Η απόφαση του μισθοδικείου με την οποία κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι αναδρομικές μειώσεις στους μισθούς των δικαστών επικρίθηκε, με το επιχείρημα ότι παραβιάζει την αρχή της ισότητας. Ότι επιβάλλει άνιση μεταχείριση, σε βάρος όλων των άλλων επαγγελματικών κλάδων.
Ανισότητα όμως, δεν είναι μόνο όταν κρίνεις διαφορετικά ανάμεσα σε όμοιες καταστάσεις (εργαζόμενοι είναι όλοι). Ανισότητα είναι και να κρίνεις όμοια καταστάσεις που είναι ανόμοιες (οι δικαστές πρέπει να είναι ανεξάρτητοι κι όχι υπάλληλοι του κράτους ή άλλων).
Οι δικαστές δεν πρέπει να έχουν κανέναν απολύτως λόγο που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανατροπές της οικονομικής τους κατάστασης. Πρέπει βεβαίως να βιώνουν κι αυτοί τις συνθήκες που αφορούν όλη την κοινωνία, γεγονός που ήδη ισχύει με τις περικοπές των μισθών τους. Αλλά οι αναδρομικές μειώσεις που μπορούν να ανατρέψουν τον οικονομικό πρόγραμματισμό ενός δικαστή και να τον οδηγήσουν -για έναν τέτοιο λόγο!- σε θέση κατηγορουμένου είναι ένα ζήτημα που όντως αφορά την προσωπική ανεξαρτησία τους. Όταν ένας δικαστής "δεν βγαίνει", θα υποχρεωθεί, στην καλύτερη περίπτωση, να αναζητήσει άλλες πηγές διατήρησης της κατάστασής του. Κι αυτό δεν θέλει κανείς μας να συμβαίνει με την υπόθαλψη της νομοθεσίας.
Αν κρίνουμε λοιπόν τους δικαστές, ως προς αυτό το θέμα, με τα κριτήρια που κρίνουμε όλους τους υπόλοιπους δημόσιους λειτουργούς που δεν είναι ανεξάρτητοι, αλλά υπάγονται στην ιεραρχία, τότε θα έχουμε κρίνει όμοια καταστάσεις ανόμοιες. Άρα, θα πρόκειται για άνιση μεταχείριση.
Για αυτό και το μισθοδικείο αποτελείται από άτομα που η πλειοψηφία τους δεν είναι δικαστές, ώστε η απόφασή τους να απολαμβάνει ενισχυμένης εγγύησης αμεροληψίας. Χωρίς να σημαίνει βέβαια ότι και το μισθοδικείο δεν κάνει λάθη. Αλλά δεν θα είναι πάντα λάθος ό,τι είναι αντίθετο στις αποφάσεις της Κυβέρνησης.
Ανισότητα όμως, δεν είναι μόνο όταν κρίνεις διαφορετικά ανάμεσα σε όμοιες καταστάσεις (εργαζόμενοι είναι όλοι). Ανισότητα είναι και να κρίνεις όμοια καταστάσεις που είναι ανόμοιες (οι δικαστές πρέπει να είναι ανεξάρτητοι κι όχι υπάλληλοι του κράτους ή άλλων).
Οι δικαστές δεν πρέπει να έχουν κανέναν απολύτως λόγο που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανατροπές της οικονομικής τους κατάστασης. Πρέπει βεβαίως να βιώνουν κι αυτοί τις συνθήκες που αφορούν όλη την κοινωνία, γεγονός που ήδη ισχύει με τις περικοπές των μισθών τους. Αλλά οι αναδρομικές μειώσεις που μπορούν να ανατρέψουν τον οικονομικό πρόγραμματισμό ενός δικαστή και να τον οδηγήσουν -για έναν τέτοιο λόγο!- σε θέση κατηγορουμένου είναι ένα ζήτημα που όντως αφορά την προσωπική ανεξαρτησία τους. Όταν ένας δικαστής "δεν βγαίνει", θα υποχρεωθεί, στην καλύτερη περίπτωση, να αναζητήσει άλλες πηγές διατήρησης της κατάστασής του. Κι αυτό δεν θέλει κανείς μας να συμβαίνει με την υπόθαλψη της νομοθεσίας.
Αν κρίνουμε λοιπόν τους δικαστές, ως προς αυτό το θέμα, με τα κριτήρια που κρίνουμε όλους τους υπόλοιπους δημόσιους λειτουργούς που δεν είναι ανεξάρτητοι, αλλά υπάγονται στην ιεραρχία, τότε θα έχουμε κρίνει όμοια καταστάσεις ανόμοιες. Άρα, θα πρόκειται για άνιση μεταχείριση.
Για αυτό και το μισθοδικείο αποτελείται από άτομα που η πλειοψηφία τους δεν είναι δικαστές, ώστε η απόφασή τους να απολαμβάνει ενισχυμένης εγγύησης αμεροληψίας. Χωρίς να σημαίνει βέβαια ότι και το μισθοδικείο δεν κάνει λάθη. Αλλά δεν θα είναι πάντα λάθος ό,τι είναι αντίθετο στις αποφάσεις της Κυβέρνησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου