Τρίτη, Μαρτίου 03, 2009

Αρχή Προστασίας Δεδομένων: η ιδιότητα του αντιστασιακού δεν είναι "σημερινή πολιτική πεποίθηση"

Η πρόσβαση στα έγγραφα των δημόσιων αρχείων μπορεί να είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη, αλλά αυτό δεν πτοεί τις δημόσιες υπηρεσίες, ευθυνόφοβες και κρυψίβουλες όπως κάθε γραφειοκρατική δομή, οι οποίες επικαλούνται γενικά τα "προσωπικά δεδομένα" για να εμποδίσουν τους πολίτες από την πρόσβαση.

"Προσωπικά δεδομένα" δεν σημαίνει όμως "απόρρητο". Σημαίνει πληροφορίες ειδικής νομικής προστασίας και κάθε διοικητική υπηρεσία οφείλει να γνωρίζει ότι η προσβαση σε αυτά επιτρέπεται, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Οι δικαιολογίες του στυλ "μα ειναι νέα η νομοθεσία αυτή" ή "δεν ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε" και διάφορα τέτοια δακρύβρεχτα είναι ομολογία άγνοιας καθήκοντος: η Διοίκηση δεσμεύεται από την αρχή της νομιμότητας κι αυτό σημαίνει ότι οφείλει όχι απλώς να γνωριζει τι ορίζουν οι νόμοι, αλλά και να τους εφαρμόζει μέχρι κεραίας, όχι να τους χρησιμοποιεί προσχηματικά για την ταλαιπωρία των πολιτών και την αποφυγή κάθε ευθύνης.

Μια "ευκαιρία" για να μετατεθεί η ευθύνη της άμεσης εφαρμογής του νόμου προκύπτει λοιπόν όταν κάποιος ζητάει, όπως εχει δικαίωμα από το άρθρο 10 του Συντάγματος, πρόσβαση σε δημόσια έγγραφα. Τότε, του ζητείται συχνά "εισαγγελική παραγγελία", ως εκ περισσού, αφού η εισαγγελική παραγγελία είναι εξίσου νομικά δεσμευτική με την υποβολή αιτήματος ενδιαφερόμενου για πρόσβαση στα έγγραφα κατά το άρθρο 5 του Ν.2690/1999 ή κατά το άρθρο 16 του Ν.1599/1986. Η διαφορά της εισαγγελικής παραγγελίας είναι ότι αν την παραβεί ο υπεύθυνος για την εκτέλεσή της υπάλληλος υπέχει ποινική ευθύνη για το αδίκημα της απείθιας. Κατά τ' άλλα, τόσο η αίτηση του πολίτη όσο και η εισαγγελική παραγγελία, στο μέτρο που δεν παραβιάζουν το νόμο, είναι εξίσου νομικά δεσμευτικές για τη Διοίκηση.

Μια άλλη περίπτωση μετάθεσης ευθύνης - και καθυστέρησης εκπλήρωσης του αιτήματος που κανονικά πρέπει να ικανοποιείται εντός 20 ημερών - είναι η παραπομπή του αιτήματος στην Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, όταν τα έγγραφα περιέχουν ονομαστικές πληροφορίες για άλλους. Ούτε και σε αυτήν την περίπτωση υπάρχει βέβαια τέτοια "υποχρέωση" του πολίτη: οι υπηρεσίες έχουν υποχρέωση ως υπεύθυνοι επεξεργασίας να αξιολογήσουν μόνες τους τι θα δώσουν και τι όχι. Η έκδοση προηγούμενης απόφασης της ΑΠΔΠΧ δεν είναι υποχρεωτική, κι ευτυχώς, αν αναλογιστεί κανείς τους ρυθμούς με τους οποίους κινείται η Αρχή, συνεδριάζοντας μόνο 2 φορές την εβδομάδα.

Υπάρχουν βεβαίως και μερικές φορές στις οποίες απαιτείται άδεια της Αρχής για να χορηγηθούν έγγραφα. Μία από αυτές τις περιπτώσεις είναι όταν τα δεδομένα είναι "ευαίσθητα": φυλετική/εθνική καταγωγή, πολιτικές/θρησκευτικές/φιλοσοφικές πεποιθήσεις, υγεία, κοινωνική πρόνοια, ερωτική ζωή, ποινικές διώξεις/καταδίκες, συμμετοχή σε ενώσεις/σωματεία σχετικά με όλα τα παραπάνω/συνδικαλιστικές οργανώσεις. Σε αυτήν την περίπτωση η διαβίβαση δεν επιτρέπεται αν δεν υπάρχει "άδεια" της Αρχής.

Στην προκειμένη περίπτωση, με την απόφαση  8/2009 η Αρχή απάντησε στο ερώτημα μιας υπηρεσίας από την οποία ζητήθηκε από έναν ιστορικό ερευνητή να χορηγήσει αντίγραφα του αρχείου της σχετικά με  ανθρώπους που υπήρξαν μέλη της εθνικής αντίστασης κατά τα έτη 1941-1945. Σκοπός του ήταν να βρει τους επιζώντες και να τους πάρει συνεντεύξεις.

Η Αρχή επέτρεψε βεβαίως την πρόσβαση, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι η προστασία προσωπικών δεδομένων δεν αποτελεί μια νομική κατασκευή συγκάλυψης ή διατήρησης της αδιαφάνειας της κρατικής δράσης, αλλά λειτουργεί κι ως εγγυητής της διαφάνειας και της διευκόλυνσης της περαιτέρω χρήσης πληροφοριών.  Σε αυτές τις εκτιμήσεις περιορίζονται τα θετικά σχόλια σχετικά με την απόφαση 8/2009. Διότι ακόμα και με αυτό το θετικό αποτέλεσμα, η Αρχή επιβεβαιώνει ότι στην πράξη δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει την συνταγματική της αποστολή, όπως έχει αποδειχθεί  και με την πρόσφατη  Αξιολόγηση Αποτελεσματικότητας της ΑΠΔΠΧ για το έτος 2008 

Χρησιμοποιώντας τα κριτήρια της παραπάνω Αξιολόγησης Αποτελεσματικότητας, εξετάζω αυτήν την κατά τ' άλλα θετική απόφαση.

(α) Τήρηση προθεσμίας διεκπεραίωσης

Σύμφωνα με το κείμενο της απόφασης, το αίτημα υποβλήθηκε τον Φεβρουάριο του 2008 και επανυποβλήθηκε τον Ιούνιο του 2008. Η Αρχή συνεδρίασε τον Οκτώβριο του 2008 και η απόφαση δημοσιοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 2009. Χρειάστηκε δηλαδή ένα (1) έτος για να αποφασίσει ενώ σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν.2690/1999 έπρεπε να αποφασίσει εντός 50 ημερών, δυνατότητα αποδεδειγμένα ρεαλιστική, δεδομένου ότι στην αντίστοιχη υπόθεση 54/2008 η όλη διαδικασία είχε κρατήσει λιγότερο από 50 ημέρες (αίτημα 22/9/08 - απόφαση 6/11/08). 

Δεδομένου μάλιστα ότι ο ερευνητής ενδιαφερόταν να βρει τους επιζώντες που ήταν στην Εθνική Αντίσταση τα έτη 1941-1945, άρα άτομα της τέταρτης ηλικίας, η απόφαση θα έπρεπε να είχε εκδοθεί τάχιστα και κατά προτεραιότητα, προκειμένου να εντοπιστούν όσο το δυνατόν περισσότεροι επιζώντες.

(β) Αντιφατικότητα σε σχέση με  προηγούμενες αποφάσεις της Αρχής

Η απόφαση περιέχει την εξής αβάσιμη πρόταση: "[...]τα δεδομένα τα οποία ζητά να του χορηγηθούν από το αρχείο των αναγνωρισμένων αντιστασιακών που τηρείται στη Νομαρχία Ηρακλείου, αποτελούν απλά και όχι ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, εφόσον αναφέρονται στην ιδιότητα νομίμως αναγνωρισμένης από το κράτος δραστηριότητας και όχι σε σημερινές πολιτικές πεποιθήσεις." Δηλαδή η Αρχή αναγνωρίζει ότι η ιδιότητα του αντιστασιακού απηχεί "πολιτικές πεποιθήσεις" μεν, αλλά όχι "σημερινές", επειδή "αναφέρονται στην ιδιότητα νομίμως αναγνωρισμένης από το κράτος δραστηριότητας". Και με αυτή τη συλλογιστική καταλήγει ότι τα εν λόγω δεδομένα ΔΕΝ είναι ευαίσθητα!

Όταν ο Ν.2472/1997 (αλλά και η Οδηγία 95/46 και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση 108/1981) κατηγοριοποιεί τις "πολιτικές πεποιθήσεις" ως "ευαίσθητα δεδομένα", προφανώς δεν ενδιαφέρει η διάκριση ανάμεσα σε "σημερινές" ή "χθεσινές" πολιτικές πεποιθήσεις. Και μόνο το γεγονός ότι υπάρχει ονομαστική πληροφορία καταγεγραμμένη, ως προς τις πολιτικές πεποιθήσεις που είχε ή έχει ένα φυσικό πρόσωπο, ενεργοποιείται η ειδική προστασία των "ευαίσθητων δεδομένων". Διαφορετικά, τα πρώην κομμουνιστικά καθεστώτα θα μπορούσαν να εξακολουθήσουν να τηρούν τους φακέλους των πολιτών με τη δικαιολογία ότι "δεν απηχούν σημερινές πολιτικές πεποιθήσεις". Θεωρώ ότι αυτή η διατύπωση αγγίζει τα όρια της προσβολής για τους αντιστασιακούς και είναι σαφώς επικίνδυνη για το επίπεδο της προστασίας ευαίσθητων δεδομένων στην Ελλάδα, καθώς η Αρχή κρίνει εαυτήν αναρμόδια για έκδοση άδειας όσον αφορά την επεξεργασία πληροφοριών "μη σημερινών" πολιτικών πεποιθήσεων. 

Επιπλέον, η απόφαση είναι αντιφατική προς την αποφαση 57/2003 ΑΠΔΠΧ (αδημ.), κατά την οποία ακόμα και οι πειθαρχικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν σε πρόσωπο για την δράση του κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του 1967 αποτελούν "ευαίσθητα δεδομένα", καθώς αποκάλυπταν της πολιτικές του πεποιθήσεις. Χθεσινές, σημερινές ή διαχρονικές: δεν έχει καμία σημασία. Η ίδια η καταγραφή των πολιτικών πεποιθήσεων είναι ο μόνος λόγος για την αυξημένη προστασία του και όχι οι εκτιμήσεις της Αρχής για το κατά πόσον η καταγραφή αυτή είναι επίκαιρη ή όχι!

Αντίστοιχα, σύμφωνα με την αποφαση 50/2005 της Αρχής,  τα προσωπικά δεδομένα των δωσιλόγων της Κατοχής κρίθηκαν (και ορθά) ευαίσθητα δεδομένα, για τα οποία δόθηκε άδεια επεξεργασίας σε υποψήφιο διδάκτορα για ερευνητικούς σκοπούς. Δηλαδή τα δεδομένα των δωσιλόγων είναι ευαίσθητα, ενώ τα δεδομένα των αντιστασιακών όχι! Ενώ η ίδια η ιδιότητα του αντιστασιακού συνεπάγεται προνόμια που συνδέονται με την κοινωνική πρόνοια και ως εκ τούτου είναι επίσης ευαίσθητα δεδομένα, κατ΄ άρθρο 2 (β) Ν.2472/1997.

(γ) Αμεσότητα εφαρμογής ευρωπαϊκού / διεθνούς δικαίου

Αναγνωρίζοντας ότι η υποχρέωση ενημέρωσης των υποκειμένων κατά το στάδιο της συλλογής ή διαβίβασης είναι ιδιαίτερα αυστηρή κατά την ελληνική νομοθεσία,η Αρχή επιχειρεί να υποβάλει το άρθρο 11 του Ν.2472 σε σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνεία, δηλαδή με άμεση εφαρμογή των αντίστοιχων διατάξεων της Οδηγίας 95/46.

 Αναφέρει λοιπόν η απόφαση στο σημείο 3. "Εξάλλου, η Οδηγία 95/46/ΕΚ προβλέπει απαλλαγή του υπευθύνου επεξεργασίας από την υποχρέωση ενημέρωσης του υποκειμένου στην περίπτωση της ιστορικής ή επιστημονικής έρευνας, εάν η ενημέρωση του ενδιαφερομένου αποδεικνύεται αδύνατη ή προϋποθέτει δυσανάλογες προσπάθειες (άρθρο 11 παρ. 2)."

Και ενώ από η εφαρμογή της παραπάνω διάταξης μπορεί να σημαίνει μόνο δύο πράγματα: (α) απαλλαγή της υπηρεσίας από την υποχρέωση ενημέρωσης λόγω δυσανάλογης προσπάθειας ή (β) επιβολή της υποχρέωσης ενημέρωσης πριν την πρώτη διαβίβαση στον αιτούμενο ερευνητή, ξαφνικά, η Αρχή προβαίνει σε μια εντελώς αθεμελίωτη υπέρβαση:

"Ειδικά στην περίπτωση που τα δημόσια έγγραφα ζητούνται για ιστορική ή επιστημονική έρευνα, δεν απαιτείται προηγούμενη της ανακοινώσεως ενημέρωση των υποκειμένων από τη δημόσια αρχή, όταν η ενημέρωση αποδεικνύεται αδύνατη ή προϋποθέτει δυσανάλογες προσπάθειες, αλλά στην περίπτωση αυτή η υποχρέωση ενημέρωσης βαρύνει τον ερευνητή που θα δημιουργήσει το σχετικό αρχείο."


Και καταλήγει στην εξής απόφαση:


"Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 2 της Οδηγίας 95/46/ΕΚ την οποία ενσωμάτωσε στην ελληνική έννομη τάξη ο ν. 2472/1997 για την Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και με βάση την εξυπηρέτηση της αρχής της διαφάνειας και της δημοσιότητας των διοικητικών εγγράφων, δεν υπάρχει υποχρέωση ενημέρωσης από τη Νομαρχία των εν ζωή αντιστασιακών για την χορήγηση των στοιχειών τους στον ερευνητή Α, επειδή η εύρεσή τους και η ενημέρωση τους από τη διοίκηση είναι δυσανάλογη. Την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 3 του ν. 2472/1997 υποχρέωση ενημέρωσης των υποκειμένων των δεδομένων έχει μόνον ο αιτών την πρόσβαση Α, αφού συλλέξει τα στοιχεία  από το αρχείο της Νομαρχίας Ηρακλείου και δημιουργήσει αρχείο με τα δεδομένα αυτά."



Πρόκειται για μια κρίση πέρα από κάθε λογική και φυσικά είναι εντελώς αθεμελίωτη. Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι:


α) Ποιος ήταν ο αριθμός των υποκειμένων που η ενημέρωσή τους κριθηκε "δυσανάλογη"; Η απόφαση δεν αναφέρει το παραμικρό, μόνο καταλήγει σε αυτό το αυθαίρετο συμπέρασμα, παρακάμπτοντας το γεγονός ότι αν λ.χ. πρόκειται για άνω των 1.000 προσώπων η ενημέρωση θα επιτρεπόταν και δια του τύπου, σύμφωνα με την απόφαση 408/1998 της Αρχής.


β) Το άρθρο 11 παρ. 3 του Ν.2472 αναφέρει ότι "εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται πριν από αυτούς" ή κατά την διατύπωση της Οδηγίας "το αργότερο έως την πρώτη ανακοίνωσή τους". Πως είναι δυνατόν η υποχρέωση αυτή να βαρύνει "μόνον τον τρίτον" και μάλιστα "αφού συλλέξει" τα στοιχεία, αφού ο Νόμος λέει ξεκάθαρα ότι η ενημέρωση του υποκειμένου γίνεται -ρητά και κατηγορηματικά- πριν από αυτόν;


γ) Αν ο ενδιαφερόμενος συλλέξει τα δεδομένα αλλά δεν "δημιουργήσει αρχείο" απαλλάσσεται από την υποχρέωσή του; Διότι ο ενδιαφρόμενος μπορεί να συλλέξει τα δεδομένα χωρίς να τα "διαρθρώσει ώστε να τα κατασήσει προσιτά με γνώμονα συγκεκριμενα κριτήρια" (ορισμός του "αρχείου" κατ' άρθρο 2 (ε) Ν.2472).


Δυστυχώς η Αρχή χρησιμοποιεί εντελώς εργαλειακά την Οδηγία 95/46 μόνο και μόνο για να "αφαιρέσει" χονδροειδώς την υποχρέωση για ενημέρωση από την Νομαρχία και να την μεταθέσει, όπως-όπως στον ερευνητή.  Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται αυτό αποκαλύπτει ότι η Αρχή δεν γνωρίζει την λειτουργία της προηγούμενης ενημέρωσης του υποκειμένου των δεδομένων, το οποίο συνοψίζεται στην ευχέρεια του (α) να γνωρίζει εγκαίρως πότε, ποιος και για ποιο σκοπό επεξεργάζεται τα προσωπικά του δεδομένα και (β) να μπορεί να αντιταχθεί εγκαίρως στην εν λόγω επεξεργασία. Αυτό δεν μπορεί βέβαια να επιτευχθεί όταν θα έχουν ήδη διαβιβασθεί τα δεδομένα στον ερευνητή! Προκαλεί κατάπληξη η εκκωφαντική αυτή άγνοια και ανευθυνότητα με την οποία η Αρχή απορρύθμισε στην προκειμένη περίπτωση το δικαίωμα ενημέρωσης, κακοποιώντας τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου. Κανονικά,η Αρχή όφειλε να είχε εξετάσει και εκθέσει αναλυτικά στην απόφασή της τους λόγους για τους οποίους η Νομαρχία οφείλει ή δεν οφείλει να ενημερώσει (και πως) τα υποκείμενα των δεδομένων. Τα υπόλοιπα κεκαλυμμένος σφετερισμός νομοθετικής αρμοδιότητας κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης των κρατικών λειτουργιών.


Η Αρχή αδυνατεί να επιτελέσει το ρόλο της με ορθά θεμελιωμένες κρίσεις, όσο κι αν διαισθητικά καταλήγει σε ένα ορθό αποτέλεσμα -επιτρεπτή πρόσβαση του ερευνητή σε ένα δημόσιο αρχείο- αλλά τραυματίζοντας το ισχύον θεσμικό πλαίσιο κατά τρόπο επικίνδυνο για την μελλοντική νομολογιακή επίκληση της παραπάνω απόφασης. Πολύ περισσότερο, η Αρχή δεν είναι σε θέση να επιτελέσει το ρόλο του Information Commissioner τον οποίο σύρεται να παραστήσει με τα σχετικά αιτήματα της δημόσιας διοίκησης. 


Κι αυτό επειδή η Αρχή υποφέρει από τα προβλήματα που καλείται να επιλύσει: την γραφειοκρατική λειτουργία σε μια ακραία μορφή της. Ενώ ο Information Commissioner είναι ένα μονοπρόσωπο όργανο (σε Βρετανία, Γερμανία, Ουγγαρία κ.α.), η Αρχή είναι ένα 14μελές γραφειοκρατικό τέρας  (6 τακτικοί-6 αναπληρωματικοί-1 πρόεδρος-1 αντιπρόεδρος) που συνεδριάζει μόλις 2 φορές την εβδομάδα και για 4-5 ώρες κάθε φορά. Μόνον ο Πρόεδρός της ειναι πλήρους απασχόλησης και τα υπόλοιπα μέλη προσέρχονται στις συνεδριάσεις 2 φορές την εβδομάδα. Οι εισηγητές των υποθέσεων είναι οι επιστήμονες που εργάζονται στην Γραμματεία της Αρχής (13 νομικοί - 8 πληροφορικοί), οι οποίοι κάνουν όλη τη δουλειά και πασχίζουν να εξηγήσουν κάθε φορά στις συνεδριάσεις των μελών, σε περιορισμένο χρόνο και με απίστευτο φόρτο εργασίας, ποιες λύσεις υπάρχουν και πως θα πρέπει να  διεκπεραιωθούν οι υποθέσεις. 


Πρόκειται για ένα εξαιρετικά αντιπαραγωγικό κλίμα, το οποίο οδηγεί σε νομικούς τραγέλαφους όπως ο παραπάνω. Το καθεστώς αυτό στην πράξη έχει αποδειχθεί επικίνδυνο για τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών. Επιβάλλεται λοιπόν η άμεση και ριζική αναθεώρηση του προς την κατεύθυνση του βρετανικού, γερμανικού και ουγγρικού μοντέλου.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...