Μια σημαντική αναδιανομή δικαστηριακής ύλης θα επέλθει, εφόσον αληθεύει η είδηση ότι η Κυβέρνηση πρόκειται να προτείνει ως κεφάλαιο της αναθεώρησης την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου κι εφόσον μια τέτοια ρύθμιση ψηφιστεί. Πρόκειται για τομή βαθύτερη φυσικά από την επιτρεπόμενη ίδρυση μη κρατικών ΑΕΙ. Κι αυτό, γιατί θα αναθεωρηθεί άρδην η δομή του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, μία παράδοση που ανατρέχει στην πρώτη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας του 1929, αλλά και σε προγενέστερες αποφάσεις του Αρείου Πάγου, του 19ου αιώνα.
Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα είναι διάχυτος και παρεμπίπτων. Αυτό σημαίνει ότι κάθε δικαστήριο, μονομελές ή πολυμελές, από το Ειρηνοδικείο και το Πταισματοδικείο, μέχρι τον Άρειο Πάγο, το ΣτΕ και το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει την αρμοδιότητα να μην εφαρμόσει νόμο, ο οποίος έρχεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα (άρθρο 93§4). Επομένως, κάθε δικαστικός λειτουργός υποχρεούται να ελέγχει τη συνταγματικότητα του νόμου που καλείται να εφαρμόσει (διάχυτος έλεγχος). Ταυτόχρονα, η συνταγματικότητα ενός νόμου δεν μπορεί να είναι αυτοτελής αίτηση ενός πολίτη στο δικαστήριο, αλλά πρέπει να εντάσσεται στο πλαίσιο μίας άλλης αίτησης, στην οποία, παρεπιπτόντως προβάλλεται και η αντισυνταγματικότητα ενός νόμου (παρεμπίπτων έλεγχος). Ακόμη κι όταν το ΣτΕ ή ο Άρειος Πάγος αποφασίσουν ότι μια διάταξη είναι αντισυνταγματική, τίποτε δεν δεσμεύει τον Ειρηνοδίκη ή το Εφετείο να εκδώσει δική του απόφαση, διατηρώντας την αυτοτέλεια της κρίσης του και τελικά την ανεξαρτησία του. Με λίγα λόγια, η απόφαση για την αντισυνταγματικότητα ενός νόμου, σύμφωνα με το ισχύον Σύνταγμα δεν δεσμεύει κανέναν άλλο, εκτός από την Διοίκηση και τους διαδίκους στη συγκεκριμένη και μόνο υπόθεση για την οποία εκδόθηκε. Δεν καταργεί τον νόμο, ο οποίος εξακολουθεί να υφίσταται στην έννομη τάξη.
Με την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου, όταν ένα δικαστήριο διαπιστώσει ότι ενδεχομένως να υφίσταται πρόβλημα συνταγματικότητας μιας διάταξης ή όταν ένας πολίτης το ζητήσει, αναβάλλεται η έκδοση της απόφασης, μέχρι να αποφασίσει το Σ.Δ. κυριαρχικά για την συνταγματικότητα του νόμου ή μη. Ανάλογα με το σύστημα που θα επιλεγεί, το Σ.Δ. μπορεί απλώς να κηρύσσει διάταξη αντισυνταγματική ή και να καταργεί τον νόμο. Επομένως, με την θέσπιση του Σ.Δ. δημιουργείται ένα νέο όργανο το οποίο βρίσκεται ανάμεσα στην Δικαιοσύνη και τη Νομοθετική λειτουργία, αφού οι αποφάσεις του έχουν αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων, περίπου σαν να ήταν ένας αφαιρετικός συνταγματικός νομοθέτης.Όταν εκδοθεί η απόφαση του ΣΔ, ο δικαστής οφείλει να συμμορφωθεί απόλυτα προς αυτήν, χωρίς βέβαια δυνατότητες παρέκκλισης από την κρίση για την συνταγματικότητα ή μη του νόμου. Πρόκειται για το σύστημα κεντρικού ελέγχου συνταγματικότητας.
Υπάρχουν υπέρ και κατά. Ο "απλός" δικαστής (Ειρηνοδίκης, Πρωτοδίκης, Εφέτης, Αρεοπαγίτης, Σύμβουλος Επικρατείας) δεν δικαιούται πλέον να ελέγξει τη συνταγματικότητα, αλλά αντίθετα οφείλει να σεβαστεί την απόφαση ενός ανώτερου συναδέλφου του. Επομένως διαμορφώνεται μια ασυνέχεια στην εσωτερική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Επιπρόσθετα, η νομολογία ενός ανώτατου δικαστηρίου, η οποία παραδοσιακά στην Ελλάδα δεν θεωρείται πηγή του δικαίου, αποκτά ένα χαρακτήρα αυξημένης τυπικής ισχύος έναντι των κοινών νόμων. Τέλος υπάρχει ο κίνδυνος σημαντικής καθυστέρησης στην έκδοση αποφάσεων, ιδίως αν οι αντίδικοι παρελκυστικά εγείρουν θέματα συνταγματικότητας στις ύποθέσεις, μόνο και μόνο για να καθυστερήσουν την διαδικασία. Θετικό μπορεί να θεωρηθεί η εξασφάλιση της ενότητας της αντιμετώπισης ενός θέματος με ένα όργανο που έχει τον τελικό, κυριαρχικό και αποφασιστικό ρόλο σχετικά με το τι είναι σύμφωνο με το Σύνταγμα και τι όχι.
Περιμένουμε να δουμε ειδικότερα τις προτάσεις της Κυβέρνησης της Τρίτη, για να δούμε πιο μοντέλο προτείνεται και κυρίως, ποιος θα επιλέγει τα μέλη του ΣΔ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου