Όταν ψηφίστηκε το Σύνταγμα του 1975, ενώ ο Τύπος και η ελευθερία της έκφρασης κατοχυρώθηκαν στο άρθρο 14 (όπου απαγορεύεται η λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο), ειδικά για την ραδιοτηλεόραση προβλέφθηκε στο άρθρο 15 ότι δεν ισχύουν οι διατάξεις της ελευθεροτυπίας, αλλά ότι υπάγεται στον "άμεσο έλεγχο του Κράτους". Αυτή η φράση περί "άμεσου ελέγχου του Κράτους", σε συνδυασμό με το ότι τότε βεβαίως υπήρχε μόνον η κρατική τηλεόραση, είχε οδηγήσει ορισμένους συνταγματολόγους στο να υποστηρίξουν ότι η δημιουργία ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών σταθμών θα ήταν αντίθετη στο Σύνταγμα.
Τα πράγματα όμως άλλαξαν: στην αρχή με τη δημοτική ραδιοφωνία και στη συνέχεια με την ιδιωτική τηλεόραση, σταδιακά οι νομικοί άρχισαν να ξαναδιαβάζουν το άρθρο 15 του Συντάγματος και να βγάζουν άλλα συμπεράσματα. "Άμεσος έλεγχος του Κράτους" δεν σημαίνει κατ' ανάγκη και κρατική ιδιοκτησία των τηλεοπτικών σταθμών. Δεν είναι όπως τα πανεπιστήμια και το άρθρο 16 που επιβάλλει την λειτουργία τους ως Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου (έχω υποστηρίξει αλλού ότι ακόμη κι αυτή η διατύπωση επίσης δεν είναι αποκλειστική αλλά προγραμματική - διοικητική). Τι συνέβη λοιπόν και ενώ πριν το 1989 ερμηνεύαμε το άρθρο 15 "κλειστά", μετά το 1989 το ερμηνεύουμε πιο ανοικτα; Μα η ίδια η μετάβαση σε μία άλλη εποχή. Το Σύνταγμα δεν απαγόρευε την δημιουργία ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών, επέβαλε απλώς στο Κράτος την υποχρέωση να ασκεί επ' αυτών άμεσο έλεγχο. Έτσι, χωρίς να αναθεωρηθεί το άρθρο 15 του Συντάγματος, ο άμεσος έλεγχος του κράτους ανατέθηκε σε μια ανεξάρτητη αρχή από τον κοινό νομοθέτη, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. Στη θεωρία, αυτή η ουσιαστική "αναθεώρηση" του Συντάγματος χωρίς την τήρηση διαδικασίας κατηγοριοποιείται ως "μεταβολή του νοήματος" των συνταγματικών διατάξεων. Το Σύνταγμα, ως ένας ζωντανός οργανισμός, δεν μπορεί να ερμηνεύεται στενά στο ιστορικό πλαίσιο της ψήφισής του, αλλά θα πρέπει να εφαρμόζεται έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η ισορροπία των σχέσεων στην τρέχουσα καθημερινότητα. Δεν μπορούμε να επινοούμε συνταγματικές απαγορεύσεις εκεί που δεν υπάρχουν! Το καθεστώς της αδειοδότησης βέβαια παραμένει σε έναν περίεργο μετεωρισμό όλη την εικοσαετία.
Επί της ουσίας, η δημιουργία ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών σταθμών σημαίνει επίσης διεύρυνση της ελευθερίας της έκφρασης. Δεν εννοώ την ελευθερία των επιχειρηματιών στην ίδρυση μιας βιομηχανίας πληροφόρησης, αλλά την ελευθερία καθενός από εμάς στην λήψη πληροφοριών. Αν προλάβατε τα τηλεκοντρόλ της δεκαετίας του 1980, θα θυμάστε ότι τότε δύο ή τρία πλήκτρα αρκούσαν. Αλλά όποιο κι αν πατούσες, θα έβγαζες τα ίδια συμπεράσματα για την επικαιρότητα: την επίσημη γραμμή της κυβερνητικής ΕΡΤ. Σύμφωνα με το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η ελευθερία της έκφρασης περιλαμβάνει τόσο το δικαίωμα μετάδοσης απόψεων, όσο και το δικαίωμα λήψης πληροφοριών. Στην πρώτη περίπτωση είναι η ενεργητική πτυχή της ελευθερίας, ενώ στη δεύτερη είναι η παθητική: το δικαίωμα να λαμβάνεις πληροφορίες - κι όχι μόνο την επίσημη άποψη της κυβέρνησης. Με την φιλελεύθερη ερμηνεία του Συντάγματος που επετεύχθη από την ίδια την εξέλιξη των πραγμάτων στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, το "στεγνό" άρθρο 15 ήρθε πολύ πιο κοντά στο άρθρο 14 και τα δύο μαζί πολύ πιο κοντά στο άρθρο 10 της ΕΣΔΑ. Τα 20 χρόνια ιδιωτικής τηλεόρασης αντιστοιχούν σε ένα συνταγματικό κεκτημένο κάθε πολίτη. Το οποίο ήδη αποτυπώθηκε με το νέο άρθρο 5Α του Συντάγματος (δικαίωμα στην πληροφόρηση και δικαίωμα συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας), αλλά και με την τυπική αναθεώρηση του άρθρου 15, το οποίο διευκρίνισε ότι ο άμεσος έλεγχος του Κράτους ασκείται "αποκλειστικά" από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης.
Όσον αφορά το περιεχόμενο και την ποιότητα, το ίδιο το Σύνταγμα επιβάλλει (κάπως αόριστα, αφου πρόκειται για συνταγματικό κείμενο) στις ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές να διασφαλίζουν την με ίσους όρους ενημέρωση, την αντικειμενικότητα, την ποιοτική στάθμη που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοτηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας, τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας. Γνωρίζουμε ότι στην πράξη αυτές οι συνταγματικές επιταγές - φλερτάροντας επικίνδυνα με άκρως υποκειμενικές καταστάσεις - δεν τηρούνται. Στην τηλεόραση παραβιάζεται κατά κόρον η δεοντολογία, η προστασία των προσωπικών δεδομένων, η με ίσους όρους ενημέρωση. Όσο για την πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας και την προστασία της παιδικής ηλικίας, ας μην γίνει καθόλου λόγος. Ευθύνη φέρει και ο ελεγκτής, δηλ. το ΕΣΡ, οι τεχνικές αρμοδιότητές του οποίου θα μπορούσαν να εκχωρηθούν στις καθ' ύλην αρμόδιες αρχές: την Αρχή Προσωπικών Δεδομένων, την Επιτροπή Ανταγωνισμού, τον Συνήγορο του Καταναλωτή, την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων κλπ.
Όλα αυτά όμως δεν σημαίνουν ότι το πρόβλημα είναι η ιδιωτική τηλεόραση: αν παρακολουθήσει κανείς τις ραδιοτηλεοπτικές παραβάσεις, τα κρατικά κανάλια δεν έχουν τίποτε να ζηλέψουν σε παραβατικότητα των συνταγματικών επιταγών από τα ιδιωτικά. Η δημόσια τηλεόραση έχει μάλιστα υπερθεματίσει αρκετές φορές εις βάρος της πολιτιστικής ανάπτυξης της χώρας. Αλλά κι αυτό είναι άκρως υποκειμενικό και βρίσκεται πέρα από τα όρια μιας νομικής αποτίμησης.
Η χρήση των μέσων ενημέρωσης ως διαπλοκή επιχειρηματιών με την πολιτική εξουσία μου φαίνεται επίσης μια άκυρη κριτική για την ιδιωτική τηλεόραση. Αυτή η συνωμοσιολογία αφενός υποβιβάζει το κριτήριο του τηλεθεατή (ψηφίζει ό,τι του λένε στα κανάλια;) κι αφετέρου οδήγησε στην γνωστή νομική πατάτα του "βασικού μετόχου", με την οποία γίναμε περίγελως στην Ευρωπαϊκή Ένωση για μια συνταγματική διάταξη που πρόβλεπε ως ασυμβίβαστη ιδιότητα την ανάληψη δημόσιων συμβάσεων με την ιδιότητα του ιδιοκτήτη ή έστω βασικού μετόχου σε επιχείρηση μέσων ενημέρωσης. Ανοησίες. Αυτά δεν επαρκούν για να περιορίσει κανείς - ούτε ο συνταγματικός νομοθέτης- την ελευθερία του κοινού για πρόσβαση στην πληροφόρηση.
Όσο κι αν παραβιάζονται λοιπόν ανθρώπινα δικαιώματα μέσα από τη χρήση της ραδιοτηλεόρασης, δημόσιας ή ιδιωτικής, δεν μπορούμε παρά να είμαστε, ως θέση αρχής, υπέρ της ελεύθερης λειτουργίας της. Η εικοσαετία της ιδιωτικής τηλεόρασης είναι και μια εικοσαετία διεύρυνσης του δικαιώματος πληροφόρησης όλων μας.
1 σχόλιο:
Θα συμφωνήσω με τις πολιτικές προεκτάσεις που δίνεις στο θέμα. Το θέμα δεν είναι όμως μόνο αν είναι δίκαιο ή όχι, ανθρώπινο δικαίωμα ή όχι η ύπαρξη ιδιωτικών καναλιών. Το ζήτημα αγγίζει την ίδια την ποιότητα και την εμπορευματοποίηση της είδησης, του πολιτισμού, της επικοινωνίας γενικότερα. Και βέβαια η ίδια η εμπορευματοποίησή τους, δεν ευθύνεται καθεαυτή αλλά οι παρενέργειες που έχει στην ποιότητα και την επιλογή του θέματος και στον τρόπο παρουσίασης.
Χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις προπαγανδιστικών (κάθε είδους) εκπομπών, όπως και των παραθύρων με εξαρτώμενους πολιτικούς που δεν προλαβαίνουν να αναπτύξουν καν μία ολοκληρωμένη θέση.
Δημοσίευση σχολίου