Σύμφωνα με πρόσφατο δελτίο τύπου της Αρχής Προστασίας Δεδομένων, ανακοίνωση ονόματος εμπλεκομένου σε παράνομη δραστηριότητα είναι δυνατόν να γίνει από τις αστυνομικές αρχές σε δύο περιπτώσεις:
-Ανακοίνωση ονόματος ή φωτογραφίας ή άλλων στοιχείων, μεμονωμένων ή μη, προσώπου που φέρεται αναμεμιγμένο σε εγκληματική δραστηριότητα και καταζητείται νομίμως με σκοπό τη σύλληψη.
-Ανακοίνωση της σύλληψης.
Ζήτημα όμως γεννάται αν είναι μέσα στα όρια του επιτρεπτού η δυνατότητά της αστυνομίας να ανακοινώσει το όνομα δια του Τύπου. Ενόψει μάλιστα της μυστικότητας της προανάκρισης. Η ανακοίνωση από την Αστυνομία του ονόματος του συλλαμβανομένου αντίκειται στην ισχύουσα νομοθεσία. Περίπτωση κατά την οποία θα ήταν επιτρεπτή η ανακοίνωση του ονόματος στον Τύπο, είναι εκείνη κατά την οποία με την ανακοίνωση του συγκεκριμένου ονόματος επιδιώκεται η διακρίβωση του εγκλήματος ( π.χ. συλλαμβάνεται ο ύποπτος ανθρωποκτονίας και επιδιώκεται η ανεύρεση και σύλληψη του άμεσου συνεργού του οποίου λοιπά στοιχεία δεν γνωρίζει η αστυνομία, ελπίζει όμως ότι θα ανεύρει με τη συνδρομή τρίτων που τυχόν θα προσδιορίσουν τον άγνωστο συνεργό, διότι γνωρίζουν τον αποκλειστικό συνεργάτη του συλληφθέντος ). Συμπερασματικά η ανακοίνωση του ονόματος του συλληφθέντος δεν νοείται ότι, αν δεν συντρέχουν ειδικοί συγκεκριμένοι λόγοι τους οποίους μπορεί να κρίνει και η Αρχή, ικανοποιεί εγκληματολογική πολιτική.
Είναι αυτονόητο :
ότι η έκδοση δελτίου Τύπου ή γενικά ανακοίνωση σύλληψης χωρίς αναφορά του ονόματος δεν αντίκειται στην κείμενη νομοθεσία
ότι στις εξαιρετικές περιπτώσεις που κρίνεται ότι η ανακοίνωση του ονόματος ικανοποιεί τους σκοπούς της εγκληματολογικής πολιτικής κ.λπ. , ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας, η λέξη « ένοχος » πρέπει να αποφεύγεται και
ότι η δημοσιογραφική έρευνα για το πρόσωπο που συνελήφθη και η αναφορά του στον Τύπο διέπεται και από την καθιερούσα την ελευθερία του Τύπου συνταγματική διάταξη του άρθρου 14 και είναι άσχετη με την παραπάνω συλλογιστική.
-Ανακοίνωση ονόματος ή φωτογραφίας ή άλλων στοιχείων, μεμονωμένων ή μη, προσώπου που φέρεται αναμεμιγμένο σε εγκληματική δραστηριότητα και καταζητείται νομίμως με σκοπό τη σύλληψη.
-Ανακοίνωση της σύλληψης.
Ζήτημα όμως γεννάται αν είναι μέσα στα όρια του επιτρεπτού η δυνατότητά της αστυνομίας να ανακοινώσει το όνομα δια του Τύπου. Ενόψει μάλιστα της μυστικότητας της προανάκρισης. Η ανακοίνωση από την Αστυνομία του ονόματος του συλλαμβανομένου αντίκειται στην ισχύουσα νομοθεσία. Περίπτωση κατά την οποία θα ήταν επιτρεπτή η ανακοίνωση του ονόματος στον Τύπο, είναι εκείνη κατά την οποία με την ανακοίνωση του συγκεκριμένου ονόματος επιδιώκεται η διακρίβωση του εγκλήματος ( π.χ. συλλαμβάνεται ο ύποπτος ανθρωποκτονίας και επιδιώκεται η ανεύρεση και σύλληψη του άμεσου συνεργού του οποίου λοιπά στοιχεία δεν γνωρίζει η αστυνομία, ελπίζει όμως ότι θα ανεύρει με τη συνδρομή τρίτων που τυχόν θα προσδιορίσουν τον άγνωστο συνεργό, διότι γνωρίζουν τον αποκλειστικό συνεργάτη του συλληφθέντος ). Συμπερασματικά η ανακοίνωση του ονόματος του συλληφθέντος δεν νοείται ότι, αν δεν συντρέχουν ειδικοί συγκεκριμένοι λόγοι τους οποίους μπορεί να κρίνει και η Αρχή, ικανοποιεί εγκληματολογική πολιτική.
Είναι αυτονόητο :
ότι η έκδοση δελτίου Τύπου ή γενικά ανακοίνωση σύλληψης χωρίς αναφορά του ονόματος δεν αντίκειται στην κείμενη νομοθεσία
ότι στις εξαιρετικές περιπτώσεις που κρίνεται ότι η ανακοίνωση του ονόματος ικανοποιεί τους σκοπούς της εγκληματολογικής πολιτικής κ.λπ. , ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας, η λέξη « ένοχος » πρέπει να αποφεύγεται και
ότι η δημοσιογραφική έρευνα για το πρόσωπο που συνελήφθη και η αναφορά του στον Τύπο διέπεται και από την καθιερούσα την ελευθερία του Τύπου συνταγματική διάταξη του άρθρου 14 και είναι άσχετη με την παραπάνω συλλογιστική.
http://www.dpa.gr/deltio.htm#20
Το Δελτίο Τύπου της Αρχής παραπέμπει σε μια γνωστή τακτική που δεν εφαρμόζει τόσο η αστυνομία, όσο τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, αλλά αρκετά συχνά και οι ίδιοι οι πολίτες: την "ποινή" της διαπόμπευσης.
Το γεγονός ότι κάποιος είναι ύποπτος για την τέλεση μιας πράξης, ως γνωστόν, όσο μεγάλη βεβαιότητα κι αν υπάρχει για την ενοχή του (π.χ. αν τέλεσε την πράξη μπροστά στα μάτια μας) δεν τον καθιστά ένοχο. Ένοχος καθίσταται κάποιος μόνο με απόφαση δικαστηρίου, ακριβώς γιατί μόνο αυτό το δημόσιο όργανο έχει την εξουσία να διαγνώσει ενοχή ή αθωότητα και να επιβάλλει ποινές, όταν κρίνεται επιβεβλημένο βάση του νόμου. Γι' αυτό και μέχρι την δικαστική απόφαση, ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας, βάσει του οποίου όσο σοβαρές κι αν είναι οι κατηγορίες εις βάρος κάποιου, κατά την έννομη τάξη θεωρείται αθώος. Κι ως τέτοιος πρέπει να αντιμετωπίζεται από όλους.
Παραβιάζοντας, όμως, την μυστικότητα της προδικασίας, όπως μπορεί να γίνει αν δοθεί το όνομα ενός υπόπτου στη δημοσιότητα, δίνουμε το δικαίωμα της άτυπης "κρίσης" ως προς το ποιόν του υπόπτου/κατηγορούμενου, στην κοινή γνώμη. Η οποία βέβαια, μη έχουσα πρόσβαση στην δικογραφία και χωρίς να έχει επαφή με το πλήρες αποδεικτικό υλικό και τους ισχυρισμούς κατηγορούμενου-πολιτικής αγωγής, είναι εξαιρετικά δύσκολο να διαπιστώσει την ευστάθια της κατηγορίας. Με την ανακοίνωση, λοιπόν, των ονομάτων σε αυτή τη φάση, κατά την οποία η υπόθεση είναι εκκρεμής, επιτυγχάνεται μια, ανεπανόρθωτη πολλές φορές, σπίλωση του ονόματος του κατηγορουμένου. Καθώς, η -πιθανή- αθωωτική απόφαση ενδεχομένως να εκδοθεί ύστερα από αρκετούς μήνες απο την πρόσδωση δημοσιότητας στην υπόθεση, έτσι ώστε ο κοινός συνειρμός ανάμεσα σε κατηγορία-αθώωση να είναι χαλαρός και πολλές φορές ανεπίτευκτος.
Τόσο η δικαιοσύνη, όσο και ο κατηγορούμενος πρέπει να αφήνονται στην ψυχική κατάσταση που επιβάλλεται να έχουν για την όσο πιο ορθή συμμορφωση με το νόμο.
Αν κάποιος κατηγορούμενος είναι πρόσωπο της δημοσιότητας ή η πράξη του συνδέεται με δραστηριότητες που ενδιαφέρουν την κοινή γνώμη, εισάγεται ο ρόλος των μ.μ.ε. Τα οποία συχνά "επιβάλλουν" αυτή την ιδιότυπη "ποινή" της ανακοίνωσης προσωπικών δεδομένων, με την έκθεση περιστατικών και την σπίλωση προσώπων. Οι ύποπτοι παραδίδονται στον κανιβαλισμό της κοινής γνώμης, στον τηλεοπτικό λιθοβολισμό που καταστρατηγεί τις θεσμικές διαδικασίες, σε μία υποτιθέμενη "αμεσότερη" απονομή δικαιοσύνης. Ωστόσο, η ταχύτητα πάντα είναι εχθρός της ποιότητας και της ορθότητας. Στο χώρο της δικαιοσύνης, αυτό λειτουργεί αξιωματικά.
Υπάρχει όμως, μήπως, η "αυθεντία" της κοινής γνώμης; Μήπως το "κοινό περί δικαίου αίσθημα" είναι το μόνο αλάνθαστο και το πιο δημοκρατικά νομιμοποιημένο κριτήριο άπονομής δικαιοσύνης (λόγο της άμεσης αναγωγής στο λαό);
Αν αναλύσουμε λίγο πιο προσεκτικά την "τηλεοπτική δικαιοσύνη", θα διαπιστώσουμε ότι η θέση του κοινού δεν είναι αυτή του κριτή. Το κοινό χρησιμοποιείται ως το βουλιμικό μάτι και αυτί που θα κατασπαράξει το θύμα. Όλοι αυτοί που επικαλούνται από τις εκπομπές τους το κοινό περί δικαίου αίσθημα, στην ουσία επιφυλάσσουν στους θεατές τους τον ρόλο του δήμιου και όχι του λαϊκού δικαστή. Ο κριτής στην τηλεοπτική δημοκρατία είναι ο παρουσιαστής της εκπομπής, με "γραμματέα" του τον μοντέρ και τον σκηνοθέτη, "μάρτυρες" και "ενόρκους" τους καλεσμένους τις εκπομπής και τους θεατές που τηλεφωνούν για να καταθέσουν ή να καταγγείλουν, ενώ "δήμιος" και εκτελεστής της "απόφασης" είναι τα εκατομμύρια μάτια που παρακολουθούν τον δημόσιο προπηλακισμό του τηλεοπτικού κατηγορούμενου-ενόχου.
Η τηλεοπτική δικαιοσύνη δεν είναι λοιπόν μια "λαϊκή" μορφή απονομής δικαιοσύνης. Είναι μια επιστροφή στην παμπάλαια "δικαιοσύνη του κατή", του σοφού γέροντα που κατοικοέδρευε στις αγορές των αρχαίων κοινωνιών και, λόγω της "αυθεντίας" των χρόνων που τον βάραινε, απένειμε δικαιοσύνη κατά περίσταση. Χωρίς αναφορά σε δεσμευτικά κείμενα, χωρίς θεσμική νομιμοποίηση, παρά μόνο λόγω της ανάγκης για προσφυγή σε κάποιον που θα βγάλει γρήγορα μια απόφαση. Μόνο που οι τηλεδικαστές δεν φαίνονται να απολαμβάνουν τον σεβασμό που αποδιδόταν στον κατή, ούτε καν από τους απελπισμένους προσφεύγοντες σε αυτούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου