Δικαιώματα των χρηστών υπηρεσιών κοινωνικής δικτύωσης.
Εισαγωγή.
Η δομική μεταβολή που επέφερε η διάδοση του συμμετοχικού Διαδικτύου στη νομοθεσία αλλά και στη δικαστηριακή εφαρμογή του ήδη ισχύοντος δικαίου είναι η μετατόπιση της ευθύνης. Ενώ στα συμβατικά μέσα ενημέρωσης η ευθύνη του ιδιοκτήτη είναι αντικειμενική και ανάγεται στο στάδιο προ της δημοσίευσης του περιεχομένου, ακριβώς επειδή ισχύουν οι συναλλακτικές υποχρεώσεις της εκδοτικής επιμελειας, στο συμμετοχικό Διαδίκτυο αυτό δεν ισχύει. Εκεί, ο χρήστης είναι που αναρτά το περιεχόμενο, το οποίο συνήθως δημοσιεύεται χωρίς προέλεγχο: αυτό είναι και το νόημα της συμμετοχικής φύσης του web 2.0. Εάν έχουμε προέλεγχο περιεχομένου από διαχειριστή ιστοσελίδας, δεν μπορούμε να μιλάμε για συμμετοχικό διαδίκτυο, αλλά απλώς για μια ηλεκτρονική εκδοχή της κλασικής στήλης "γράμματα αναγνωστών".
Η μετατόπιση της ευθύνης στο κατασταλτικό στάδιο, δηλαδή μετά την δημοσίευση του υλικού από τον χρήστη, μεταβάλλει συνολικά τον τρόπο άσκησης των δικαιωμάτων αλλά και της τήρησης των υποχρεώσεων στο Διαδίκτυο. Κυρίως μετατοπίζεται ένα σημαντικό βάρος για την άσκηση των δικαιωμάτων στον ίδιο τον χρήστη του Διαδικτύου, ο οποίος δεν θα μπορεί στην πράξη να ασκήσει τα δικαιώματά του εάν δεν κατανοήσει την θεμελιώδη μεταβολή και δεν ακολουθήσει την διαδικτυακή διαδικασία που περιγράφεται στην οικεία νομοθεσία αλλά και στους τυχόν όρους χρήσης καθώς και τις συγκεκριμένες τεχνικές αυτορρυθμιζόμενης τήρησης υποχρεώσεων.
ΙΙ. Νομοθεσίες μετατόπισης ευθύνης.
Το 2000 θεσπίστηκε από τα νομοθετικά όργανα της ΕΕ η Οδηγία 2000/31/ΕΚ για ορισμένες πτυχές του ηλεκτρονικού εμπορίου στην κοινωνία της πληροφορίας. Η οδηγία αναγνωρίζει για κάθε επιχείρηση ή οντότητα που παρέχει διαδικτυακές υπηρεσίες την ιδιότητα του Φορέα Παροχής Κοινωνίας της Πληροφορίας. Οι Φορείς έχουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις διαφάνειας, όπως κοινοποίηση στοιχείων ταυτότητας, έδρας κι επικοινωνίας. Στην Οδηγία κατοχυρώνεται επίσης για πρώτη φορά σε ευρωπαϊκό επίπεδο η απαλλαγή των Φορέων από την προληπτική ευθύνη και από την υποχρέωση δραστήριας αναζήτησης περιεχομένου για εντοπισμό παρανομιών. Εάν όμως περιέλθει σε γνώση του φορέα η ύπαρξη παράνομου περιεχομένου στο πλαίσιο της υπηρεσίας που παρέχει στο κοινό, χωρίς να έχει ο ίδιος επιλέξει τον πάροχο του περιεχομένου, ο οποίος μπορεί να είναι ο απλός χρήστης, τότε έχει υποχρέωση να το αποσύρει ταχέως και να κταστήσει μη εφικτή την πρόσβαση σε αυτό.
Με αυτή τη μεταβολή λοιπόν, ο Φορέας απαλλάσσεται πλήρως από προληπτική ευθύνη για το περιεχόμενο και όλο το βάρος μετατοπίζεται στην "γνώση" του για την ύπαρξη παράνομου περιεχομένου. Επομένως, η νομοθεσία αυτή τη στιγμή δεν αναφέρει μεν ρητά ότι ο χρήστης πρέπει να ειδοποιήσει τον Φορέα ότι κάτι δεν πάει καλά με το περιεχόμενο, αλλά εκ των πραγμάτων η ευθύνη του φορέα θα αρχίζει μόνο μέχρι να αποδειχθεί η "γνώση" του, δηλαδή τελικά από την στιγμή που θα ενημερωθεί από τον χρήστη, ότι υπάρχει παράνομο περιεχόμενο. Μέχρι τότε, δηλαδή πριν ενημερωθεί ο χρήστης, η ευθύνη ανήκει μόνο στο πρόσωπο που ανάρτησε το παράνομο περιεχόμενο. Θα ανήκει δηλαδή σε άλλον χρήστη, ο οποίος θα καλύπτεται συνήθως υπό ψευδώνυμο και ο εντοπισμός του μπορεί να είναι τεχνικά και νομικά αποκλεισμένος.
Αυτή η νέα διάρθρωση ευθύνης που αφορά τις διαδικτυακές υπηρεσίες ισχύει και στις Η.Π.Α, αλλά και στην ΕΕ. Στην Ελλάδα η Οδηγία 2000/31 μεταφέρθηκε στο Ελληνικό δίκαιο με το προεδρικό διάταγμα 131/2003, το οποίο όμως έχει μια σημαντική νομοτεχνική ατέλεια: ενώ αποτελεί κατά γράμμα αντιγραφή της Οδηγίας, μια λάθος αρίθμηση των άρθρων του π.δ. οδήγησε τελικά σε λάθος εφαρμογή του, τουλάχιστον σε μια απόφαση δικαστηρίου. Ενώ δηλαδή υπάρχει το άρθρο απαλλαγής προληπτικής ευθύνης για τις συνήθεις περιπτώσεις φιλοξενίας, απλής μετάδοσης και αποθήκευσης σε κρυφή μνήμη, ο Έλληνας κανονιστικός νομοθέτης από λάθος αρίθμηση των άρθρων κατ´ αποτέλεσμα εξαίρεσε την φιλοξενία από την απαλλαγή προληπτικής ευθύνης και ενέταξε στην απαλλαγή την "παραγγελία" μια άλλη διαδικτυακή υπηρεσία στην οποία φυσικά κι επιβάλλεται η προληπτική ευθύνη καθώς ανάγεται σε μια καθαρά εμπορική πράξη εξ αποστάσεως, για την οποία υπάρχει προληπτική ευθύνη και κατά την Οδηγία.
ΙΙΙ. Όροι χρήσης
Το πρώτο στάδιο για να ασκήσει ο χρήστης δικαιώματά του που τυχόν παραβιάζονται είναι να συμβουλευτεί και να ακολουθήσει τις διαδικασίες που προβλέπουν οι όροι χρήσης των Φορέων παροχής κοινωνίας της πληροφορίας. Συνήθως, αυτό θα είναι συμβατική του υποχρέωση καθώς συχνά η αυτοδέσμευση του χρήστη από όρους χρήσης είναι τεχνική προϋπόθεση εισόδου στην υπηρεσία κοινωνικής δικτύωσης.
Οι όροι χρήσης περιλαμβάνουν κατηγορίες παραβιάσεων δικαιωμάτων και διαδικασίες επικοινωνίας με τους διαχειριστές για την επίλυση προβλημάτων. Ωστόσο, πολύ συχνά οι όροι χρήσης δεν θα καλύπτουν όλο το εύρος παράνομου περιεχομένου. Είναι πολύ συνηθισμένο αμερικάνικες εταιρίες να ξεκαθαρίζουν ότι για λόγους προστασίας της ελευθερίας της έκφρασης και δεδομένου του καθεστώτος κατά το αμερικάνικο ποινικό δίκαιο, αδικήματα όπως δυσφήμηση, συκοφάντηση και εξύβριση παραμένουν εκτός πεδίου εξώδικης επίλυσης, εκτός βέβαια εάν ο χρήστης προσκομίσει δικαστική διάταξη. Αυτές οι προϋποθέσεις όμως δεν είναι συμβατές με το ευρωπαϊκό δίκαιο, στο οποίο δραστηριοποιούνται οι διαδικτυακές υπηρεσίες. Οπότε μια τέτοια απάντηση, συνεπάγεται τελικά την ευθύνη της εταιρίας για μη τήρηση του θεσμικού πλαισίου περί κοινωνίας της πληροφορίας.
III. Η άσκηση των δικαιωμάτων.
Στο διαδίκτυο ασκούνται δύο ομάδες δικαιωμάτων: δραστηριότητες ελεύθερης έκφρασης και αξιώσεις σεβασμού της ιδιωτικότητας. Με όρους συνταγματικού δικαίου θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και για δικαιώματα θρησκευτικής συνείδησης, εικονικής συνάθροισης, αναφέρεσθαι στις αρχές, πρόσβασης στην πληροφόρηση και άλλες περιπτώσεις που εντάσσω στον κύκλο της ελευθερίας της έκφρασης. Από την άλλη πλευρά, δικαιώματα όπως οι επιχειρηματικές δραστηριότητες, οι διαδικτυακές οικογενειακές επικοινωνίες και οι επιλογές ελεύθερου χρόνου, θεωρώ ότι εντάσσονται στην ευρύτερη σφαίρα σεβασμόυ του ιδιωτικού βίου.
2. Παραβιάσεις όσον αφορά την ελευθερία της έκφρασης έχουμε όταν παρατηρούνται γενικώς φαινόμενα λογοκρισίας. Όταν λογαριασμοί απενεργοιούνται αδικαιολόγητα, όταν αφαιρείται νόμιμο υλικό που έχουμε αναρτήσει, όταν περιορίζονται συγκεκριμένες λειτουργίες λόγω της συμπεριφοράς μας, οι Φορείς πρέπει να παρέχουν τη δυνατότητα επίλυσης. Δηλαδή θα πρέπει να είναι διαφανείς οι συνθήκες στις οποίες επιβλήθηκε ο κάθε περιορισμός και να υπάρχει ένα στάδιο στο οποίο να μπορεί ο χρήστης να αντικρούσει μια κατηγορία που ίσως δεν ευσταθεί. Ο χρήστης έχει δικαίωμα πρόσβασης σε δεδομένα που τον αφορούν, άρα μπορεί να ξέρει για ποιο λόγο έχει υποβληθεί μια εις βάρος του καταγγελία. Συνήθως όμως οι Φορείς δεν απαντούν εγκαίρως ή και ποτέ και δεν ανταποκρίνονται στα αιτήματα πρόσβασης στα δεδομένα. Τότε ακριβώς ιδρύεται ευθύνη τους βάσει του θεσμικού πλαισίου της προστασίας προσωπικών δεδομένων.
3. Παραβιάσεις που αφορούν τον ιδιωτικότητα έχουμε όταν αναρτηθεί υλικό που μας αφορά και είναι παράνομο. Αυτή η περίπτωση είναι συνήθως ρύθμισμένη με κανόνες αυτορρύθμισης αλλά και πάλι οι υπηρεσίες αργούν η δεν ανταποκρίνονται ποτέ στο πρώτο αίτημα. Έχουν προδιατυπωμένες απαντήσεις που καλούν τους χρήστες να γίνουν πιο αναλυτικοί ή που τους περιορίζουν σε ορισμένες μόνο επιλογές καταγγελίας που δεν καλύπτουν το θέμα, όπως καταγγελίες πνεματικής ιδιοκτησίας.
Σε κάθε περίπτωσης εάν ο χρήστης αποδεδειγμένα ζήτησε από τον φορέα να ασκήσει δικαιώματά του και ο φορέας είτε δεν έδωσε επαρκή στοιχεία είτε δεν προέβη σε άμεση εκπλήρωση υποχρεώσεων, ιδρύεται η ευθύνη του. Αλλά πρέπει να έχει προηγηθεί αυτό το στάδιο και μάλιστα με ιδιαίτερη προσοχή και καταγραφή των βημάτων ώστε να είναι αποδείξο. Το επόμενο στάδιο είναι βέβαια το δικαστήριο, κυρίως η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.
IV. Ο εντοπισμός του δράστη
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην ΚU κατά Φινλανδίας είπε ότι δεν αρκεί η τιμωρία
Των διαμεσολαβητών, αλλά ότι πρέπει να εντοπίζεται και τιμωρείται ο ίδιος ο δράστης εάν οι πράξεις είχαν σοβαρές επιπτώσεις στη σωματική και ηθική ακεραιότητα του ατόμου. Βέβαια αυτό αφορούσε την υπόθεση ενός ανήλικου που είχε τεθεί στο διαδίκτυο μια φωτογραφία του με μια σεξουαλική αγγελία.
Ο εντοπισμός του δράστη προϋποθέτει εναρμονισμένο νομικό πλαίσιο άρσης απορρήτου στην έδρα του Φορέα και του θύματος, αλλά και πραγματική τεχνική βεβαιότητα εντοπισμού του τερματικού της συσκευής που χρησιμοποιεί αποκλειστικά και μόνον ο δράστης. Στις περισσότερες λοιπόν των περιπτώσεων θα πρόκειται για ουτοπία: είτε ο δράστης θα έχει μπει από Ίντερνετ καφέ, είτε το θεσμικό πλαίσιο δεν θα προβλέπει άρση του απορρήτου, είτε η εταιρία δεν θα συμμορφώνεται με εισαγγελικές παραγγελίες κλπ.
Οι αστυνομικές υπηρεσίες δίωξης ηλεκτρονικού εγκλήματος είναι κλασικά αστυνομικά τμήματα που μόνο δύο πράγματα "επιπλέον" μπορούν να κάνουν: (α)να προωθήσουν αιτήματα καταγγελιών σε αρμόδιους εισαγγελείς και (β) να πραγματοποιούν έρευνες και σύλλήψεις ατόμων που καταλαμβάνονται επ´ αυτοφώρω. Δεν έχουν αρμοδιότητα να αναλύουν στοιχεία, να εντοπίζουν ίχνη που καλύπτονται από το απόρρητο ή να εισέρχονται οπουδήποτε χωρίς εντολή. Ο ρόλος τους είναι λοιπόν καθαρά γραφειοκρατικός και δεν μπορεί να οδηγήσει σε εντοπισμό υπόπτων αν ο ίδιος ο χρήστης δεν προσκομίσει επαρκή πληροφορία που είτε θα οδηγήσει στη σύλληψη του δράστη επ´ αυτοφώρω, είτε θα αρχειοθετηθεί όπως συμβαίνει στις περισσότερες των περιπτώσεων
(Το κείμενο χρησιμοποιήθηκε κατά την ομιλία στην ημερίδα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας που μπορείτε να ακούσετε παρακάτω). .
5 σχόλια:
Πολύ καλό κείμενο, εξαιρετική και διαφωτιστική εισήγηση.
Δεν έχει "παρακάτω', δε φαίνεται κάποιο link. Μόλις διορθώσεις το πρόβλημα, σβήσε και το σχόλιο.
Παρακάτω είναι το χθεσινό post με το ηχητικό αρχείο.
http://www.statewatch.org/news/2011/dec/eu-com-draft-dp-reg-inter-service-consultation.pdf
Γιατί δεν κάνουν αυτομάτως (ας πούμε, το Βιβλιόμουτρο στην περίσταση) όλες οι εταιρείες αυτό που είναι σωστό, ώστε να μας βοηθήσουν, χωρίς δηλαδή να καθυστερήσουν την ζωτική βοήθεια στο δίχτυ όποιας παρακλητικής και επεξηγηματικής συζήτησης;
Δημοσίευση σχολίου