαιό 100Α) της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, το οποίο επιβάλλει τον συντονισμό των εθνικών νομοθεσιών, ενόψει της εγκαθίδρυσης της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς. Στον «πρώτο πυλώνα», λοιπόν, κατά τον χρόνο ψήφισης της Οδηγίας 95/46, αλλά και σήμερα, δεν εντάσσονται οι δράσεις των κρατών-μελών σε τομείς του ποινικού δικαίου και της δημόσιας ασφάλειας. Η Οδηγία 95/46 περιλαμβάνει, λοιπόν, την παραπάνω εξαίρεση, καθώς θεσπίστηκε ως νομοθέτημα της ενιαίας εσωτερικής αγοράς, για να ρυθμιστεί μια «περιοχή» δράσης, στην οποία η Κοινότητα δεν έχει νομοθετική αρμοδιότητα. Έτσι, το άρθρο 3§2 της Οδηγίας διευκρινίζει ότι αφού η Κοινότητα δεν έχει αρμοδιότητα, έτσι και η Οδηγία δεν εφαρμόζεται σε τομείς όπως η δημόσια ασφάλεια και οι κρατικές δράσεις σε τομείς του ποινικού δικαίου. Τα κράτη δεν έχουν υποχρέωση να εναρμονίσουν, λοιπόν, τις εσωτερικές νομοθεσίες με τις διατάξεις της Οδηγίας, ως προς τις δραστηριότητές τους στον τομέα της δημόσιας ασφάλειας και τους τομείς του ποινικού δικαίου.
Τίποτε δεν εμποδίζει, όμως, τα κράτη της ΕΕ, να θεσπίσουν στις εσωτερικές τους νομοθεσίες διατάξεις που επεκτείνουν το περιεχόμενο της Οδηγίας 95/46 ακόμα και σε τομείς του ποινικού δικαίου, αξιοποιώντας τις πρόσφορες και ισορροπημένες διατάξεις της, ως ένα νομοτεχνικό κεκτημένο. Η ΕΕ δεν επιβάλλει στα κράτη να μην τη εφαρμόζουν, απλώς δεν μπορεί να τα υποχρεώσει να το κάνουν. Συνεπώς, η μη ενσωμάτωση του άρθρου 3§2 της Οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο δεν συνιστούσε παραβίαση του κοινοτικού δικαίου. Αντιθέτως, όπως έχει αποφανθεί το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τα κράτη μπορούν να θεσπίζουν προστασία προσωπικών δεδομένων ευρύτερη από αυτήν που προβλέπει η Οδηγία 95/46.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την απόφαση του ΔΕΚ C-101/01 (Β.Lindqvist) τίποτε δεν απαγορεύει σ’ ένα κράτος μέλος να διευρύνει το περιεχόμενο της εθνικής νομοθεσίας περί μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο των διατάξεων της Οδηγίας 95/46 ώστε να καλύπτει τομείς μη συμπεριλαμβανόμενους στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας, εφόσον τούτο δεν απαγορεύεται από καμία άλλη διάταξη του εθνικού δικαίου (αρ. σκέψης 99). Συνεπώς, το ΔΕΚ επιβεβαιώνει το (αυτονόητο) ότι τα κράτη παρακρατούν το κυριαρχικό δικαίωμα να επεκτείνουν, με τον εθνικό εναρμονιστικό νόμο, την εφαρμογή των διατάξεων και των μηχανισμών στάθμισης της Οδηγίας, σε τομείς όπως η δημόσια ασφάλεια, η ποινική δικαιοσύνη, η αστυνομία, η εθνική άμυνα και οι θεσμοί αυτοελέγχου του κράτους (Β. Σωτηρόπουλος, Η νομολογία του ΔΕΚ σχετικά με την προστασία προσωπικών δεδομένων, Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου, ΙΙ/2006, σελ. 531).
Πολλά κράτη μέλη, μάλιστα, ανάμεσα στα οποία και η Ελλάδα, έχουν επεκτείνει την εφαρμογή διατάξεων της Οδηγίας και σε τομείς του ποινικού δικαίου, καθώς και στη δικαιοσύνη και την αστυνομία.
Η απoφάσεις του ΔΕΚ στις οποίες παραπέμπει η αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας (C-317/04, C-318/04) ακύρωσαν τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Συμβουλίου της ΕΕ, επειδή, βάσει της νομοθεσίας περί εσωτερικής αγοράς (άρθρο 95 ΣυνθΕΚ και Οδηγία 95/46), υπέγραψαν την Συμφωνία με τις ΗΠΑ για τις μεταδόσεις δεδομένων επιβατών αεροπορικών πτήσεων, μολονότι η Συμφωνία αφορούσε δράσεις του κράτους σε τομείς ποινικού δικαίου και δημόσιας ασφάλειας (καταπολέμηση τρομοκρατίας και οργανωμένου εγκλήματος). Σίγουρα, επρόκειτο για εσφαλμένες νομικές βάσεις για την Επιτροπή και το Συμβούλιο ΕΕ. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι απαγορεύεται τα κράτη-μέλη να επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας και σε τομείς του ποινικού δικαίου, όπως είχε εξάλλου δεχθεί και η προηγούμενη απόφαση του ΔΕΚ, B.Lindqvist. Επίσης, στις αποφάσεις του ΔΕΚ που παραπέμπει η προτεινόμενη τροπολογία, αξίζει να σημειωθεί ότι έγινε δεκτή η παρέμβαση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, δηλαδή της ανεξάρτητης αρχής, η οποία, μολονότι έχει αποκλειστική αρμοδιότητα σε θέματα του «πρώτου πυλώνα», της επετράπη να ασκήσει παρέμβαση σε μια υπόθεση «ποινικού δικαίου» και «δημόσιας ασφάλειας». Το ΔΕΚ δεν απαγόρευσε, λοιπόν, στην ανεξάρτητη αρχή, να τοποθετηθεί σε ένα ζήτημα «ποινικού δικαίου», μολονότι ως κοινοτικό όργανο ο Επόπτης, τυπικά, δεν είχε αρμοδιότητα.
Eξάλλου, εδώ και δύο χρόνια, τα κράτη-μέλη της ΕΕ βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις για μια Απόφαση-Πλαίσιο για την εφαρμογή της προστασίας προσωπικών δεδομένων στην αστυνομική-δικαστική συνεργασία των κρατών μελών. Το κείμενο της Απόφασης επεκτείνει ένα σημαντικό μέρος των διατάξεων της Οδηγίας και στο πεδίο του ποινικού δικαίου. Πρόκειται για νομοθέτημα της ΕΕ βασιζόμενο στον «τρίτο πυλώνα» (συνεργασία των κρατών μελών στον τομέα της αστυνομίας και της δικαιοσύνης), προς το οποίο θα κληθεί να εναρμονιστεί πλήρως και η Ελλάδα, εφαρμόζοντας την προστασία προσωπικών δεδομένων και σε αυτούς τους τομείς. Αυτό προϋποθέτει είτε νέες τροποποιήσεις του Ν.2472/1997 είτε νέο νομοθέτημα που ρυθμίζει αποκλειστικά αυτούς τους τομείς (αστυνομία-δικαιοσύνη). Η ισόρροπη προσέγγιση του θέματος θα επέβαλε μαζί με την τροπολογία για τον αποκλεισμό της δικαιοσύνης και της αστυνομίας από το πεδίο εφαρμογής του Ν.2472/1997, να θεσπιστούν και οι αντίστοιχες διατάξεις για την προστασία προσωπικών δεδομένων στο πεδίο της ποινικής καταστολής.
Άλλωστε αυτό ήταν και το περιεχόμενο του σχολιασμού των αποφάσεων C-317/04 και C-318/04 του ΔΕΚ: αποκάλυψαν ότι σε επίπεδο ευρωπαϊκής νομοθεσίας υπάρχει κενό δικαίου για την προστασία δεδομένων σε κρατικές δράσεις του τομέα της δημόσιας ασφάλειας και της ποινικής καταστολής (πέραν της γενικής και "παλιάς" Ευρωπαϊκής Σύμβασης 108). Αυτό το κενό πρέπει να καλυφθεί και σε ευρωπαϊκό, αλλά και σε εθνικό επίπεδο. Εξάλλου, το ίδιο το άρθρο 9Α του ελληνικού Συντάγματος δεν εξαιρεί την προστασία προσωπικών δεδομένων από το πεδίο δράσης της Δικαιοσύνης και της αστυνομίας, αλλά κατοχυρώνει μια γενική υποχρέωση όλων των κρατικών οργάνων να διασφαλίζουν την αποτελεσματική και ανεμπόδιστη ενάσκηση αυτού του ατομικού και κοινωνικού δικαιώματος, όπως αναφέρει και το άρθρο 25 του Συντάγματος.
(β) η εξαίρεση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης 108
Σε αντίθεση με την Οδηγία 95/46 που έχει περιορισμένο πεδίο εφαρμογής –«ενιαία εσωτερική κοινοτική αγορά»- η Ευρωπαϊκή Σύμβαση 108, κείμενο διεθνούς δικαίου που θεσπίστηκε όχι από την ΕΕ, αλλά από το Συμβούλιο της Ευρώπης, δεν εφαρμόζεται σε μεμονωμένους τομείς της κρατικής δράσης. Αντιθέτως, θεσπίζει διεθνείς υποχρεώσεις των κρατών που ισχύουν κάθε τομέα της δημόσιας δράσης τους.
Ενώ λοιπόν η Οδηγία 95/46 δεν περιλαμβάνει τις «ποινικές διώξεις και καταδίκες» στον κατάλογο των «ευαίσθητων δεδομένων», η Ευρωπαϊκή Σύμβαση 108 αναφέρει ρητά ως ευαίσθητα δεδομένα και τις ποινικές καταδίκες. (Η προσθήκη των «ποινικών διώξεων» είναι πρωτοτυπία του Έλληνα νομοθέτη, σε πλήρη συμφωνία με το τεκμήριο της αθωότητας).
Συγκεκριμένα, το άρθρο 6 ("ειδικές κατηγορίες πληροφοριών") της Ευρωπαϊκής Σύμβασης αναφέρει ότι οι πληροφορίες που αφορούν ποινικές καταδίκες δεν επιτρέπεται να αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας, αν το εσωτερικό δίκαιο δεν προβλέπει «κατάλληλες εγγυήσεις». Ως "κατάλληλη εγγύηση", ο έλληνας νομοθέτης υπέβαλε την επεξεργασία αυτών των δεδομένων στο καθεστώς της προηγούμενης άδειας της Αρχής καθώς και σε στενή περιοριστική απαρίθμηση των επιτρεπόμενων επεξεργασιών.
Το εσωτερικό δίκαιο της Ελλάδας, εντάσσοντας, μέχρι στιγμής, τις ποινικές καταδίκες στην κατηγορία των ευαίσθητων δεδομένων, επιτρέπει την επεξεργασίας τους μόνο για τις ειδικές και αποκλειστικά απαριθμούμενες περιπτώσεις που περιλαμβάνονται στο άρθρο 7§2 του Ν.2472/1997 και μόνον ύστερα από άδεια της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Η τροπολογία που «αποχαρακτηρίζοντας» τις ποινικές καταδίκες, και καθιστώντας τις, από «ευαίσθητα δεδομένα» που είναι σήμερα, «κοινά» προσωπικά δεδομένα, αφαιρεί τις «κατάλληλες εγγυήσεις» των περιορισμένων περιπτώσεων επεξεργασίας, αλλά και της αυξημένης προστασίας που προβλέπεται για τα ευαίσθητα δεδομένα (επεξεργασία κατόπιν άδειας της Αρχή).
Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση 108 περιέχει και το άρθρο 9, το οποίο προβλέπει εξαιρέσεις από την απαγόρευση της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων που αφορούν ποινικές καταδίκες. Το άρθρο 9, όμως, επισημαίνει ότι οι παρεκκλίσεις είναι δυνατές όταν αυτές προβλέπονται από νόμο και είναι απαραίτητο μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία:
α) για την προστασία της ασφάλειας του Κράτους, τη δημόσια ασφάλεια, τα νομισματικά συμφέροντα του Κράτους ή την καταστολή των ποινικών παραβάσεων.
β) για την προστασία του προσώπου το οποίο αφορούν οι πληροφορίες, όπως και των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων.
Συνεπώς, η απάλειψη των ποινικών καταδικών από τον κατάλογο για τα ευαίσθητα δεδομένα του άρθρου 2 (β) ν.2472/1997, είναι συμβατός με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση, μόνον εφόσον συντρέχει επεξεργασία ενόψει αυτών των συγκεκριμένων δημόσιων συμφερόντων ή δικαιωμάτων και ελευθεριών «τρίτων». Είναι, λοιπόν ένα ερώτημα το κατά πόσον ο γενικός και καθολικός αποχαρακτηρισμός, χωρίς εξειδίκευση αυτών των δημόσιων συμφερόντων και ατομικών δικαιωμάτων «τρίτων», είναι σύμφωνος με τη Σύμβαση, στο μέτρο που, βασιζόμενος στην εξαίρεση, τελικά απενεργοποιεί καθολικά την διάταξη για την ειδική προστασία αυτών των προσωπικών δεδομένων.
Επιπρόσθετα, με την τροπολογία προτείνεται η κατάργηση του άρθρου 7Α §1 (στ) του Ν.2472/1997, βάσει του οποίου οριζόταν ότι οι δικαστικές υπηρεσίες και αρχές δεν υποχρεούνται να λάβουν άδεια από την Αρχή για την επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, ούτε υποχρεούνται να κοινοποιούν την σύσταση αρχείου προσωπικών δεδομένων στην Αρχή. Αυτή η απαλλακτική ρήτρα είχε οδηγήσει σε μια a contrario ερμηνεία, βάσει της οποίας προέκυπτε ότι η Δικαιοσύνη και οι υπηρεσίες που την επικουρούν δεσμεύονται από όλες τις άλλες διατάξεις του Νόμου και, συνεπώς, εμπίπτουν όπως και όλο το Δημόσιο, στην αρμοδιότητα της Αρχής (Π.Αρμαμέντος/Β.Σωτηρόπουλος, Προσωπικά Δεδομένα, Ερμηνεία Ν.2472/1997, σελ. 271). Η προτεινόμενη κατάργηση της διάταξης, σε συνδυασμό με τον προτεινόμενο αποκλεισμό της εφαρμογής του νόμου από τη Δικαιοσύνη, ανατρέπει και αυτήν την ερμηνεία, έτσι ώστε να είναι σαφές ότι η προστασία προσωπικών δεδομένων δεν θα εφαρμόζεται στον τομέα της ποινικής Δικαιοσύνης.
Πάντως, οι εξαιρέσεις του άρθρου 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, δεν αναφέρουν ότι για τους σκοπούς της δημόσιας ασφάλειας, τα κράτη μπορούν να εξαιρούν συνολικά την προστασία προσωπικών δεδομένων, όπως κατοχυρώνεται από τη Σύμβαση, από τους τομείς της δικαιοσύνης και της αστυνομίας. Το άρθρο 9 προβλέπει ότι για τους σκοπούς της δημόσιας ασφάλειας και των δικαιωμάτων τρίτων μπορούν να προβλεφθούν παρεκκλίσεις μόνον από τα άρθρα 5 (ποιοτικά χαρακτηριστικά των δεδομένων), 6 (ευαίσθητα δεδομένα) και 8 (δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων). Όλα τα υπόλοιπα άρθρα περιέχουν υποχρεωτικές διεθνείς δεσμεύσεις της Ελλάδας για το σύνολο της κρατικής δράσης, συμπεριλαμβανομένης της δικαιοσύνης και της αστυνομίας.
Επομένως, ο αποχαρακτηρισμός των ποινικών καταδικών, προκειμένου να είναι σύμφωνος με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση 108 και τις διεθνείς δεσμεύσεις της Ελλάδας, θα πρέπει να συνοδευτεί από νομοθέτηση «κατάλληλων εγγυήσεων». Μια από αυτές, θα μπορούσε να είναι η απαλλαγή μεν από την υποχρέωση προηγούμενης άδειας της Αρχής, αλλά και η πρόβλεψη για επιτρεπόμενη επεξεργασία των ποινικών καταδικών στις περιοριστικά απαριθμούμενες περιπτώσεις του άρθρου 7§2 του Ν.2472/1997.
Επιπλέον, η Ελλάδα δεν είναι καν υποχρεωμένη να περιλάβει τις παραπάνω εξαιρέσεις στην νομοθεσία της. Κι αυτό γιατί η ίδια η Ευρωπαϊκή Σύμβαση επιτρέπει στα κράτη να εισάγουν ευρύτερη νομοθετική προστασία από την προβλεπόμενη από τις «γενικές διατάξεις» της:
'Αρθρο 11
Ευρύτερη προστασία
Καμία υπό τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου δεν θα ερμηνεύεται ως περιορίζουσα ή προσβάλλουσα τη δυνατότητα κάθε συμβαλλόμενου μέρους να παραχωρήσει στα πρόσωπα τα οποία αφορούν οι πληροφορίες προστασία ευρύτερη από εκείνη, που προβλέπεται από την παρούσα σύμβαση.
Οπότε, ακόμη κι αν η Οδηγία 95/46 εξαιρεί τις κρατικές δράσεις για τηνδημόσια ασφάλεια και το ποινικό δίκαιο από το πεδίο εφαρμογής της, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση δεν τις εξαιρεί συνολικά, αλλά επιτρέπει μόνο μερικές αποκλίσεις, επιβάλλοντας όμως την τήρηση όλων των υπόλοιπων υποχρεώσεων, όπως οι διατάξεις για την φυσική ασφάλεια των δεδομένων καθώς και οι διατάξειςγια την υποχρέωση των κρατών να θεσπίσουν κατάλληλες ποινές και προσφυγές (σε διοικητικές αρχές, όπως η Αρχή) για το σύνολο των κρατικών δράσεων.
2. Επάρκεια των εγγυήσεων που εισάγονται με την τροπολογία
(α) Αποχαρακτηρισμος ποινικών διώξεων/ποινικών καταδικών
Αναφέρθηκε και πριν ότι ο αποχαρακτηρισμός των ποινικών καταδικών ως ευαίσθητων δεδομένων, δεν συνοδεύεται στην προτεινόμενη τροπολογία από«κατάλληλες εγγυήσεις». Υπάρχει μεν η πρόβλεψη του άρθρου 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης ότι για σκοπούς δημόσιας ασφάλειας και δικαιωμάτων τρίτων (π.χ. των μ.μ.ε.) επιτρέπονται εξαιρέσεις από την υποχρέωση των κατάλληλων εγγυήσεων, αλλά η εδώ προτεινόμενη εξαίρεση είναι τόσο γενική και καθολική (ποινικές καταδίκες=απλά προσωπικά δεδομένα) που τελικά εκτοπίζει συνολικά το άρθρο 6 της Σύμβασης ως προς τα συγκεκριμένα ποινικά δεδομένα.
Εκτός, όμως, από τις ποινικές καταδίκες, εξαιρούνται από τον κατάλογο των ευαίσθητων δεδομένων και οι ποινικές διώξεις. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι για τα μ.μ.ε. δεν θα υπάρχει πρόβλημα από τη νομοθεσία για την προστασία προσωπικών δεδομένων όταν δημοσιοποιούν επωνύμως ονόματα διωκόμενων για εγκλήματα, χωρίς τα πρόσωπα αυτά να έχουν βέβαια ακόμη δικαστεί. Υφίστανται, βεβαίως, οι εγγυήσεις της μυστικότητας της προδικασίας και του συνταγματικού δικαιώματος του ιδιωτικού βίου, καθώς και του τεκμηρίου της αθωότητας, στοιχεία τα οποία οφείλουν να σέβονται τα μ.μ.ε. όταν μεταδίδουν πληροφορίες για ποινικές διώξεις. Αλλά αυτές οι εγγυήσεις είναι γενικές και προϋφίσταντο της νομοθεσίας για την προστασία προσωπικών δεδομένων, δεν εξειδικεύουν και δεν αναφέρονται στο άρθρο 9Α του Συντάγματος. Με την προτεινόμενη διάταξη περιορίζεται η αρμοδιότητα της Αρχής για αυξημένο έλεγχο ως προς την επεξεργασία αυτών των πληροφοριών. Πάντως, η αρμοδιότητα αυτή δεν εκτοπίζεται πλήρως, καθώς η Αρχή διατηρεί την γενική της αρμοδιότητα για τον έλεγχο της μετάδοσης προσωπικών δεδομένων από τα μ.μ.ε., ακόμα κι όταν δεν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα.
(β) Λειτουργία του συστήματος καμερών σε διαδηλώσεις
Με την προτεινόμενη τροπολογία, η λειτουργία καμερών σε διαδηλώσεις επιτρέπεται μόνον
(αα) κατόπιν εντολής εισαγγελέα και
(ββ) εφόσον επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.
Η διάταξη αυτή βρίσκεται σε συμφωνία με την παραπάνω προτεινόμενη διάταξη που εκτοπίζει την προστασία προσωπικών δεδομένων, άρα και την αρμοδιότητα της Αρχής, από τις κρατικές δράσεις της δικαιοσύνης και της αστυνομίας για την δημόσια ασφάλεια.
Η επάρκεια των εγγυήσεων πρέπει να αξιολογηθεί αφού ληφθεί υπόψη η σύγκριση με το ισχύον καθεστώς: σήμερα η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων έχει αρμοδιότητα για τη λειτουργία καμερών για σκοπούς ποινικής καταστολής, ενώ με την προτεινόμενη τροπολογία η αρμοδιότητά της αντικαθίσταται από την αρμοδιότητα της εισαγγελικής αρχής. Η οποία εισαγγελική αρχή θα δεν είναι υποχρεωμένη να αξιολογήσει την κατάσταση με τα κριτήρια της προστασίας προσωπικών δεδομένων – αφού δεν θα δεσμεύεται νομοθετικά από αυτήν, ύστερα από τον περιορισμό του πεδίου εφαρμογής του νόμου- αλλά με βάση το γενικό κριτήριο του «επικείμενου σοβαρού κινδύνου για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια».
Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί η καθοριστική επίπτωση δύο παραγόντων στην διαμόρφωση της προτεινόμενης τροπολογίας:
(α) της γνωμοδότησης Σανιδά και
(β) της μη ενασχόλησης της Αρχής με το ζήτημα, όταν περιήλθε εις γνώση της, οπότε και αντέδρασε με την παραίτησή της. Ο κ. Φραγκάκης, παραιτηθέν μέλος της Αρχής, είπε, μετά την παραίτησή του, ότι θα μπορούσε να είχε επιληφθεί η Αρχή με έκδοση προσωρινής διαταγής (άρθρο 19 ν.2472/1997), ώστε να επιτραπεί η λειτουργία των καμερών στην επίμαχη διαδήλωση τη μέρα του Πολυτεχνείου.
Η Αρχή, παρ’ όλο που το ερώτημα της αστυνομίας δεν τέθηκε σε αυτήν, είχε αρμοδιότητα να επέμβει αυτεπαγγέλτως και να εκδώσει μια απόφαση όπως αυτή που ανέφερε ο κ. Φραγκάκης. Συμβαίνει και στις Βρυξέλλες: όταν ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων δεν ερωτάται για ένα θέμα, παρεμβαίνει αυτεπαγγέλτως και δίνει τη γνώμη του. Έχει διευρύνει μάλιστα την γνωμοδοτική του αρμοδιότητα ακόμη και σε θέματα ποινικού δικαίου («τρίτου πυλώνα»), παρόλο που αυτό δεν προβλέπεται άμεσα από τον Κανονισμό του. Έπεισε μάλιστα την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να του στέλνει σχετικές τροπολογίες για να γνωμοδοτεί ακόμα και σε τέτοια ζητήματα! Αντί απόφασης, η Αρχή εξέδωσε ένα δελτίο τύπου, στο οποίο αναφερόταν στις γενικές αποφάσεις της για τις κάμερες C4I, χωρίς να ασχοληθεί με το ειδικό θέμα του συγκεκριμένου ερωτήματος που αφορούσε και φορητές κάμερες. Ανέφερε ότι για το θέμα υπάρχουν κι άλλες προσεγγίσεις από αυτές της γνωμοδότησης Σανιδά. Χωρίς να μας πει ποιες είναι αυτές οι προσεγγίσεις για το συγκεκριμένο θέμα των καμερών στην συγκεκριμένη πορεία, την συγκεκριμένη ημέρα. Και με ποιες εγγυήσεις θα ήταν ενδεχομένως επιτρεπτή η περιορισμένη λειτουργία καμερών. Υπήρχε κίνδυνος για την δημόσια ασφάλεια; Ποιες βάσιμες υποψίες έπρεπε ή δεν έπρεπε να οδηγήσουν στην λειτουργία του συστήματος; Και στη συνέχεια, η μισή Αρχή παραιτήθηκε από ευθιξία, επειδή δεν την ρώτησαν. Όταν όμως είσαι ανεξάρτητη αρχή, οφείλεις να λαμβάνεις θέση ακόμη κι όταν δεν σε ρωτούν – γιατί δεν τους συμφέρει να σε ρωτούν πάντα- και να προσπαθείς να τους πείσεις να σε ρωτούν, όπως έκανε με επιτυχία και ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων. Αν η Αρχή είχε επιμείνει, αν είχε παρέμβει με αποτελεσματικό και ισόρροπο λόγο, ίσως να μην προτεινόταν σήμερα η αφαίρεση της αρμοδιότητάς της σε αυτό το θέμα.
Οι εγγυήσεις που πρέπει πάντως να προστεθούν στην τροπολογία είναι η εξακολούθηση της υποχρέωσης προηγούμενης ενημέρωσης, η υποχρέωση καταστροφής των δεδομένων σε σύντομο χρονικό διάστημα, εφόσον δενυπάρχει λόγος χρήσης τους στο δικαστήριο και η επιβεβαίωση των δικαιωμάτων πρόσβασης και αντίρρησης των πολιτών επί δεδομένων τα οποία έχουν καταγραφεί.
(γ) Επαναπροσδιορισμός της αρμοδιότητας της Αρχής
Ο περιορισμός του πεδίου εφαρμογής του νόμου με την εξαίρεση των δράσεων της δικαιοσύνης και της αστυνομίας για την καταστολή του εγκλήματος, δεν εισάγει πάντως την ολική εκτόπιση της αρμοδιότητας της Αρχής από τον τομέα του ποινικού δικαίου.
Η τροπολογία δεν επηρεάζει την αρμοδιότητα της Αρχής –και μόνον αυτής- να αίρει: (α) την υποχρέωση προηγούμενης ενημέρωσης του υποκειμένου των δεδομένων(άρθρο 11 Ν.2472/1997) καθώς και (β) την υποχρέωση ικανοποίησης του δικαιώματοςπρόσβασης (άρθρο 12 Ν.2472/1997), όταν το κρίνει αναγκαίο για την διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων.
Ούτε περιορίζει την αρμοδιότητα της Αρχής και την εφαρμογή των υπόλοιπων διατάξεων του νόμου από την εισαγγελία και αστυνομία όταν δεν πρόκειται για κακουργήματα-πλημμελήματα που διαπράττονται με δόλο.
Ήδη με το άρθρο 24§5 του Ν.2472/1997 και, πολύ περισσότερο, λόγω της διάκρισης των λειτουργιών (άρθρο 26 Συντάγματος), η Αρχή έχει περιορισμένο πεδίο επέμβασης στο έργο της Δικαιοσύνης, το οποίο σεβάστηκε σε κάθε ευκαιρία που της δόθηκε,αναγνωρίζοντας τον αποκλειστικό ρόλο των αρμόδιων δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών για τον καθορισμό της προστασίας προσωπικών δεδομένων σε εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις.
Ωστόσο, η Αρχή πρέπει να έχει λόγο για το τεχνικό θέμα της φυσικής ασφάλειαςτων προσωπικών δεδομένων (άρθρο 10 ν.2472/1997), τομέα στον οποίο μπορεί να προσφέρει τις υψηλές επιστημονικές της υπηρεσίες, ακόμη και στα αρχεία που τηρούνται από τις διοικητικές υπηρεσίες της Δικαιοσύνης. Οι τεχνικές πτυχές της προστασίας προσωπικών δεδομένων είναι εξαιρετικά κρίσιμες και αποτελούν τον τομέα στον οποίο η συνεργασία Αρχής και αστυνομίας θα είναι εξαιρετικά επωφελήςγια τους πολίτες, προστατεύοντας τα δεδομένα από αθέμιτες διαρροές προς κάθε κατεύθυνση.
Επίσης ένα ζήτημα είναι οι άλλες διεθνείς Συμφωνίες και δεσμεύσεις της χώρας, όπως η Σύμβαση εφαρμογής της Συνθήκης του Σένγκεν, η Σύμβαση Europol και η Σύμβαση Eurojust, οι οποίες δεν μπορούν να εφαρμοστούν χωρίς τις αρμοδιότητες της ανεξάρτητης αρχής για την εποπτεία του πληροφοριακού συστήματος που τηρούν οι αστυνομικές αρχές.
Το επιχείρημα ότι οι εισαγγελικές και δικαστικές αρχές είναι επίσης ανεξάρτητες έχει σαφώς ιδιαίτερη βαρύτητα. Ωστόσο, το Σύνταγμα αναθέτοντας την διασφάλισης της προστασίας προσωπικών δεδομένων σε «ανεξάρτητη αρχή», σύμφωνα με το άρθρο 9Α, αναφέρεται σε «ανεξάρτητη αρχή» η οποία έχει επιλεγεί από την Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής με ομοφωνία ή με πλειοψηφία των 4/5 των μελών της, όπως αναφέρει το άρθρο 101Α. Στο ίδιο άρθρο αναφέρεται ότι οι συνταγματικά κατοχυρωμένες ανεξάρτητες αρχές υπόκεινται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο. Αυτές τις ειδικές και επιπρόσθετες συνταγματικές ρήτρες δημοκρατικής νομιμοποίησης δεν ισχύουν για τους εισαγγελείς και οι δικαστές της χώρας, οι οποίοι διορίζονται από το υπουργείο Δικαιοσύνης κατόπιν επιτυχίας σε σχετικές εξετάσεις. Η ανεξαρτησία των εισαγγελέων και των δικαστών, λοιπόν, δεν ικανοποιεί την συνταγματική επιταγή για προστασία προσωπικών δεδομένων από ανεξάρτητη αρχή, κατά την έννοια και τα χαρακτηριστικά που το ίδιο το Σύνταγμα ορίζει ως περιεχόμενο αυτής της «ανεξαρτησίας». Oι συνέπειες που μπορεί να έχει αυτό το ζήτημα επεκτείνονται και στην χρήση αποδεικτικών μέσων που μπορεί να έχουν συλλεχθεί με υποκατάσταση της ανεξάρτητης αρχής από την εισαγγελική αρχή, αφού το άρθρο 19§3 του Συντάγματος δεν επιτρέπει την χρήση τους όταν έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου 9Α.
3. Η διαδικασία και ο δημοκρατικός έλεγχος του Κοινοβουλίου
Είναι θετικό το γεγονός ότι οι προτεινόμενες τροπολογίες διέρχονται μέσω τουΚοινοβουλίου και δεν προωθήθηκαν με την μορφή υπουργικής απόφασης ή με άλλη κανονιστική μορφή. Το ίδιο το Σύνταγμα επιβάλει τα νομοθετήματα που έχουν επιπτώσεις στα ατομικά δικαιώματα να αποτελούν αντικείμενο που εμπίπτει στην νομοθετική ύλη της Ολομέλειας της Βουλής.
Ειδικά ως προς το θέμα των καμερών, το οποίο έχει προκαλέσει μια γενικότερη δημόσια αντιπαράθεση με εκατέρωθεν απόψεις, ο διάλογος αυτός πρέπει να απασχολήσει και τους αιρετούς εκπροσώπους του λαού. Γράφτηκε ότι με αυτόν τον τρόπο η Κυβέρνηση παρέκαμψε το Συμβούλιο της Επικρατείας, η απόφαση του οποίου για το θέμα των καμερών δεν έχει ακόμη εκδοθεί –ενώ υπάρχει εισήγηση που απορρίπτει την αίτηση ακύρωσης του υπουργού Δημόσιας Τάξης κατά της Αρχής καθώς και απόφαση που απέρριψε αίτηση αναστολής του υπουργείου.
Το timing της υποβολής της τροπολογίας, ενώ, δηλαδή, δεν έχει εκδοθεί ακόμη απόφαση δημιουργεί σοβαρές υποψίες. Ας σημειωθεί όμως ότι η ακροαματική διαδικασία στο Συμβούλιο της Επικρατείας έγινε τον Ιανουάριο του 2007, αλλά, έντεκα μήνες μετά, δεν υπάρχει σχετική απόφαση από το δικαστήριο αυτό, το οποίο έχει σημαντικό μέρος ευθύνης γι’ αυτήν την καθυστέρηση, τη στιγμή που η κοινωνική αναγκαιότητα να λυθεί το θέμα -είτε θετικά, είτε αρνητικά για τις κάμερες- είναι πιεστική και το φανέρωσαν και τα τρέχοντα γεγονότα. Η μισή Αρχή παραιτήθηκε, προωθείται ένας ευρύς νομοθετικός περιορισμός των αρμοδιοτήτων της, αλλά το ΣτΕ ακόμη δεν έχει εκδώσει απόφαση. Η Δικαιοσύνη, μερικές φορές, δεν είναι μόνο τυφλή: είναι και κουφή και κουλή.
Επιπλέον, η αναμενόμενη απόφαση του ΣτΕ αφορά ένα συγκεκριμένο ερώτημα: αν οι κάμερες του C4I μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για σκοπούς συλλογής αποδεικτικού υλικού, εκτός από την ρύθμιση της κυκλοφορίας. Η αίτηση ακύρωσης του υπουργού αφορούσε μια συγκεκριμένη απόφαση της Αρχής και μόνον. Η προτεινόμενη τροπολογία όμως αναφέρεται στο γενικότερο θέμα, αν είναι εφικτή η καταγραφή εικόνων σε διαδηλώσεις, ζήτημα που εκφεύγει του συγκεκριμένου θέματος που έκρινε η Αρχή με την προσβληθείσα απόφασή της. Συνεπώς, ο κοινοβουλευτικός διάλογος θα εξετάσει το θέμα στην γενικότητά του και όχι στο στενό πλαίσιο της εκκρεμοδικίας ενώπιον του ΣτΕ.
Τέλος, η Αρχή με την απόφασή της για τις κάμερες, αποφάσισε χωρίς να καλέσει τους κοινωνικούς φορείς, τις ενώσεις ατομικών δικαιωμάτων και συνολικά την κοινωνία των πολιτών, σε μια δημόσια διαβούλευση για ένα θέμα που διαπερνά την τυπική αξιολόγηση του σε μια στενή νομική βάση, αλλά παρουσιάζει ένα πλήθος κοινωνικών, ψυχολογικών και πολιτισμικών διαστάσεων. Η Αρχή λειτούργησε ως μια επιτροπή σοφών, η οποία λογω της τυπικής ύπαρξης αποφασιστικής αρμοδιότητας της, αποφάνθηκε ex cathedra αδιαφορώντας για την εφαρμοσιμότητα της απόφασής της (επέβαλε κάποια στιγμή ένα πρόστιμο 3.000 ευρώ στην ελληνική αστυνομία, λόγω μη τήρησης της απόφασης), χωρίς να δώσει τη δέουσα επικοινωνιακή μάχη για να πείσει για την ορθότητα της. Αυτός ο διάλογος, τον οποίο δεν προκάλεσε η Αρχή, πρέπει να γίνει τώρα.
Δεν υπονοώ ότι ο διάλογος πρέπει να είναι μόνο ο κοινοβουλευτικός, με τις γνωστές πλειοψηφικές «βεβαιότητες». Η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων έχει νομοθετική υποχρέωση να γνωμοδοτήσει για την προτεινόμενη τροπολογία. Σύμφωνα με το άρθρο 19§1 του Ν.2472/1997, η Αρχή γνωμοδοτεί «για κάθε ρύθμιση» που σχετίζεται με την προστασία προσωπικών δεδομένων. Έστω και αυτεπαγγέλτως. Η τυπική τήρηση αυτής της διάταξης προϋποθέτει βέβαια την νόμιμη συγκρότηση της Αρχής. Υποστηρίζεται ότι η διάταξη θεμελιώνει υποχρέωση της νομοθετικής εξουσίας να συμβουλεύεται την Αρχή κατά το στάδιο της προετοιμασίας της ρύθμισης, θέτοντας υπόψη της Αρχής τις προτεινόμενες ρυθμίσεις πριν αυτές οριστικοποιηθούν υπό τη μορφή σχεδίου νόμου (Λ.Μήτρου, η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, σελ. 39). Αλλά και αφού δοθεί στη δημοσιότητα ένα νομοσχέδιο, η Αρχή έχει αρμοδιότητα να γνωμοδοτήσει και οι απόψεις της μπορούν να δώσουν σημαντικές κατευθύνσεις στον διεξαγόμενο κοινοβουλευτικό διάλογο.
Ιδού λοιπόν η πρόταση: ενόψει της γνωμοδότησής της επί των προτεινόμενων ρυθμίσεων, να καλέσει η Αρχή όλους τους ενδιαφερόμενους σε μια γενική και δημόσια διαβούλευση για το θέμα των καμερών. Να προκαλέσει το ευρύτερο ενδιαφέρον των μ.μ.ε., ώστε να ακουστούν δημόσια όλες οι απόψεις και να μην αποκλειστεί κανείς από αυτόν τον δημόσιο διάλογο. Να κληθούν επίσης να τοποθετηθούν η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου καθώς και ο Συνήγορος του Πολίτη.
Η γνωμοδότηση της Αρχής προς την Βουλή πρέπει να αποτελεί ένα πόρισμα των αποτελεσμάτων της γενικής αυτής συζήτησης, υπαγόμενων βέβαια στις διατάξεις της ισχύουσας εθνικής, συνταγματικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας, λαμβάνοντας όμως υπόψη και τις πρακτικές που ακολουθούνται σε άλλες χώρες, ώστε να μην υποβαθμιστεί η διεθνής εμπειρία.
Η συζήτηση αυτή θα μπορούσε να διαπεράσει τα όρια ενός εσωτερικού ζητήματος, αν η Αρχή έθετε το σχετικό ερώτημα και στις διεθνείς συνδιασκέψεις των Αρχών Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ώστε να εξαχθούν συμπεράσματα που λαμβάνουν υπόψη τις κοινά παραδεκτές αντιλήψεις για το θέμα, με τη συμμετοχή των διεθνών οργανισμών και των παγκόσμιων μη κυβερνητικών οργανώσεων.
Μια γνωμοδότηση με τέτοιο υπόβαθρο θα προσδώσει βαρύνουσα νομιμοποίηση στις θέσεις της Αρχής, ενώ, αν η συζήτηση λάβει οργανωμένα ευρωπαϊκές και διεθνείς διαστάσεις, η κοινοβουλευτική διαδικασία μπορεί να καταστεί κάτι περισσότερο από επικυρωτικός ή απορριπτικός μηχανισμός. Αυτό, άλλωστε, είναι η εις βάθος και ποιοτική δημοκρατία: τα δικαιώματα να μην βρίσκονται στην αποκλειστική ρύθμιση της πλειοψηφίας, αλλά ούτε να ετεροκαθορίζονται από στεγανοποιημένα θεσμικά αντίβαρα.
Η σύνθεση και η συναίνεση αποτελούν τις μόνες εγγυήσεις για αποδεκτές λύσεις σε ζητήματα που μας αφορούν όλους.
13 σχόλια:
Την έψαχνα από χθες την τροπολγία κι οι δόλιοι την είχαν κάτω από τον τίτλο σχέδιο νόμου για τα δικαιώματα του παιδιού!
Εντυπωσιακή η ακρίβεια του τίτλου.
Θα ήθελα μια διευκρίνιση σχετικά με τη χρήση καμερών σε διαδηλώσεις.
Ποιος αξιολογεί και με ποια κριτήρια αν επίκειται σοβαρός κίνδυνος για την ασφάλεια και τη δημόσια τάξη; Δεν είναι κάπως αυθαίρετο αυτό;
Αυτό είναι το πρόβλημα: ενώ μέχρι τώρα τα κριτήρια περιέχονται στον νόμο και είναι συγκεκριμένα, με την τροπολογία προτείνεται να αξιολογεί ένας εισαγγελέας πότε θεωρείται ότι υφίσταται σοβαρός κίνδυνος για την ασφάλεια και τη δημόσια τάξη.
Πάντως θεωρώ ότι η τροπολογία δεν δίνει μόνο τη δυνατότητα να αποκαλύπτεται η δίωξη κάποιου, αλλά να αποκαλύπτονται κάποια στοιχεία προκειμένου να κινηθεί η ποινική δίωξη, π.χ. εάν θύμα βιασμού, ισχυρίζεται ότι δέχθηκε απειλητικό άγνωστο τηλεφώνημα πριν το βιασμό, τότε νομίζω ότι με το άρθρο αυτό θα δίνεται το δικαίωμα στον Εισαγγελέα να παραγγέλλει την άρση του απορρήτου και την αποκάλυψη του αριθμού του καλούντος.
Αυτήν την αρμοδιότητα την έχει ο εισαγγελέας από το 1995, με τον ν.2225. Δεν εμποδιζόταν από το νόμο για την προστασία προσωπικών δεδομένων όπως ισχύει σήμερα,πριν την τροποποίηση.
Εξαιρετική δημοσίευση. Αναμένουμε άρθρο σου σε επιστημονικά περιοδικά για το θέμα.
Θεωρώ πάντως, χωρίς βέβαια να μπαίνω σε περαιτέρω ανάλυση, ότι ο ολικός παραγκωνισμός του δικαίου προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για θέματα που άπτονται του ποινικού δικαίου είναι τελείως αντίθετος με το νομικό μας πολιτισμό.
Τα συνταγματικά δικαιώματα έχουν τον χαρακτήρα προστασίας του πολίτη απέναντι στις αυθαιρεσίες του κράτους. Αυτή είναι η λειτουργία τους σε μία φιλελεύθερη δημοκρατία και έχει αποδειχθεί ότι είναι εξαιρετικά σημαντική για τη βιωσιμότητά τους.
Επομένως, η εξαίρεση του ποινικού δικαίου και επομένως των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους από την εφαρμογή του προστατευτικού προς τον πολιτή δικαιώματος στα προσωπικά του δεδομένα ουσιαστικά αλλοιώνει την προστατευτική αυτή λειτουργία σε τέτοιο βαθμό, ώστε η εφαρμογή του δικαίου προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ως προς τις ενέργειες του κράτους να καταντά η εξαίρεση και όχι ο κανόνας.
Έτσι διαφωνώ και με την διατύπωσή σου κάπου στο κείμενο : "Ας σημειωθεί όμως ότι η ακροαματική διαδικασία στο Συμβούλιο της Επικρατείας έγινε τον Ιανουάριο του 2007, αλλά, έντεκα μήνες μετά, δεν υπάρχει σχετική απόφαση από το δικαστήριο αυτό, το οποίο έχει σημαντικό μέρος ευθύνης γι’ αυτήν την καθυστέρηση, τη στιγμή που η κοινωνική αναγκαιότητα να λυθεί το θέμα -είτε θετικά, είτε αρνητικά για τις κάμερες- είναι πιεστική και το φανέρωσαν και τα τρέχοντα γεγονότα."
Δεν βρισκόμαστε σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, που ταιριάζει σε δικτατορικά καθεστώτα. Η δήθεν κοινωνική αναγκαιότητα να λυθεί το θέμα των καμερών είναι δημιούργημα της εξουσίας, η οποία απλώς επιβάλλει την απόφαση να λειτουργήσουν οι κάμερες στην κοινωνία (η ψήφιση από τη βουλή δεν αποτελεί εχέγγυο δημοκρατίας για εμένα).
Σε κάθε περίπτωση, τόσο πριν (με τις μεθοδεύσεις Σανιδά) όσο και με την τροπολογία παραβιάζεται το σύνταγμα και η ΕΣΔΑ στον πυρήνα τους.
Tα θέματα προστασίας προσωπικών δεδομένων επιβάλλουν πάντως γρήγορες και ευκίνητες Αρχές που να είναι σε θέση να τα διαχειριστούν με πειθώ και ευελιξία. Γι' αυτό δεν επαρκούν τα δικαστήρια και οι εισαγγελείς: χρειάζεται μια ανεξάρτητη αρχή σε πλήρη ετοιμότητα. Δυστυχώς, η απερχόμενη ΑΠΔΠΧ δεν απέδειξε ότι ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει μια τέτοια κρίση, ανεξάρτητα από το ποιος την δημιούργησε ή αν είναι υπαρκτή. Και γιατί το ΣτΕ πρέπει να κάνει ένα ολόκληρο χρόνο για ναβγάλει την απόφαση για τις κάμερες, ενώ είναι ένα θέμα πρωταρχικού κοινωνικού ενδιαφέροντος που έχει διχάσει και την κοινή γνώμη;
Προσωπικά είμαι κάθετα αντίθετος με τις κάμερες, αλλά τελικά τα γεγονότα αποδεικνύουν ότι δεν είναι ζήτημα γνώμης του ενός ή του άλλου. Ο Εισαγγελέας Σανιδάς λειτούργησε άμεσα όταν του τέθηκε το θέμα (δεν εξετάζω το αν ήταν μεθόδευση ή όχι) ενώ η Αρχή περιορίστηκε σε διαμαρτυρίες για την αμφισβήτηση της ανεξαρτησίας της. Αντί να δώσει μια απόφαση, όπως αυτή που είπε ο κ. Φραγκάκης, περί προσωρινής διαταγής, διαμαρτυρήθηκε επειδή δεν την παίρνουν στα σοβαρά. Κατά τη γνώμη μου έπρεπε να το παρακάμψει και να διαχειριστεί την κρίση προβάλλοντας την δική της άποψη και όχι απλώς παραπέμποντας σε παλαιότερες αποφάσεις που αφορούσαν άλλο θέμα και όχι την πορεία της 17Ν.
Νομίζω ότι ο ν. 2225 δεν αφορά τα απλά δεδομένα του καλούντος, π.χ. όνομα και διεύθυνση (για αυτά εφαρμόζεται ο ν. 2472), αλλά το περιεχόμενο της επικοινωνίας.
Ο 2225 αφορά συνολικά τις πληροφορίες που ανταλλάσσονται στο πλαίσιο μιας επικοινωνίας (εσωτερικά και εξωτερικά στοιχεία). Η λεπτότερη διάκριση ανάμεσα σε δεδομένα κίνησης+θέσης, δεδομένα χρέωσης και δεδομένα περιεχομένου προέρχεται στη συνέχεια κυρίως από την προϊσχύουσα Οδηγία 97/66 και την μετέπειτα 2002/58,προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικά θέματα προστασίας δεδομένων στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (κατάλογοι συνδρομητών, αποστολή αναλυτικών λογαριασμών, περιορισμοί στις μη ζητηθείσες κλήσεις κλπ). Η Οδηγία βέβαια αφορά τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες και ως κοινοτικό νομοθέτημα δεν ρυθμιζει θέματα ποινικού δικαίου (με την μικροεξαίρεση της οδηγίας 24/2006 για την υποχρεωτική αποθήκευση δεδομένων κίνησης και θέσης για αποδεικτικούς σκοπούς). Το σίγουρο είναι ότι τα κοινοτικά νομοθετήματα δεν επηρεάζουν εθνικές διατάξεις για την άρση του απορρήτου στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών. Έτσι ο 2225 αφορά τόσο το περιεχόμενο όσο και τα εξωτερικά στοιχεία, όσον αφορά την άρση.
Για την εφαρμογή του 2225 και στα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας είναι η προσωπική σου άποψη; Γιατί από όσο ξέρω έχει διατυπωθεί η αντίθετη γνώμη.
Μία διόρθωση, e-lawyer:
Ο Εισαγγελέας δεν απάντησε και τόσο άμεσα. Το αντίθετο, μάλιστα.
Σύμφωνα με σχετικά δημοσιεύματα, η γνωμοδότηση εξεδόθη ενάμισι έτος μετά την υποβολή του ερωτήματος!
Βλ. για παράδειγμα http://www.enet.gr/online/online_text/
c=110,id=53519896,61542296,83557016,3098840
Αν, μάλιστα, διαβάσεις το κείμενο της γνωμοδότησης, θα δεις ότι το έγγραφο της ΕΛΑΣ είχε αριθμό πρωτοκόλλου 1029/8/7-α/2006.
Παρεμπιπτόντως, συμφωνώ με την κρίση σου σχετικά με την καθυστέρηση του ΣτΕ. Κατανοώ την αδυναμία του δικαστηρίου να διαχειριστεί, υπό τις παρούσες συνθήκες, το πλήθος των υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιόν του (νομίζω ότι τα πινάκια του Δ' Τμήματος έχουν σε κάθε δικάσιμο γύρω στις 500 υποθέσεις!), όμως δεν μπορώ να κατανοήσω πώς μπορεί να μην έχει εκδοθεί εδώ και ένα χρόνο απόφαση επί ενός τόσο σημαντικού ζητήματος.
Αυτό, βέβαια, δεν νομιμοποιεί τον Εισαγγελέα να γνωμοδοτεί επί εκκρεμούς ενώπιον της δικαιοσύνης ζητήματος, κατά προφανή παραβίαση όσων επιτάσσει το άρθρο 25§2 του Οργανισμού Δικαστηρίων (ν. 1756/1988).
@ανώνυμε
Η συνταγματική προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών όπως εξειδικεύεται από τον 2225 επεκτείνεται και στα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας. Αυτή τη θέση έχει υιοθετήσει η σχετική Γνωμοδότηση 1/2005 της ΑΔΑΕ και υποστηρίζεται και από τον Δαγτόγλου στα Ατομικά Δικαιώματα.
http://www.adae.gr/adae/docs/nomothetiko_plaisio/893-2005.pdf
Η ειδική ρύθμιση ορισμένων ζητημάτων εξωτερικών στοιχείων από τη νομοθεσία για την προστασία προσωπικών δεδομένων έχει διαφορετική στόχευση από αυτή της προστασίας του απορρήτου και σχετίζεται με κοινοτική παρέμβαση για την εναρμόνιση της νομοθεσίας της εσωτερικής αγοράς. Είναι ζητήματα που κατ' αρχήν συνδέονται με κοινοτικές ελευθερίες, όχι με το ποινικό δίκαιο και την αποδεικτική διαδικασία.
@nikos10
Νομίζω ότι ο εισαγγελέας δεν γνωμοδότησε επί εκκρεμούς ζητήματος, δηλαδή επί του κύρους της απόφασης της Αρχής που έχει προσβάλλει με αίτηση ακύρωσης το υπουργείο. Κι αυτό, γιατί το ερώτημα είχε κι άλλα θέματα που δεν τέθηκαν από την Αρχή στην προσβληθείσα απόφαση (γενικώς η καταγραφή εικόνας σε διαδηλώσεις), ενώ δεν έρχεται σε σύγκρουση και με την Οδηγία 1122/2000 της Αρχής που αντιμετωπίζει πιο σφαιρικά το θέμα των καμερών.
Βασίλη, να γιατί πιστεύω ότι ο Εισαγγελέας γνωμοδότησε επί εκκρεμούς ενώπιον της δικαιοσύνης ζητήματος:
Με τη γνωμοδότηση επετράπη, κατ' ουσίαν, τόσο η χρήση των υπαρχουσών καμερών όσο και η χρήση παντός άλλου μέσου καταγραφής ήχου και εικόνας.
Αντιγράφω από το κείμενό της: "Στην περίπτωση κατά την οποία σε συναθροίσεις και ειδικότερα πριν, κατά ή μετά το τέλος διαδηλώσεων και πορειών, διαπράττονται αυτόφωρα εγκλήματα (κακουργήματα ή πλημμελήματα), από άτομα συμμετέχοντα αρχήθεν ή παρεισφρύσαντα σ' αυτές, είναι επιτρεπτή η εκ μέρους των αστυνομικών αρχών, δια της χρήσεως των τιθεμένων τότε σε λειτουργία καταλλήλων τεχνικών μέσων καταγραφής εικόνας και ήχου (καμερών φορητών ή σταθερών κ.λ.π.), αποτύπωση αυτών σε κασέτα, μαγνητοταινία, βιντεοταινία, φωτογραφία κ.λ.π., με σκοπό τη βεβαίωση των τελουμένων αυτοφώρων εγκλημάτων, τον εντοπισμό των δραστών την αποκάλυψη της ταυτότητας αυτών και εν τέλει τη χρήση των άνω αποδεικτικών μέσων ενώπιον των δικαστικών αρχών."
Ενώπιον του ΣτΕ, ως γνωστόν, εκκρεμεί το κύρος απόφασης της Αρχής, με την οποία απαγορεύτηκε η συνεχής μέσω σταθερού κυκλώματος τηλεόρασης παρακολούθηση, μαγνητοσκόπηση και καταγραφή δημόσιων συναθροίσεων, διαδηλώσεων, πορειών κ.λπ. με τις γνωστές σταθερές και ήδη υπάρχουσες κάμερες, ενώ επετράπη μόνο η χρησιμοποίηση τους για τη διαχείριση της κυκλοφορίας.
Σύμφωνα με τον τύπο, το κύριο επιχείρημα της ΕΛΑΣ ενώπιον του ΣτΕ ήταν η ανάγκη, για λόγους ασφαλείας και πρόληψης της εγκληματικότητας, ευρύτερης χρήσης των καμερών.
Προφανώς, λοιπόν, έχει εγερθεί ενώπιον του ΣτΕ το ζήτημα της αναγκαιότητας χρήσης του συστήματος των καμερών για την πρόληψη και καταστολή των ποινικών αδικημάτων.
Για αυτό ακριβώς το ζήτημα, όμως, γνωμοδότησε και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Από όλο το κείμενο αυτής συνάγεται το συμπέρασμα ότι το σκεπτικό του Εισαγγελέα βασίζεται κατά κύριο λόγο στην ανάγκη πρόληψης και καταστολής του εγκλήματος.
Να επισημάνω, τέλος, ότι στο παρελθόν η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου ερμήνευσε ευρέως τη σχετική διάταξη του Οργανισμού Δικαστηρίων και αρνήθηκε να γνωμοδοτήσει ακόμη και για ζητήματα που δεν είχαν αχθεί ενώπιον της δικαιοσύνης, εκ της φύσεως, όμως, των υποθέσεων δεν θα μπορούσε να υπάρξει εισαγγελική γνωμοδότηση, αλλά κατά κύριο λόγο δικαστική διάγνωση και έκδοση δικαστικής απόφασης (βλ. σχετικά τις με αριθμούς 2271/1994, 752/1995, 5/2001 και 4164/2004 γνωμοδοτήσεις). Αυτού του είδους η ερμηνεία έλειψε από την επίμαχη γνωμοδότηση. Το ζήτημα έπρεπε να επιλυθεί αρχικώς από το αρμόδιο δικαστήριο (το ΣτΕ δηλαδή) και στη συνέχεια, ενδεχομένως, από το νομοθέτη (όπως τελικώς συνέβη, δυστυχώς όμως βεβιασμένα και υπό μορφή τροπολογίας!).
Δημοσίευση σχολίου