Η εκλογική νομοθεσία προβλέπει εξαιρετικά περιορισμένες εμφανίσεις στην ραδιοτηλεόραση για υποψήφιους και πολιτικά κόμματα: μόνο μία εμφάνιση σε σταθμό εθνικής εμβέλειας και δύο εμφανίσεις σε σταθμό τοπικής εμβέλειας, ελάχιστα λεπτά για τα μικρά κόμματα που θα ρυθμιστούν με σχετική υπουργική απόφαση, απαγόρευση αγοράς διαφημιστικού χρόνου, υποχρέωση των σταθμών για δωρεάν διάθεση χρόνου.
Ένα ερώτημα που τίθεται συχνά είναι κατά πόσον αυτοί οι περιορισμοί αφορούν και το διαδίκτυο, κυρίως την διαδικτυακή τηλεόραση (web tv) και το διαδικτυακό ραδιόφωνο (web radio). O νόμος δεν διακρίνει, μιλάει γενικώς για τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς εθνικής ή τοπικής εμβέλειας, οπότε από τη σιωπή του νόμου θα μπορούσαν οι περιορισμοί να αφορούν και το Διαδίκτυο. Θεωρώ όμως ότι αυτή δεν είναι η ορθή απάντηση.
Η αναζήτηση της απάντησης πρέπει να ξεκινήσει από τις ιστορικές συνθήκες θέσπισης των περιορισμών, αλλά και από τον σκοπό του νομοθέτη. Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι περιορισμοί δεν επιβάλλονται στα έντυπα μέσα ενημέρωσης, δηλαδή στις εφημερίδες και τα περιοδικά (υπάρχουν κάποιοι περιορισμοί για τοποθέτηση πανό, αφισοκόλληση κλπ, αλλά αυτά αφορούν την κομματική επικοινωνία κι όχι μέσα ενημέρωσης). Ο λόγος για τον οποίο ο νομοθέτης δεν επέβαλε αντίστοιχες απαγορεύσεις στα έντυπα μέσα ενημέρωσης σχετίζεται με την διαφορετική συνταγματική μεταχείριση που επιφυλάσσεται ακόμη στα έντυπα σε σχέση με την ραδιοτηλεόραση. Τα έντυπα καλύπτονται από την ελευθερία του Τύπου, ενώ η ραδιοτηλεόραση υπάγεται στον "άμεσο έλεγχο του Κράτους", όπως αναφέρει το άρθρο 15 του Συντάγματος. Ο λόγος αυτής της διαφορετικής μεταχείρισης είναι τεχνικός και ιστορικός: η τηλεόραση και το ραδιόφωνο αξιοποιούν τις ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες, το φάσμα των οποίων είναι περιορισμένο κι όχι ανεξάντλητο. Για τον λόγο αυτό, οι ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες θεωρήθηκαν "σπάνιος φυσικός πόρος" τον οποίο διαχειρίζεται το κράτος κατά τρόπο αποκλειστικό, όπως και τον ορυκτό πλούτο. Αντίθετα, τα έντυπα μ.μ.ε. δεν βασίζονται σε σπάνιους φυσικούς πόρους, οπότε εκφεύγουν από την άμεση κρατική ρύθμιση και καλύπτονται από την ελευθερία της έκφρασης και του Τύπου.
Η διαδικτυακή τηλεόραση και το διαδικτυακό ραδιόφωνο δεν βασίζεται στις παραδοσιακές ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες που εμπίπτουν στον "άμεσο έλεγχο του Κράτους" για τις παραπάνω ιστορικές και τεχνικές αιτίες. Δεν λέω ότι οι διαδικτυακοί πόροι είναι ανεξάντλητοι, αλλά σίγουρα δεν μετριούνται στα δάχτυλα όπως περίπου οι τηλεοπτικές συχνότητες. Επομένως, δεν υπάρχει κανένας λόγος για την υπαγωγή των διαδικτυακών μέσων ενημέρωσης στους περιορισμούς του άρθρου 15 του Συντάγματος και τον "άμεσο έλεγχο του Κράτους". Αντίθετα, για αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει ένα νέο συνταγματικό δικαίωμα, στο άρθρο 5Α παρ. 2, το οποίο αναφέρει ότι καθένας έχει δικαίωμα στην κοινωνία της πληροφορίας και ότι το Κράτος οφείλει να διευκολύνει την πρόσβαση στις πληροφορίες που διακινούνται ηλεκτρονικά καθώς και της παραγωγής, ανταλλαγής και διάδοσης τους. Έτσι λοιπόν υπάρχει σαφής διάκριση στο ίδιο το Σύνταγμα ανάμεσα στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα που βασίζονται σε κρατικές συχνότητες και γι΄ αυτό υπάγονται στο άρθρο 15 ("άμεσος έλεγχος του Κράτους") και στα μέσα παραγωγής, ανταλλαγής και διάδοσης πληροφοριών που διακινούνται ηλεκτρονικά στην κοινωνία της πληροφορίας και γι' αυτό υπάγονται στο άρθρο 5Α ("υποχρέωση διευκόλυνσης του Κράτους").
Το πρόβλημα του κατά πόσον η εκλογική νομοθεσία με τις αυστηρές απαγορεύσεις της εφαρμόζεται και στα διαδικτυακά μέσα αντιμετώπισε για πρώτη φορά η επιστημονική υπηρεσία της Βουλής, στις προηγούμενες εθνικές εκλογές, όταν εκλήθη να αξιολογήσει το νομοσχέδιο για την απαγόρευση δημοσίευσης δημοσκοπήσεων 15 ημέρες πριν την ημέρα των εκλογών. Σημειωτέον ότι αυτή η απαγόρευση δεν αφορά μόνο στη ραδιοτηλεόραση, αλλά και στις εφημερίδες και τα έντυπα. Είναι δηλαδή απόλυτη, ανεξάρτητα από τη φύση του μέσου, γι' αυτό και πιο προβληματική συνταγματικά. Tότε λοιπόν, η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής εντόπισε το ζήτημα του εάν η απαγόρευση αφορά και τα διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης κι επικοινωνίας: " Εν προκειμένω, θα ήταν, ενδεχομένως, σκόπιμο να διευκρινισθεί σε ποιο καθεστώς θα υπάγονται οι εν λόγω δημοσκοπήσεις στην περίπτωση που δεν δημοσιοποιηθούν στον έντυπο ή ηλεκτρονικό τύπο αλλά επί παραδείγματι, στις ιστοσελίδες των φορέων ή των επιχειρήσεων που τις διενεργούν, ή στις ιστοσελίδες των πολιτικών κομμάτων ή υποψηφίων ή ακόμη και σε προσωπικές ιστοσελίδες ή σε "blogs". Είναι σαφές ότι η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής εντόπισε ένα κενό δικαίου: ότι ως προς αυτά τα διαδικτυακά μέσα δεν ρυθμίζεται το θέμα. Παρ' όλο που ζήτησε από τον νομοθέτη να διευκρινιστεί το καθεστώς στο οποίο θα υπάγονται αυτά, ο νομοθέτης, σκόπιμα απέφυγε να ακολουθήσει αυτό το σκεπτικό, αφήνοντας αρρύθμιστο το θέμα. Επομένως, έχουμε ένα συνειδητό κενό δικαίου, αφού η Βουλή είχει δει την επισήμανση της επιστημονικής της υπηρεσίας, αλλά επέλεξε να μην διευκρινιστεί νομοθετικά το θέμα. Σε αυτήν την έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής αναφέρθηκε και η πρωτοποριακή απόφαση 4980/2009 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την οποία ο νόμος περί Τύπου και παραδοσιακών ΜΜΕ δεν εφαρμόζεται στα ιστολόγια. Παρ' όλ' αυτά, στις προηγούμενες εκλογές είχε δημοσιοποιηθεί η είδηση ότι η απαγόρευση δημοσίευσης των δημοσκοπήσεων οδήγησε σε άνοιγμα δικογραφίας για δύο ιστολόγια, χωρίς να είναι γνωστή η εξέλιξη αυτών των υποθέσεων. Ωστόσο, η απαγόρευση των δημοσκοπήσεων είναι ένα θέμα πιο ειδικό σε σχέση με τις λοιπές απαγορεύσεις που αφορούν αποκλειστικά την ραδιοτηλεόραση.
Συνεπώς, θεωρώ ότι τα πολιτικά κόμματα και οι υποψήφιοι δεν έχουν κανέναν απολύτως περιορισμό για τον αριθμό και την διάρκεια εμφανίσεώς τους από την διαδικτυακή τηλεόραση και το διαδικτυακό ραδιόφωνο, αφού επ' αυτών δεν ασκείται "άμεσος έλεγχος του Κράτους" και συνεπώς οι προεκλογικές απαγορεύσεις δεν αφορούν το web radio και το webtv.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου