Πρέπει να ξεκαθαρίσω εξ αρχής ότι θεωρώ τον Ανδρέα Τάκη έναν από τους πιο γοητευτικούς νομικούς συγγραφείς στον τομέα της θεωρίας και φιλοσοφίας του δικαίου. Ο θαυμασμός μου οφείλεται στο ότι επιχειρεί πάντα να καταδείξει πτυχές των θεμάτων που βρίσκονται σε μεγάλο βάθος και που μπορεί τελικά να έχουν και αρνητικές όψεις, όσο κι αν όλοι ομονοούν περί του αντιθέτου. Πέρα όμως από αυτό, ο Τάκης είναι ένας τολμηρός σκηνοθέτης της γλώσσας που δεν διστάζει να φτάσει σε άκρα, επιδιώκοντας την αισθητική αρτιότητα που δεν περιορίζεται σε στείρα καλλιέπεια. Μιλώντας για άκρα, εννοώ την πρόσκληση σε εννοιολογικά σχήματα που πολλές φορές μπορεί να είναι δαιδαλώδη, αλλά αξίζει τον κόπο για τον αναγνώστη να βασανιστεί, επειδή εκτός από τις πρωτότυπες διαδρομές σκέψης, θα ανταμειφθεί και με την απόλαυση ενός λογοτεχνικού κειμένου. Έπειτα, μιλώντας και πάλι για άκρα, εννοώ την παιγνιώδη διάθεση που υπάρχει στα κείμενά του -πράγμα που ομολογεί κι ευθαρσώς μερικές φορές- και ιδίως στις ρομαντικές παρομοιώσεις του, εκπληκτικής ακρίβειας. Θυμάμαι ένα άρθρο του (στο περιοδικό Cogito) που έλεγε ότι η ιδιωτικότητα θα πρέπει κάποτε να γίνει αντιληπτή ως κάτι πέρα από το “καμαρίνι” της δημόσιας ζωής. Άλλες φορες, το παιχνίδι του με τα άκρα μου προκαλεί αμηχανία. Ιδίως όταν φωτίζει επικίνδυνες ερμηνείες για συνταγματικά δικαιώματα (θυμάμαι μια σχετική ανάλυσή του για τους περιορισμούς του νεοπαγούς δικαιώματος στην πληροφόρηση, του άρθρου 5Α Σ.), οι οποίες αν ακολουθηθούν μπορεί να έχουν ολέθρια αποτελέσματα, πράγμα που και ο ίδιος φροντίζει να επισημαίνει – αλλά τότε γιατί ρισκάρει να τις δημοσιοποιήσει; Υποθέτω ότι θα πρέπει να περιμένω κάποια απάντηση περί της αυτοποιητικής λειτουργίας της φιλοσοφίας του δικαίου και του ρόλου της ως της “αριστεράς” της νομικής, η οποία κριτικάρει μόνο για την αξία της κριτικής. Αλλά νομίζω ότι κάπως έτσι θα ήταν και τα επιχειρήματα του εφευρέτη της ατομικής βόμβας.
Όλες αυτές οι παρατηρήσεις, υπερθετικές αλλά και αρνητικές, αφορούν και το νέο του βιβλίο, για την ελευθερία της τέχνης. Ένα έργο, το οποίο προσκαλεί σε μια ενδιαφέρουσα διανοητική διαδρομή για το νόημα της κατοχύρωσης της ελευθερίας της τέχνης στο Σύνταγμα και επικαιροποιεί όλη τη σχετική συζήτηση για τα όρια -τελικά- που θέτει η νομική σε ένα “σύμπαν”, στο οποίο, για πολλούς, οι νομικοί δεν έχουν καμία δουλειά, ενώ, κατ' άλλους, όλοι έχουν δικαίωμα να εκφέρουν την γνώμη τους, όπως και για την πολιτική, ως καταναλωτές και πολίτες. (Βέβαια, το “πρόβλημα” με τη γνώμη των νομικών είναι ότι μπορεί κάποτε να αποκτήσει “εκτελεστότητα”, κι αυτό είναι που ενοχλεί όλους τους υπόλοιπους. Δεν τρέχει τίποτα guys, ποτέ δεν είναι αργά για νομικές σπουδές :-Ρ ).
Ο Τάκης ξεκινάει (και κλείνει) την μελέτη του με την ανάγνωση του άρθρου 16 παρ. 1 του Συντάγματος που αναφέρει ότι “η τέχνη [και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία] είναι ελεύθερες” - δηλαδή: “η τέχνη είναι ελεύθερη”. Το κόλλημα των κλασικών συνταγματολόγων είναι “γιατί δεν αναφέρει το Σύνταγμα “όπως ο νόμος ορίζει”, ώστε να έχουμε ένα κλασικό δικαίωμα όπως όλα τα υπόλοιπα συνταγματικά δικαιώματα;” Ε, και μετά από αυτό το δραματικό ερώτημα αρχίζει όλη η ατέλειωτη φιλολογία περί “ανεπιφύλακτου δικαιώματος” και περί έρευνας για τα όρια της τέχνης στις γενικές επιφυλάξεις των ατομικων δικαιωμάτων – μια συζήτηση που νομίζω ότι κλείνει με μια απλή ανάγνωση του άρθρου 25 παρ. 1 που αναφέρει ότι όλα τα συνταγματικά δικαιώματα επιδέχονται περιορισμούς, εφόσον αυτοί επιβάλλονται από το Σύνταγμα ή από νόμο και είναι σύμφωνοι με την αρχή της αναλογικότητας. Ο Τάκης ταυτίζει το “δέος” των νομικών απέναντι στο “ανεπιφύλακτο” δικαίωμα, με το δέος που διακατέχει ιστορικά όλους τους πολιτισμούς για το απαραβίαστο πρόσωπο του καλλιτέχνη. Αυτό το δέος ο συγγραφέας κωδικοποιεί ως “θεολογία του ωραίου”.
Στο βιβλίο αφιερώνονται αρκετές σελίδες περιγραφής που διατρέχουν ουσιαστικά την ιστορία της τέχνης όχι οριζόντια, αλλά κάθετα, μέσα από το πρίσμα αυτής της "θεολογίας του ωραίου" , δηλαδή μιας μεταφυσικής επίδρασης που ασκεί το αισθητικό φαινόμενο στους ανθρώπους (μέσα από την ίδια την θρησκεία, τα ταμπού και άλλα φροϋδικά ) με αποτέλεσμα να αναγνωρίζουν στους καλλιτέχνες μία μυστηριώδη αλλά αυτονόητη “ασυλία” που θα μπορούσε να τους δικαιολογήσει τα πάντα, από την διαστροφή έως το έγκλημα. Μια φράση που συνοψίζει άρτια αυτή την περιγραφή και κορυφώνει την ειρωνία για την θεολογία του ωραίου: “Η ασυλία του καλλιτέχνη έναντι του κοινωνικού ελέγχου από το απαραβίαστο του προσώπου του φαντάζουν συνεπώς ως ένα είδος εγγύησης ότι η ιερή μανία της τέχνης θα αναβλύσει ανεμπόδιστα για άλλη μια φορά από τα ψυχικά τενάγη όπου ο Θεός, η ιστορία ή η τύχη εναπόθεσαν την μυστηριακή ουσία του κάλλους” - είναι μεγάλος στυλίστας, θα συμφωνήσετε, υποθέτω. Ο Τάκης χτίζοντας αριστοτεχνικά αυτή την κατασκευή της “θεολογίας του ωραίου” που οδήγησε και τον συνταγματικό νομοθέτη να προβλέψει ένα ανεπιφύλακτο δικαίωμα, αποφασίζει να απο-ιεροποιήσει αυτό το δέος, εκλογικεύοντας την διατύπωση “η τέχνη είναι ελεύθερη”, κάνοντας όμως ένα ορθογραφικό λάθος και γράφοντας την τέχνη με “Τ” κεφαλαίο. Κατά τον Τάκη, το Σύνταγμα κυριολεκτεί: η Τέχνη είναι ελεύθερη, όχι ο καλλιτέχνης! Με δικά του λόγια:
“...θα προτείνω παρακάτω να εγκαταλείψουμε πλήρως την ιδέα του ειδικού ατομικού δικαιωματος να κάνεις τέχνη, απαλλάσσοντας ταυτόχρονα εαυτούς από την κρυφή θεολογία του ωραίου, που φωλιάζει μέσα στην ιδέα αυτή και καταλήγει να καθηλώνει την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων που πραγματικά μας απονέμει το δημοκρατικό μας πολίτευμα σε αδιέξοδα όσο και ψευδή διλήμματα.” (σελ. 29).
Με λίγα λόγια, ο Τάκης λέει ότι το Σύνταγμα δεν αντιμετωπίζει τους καλλιτέχνες ως ιερά όντα, απονέμοντάς τους ένα “ειδικό” συνταγματικό δικαίωμα να κάνουν ό,τι θέλουν στο πλαίσιο της τέχνης τους. Απορρίπτει αυτή την (κρατούσα) προσέγγιση ως άκρως αριστοκρατική και ως αντιδημοκρατική τελικά υπερενίσχυση της ελευθερίας της έκφρασης, φορείς της οποίας είμαστε όλοι (κι όχι μόνο οι καλλιτέχνες) , αλλά που υπάγεται και σε συγκεκριμένους περιορισμούς (“...όπως ο νόμος ορίζει”) και δεν είναι ανεπιφύλακτη όπως η Τέχνη. Διότι οι καλλιτέχνες δεν έχουν τίποτε παραπάνω από όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους για να αξίζουν μιας τέτοιας “ειδικής” συνταγματικής μεταχείρισης. Αντλεί μάλιστα ένα ισχυρό επιχείρημα από το ίδιο το Σύνταγμα: στο άρθρο 14, εκτός από το ατομικό δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, διατυπώνεται και η αυτονομημένη ελευθερία του Τύπου (“ο Τύπος είναι ελεύθερος”, λέει το Σύνταγμα). Δηλαδή κάτω από το ατομικό δικαίωμα (υποκειμενικό δίκαιο) ακολουθεί η ρητή κατοχύρωση του θεσμού (αντικειμενικό δίκαιο), πράγμα που δεν αντιστοιχεί βέβαια σε ένα “δικαίωμα του να τυπώνεις”, αλλά στην αυξημένη προστασία όλων των συστατικών εγγυήσεων, δικαιωμάτων, συνθηκών, θετικών και αρνητικών όρων που εξυπηρετούν την κατάσταση της ελευθεροτυπίας. Έτσι ο Τάκης υποστηρίζει ότι και για την τέχνη δεν προβλέπεται ένα “δικαίωμα να κάνεις τέχνη”, αλλά η ελευθερία της “ίδιας” της Τέχνης. (Λες και η τέχνη είναι κάτι αχειροποίητο ή καλύτερα “η τέχνη προσλαμβάνει εκεί τις διαστάσεις χαρακτήρα μιας ανθρωπόμορφης οντότητας ικανής να επιδέχεται κατηγορήματα που αρμόζουν μόνο σε προσωπα”.) Οι ενστικτώδεις αντιδράσεις που δημιουργούνται σε έναν φλογερό υπερασπιστή των ανθρώπινων δικαιωμάτων κάμπτονται όμως, όταν υπεισέρχεται στην ειδικότερη θεμελίωση αυτής της άκρως αιρετικής άποψης.
Λέγοντας ότι η συνταγματική περικοπή “η τέχνη είναι ελεύθερη” δεν εισάγει ατομικό δικαίωμα, ο Τάκης προσπαθεί να εξηγήσει ότι το Σύνταγμα κατοχυρώνει μια ευρύτερη κατάσταση ελευθερίας για όλους όσοι μετέχουν του αισθητικού φαινομένου, δηλαδή ότι φορείς της ελευθεριας αυτής είναι: το κοινό, οι κριτικοί, οι ατζέντηδες, τα μουσεία και – σχεδόν χαριστικά- οι καλλιτέχνες (αλλά με την λογική του last but not least, όχι ειδικό δικαίωμα είπαμε!). Είναι αυτό που οι κλασικοί συνταγματολόγοι ονομάζουν, όσον αφορά το κοινό, “παθητική διάσταση της ελευθερίας της τέχνης”: έχουμε δικαίωμα να δούμε μια όπερα χωρίς παρεμβάσεις (όπως η επέμβαση της ορχήστρας στο έργο της σκηνοθέτιδας) και έχουμε δικαίωμα να δούμε ακέραιο ένα βίντεο για τις φθορές του Παρθενώνα (χωρίς περικοπές των σκηνών που μπορεί να θεωρήσει ενοχλητικές το ιερατείο). Η ελευθερία της τέχνης αφορά όλους μας, όχι ειδικά τους καλλιτέχνες, αφορά μια “κοινωνική πρακτική, ένα ιδιότυπο πεδίο κοινωνικής δράσης, που το Σύνταγμα στοχεύει να διατηρήσει ελεύθερο χωρίς καμία επιφύλαξη” [σελ. 121]. Ή όπως πιο ολοκληρωμένα το θέτει ο συγγραφέας:
“Στόχος της συνταγματικής ρύθμισης είναι η διασφάλιση όχι τόσο μιας ατομικής νομικής ευχέρειας, όσο του καθεστώτος ελευθερίας που πρέπει να διέπει το σύνολο πλέγμα των πρακτικών επικοινωνιακής διάδρασης μεταξύ του καθενός και του οιουδήποτε ή των οιωνδήποτε άλλων μελών της πολιτικής συμβίωσης”. [Σελ. 90]
Συμφωνώ απολύτως με αυτή την ανάγνωση του άρθρου 16 παρ. 1 του Συντάγματος, συμφωνώ απολύτως με την άρνηση ενός “αριστοκρατικού” δικαιώματος μόνο για καλλιτέχνες, αλλά δυσκολεύομαι να κατανοήσω για ποιον λόγο θα πρέπει να αρνηθούμε την ύπαρξη ενός ατομικού δικαιώματος στην ελευθερία της τέχνης, όχι μόνο για τους καλλιτέχνες, αλλά και για όλους τους άλλους. Ανησυχώ δηλαδή μήπως τελικά αυτή η ανάγνωση οδηγήσει στην υποβάθμιση της ελευθερίας της τέχνης σε ένα συλλογικό “κοινωνικό δικαίωμα”, δηλαδή μια γενική πολιτικής υφής αξίωση έναντι της πολιτείας προς παροχή πρόσβασης στην τέχνη, χωρίς “αγώγιμη” λειτουργία, χωρίς δηλαδή να μπορούμε να ζητήσουμε την άρση της λογοκρισίας από την Λυρική Σκηνή ή χωρίς να δικαιούμαστε – καθένας από εμάς- να δούμε το βίντεο Γαβρά χωρίς περικοπές ή τους χορευτές του Εθνικού Θεάτρου χωρίς βρακάκια επειδή το ίδιο βράδυ θα έρθει και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Η αλήθεια είναι ότι η θητεία του συγγραφέα ως Βοηθού Συνηγόρου του Πολίτη υπεύθυνου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου συνηγορεί (πλεονασμός;) προς το αντίθετο: ο Τάκης υπογράφει με την θεσμική του ιδιότητα το "ηρωϊκό" πόρισμα για την έκθεση του Outlook που αναγνώρισε το δικαίωμα του κοινού να αξιώσει αιτιολόγηση για την αφαίρεση του πίνακα “Asperges me” από το διοικητικό συμβούλιο του Οργανισμού Προώθησης Ελληνικού Πολιτισμού που ήταν η εποπτεύουσα υπηρεσία. Ένα άψογο κείμενο, το οποίο επαναλήφθηκε ως σκεπτικό και στην παρέμβαση του ίδιου Βοηθού Συνηγόρου για τα γεγονότα της Ρούσαλκα στην Λυρική Σκηνή. Δηλαδή: αναγνωρίζει ότι και το κοινό κάνει χρήση της συνταγματικής ελευθερίας της τέχνης (στην “παθητική” της διάσταση) αξιώνοντας την άρση των λογοκριτικών επεμβάσεων. Οπότε, για ποιο λόγο να μην μιλήσουμε καθαρά και ξάστερα για ειδικό συνταγματικό δικαίωμα;
Η απάντηση που δίνει ο Τάκης είναι ότι υπάρχει η γενικότερη ελευθερία της έκφρασης που τα καλύπτει όλα αυτά και η ειδικότερη μνεία της “ανεπιφύλακτης” ελευθερίας της τέχνης στο Σύνταγμα λειτουργεί ουσιαστικά ως ένας “περιορισμός των περιορισμών” της ελευθερίας της έκφρασης. Οι “περιορισμοί των περιορισμών” έρχονται στην τρίτη φάση του ελέγχου της τήρησης ή παραβίασης ενός δικαιώματος ως εξής: ύπαρξη ανθρώπινου δικαιώματος – επιβολή περιορισμού – περιορισμός του περιορισμού. Για να δώσω ένα σχηματικό παράδειγμα:
1) ελευθερία έκφρασης: κυκλοφορία ενός ημερολογίου με γυμνά μοντέλα (συνταγματικό δικαίωμα)
2) εισαγγελική απαγόρευση κυκλοφορίας του ημερολογίου ως "ασέμνου" (περιορισμός του συνταγματικού δικαιώματος)
3) δικαστική άρση της απαγόρευσης επειδή πρόκειται για έργο τέχνης κι όχι για πορνογράφημα (περιορισμος του περιορισμού) – άρα επαναφορά στον κανόνα (1) ότι έχουμε ενάσκηση ελευθερίας έκφρασης που δεν επιδέχεται περιορισμό.
Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση, στην οποία δεν θα διαφωνήσει κανείς, αλλά αφορά κατά κύριο λόγο την ενεργητική περίπτωση της ελευθερίας της τέχνης και ιδίως τον ίδιο τον καλλιτέχνη ή τον διανομέα του έργου, τους οποίους έχουμε φροντίσει εκ των προτέρων να απογυμνώσουμε από “ειδικά” συνταγματικά δικαιώματα. Έπειτα, ο Τάκης μιλώντας για “περιορισμό των περιορισμών” όσον αφορά την ελευθερία της τέχνης δεν ανακαλύπτει την πυρίτιδα. Απλώς προσπαθεί να θεμελιώσει θεωρητικά κάτι που ήδη βρίσκεται κατοχυρωμένο προ πολλού στο άρθρο 367 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα: δεν εμπίπτουν στην έννοια της εξύβρισης ή της δυσφήμησης οι δυσμενείς κρίσεις για καλλιτεχνικές εργασίες και οι εκδηλώσεις που γίνονται για την διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον και σε ανάλογες περιπτώσεις (μην βιάζεστε: εκτός αν οι παραπάνω κρίσεις και εκδηλώσεις έχουν τα στοιχεία της συκοφαντικής δυσφήμησης ή αν προκύπτει σκοπός εξύβρισης - “σχετικός” περιορισμός των περιορισμών). Φυσικά το 367 δεν έχει εφαρμογή σε άλλες κατηγορίες εγκλημάτων (λ.χ. ρατσιστικός λόγος) κι εκεί η συνταγματική θεμελίωση που επιχειρεί ο Τάκης γνωρίζει ιδιαίτερη πρακτική αξία.
Ο συγγραφέας τυποποιεί όμως ακόμα περισσότερο την ιδέα του ανεπιφύλακτου ως “περιορισμού των περιορισμών”, εισάγοντας το “τεκμήριο του αβλαβούς της τέχνης”. Δηλαδή ουσιαστικά ένα “τεκμήριο αθωότητας”: όποιος μετέχει της ελευθερίας της τέχνης, κατ' αρχήν δεν έχει κακή προαίρεση, άρα δεν πρέπει εξ αρχής να θεωρείται ως ύποπτος για κακά πράγματα, επειδή κάνει τέχνη. Επειδή η τέχνη είναι εξαιρετικά ευαίσθητο σπορ (βλ. διαρκής κίνδυνος λογοκρισίας ή παροχικής μονομέρειας εκ μέρους της διοίκησης) , ενώ η ίδια δεν αποτελεί -κατ' αρχήν- και τόσο πρόσφορο μέσο για να θίξει τα δικαιώματα των άλλων, ας θεωρήσουμε ότι η τέχνη ως αυτοσκοπός είναι κατ' αρχήν αθώα. Φυσικά, το κατασκεύασμα αυτό οριοθετείται (“το τεκμήριο του αβλαβούς δεν μπορεί παρά να είναι πάντα μαχητο” [σελ. 166]) για να μην έχουμε τίποτα προσκρούσεις με άλλα δικαιώματα (βλ. δικαστική προστασία 20 παρ. 1 Σ). Μια γροθιά στα πλευρά του “απαραβίαστου” και μια επαναφορά – από την πίσω πόρτα- της “θεολογίας του ωραίου”: αν καθιερώσουμε τέτοια τεκμήρια, σε τι διαφοροποιούμαστε από τις θεωρίες περί απαραβίαστου του προσώπου του καλλιτέχνη και περί “ασύλου”; Δεν καλύπτεται άραγε ο καλλιτέχνης από το γενικό τεκμήριο της αθωότητας που ισχύει για όλους; Όχι, διότι το θέμα μας εδώ δεν είναι ο καλλιτέχνης, αλλά η “Τέχνη”!
Όλη αυτή η ανάπτυξη περί “αβλαβούς” της τέχνης, είναι εξόχως προβληματική. Είναι σαν να λέμε ότι συνολικά η έκφραση είναι εξ αρχής “αβλαβής”, αναπαράγοντας την νεοσυντηρητική προσέγγιση περί του ότι δήθεν ο “λόγος” δεν αποτελεί “πράξη”, άρα δεν μπορούν τα εγκλήματα που τελούνται μυϊκά (κλοπή, φόνος, βιασμός κλπ) να ανήκουν στην ίδια νομική κατηγορία με τα εγκλήματα που τελούνται με λόγο (απάτη, απειλή, προσβολές τιμής, ρατσιστικός λόγος). Πρόκειται φυσικά περί σοβαρής στρέβλωσης της έννοιας της “πράξης” όπως αυτή χρησιμοποιείται στο ποινικό δίκαιο (βλ. επ' αυτού, μερικές σκέψεις για τη λειτουργία του αντιρατσιστικού Ν.927/1979 εδώ).
Τελικά ενώ ο συγγραφέας προσφέρει μία όμορφη στοχαστική διαδρομή, αποδομώντας ορισμένα δεδομένα, καταλήγει πρακτικά στα ίδια συμπεράσματα με όσα υποστηρίζει και η παραδοσιακή θεωρία του συνταγματικού δικαίου, δίνοντας όμως και ορισμένα επιχειρήματα σε όσους μπορεί να έρθουν αύριο και να πουν ότι δεν υπάρχει “δικαίωμα να κάνεις τέχνη”, αλλά μόνο “η ελευθερία της Τέχνης”. Δεν θέλω να γίνομαι Κασσάνδρα, αλλά πρόσφατα διαβάσαμε σε γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ότι το συνταγματικά κατοχυρωμένο απόρρητο της επικοινωνίας δεν μπορεί να περιλαμβάνει την τέλεση εξύβρισης και άλλων αδικημάτων, ενώ το σωστό είναι ότι σαφώς και τα περιλαμβάνει εξουσιοδοτώντας τον κοινό νομοθέτη να ορίσει ποια είναι τα “ιδιαιτέρως σοβαρά εγκλήματα” που επιτρέπουν την άρση του απορρήτου από δικαστική αρχή. Δεν κατανοώ για ποιο λόγο να υποστηρίζει κανείς όλη αυτή τη θεωρητική κατασκευή του ότι “δεν υπάρχει ατομικό δικαίωμα στην Τέχνη”, ενώ στην ουσία καταλήγει ότι ο φορέας αυτού του δικαιώματος δεν είναι μόνο ο καλλιτέχνης αλλά τελικά και το ίδιο το κοινό που μετέχει στην διαδικασία παραγωγής και κοινώνησης της τέχνης. Ούτε θεωρώ ότι, με όρους ασφάλειας δικαίου, αρκεί η γενική κατοχύρωση της ελευθερίας της έκφρασης, γιατί είδαμε ότι και στην ΕΣΔΑ δεν υπάρχει μια ειδική αναφορά στην Τέχνη, ενώ θα ήταν πολύ χρήσιμη για την αποφυγή της εξαιρετικά αρνητικής νομολογιας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που μνημονεύει και ο Τάκης στο βιβλίο του (με αποκορύφωμα βέβαια την “Δίκη του Λεπέν”).
Πέρα όμως από αυτές τις διαφωνίες, θεωρώ ότι το μεγάλο κενό του βιβλίου είναι ακριβώς η σχέση του κοινού ως φορέα της ελευθερίας της τέχνης, με την χρήση των έργων πνευματικής ιδιοκτησίας στο Διαδίκτυο και το πως τα δικαιώματα αυτά πρέπει να εφαρμόζονται στις συνθήκες που διαμορφώθηκαν μέσα στην ψηφιακή εποχή. Πριν σπεύσει κάποιος να πει ότι αυτό είναι ένα ειδικό ζήτημα, θα επιμείνω ότι αν σήμερα η συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας της τέχνης, ιδίως από την πλευρά του κοινού, έχει κάποια πρακτική αξία είναι ακριβώς η συνταγματική ανα-οριοθέτηση των δικαιωμάτων πνεματικής ιδιοκτησίας και της σχέσης του κοινού με τον πνευματικό δημιουργό. Επίσης: η τριτενέργεια των δικαιωμάτων του κοινού σε σχέση με τον παράγωγό. Εκεί έχει νόημα η συζήτηση περί της συνταγματικής ελευθερίας της τέχνης σήμερα και αυτό ο συγγραφέας το αποσιώπησε. Όχι μόνο στο βιβλίο του, αλλά και όταν του δόθηκε η δυνατότητα ως Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη να λάβει θέση για την αστεία δημόσια διαβούλευση του Ο.Π.Ι. περί “πειρατείας” στο Διαδίκτυο, όπου του δόθηκαν 5-6 διαφορετικές νομικές δυνατότητες για να παρεμβει, αλλά επέλεξε να οχυρωθεί πίσω από μία μυωπικά στενόκαρδη ερμηνεία των δικονομικών δυνατοτήτων του κοινού για έλεγχο της δημόσιας διαβούλευσης ως διαδικασίας ενάσκησης (μη;) δημόσιας εξουσίας. Η αμετακίνητη στάση του Βοηθού Συνηγόρου στην συγκεκριμένη υπόθεση θεωρώ ότι ήταν εξίσου ανεξήγητη με την εμμονή του περί μη υπάρξεως δικαιώματος στο άρθρο 16 παρ. 1 του Συντάγματος. Είχε τη δυνατότητα να εκφράσει την αντίθεσή του στην τυχόν εισήγηση ενός “νόμου Σαρκοζί” και το απέφυγε, όπως και στο βιβλίο του.
Έτσι είναι όμως οι επίμονοι, εικονοπλάστες και εικονοκλάστες συγγραφείς που αντιμετωπίζουν το θέμα τους ως πίνακα του Ντελακρουά:
“...πλάθω με τη φαντασία μου μια νοερή εικονα της Τέχνης ως ανθρωπόμορφης και, φυσικά, θηλυκού γένους χαρίεσσας οντότητας να δέχεται μαζί με τις άλλες, περισσότερο αυστηρές αυτές, θηλυκές μορφές της Επιστήμης και της Διδασκαλίας την υπόσχεση της Δημοκρατίας ή του Λαού για ανεπιφύλακτη ελευθερία...” [σελ. 185]
Μου θυμίζει τον εαυτό μου, όταν οραματίζομαι την Διαφάνεια να ξεμαλλιάζεται με την Ιδιωτικότητα.
Αθεράπευτα ρομαντικός, αλλά μας χάρισε ένα βιβλίο που -με όλες τις αντιρρήσεις που μπορεί να διατυπώσει κανείς- δεν δικαιούται να το προσπεράσει ο σύγχρονος δημόσιος διάλογος και στοχασμός για την πολιτική και συνταγματική θεωρία περί ελευθερίας της τέχνης.
16 σχόλια:
Πολύ ενδιαφέρον. Αν και αγόρασα το βιβλίο μετά από δική σου υπόδειξη δεν το έχω διαβάσει ακόμα. Όλως τυχαίως αυτές τις μέρες ξαναδιαβάζω (δεκαπέντε χρόνια μετά από την πρώτη φορά!) τη διδακτορική διατριβή του Μανόλη Ανδρόνικου που έχει τον τίτλο "Ο Πλάτων και η Τέχνη. Οι πλατωνικές απόψεις για το ωραίο και τις εικαστικές τέχνες". Στα χρόνια που μεσολάβησαν από την πρώτη ανάγνωση έχω συζητήσει με ανθρώπους που ασχολούνται με τη σύγχρονη τέχνη, αρθρώνουν θεωρητκό λόγο περί αυτής και βέβαια έχω ασχοληθεί επαγγελματικά με τη διασπορά του μηνύματος μιας έκθεσης. Αρχικά η έκθεση σ'αυτό το λόγο είναι οδυνηρή γιατί δυναμιτίζει σχεδόν όλες τις αντιλήψεις σου, τουλάχιστον σε μένα έτσι έγινε. :-)
Διαπιστώνω λοιπόν πως τόσο οι αρχαιολόγοι όσο και οι νομικοί καταπιάνονται με ζητήματα που στην πραγματικότητα αφορούν ελάχιστα την καλλιτεχνική πραγματικότητα κι αυτό το λέω εντελώς φιλικά ως μια απλή διαπίστωση. Αν τελικώς τα ζητήματα των τεχνων καταλήγουν στα δικαστήρια αυτό δεν αφορά στο ελάχιστον την τέχνη. Το ζήτημα αυτό δεν είναι παρά ένα μικρό κεφάλαιο, ένα υποσύνολο του τεράστιου ζητήματος που αφορά στην ελευθερία της έκφρασης. Τα εικαστικά, είναι ΜΕΣΟ έκφρασης μιας ιδέας όπως είναι η γραφή. Ο Κορντιέ έχει τα ίδια δικαιώματα με τον Πλεύρη στην ελεύθερη έκφραση. Αυτό δεν φαίνεται να το θίγει ο κ.Τάκης. Αν και επισημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν να το καθαγιάζουμε όλο αυτό στο τέλος το κάνει ο ίδιος όταν δεν διαπραγματεύεται το θέμα στο σύνολό του.
Ωραίο κείμενο. Μακάρι να διοργανώναμε μια συζήτηση και να συμμετείχε και εκείνος. Έχω μία ιδέα...
Mea culpa, το βιβλιο περιεχει εκτεταμενη αναλυση για το θεμα των προσβολων "ταυτοτητας" απο εργα τεχνης.Αυτο ειναι ενα ελειμμα της δικης μου κριτικης. Διαβαστε το ομως, μην κατηγορηθω και οτι αναπαραγω ολο το περιεχομενο του ακυρωνοντας της αγοραστικη αξια και την πνευματικη του αυτοτελεια!
Αγαπητέ e-lawyer,
Για μια φορά θα συμφωνήσω με τον φίλο μου τον Αθήναιο, αν και με κάπως ιδιότυπο τρόπο, που τελικά, είμαι βέβαιος, δεν θα του αρέσει: αν μιλούμε για την «ελευθερία της τέχνης», το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης δεν θα έπρεπε να είναι παρά το τελευταίο από τα εργαλεία μας (έχω προσπαθήσει να εξηγήσω γιατί – εδώ και εδώ, ας πούμε), αν και δεν θα έλεγα ότι το ζήτημα της «ελευθερίας της τέχνης» είναι υποσύνολο του ζητήματος που αφορά στην ελευθερία της έκφρασης, παρά μόνον αν παραδεχόμουν ότι το κυριότερο ζήτημα με την τέχνη είναι να «εκφράζεται» ο καλλιτέχνης. Δεν το παραδέχομαι. (Από την άλλη, ενστερνίζομαι την άποψη του Αθήναιου ότι «ο Κορντιέ έχει τα ίδια δικαιώματα με τον Πλεύρη στην ελεύθερη έκφραση», ωστόσο αυτό είναι άλλο θέμα και έχω και γι’ αυτό να θέσω κάπως ειδικές προϋποθέσεις.) Επειδή δεν το παραδέχομαι, νιώθω τεράστια συμπάθεια για την προσπάθεια του συγγραφέα, όπως την περιγράφετε, να χρησιμοποιήσει με διακριτό τρόπο τις έννοιες του «καλλιτέχνη» και της «τέχνης». Προτού, όμως, εξηγηθώ περισσότερο, επιτρέψτε μου δυο διευκρινήσεις και μια ένσταση:
Η πρώτη διευκρίνιση είναι η προφανής: δεν έχω διαβάσει το βιβλίο, το μαθαίνω τώρα από εσάς και σας ευχαριστώ. Θα το προμηθευτώ άμεσα. Μακάρι να είναι όπως το λέτε, ένα πόνημα που δεν δικαιούται να το προσπεράσει ο σύγχρονος δημόσιος διάλογος και στοχασμός για την πολιτική και συνταγματική θεωρία περί ελευθερίας της τέχνης.
Η δεύτερη διευκρίνιση είναι ότι τόσο το βιβλίο όσο και η κριτική σας καταπιάνονται βασικά με την ερμηνεία του Συντάγματος. Είμαι πληροφορημένος επί τέτοιων θεμάτων όσο απαιτεί η δουλειά μου – και λίγο από προσωπικό ψώνιο – αλλά δεν έχω νομικές γνώσεις και συνεπώς ούτε άποψη. Μπορεί κι αυτό να μοιάζει προφανές, δεν είναι τόσο, όμως, διότι για την ελευθερία της τέχνης έχω, φυσικά, άποψη και δεν πιστεύω καθόλου ότι η νομική επιστήμη είναι το μόνο εργαλείο για να την προσεγγίσει κανείς. Απεναντίας, πιστεύω ότι τα νομικά μόνο μια πολύ στενή αντίληψη μπορούν να προσφέρουν για το πώς λειτουργεί κοινωνικά η τέχνη.
Η ένσταση βρίσκεται υπό την αίρεση του γεγονότος ότι δεν έχω διαβάσει το βιβλίο. Από την περιγραφή σας και μόνον, όμως, δεν με βρίσκει σύμφωνο η ανάπτυξη περί «θεολογίας του ωραίου», ιδιαίτερα αν ορίζεται ως το «δέος που διακατέχει ιστορικά όλους τους πολιτισμούς για το απαραβίαστο πρόσωπο του καλλιτέχνη». Δεν θα απαιτούσε πολύ κόπο να δείξει κανείς ότι ένα τέτοιο δέος επ’ ουδενί δεν «διακατέχει ιστορικά όλους τους πολιτισμούς», θα υποστήριζα δε ότι η «θεολογία του ωραίου» δεν είναι ένας πολύ καλός όρος για να περιγράψει κανείς ένα τέτοιο δέος. Θα προτιμούσα (και για να τσαντίσω τον Αθήναιο!) τον «συνδικαλισμό της τέχνης» και θα έφερνα στο νου μου το αίτημα του Μπρουνελέσκι, του Αλμπέρτι και του Λεονάρντο να αναγνωριστούν ως πνευματικοί δημιουργοί και όχι ως χειρώνακτες. Αλλά επιφυλάσσομαι για τα περαιτέρω, διότι κάλλιστα το βιβλίο μπορεί να αιτιολογεί τη θέση του αυτή πολύ καλά και θα ήταν άδικο – αν και ελκυστικά σουρεαλιστικό - να του προσάπτω το γεγονός ότι δεν το έχω διαβάσει!
[συνεχίζεται...]
[...συνέχεια]
Η τέχνη είναι ένα συμβολικό σύστημα. Ως τέτοιο αναπαριστά μια κοινότητα στον εαυτό της. Σε αδρές γραμμές, κάποιες φορές αυτό το σύστημα υπάγεται σε άλλα συστήματα, ευρύτερα: στη θρησκεία, ας πούμε. Άλλες φορές, είναι αυτοαναφορικό: δεν υπάρχει κανένα εξωτερικό κριτήριο, βάσει του οποίου να μπορεί κανείς να διατυπώσει μια κρίση εντός του συστήματος. Είναι με αυτή την τέχνη, της δεύτερης κατηγορίας, που έχουμε τα περισσότερα προβλήματα. Και αυτό γιατί η πρώτη, αυτή που υπάγεται σε συστήματα ευρύτερα του εαυτού της, υπόκειται ήδη σε στενό κοινωνικό έλεγχο. Ο νόμος του κοσμικού κράτους – όψιμη προσθήκη στη ρύθμιση των κοινοτήτων – δεν έχει παρά επικουρική λειτουργία στη ρύθμιση αυτού του είδους της τέχνης: ποια είναι η τελευταία φορά που η συνταγματικά κατοχυρωμένη «ελευθερία της τέχνης» κλήθηκε να ρυθμίσει ένα ζήτημα όπως το πώς απεικονίζεται η Αγία Αικατερίνη σε μια εικόνα;
Σας επισημαίνω τις διαφορές μεταξύ των δύο ειδών τέχνης, με προφανές το ελάττωμα της σχηματοποίησης. Υπάρχουν πολλές διακυμάνσεις αλλά πρόκειται για ένα καλό εργαλείο που εξηγεί, φερ’ ειπείν, το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο Καραβάτζιο με τον Ευαγγελιστή Ματθαίο και υφίσταται τη «λογοκρισία» της εκκλησίας. Ο Καραβάτζιο ανήκει σε μια νέα εποχή, η τέχνη του περιέχει τους κανόνες της, δεν εξαρτάται από τους κανόνες της θρησκευτικής απεικόνισης. Αλλά αρκετά με τους παλαιούς.
Κατά μια έννοια, η τέχνη είναι η δραστηριότητα ενός υποκειμένου και υπόκειται σε κάθε ρύθμιση που η κοινωνία επιβάλλει. Δεν υπάρχει δραστηριότητα δίχως περιορισμούς είτε χώρου (μπορείς να δείξεις σκηνή σεξ αλλά όχι στον δρόμο) είτε βαθμού (μπορείς να χαστουκίσεις, με τη σύμφωνη γνώμη της, την ηθοποιό που παίζει την τσούλα αλλά δεν μπορείς να την σκοτώσεις – ακόμη και με τη σύμφωνη γνώμη της.) Εντελώς ταυτόχρονα – και αυτό είναι το σημείο που σας καλώ να σκεφτείτε – η τέχνη είναι ένα σύστημα που υπόκειται μόνο στον έλεγχο των κριτηρίων που περιέχει. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό της που το διεκδικεί οντολογικά – κάθε προσπάθεια να καταστρατηγηθεί προκαλεί αντίδραση: ο Αντρές Σεράνο αναρτά σε διαφήμιση λεωφορείου μια γυναίκα που κατουρά στο στόμα ενός άντρα, ο Βιμ Ντελβουά κάνει τατουάζ σε ζωντανά γουρούνια.
Η φύση αυτή της τέχνης δεν ρυθμίζεται. Η προσπάθεια να γίνει κατανοητή η τέχνη με αποκλειστικό εργαλείο τη νομική έννοια της ελευθερίας της ή ακόμη και, ευρύτερα, του κοινωνικού ελέγχου, είναι καταδικασμένη να παραγνωρίζει τη φύση της τέχνης. (Κάπου εδώ αρχίζει ίσως να κατανοεί κανείς γιατί ο Μαρσέλ Ντυσάν είναι ο μεγαλύτερος καλλιτέχνης της νεότερης εποχής…)
Τα σέβη μου,
z
ΥΓ Δεν νομίζω ότι πήρε το πρώτο σχόλιο τους συνδέσμους μου. Δεν πειράζει. Όποιος ενδιαφέρεται, μπορεί να τους αναζητήσει στο ιστολόγιό μου. Δεν θα δυσκολευτεί: είναι τα κείμενα όπου όλοι με βρίζουν. (Περισσότερο από ό,τι με βρίζουν στα υπόλοιπα.)
Ξανα-mea culpa.
Φοβάμαι ότι το κείμενό μου δεν έχει αποδώσει με ακρίβεια ορισμένες συνιστώσες βιβλίου τελικά (λ.χ. την θεολογία του ωραίου), διότι ο συγγραφέας περιλαμβάνει στο έργο του αυτά που αναφέρει ο κ. Ζενάκος για το "απαραβίαστο" πρόσωπο του καλλιτέχνη. Αυτά είναι, ως ένα βαθμό, τα εγγενή προβλήματα της κριτικής ως "μετα-γλώσσας" (αν και ο κάποτε καθηγητής μου κ. Γεωργουσόπουλος βδελύσσεται τον χαρακτηρισμό) και η προφανής αδυναμία μου να ξεπεράσω κάποιες "θεολογίες" (τα δικόγραφα με έχουν καταστρέψει ως κειμενογράφο).
Χαίρομαι πάντως που σας κάνω να το διαβάσετε και μετά θα το συζητήσουμε και πάλι. Μια αφορμή θα μας δοθεί αν ο Συνήγορος εκδώσει ένα τελικό κείμενο για τα γεγονότα της Ρούσαλκα.
Αυγουστίνε, αν θέλεις δώσε μας τα λινκ γιατί δυσκολεύομαι να το βρω.
Πάντως διαφωνώ ότι τα εικαστικά είναι "μέσο" έκφρασης "μιας ιδέας" και απορώ αν συμφωνείτε οι δυο σας σε αυτό.
Προφανώς δεν συμφωνούμε με τον Αθήναιο σε αυτό, αγαπητέ e-lawyer, έχω όμως την εντύπωση ότι ο Αθήναιος κάνει μια λεπτή αναφορά σε μια άλλη συζήτηση που είχαμε περί «λόγου» και τέχνης. Για την ακρίβεια, όσο είναι η λογοτεχνία «μέσο έκφρασης μιας ιδέας» άλλο τόσο είναι και τα εικαστικά. Αλλά στ' αλήθεια, θέλετε να συμβεί αυτό που πρόκειται να συμβεί στο ιστολόγιό σας; Αθήναιεεεεε!
Α, και τα λινκς: εδώ και εδώ.
Τα νομικά δεν προσφέρουν απλώς μια περιορισμένη αντίληψη για το πώς λειτουργεί η ελευθερία της έκφρασης μόνο καλούνται κάθε φορά ν'απαντήσουν σε συγκεκριμενα ερωτήματα που θέτει ένα κατηγορητήριο. Κι αν ισχύει αυτό που λέει ο Αυγουστίνος ότι δλδ : "η τέχνη είναι ένα σύστημα που υπόκειται μόνο στον έλεγχο των κριτηρίων που περιέχει" τότε καταλαβαίνουμε ότι κάθε απόφαση δικαστηρίου δεν συνεπάγεται απολύτως τίποτα.
Θα επαναλάβω ότι θεωρώ καλύτερη λύση την κατάργηση του αντιρατσιστικού νόμου και κάθε νόμου που δέχεται προσβολή θρησκευτικών, εθνικών ή άλλων συμβόλων.
Ναι, Αθήναιε, αλλά να διευκρινίσουμε ότι μια απόφαση δικαστηρίου «δεν συνεπάγεται τίποτε» από την άποψη της ρύθμισης του συστήματος της τέχνης. Γιατί από την άποψη της μοίρας ενός συγκεκριμένου υποκειμένου, συνεπάγεται πολλά - αν θα είσαι μέσα ή έξω από τη φυλακή, μεταξύ άλλων.
Για την κατάργηση των νόμων συμφωνώ βεβαίως.
Και, όχι, αγαπητέ e-lawyer, δεν συμμερίζομαι την άποψη ότι τα εικαστικά είναι "μέσο" έκφρασης "μιας ιδέας". Αλλά νομίζω ότι ο Αθήναιος αναφέρεται με λεπτότητα σε μια πρόσφατη συζήτησή μας περί "λόγου". Αν μπούμε και σε αυτό, πολύ φοβάμαι ότι θα απειλήσουμε ξανά την πολύτιμη νομική πειθαρχία που έχετε κατακτήσει!
Καταλαβαίνω την επιφύλαξη για τα "δικονομικά" νομικά.
Υπάρχει όμως και μια συζήτηση φιλοσοφίας του δικαίου ως προς την ελευθερία της έκφρασης. Η συζήτηση αυτή, η οποία δεν εξαρτάται από τη νομολογία των δικαστηρίων, διερευνά εξ αρχής την κανονιστική ουσία που υπάρχει στην ελευθερία και τους περιορισμούς της.
Οι παράμετροι που λαμβάνουν υπόψη τους οι ασχολούμενοι με την τέχνη, (ιδίως όταν έρχονται στην επικαιρότητα φαινόμενα απαγορεύσεων και εξωκαλλιτεχνικών επεμβάσεων), δεν μπορούν να μην περιλαμβάνουν και τις νομικές παραμέτρους.
Η κατάργηση του αντιρατσιστικού νόμου, από την άλλη πλευρά, θα σήμαινε παραβίαση των διεθνών υποχρεώσεων της χώρας, η οποία έχει υπογράψει την Διεθνή Σύμβαση κατά των Φυλετικών Διακρίσεων (1966) που επιβάλλει την ποινικοποίηση αυτών των συμπεριφορών. Επίσης με πρόσφατη απόφαση της ΕΕ τα μέλη της έχουν αντίστοιχη υποχρέωση ποινικοποίησης ρατσιστικών πράξεων.
Αλλά και πέρα από το διεθνές δίκαιο, το Σύνταγμα προβλέπει ότι κανείς στην Ελλάδα δεν πρέπει να υφίσταται παραβιάσεις της τιμής του ειδικά για λόγους που σχετίζονται με την φυλετική καταγωγή, την γλώσσα κλπ. Το θέμα είναι δηλαδή ότι ο νομοθέτης έχει υποχρέωση να διασφαλίζει τα άτομα από τέτοιες προσβολές. Αν καταργηθεί μια τέτοια διασφάλιση, χωρίς να αντικατασταθεί με κάποιο άλλο επαρκές μέσο, τότε ο νομοθέτης θα παραβιάσει το συνταγματικό κεκτημένο αυτών των ατόμων.
Η κατάργηση αυτής της νομοθεσίας ειδικά στην περίοδο αυτή, πολιτικά θα ήταν τουλάχιστον ατυχής, γιατί θα απελευθέρωνε ένα κύμα μίσους που μόλις και μετά βίας συγκρατείται. Η ενδεδειγμένη λύση είναι η επαναδιατύπωση του αντιρατσιστικού νόμου, ώστε το πεδίο εφαρμογής του να είναι πιο συγκεκριμένο.
Αγαπητέ E-Lawyer,
Πριν από κάνα μήνα έγινε μέγα πατιρντί στο blog του Αυγουστίνου Ζενάκου για ένα ζήτημα (http://artfully-on-saturday.blogspot.com/2009/10/blog-post.html) που σαφώς εμπίπτει στο θέμα του βιβλίου. Συγκεκριμένα, για το κατά πόσον η ελευθερία της Τέχνης (ή του καλλιτέχνη, αδιάφορο) παρέχει το δικαίωμα στον Ντελβουά να κάνει τατουάζ σε ζωντανά όντα, γουρούνια εν προκειμένω.
Δεδομένου ότι είστε νομικός και επιπλέον φιλελεύθερος αλλά και φίλος της Τέχνης, θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να μας δίνατε την άποψή σας επ' αυτού του συγκεκριμένου ερωτήματος. Ακόμα καλύτερα να διακινδυνεύατε και μία υποτιθέμενη απάντηση εκ μέρους του συγγραφέα του παρουσιαζόμενου βιβλίου.
Τελών εν αναμονή, xαιρετώ.
Να τσανελάρω τον κ. Τάκη μου είναι αδύνατον. Τώρα για τα γουρούνια, αν δεν υπάρχει κάποια διάταξη που να απαγορεύει επίπονες διαδικασίες, προφανώς υπερισχύει η ελευθερία της τέχνης κι όχι η ελευθερία των γουρουνιών.
Αγαπητέ E-Lawyer,
Είπαμε, είσαι νομικός, όχι όμως και να μου απαντάς «νομικίστικα»!
Κανένα πρόβλημα! Με μια μικρή τροποποίηση το ερώτημά μου αναγεννάται εκ της τέφρας του.
Ας πούμε ότι είμαι εισηγητής στη Βουλή και προτείνω νόμο που απαγορεύει τη μετατροπή ενός ζωντανού πλάσματος σε καμβά. Θα ψήφιζες υπέρ ή κατά;
Χαιρετώ.
ΥΓ Η απεύθυνση στον ενικό αντί του πληθυντικού είναι μία λογική, νομίζω, αντίδραση στην ευδιάκριτη (και ανεξήγητη;) «ξινίλα» της απάντησής σου.
Ένας νομικός δεν μιλάει ποτέ "νομικίστικα". Νομικίστικα ομιλούν όσοι προσπαθούν να μιμηθούν την νομική γλώσσα, χωρίς γνώση.
Σε πολιτικά ερωτήματα δεν απαντάω γιατί είναι εκτός των ενδιαφερόντων του blog.
Δημοσίευση σχολίου