Τρίτη, Ιουλίου 21, 2009

Σύνταγμα ή εθνικό συμφέρον;

Ο ρόλος ενός Προέδρου της Δημοκρατίας, σε ένα μη προεδρικό σύστημα όπως το δικό μας, είναι αυτός του "τελικού" εγγυητή του Συντάγματος. Αυτό προκύπτει από την κλασική αντιπαράθεση δύο κορυφαίων Γερμανών συνταγματολόγων του περασμένου αιώνα (Schmitt - Kelsen), περί του αν ο τελικός κριτής της συνταγματικότητας των νόμων πρέπει να είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ή ένα Συνταγματικό Δικαστήριο. Τελικά, από την αντιπαράθεση φαίνεται να "κέρδισε" το Συνταγματικό Δικαστήριο (και ορθώς). Σε εμάς που δεν επικράτησε αυτή η ιδέα, ο ρόλος αυτός θα έπρεπε να ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Δεν ασκήθηκε όμως ποτέ. Ενώ ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει αρμοδιότητα να αναπέμπει στην Βουλή νομοσχέδια τα οποία είναι αντίθετα στο Σύνταγμα (άρθρο 42 του Συντάγματος), δεν το έχει κάνει ποτέ, ακόμη και σε περιπτώσεις εξόφθαλμης αντισυνταγματικότητας. Το γεγονός λ.χ. ότι το νομοσχέδιο για την ταυτοποίηση χρηστών κινητών τηλεφώνων δεν ψηφίστηκε από την Ολομέλεια της Βουλής, αλλά από Τμήμα Διακοπών, παραβιάζει ξεκάθαρα το άρθρο 72 παρ. 1 του Συντάγματος. Επομένως, ένας Πρόεδρος της Δημοκρατίας που ασκεί όντως τις αρμοδιότητές του, θα έπρεπε να αναπέμψει το ψηφισθέν νομοσχέδιο στην Βουλή, ζητώντας την εισαγωγή του στην Ολομέλεια της Βουλής. 

Ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας στο δικό μας πολίτευμα είναι περίπου σαν ένας πολιτειακός συμβολαιογράφος που δεν τολμά να παρέμβει ούτε στον δακτυλογράφο του. Μόνο υπογράφει ό,τι του φέρουν. Ευθύνη γι' αυτη την κατάντια έχουν τόσο οι πολιτικές δυνάμεις που διαμόρφωσαν τις συνταγματικές συνθήκες ώστε ο Πρόεδρος να μην ασκεί τις εγγυητικές αρμοδιότητές του, όσο  και τα πρόσωπα που θήτευσαν ως Πρέδροι της Δημοκρατίας. 

Πέρα όμως από αυτό, η ίδια η διαδικασία επιλογης του Προέδρου της Δημοκρατίας (διότι για επιλογή πρόκειται κι όχι για εκλογή) αποτελεί το άκρον άωτον της θεσμικής υποκρισίας. Ιστορικά είναι γνωστές οι παρεκβάσεις που έγιναν για να ελεγχθεί η ψηφοφορία (με τα "ομοιόμορφα αλλ' όχι ομοιόχρωμα" ψηφοδέλτια που χρησιμοποίησε το ΠΑΣΟΚ στα 80's για να ελέγξει τους βουλευτές του κατά την ψηφοφορία), οι πολιτικές οπισθοχωρήσεις (αθέτηση υπόσχεσης σε Καραμανλή για δεύτερη θητεία και πρόταση Σαρτζετάκη), οι αμφιλεγόμενες καταστάσεις (ψήφος Αλευρά) και οι επιλογές προσώπων που η προσωπική τους διαδρομή δεν θα ολοκληρωνόταν, σύμφωνα με καμία λογική πρόβλεψη, στον προεδρικό θώκο.   Όλα αυτά πολύ απέχουν από το πνεύμα του Συντάγματος για εθνική συμφωνία σχετικά με τον Πρόεδρο. Άλλο αν τα πρόσωπα στη συνέχεια άρθρωσαν έναν "εθνικά επαρκή" δημόσιο λόγο. 

Οι δηλώσεις του Καθηγητή κ. Τσάτσου σχετικά με τον "ερμηνευτικό περίγελο" του να καταψηφίσεις τον συγκεκριμένο υποψήφιο για να προκαλέσεις εκλογές και, μετά τις εκλογές να τον υπερψηφίσεις αφορούν μάλλον την Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Το γεγονός ότι η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας χρησιμοποιείται για μία σειρά από λόγους που καμία σχέση δεν έχουν με το ίδιο το πρόσωπο του Προέδρου ενθαρρύνεται από το ίδιο το Σύνταγμα, το οποίο θα μπορούσε να είχε αναθεωρηθεί το 2001 ως προς αυτό το θέμα (σύμφωνα με τη σχετική πρόταση της πλειοψηφίας). Ο συνταγματικός νομοθέτης οδηγεί  δεσμευτικά σε εθνικές εκλογές σε περίπτωση μη ανάδειξης ΠτΔ από την υπάρχουσα Βουλή. Από αυτό απορρέει και ο "δημοψηφισματικός" χαρακτήρας των εκλογών ως προς το πρόσωπο του Προέδρου, άρα και η έμμεσα ενισχυμένη δημοκρατική του νομιμοποίηση, αλλά και η δυνατότητα της αντιπολίτευσης να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές, εάν δεν υπερψηφίζει την πρόταση της πλειοψηφίας. Ο σκοπός για τον οποίο δεν υπερψηφίζει είναι συνταγματικά αδιάφορος. Εξίσου αδιάφορο συνταγματικά είναι και εάν μετά τις εκλογές το ίδιο πολιτικό κόμμα ψηφίσει τον υποψήφιο που πριν είχε καταψηφίσει. 

Η επισήμανση του Καθηγητή κ. Κασιμάτη (που προσυπογράφει και ο Καθηγητής κ. Τσάτσος) ότι "τα μόνα θεμιτά κριτήρια της στάσης ενός κομματος στην εκλογή Προέδρου είναι τα κριτήρια που αφορούν την προσωπικότητα και την πολιτική καταλληλότητα του υποψηφίου" δεν αποτελεί ερμηνεία του Συντάγματος. Αποτελεί, ενδεχομένως, μια πολιτική αξιολόγηση για τον τρόπο με τον οποίο αξιοποιεί τους θεσμούς ένα κόμμα, αλλά η αξιολόγηση αυτή δεν έχει νομικώς αποτιμητά χαρακτηριστικά. Το Σύνταγμα δεν έχει "κριτήρια", επομένως το "θεμιτό" ή μη των κριτηρίων είναι πολιτική και όχι συνταγματολογική νομική κρίση. 

Θα είχε ενδιαφέρον να είχαμε την άποψη του ίδιου του Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά βέβαια η θεσμική σεμνοτυφία που κατατρύχει τους κρατικούς λειτουργούς συγχωρεί  μόνο διαρροές. Έτσι λοιπόν όχι ο ίδιος ο κ. Παπούλιας, αλλά "κύκλοι της Προεδρίας της Δημοκρατίας" (προβλέπει το Σύνταγμα την ύπαρξη "κύκλων" ή άλλων σχημάτων στην Προεδρία της Δημοκρατίας;) τονίζουν ότι ο Πρόεδρος δεν σχολιάζει ούτε τις διατυπώσεις των δύο συνταγματολόγων, ούτε την αντιπαράθεση. Θα περιμέναμε από τον κ. Παπούλια, ο οποίος έχει κάνει τόσες δηλώσεις για την διαφάνεια, όχι να "σχολιάσει" (δεν είναι αρθρογράφος), αλλά να δηλώσει δημόσια ποια είναι η απόφασή του. 

Από την άλλη πλευρά όμως, οι δηλώσεις του κ. Ρόβλια ότι η εφαρμογή και η ερμηνεία του Συντάγματος δεν μπορεί να λειτουργεί εις βάρος του εθνικού συμφέροντος δείχνουν μια επικίνδυνη αντίληψη για την λειτουργία της Δημοκρατίας. Αν "εθνικό συμφέρον" είναι να γίνει Κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ, ανεξάρτητα από την εφαρμογή του Συντάγματος, τότε γιατί να κάνουμε εκλογές; Το δίλημμα "Σύνταγμα ή εθνικό συμφέρον" δεν είναι συμβατό με ένα δημοκρατικό πολίτευμα. 



1 σχόλιο:

Takis Alevantis είπε...

Λίγα λόγια και ξεκάθαρα. Δεν είχα υπόψη μου ότι και ο Προεδρος δεν εφαρμόζει πλήρως το Σύνταγμα. Πίστευα ότι ήταν ο μόνος αδιάφθορος. Τι κρίμα ...

Απαγόρευση λειτουργίας καμπάνας ναού λόγω ηχορύπανσης

  Σε υπόθεση που εκπροσωπώ τον θιγόμενο πολίτη, μετά από 2 προσωρινές διαταγές, το Πρωτοδικείο Καλαμάτας εξέδωσε και απόφαση ασφαλιστικών μ...