Τρίτη, Απριλίου 01, 2008

ΔΕΚ: Oμόφυλος σύντροφος δικαιούται σύνταξη χηρείας

Σύμφωνα με απόφαση που δημοσιεύθηκε σήμερα από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ο επιζών σύντροφος που είχε καταρτίσει σύμφωνο συμβίωσης με έναν ενδυματολόγο θεάτρου, δικαιούται την επίμαχη σύνταξη.

Η υπόθεση τοποθετείται στη Γερμανία όπου έχει θεσμοθετηθεί σύμφωνο συμβίωσης και για ομοφυλόφιλους(από το 2001, αλλά η αρμόδια υπηρεσία δεν είχε σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της. Το γερμανικό δικαστήριο απεύθυνε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΚ το οποίο αποφάνθηκε ότι αυτός ο αποκλεισμός συνιστά απαγορευμένη διάκριση με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Εδώ μπορείτε να διαβάσετε το σχετικό δελτίο τύπου του ΔΕΚ.
Τα πέντε προδικαστικά ερωτήματα και οι αντίστοιχες απαντήσεις που δόθηκαν με την απόφαση C-267/06 είναι τα εξής:
1) Συνιστά ένα επαγγελματικό σύστημα υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως –όπως στην υπό κρίση υπόθεση o οργανισμός κοινωνικής ασφαλίσεως των γερμανικών θεάτρων (Versorgungsanstalt der deutschen Bühnen)– εξομοιούμενο προς τα δημόσια συστήματα σύστημα υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2000/78 […];

2) Πρέπει οι παροχές ενός επαγγελματικού ιδρύματος κοινωνικής ασφαλίσεως προς επιζώντες υπό τη μορφή συντάξεως χηρείας να ερμηνεύονται ως αμοιβή υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2000/78 […];

3) Προσκρούουν στο άρθρο 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2000/78 […] οι διατάξεις του καταστατικού ενός συμπληρωματικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως της υπό εξέταση κατηγορίας, κατά τις οποίες σύντροφος καταχωρισμένης συμβιώσεως δεν λαμβάνει μετά τον θάνατο του συντρόφου του παροχές επιζώντων αντίστοιχες προς αυτές των συζύγων, μολονότι ζει σε κοινωνία μέριμνας και αλληλεγγύης που θεμελιώνεται τυπικά εφ’ όρου ζωής, όπως οι σύζυγοι;
Απάντηση του Δ.Ε.Κ.:

40 Από το άρθρο 3, παράγραφοι 1, στοιχείο γ΄, και 3, της οδηγίας 2000/78 προκύπτει ότι η οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τις αμοιβές και δεν εφαρμόζεται στις πάσης φύσεως παροχές που καταβάλλουν τα δημόσια συστήματα ή τα εξομοιούμενα προς τα δημόσια, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως ή προστασίας.

41 Το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78 πρέπει να γίνει αντιληπτό, υπό το πρίσμα των εν λόγω διατάξεων σε συνδυασμό με τη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αυτής, υπό την έννοια ότι δεν καλύπτει τα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως και προστασίας, οι παροχές των οποίων δεν εξομοιούνται προς αμοιβή κατά την έννοια που δίδεται στον όρο αυτόν για την εφαρμογή του άρθρου 141 της Συνθήκης ΕΚ, ούτε προς τις πάσης φύσεως αμοιβές που καταβάλλει το κράτος με στόχο την πρόσβαση στην απασχόληση ή την παραμονή σε αυτήν.

42 Επομένως, πρέπει να καθοριστεί αν η σύνταξη επιζώντος που χορηγείται βάσει επαγγελματικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, όπως ο VddB, δύναται να εξομοιωθεί με «αμοιβή» υπό την έννοια του άρθρου 141 ΕΚ.

43 Το άρθρο αυτό προβλέπει ότι ως «αμοιβή» νοούνται οι συνήθεις βασικοί ή κατώτατοι μισθοί ή αποδοχές και όλα τα άλλα οφέλη, που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα σε χρήματα ή σε είδος, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, λόγω της σχέσεως εργασίας.

44 Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο (βλ. αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 1993, C‑109/91, Ten Oever, Συλλογή 1993, σ. I‑4879, σκέψη 8, και της 28ης Σεπτεμβρίου 1994, C‑7/93, Beune, Συλλογή 1994, σ. I‑4471, σκέψη 21), το γεγονός ότι ορισμένες παροχές καταβάλλονται μετά τη λήξη της σχέσεως εργασίας δεν αποκλείει ότι μπορούν να έχουν χαρακτήρα «αμοιβής» κατά την έννοια του άρθρου 141 ΕΚ.

45 Το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει επίσης ότι η σύνταξη επιζώντος που προβλέπεται από επαγγελματικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, θεσπισθέν με συλλογική σύμβαση, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου αυτού. Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει συναφώς ότι το γεγονός ότι η εν λόγω σύνταξη, εξ ορισμού, δεν καταβάλλεται στον εργαζόμενο, αλλά στον επιζώντα αυτού, δεν αναιρεί την ορθότητα της ερμηνείας αυτής, διότι η παροχή αυτή αποτελεί όφελος που απορρέει από την ασφάλιση του συζύγου του επιζώντος στο εν λόγω σύστημα, με αποτέλεσμα η αξίωση του επιζώντος επί της συντάξεως να αποκτάται στο πλαίσιο της εργασιακής σχέσεως μεταξύ του συζύγου του και του εργοδότη και η σύνταξη να καταβάλλεται στον επιζώντα λόγω της εργασίας του συζύγου του (βλ. αποφάσεις Ten Oever, προπαρατεθείσα, σκέψεις 12 και 13· Coloroll Pension Trustees, προπαρατεθείσα, σκέψη 18· της 17ης Απριλίου 1997, C‑147/95, Εβρενόπουλος, Συλλογή 1997, σ. I‑2057, σκέψη 22, και της 9ης Οκτωβρίου 2001, C‑379/99, Menauer, Συλλογή 2001, σ. I‑7275, σκέψη 18).

46 Περαιτέρω, για να κριθεί αν μια σύνταξη γήρατος, βάσει της οποίας υπολογίζεται ενδεχομένως η σύνταξη επιζώντος, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 141 ΕΚ, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι, μεταξύ των κριτηρίων που έχει δεχθεί, σύμφωνα με τις καταστάσεις που υποβλήθηκαν ενώπιόν του για τον χαρακτηρισμό ενός συνταξιοδοτικού συστήματος, αποφασιστικό κριτήριο αποτελεί μόνον η διαπίστωση ότι η σύνταξη καταβάλλεται στον εργαζόμενο λόγω της σχέσεως εργασίας μεταξύ αυτού και του πρώην εργοδότη του, δηλαδή το κριτήριο της σχέσεως εργασίας που συνάγεται από την ίδια τη διατύπωση του άρθρου αυτού (βλ., συναφώς, αποφάσεις Beune, προπαρατεθείσα, σκέψη 43· Εβρενόπουλος, προπαρατεθείσα, σκέψη 19· της 29ης Νοεμβρίου 2001, C‑366/99, Griesmar, Συλλογή 2001, σ. I‑9383, σκέψη 28· της 12ης Σεπτεμβρίου 2002, C‑351/00, Niemi, Συλλογή 2002, σ. I‑7007, σκέψεις 44 και 45, καθώς και της 23ης Οκτωβρίου 2003, C‑4/02 και C‑5/02, Schönheit και Becker, Συλλογή 2003, σ. I‑12575, σκέψη 56).

47 Ασφαλώς, το κριτήριο αυτό δεν μπορεί να έχει αποκλειστικό χαρακτήρα, εφόσον για τις συντάξεις που καταβάλλουν τα εκ του νόμου συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως μπορούν να λαμβάνονται υπόψη εν όλω ή εν μέρει οι αποδοχές που ελάμβανε ο εργαζόμενος όταν εργαζόταν (προμνημονευθείσες αποφάσεις Beune, σκέψη 44, Εβρενόπουλος, σκέψη 20, Griesmar, σκέψη 29, και Niemi, σκέψη 46, καθώς και Schönheit και Becker, σκέψη 57).

48 Εντούτοις, εκτιμήσεις κοινωνικής πολιτικής, οργανώσεως του κράτους, ηθικής φύσεως, ή ακόμη σκέψεις αφορώσες τον προϋπολογισμό, που επηρέασαν ή θα μπορούσαν να έχουν επηρεάσει τον εθνικό νομοθέτη όσον αφορά τη δημιουργία ενός συνταξιοδοτικού συστήματος, δεν ασκούν επιρροή αν η σύνταξη αφορά μόνο μια ιδιαίτερη κατηγορία εργαζομένων, αν τελεί σε άμεση συνάρτηση με τον χρόνο υπηρεσίας και αν το ύψος της υπολογίζεται βάσει του τελευταίου μισθού του υπαλλήλου (προμνημονευθείσες αποφάσεις Beune, σκέψη 45, Εβρενόπουλος, σκέψη 21, Griesmar, σκέψη 30, και Niemi, σκέψη 47, καθώς και Schönheit και Becker, σκέψη 58).

49 Όσον αφορά το επαγγελματικό σύστημα υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως του VddB, επισημαίνεται, πρώτον, ότι απορρέει από συλλογική σύμβαση εργασίας, με σκοπό, σύμφωνα με τα προσκομισθέντα από το αιτούν δικαστήριο στοιχεία, να συμπληρώσει τις παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως που οφείλονται δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας γενικής εφαρμογής.

50 Δεύτερον, συνομολογείται ότι το εν λόγω σύστημα χρηματοδοτείται αποκλειστικά από τους εργαζόμενους και του εργοδότες του οικείου τομέα, αποκλειομένης κάθε χρηματοοικονομικής παρεμβάσεως του κράτους.

51 Τρίτον, από τον φάκελο της υποθέσεως προκύπτει ότι το ίδιο καθεστώς αφορά, σύμφωνα με το άρθρο 1 της συλλογικής συμβάσεως, το καλλιτεχνικό προσωπικό των θεάτρων στη Γερμανία.

52 Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 70 των προτάσεών του, για να αναγνωριστεί το δικαίωμα συντάξεως επιζώντος, απαιτείται ο σύζυγος του δικαιούχου της συντάξεως αυτής να ήταν ασφαλισμένος στον VddB πριν από τον θάνατό του. Η ασφάλιση αυτή αφορά υποχρεωτικά το καλλιτεχνικό προσωπικό των γερμανικών θεάτρων. Αφορά επίσης όσους αποφασίζουν να ασφαλιστούν εκουσίως στον VddB, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα αυτή εφόσον δικαιολογήσουν ότι έχουν προηγουμένως εργαστεί για ορισμένους μήνες σε γερμανικό θέατρο.

53 Επομένως, οι υποχρεωτικώς και εκουσίως ασφαλισμένοι αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία εργαζομένων.

54 Εξάλλου, προκειμένου για το κριτήριο ότι η σύνταξη εξαρτάται άμεσα από τον χρόνο υπηρεσίας, επισημαίνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 30, παράγραφος 5, του καταστατικού του VddB, το ύψος της συντάξεως γήρατος, επί της οποίας υπολογίζεται η σύνταξη επιζώντος, καθορίζεται βάσει της διάρκειας ασφαλίσεως του εργαζομένου, η λύση δε αυτή αποτελεί λογική συνέπεια της δομής του επιμάχου επαγγελματικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως που καλύπτει δύο είδη ασφαλίσεως, όπως τονίστηκε με τις σκέψεις 52 και 53 της παρούσας αποφάσεως.

55 Επίσης, το ύψος της ίδιας συντάξεως γήρατος δεν καθορίζεται εκ του νόμου αλλά, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 30, παράγραφος 5, του καταστατικού του VddB, υπολογίζεται βάσει του ποσού του συνόλου των εισφορών που έχει καταβάλει καθόλη τη διάρκεια της ασφαλίσεως ο εργαζόμενος και επί των οποίων εφαρμόζεται συντελεστής επικαιροποιήσεως.

56 Κατά συνέπεια, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 72 των προτάσεών του, η σύνταξη επιζώντος της υποθέσεως της κύριας δίκης απορρέει από τη σχέση εργασίας του συντρόφου καταχωρισμένης συμβιώσεως του [όνομα προσφεύγοντος] και, κατά συνέπεια, πρέπει να χαρακτηρισθεί ως «αμοιβή» υπό την έννοια του άρθρου 141 ΕΚ.

57 Η κρίση αυτή δεν διακυβεύεται από την ιδιότητα του VddB ως δημοσίου οργανισμού (βλ., συναφώς, απόφαση Eβρενόπουλος, προπαρατεθείσα, σκέψεις 16 και 23) ούτε από τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της ασφαλίσεως στο γενεσιουργό του δικαιώματος της συντάξεως επιζώντος της υποθέσεως της κύριας δίκης σύστημα (βλ., συναφώς, απόφαση της 25ης Μαΐου 2000, C‑50/99, Podesta, Συλλογή 2000, σ. I‑4039, σκέψη 32).

58 Η εικοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2000/78 αναφέρει ότι η εν λόγω οδηγία δεν θίγει τις εθνικές νομοθεσίες που αφορούν την οικογενειακή κατάσταση και τις παροχές που εξαρτώνται από αυτήν.

59 Ασφαλώς, η οικογενειακή κατάσταση και οι παροχές που εξαρτώνται από αυτήν είναι τομείς που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών και το κοινοτικό δίκαιο δεν θίγει την αρμοδιότητα αυτή. Ωστόσο, υπενθυμίζεται ότι τα κράτη μέλη πρέπει, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, να τηρούν το κοινοτικό δίκαιο, μεταξύ άλλων, τις διατάξεις περί της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2006, C‑372/04, Watts, Συλλογή 2006, σ. I‑4325, σκέψη 92, και της 19ης Απριλίου 2007, C‑444/05, Σταματελάκη, Συλλογή 2007, σ. I‑3185, σκέψη 23).

60 Εφόσον η σύνταξη επιζώντος όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης χαρακτηρισθεί ως «αμοιβή» υπό την έννοια του άρθρου 141 ΕΚ και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78, για τους εκτεθέντες στις σκέψεις 49 έως 57 της παρούσας αποφάσεως λόγους, η εικοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2000/78 δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω την εφαρμογή της οδηγίας αυτής.

61 Υπό τις συνθήκες αυτές, στο πρώτο, δεύτερο και τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η σύνταξη επιζώντος που χορηγείται στο πλαίσιο επαγγελματικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, όπως ο VddB, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78.
4) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στα προηγούμενα ερωτήματα, είναι θεμιτή η διάκριση λόγω του γενετήσιου προσανατολισμού βάσει της εικοστής δεύτερης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 2000/78 […];
Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από τα μέρη στο Δικαστήριο:

63 Ο [όνομα προσφεύγοντος] και η Επιτροπή θεωρούν ότι η άρνηση χορηγήσεως της συντάξεως επιζώντος της υποθέσεως της κύριας δίκης αποτελεί έμμεση δυσμενή διάκριση υπό την έννοια της οδηγίας 2000/78, καθόσον δύο πρόσωπα του ιδίου φύλου δεν μπορούν να συνάψουν γάμο στη Γερμανία και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να λάβουν την παροχή αυτή που χορηγείται μόνο στους επιζώντες συζύγους. Σύμφωνα με τον [προσφεύγοντα] και την Επιτροπή, οι σύζυγοι και οι σύντροφοι καταχωρισμένης συμβιώσεως βρίσκονται σε παρεμφερή νομική κατάσταση, η οποία δικαιολογεί τη χορήγηση της εν λόγω συντάξεως στους επιζώντες συντρόφους καταχωρισμένης συμβιώσεως.

64 Ο [ασφαιστικός φορέας] θεωρεί ότι δεν υφίσταται καμία υποχρέωση συνταγματικής τάξεως να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, από απόψεως του δικαίου κοινωνικής ασφαλίσεως ή προστασίας, ο γάμος και η σχέση καταχωρισμένης συμβιώσεως. Η σχέση καταχωρισμένης συμβιώσεως αποτελεί sui generis θεσμό και μια νέα κατάσταση των προσώπων. Από τη γερμανική νομοθεσία δεν συνάγεται καμία υποχρέωση για ίση μεταχείριση των συντρόφων καταχωρισμένης συμβιώσεως και των συζύγων.

Απάντηση του Δικαστηρίου

65 Σύμφωνα με το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78, σκοπός της είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη.

66 Σύμφωνα με το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, η «αρχή της ίσης μεταχείρισης» σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1 της ίδιας οδηγίας. Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2000/78 συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο. Η παράγραφος 2, στοιχείο β΄, περίπτωση i, του άρθρου 2 προβλέπει ότι συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου μιας ορισμένης θρησκείας ή πεποιθήσεων, με μια ορισμένη ειδική ανάγκη, μιας ορισμένης ηλικίας, ή ενός ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού, σε σχέση με άλλα άτομα εκτός εάν η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από έναν θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

67 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, από το 2001, έτος ενάρξεως της ισχύος του LPartG, ως είχε αρχικώς, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προσάρμοσε την έννομη τάξη της ώστε να καταστεί δυνατό σε πρόσωπα του ιδίου φύλου να ζουν σε κοινωνία μέριμνας και αλληλεγγύης, θεμελιούμενη τυπικά εφ’ όρου ζωής. Το εν λόγω κράτος μέλος, έχοντας επιλέξει να μην επιτρέψει στα πρόσωπα αυτά τη σύναψη γάμου, που επιτρέπεται μόνο σε πρόσωπα διαφορετικού φύλου, θέσπισε για τα πρόσωπα του ιδίου φύλου χωριστό σύστημα, τη σχέση καταχωρισμένης συμβιώσεως, της οποίας οι προϋποθέσεις εξομοιώθηκαν σταδιακά με τις ισχύουσες για τον γάμο προϋποθέσεις.

68 Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο νόμος της 15ης Δεκεμβρίου 2004 συνέβαλε στη σταδιακή προσέγγιση του θεσπισθέντος με τη σχέση καταχωρισμένης συμβιώσεως συστήματος και του ισχύοντος για τον γάμο συστήματος. Με τον νόμο αυτό, ο Γερμανός νομοθέτης επέφερε τροποποιήσεις στο βιβλίο VI του κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως – Νομικό σύστημα συνταξιοδοτήσεως, προσθέτοντας, μεταξύ άλλων, την παράγραφο 4 στο άρθρο 46 του βιβλίου αυτού, από την οποία προκύπτει ότι η σχέση καταχωρισμένης συμβιώσεως εξομοιούται με γάμο όσον αφορά τη σύνταξη χηρείας της διατάξεως αυτής. Ανάλογες τροποποιήσεις επήλθαν σε άλλες διατάξεις του βιβλίου VI.

69 Το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι, λαμβανομένης υπόψη αυτής της προσεγγίσεως γάμου και σχέσεως καταχωρισμένης συμβιώσεως, την οποία θεωρεί ως σταδιακή εξομοίωση και, κατά την άποψή του, προκύπτει από το θεσπισθέν με τον LpartG σύστημα, και, μεταξύ άλλων, από τις τροποποιήσεις που επήλθαν με τον νόμο της 15ης Δεκεμβρίου 2004, η σχέση καταχωρισμένης συμβιώσεως, χωρίς να ταυτίζεται με τον γάμο, θέτει τα πρόσωπα του ιδίου φύλου σε παρεμφερή κατάσταση με τους συζύγους, όσον αφορά τη σύνταξη επιζώντος της υποθέσεως της κύριας δίκης.

70 Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι η σύνταξη αυτή χορηγείται, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του καταστατικού του VddB, μόνο στους επιζώντες συζύγους και δεν χορηγείται στους επιζώντες συντρόφους καταχωρισμένης συμβιώσεως.

71 Επομένως, στην περίπτωση αυτή, οι σύντροφοι καταχωρισμένης συμβιώσεως αντιμετωπίζονται με λιγότερο ευνοϊκό τρόπο από τους επιζώντες συζύγους, όσον αφορά την εν λόγω σύνταξη επιζώντος.

72 Αν το αιτούν δικαστήριο αποφασίσει ότι οι επιζώντες σύζυγοι και οι επιζώντες σύντροφοι καταχωρισμένης συμβιώσεως βρίσκονται σε παρεμφερή κατάσταση, όσον αφορά τη σύνταξη επιζώντος, πρέπει, κατά συνέπεια, να θεωρηθεί ότι νομοθεσία όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης αποτελεί άμεση δυσμενή διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού, υπό την έννοια των άρθρων 1 και 2, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2000/78.

73 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι νομοθεσία όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, δυνάμει της οποίας ο επιζών σύντροφος καταχωρισμένης συμβιώσεως, μετά τον θάνατο του συντρόφου του, δεν λαμβάνει σύνταξη επιζώντος αντίστοιχη με τη χορηγούμενη στον επιζώντα σύζυγο, μολονότι στο εθνικό δίκαιο η σχέση καταχωρισμένης συμβιώσεως θέτει τα πρόσωπα του ιδίου φύλου σε παρεμφερή κατάσταση με τους συζύγους, όσον αφορά την εν λόγω σύνταξη επιζώντος, προσκρούει στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1 και 2 της οδηγίας 2000/78. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει αν ο επιζών σύντροφος καταχωρισμένης συμβιώσεως βρίσκεται σε παρεμφερή κατάσταση με τον σύζυγο που δικαιούται τη σύνταξη επιζώντος του επαγγελματικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως του [ασφαλιστικού φορέα].
5) Περιορίζονται οι παροχές επιζώντων, λόγω της [προαπαρατεθείσας] νομολογίας Barber, στον μετά τις 17 Μαΐου 1990 χρόνο;»
Απάντηση του ΔΕΚ
77 Από τη νομολογία προκύπτει ότι είναι δυνατόν το Δικαστήριο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις σημαντικές διαταραχές που μπορεί να έχει η απόφασή του για το παρελθόν, να υποχρεωθεί να περιορίσει τη δυνατότητα κάθε ενδιαφερομένου να επικαλεστεί την ερμηνεία που έδωσε το Δικαστήριο, στο οποίο έχει υποβληθεί προδικαστικό ερώτημα, σε μία διάταξη. Ο περιορισμός αυτός μπορεί να γίνει μόνον από το Δικαστήριο, με την ίδια την απόφαση με την οποία αποφαίνεται επί της αιτηθείσας ερμηνείας (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Barber, προπαρατεθείσα, σκέψη 41, και της 6ης Μαρτίου 2007, C‑292/04, Meilicke κ.λπ., Συλλογή 2007, σ. I‑835, σκέψη 36).

78 Από τον φάκελο της υποθέσεως δεν προκύπτει ότι η χρηματοοικονομική ισορροπία συστήματος, όπως ο [φορέας], κινδυνεύει να ανατραπεί αναδρομικώς λόγω μη περιορισμού των διαχρονικών αποτελεσμάτων της παρούσας αποφάσεως.

79 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι στο πέμπτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι παρέλκει ο περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της παρούσας αποφάσεως.

6 σχόλια:

- είπε...

Κοίταξε, αν θες, λίγο την κωδικοποίηση. Το κείμενο είναι σαν τεστ σε οφθαλμίατρο: τα γράμματα μικραίνουν σταδιακά, μέχρι που στο τέλος δεν διαβάζονται (στον rss reader μου όμως ήρθε σχετικά ευανάγνωστα).

Σβήσε μετά το συγκεκριμένο σχόλιο.

nikos10 είπε...

Το πλήρες κείμενο της απόφασης στα ελληνικά ΕΔΩ (C 267/06 Maruko).

Ανώνυμος είπε...

πρωταπριλιά ε?

Ανώνυμος είπε...

Παρ' ὅτι αὐτὴ τὴ στιγμὴ δὲν ὑπάρχει καταχωρημένη συμβίωσι στὴν Ἑλλάδα, ἂν θεωρήσουμε, χάριν συζητήσεως, ὅτι ὑπάρχει τέτοια συμβίωσι στὰ πρότυπα τοῦ νομοσχεδίου Χατζηγάκη, ἡ παροῦσα ἀπόφασι θὰ μποροῦσε νὰ ἀφορᾷ καὶ τὴν Ἑλλάδα ἢ ὑπάρχουν οὐσιώδεις διαφοροποιήσεις στὴν ἀσφαλιστικὴ νομοθεσία;

e-Lawyer είπε...

H παρούσα απόφαση πράγματι δεσμεύει πολιτικά την Ελλάδα, εφόσον επεκταθεί και σε ομόφυλα ζευγάρια το σύμφωνο, να εισάγει διατάξεις που δεν θα προβλέπουν άνιση μεταχείριση για τα σχετικά κοινωνικοασφαλιστικά θέματα. Φυσικά, πρόκειται για δεδικασμένο και όχι για άλλης μορφής δέσμευση, αφού τυπικά η απόφαση απευθύνεται στο γερμανικό δικαστήριο.

Ανώνυμος είπε...

Σ' εὐχαριστῶ!

To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...