Ένα κλασικό νομικό αξίωμα είναι το jura novit curia, "το δικαστήριο γνωρίζει το νόμο". Όταν πηγαίνεις στο δικαστήριο αρκεί να πεις τι σου συνέβη, δεν χρειάζεται να υποδείξεις στον δικαστή ποιος νόμος ισχύει. Γιατί ο δικαστής ξέρει από μόνος του τον νόμο. Θα τον βρει αυτεπαγγέλτως.
Αυτή η αρχή πλέον θα πρέπει να αλλάξει διατύπωση: "το δικαστήριο πρέπει να γνωρίζει το νόμο". Από αξίωμα, γίνεται ένα αίτημα. Γιατί πλέον ο νόμος δεν είναι ένας Αστικός κι ένας Ποινικός Κώδικας, αλλά ένα αχανές σύνολο παλαιών αλλά και νεότερων κανονιστικών κειμένων που διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην αναζήτηση του ισχύοντος δικαίου, ιδίως όταν οι υποθέσεις δικάζονται από "τελικά" δικαστήρια. Τα οποία δεν είναι βέβαια ο Άρειος Πάγος και το Συμβούλιο Επικρατείας, αλλά τα υπερεθνικά δικαστήρια, στα οποία εκτίθεται η χώρα όταν οι δικαστές δεν γνωρίζουν το νόμο.
Οι δικαστές δεν γνωρίζουν τον νόμο, όταν αγνοούν ας πούμε τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Γιατί "ισχύον δίκαιο" είναι η τελική ερμηνεία του νόμου.
Αλλά θα πάω ακόμα πιο πέρα, γιατί και τα υπερεθνικά δικαστήρια κάνουν νομικά λάθη: η αυθεντία επιβολής μιας νομικής κρίσης από τα δικαστήρια δεν σημαίνει ότι χαίρει πάντοτε επιστημονικής αρτιότητας. Ούτε καν όταν συνοδεύεται από εκτεταμένη θεμελίωση - που υποτίθεται ότι είναι και το ζητούμενο, ενώ η ποσότητα δεν είναι πάντα κριτήριο επιστημονικότητας. Αντιθέτως μάλιστα. Δεν αναφέρομαι στη διάγνωση των πραγματικών περιστατικών, αλλά στην εξεύρεση και διατύπωση του κανόνα δικαίου, της μείζονος πρότασης. Γιατί εκεί εντοπίζω πλέον το πρόβλημα: οι δικαστές στις δύσκολες υποθέσεις αποδεικνύεται ότι συχνά πια δεν ξέρουν το νόμο και το χειρότερο είναι ότι δεν εμπιστεύονται πλέον ούτε τη νομική επιστήμη, την οποία απαξιώνουν σε μεγάλο βαθμό ως θεωρητικολογία. Υπό την ασφυκτική πίεση της μαζικότητας των υποθέσεων, όταν έχουν μπροστά τους δύο διαφορετικές νομικές εκδοχές, επιλέγουν μόνο εκείνη που διαισθητικά τους φαίνεται ως δίκαιη, ή εκείνη που τελικά τους είναι πιο εύληπτη, πιο επιφανειακή, πιο απλή. Ας μην εμβαθύνουμε, ας μην θεωρητικολογούμε, ας μην εμπιστευθούμε τα εργαλεία της επιστήμης περισσότερο από το ένστικτό μας. Ας μην στείλουμε προδικαστικό ερώτημα, ας μην μειοψηφήσουμε όταν διαφωνούμε. Ας μην κουραστούμε πολύ με την εξεύρεση του εφαρμοστέου κανόνα, τα "πραγματικά περιστατικά" θα μας καθοδηγήσουν στη σωστή απόφαση. Κι άσε τους ειδικούς να αναλύουν τα θέματά τους σε συνέδρια και σε ημερίδες.
Κι έτσι κάπως επανερχόμαστε στη "δικαιοσύνη" του κατή, του σοφού γέροντα που επέλυε τις διαφορές στην Οθωμανική αυτοκρατορία με βάση την εμπειρία ζωής του, κι όχι με βαση προδιατυπωμένους, γνωστούς, προσβάσιμους, δημόσιους κανόνες που θεσπίστηκαν με δημοκρατική διαδικασία. Γι' αυτό και κάποτε έλεγαν "αν σε γαμήσει ο κατής, σε ποιον να παραπονεθείς;"
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η νομική επιστήμη αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα και ρόλο, ως αντιπολίτευση μιας αυταρχικής εξουσιας που καταχρηστικά αυτοαποκαλείται "δικαιοσύνη", ενώ θα μπορούσε ας πούμε να χρησιμοποιεί κι άλλους ευφημιστικούς όρους, όπως "αστυνομία".
3 σχόλια:
Δεν έχω παρά μόνο να συμφωνήσω απολύτως. Το πρόβλημα εντείνεται ιδίως σε περιπτώσεις που ο δικαστής καλείται να αποφασίσει πάνω σε "καινούργια" αντικείμενα (βλ. IT Law, Data Protection κ.α.). Επιπρόσθετα, το 50% της σύγχρονης νομοθεσίας μας (και ίσως και περισσότερο)ενσωματώνει στην ουσία ευρωπαϊκές οδηγίες οι οποίες έχουν τύχει ερμηνείας από τα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια και πάραυτα, σπάνια βλέπουμε ο εθνικός δικαστής να προσφεύγει στα πορίσματά τους ως οφείλει. Ταυτόχρονα, και οι ίδιοι οι δικηγόροι δεν είναι επαρκώς ενημερωμένοι, γεγονός σημαντικό, που αν δεν ίσχυε θα βοηθούσε ως ένα βαθμό. Το ερώτημα είναι πως οι δικαστές (αλλά και οι δικηγόροι) δεν είναι σωστά ενημερωμένοι ως οφείλουν, δεν μπορούν να διεξάγουν μια τέτοια μελέτη λόγω φόρτου εργασίας, απλά αδιαφορούν ή πρόκειται για ένα συνδιασμό όλων των ανωτέρω; Λόγω της νεότητάς μου στο επάγγελμα δεν μπορώ να πω με σιγουριά τί από όλα αυτά ισχύει.
Οι δικαστές έχουν μια απέραντη θάλασσα από νομοθετήματα μπροστά τους που, μερικές φορές, είναι αλήθεια, πέφτουν έξω στην αναζήτηση του σωστού νόμου. Είναι και ο φόρτος εργασίας, είναι και η αδιαφορία (σε μερικούς όχι σε όλους τους δικαστές). Ευτυχώς που υπάρχουν και οι Τράπεζες Νομικών Πληροφοριών που τα τελευταία χρόνια έχουν διευκολύνει το έργο των δικαστών, αλλά και των δικηγόρων.
elawyer, με εκπλήσσεις ευχάριστα!!! Πρώτη φορά βλέπω τέτοιο καταγγελτικό άρθρο από σένα...
Δημοσίευση σχολίου