Οι διεθνείς συμφωνίες αποκτούν ισχύ όχι από τη στιγμή της υπογραφής τους, αλλά μετά την κύρωση τους κατά τις εσωτερικές συνταγματικές διαδικασίες που προβλέπει το εθνικό δίκαιο κάθε συμβαλλόμενης χώρας και σύμφωνα και με τυχόν άλλους όρους που προβλέπουν αυτές (όπως λ.χ. η κύρωση από συγκεκριμένο αριθμό κρατών). Κατά το Σύνταγμα της Ελλάδας, οι διεθνείς συμβάσεις κυρώνονται με νόμο που ψηφίζεται από 151 βουλευτές (άρθρο 28 παρ. 1). Εάν με μια σύμβαση αναγνωρίζονται σε όργανα διεθνών οργανισμών αρμοδιότητες που προβλέπονται από το Σύνταγμα, τότε απαιτούνται 180 βουλευτές (άρθρο 28 παρ. 2).Και εάν προβλέπονται περιορισμοί στην εθνική κυριαρχία αρκούν και πάλι οι 151 βουλευτές (άρθρο 28 παρ. 3). Με την συνταγματική αναθεώρηση του 2001, προστέθηκε στο άρθρο 28 μια ερμηνευτική δήλωση, σύμφωνα με την οποία το άρθρο αυτό αποτελεί το θεμέλιο για την συμμετοχή της χώρας στις διαδικασίες της "ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης".
Πέρα όμως από αυτές τις εσωτερικές συνταγματικές διαδικασίες για την ενσωμάτωση διεθνούς συμφωνίας στο εσωτερικό δίκαιο, το Σύνταγμα προβλέπει και την επιλογή της προσφυγής στο δημοψήφισμα για την περίπτωση "κρίσιμου εθνικού θέματος" ή ψηφισμένου νομοσχεδίου που αφορά "σοβαρό κοινωνικό ζήτημα" (πλην των δημοσιονομικών). Πρόκειται για την διάταξη του άρθρου 44, η οποία υπάρχει στο Σύνταγμα από το 1975 και αναθεωρήθηκε το 1986. Ο συνταγματικός νομοθέτης του 1975 γνώριζε την επικείμενη πολιτική προσπάθεια για την είσοδο της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και διαμόρφωσε διατάξεις που δεν θα δυσχέραιναν αυτή την πορεία. Από την άλλη πλευρά, η Ε.Ε. γνωρίζει ότι υπάρχει η συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη στην Ελλάδα και παρ' όλο που δεν έχει χρησιμοποιηθεί, το κυβερνών κόμμα έχει εξαγγείλει τόσο προεκλογικά όσο και μετεκλογικά, στα δύο χρόνια που κυβερνά την Ελλάδα, ότι πρόκειται να ενεργοποιήσει αυτή τη δυνατότητα. Πρόσφατα μάλιστα ψηφίσθηκε και ο σχετικός νόμος που παρέχει ένα σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο για την διεξαγωγή δημοψηφίσματος στην Ελλάδα.
Αντίθετα, οι εκλογές γίνονται κάθε τέσσερα χρόνια σύμφωνα με το Σύνταγμα. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να διαλύσει την Βουλή εάν έχουν καταψηφιστεί από αυτήν δύο κυβερνήσεις και εάν η σύνθεσή της δεν μπορεί να εξασφαλίσει κυβερνητική σταθερότητα. Εάν δηλαδή χαθεί η "δεδηλωμένη" της κυβέρνησης (άρθρο 41 παρ. 1). Κατ' εξαίρεση από τον κανόνα της τετραετίας, ο ΠτΔ διαλύει τη Βουλή και μετά από πρόταση της κυβέρνησης για την ανανέωση της λαϊκής εντολής, προκειμένου να αντιμετωπιστεί "εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας" (άρθρο 41 παρ 2). Οι εκλογές που ακολουθούν σε αυτήν την περίπτωση, υποτίθεται ότι παρουσιάζουν έναν "δημοψηφισματικό" χαρακτήρα. Η πολιτική πρακτική και εμπειρία βέβαια έχει δείξει ότι το "εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας" έχει κατά κόρον χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα όταν η κυβέρνηση το μόνο που επιθυμεί είναι είτε να αποδράσει είτε να ανανεώσει τη λαϊκή εντολή. Σπάνια χρησιμοποιήθηκε όντως το άρθρο 41 παρ. 2 ως υποκατάστατο δημοψηφίσματος.
Διαχρονικά η Ε.Ε. έχει περάσει μέσα από μεγάλες περιπέτειες λόγω δημοψηφισμάτων. Το 2005 οι λαοί της Γαλλίας και της Ολλανδίας καταψήφισαν την "Συνθήκη για την θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης" σε σχετικά δημοψηφίσματα. Την περίοδο εκείνη, η ελληνική κυβέρνηση ήταν από τις πρώτες που προχώρησε σε κύρωση του Ευρωσυντάγματος με νόμο, με την απλή πλειοψηφία του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Η τότε αξιωματική αντιπολίτευση επέμενε ότι η κύρωση από την Ελλάδα έπρεπε να είχε γίνει με δημοψήφισμα. Μετά το γαλλικό και ολλανδικό "όχι", δεν εκδιώχθηκαν βέβαια αυτές οι χώρες από την ΕΕ, ούτε διαλύθηκε φυσικά η ΕΕ, αλλά απλώς το Ευρωσύνταγμα ουσιαστικά αποσύρθηκε και άρχισε η διαδικασία για ένα επόμενο, πιο ήπιο στάδιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, το οποίο οδήγησε στην Μεταρρυθμιστική Συνθήκη της Λισαβόνας, το σημερινό πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο. Ούτε και η Συνθήκη της Λισαβόνας αποτέλεσε ελληνική δημοψηφισματική ύλη, αλλά ακολουθήθηκε η κλασική νομοθετική κύρωσή της.
Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας ενισχύονται οι εσωτερικές συνταγματικές διαδικασίες των χωρών, ιδίως ο ρόλος των εθνικών κοινοβουλίων. Επίσης εισάγονται θεσμοί άμεσης δημοκρατίας, όπως η νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών της ΕΕ. Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά της Συνθήκης της Λισαβόνας κατατείνουν στην εμβάθυνση της δημοκρατίας, αλλά αναγνωρίζουν και τον αυξημένο ρόλο των λαών της Ευρώπης, οι οποίοι πρέπει να συμμετέχουν στην λήψη των αποφάσεων είτε ευθέως (δημοψήφισμα) είτε μέσω των εθνικών αντιπροσώπων τους (εθνικά κοινοβούλια).
Πέρα όμως και από αυτές τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις της Λισαβόνας, παρατηρούμε ότι ο ρόλος εσωτερικών συνταγματικών διαδικασιών έχει ήδη καταστεί σχεδόν αποφασιστικός για την λήψη αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι αποφάσεις εθνικών κοινοβουλίων, αλλά και εθνικών συνταγματικών δικαστηρίων (όπως το Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης) έχουν καταστεί εξίσου σημαντικές με τις αποφάσεις των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, όσον αφορά τις εξελίξεις σε επίπεδο Ε.Ε.
Μέσα σε αυτό το θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο ολοένα επεκτεινόμενης αναγνώρισης των εθνικών συνταγματικών διαδικασιών ως προς την κύρωση ή την λήψη των αποφάσεων, προκαλεί αλγεινή εντύπωση η αντίδραση των ηγετών της Ευρωζώνης εναντίον της απόφασης της κυβέρνησης να αναζητήσει την γνώμη του Ελληνικού λαού. Προκαλεί κατάπληξη η αντίδραση των ηγετών της Ολλανδίας και της Γαλλίας, χωρών που το 2005 φρέναραν την εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τα δημοψηφίσματά τους, να επιπλήττουν την Ελλάδα επειδή επιθυμεί να ακολουθήσει τις εσωτερικές συνταγματικές διαδικασίες για την κύρωση της συμφωνίας της Ευρωζώνης.
Από την άλλη πλευρά, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η εξαγγελία του δημοψηφίσματος προκάλεσε προς το παρόν σοβαρές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία, γιατί δημιούργησε την εντύπωση ότι οι ληφθείσες προ ημερών αποφάσεις της Ευρωζώνης τινάχθηκαν στον αέρα. Σε αυτό φταίει η Κυβέρνηση, γιατί θα μπορούσε να είχε ξεκαθαρίσει προσερχόμενη στης διαπραγματεύσεις, εκ των προτέρων, ότι πρόκειται να θέσει το ζήτημα σε δημοψήφισμα. Δηλαδή υπάρχει ένα στοιχείο αιφνιδιασμού, το οποίο έχει προκαλέσει τριγμούς σε χρηματιστήρια, αγορές κλπ. και δείχνει ότι οι τέσσερις άνθρωποι που αποφάσισαν την εξαγγελία του δημοψηφίσματος στο συγκεκριμένο χρόνο και τόπο δεν είχαν αξιολογήσει της σοβαρότατες και βαρύτατες επιπτώσεις σε μια συμφωνία από την οποία εξαρτάται η άμεση επιβίωση της χώρας και η εκταμίευση της 6ης δόσης του δανείου από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Από την άλλη πλευρά, η θέση της Ελλάδας ενδέχεται να ήταν χειρότερη εάν πήγαινε στην σύνοδο κορυφής προεξαγγέλλοντας ότι θα θέσει το προϊόν της σε δημοψήφισμα. Εξάλλου, η πρόκληση τόσο σοβαρών τριγμών από μόνη την εξαγγελία του δημοψηφίσματος, δείχνει τα δόντια της Ελλάδας στις αγορές, ασκώντας τεράστια πίεση για το που μπορεί να φτάσουν τα πράγματα, αν αποφασίσει η χώρα να παίξει τον ρόλο της μαύρης τρύπας που θα συμπαρασύρει την παγκόσμια οικονομία σε ένα διεθνές κραχ. Αν δηλαδή παίξει το χαρτί του εκβιασμού: "ή θα μας σώσετε με όρους που θα συνδιαμορφώσουμε, ή θα σας πάρουμε μαζί μας στην άβυσσο".
Ως προς το εσωτερικό της χώρας, η απόφαση για την εξαγγελία δημοψηφίσματος, ταυτόχρονα με την εξαγγελία της ψήφου εμπιστοσύνης, θεωρώ ότι δεν πέτυχε τον στόχο που ενείχε ως πολιτική τακτική. Εκτιμώ ότι η εξαγγελία της διπλής απόφασης είχε σκοπό να τεκμηριωθεί η αποφυγή των εκλογών και να αποσυμπιέσει τους βουλευτες για να δώσουν ευκολότερα την ψήφο εμπιστοσύνης, αφού το βασικό βάρος της απόφασης θα έχει ήδη μεταβιβαστεί στους πολίτες με το δημοψήφισμα. Ούτε και σε αυτό πέτυχε μάλλον η κυβερνητική εξαγγελία, αφού υπάρχουν εντονότατες διαμαρτυρίες βουλευτών που απειλούν ακόμη και την δεδηλωμένη της Κυβέρνησης στην Βουλή. Η όποια εκτίμηση επιπτώσεων έγινε - εάν έγινε- μάλλον δεν είχε λάβει υπόψη της ούτε την εσωτερική παράμετρο. Από την άλλη πλευρά όμως και οι βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος θα έπρεπε να θεωρούν ως δεδομένο ότι αναπόσπαστο στοιχείο του προεκλογικού προγράμματος του ΠΑΣΟΚ για την διακυβέρνηση της χώρας αποτελεί και η διεξαγωγή δημοψηφισμάτων. Και θα έπρεπε να θυμούνται ότι το 2005 ζητούσαν από την ΝΔ να διενεργηθεί δημοψήφισμα για την κύρωση του Συντάγματος της Ευρώπης. Βεβαίως, είναι πολύ εύκολος ο αντίλογος ότι η κυβέρνηση δεν έχει τηρήσει σε πολλά θέματα το προεκλογικό της πρόγραμμα, αλλά αυτός ο αντίλογος είναι του ίδιου επιπέδου με το επιχείρημα ότι το Σύνταγμα παραβιάζεται καθημερινά, οπότε γιατί να το επικαλούμαστε. Αυτή είναι μια κατ' επιλογήν παρουσίαση της πραγματικότητας, κατά την οποία κλείνουμε τα μάτια εκεί που δεν μας συμφέρει και επιλέγουμε ότι υπάρχει μόνον ό,τι μας αρέσει. Αυτά για τις εγχώριες επιπτώσεις που δεν φαίνεται ότι είχαν αξιολογηθεί ορθά εκ των προτέρων.
Νομίζω πάντως ότι οι αντιδράσεις των εταίρων μας δείχνουν ότι θεωρούσαν την χώρα έναν αμέτοχο παρατηρητή που θα ακολουθήσει πειθήνια τις αποφάσεις τους, επειδή είμαστε "ο ασθενής", κατά την γνωστή αυταρχική ρητορική που εσχάτως είδαμε να αναπαράγεται. Οι ίδιοι αναγνωρίζουν στους λαούς τους το δικαίωμα να απορρίπτουν το Ευρωσύνταγμα και στα συνταγματικά δικαστήριά τους να αποφασίζουν αν θα θεσπιστούν οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί στήριξης, αλλά δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν στην Ελλάδα τις εσωτερικές συνταγματικές διαδικασίες για την κύρωση των συμφωνιών που πρόκειται να μας δεσμεύσουν όλους για τουλάχιστον τα επόμενα 10 χρόνια. Αναρωτιέμαι βέβαια, ποια θα ήταν η στάση μας εάν μας ανακοινωνόταν ότι το συγκεκριμένο θέμα θα τεθεί σε ένα πανευρωπαϊκό δημοψήφισμα κι όχι σε ένα απλό εθνικό δημοψήφισμα. Εάν για πρώτη φορά στην ιστορία του καλείτο ο Ευρωπαίος και η Ευρωπαία να αποφασίσουν, με αυτήν την ιδιότητά τους, εάν εγκρίνουν τη συγκεκριμένη ευρωπαϊκή συμφωνία, θα αντιμετωπίζαμε εντελώς διαφορετικά το ζήτημα ως κοινή γνώμη. Αυτός θα μπορούσε να είναι ένας ευρωπαϊκός ελιγμός που θα κατάπινε εντελώς την πρωτοτυπία του ελληνικού εγχειρήματος, με εντελώς απρόβλεπτες συνέπειες βέβαια για τις χρηματαγορές και τα περίεργα προϊόντα τους που φαίνεται ότι εκτόπισαν πλήρως την πολιτική, τα συντάγματα και τις λαϊκές βουλήσεις. Γιατί κάποτε πρέπει να αποφασίσουν ευθέως οι πολίτες εάν όντως είναι ή όχι Ευρωπαίοι κι Ευρωπαίες.
1 σχόλιο:
πολύ ενδιαφέρον άρθρο!
Δημοσίευση σχολίου