Από την εποχή που η τεχνολογία αναπαραγωγής έργων μπήκε σε κάθε σπίτι, με το κουμπάκι "rec" του κασετοφώνου/ραδιοφώνου και, φυσικά, με το video, έγινε αποδεκτό ότι κάθε χρήστης μπορεί να αντιγράφει και να αποθηκεύει για τον εαυτό του πνευματικά έργα. Αυτό η βιομηχανία του περιεχομένου το πάλεψε λυσσαλέα, αφού θεώρησε ότι θα χάσει χρήματα από ματαιωμένες πωλήσεις. Πώς είναι δυνατόν καθένας να μπορεί να αντιγράφει ολόκληρες τηλεοπτικές εκπομπές, χωρίς άδεια των μεγάλων στούντιο; Η απάντηση ήρθε το 1984 από το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, στην υπόθεση Sony vs. Universal. Το Supreme Court νομολόγησε ότι η ιδιωτική αντιγραφή και αναπαραγωγή ενός έργου στο οποίο ούτως ή άλλως έχει νόμιμη πρόσβαση ο ιδιώτης χρήστης (το τηλεοπτικό πρόγραμμα), είναι νόμιμη και εμπίπτει στο πλαίσιο της έντιμης χρήσης χωρίς άδεια του δημιουργού (fair use). Αν το Ανώτατο Δικαστήριο είχε κρίνει διαφορετικά, οι οικιακές συσκευές video θα ήταν παράνομες. Αυτό ζητούσε η βιομηχανία του περιεχομένου στην ουσία: να απαγορευτούν οι συσκευές video. Μετά, βέβαια, κατάλαβαν ότι οι συσκευές ήταν μία ολόκληρη νέα αγορά για τις ίδιες τις εταιρίες παραγωγής περιεχομένου.
Οι παραγωγοί όμως ποτέ δεν ξεπέρασαν την (υποτιθέμενη) ήττα τους και επέβαλαν στους νομοθέτες δήθεν λύσεις εξισορρόπησης. Δέχονται δηλαδή να μην είναι παράνομα τα φωτοτυπικά μηχανήματα, τα σκάνερ και η πώληση του λευκού φωτοτυπικού χαρτιού, αλλά ζητούν από τον νομοθέτη να επιβάλλει παρακράτηση ενός ποσοστού από κάθε πώληση τέτοιου αντικειμένου ως "εύλογη αμοιβή" των δημιουργών. Έτσι και με βάση το άρθρο 18 του δικού μας νόμου για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, επιτρέπεται η αναπαραγωγή έργων για ιδιωτική χρήση, χωρίς άδεια του δημιουργού και χωρίς αμοιβή. Αυτό το "χωρίς αμοιβή" βέβαια είναι θεωρητικό, γιατί πιο κάτω ο νόμος αναφέρει ότι για κάθε πώληση συσκευών αντιγραφής ήχου ή/και εικόνας, μηχανημάτων που προσαρτώνται στην κεντρική μονάδα (βλ. USB sticks) άνω των 100 ΜΒ οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης (η ΑΕΠΙ κλπ) εισπράττουν 6% ως "εύλογη αμοιβή". Πιο κάτω, αναφέρει ότι από κάθε αγορά σκάνερ, φωτοτυπικού μηχανήματος, φωτοτυπικού χαρτιού και δισκετών κάτω των 100ΜΒ οι οργανισμοί εισπράττουν 4% από κάθε πώληση. Προσοχή: αυτά δεν εισπράττονται ως αντιστάθμισμα για πιθανές παράνομες αντιγραφές - αυτές παραμένουν παράνομες. Εισπράττονται για κάθε βιβλίο που ο χρήστης έχει αγοράσει κανονικά και το σκανάρει για να το διαβάσει στην οθόνη του ή το βγάζει φωτοτυπία για να το διαβάσει ο ίδιος. Δηλαδή για μια χρήση που ουδέποτε συμβαίνει στην πραγματικότητα! Πόσες φορές βγάζετε φωτοτυπίες ή σκανάρετε τα βιβλία που ήδη έχετε αγοράσει για να τα χρησιμοποιήσετε οι ίδιοι; Ποτέ. Οι συγγραφείς όμως που είναι μέλη του Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης Έργων του Λόγου εισπράττουν κάθε χρόνο ένα μέρος από το 4% του φωτοτυπικού χαρτιού που πωλείται στην χώρα, επειδή θεωρείται ότι με αυτό θα γίνει νόμιμη αναπαραγωγή των βιβλίων τους από τους αναγνώστες τους για ιδιωτική χρήση.
Από το 1993 μέχρι το 2002, από κάθε τίμημα ηλεκτρονικού υπολογιστή, το 2% εισπράττονταν υπέρ δημιουργών και εκδοτών (ο ΟΣΔΕΛ ιδρύθηκε το 1996). Με τον Ν. 3049/2002 καταργήθηκε το 2%, στο πλαίσιο της εναρμόνισης του νόμου για την πνευματική ιδιοκτησία προς την Οδηγία 2001/29. Κατά την αιτιολογική έκθεση του νόμου, είσπραξη "εύλογης αμοιβής" από ηλεκτρονικούς υπολογιστές δεν προβλέπεται από την Οδηγία γι' αυτό και καταργήθηκε. Ο ΟΣΔΕΛ ισχυρίζεται στην ανακοίνωσή του υπέρ της επιστροφή της είσπραξης του ποσοστού ότι "το 2% καταργήθηκε με αιφνιδιαστική κίνηση της κυβέρνησης του 2002, η οποία υπέκυψε στις πιέσεις πολυεθνικών εταιρειών πληροφορικής". Αιφνιδιαστική... εναρμόνιση της νομοθεσίας με το κοινοτικό δίκαιο δηλαδή. Στην ίδια επιστολή, ο ΟΣΔΕΛ αναφέρει ότι οι μόνοι που αντιδρούν είναι οι επιχειρήσεις ηλεκτρονικών υπολογιστών και οι πάροχοι σύνδεσης στο Διαδίκτυο. Λες και οι χρήστες των ηλεκτρονικών υπολογιστών συμφωνούν να πληρώνουν 2% για κάθε υπολογιστή που θα αγοράζουν σε συγγραφείς που ουδέποτε πρόκειται να σκανάρουν ούτε μισή σελίδα από βιβλίο τους για ιδιωτική χρήση!
Αν λάβουμε υπόψη την φύση της εύλογης αμοιβής για την "τεκμαιρόμενη" νόμιμη αναπαραγωγή βιβλίων για ιδιωτική χρήση, είναι σαφές ότι αυτή δεν μπορεί να αφορά ηλεκτρονικό υπολογιστή χωρίς σκάνερ. Το σκάνερ ήδη επιβαρύνεται με 6% υπέρ συγγραφέων και εκδοτών. Μόνη η αγορά ηλεκτρονικού υπολογιστή χωρίς σκάνερ, από έναν ιδιώτη, καταλύει πλήρως το τεκμήριο της αναπαραγωγής βιβλίων για ιδιωτική χρήση. Αντιθέτως, επιβαρύνει την αγορά ενός μέσου για την πρόσβαση στην Κοινωνία της Πληροφορίας με μία κράτηση υπέρ τρίτου που δεν τελεί σε σχέση αιτιώδους συνάφειας με τα υποτιθέμενα θιγόμενα δικαιώματα τρίτων. Επομένως, ένας νόμος που θα επέβαλε 2% κράτηση στην αξία εισαγωγής κάθε ηλεκτρονικού υπολογιστή θα συνιστούσε παρέμβαση του κράτους στην ενάσκηση ενός συνταγματικού δικαιώματος, δηλαδή στο δικαίωμα πρόσβασης στην Κοινωνία της Πληροφορίας που προβλέπεται από το άρθρο 5Α παρ. 1 του Συντάγματος. Αυτή η παρέμβαση θα πρέπει να κριθεί ως προς την συνταγματικότητά της με βάση την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 Σ). Θα πρέπει δηλαδή να εξεταστεί αν επιβαρύνοντας το κράτος με 2% για κάθε ηλεκτρονικό υπολογιστή όντως εισάγει ένα μέτρο εξισορρόπησης των θιγόμενων δικαιωμάτων. Η αγορά κάθε η/υ, από μόνη της, όμως δεν μπορεί να συνδεθεί αιτιωδώς με την πρόθεση αναπαραγωγής νόμιμα αποκτηθέντων βιβλίων. Δεν θίγονται οι συγγραφείς και οι εκδότες επειδή καθένας μπορεί να αγοράσει έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή. Επομένως, αυτή η έλλειψη αιτιώδους συνάφειας ακυρώνει κάθε συζήτηση για την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας που περιλαμβάνει ως ειδικότερο κανόνα την αιτιακή σχέση του μέσου προς τον σκοπό.
Το μέτρο λοιπόν θα είναι αντισυνταγματικό. Οι συγγραφείς και οι εκδότες που το στηρίζουν διεκδικούν δήθεν εύλογη αμοιβή χωρίς να παρέχουν κάποιο έργο ή εργασία ή υπηρεσία. Την ζητούν προληπτικά, αόριστα, αναιτιωδώς. Ζητούν απλά: λεφτά. Τα οποία το κράτος θα τους δώσει απλόχερα, αφού δεν επιβαρύνεται ο κρατικός προϋπολογισμός, αλλά η τσέπη όσων θέλουν να αγοράσουν ηλεκτρονικούς υπολογιστές, αυτό το είδος κυβερνοφασισμού και πολυτελείας.
Το μέτρο λοιπόν θα είναι αντισυνταγματικό. Οι συγγραφείς και οι εκδότες που το στηρίζουν διεκδικούν δήθεν εύλογη αμοιβή χωρίς να παρέχουν κάποιο έργο ή εργασία ή υπηρεσία. Την ζητούν προληπτικά, αόριστα, αναιτιωδώς. Ζητούν απλά: λεφτά. Τα οποία το κράτος θα τους δώσει απλόχερα, αφού δεν επιβαρύνεται ο κρατικός προϋπολογισμός, αλλά η τσέπη όσων θέλουν να αγοράσουν ηλεκτρονικούς υπολογιστές, αυτό το είδος κυβερνοφασισμού και πολυτελείας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου