Η πρώτη φορά που ασχολήθηκα με το θέμα ήταν το 2005, όταν ήμουν στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων. Η ανάπτυξη ενός εσωτερικού συστήματος καταγγελιών από ιδιωτικές εταιρίες, προκειμένου να αυτορρυθμίζουν την ανάγκη επισήμανσης παρανομιών ήταν ένα σημαντικό θέμα από την πλευρά της προστασίας προσωπικών δεδομένων. Γιατί, μπορεί ο καταγγέλλων να θέλει να επισημάνει προστατευμένα - για να αποφύγει την αντεκδίκηση - τις παρανομίες που έχει εντοπίσει, αλλά και ο καταγγελλόμενος έχει δικαίωμα να ξέρει τί λέγεται - και κυρίως τί γίνεται!- γι' αυτόν. Έπρεπε να βρεθεί ο τρόπος να διασφαλίζονται όλα τα δικαιώματα: και η αποτελεσματική προστασία του καταγγέλλοντος, αλλά και η τήρηση των δικαιωμάτων του καταγγελλόμενου.
Το θέμα συζητήθηκε τότε στην Ομάδα Εργασίας του Άρθρου 29, ένα συμβούλιο της ΕΕ αποτελούμενο από εκπροσώπους των Αρχών Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, του Ευρωπαίου Επόπτη και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Kαρπός αυτών των διαδικασιών ήταν η γνωμοδότηση 1/2006 της Ομάδας Εργασίας, το πρώτο κείμενο της ΕΕ για το whistleblowing. Aφορμή ήταν ένας νόμος που είχε θεσπιστεί από το Κογκρέσσο των ΗΠΑ το 2002, ο Sarbanes-Oxley Act. Ψηφίστηκε μετά από σκάνδαλα σε επιχειρήσεις και σκοπός ήταν να προστατευθούν από αντίποινα οι εργαζόμενοι που ήθελαν να καταγγείλουν φαινόμενα διαφθοράς. Λόγω του ότι οι εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις που καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής του Sarbanes-Oxley Act μπορεί να εργάζονταν και σε Ευρωπαϊκό έδαφος, έπρεπε να αξιολογηθεί κατά πόσον η αυστηρή ευρωπαϊκή νομοθεσία για την προστασία προσωπικών δεδομένων συμβιβαζόταν με τις ρυθμίσεις του whistleblowing. Ένας δυσμετάφραστος όρος που, τότε αποδόθηκε στην Γνωμοδότηση ως "εσωτερική διαδικασία καταγγελίας δυσλειτουργιών". Δεν είναι το μοναδικό προβληματικό σημείο σε μια μετάφραση που αποδίδει τον OECD ως "ΟΑΣΕ" (αντί "ΟΟΣΑ").
Το πιο ακανθώδες πρόβλημα είναι αν θα επιτρέπονται οι ανώνυμες καταγγελίες. Η γνωμοδότηση ήταν αποθαρρυντική για μια σειρά από λόγους ουσίας: η ανώνυμη καταγγελία δεν επιτρέπει πρόσθετες ερωτήσεις, ενώ μπορεί να μην είναι και τόσο ανώνυμη σε διάφορα εργασιακά περιβάλλοντα, μπορεί να είναι κακόβουλη και ψευδής. Έτσι η γνωμοδότηση ακολούθησε μια βέλτιστη πρακτική που εφαρμόζεται και από ανεξάρτητες αρχές: η καταγγελία πρέπει να είναι επώνυμη κατά το δυνατόν, αλλά τα στοιχεία του καταγγέλλοντος καλύπτονται από το απόρρητο. Πάντως η γνωμοδότηση αναφέρει ξεκάθαρα ότι το δικαίωμα πρόσβασης του καταγγελλόμενου να λάβει πλήρη αντίγραφα του φακέλου δεν μπορεί να περιλαμβάνει τα στοιχεία του καταγγέλλοντος, "εκτός αν ο καταγγέλλων πραγματοποιεί κακοβούλως ψευδή καταγγελία". Η συκοφαντική δυσφήμηση είναι ποινικό αδίκημα που δεν μπορεί να καλυφθεί πίσω από το πέπλο του whistleblower.
Η πληρέστερη εικόνα που μπορεί να έχει κάποιος για το whistleblowing στην Ευρώπη σήμερα, είναι η σχετική Έκθεση που δημοσίευσε στις 5 Νοεμβρίου 2013 η Διεθνής Διαφάνεια. Για το πώς θα έπρεπε να είναι το whistleblowing σε διεθνές επίπεδο, η ίδια ΜΚΟ έχει δημοσιεύσει τις "αρχές νομοθέτησης", όπου συνοψίζονται και τα διδάγματα για καλή νομοθέτηση στον τομέα αυτόν.
Σύμφωνα με την Έκθεση, μόνο 4 έχουν επαρκές νομικό πλαίσιο για την προστασία των whistleblowers: το Λουξεμβούργο, η Ρουμανία, η Σλοβενία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Άλλες 16 χώρες έχουν αποσπασματικές διατάξεις και οι υπόλοιπες, τίποτα. Η Ελλάδα ανήκει στις χώρες που έχουν ανακοινώσει ότι θα θεσπίσουν τέτοια νομοθεσία. Στην Έκθεση ως σοβαρή ελληνική υπόθεση που θα μπορούσε να είχε αποτραπεί αν υπήρχε νομοθεσία whistleblowing αναφέρεται το "Greek Watergate" των τηλεφωνικών υποκλοπών που αποκαλύφθηκε το 2005-2006. Aναφορά γίνεται επίσης στην δημοσίευση της φερόμενης λίστας Λαγκάρντ από τον Κώστα Βαξεβάνη στο περιοδικό Hot Doc.
Όπως κάθε σημαντικό νομοθέτημα που αναπροσδιορίζει την ροή της πληροφορίας σε εθνικό επίπεδο, ένα νομοσχέδιο για το whistleblowing στην Ελλάδα θα πρέπει να δοθεί σε δημόσια διαβούλευση για το προβλεπόμενο χρονικό διάστημα και να γίνει εκτενής δημόσια συζήτηση τόσο με το γενικό κοινό, όσο και με τους φορείς και παράγοντες που είναι επιφορτισμένοι με την σχεδίαση και εφαρμογή του εργατικού δικαίου στην χώρα. Aν και η θεσμοθέτηση του whistleblowing είναι μια διεθνής υποχρέωση της χώρας, η εκπλήρωση της υποχρέωσης δεν θα πρέπει να γίνει μηχανιστικά και μόνο επειδή μας το ζητούν άλλοι: πρέπει να ενσωματώσουμε μια νέα οπτική καταπολέμησης της διαφθοράς σε ένα νομικό σύστημα που δεν είναι και τόσο φιλικό προς τον απλό πολίτη που θέλει να συμβάλλει στην αποκάλυψη της παρανομίας. Γι' αυτό, μέχρι να προχωρήσει η επίσημη θεσμοθέτηση, έχει νόημα μάλλον να σχεδιαστούν σχετικά ενδοεπιχειρησιακά προγράμματα, στο πλαίσιο της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης που θα λειτουργήσουν ως πιλότοι για ένα εθνικό σύστημα προστασίας της καταγγελίας "από μέσα".
1 σχόλιο:
Kαλό!
Μόνο που για την επιτυχή του εφαρμογή, απαιτείται -εκτός των άλλων "ταπεινών" ή/και "κατωτέρων" συναισθημάτων"- και πολιτισμός!
Και για να μην αναρωτιέστε "που χωράει" ο πολιτισμός σε όλα αυτά, θα το ξεκαθαρίσω!
Πρόκειται για την διάσταση της συνειδητοποίησης από όλους της κοινωνικής ευθύνης και του κοινού οφέλους, που έρχεται σε ευθεία αντίθεση προς την παγιωμένη άποψη περί της "...κατσίκας του γείτονα...".
Γιατί -δυστυχώς- στην Ελλάδα, κυριαρχούν ακόμη πολλά πάθη και μίση...
Με συνέπεια, οι ζηλόφθονοι και ρουφιάνοι να είναι πολλαπλάσιοι των υπευθύνων!
Κακοί οιωνοί για το whistleblowing!
Δημοσίευση σχολίου