Όπως είπε στο βήμα της Βουλής πριν λιγο, όπου συζητείται η τροπολογία για το DNA, υπάρχει παλαιότερη αντίθετη γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων.
Η Aρχή αναφέρει στην γνωμοδότησή της ότι:
(α) η λήψη και ανάλυση DNA πρέπει να γίνεται υπο τις εγγυήσεις Συμβουλίου Εφετών, κι όχι ενός εισαγγελέα ή αντεισαγγελέα Εφετών όπως λέει η τροπολογία.
(β) η καταστροφή του DNA θα πρέπει να γίνεται μετά την εκπλήρωση του σκοπού, δηλ. την ταυτοποίηση του δράστη, κι όχι να διατηρείται για όλη του τη ζωή, εάν αυτός καταδικαστεί όπως λέει η τροπολογία.
(γ) η τήρηση του αρχείου θα πρέπει να γίνεται με αυστηρά μέτρα ασφάλειας για να αποτρέπεται η μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση, κι όχι με εξαίρεση της βάσης δεδομένων από την εφαρμογή του νόμου για τα προσωπικά δεδομένα, πράγμα που επιφέρει η τροπολογία.
Συνεπώς, η τροπολογία παραβιάζει, εκτός από το Ευρωπαϊκό δίκαιο, τρεις βασικές εκτιμήσεις της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
Το πλήρες κείμενο της τότε γνωμοδότησης της Αρχής:
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΑΡ. 15 / 2001
Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, συνήλθε μετά από πρόσκληση του Προέδρου της σε τακτική συνεδρίαση την 12/02/2001 στο κατάστημά της αποτελούμενη από τον κ. Κ. Δαφέρμο, Πρόεδρο, και τους κ.κ. Ν. Αλιβιζάτο, Ε. Κιουντούζη, Α. Παπαχρίστου, Π. Πάγκαλο και Β. Παπαπετρόπουλο, μέλη, και τον κ. Κ. Μαυριά ως αναπληρωματικό του απόντος τακτικού μέλους κ. Σ. Λύτρα, προκειμένου να εξετάσει την ανάλυση γενετικού υλικού για σκοπούς εξιχνίασης εγκλημάτων και ποινικής δίωξης.
Παρούσα ήταν και η κ. Ε. Τσιγγάνου ως γραμματέας.
ΓΝΩΜΟΔΟΤΕΙ
1. Ενόψει της κατάρτισης σχεδίου νόμου για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος διατυπώθηκε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης αίτημα για γνωμοδότηση της Αρχής σχετικά με τη χρήση του DNA για σκοπούς εξιχνίασης εγκλημάτων. Η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων νομιμοποιείται - όπως προκύπτει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου και αντίστοιχα την περιγραφή των αρμοδιοτήτων της σε αυτόν - να εκφέρει γνώμη επί του θέματος καθώς στην περίπτωση της χρήσης του DNA για τους προαναφερόμενους σκοπούς πρόκειται χωρίς αμφιβολία για τη συλλογή, παραγωγή και επεξεργασία δεδομένων που αφορούν ένα άτομο.
2. Τα ζητήματα που εγείρονται σε σχέση με την ανάλυση του γενετικού υλικού δεν εστιάζονται κυρίως στην λήψη του, η οποία βέβαια συνιστά καθεαυτή παρέμβαση στην προσωπικότητα, αλλά στην παραγωγή γενετικών πληροφοριών από την ανάλυση αυτή και στην περαιτέρω χρήση των πληροφοριών αυτών. Η Αρχή αντιλαμβάνεται ως “γενετικά δεδομένα” όλα τα δεδομένα, οποιουδήποτε τύπου, τα οποία αφορούν τα κληρονομικά χαρακτηριστικά ή τα πρότυπα κληρονομικότητας αυτών των χαρακτηριστικών σε μία ομάδα ατόμων. Επίσης όλα τα δεδομένα για τους φορείς γενετικής πληροφορίας σε μία ατομική ή γενετική γραμμή που σχετίζονται με οποιαδήποτε άποψη της υγείας ή της ασθένειας, είτε πρόκειται για προσδιορίσιμα/ αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά είτε όχι. Πρόκειται για τον ορισμό που υιοθετεί το Συμβούλιο της Ευρώπης στη Σύσταση για την επεξεργασία των ιατρικών δεδομένων των φυσικών προσώπων. Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι στη θεωρία δεν υπάρχει ομοφωνία για την ακριβή κατάταξη των δεδομένων αυτών. Σε κάθε περίπτωση τα γενετικά δεδομένα σχετίζονται τόσο με την υγεία αλλά ταυτόχρονα μπορούν να θεωρηθούν και δεδομένα που αφορούν τη φυλετική ή και εθνική καταγωγή. Επισημαίνεται ότι ο Ν. 2472/97 κατατάσσει τις κατηγορίες αυτές στα λεγόμενα ευαίσθητα δεδομένα, η συλλογή και επεξεργασία των οποίων υπόκειται σε ιδιαίτερες προϋποθέσεις και εγγυήσεις.
3. Οι εξετάσεις του γενετικού υλικού επιτρέπουν την πρόσβαση σε ιδιαίτερα ευαίσθητες πληροφορίες. Η Αρχή επισημαίνει καταρχήν τις ιδιαιτερότητες που εντοπίζονται στην περίπτωση των γενετικών πληροφοριών: α) η γενετική πληροφορία είναι μοναδική, β) από τις γενετικές αναλύσεις προκύπτει μία εικόνα του προσώπου που δεν αφορά μόνο το παρόν αλλά ταυτόχρονα το παρελθόν και το μέλλον του καθώς μπορεί να αποκαλύψει πχ. την προδιάθεση για ανάπτυξη ορισμένων ασθενειών, γ) η πληροφορία που προκύπτει από τις σχετικές αναλύσεις δεν αφορά μόνο το άτομο από το οποίο λαμβάνεται το γενετικό υλικό αλλά και τους συγγενείς του που βρίσκονται στην ίδια γενετική γραμμή.
4. Αφετηρία και βάση των εκτιμήσεων μας υπήρξε η διαπίστωση ότι η συλλογή και επεξεργασία των γενετικών δεδομένων ενέχει - εκτός από αναμφισβήτητα κοινωνικά οφέλη - σοβαρότατους κινδύνους για τους πολίτες και τα δικαιώματά τους. Η γνώση που προκύπτει από τις αναλύσεις αυτές ενδέχεται να έχει ολέθριες συνέπειες για το άτομο αλλά και για την οικογένειά του, καθώς όπως προαναφέρθηκε οι σχετικές πληροφορίες αναπόφευκτα αφορούν και τρίτα πρόσωπα. Η γνωστοποίηση των δεδομένων που προκύπτουν από τις γενετικές εξετάσεις μπορεί να οδηγήσει σε κατηγοριοποίηση των ανθρώπων και σε τελευταία ανάλυση στον στιγματισμό και τον κοινωνικό αποκλεισμό τους.
5. Η ανάλυση του DNA προβάλλεται τον τελευταίο καιρό ως πανάκεια για την εξιχνίαση σοβαρών εγκλημάτων. Σε σχέση με τη χρήση του DNA για τους σκοπούς της εξιχνίασης εγκλημάτων επισημαίνεται η συσχέτιση του με την παραδοσιακή μέθοδο των δακτυλικών αποτυπωμάτων. Γίνεται μάλιστα λόγος για “γενετικό αποτύπωμα”. Ωστόσο δύσκολα μπορεί να μιλήσει κανείς για αναλογίες καθώς - εκτός από τα ειδικά χαρακτηριστικά της γενετικής πληροφορίας που αναφέρονται παραπάνω - η γενετική πληροφορία είναι περισσότερο αξιόπιστη, διαρκής και πλούσια σε πληροφοριακό φορτίο. Σε αντίθεση με τα δακτυλικά αποτυπώματα, η χρήση των οποίων περιορίζεται στην ταυτοποίηση ενός προσώπου, στην περίπτωση της γενετικής ανάλυσης προκύπτουν δεδομένα τα οποία καθιστούν δυνατές τις μελλοντικές και ευρύτατες παρεμβάσεις στην προσωπικότητα και τη ζωή ενός ανθρώπου.
6. Η γενετική ανάλυση στο πλαίσιο της εξιχνίασης ποινικών αδικημάτων και της ποινικής διαδικασίας πρέπει να περιορίζεται στο μη κωδικοποιημένο τμήμα του DNA και στη διαπίστωση της ταυτότητας, θα πρέπει δηλ. να αποτελεί αποκλειστικά γενετικό αποτύπωμα. Δεν πρέπει να προκύπτουν πρόσθετες πληροφορίες για το πρόσωπο. Δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται μέθοδοι που επιτρέπουν τη συναγωγή συμπερασμάτων για χαρακτηριστικά της προσωπικότητας όπως κληρονομικότητα, χαρακτήρας ή ασθένειες. Η δημιουργία προφίλ προσωπικότητας μέσω της γενετικής ανάλυσης προσκρούει ευθέως στην συνταγματικά κατοχυρωμένη αξία του ανθρώπου και στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, ειδικότερη εκδήλωση της οποίας είναι και το δικαίωμα πληροφοριακού αυτοπροσδιορισμού.
7. Η γενετική ανάλυση είναι ιδιαίτερα σημαντική για τη διαπίστωση της ταυτότητας δραστών και θυμάτων, την τεκμηρίωση της ενοχής ή της αθωότητας. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι αυτό προϋποθέτει τον προσδιορισμό των υπόπτων ατόμων με άλλα στοιχεία, ενδείξεις ή/και αποδείξεις. Η δραστικότητα της επέμβασης, το πλουσιότατο πληροφοριακό φορτίο που ενέχει το γενετικό υλικό πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον προσδιορισμό των συγκεκριμένων προϋποθέσεων λήψης και επεξεργασίας του. Η ρύθμιση και η αντίστοιχη πρακτική πρέπει να υπόκεινται στην προστασία της προσωπικότητας και της αξίας του ανθρώπου αλλά και στην αρχή της αναλογικότητας που είναι κρίσιμη για την εύρεση του σημείου ισορροπίας των δικαιωμάτων που θίγονται και του - αναντίρρητα σοβαρού - δημόσιου συμφέροντος που επιδιώκεται.
8. Η νομοθετική ρύθμιση θα πρέπει να περιέχει με εξαντλητική απαρίθμηση τα ποινικά αδικήματα για τη διακρίβωση των οποίων είναι επιτρεπτή η συλλογή γενετικού υλικού και η επεξεργασία των γενετικών δεδομένων που προκύπτουν. Ο συγκεκριμένος. προσδιορισμός των αδικημάτων επαφίεται στην αξιολόγηση του νομοθέτη. Η Αρχή εκφράζει την πεποίθηση ότι για τους λόγους που έχουν προαναφερθεί η μέθοδος αυτή πρέπει να επιφυλάσσεται στα “ιδιαιτέρως σοβαρά εγκλήματα” και συγκεκριμένα σε εκείνα στα οποία οι σχετικές αναλύσεις μπορούν να οδηγήσουν σε διαλεύκανση των υποθέσεων (εγκλήματα κατά της ζωής, απαγωγή, σεξουαλικά εγκλήματα).
9. Λόγω των ιδιαιτεροτήτων της γενετικής πληροφορίας, της έντασης και δραστικότητας της προσβολής που εμπεριέχει η ανάλυση DNA επιβάλλεται ο περιορισμός της χρήσης της για τη διαπίστωση της ταυτότητας του δράστη μόνο εφόσον υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής ή ανάμιξης σε συγκεκριμένη ενέργεια. Προληπτική λήψη και ανάλυση γενετικού υλικού θα πρέπει να αποκλειστεί. Η παρατήρηση αυτή ισχύει και για την εφαρμογή της μεθόδου αυτής σε απροσδιόριστο ή δυσανάλογα μεγάλο αριθμό προσώπων εφόσον δεν τεκμηριώνεται και από άλλα στοιχεία ο ενδεχόμενος συσχετισμός τους με συγκεκριμένη ενέργεια ή δράση. Η διαπίστωση των προϋποθέσεων αυτών και η έγκριση για τη διεξαγωγή της λήψης και ανάλυσης του γενετικού υλικού πρέπει κατά τη γνώμη μας να τελεί υπό δικαστικές εγγυήσεις και λόγω της ιδιαίτερης σοβαρότητας να ανατεθεί στο Συμβούλιο Εφετών.
10. Η νομοθετική ρύθμιση θα πρέπει περαιτέρω να αναφέρεται και στην υποχρέωση καταστροφής του ληφθέντος γενετικού υλικού μετά την εκπλήρωση του σκοπού που επιδιώκεται, δηλ. την πιστοποίηση της ταυτότητας. Εφόσον η διαπίστωση της ταυτότητας είναι δεδομένη η καταστροφή πρέπει να αφορά και κάθε περαιτέρω πληροφορία η οποία θα έχει ενδεχομένως προκύψει από τη γενετική ανάλυση. Είναι αυτονόητο ότι η υποχρέωση καταστροφής του γενετικού υλικού και διαγραφής των αντίστοιχων δεδομένων, που αφορούν ένα ή περισσότερα άτομα τα οποία έχουν ελεγχθεί, υφίσταται και στην περίπτωση που από την ανάλυση δεν προκύπτει ταυτότητα ενόχου της συγκεκριμένης ενέργειας.
11. Τέλος θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι η γενετική ανάλυση για τη διαπίστωση της ταυτότητας καθώς και η καταχώριση και επεξεργασία των αντίστοιχων γενετικών δεδομένων θα διεξάγεται με τις κατάλληλες μεθόδους και διαδικασίες ώστε να αποτρέπεται η μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση καθώς και κάθε οποιαδήποτε παρέμβαση. Λόγω της ιδιαιτερότητας των δεδομένων θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται ενισχυμένα μέτρα ασφάλειας των συστημάτων και των δεδομένων που παράγονται ή υφίστανται επεξεργασία.
Ο Πρόεδρος, Η Γραμματέας
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΑΦΕΡΜΟΣ ΕΥΓΕΝΙΑ ΤΣΙΓΓΑΝΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου