Σε σημερινή απόφασή του, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων ου Ανθρώπου αποφάσισε ομόφωνα ότι η Γαλλία παραβίασε το Άρθρο 10 της ΕΣΔΑ (ελευθερία της έκφρασης), λόγω καταδίκης δικηγόρου για παραβίαση επαγγελματικού απορρήτου, επειδή έδωσε μια συνέντευξη που αφορούσε μια γνωμοδότηση σχετικά με θανάτους από εμβολιασμό για ηπατίτιδα Β. Η αιτιολογία της απόφασης μοιάζει με την καταδίκη της Ελλάδας στην υπόθεση Αλφαντάκη.
Η προσφεύγουσα, κ. Gisèle Mor, είναι γαλλίδα πολίτης, γεννηθείσα το 1953 και ζεί στην Saint-Ouen-l’Aumône της Γαλλίας. Ως δικηγόρος ανήκει στον Δικηγορικό Σύλλογο του Val-d’Oise Bar. Τον Νοέμβριο 1998 υπέβαλε μήνυση για ανθρωποκτονία και αίτηση παράστασης πολιτικής αγωγής, για λογαριασμό των γονιών ενός 12χρονου παιδιού που είχε πεθάνει από μια ασθένεια που μετά από εμβολιασμό του εναντίον της ηπατίτιδας Β. Μετά από αυτό, ξεκίνησε δικαστική έρευνα.
Τον Νοέμβριο 2002, ένας ιατρός με ειδίκευση στην ασφάλεια φαρμάκων και στην φαρμακοεπιδημειολογία υπέβαλε μια γνωμοδότηση 450 σελίδων στον ανακριτή δικαστή. Η προσφεύγουσα, κατ΄αίτηση των πελατών της, ήρθε σε επικοινωνία με δημοσιογράφους.
Στις 14 Νοεμβρίου 2002, η καθημερινή εφημερίδα Le Parisien δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο "Εμβόλιο ηπατίτιδας Β: η γνωμοδότηση που θέτει τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων", συνοδευόμενο από ένα απόσπασμα, το οποποίο ανέφερε: "η γνωμοδότηση που αφορά τους θανάτους κατόπιν εμβολιασμού από ηπατίτιδα Β' είναι ανάθεμα, ιδίως για τις υπηρεσίες που είναι αρμόδιες για την υγεία...". Σε ένα άλλο άρθρο του ίδιου φύλλου, η κ. Mor, σε ερώτηση των δημοσιογράφων περί του εάν θεωρούσε ότι η γνωμοδότηση είναι αδικαιολόγητα καυστική, είπε: "όχι, δείχνει ότι το κράτος ουδέποτε αφιέρωσε επαρκείς πόρους για να αξιολογηθεί κατάλληλα η κλίμακα των παρενεργειών του εμβολίου, παρόλο που εκατομμύρια Γάλλοι έχουν εμβολιαστεί.
Στις 4 Δεκεμβρίου 2002, η φαρμακευτική εταιρία που διένειμε το εμμβόλιο υπέβαλε μήνυση ισχυριζόμενη παραβίαση της μυστικότητας της δικαστικής έρευνας και παραβίαση επαγγελματικής εχεμύθειας, δηλώνοντας παράσταση πολιτικής αγωγής.
Τον Φεβρουάριο του 2003, η κ. Μορ που είχε κληθεί ως "μάρτυρας συνεπικουρούμενος από δικηγόρο", υπέβαλε την ένσταση απαραδέκτου κατά της μηνύσεως, διότι η φαρμακευτική εταιρία δεν ειχε αναφερθει στην έρευνα. Παραδέχθηκε στον ανακρίνοντα δικαστή ότι είχε κάνει σχόλια στον τύπο, κατ' αίτηση των πελατών της και υπέρ των συμφερόντων τους, απαντώντας σε δημοσιογράφους, οι οποίοι είχαν ήδη δει την γνωμοδότηση.
Στις 16 Σεπτεμβρίου 2003, η κ. Μορ κατηγορήθηκε για παραβίαση μυστικότητας δικαστικής έρευνας και παραβίαση επαγγελματικής εχεμύθειας. Με μια διάταξη της 31ης Μάρτη 2006, ο ανακρίνων δικαστής την παρέπεμψε σε δίκη ενώπιον του Ποινικού Δικαστηρίου του Παρισιού για αποκάλυψη της ύπαρξης και του περιεχομένου εγγράφων που περιέχονταν σε έρευνα και συγκεκριμένα για την γνωμοδότηση που είχε κατατεθεί στον ανακρίνοντα δικαστή που ήταν αρμόδιος για την υπόθεση. Οι παραβάσεις ήταν κολάσιμες κατά τα άρθρα 226-13 και 226-31 του Ποινικού Κ΄δικα.
Με απόφαση της 11 Μάη 2007, το Ποινικό Δικαστήριο έκρινε ένοχη της κ. Μορ για παραβίαση επαγγελματικής εχεμύθειας. Η προσφεύγουσα αθωώθηκε όμως λόγω του ότι η διατάραξη της δημόσιας τάξης κρίθηκε μικρή και οτι άλλοι είχαν κατ΄ επανάληψη παραβιάσει την εμπιστευτικότητα της έρευνας χωρίς να έχουν διωχθεί. Το δικαστήριο την διέταξε να πληρώσει ένα ευρώ για βλάβη της μηνύτριας. Η κ. Μορ και ο εισαγγελέας έκαναν έφεση.
Με απόφασή του στις 10 Ιανουαρίου 2008, το Εφετείο επικύρωσε την απόφαση. Έκρινε ότι το αδίκημα είχε στοιχειοθετηθεί και ότι δεν υπήρχε αμφιβολία ότι τα σχόλια της κ. Μορ απηχούσαν τα ευρήματα της γνωμοδότησης. Το γεγονός ότι άλλοι ενδιαφερόμενοι είχαν γνώση των πληροφοριών που καλύπτονται από κανόνες επαγγελματικής εχεμύθειας δεν σήμαινε ότι οι πληροφορίες δεν ήταν εμπιστευτικές και απόρρητες. Τέλος, το δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι η αποκάλυψη του περιεχομένου του φακέλου ήταν αναγκαια προκειμένου τα θύματα να ασκήσουν τα δικαιώματά τους.
Στις 11 Ιανουαρίου 2008, η κ. Μορ άσκησε αναίρεση ισχυριζόμενη ότι παραβιάστηκε το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ. Ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αναίρεσή της με απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2008. Επικαλούμενη το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, η κ. Μορ προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ισχυριζόμενη ότι η καταδίκη της για παραβίαση επαγγελματικής εχεμύθειας από τα γαλλικά δικαστήρια παραβίαζε το δικαίωμά της στην ελευθερία της έκφρασης.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι τα Κράτη που έχουν κυρώσει την ΕΣΔΑ έχουν ένα συγκεκριμένο πεδίο εκτιμήσεως κατά την αξιολόγηση του εάν κάποια επεμβαση τα δικαιώματα είναι αναγκαία, αλλά ότι αυτό συνυπάρχει με την Ευρωπαϊκή εποπτεία που αφορά τόσο τον νόμο όσο και τις αποφάσεις που βασίζονται στην εφαρμογή του. Το Δικαστήριο αναφέρει ότι το ειδικό καθεστώς των δικηγόρων τους παρέχει μια κενρική θέση στην διοίκηση της Δικαιοσύνης, ως διαμεσολαβητών μεταξύ του κοινού και των δικαστηρίων. Διαδραματίζουν έναν κεντρικό ρόλο, ως εκπρόσωποι της Δικαιοσύνης κατά την διατήρηση της εμπιστοσύνης της κοινής γνώμης στα δικαστήρια.
Προκειμένου να έχει εμπιστοσύνη στην ορθή διοίκηση της Δικαιοσύνης, το κοινό πρέπει να έχει εμπιστοσύνη στην ικανότητα των δικηγόρων να εκπροσωπούν αποτελεσματικά τα μέλη του κοινού. Έτσι, οι δικηγόροι έχουν δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και στο δημόσιο σχολιασμό της διοίκησης της Δικαιοσύνης, εφόσον δεν ξεπερνούν ορισμένα συγκεκριμένα όρια. Η έννοια της "δικαστικής αυθεντίας" ενισχύεται από την εμπιστοσύνη, την οποία τα δικαστήρια πρέπει να εμπνέουν στο κοινό. Η παρέμβαση στο δικαίωμα του δικηγόρου για ελεύθερη έκφραση μπορεί να κριθεί αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η κ. Μορ είχε κριθεί ένοχη για παραβίαση επαγγελματικής εχεμύθειας, επειδή αποκάλυψε στον Τύπο το περιεχόμενο μιας γνωμοδότησης που υποβλήθηκε σε έναν δικαστή στο πλαίσιο δικαστικής διερεύνησης που αφορούσε ανθρωποκτονία. Τα δικαστήρια την απάλλαξαν γι' αυτό. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η εν λόγω παρέμβαση ήταν περιγραφόμενη στο νόμο, σύμφωνα με τον οποίο οι δικηγόροι δεν πρέπει να προβαίνουν σε κοινοποιήσεις κατά παράβαση επαγγελματικού απορρήτου και πρέπει να σέβονται την μυστικότητα των δικαστικών ερευνών. Πρέπει να απέχουν από κοινοποιήσεις κάθε πληροφορίας από το αρχείο σε πρόσωπα πέραν των πελατών τους για τους σκοπούς της υπεράσπισής τους και από δημοσίευση επιστολών ή άλλων εγγράφων που αφορούν μια τρέχουσα έρευνα.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η κ. Μορ δεν είχε τιμωρηθεί για κοινοποίηση της γνωμοδότησης στα μέσα ενημέρωσης, αλλά επειδή δημοσιοποίησε πληροφορίες που περιέχονταν σε αυτήν. Σημείωσε ότι ο Τύπος είχε ήδη στην κατοχή του όλη τη γνωμοδότηση ή μέρος αυτής, όταν οι δημοσιογράφοι πήραν συνέντευξη από την προσφεύγουσα. Η εφημερίδα Le Parisien είχε δημοσιεύσει ένα άρθρο πριν την συνέντευξη, στο οποίο είχαν παρατεθεί τα πορίσματα της γνωμοδότησης όσον αφορά τις παρενέργειες του εμβολίου, τον αριθμό των θυμάτων και την συμπεριφορά των αρχών, των κατασκευαστών του εμβολίυ και της Φαρμακευτικής Υπηρεσίες. Περαιτέρω, άλλα μέσα ενημέρωσης είχαν καλύψει το θέμα και είχαν δημοσιεύει αποσπάσματα από την γνωμοδότηση.
Το Δικαστήριο θεώρησε οτι οι δηλώσεις της κ. Μορ στον Τύπο αποτελούσαν μέρος μιας αντιπαράθεσης με δημόσιο ενδιαφέρον και ότι τα πραγματικά περιστατικά είχαν άμεση σχέση με ένα ζήτημα δημόσιας υγείας και ως εκ τούτου αφορούσαν μεγάλο μέρος του κοινού. Επανέλαβε ότι υπάρχει μικρό πεδίο εφαρμογής για περιορισμούς στον πολιτικό λόγοο ή στις αντιπαραθέσεις για ζητήματα δημόσιου ενδιαφέροντος. Στο πλαίσιο λειτουργίας των μέσων ενημέρωσης, η πληροφορία που ανακοινώθηκε σχετιζόταν με το δικαίωμα του κοινού για ενημέρωση περί των δραστηριοτήτων των δικαστικών αρχών.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η κ. Μορ είχε σχολιάσει πληροφορίες που ήδη είχαν διαρρεύσει μέσω του άρθρου του Le Parisien. Ωστόσο, το γεγονός ότι το κοινό γώριζε τις πληροφορίες που καλύπτονταν από τους κανόνες της επαγγελματικής εχεμύθειας κι ότι η μυστικότητά τους εθίγη, δεν αφαιρεί από τους δικηγόρους την υποχρέωσή τους να καταβάλλουν προσοχή όσον αφορά το απόρρητο των τρεχουσών ερευνών. Υπό το φως των περιστάσεων της υπόθεσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι η προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών δεν παρείχε επαρκή λόγο για να κριθεί η κ. Μορ ένοχη για παραβίαση επαγγελματικής εχεμύθειας. Ιδίως έλαβε τη θέση ότι η προστασία της ελευθερίας της έκφρασης των δικηγόρων θα έπρεπε να λαμβάνιε υπόψη τις εξαιρετικές υποθέσεις στις οποίες η άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης, θα μπορούσε να συνιστά αναγκαία την παραβίαση της επαγγελματικής εχεμύθειας.
Τέλος, όσον αφορά τον ισχυρισμό για την πίεση που είχε ασκηθεί στον γνωματεύσαντα, οι οποίες δεν αναφέρθηκαν στο άρθρο της εφημερίδας αλλά ανέφερε η κ. Μορ στους δημοσιογράφους, το Δικαστήριο θεώρησε ότι τα θύματα είχαν ένα σαφές συμφερον να δημοσιοποιηθούν στο κοινό αυτοί οι ισχυρισμοί, καθώς αυτή η πίεση, εφόσον αποδεικνυόταν ότι πράγματι υπήρξε, ήταν απαράδεκτη και θα μπορούσε να παρακωλύσει την πρόοδο των ερευνών. Το Δικαστήριο περαιτέρω σημείωσε ότι η κ. Μορ είχε απαλαγεί και ότι ούτε ο Νομικός Σύμβουλος του Κράτους ούτε ο Δικηγορικός Σύλλογος στον οποίο ανήκει είχαν κρίνει αναγκαίο να λάβουν πειθαρχικά μέτρα εναντίον της λόγω των δηλώσεών της στον Τύπο.
Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η καταδίκη της προσφεύγουσας, η οποία είχε μιλήσει υπό την ιδιότητά της ως δικηγόρος υπερασπιζόμενη τα συμφέροντα των πελατών της, συνιστούσε δυσανάλογη παρέμβαση στο δικαίωμά της στην ελευθερία της έκφρασης. Γι' αυτό κρίθηκε ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 10 της Σύμβασης.Το Δικαστήριο καταδίκασε τη Γαλλία να πληρώσει 5.000 ευρώ στην προσφεύγουσα για ηθική βλάβη.
1 σχόλιο:
Ενδιαφέρουσα η ιστορία και ο τρόπος σκέψης ορισμένων Γάλλων δικαστικών, πόσο μάλλον της φαρμακευτικής εταιρείας...
Δημοσίευση σχολίου