Η ιστορία είναι γνωστή: ο συγγραφέας Πέτρος Τατσόπουλος που παρουσιάζει την σειρά ντοκιμαντέρ "1821" είναι ιδιαίτερα ενεργός στο facebook και δεν αφήνει κανένα σχόλιο να πέσει κάτω. Όταν κάποιος, μάλλον για να τον υποστηρίξει, του είπε ότι οι αντιδράσεις θα ενταθούν όταν στο επόμενο επεισόδιο αποκαλύψουν δήθεν τον τούρκο εραστή του Κολοκοτρώνη, ο Τατσόπουλος συνεχίζοντας το αστείο, είπε ότι δεν ήταν γκόμενος, αλλά είχαν αρραβωνιαστεί. Ο διάλογος ανασύρθηκε όμως μόλις μία εβδομάδα μετά, όταν οι αντιδρώντες είδαν ότι δεν υπήρχαν και πολλά μεμπτά και ζουμερά παραπτώματα της εκπομπής, οπότε ανέτρεξαν στο facebook του παρουσιαστή.
Η συνέχεια είναι γνωστή: πρωτοσέλιδο στην Ελεύθερη Ώρα και σχόλια άκρατου συντηρητισμού των τροχονόμων του δημόσιου λόγου, που επιμένουν ότι υπάρχουν όρια στο αστείο. Όλη η κριτική όμως περιέλαβε τον Τατσόπουλο, κι όχι τα θύματα του χιούμορ του, τα οποία σκανδαλίστηκαν μόνο και μόνο από την ανάγνωση του σχετικού χιουμοριστικού διαλόγου. Ο Τατσόπουλος δεν έκανε πλάκα με τον Κολοκοτρώνη, απλώς κατάφερε να αναδείξει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο όλη την προκατάληψη που υπάρχει απέναντι σε κάθε προοδευτική ανάγνωση της ιστορίας, η οποία καταγγέλλεται ως προδοτική και, αφού θίγει την ελληνική λεβεντιά, δεν μπορεί -δήθεν- παρά να είναι και ομοφυλοφιλική! Αυτό ακριβώς το στερεότυπο του ακραιφνούς πατριώτη που αποκλείει εκ των προτέρων συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες από την ιστορία της χώρας είναι που σατίρισε ο Τατσόπουλος, όχι τον ήρωα της Επανάστασης.
Αξίζει όμως να σταθούμε και σε μια άλλη πτυχή του θέματος: ο Τατσόπουλος επισημαίνει ότι πρόκειται για ένα αστείο που έγινε στο προφίλ του στο facebook, ανάμεσα δηλαδή στους φίλους του. Φυσικά μιλάμε για ένα προφίλ με αρκετούς φίλους, αλλά αυτό διόλου επηρεάζει τα όρια ιδιωτικότητας που ο ίδιος έχει θέσει: ουδείς δικαιούται να εξάγει την πληροφορία από το συγκεκριμένο context και να την διαδώσει παραπέρα, εκτός εάν υπάρχει μια κραυγαλέα αντινομία ανάμεσα στο δημόσιο λόγο του προσώπου και στον ιδιωτικό του λόγο κι εφόσον αυτή η αντινομία αφορά ένα ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος. Κι εδώ το ζήτημα δεν είναι η σεξουαλικότητα ενός εθνικού ήρωα, αλλά το γεγονός ότι μια παρέα κάνει καλαμπούρι γι' αυτό το θέμα με τον παρουσιαστή της εκπομπής: δεν είναι ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος.
Επομένως, η εξαγωγή της πληροφορίας από το context που έχει παραχθεί και η περαιτέρω διάδοσή της, απομονωμένης και φυσικά διαστρεβλωμένης, υπερβαίνει μια στοιχειώδη αρχή της διαλεκτικής του δημόσιου λόγου που επιβάλλει την πληρότητα της παρουσίασης ενός θέματος που ξεκίνησε να συζητείται αλλού. Όταν απομονώνεται ένα μόνο σημείο μιας συζήτησης που γίνεται αλλού, η αποσπασματική μετάδοση δεν μπορεί παρά να λειτουργεί παραμορφωτικά. Σε αυτό το πλαίσιο, ο ισχυρισμός ότι ο Τατσόπουλος προσέβαλε τον εθνικό ήρωα είναι ξεκάθαρα ανακριβής.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει επισημάνει σε καταδικαστικές της Ελλάδας αποφάσεις του ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το context μέσα στο οποίο ειπώθηκε μια κουβέντα που υπό άλλες περιστάσεις θα μπορούσε να είχε θεωρηθεί προσβλητική.
Στην υπόθεση Αυγή και Κάρης κατά Ελλάδας (2008), το επίδικο δημοσίευμα αφορούσε συγκεντρώσεις του 2000 στη Θεσσαλονίκη για το θέμα της αναγραφής του θρησκεύματος των ταυτοτήτων και ο διοργανωτής μιας από αυτές (μετέπειτα βουλευτής του ΛΑΟΣ) χαρακτηρίσθηκε "γνωστός εθνικοπαράφρων". Αποτέλεσμα ήταν η αμετάκλητη καταδίκη της Αυγής και του δημοσιογράφου για καταβολή αποζημίωσης 58.000 ευρώ και δικαστικών εξόδων στον διοργανωτή. Όμως, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι "η επίδικη έκφραση ήταν η µόνη από ολόκληρο το επίδικο άρθρο στην οποία εστίασαν τα εθνικά δικαστήρια προκειµένου να συµπεράνουν την πρόθεση του συντάκτη του να δυσφηµίσει τον Κ.Β. Επιπλέον, η προσωπική αναφορά στον Κ.Β. δε στερείτο νοήµατος, καθώς αυτός ήταν ένας εκ των οργανωτών της δεύτερης συγκέντρωσης. Συνεπώς, τοποθετηµένη µέσα στα πλαίσια του άρθρου, η επίδικη έκφραση αποσκοπούσε στην άσκηση οξείας κριτικής σε βάρος ενός εκ των οργανωτών µίας πολιτικής συγκέντρωσης στην οποία αντιτίθετο η εν λόγω ηµερήσια εφηµερίδα, παρά είχε πρόθεση να προσβάλει ή δυσφηµίσει χωρίς λόγο τον ενάγοντα. Ωστόσο, τα εθνικά δικαστήρια δεν έκαναν διάκριση µεταξύ «γεγονότων» και «αξιολογικών κρίσεων» αλλά µοναχά ερεύνησαν αν η διατυπωθείσα στο επίδικο άρθρο έκφραση µπορούσε να βλάψει την προσωπικότητα και την υπόληψη του ενάγοντα. Πράγµατι, κατά την αξιολόγηση της πρόθεσης του προσφεύγοντα, δεν µετέφεραν τις επίδικες φράσεις µέσα στο γενικό πλαίσιο της υπόθεσης. Αντιθέτως µάλιστα, το Εφετείο και ο Άρειος Πάγος εξέτασαν την επίδικη έκφραση αποκοµµένη από τα συµφραζόµενατου άρθρου για να καταλήξουν ότι οι εκφράσεις «ακροδέξιος» και «εθνικιστής» αρκούσαν από µόνες τους προκειµένου ο δηµοσιογράφος να εξωτερικεύσει το περιεχόµενο των σκέψεών του. Ωστόσο, ο ρόλος των εθνικών δικαστηρίων σε µία δίκη περί δυσφήµισης δε συνίσταται στο να υποδείξουν στο δηµοσιογράφο το αυστηρό ελάχιστο των εκφράσεων και χαρακτηρισµών που µπορεί να χρησιµοποιεί όταν ασκεί, µέσα στα πλαίσια του επαγγέλµατός του, το δικαίωµα του για κριτική, ακόµα και µε δριµύ τρόπο. Τα εθνικά δικαστήρια καλούνται αντιθέτως ναεξετάσουν αν το πλαίσιο της υπόθεσης, το δηµόσιο ενδιαφέρον και η πρόθεση τουδηµοσιογράφου δικαιολογούσαν την πιθανή χρήση µίας δόσης πρόκλησης ή υπερβολής." Έτσι η Ελλάδα καταδικάστηκε για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης και καταβολή 60.000 ευρώ στους προσφεύγοντες (εδώ η απόφαση).
Στην υπόθεση Βασιλάκης κατά Ελλάδας (2007) ο δημοσιογράφος είχε συντάξει μια σειρά άρθρων εναντίον του Δικτύου '21, με αποτέλεσμα να υποστεί αλλεπάλληλες δικαστικές διώξεις, γεγονός που τον οδήγησε στην σύνταξη μιας επιστολής στον πρόεδρο του ΔΣΑ με αίτημα τον πειθαρχικό έλεγχο των δικηγόρων διωκτών του. Στην επιστολή του χρησιμοποιούσε της εκφράσεις: «τροµοκρατία που ασκούν στους δηµοσιογράφους και τα µέσα ενηµέρωσης», «νέα πρακτική φίµωσης και κατάργησης της ελευθερίας της έκφρασης», «µε απίστευτο φανατισµό, ο οποίος καταντά ιδεοληψία», «δηλώσεις µετάνοιας», «θέλησή τους να εξοντώσουν µέσω αυτής της πρωτότυπης µεθόδευσης", «οργάνωσαν την εξόντωση προς παραδειγµατισµό δηµοσιογράφων-θυµάτων µέσω αυτής της καταχρηστικής διαδικασίας» και «ανθρωποκυνηγητό». Αποτέλεσμα ήταν η αμετάκλητη καταδίκη του για προσβολή προσωπικότητας και καταβολή αποζημίωσης 3.000 ευρώ. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όμως έκρινε ότι "τα εθνικά δικαστήρια ουδόλως διέκριναν µεταξύ «πραγµατικών περιστατικών» και «αξιολογικών κρίσεων», αλλά διερεύνησαν µόνον αν οι εκφράσεις που χρησιµοποιήθηκαν από τον προσφεύγοντα ήταν ικανές να θίξουν την προσωπικότητα και την επαγγελµατική και προσωπική υπόληψη του ενάγοντος. Στην πράξη, προκειµένου να αξιολογήσουν την πρόθεση του προσφεύγοντος, δεν τοποθέτησαν τις επίδικες εκφράσεις µέσα στο πλαίσιο της υπόθεσης. Το ∆ικαστήριο εκτιµά από την πλευρά του ότι η εκ µέρους του προσφεύγοντος διατύπωση των απόψεών του υπό την µορφή µιας επιστολής απευθυνόµενης προσωπικά στον πρόεδρο του δικηγορικού συλλόγου της Αθήνας, παρά µέσω της δηµοσίευσης στον τύπο ενός άρθρου µε το ίδιο περιεχόµενο, έδειχνε µάλλον µία πρόθεση να τεθεί ζήτηµα δεοντολογικών ευθυνών των ∆.Κ. και Φ.Κ. ενώπιον της αρµόδιας πειθαρχικής αρχής, παρά πρόθεση να εξυβριστούν ή να δυσφηµηστούν ανοικτά οι ενδιαφερόµενοι." Έτσι η Ελλάδα καταδικάστηκε για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης και υποχρεώθηκε να καταβάλλει 6.000 ευρώ έξοδα στον προσφεύγοντα (εδώ η απόφαση).
(Γενικά για τις καταδίκες της Ελλάδας για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης βλ. εδώ).
Η διαλεκτική του δημόσιου λόγου θα πρέπει λοιπόν να λαμβάνει κι αυτή υπόψη το γενικότερο πλαίσιο μέσα από το οποίο μεταφέρεται μια συζήτηση. Η εξαγωγή αποσπασμάτων από ένα πλαίσιο ιδιωτικότητας, όσο διευρυμένο κι αν είναι αυτό, δεν υπηρετεί έναν ολοκληρωμένο διάλογο για ένα γενικότερο θέμα.
14 σχόλια:
Βάλε και καμιά αγγλική μετάφραση, γιατί έξω δεν ξέρουν τι γίνεται εδώ πέρα κι ήρθε ο καιρός να μαθευτούν τα χαΐρια μας.
Νομίζω ότι πρέπει να τεθεί σοβαρά κάποτε το ζήτημα των δικαστών που αγνοούν επιδεικτικά και κατ' επανάληψη την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, με αποτέλεσμα να πληρώνουμε αβέρτα αποζημιώσεις για υποθέσεις που είναι ξεκάθαρες σε οποινδήποτε είναι έστω και λίγο εξοικειωμένος με τις αποφάσεις του Στρασβούργου. Αυτό ισχύει και για τους Αρεοπαγίτες (βλ. την φάμπρικα που έχει ανοίξει στο Στρασβούργο με τις ακραία τυπολατρικές προυποθέσεις του παραδεκτού της αναίρεσης). Από την άλλη πλευρά δεν πειράζει, λεφτά υπάρχουν.
Η καλύτερη τοποθέτηση που έχω διαβάσει για το θέμα, που δεν θα έπρεπε να είναι "θέμα".
Πολύ εύστοχες και οι επιλογές των υποθέσεων επί των οποίων αποφάνθηκε το ΕΔΔΑ. Δυστυχώς, και το ανώτατο ακυρωτικό μας δικαστήριο χωλαίνει ακριβώς στο ότι δεν κάνει διάκριση μεταξύ γεγονότων και αξιολογικών κρίσεων, αλλά εξετάζει αποκλειστικά και μόνο τις δεύτερες, ως αυτοτελείς, αποκομμένες από το γενικότερο πλαίσιο μιας υπόθεσης, λέξεις, στις οποίες επικεντρώνεται για να αποφανθεί αν συνιστούν ή όχι δυσφήμιση.
Τα συγχαρητήριά μου για την εν γένει, από μέρους σας, προσέγγιση αυτής της υπόθεσης!
Να διαφωνήσω; Μάλλον θα το κάνω... Οι δικαστικές υποθέσεις που παραθέτεις δεν έχουν καμία σχέση με την ιδιωτικότητα του facebook και ό,τι γράφεται εκεί. Η ιδιωτικότητα είναι μία έννοια που περικλείεται ανάμεσα στον ομιλούνται και τους φίλους του. Ωστόσο, αυτή η ιδιωτικότητα παύει όταν οι συζητήσεις ακούγονται από τρίτους (και τούτο μπορεί να συμβεί είτε μετά από νόμιμη παρακολούθηση, είτε σε ανοιχτό χώρο με άγνωστους σε ικανοποιητική απόσταση). Αυτή είναι και η αναλογία με το facebook. Από την άλλη, μία φωτογραφία που αναρτάται στο φατσοβιβλίο παραμένει στη σφαίρα της ιδιωτικότητας;
Σωστή φυσικά η προσέγγιση ότι δεν μπορούμε να προσέχουμε μόνο μία φράση και να στηρίζουμε όλη την κριτική μας σε αυτή, αλλά το σύνολο ενός κειμένου και ενός πνεύματος.
Ναι η νομολογία αφορά τον σεβασμό του context. Κι εδώ το context είναι - μεταξύ άλλων - μια ιδιωτική συζήτηση στο διαδίκτυο.
Και ναι, η φωτογραφία που αναρτάται στο Διαδίκτυο παραμένει ιδιωτική, εφόσον αυτό θέλησε ο αναρτήσας. Υπάρχουν και οι όροι χρήσης.
Είναι ιδιωτική η φωτογραφία ως προς τη χρήση όχι όμως και ως προς τη συζήτηση που μπορεί να εγείρει.
Αν η συζήτηση γίνει εκτός context είναι πολύ πιθανό να έχουμε παραβίαση της ιδιωτικότητας. Υπάρχει σχετική υπόθεση που εκκρεμεί αυτές τις μέρες σε ανεξάρτητη αρχή και θα μάθουμε την θεσμική θεώρηση του θέματος.
Αυτό κι αν είναι ενδιαφέρον. Πρόσεξε όμως το εξής: αλλάζει κάποιος το status ή κάποια πληροφορία (πχ η Αιγινίτη αν θυμάμαι καλά -και μη με κοροϊδέψεις, απλά το θυμάμαι από ειδήσεις- άλλαξε το "δεσμευμένη" σε "ελεύθερη" και μετά έγινε γνωστός ο χωρισμός της) πόσο ιδιωτικό είναι αυτό; Δεδομένου ότι γνωρίζουμε πολύ καλά ότι τούτο γίνεται επίτηδες για να πληροφορήσουμε τους άλλους, να τους δείξουμε κάτι.
Στο κοινό που έχουμε επιλέξει να έχει πρόσβαση, όχι στην κοινή γνώμη.
Κοινό ορίζεις τους πελάτες των ΜΜΕ; Έτσι ναι το καταλαβαίνω
Eκτος απο το ΕΣΡ προτεινω να αναβιωσουμε και την ΕΣΑ (Εθνικο Συμβουλιο Αστειων), ωστε να ετοιμαζομαστε και ψυχολογικα για το τι μας ετοιμαζουν οι κρυφοφασιστες του ψευδοπολυκομματικου καθεστωτος
Ποιά η αναγκαιαότητα αυτού του "αστείου";΄Γιατί παρόμοια αστεία δεν αφορούν προσφιλή μας πρόσωπα ,οπως τους γονείς μας ,αλλά τρίτους;Ή έννοια της συγγνώμης και της μεταμέλειας δεν υπάρχει στο οπλοστάσιο των ενεργειών του αμετροεπούς;΄το επίπεδο του αστείου δε ήταν κακόηθες και ανόητο.την άλλη φορά να ανοίξουμε συζήτηση τι είναι και τί δεν είναι αστείο...
Κανένα "αστείο" είναι αναγκαίο. Αυτό είναι και το νόημα της ίδιας της έννοιας του αστείου.
Διάβασα Εξόρμηση. Τώρα ο Τατσόπουλος και ο κύριος ΣΚΑΪ δεν μ' αρέσουν, δεν τους παρακολουθώ.
Δημοσίευση σχολίου