Στο άρθρο 5 παρ. 2 του Συντάγματος αναφέρεται ότι όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων. Εξαιρέσεις επιτρέπονται στις περιπτώσεις που προβλέπει το διεθνές δίκαιο.
Αυτή η συνταγματική διάταξη θα ήταν περιττή, εάν δεν υπήρχε η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος που αναφέρει ότι "Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου". Στην ελληνική συνταγματική τάξη η ισότητα είναι μια αρχή του δικαίου που επιφυλάσσεται για τους Έλληνες. Στη συνέχεια, εμπλουτίζεται με άλλες διατάξεις όπως η πιο πάνω, προκειμένου να εξισορροπηθούν ορισμένες ανισότητες που μπορεί να προκληθούν και σε επίπεδο κοινής νομοθεσίας. Γιατί είναι η κοινή νομοθεσία εκείνη που θα εξειδικεύσει πώς ακριβώς προστατεύεται η "ζωή", η "τιμή" και η "ελευθερία" καθενός που βρίσκεται στην Επικράτεια χωρίς διάκριση "εθνικότητας", "φυλή", "γλώσσας" και "θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων". Ήδη λοιπόν το Σύνταγμα αναγνωρίζει τις ιδιότητες του ατόμου που είτε είναι Έλληνας είτε όχι, μπορεί να αποτελέσουν λόγο για διακρίσεις, σε βάρος των αγαθών της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας. Επομένως, το ίδιο το Σύνταγμα περιέχει αυτή τη θεμελιώδη αντιρατσιστική διάταξη ξεχωρίζοντας ιδιότητες των ατόμων που πρέπει να προστατεύονται κατά τρόπον ώστε οι εξαιρέσεις να είναι συμβατές με το "διεθνές δίκαιο".
Το διεθνές δίκαιο περιλαμβάνει και τη Διεθνή Σύμβαση για την Εξάλειψη όλων των μορφών των Φυλετικών Διακρίσεων, ένα κείμενο που θεσπίστηκε από την Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε και άνοιξε για υπογραφές το 1965, ενώ τέθηκε σε ισχύ το 1969. Η Ελλάδα υπέγραψε το 1966 την Σύμβαση και την κύρωσε με το νομοθετικό διάταγμα 494/1970. Δεν αρκούσε όμως η κύρωση της Σύμβασης, καθώς το κράτος έχει υποχρέωση να υλοποιήσει τις επιταγές της Σύμβασης, ανάμεσα στις οποίες και η θέσπιση διατάξεων του ποινικού δικαίου με τις οποίες να τιμωρείται η διάδοση ιδεών περί φυλετικής ανωτερότητας, η παρότρυνση για φυλετικές διακρίσεις και πράξεις βίας, η παρότρυνση για διάπραξη αυτών εναντίον φυλετικών ομάδων και η χρηματοδότηση αυτών. Επίσης, κατά την ίδια Σύμβαση, το κράτος πρέπει να κηρύξει παράνομες τις οργανώσεις που προωθούν αυτές τις πράξεις, καθώς και κάθε προπαγάνδα που παροτρύνει σε διακρίσεις. Τέλος, πρέπει να απαγορευτεί σε κάθε δημόσια αρχή να ενθαρρύνει φυλετικές διακρίσεις.
Η Ελλάδα, το 1979, για να εκπληρώσει αυτές τις διεθνείς υποχρεώσεις της, αλλά και για να διασφαλίσει την εφαρμογή του άρθρου 5 παρ. 2 του Συντάγματος, θέσπισε τον Ν.927/1979 , "περί κολασμού πράξεων ή ενεργειών αποσκοπουσών εις φυλετικάς διακρίσεις". Στο πρώτο άρθρο τιμωρείται ποινικά όποιος δημόσια, προφορικά, γραπτά κλπ προτρέπει σε πράξεις που μπορεί να επιφέρουν διακρίσεις εναντίον προσώπων ή ομάδων λόγω της φυλής ή της εθνικότητάς τους, ενώ με νόμο του 1984 προστέθηκε και το θρήσκευμα ως λόγος απαγορευμένων διακρίσεων.. Κατά την παρ. 2 τιμωρείται και όποιος συμμετέχει σε οργανώσεις που προπαγανδίζουν οργανωμένα τις φυλετικές διακρίσεις. Στο δεύτερο άρθρο τιμωρείται ποινικά όποιος εκφράζει ιδέες προσβλητικές κατά προσώπου ή ομάδας, λόγω της εθνικής ή φυλετικής καταγωγής του/τους. Με το τρίτο άρθρο τιμωρείται όποιος αρνείται την παροχή αγαθών/υπηρεσιών σε πελάτες λόγω της εθνικής/φυλετικής καταγωγής τους. Με το τέταρτο άρθρο αναφέρεται ότι απαιτείται έγκληση για την κίνηση της ποινικής δίωξης εναντίον των δραστών των ρατσιστικών αδικημάτων, ενώ με τροποποίηση του 2001 η δίωξη μπορεί να κινηθεί και αυτεπάγγελτα από τον εισαγγελέα.
Από το 1979 μέχρι σήμερα υπάρχει μόνο μία (1) καταγεγραμμένη αμετάκλητη καταδίκη για παράβαση του Ν.927/1979, ενώ υπήρξε ένας μικρός αριθμός πρωτόδικων καταδικών που κατέπεσαν στα δευτεροβάθμια δικαστήρια ή με νομοθετική παρέμβαση που αμνήστευσε όσους καταδικάστηκαν για ποινές μέχρι ενός έτους όπως προβλέπει ο ν.927/1979 για την ρατσιστική εξύβριση (αυτό συνέβη στην περίπτωση των συνθημάτων που φώναξαν Λιμενικοί στην παρέλαση, δύο εκ των οποίων καταδικάστηκαν πρωτοβάθμια, αλλά στη συνέχεια με ειδικότερο νόμο η ποινή καταργήθηκε). Υπάρχει και μία απόφαση του Αρείου Πάγου (σε αναίρεση υπέρ του νόμου) με την οποία κρίνεται ότι ο νόμος δεν εφαρμόζεται σε έργο που μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην ιστορική έρευνα.
Το 2008, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θέσπισε μια απόφαση - πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου. Αυτή η απόφαση αποτελεί νομοθέτημα του "τρίτου πυλώνα" της Ευρωπαϊκής Ένωσης (του τίτλου VI της Συνθήκης ΕΕ), όχι δηλαδή κοινοτικό δίκαιο (ο "πρώτος πυλώνας"), ούτε απόφαση που αφορά τις εξωτερικές σχέσεις της ΕΕ (ο "δεύτερος πυλώνας"). Ο "τρίτος πυλώνας" αφορά την αστυνομική και δικαστική συνεργασία των κρατών - μελών της ΕΕ σε ποινικές υποθέσεις και οι αποφάσεις σε αυτό το επίπεδο λαμβάνονταν μόνο από τους εκπροσώπους των κυβερνήσεων (Συμβούλιο υπουργών), χωρίς την συν-αποφασιστική συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Σε εκείνη τη φάση της εξέλιξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δηλαδή από την Συνθήκη του Μάαστριχτ -1993- έως και πριν την Συνθήκη της Λισαβόνας -2009-), τα ζητήματα ποινικού δικαίου είχε κριθεί ότι ανήκουν στον στενό πυρήνα των κρατών - μελών και δεν επιτρέπουν την δημιουργία μιας "Κοινότητας" (όπως η ενιαία εσωτερική αγορά) στην οποία προέχει το υπερεθνικό στοιχείο και συμμετέχει αποφασιστικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αλλά μια "Συνεργασία" στην οποία προέχει το διακυβερνητικό στοιχείο και οι αποφάσεις λαμβάνονται με ομοφωνία για τον ίδιο λόγο, αποφεύγοντας τις πολλές κοινοβουλευτικού τύπου αντιπαραθέσεις (αλλιώς απορρίπτονται). Όταν λοιπόν θεσπίστηκε η απόφαση - πλαίσιο ήταν μια απόφαση του Τρίτου Πυλώνα με πλήρως δεσμευτική ισχύ για τα κράτη μέλη ως προς το αποτέλεσμα, χωρίς να επιβάλλει τα μέτρα και χωρίς να παράγει άμεσο οριζόντιο αποτέλεσμα (όπως οι Οδηγίες που δεν είχαν μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο). Επομένως, τα κράτη είναι υποχρεωμένα να εφαρμόζουν τις αποφάσεις - πλαίσιο γιατί διαφορετικά έχουν ευθύνη έναντι της ΕΕ. Διαθέτουν όμως ελευθερία ως προς την επιλογή των μέτρων εφαρμογής.
Σήμερα, όμως, ισχύει η Συνθήκη της Λισαβόνας, σύμφωνα με την οποία και για αυτές τις αποφάσεις υπάρχει συναπόφαση Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου - Συμβουλίου (εκτός εάν ένα κράτος προβάλλει ένα είδος veto που παραπέμπει το θέμα στο Συμβούλιο). Με το νέο καθεστώς, οι "παλιές" αποφάσεις του Τρίτου Πυλώνα διατηρούν την ισχύ τους. Σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις, μέχρι τις 14 Νοεμβρίου 2013, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν μπορεί να προσφύγει στο Δικαστήριο της Ε.Ε. για τη μη εφαρμογή τέτοιας απόφασης (βλ. Πρωτόκολλα Συνθήκης Λισαβόνας, σελ. 325 επ.). Αυτό σημαίνει ότι μετά την πρώτη πενταετία, οι αποφάσεις - πλαίσιο αποκτούν πλήρη ισχύ Οδηγίας. Ένας κατάλογος αυτών των αποφάσεων - πλαίσιο που ισχύουν και μετά την Λισαβόνα βρίσκεται εδώ και περιλαμβάνει και την επίμαχη απόφαση - πλαίσιο για τον ρατσισμό και την ξενοφοβία. Επομένως, εάν η Ελλάδα δεν έχει λάβει μέτρα ενσωμάτωσης της απόφασης - πλαίσιο μετά τις 14 Νοεμβρίου 2013 μπορεί να κινηθεί εναντίον της η διαδικασία προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εγείρεται λοιπόν το ερώτημα εάν αρκούν ορισμένες τροποποιήσεις του Ν.927/1979 ή εάν χρειάζεται ένα ολόκληρο εξ αρχής αντιρατσιστικό νομοθέτημα, όπως αυτό που θέσπισε η Κύπρος (βλ. εδώ). Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι ο Ν.927/1979 είναι στην καθαρεύουσα και, εάν αποφασιστεί να διατηρηθεί σε ισχύ, πρέπει με μια τροποποιητική διάταξη να αποδοθεί στη δημοτική, ώστε να είναι εύχρηστος.
Θα πρέπει να εξεταστεί έπειτα η έκταση στην οποία ο Ν.927/1979 καλύπτει το πεδίο ρύθμισης της απόφασης - πλαίσιο. Στο άρθρο 1 της απόφασης - πλαίσιο αναφέρονται δύο αδικήματα ρατσισμού και ξενοφοβίας που πρέπει να υπάρχουν στο εθνικό πλαίσιο.
Το πρώτο αδίκημα είναι η δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους που στρέφεται κατά ομάδας ή μέλους ομάδας που προσδιορίζεται βάση της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών, της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής. Αυτό το αδίκημα αντιστοιχεί με το άρθρο 1 του Ν.927/1979, το οποίο καθώς περιορίζεται στην "φυλετική/εθνική καταγωγή" και την θρησκεία, θα πρέπει να εμπλουτιστεί και με τους υπόλοιπους τρόπους προσδιορισμού ατόμων ή ομάδων.
Το δεύτερο αδίκημα είναι η δημόσια επιδοκιμασία, άρνηση ή χονδροειδής υποτίμηση εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, γενοκτονιών, εγκλημάτων πολέμου, με τρόπο που είναι πιθανό να υποκινήσει βία ή μίσος στις ανωτέρω ομάδες ή τα μέλη τους. Τα εγκλήματα αυτά απαριθμούνται στο Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, ενώ η απόφαση - πλαίσιο αναφέρεται ρητά και στα αδικήματα του Καταστατικού του Διεθνούς Στρατοδικείου, δηλ. τα εγκλήματα του καθεστώτος του Γ' Ράιχ. Αυτό το αδίκημα δεν περιληφθεί στον Ν.927/1979 κι επομένως χρειάζεται μια νομοθετική προσθήκη.
Με το άρθρο 1 παρ. 2 της απόφασης - πλαίσιο δίνεται ευρεία διακριτική ευχέρεια στα κράτη να επιλέξουν εάν η τυποποίηση του αδικήματος στο νόμο θα περιορίζεται στις προσβολές χωρίς διατάραξη της δημόσιας τάξης (λ.χ. μορφές ρατσιστικής εξύβρισης, απειλής) ή αν θα τιμωρούνται μόνο οι πράξεις που είχαν γενικότερες επιπτώσεις. Η επιλογή του Ν.927/1979 είναι η πιο προστατευτική, καθώς δεν προϋποθέτει την διατάραξη της δημόσιας τάξης και αρκείται και στην διάδοση προσβλητικών ιδεών. Επίσης με την παρ. 4, το κράτος έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει εάν θα τιμωρούνται οι χονδροειδείς αρνήσεις γενοκτονιών κλπ μόνο εάν έχουν αναγνωριστεί ως τέτοιες από δικαστήριο, στενεύοντας έτσι το πεδίο εφαρμογής μόνο στις περιπτώσεις που υπάρχει δικαστική κρίση περί γενοκτονίας.
Με το άρθρο 2 της απόφασης πλαίσιο ορίζεται ότι πρέπει τα κράτη μέλη να λάβουν μέτρα για την τιμώρηση της ηθικής αυτουργίας και μορφών συμμετοχής στα ρατσιστικά αδικήματα. Η ηθική αυτουργία δεν ρυθμίζεται μεν από τον Ν.927/1979, θα μπορούσε όμως να υποστηριχθεί ότι το κενό καλύπτεται από τις γενικές διατάξεις του ποινικού κώδικα. Ο Ν.927/1979 προβλέπει εξάλλου τιμωρία για όποιον ιδρύει ρατσιστική οργάνωση ή συμμετέχει σε αυτήν. Πάντως, η εφαρμογή του Ν.927/1979 δεν φάνηκε ιδιαίτερα αποτελεσματική στην περίπτωση της δίκης των Λιμενικών, κατά την οποία καταδικάστηκαν μόνο 2 μέλη της παράταξης της παρέλασης ως αυτουργοί των ρατσιστικών συνθημάτων (και η ποινή τους καταργήθηκε μετά από τον γενικό νόμο που για λόγους αποφόρτωσης της Δικαιοσύνης αμνήστευσε καταδικασθέντες για αδικήματα έως ενός έτους φυλάκισης). Επομένως, ορισμένες προσθήκες και για το θέμα της συμμετοχής πρέπει να υπάρξουν στον Ν.927/1979.
Το άρθρο 3 της απόφασης - πλαίσιο αναφέρει ότι οι ποινικές κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές και αναλογικές. Οι ποινές μέχρι δύο ετών για υποκίνηση σε βία και μέχρι ενός έτους για ρατσιστική εξύβριση (εξομοιώνοντάς την με την απλή εξύβριση) είναι δεδομένο πια ότι δεν είναι αποτελεσματικές ούτε και αναλογικές και σίγουρα δεν λειτουργούν αποτρεπτικά. Χρειάζονται πιο σοβαρές ποινές κι επομένως ο Ν.927/1979 σίγουρα θα χρειαζόταν και ως προς αυτό το σημείο μια τροποποίηση.
Το άρθρο 4 της απόφασης - πλαίσιο αναφέρεται στην αναγνώριση των ρατσιστικών κινήτρων ως επιβαρυντικές περιστάσεις. Η σχετική διάταξη υπάρχει στον Ποινικό Κώδικα. Όχι όμως και στον Ν.927/1979, ο οποίος σε περίπτωση τροποποίησής του θα πρέπει να περιέχει, έστω και για κωδικοποιητικούς λόγους, μια σχετική μνεία.
Το άρθρο 5 της απόφασης - πλαίσιο αναφέρει ότι θα πρέπει να κατοχυρωθεί νομοθετικά και η ευθύνη νομικών προσώπων για τέτοια αδικήματα. Τέτοιου είδους διάταξη δεν υπάρχει στον Ν.927/1979 και θα πρέπει και ως προς αυτό να υπάρξει αντίστοιχη προσαρμογή.
Εξάλλου, εκτός από την απόφαση - πλαίσιο του 2008, υπάρχει και η Σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης 5 (2010) σύμφωνα με την οποία πρέπει να διώκονται ποινικά και οι διακρίσεις, προτροπές βίας και μίσους κλπ λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου των θυμάτων. Ρύθμιση που ήδη έχει ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο, όσον αφορά το θέμα του κινήτρου, αλλά θα πρέπει να αποτελέσει και μέρος της τυποποίησης των ρατσιστικών αδικημάτων.
Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι για να εναρμονιστεί ο Ν.927/1979 με την απόφαση πλαίσιο της ΕΕ καθώς και προς τις γενικότερες σύγχονες εξελίξεις, θα χρειαστεί να μεταβληθεί μεγαλύτερο μέρος του από αυτό που μπορεί να διατηρηθεί. Εξάλλου, ακόμη κι αν επιλεγεί η "τροποποίηση" του Ν.927 κι όχι η εισαγωγή νέου νομοθετήματος, το βέβαιο είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις θα χρειαστεί νομοσχέδιο.
2 σχόλια:
1) Δηλαδή είμαι παράνομος αν γράψω
"Οι μπλε την έχουν μεγαλύτερη από τούς κόκκινους"?
2) Επίσης, αν κάνω επιστημονική έρευνα όπου προκύπτει ότι οι πράσινοι έχουν μεγαλύτερο IQ από τούς ροζ, και δημοσιεύσω τα αποτελέσματα?
3) Αν πω οι μαύροι είναι καλύτεροι άνθρωποι από τούς λευκούς ενώ είμαι λευκός?
1) Το ν/σ δεν αφορά το ποδόσφαιρο.
2) Είπαμε η επιστημονική έρευνα δεν αφορά το πεδίο εφαρμογής του.
3) Δεν βλέπω κανένα μίσος.
Δημοσίευση σχολίου