Η απεργία αποτελεί συνταγματικό δικαίωμα, κατοχυρωμένο στο άρθρο 23 του Συντάγματος. Ανήκει στα "κοινωνικά δικαιώματα" που προβλέπονται από το δεύτερο μέρος του Συντάγματος. Τις τελευταίες ημέρες έχει προκύψει ένας έντονος νομικός διάλογος σχετικά με το δικαίωμα ή μη των δικαστών στην απεργία.
Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων έχει ανακοινώσει ότι τα μέλη της θα ακολουθήσουν διακοπή των δικαστικών συνεδριάσεων σε καθημερινή βάση, για συγκεκριμένες ώρες. Υπήρξαν δικαστές που διαφώνησαν με το επιτακτικό ύφος διατύπωσης της συγκεκριμένης απόφασης του παραπάνω σωματείου, επικαλούμενοι το άρθρο 23 του Συντάγματος, το οποίο απερίφραστα, ξεκάθαρα και απόλυτα αναφέρει ότι "απαγορεύεται η απεργία με οποιαδήποτε μορφή στους δικαστικούς λειτουργούς και σε αυτούς που υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας". Η απαγορευτική διατύπωση υπάρχει και στον Κώδικα Οργανισμού των Δικαστηρίων και των Δικαστικών Λειτουργών. Την απόλυτη συνταγματική απαγόρευση ζητά και η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου να τηρήσουν οι δικαστές, επισημαίνοντας το ζήτημα των πειθαρχικών διώξεων προς όσους δεν εκπληρώνουν τις συνταγματικές υποχρεώσεις τους.
Για έναν μη νομικό, δεν υπάρχει θέμα: το Σύνταγμα απαγορεύει την απεργία στους δικαστές, οπότε τελείωσε. Για εμάς τους νομικούς, όμως, δεν υπάρχουν τέτοιου είδους αυτονόητα, κάθως κάθε νομοθετική διάταξη πρέπει να υποβάλλεται σε ανάλυση, η οποία, αφού φωτίσει τις διάφορες ερμηνευτικές εκδοχές, θα υποδείξει την ορθότερη, με γνώμονα τα γνωστικά εργαλεία της επιστήμης του δικαίου.
Το Σύνταγμα περιλαμβάνει λοιπόν αυτή την απόλυτη διατύπωση, περί απαγόρευσης της απεργίας, με οποιαδήποτε μάλιστα μορφή, στους δικαστικούς λειτουργούς. Η απαγορευτική διάταξη εντάσσεται όμως, σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, δηλαδή στο context των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων που προβλέπει το Σύνταγμα. Στο ίδιο κεφάλαιο του Συντάγματος, υπάρχει και το άρθρο 25 παρ. 1, κατά το οποίο κάθε είδους περιορισμοί σε συνταγματικά δικαιώματα πρέπει να προβλέπονται (α) από το Σύνταγμα ή από το νόμο και (β) να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας.
Επομένως, για να είναι θεμιτός ένας περιορισμός συνταγματικού δικαιώματος (όπως η απεργία), δεν αρκεί να προβλέπεται από το γράμμα του Συντάγματος, όπως ο συγκεκριμένος αποκλεισμός των δικαστών από το δικαίωμα της απεργίας. Πρέπει η συγκεκριμένη, κάθε φορά, εφαρμογή του περιορισμού να σέβεται την αρχή της αναλογικότητας. Δηλαδή, το ίδιο το Σύνταγμα αναγνωρίζει ότι ακόμη και οι περιορισμοί που το ίδιο προβλέπει, θα πρέπει να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας, η οποία αποτελεί εξάλλου ένα θεμελιώδες δικαιϊκό πρόταγμα, ακόμη κι όταν δεν μνημονευόταν πανηγυρικά από το κείμενο του Συντάγματος.
Δεν μπορούμε λοιπόν να δεχθούμε ότι ο (φραστικά) απόλυτος και ανεξαίρετος περιορισμός στο δικαίωμα των δικαστών για απεργία που προβλέπεται από το άρθρο 23 εδ. β΄του Συντάγματος εκφεύγει της υποχρέωσης να υποβληθεί - σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση απεργίας- σε έλεγχο ως προς το σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας. Διότι δεν είναι "αυτονόητο" ότι απαγορεύεται κάθετα και οριζόντια στους δικαστές να απεργούν, πρέπει κάθε φορά η απαγόρευση να αιτιολογείται. Η προσέγγιση αυτή της "σχετικοποίησης" απόλυτων διατυπώσεων του Συντάγματος δεν πρέπει να μας ξενίζει. Και στο άρθρο 19 το Σύνταγμα αναφέρει ότι το απόρρητο των επικοινωνιών είναι "απόλυτα απαραβίαστο". Προφανώς καθ' υπερβολήν: δεν υπάρχουν απόλυτα δικαιώματα, επομένως ούτε και απόλυτες απαγορεύσεις. Μόνη ίσως εξαίρεση, η απαγόρευση των βασανιστηρίων, για την οποία ούτε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αναγνωρίζει θεμιτούς περιορισμούς.
Έτσι, θα πρέπει να εξεταστεί εάν η απαγόρευση της συγκεκριμένης απεργίας των δικαστών, στην μορφή που έχει εξαγγελθει, αντέχει τον έλεγχο της ως μέτρο κατάλληλο, αναγκαίο και εν στενή εννοία αναλογικό σε μια στάθμιση κόστους - οφέλους (ενόψει ίσως ηπιότερων περιορισμών). Αυτόν τον έλεγχο θα πρέπει να διεξάγουν τα όργανα που ενδεχομένως θα προχωρήσουν σε πειθαρχικές διαδικασίες για τους δικαστές που απεργούν. Μόνον εφόσον η απαγόρευση αντέξει σε αυτόν τον έλεγχο αναλογικότητας, θα επιβληθεί νομίμως οποιοδήποτε μέτρο διασφαλίζει την ισχύ της προβλεπόμενης απαγόρευσης του ΚΟΔΚΔΛ και του άρθρου 23 εδ. β΄του Συντάγματος.
Ωστόσο, το άρθρο 25 δεν προβλέπει μόνο την αρχή της αναλογικότητας. Προβλέπει κι ότι η προστασία των δικαιωμάτων "αποβλέπει στην πραγμάτωση της κοινωνικής προόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη". Προβλέπει ότι "η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος απαγορεύεται". Προβλέπει ότι "το κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης". Αυτά τα συνταγματικά προτάγματα συνισχύουν με την αρχή της αναλογικότητας, παρ' όλο που δεν έχουν γνωρίσει αντίστοιχης εμβάθυνσης νομολογιακή ανάλυση και κατηγοριοποίηση.
Το Σύνταγμα μας δίνει λοιπόν τα κριτήρια για να εξετάσουμε κατά πόσον η συγκεκριμένη απεργία των δικαστών είναι ή όχι απολύτως απαγορευμένη, χωρίς βέβαια να περιλαμβάνει μια τελική ετυμηγορία γενικής εφαρμογής.
16 σχόλια:
Βιώνουμε πρωτοφανή γεγονότα σήμερα στην πολιτική σκηνή της χώρας, έχουν γίνει κατάφωρες παραβιάσεις του συντάγματος και των νόμων ακόμη και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Ελλήνων πολιτών από τις άλλες δύο εξουσίες του κράτους, που είναι άδικο να την πληρώσουν μόνον οι δικαστές, γιατί μόνον αυτοί υπόκεινται σε έλεγχο σε αντίθεση με τους βουλευτές και υπουργούς που απολαμβάνουν για τους εαυτούς τους πάσης φύσεως ασυλία και παραγραφές!!
Όμως o δικαστής ορκίστηκε να τηρεί το σύνταγμα και τους νόμους και να ελέγχει όσους τα παραβιάζουν. Είτε ιδιώτες είτε δημόσιους και κρατικούς λειτουργούς των άλλων δύο εξουσιών (νομοθετικής και εκτελεστικής).
Είναι η τρίτη κρατική εξουσία. Ο ρόλος του είναι να προστεύει τους πολίτες από κρατικές και μη αυθαιρεσίες .
Διαφορετικά με το ίδιο σκεπτικό θα μπορούσαν να κάνουν απεργία και οι βουλευτές ή οι υπουργοί...
Σύμφωνα με το άρθρο 25 του Συντάγματος η αρχή της αναλογικότητας εφαρμόζεται στην περίπτωση των περιορισμών στα ατομικά δικαιώματα που προβλέπονται από το ίδιο το Σύνταγμα ή νόμους (εφόσον υπάρχει Συνταγματική επιφύλαξη υπέρ αυτού). Ως εδώ καλά. Φαίνεται να έχετε δίκιο, το άρθρο 23 § 2 Σ είναι (γνήσιος, αφού προβλέπεται από το Σύνταγμα) περιορισμός των δικαιωμάτων των δικαστών ως πολιτών, άρα πρέπει να υπακούει την αρχή της αναλογικότητας, παρά την διατύπωση της απόλυτης απαγόρευσης.
Επιπλέον, θα προσθέσω εγώ, δεν επιτρέπεται η διασταλτική ή αναλογική ερμηνεία της περιοριστικής διάταξης και δεν μπορεί να θίγεται ο πυρήνας του δικαιώματος.
Πέραν τούτου, με δεδομένη την καθιέρωση αρχή της ισότητας άρθρο 4 του Συντάγματος, φαίνεται ότι το Σύνταγμα απονέμει το δικαίωμα της απεργίας στους δικαστές αλλά απαγορεύει την άσκησή του. Δικαίωμα κατά ψιλή κυριότητα σύμφωνα με ένα παλιότερο νομικό (Ι. Παπανικολάου, ΕλλΔνη 1983, σελ. 1364, ιδίως 1367).
Ο ίδιος δε νομικός φτάνει στο συμπέρασμα ότι η απεργία δικαστή είναι μεν πειθαρχικώς ελέγξιμη, αλλά δεν είναι βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα που επισύρει ποινή απόλυσης, υπό την προϋπόθεση ότι έχει ως στόχο την διαφύλαξη του κύρους της δικαιοσύνης (μέσα βάζει και τα μισθολογικά) και ότι εξαντλήθηκαν οι διαπραγματευτικές δυνατότητες και ο καλόπιστος διάλογος.
Οι σκέψεις μου:
1) Η απεργία Δικαστών απαγορεύεται. Είναι πάντα παράνομη. Διότι σε αντίθετη περίπτωση έχουμε υποπέσει στο ατόπημα της contra legem ερμηνείας. Δεν μπορούμε να βγάλουμε αντισυνταγματική μια διάταξη του Συντάγματος (ειδικά μια διάταξη που είναι εξαιρετικά ειδική και σαφής, όπως αυτή). Η δε απαγόρευση αυτή περιλαμβάνει κάθε στάση εργασίας, ανεξαρτήτως λεκτικού χαρακτηρισμού, όχι μόνο γιατί το Σύνταγμα λέει «οποιασδήποτε μορφής» αλλά και γιατί η απεργία γλωσσικά και νομικά ορίζεται ως ατομική ή συλλογική αποχή των εργαζομένων από την εργασία τους.
2) Κατ' εξαίρεση δεν αποτελεί βαρύ (μήπως και καθόλου;) πειθαρχικό παράπτωμα όταν γίνεται επειδή θίγεται το κύρος της δικαιοσύνης. Το αν ήταν εντός αυτού του πλαισίου δικαιολογημένη θα κριθεί από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα των ίδιων των Δικαστών.
Τούτο δημιουργεί το περίεργο φαινόμενο ότι οι αριθμητικά λιγότεροι ανώτατοι Δικαστές θα κρίνουν επί αποφάσεων που λήφθηκαν στα πλαίσια συνδικαλιστικών οργανώσεων από τους πολυαριθμότερους κατώτερους δικαστές, στις οποίες οι ανώτατοι ίσως μειοψήφησαν, με αποτέλεσμα την ακύρωση της ούτως ή άλλως περιορισμένης συνδικαλιστικής ελευθερίας τω ν Δικαστών.
Αν δεν αλλάξει ο τρόπος πειθαρχικού ελέγχου των Δικαστών, όμως, δεν μπορεί να υπάρξει άλλη λύση, αφού δεν είναι δυνατό να αξιωθεί οι Δικαστικές Ενώσεις να μην υπόκεινται σε έλεγχο, ενώ ισχύουν mutatis mutandis οι λόγοι που οι Δικαστές και δεν δικάζονται ποτέ από κατώτερούς τους.
Υ.Γ. Ατυχές το παράδειγμα του άρθρου 19 Σ. Περιέχει νομοθετική εξουσιοδότηση για περιορισμούς, άρα δεν είναι απόλυτο.
Μιχάλης
Aυτή η προσέγγιση εκμηφενίζει πλήρως την συνταγματική επιταγή για έλεγχο αναλογικότητας ακόμη και των επριορισμών που το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει. Ουδείς μίλησε για αντισυνταγματικότητα διάταξης, αντίθετα για συστηματική ερμηνεία ώστε να μην εκμηδενίζεται το βασικό περιεχόμενο ούτε του 23 αλλά ούτε και του 25.
Ορθώς παρατηρείς ότι δεν ανέφερα το άρθρο 25 Σ. Mea Culpa. Να συμπληρώσω, λοιπόν, ότι τα αρμόδια όργανα που θα ελέγγξουν τους απεργούντες Δικαστές είναι υποχρεωμένα να εφαρμόσουν και την αρχή της αναλογικότητας για να δουν αν η απεργία ήταν ή όχι δικαιολογημένη.
Νομίζω, όμως, ότι το άρθρο 23 § 2 θα μπορούσε να αδρανοποιηθεί, ούτως ώστε να μπορεί η απεργία να χαρακτηριστεί νόμιμη, μόνο αν γίνει δεκτό είτε α) ότι το άρθρο 25 είναι κατά κάποιο τρόπο ανώτερο από το 23, το οποίο δεν μπορεί να ισχύει, αφού όπως είπα δεν υπάρχουν αντισυνταγματικές διατάξεις του Συντάγματος, είτε β) ότι η αρχή της αναλογικότητας έχει, και δη στη συγκεκριμένη της έκφανση, υπερσυνταγματική ισχύ.
Όσον αφορά το τελευταίο, κρατάει χρόνια ο διάλογος αν κανόνες διεθνούς δικαίου μπορούν να είναι ανώτεροι του Συντάγματος.
Προσωπικά, όμως, προτιμώ να το βλέπω στα πλαίσια της δημοκρατικής νομιμοποίησης του νομοθέτη και του Δικαστή. Ο Συνταγματικός νομοθέτης εξελέγη, έλαβε εντολή, και έχει ο ίδιος ορίσει πως και πότε θα παραχωρεί αρμοδιότητα στη διεθνή κοινωνία. Αλλά και η ίδια δε η διεθνής κοινωνία, λειτουργεί στα πλαίσια του σεβασμού της κρατικής κυριαρχίας (σε τυπικό επίπεδο τουλάχιστον). Σε κάθε περίπτωση δε οι Έλληνες Δικαστές, ως εξουσία, αντλούν τη νομιμοποίησή τους μόνο από το Σύνταγμα, αφού δεν εκλέγονται. Άρα είναι υποχρεωμένοι να τηρούν το Σύνταγμα της χώρας.
Μιχάλης
Είναι μία προσέγγιση που παρακάμπτει ότι και τα δύο άρθρα είναι μέρη ενός συστήματος διατάξεων, με εσωτερική σχέση και συνοχή, προφανώς πέραν της κάθετες αναζήτησης κατισχύσεων, αλλά της εσωτερικής σχέσης τους. Η σχέση προβλέπει τα εξής:
Α) κανόνας είναι το συνταγματικό δικαίωμα της απεργίας (άρθρο 23 εδ. α ´ )
Β) οι περιορισμοί του κανόνα πρέπει να προβλέπονται από το Σύνταγμα ή από το νόμο (άρθρο 25).
Γ) η απεργία απαγορεύεται για τους δικαστές (άρθρο 23 εδ. β ´).
Δ) οι περιορισμοί πρέπει να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας.
Επομένως, δεν τίθεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας του (Γ), αλλά ελέγχου της κάθε φορά εφαρμογής αυτής της απαγόρευσης υπό το πρίσμα του (Δ).
Πρέπει να συναρμόσουμε τις διατάξεις με βάση την συστημική και λογική δομή τους. Η αναζήτηση κατισχύσεων ή απορρίψεων είναι ξένη στην αναζήτηση του νοήματος τους, εφόσον πρόκειται για διατάξεις ίσης τυπικής ισχύος. Και δεν μίλησα φυσικά για κανόνες διεθνούς δικαίου, αφού η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί εθνικό συνταγματικό κανόνα.
Το γράμμα του Συντάγματος δεν επιτρέπει λοιπόν απομονωμένη από το σύστημα εφαρμογή μιας διάταξης. Γιατί το γράμμα ενδέχεται να οδηγεί σε νοηματικούς αποκλεισμούς, ιδίως όταν χρησιμοποιούνται λέξεις όπως " απόλυτα" ή "αποκλειστικά", όπως επισήμανα πριν και για το απόρρητο των επικοινωνιών. Και για εκείνη την περίπτωση, το ίδιο το Σύνταγμα υιοθετεί μία αποκλειστική διατύπωση, την οποία βέβαια αναιρεί αμέσως παρακάτω με την μνεία των εγγυήσεων άρσης του απορρήτου. Μία άλλη τέτοια περίπτωση είναι το άρθρο 15 παρ 2 που αναθέτει τον άμεσο έλεγχο του κράτους επί των ρ/τ μέσων στην αποκλειστική αρμοδιότητα του ΕΣΡ. Προφανώς αυτή η αποκλειστική αρμοδιότητα δεν είναι και τόσο αποκλειστική, όταν οι ρ/τ υπόκεινται προφανώς και σε δικαστικό έλεγχο ή και σε διοικητικό έλεγχο ως προς τεχνικές ιδιότητές τους από άλλες υπηρεσίες όπως η ΕΕΤΤ.
Συμφωνώ και επαυξάνω όσα λες περί ερμηνείας, αλλά επί της αρχής μόνο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση
όμως η ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 23 § 2 Σ η οποία καταλήγει να της αποδώσει περιεχόμενο που έρχεται σε αντίθεση με το σαφές γλωσσικό περιεχόμενο της διάταξης.
Όσον αφορά ειδικώς το επιχείρημα ότι απλώς θα ελέγχεται in concreto η εφαρμογή της διάταξης, χωρίς η ίδια να καταργείται, πρέπει να επισημάνω ότι οποιαδήποτε εκτίμηση καταλήξει στο συμπέρασμα "αυτή η απεργία Δικαστών επιτρέπεται", έρχεται απλά σε προφανή αντίθεση με το γλωσσικό περιεχόμενο της Διάταξης.
Αν παρατηρήσεις και την ερμηνεία του Παπανικολάου, που προανέφερα, ότι δηλαδή στο 23 Σ απεργία = άσκηση απεργίας και όχι δικαίωμα απεργίας, θα δεις ότι και αυτή είναι μια ακροβασία, που τελικά δεν καταλήγει σε αντίθετο συμπέρασμα.
Επίσης, και το άρθρο 15 περιέχει ρητή νομοθετική εξουσιοδότηση ("όπως νόμος ορίζει"), ενώ επιπλέον λέει ρητά ότι μόνο ο έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στο Ε.Σ.Ρ. (εννοεί τα πρόστιμα), ενώ ο "άμεσος έλεγχος" της ραδιοτηλεόρασης ασκείται γενικότερα από το κράτος (άρα και τα Δικαστήρια).
Παντως, επαναλαμβάνω, έχεις σε γενικότερα πλαίσια δίκιο ως προς τις μεθόδους ερμηνείας του Συντάγματος.
Άρα συμφωνούμε ότι το γλωσσικό περιεχόμενο της διάταξης δεν είναι το τελικό στάδιο για να κριθεί η συνταγματικότητα της απαγόρευσης, αλλά θα πρέπει να υποβληθεί κάθε εφαρμογή της απαγόρευσης σε έλεγχο αναλογικότητας, ώστε να τηρείται το σύστημα του Συντάγματος.
Είναι σαφές ότι είπα ακριβώς το αντίθετο.
Ότι το γλωσσικό περιεχόμενο είναι το τελικό όριο, ασχέτως των γενικότερων μεθόδων ερμηνείας.
Επίσης είναι σαφές ότι ουδέποτε είπατε ότι το γλωσσικό περιεχόμενο της διάταξης δεν είναι το τελικό στάδιο για να κριθεί η συνταγματικότητα της απαγόρευσης.
(Και ναι, τα ξαναδιάβασα όλα για να βεβαιωθώ ότι δεν συμφώνησα καταλάθως σε κάτι που δεν έπρεπε).
Μιχάλης
Αυτό παρακάμπτει τις διαδικασίες ουσιαστικών σταθμίσεων που επιβάλλει η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας.
Κάθε κρίση περί δικαίου ή αδίκου ενέχει πολλαπλές σταθμίσεις οι οποίες προφανώς ξεκινούν από τις διατυπώσεις, αφού το όργανο της επιστήμης μας είναι η γλώσσα, αλλά η αναζήτηση του τελικού διανύσματος δεν μπορεί να περιορίζεται από τις περιορισμένες δυνατότητες των συγκεκριμένων εκφραστικών μέσων που επέλεξε ένας νομοθέτης, ακόμη και ο συνταγματικός. Γιατί τότε δεν θα ήταν επιστήμη, αλλά αναγνωστική λέσχη.
Οι απόλυτες a priori απαγορεύσεις σε συνταγματικά δικαιώματα είναι ξένες προς την ίδια την ουσία του δικαίου, ως συνόλου κριτηρίων στάθμισης. Η αρχή της αναλογικότητας είναι ένας συνταγματικός κανόνας που εγγράφεται στον καταστατικό χάρτη ακριβώς για να επιβάλλει κανονιστικά τον μετριασμό των απολυτοτήτων και την αρμονική εφαρμογή των περιορισμών ενόψει των επιδιωκόμενων κάθε φορά σκοπών τους. Είναι συνειδητή επιλογή του συνταγματικού νομοθέτη να κατοχυρώσει τη συγκεκριμένη αρχή σε ένα άρθρο που πλαισιώνει,νοημστοδοτεί και οριοθετεί το κεφάλαιο περί ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Υπενθυμίζοντας ότι η δουλειά του νομικού είναι πέρα από αυτοματισμούς και σαρωτικές γενικεύσεις που μας απομακρύνουν απλό την ουσία του δικαίου.
Εδώ θα διαφοροποιηθώ. Αν περάσουμε τα απώτατα όρια της γλωσσικής έκφρασης του νομοθέτη θα καταστεί αδύνατος ο έλεγχος της ορθότητας των νομικών συλλογισμών μας. Ειδικά το Σύνταγμα, αυτό δεν μπορεί να είναι σχετικό. Πρέπει να είναι σαφές και "αυστηρό". Αλλιώς θα είναι γεμάτο τρύπες σαν το χαρακτηριζόμενο ως "χαλαρό" Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, και αργά ή γρήγορα θα καταλυθεί.
Γι' αυτό δεν είναι θεμιτός ο μετριασμός και των διατάξεων περί της μορφής του πολιτεύματος με βάση της αρχής της αναλογικότητας, (και όχι γιατί δεν αναθεωρούνται).
Οπότε, αν θες, στο σημείο αυτό ο συλλογισμός μου παύει να είναι καθαρά νομικός, και γίνεται δικαιοπολιτικός ή πολιτειακός.
Πρόκειται για ένα επιχείρημα ουσιαστικής ορθότητας, το οποίο εν προκειμένω δικαιολογείται κατά τη γνώμη μου από την ίδια τη θέση του Συντάγματος ως grundnorm. Είναι ανάγκη η θέση αυτή να διαφυλαχθεί.
Τώρα θα μου πεις, ποιος αποφασίζει τι είναι Grundnorm της πολιτείας μας. Εμεις. Όπως εν τέλει εμείς θέτουμε τα όρια της ερμηνείας των όποιων κανόνων δικαίου, με βάση εξωνομικά κριτήρια (λέμε μερικές φορές ότι οι πατροπαράδοτοι κανόνες ερμηνείας είναι οι ίδιοι κανόνες δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα είναι πολιτικές επιλογές).
Θεωρώ δηλαδή πως ουσία του δικαίου είναι και η τήρηση του Συντάγματος. Και παραδέχομαι ότι ακριβώς γι' αυτό η διαφωνία μου κατά βάθος οφείλεται στην αντίληψή μου περί πολιτεύεσθαι.
O έλεγχος της ορθότητας των νομικών συλλογισμών δεν εξαντλείται σε μονοσήμαντες φραστικές διατυπώσεις, αλλά περιλαμβάνει και το σύνολο της επεξεργασίας, στην οποία έχουν υποβληθεί από τη θεωρία και φυσικά την νομολογία. Η αρχή της αναλογικότητας δεν είναι ένα "σύνθημα", αλλά έχει συγκεκριμένο νομικό περιεχόμενο, διαπλασμένο μέσα από δικαστήρια κι επιστήμονες που προφανώς γνώριζε ο συνταγματικός νομοθέτης όταν υποδέχθηκε ρητά την αρχή ως κανόνα του θεμελιώδους νόμου. Κι επίσης κάθε γενικός και δυσμετάβλητος κανόνας πρέπει να προσεγγίζοντας ως ένα ζωντανό κείμενο που καλείται να καλύψει τις πραγματικές ανάγκες της καθημερινής ζωής, κι όχι ένα κείμενο παγωμένο και μονοδιάστατο. (Με τις εξαιρέσεις φυσικά που επιβάλλονται στο ποινικό δίκαιο).
Ο εκάστοτε νόμος δεν είναι λοιπόν οι λέξεις που τον αποτελούν, αλλά η ερμηνεία του. Σε αυτό το συμπέρασμα, οι διαφωνίες δεν αντέχουν και πολύ στη λογική και στην ιστορική λειτουργία του δικαίου. Όταν ένας βυζαντινός αυτοκράτορας απαγόρευσε στους νομικούς με διάταγμα την ερμηνεία του νόμου, οι νομικοί προσπέρασαν την απαγόρευση με την ερμηνεία. Άρα η εκάστοτε νομοθετική εξουσία, όσο κι αν έχει τα μέσα να επιβάλει απαγορεύσεις, δεν σημαίνει ότι μπορεί να παράγει ένα άρτιο αποτέλεσμα εάν παρακάμψει την επιστήμη, η οποία έχει έναν πιο αντικειμενικό ρόλο.
Στην περίπτωση των δικαστών, διαφωνώ κάθετα με τις διακοπές των συνεδριάσεων και ήδη έχουν αναβληθεί τέσσερις υποθέσεις μου. Θεωρώ ότι είναι λάθος να αντιδρούν με αυτόν τον τρόπο εις βάρος των εαυτών τους και των διαδίκων. Δεν μπορώ όμως να μην αναγνωρίσω και ότι η συνταγματική απαγόρευση της απεργίας τους γνωρίζει συγκεκριμένα όρια. Πρέπει να διαχωρίζουμε τα συμφέροντά μας, τις πολιτικές μας απόψεις και τις προσδοκίες μας από την εργασία της νομικής ανάλυσης που επιβάλλει να λείπει η προσωπική εμπλοκή και να τηρείται ένα αντικειμενικό βλέμμα στα πράγματα.
Με αφορμή την τοποθέτηση του κ. Χαράλαμπου Αθανασίου ως επικεφαλής του ψηφοδελτίου επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας, και ερευνώντας τη δράση του ως Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, εντόπισα το παρόν άρθρο και θα ήθελα να εκφράσω τη διαφωνία μου με την προσέγγιση του συγγραφέα, καθώς, βάσει του άρθρου 23 παρ. 1 εδ. β' του Συντάγματος, δεν καθιερώνεται περιορισμός ως προς το ουσιαστικό περιεχόμενο του δικαιώματος στην απεργία αλλά εξαίρεση των δικαστικών λειτουργών και των υπηρετούντων στα σώματα ασφαλείας από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω δικαιώματος, κατ' άρθρο 23 παρ. 1 εδ. α' του Συντάγματος. Με άλλα λόγια, οι δικαστικοί λειτουργοί και όσοι υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας δεν είναι καν φορείς του δικαιώματος στην απεργία, οπότε παρέλκει η όποια ερμηνευτική προσέγγιση της σχετικής διάταξης υπό το φως της αρχής της αναλογικότητας.
Εξάλλου, η απόλυτη διατύπωση του άρθρου 23 παρ. 1 εδ. β' του Συντάγματος ("απαγορεύεται η απεργία με οποιαδήποτε μορφή...") σε συνδυασμό με ότι πρόκειται για lex specialis έναντι του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. δ' του Συντάγματος, μας οδηγεί ακριβώς στο ίδιο ερμηνευτικό αποτέλεσμα.
Αλέξανδρε, θα πρέπει να δεις τον διάλογο που έχει προηγηθεί, όσον αφορά το θέμα αυτό. Το γεγονός ότι εκκινείς την τοποθέτησή σου με την αναφορά σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, το οποίο εμπλέκεται τόσο με το υπό συζήτηση θέμα, όσο και με την εκλογική διαδικασία, θέτει ορισμένες αμφιβολίες για την αντικειμενικότητα της τοποθέτησής σου.
Περαιτέρω, ο αποκλεισμός μιας επαγγελματικής ομάδας από την ιδιότητα του φορέα του δικαιώματος, σαφώς και είναι περιορισμός. Όπως ένας νομοθετικός αποκλεισμός των gay από το δικαίωμα γάμου: και πάλι πρόκειται για παραβίαση, μολονότι ο περιορισμός αφορά μια κατηγορία φορέων.
Τρίτον, το δικαίωμα στην απεργία προβλέπεται πλέον από το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο σε ρητή διάταξη του δεσμευτικού πια Χάρτη των Θεμελιωδών Ελευθεριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης:
Άρθρο 28
Δικαίωμα διαπραγμάτευσης και συλλογικών δράσεων
Οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες, ή οι αντίστοιχες οργανώσεις τους, έχουν, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές, δικαίωμα να διαπραγματεύονται και να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις στα ενδεδειγμένα επίπεδα καθώς και να προσφεύγουν, σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων, σε συλλογικές δράσεις για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους, συμπεριλαμβανομένης της απεργίας.
Οι περιορισμοί στα θεμελιώδη δικαιώματα που προβλέπει ο Χάρτης γίνονται δεκτοί μόνο με όρους αναλογικότητας κι όχι με όρους απόλυτων διατυπώσεων, σύμφωνα με ρητές διατάξεις του.
"Απόλυτα" στο δίκαιο δεν υπάρχουν, εκτός ίσως από την απαγόρευση των βασανιστηρίων.
Θεωρώ λοιπόν ότι εάν τοποθετήσουμε το θέμα στο γενικότερο θεσμικό και δικαϊικό περιβάλλον, η διατύπωση του Συντάγματος, όσο απόλυτη κι αν είναι (όπως και για το "απόλυτα απαραβίαστο" της ιδιωτικής ζωής), κάμπτεται και σχετικοποιείται. Αλλά στις προεκλογικές περιόδους όπως τώρα, δυστυχώς αμβλύνεται η επιστημονική καθαρότητα με την οποία προσεγγίζουμε τα θέματα.
ΠΡΩΤΟΝ : "...Πρέπει η συγκεκριμένη, κάθε φορά, εφαρμογή του περιορισμού να σέβεται την αρχή της αναλογικότητας..." Το "πρέπει" αυτό είναι δικό σας. Το συνταγματικό κείμενο (άρθρ. 25 § 1 εδ. δ΄., δε μιλάει για την εκάστοτε ΕΦΑΡΜΟΓΗ των περιορισμών, βάσει των ισχυουσών κάθε φορά συγκεκριμένων συνθηκών, αναγκών, διακυβευομένων συμφερόντων κλπ, αλλά ΜΟΝΟ για τους όρους και τις προϋποθέσεις της ΘΕΣΠΙΣΗΣ των περιορισμών και, επιτρέψτε μου, εννοεί τους περιορισμούς που ενδέχεται να τεθούν στο μέλλον από το Νόμο, διαφορετικά αυτοαναιρείται. Βάσει των σκέψεων αυτών θεωρώ ότι η λέξη "να" ("και "να" σέβονται την αρχή της αναλογικότητας") έχει τεθεί εσφαλμένα, δηλ. πρόκειται για κακότεχνη διατύπωση. Ο σεβασμός της αρχής της αναλογικότητας είναι η δεύτερη προϋπόθεση της συνταγματικότητας της θέσπισης περιορισμών, βάσει νόμου. Η πρώτη είναι η υπέρ του νόμου επιφύλαξη : "...πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το Νόμο,εφ' όσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και (να) σέβονται την αρχή της αναλογικότητας".
ΔΕΥΤΕΡΟΝ : Οι νόμοι, πολλώ δε μάλλον το Σύνταγμα δεν είναι για να παίζουν οι νομικοί. Συνεπώς, είναι εξαιρετικά σημαντικό, ΤΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΟ, αυτό που καταλαβαίνει ένας μη νομικός διαβάζοντας μια νομική διάταξη. Συνεπώς διαφωνώ έντονα με την άποψή σας «…Για έναν μη νομικό, δεν υπάρχει θέμα: το Σύνταγμα απαγορεύει την απεργία στους δικαστές, οπότε τελείωσε. Για εμάς τους νομικούς, όμως, δεν υπάρχουν τέτοιου είδους αυτονόητα…».
Εν τέλει, (πρέπει να) μας απασχολεί και η ασφάλεια Δικαίου.
Όχι, δεν αφορά μόνο τη θέσπιση των περιορισμών. Αφορά και την εφαρμογή τους. Στο ίδιο συνταγματικό άρθρο 25 αναφέρεται ότι ΟΛΑ τα κρατικά όργανα (άρα όχι μόνο της νομοθετικής εξουσίας) υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιση και αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων.
Έπειτα, αυτά που λέτε για "πρώτη" και "δεύτερη" προϋπόθεση, δείχνουν ότι παραγνωρίζετε την αρχή της ίσης δεσμευτικής ισχύος όλων των συνταγματικών διατάξεων. Δεν υπάρχουν "πρώτες" και "δεύτερες".
Και τέλος, η διαρκής αναζήτηση του επιστημονικά αληθούς νοήματος μιας διάταξης δεν είναι "παιχνίδι", με την απαξιωτική έννοια που αποδίδετε στον όρο, αλλά αποστολή κάθε νομικού και τελικά κάθε ανθρώπου που ενδιαφέρεται για την ουσία και την αλήθεια των ρυθμίσεων. Καμία ασφάλεια δικαίου δεν μπορεί να παρεμποδίσει τον επιστημονικό διάλογο.
Δημοσίευση σχολίου