Η τήρηση του απορρήτου των υπηρεσιών πληροφοριών δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για συγκάλυψη παραβιάσεων ανθρώπινων δικαιωμάτων
[02/11/09] Με μεγάλη καθυστέρηση παίρνουμε μαθήματα από τις παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων που ακολούθησαν τον "πόλεμο κατά της τρομοκρατίας" που κήρυξαν οι ΗΠΑ μετά τον Σεπτέμβρη του 2001. Ενώ λεπτομερείς πληροφορίες για συστηματικά βασανιστήρια, μυστικές κρατήσεις προσώπων και άλλες παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων αποκαλύπτονται, οι πολιτικές ηγεσίες παραμένουν διστακτικές στο να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα. Υπάρχει πιεστική ανάγκη να βελτιωθεί ο δημοκρατικός έλεγχος των υπηρεσιών πληροφοριών και ασφάλειας και να ρυθμιστεί η διασυνοριακή συνεργασία μεταξύ τους.
Η τρομοκρατία είναι μια πραγματικότητα και τα κράτη πρέπει να αναζητήσουν αποτελεσματικό τρόπο να αντιμετωπίσουν αυτή την απειλή. Εντούτοις, πολλά μέτρα για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας που χρησιμοποιούνται σήμερα είναι παράνομα κι αναποτελεσματικά. Αυτό ήταν το συμπέρασμα ενός διεθνούς συνεδρίου έγκριτων δικαστικών και νομικών που διεξήχθη από την Διεθνή Επιτροπή Νομικών, σε μια σημαντική έκθεση νωρίτερα αυτό το έτος.1
Το συνέδριο έκρινε ότι η παραβίαση των κρατών για συμμόρφωση προς τις νομικές τους υποχρεώσεις δημιούργησε μια επικίνδυνη κατάσταση, στην οποία η τρομοκρτία και ο φόβος για την τρομοκρατία παραβιάζουν βασικές αρχές του διεθνούς δικαίου των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Ένα φαινόμενο που καταγράφηκε από το συνέδριο ήταν η τάση να αποκτούν νέες εξουσίες και πηγές οι υπρεσίες πληροφοριών, χωρίς επαύξηση νομικής και πολιτικής λογοδοσίας. Αυτή η τάση έχει σημειωθεί περισσότερο μετά το 2001.
Έχουν καθοριστεί πρότυπα, για παράδειγμα, σχετικά με την συλλογή και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Οι Κατευθυντήριες Γραμμές για τα ανθρώπινα δικαιώματα και των πόλεμο κατά της τρομοκρατίας (2002) του Συμβουλίου της Ευρώπης, επιτρέπουν τέτοιες δραστηριότητες μόνο υπό συγκεκριμένους όρους: όταν διέπονται από νομοθετικές διατάξεις εσωτερικού δικαίου, όταν είναι αναλογικές ενόψει των σκοπών της παρέμβασης και όταν ελέγχονται και παρακολουθούνται από ανεξάρτητη αρχή.
Οι περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες σήμερα έχουν οργανώσει κάποια εποπτεία για την λογοδοσία των υπηρεσιών πληροφοριών και ασφάλειας και για να διασφαλίζουν ότι οι νόμοι τηρούνται και οι παραβιάσεις αποτρέπονται. Σε μερικές χώρες αυτό γίνεται από μια κοινοβουλευτική επιτροπή σε μια μόνιμη βάση ή με ειδικές έρευνες σε συγκεκριμένες υποθέσεις. Σε άλες, το εποπτικό όργανο μπορεί να αποτελείται από ειδικούς με διάφορα υπόβαθρα που υπηρετούν ως επόπτες ή ελεγκτές.
Η αποτελεσματικότητα αυτών των οργάνων εξαρτάται εν πολλοίς από τις προβλεπόμενες αρμοδιότητες, το επίπεδο συνεργασίας με την κυβέρνηση και τις ίδιες τις υπηρεσίες και τις δικές τους αρμοδιότητες και πόρους. Δεσμεύονται φυσικά από κανόνες εμπιστευτικότητας που καθιστά δύσκολο να αξιολογηθεί η επιρροή και η σημασία τους.
Εντούτοις, έχω την εντύπωση ότι πολλά κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης πρέπει να βελτιώσουν τον δημοκρατικό έλεγχο στις υπηρεσίες τους. Υπάρχουν μερικά καλά πρότυπα: η επιτροπή κοινοβουλευτικής εποπτείας της Νορβηγίας, για παράδειγμα, έχει τα μέσα να ελέγξει όλες τις καταγραφές και τα αρχεία και φαίνεται να ελέγχει ενεργά την δι-υπηρεσιακή επικοινωνία. Υπάρχουν όμως άλλες χώρες, στις οποίες τα εποπτικά όργανα φαίνεται να έχουν περιορισμένη πρόσβαση στις ευαίσθητες πληροφορίες ή ακόμα και στις στρατηγικές συζητήσεις.
Υπάρχουν μεμονωμένες περιπτώσεις στις οποίες αποκαλύφθηκαν σοβαρές ελλείψεις. Στην Σουηδία, η Κοινοβουλευτική Επιτροπή για τις Συνταγματικές Υποθέσεις εξέτασε την υπόθεση δύο Αιγυπτίων οι οποίοι είχαν απελαθεί στην Αίγυπτο, όπου υποβλήθηκαν σε βασανιστήρια - χωρίς να καταφέρει να ανακτήσει τα σχετικά περιστατικά. Μόνο από την επακολουθήσασα δημοσιογραφική έρενα έγινε γνωστό ότι αυτή η επιχείρηση έγινε σε στενή συνεργασία με την αμερικανική CIA και ότι οι απελαθέντες είχαν παραδοθεί σε πράκτορες της CIA σε Σουηδικό έδαφος.
Σε αυτή την περίπτωση, η Σουηδική κυβέρνηση ισχυρίστηκε μετά ότι δεν ήταν εφικτό ούτε καν να ενημερωθεί η κοινοβουλευτική επιτροή, καθώς αυτο θα παρεμπόδιζε τις ενέργειες των μυστικών υπηρεσιών με την εν λόγω αλλοδαπή υπηρεσία. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η κυβέρνηση προσπάθησε να αποτρέψει το Ανώτατο Δικαστήριο από την δημοσιοποίηση ενός σημαντικού εγγράφου που θα έριχνε φως στην φύση της δι-υπηρεσιακής συνεργασίας σε μια υπόεση βασανιστηρίων, επικαλούμενη πάλι ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε ενεργήσει αρνητικά. Το ίδιο επιχείρημα ακολούθησαν άλλες κυβερνήσεις σε παρόμοιες καταστάσεις.
Αυτό το επιχείρημα πρέπει να απαντηθεί. Αν και η διασυνοριακή συνεργασία ανάμεσα σε υπηρεσίες είναι σημαντική, αυτές οι αντιλήψεις δεν καθιστούν αποδεκτή την αποτροπή ερευνών για ενδεχόμενες παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων ή εποπτείας της ανταλλαγής πληροφοριών.
Υπάρχει ένας προφανής κίνδυνος ότι το επιχείρημα των καλών σχέσεων με μια υπηρεσία άλλης χώρας θα χρησιμοποιηθεί λάθος - από τη μια ή και τις δύο πλευρές- για να συγκαλυφθούν παράνομες ενέργειες, συμπεριλαμβανομένων των παραβιάσεων ανθρώπινων δικαιωμάτων ή άλλων καταχρήσεων. Όταν συμβαίνουν αυτά, υπάρχει σοβαρή παραβίαση της αρχής της λογοδοσίας.
Περαιτέρω, υπάρχει ένας σοβαρός κίνδυνος ότι οι πληροφορίες που κοινοποιούνται απορρήτως μπορεί να είναι ανακριβείς αλλά χρησιμοποιούμενες, χωρίς δυνατότητα όσων στοχοποιούνται να διορθώσουν τα λάθη. Υπάρχουν περιπτώσεις τα τελευταία δύο χρόνια όπου αυτό έχει οδηγήσει σε σοβαρές αδικίες εναντίον ατόμων και σε κάποιες περιπτώσεις έπληξε επίσης τις οικογένειες και τους φίλους τους.
Η ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα στις υπηρεσίες πληροφοριών έχει αυξηθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια και τα συστήματα ελέγχου που είχαν ενεργοποιηθεί δεν έχουν αξία εάν δεν καλύπτουναυτές οι ανταλλαγές.
Χάρη στο Συμβούλιο της Ευρώπης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τα μέσα ενημέρωσης και τις μη κυβερνητικές οργανώσεις, έχουν αποκαλυφθεί κάποια περιστατικά για παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο της μυστικής συνεργασίας ανάμεσα σε υπηρεσίες.
Αυτές οι περιπτώσεις δεν υποβαθμίζουν τον αγώνα εναντίον της τρομοκρατίας. Πράγματι, ορισμένες από αυτές, αν και ενοχλητικές για μερικούς, έχουν οδηγήσει σε σοβαρή συζήτηση για το πως θα γίνει πιο αποτελεσματικός ο αγώνας, πράγμα που περιλαμβάνει την αποτροπή των παραβιάσεων ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Ένα συμπέρασμα είναι ότι οι εξαιρέσεις από την νομοθεσία για την ελευθερία της έκφρασης που βασίζονται στην εθνική ασφάλεια θα πρέπει να είναι ιδιαιτέρως περιορισμένες.
Πάντως, θα πρέπει επίσης να αναγνωριστεί ότι υπάρχουν γεγονότα τα οποία δεν θα πρέπει να δημοσιοποιούνται και πλευρές οι οποίες θα πρέπει νομίμως να παραμένουν εμπιστευτiκές. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα εποπτεύοντα όργανα είναι απαραίτητα: εκπροσωπούν το δημόσιο συμφέρον και ελέγχουν τις υπηρεσίες με ένα τρόπο, ο οποίος τις καθιστά αξιόπιστες. Γι΄αυτό θα πρέπει να μπορούν επίσης να χειριστούν την ροή πληροφοριών μεταξύ διαφορετικών εθνικών υπηρεσιών.
Ένα πρώτο βήμα είναι να κατοχυρωθεί ότι η συνεργασία ανάμεσα σε υπηρεσίες επιτρέπεται μόνο σύμφωνα με τις αρχές που προβλέπονται από το νόμο και έχουν επιτραπεί ή εποπτεύονται από κοινοβουλευτικές επιτροπές ή επιτροπές εμπειρογνωμόνων.2
Τόσο η παροχή όσο και η λήψη δεδομένων θα πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με ρητές συμφωνίες ανάμεσα στα μέρη. Αυτό θα πρέπει να προβλέπεται από το νόμο - όπως συμβαίνει στην Ολλανδία. Οι συμφωνίες θα πρέπει να περιλαμβάνουν εγγυήσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων και να υποβάλλονται στα σχετικά εποπτικά όργανα.
Η υποβολή δεδομένων θα πρέπει να γίνεται υπό τον όρο ότι πληρούνται σαφείς προϋποθέσεις. Η περαιτέρω διάθεση πληροφοριών θα πρέπει να ρυθμίζεται αυστηρά. Η χρήση πληροφοριών για σκοπούς των μυστικών υπηρεσιών δεν πρέπει να επιτρέπεται όσον αφορά, για παράδειγμα, τη μετανάστευση ή τις διαδικασίες απέλασης.
Ο κανόνας θα πρέπει να είναι ότι οι πληροφορίες επιτρέπεται να μεταδοθούν σε αλλοδαπές υπηρεσίες εάν αυτές αναλαμβάνουν να εφαρμόσουν τους ίδιους ελέγχους - συμπεριλαμβανομένων των εγγυήσεων για σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων - όπως ασκείται από την υπηρεσία "πομπό". Αντίστοιχα, οι υπηρεσίες "δέκτες" θα πρέπει να ελέγχουν σοβαρά τα εισαγόμενα δεδομένα, με τη βοήθεια του εθνικού εποπτικού μηχανισμού.
Θα ήταν πιο εύκολο για κάθε ευρωπαϊκή χώρα να συνάψει διμερείς συμφωνίες με άλλα κράτη έαν είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους τις αρχές που θα εφαρμόζονται στην δι-υπηρεσιακή συνεργασία. Πράγματι, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρόσφατα πρότεινε ένα κοινό "πρότυπο πληροφόρησης" το οποίο θα καθορίζει κριτήρια για τη συλλογή, μετάδοση και επεξεργασία πληροφοριών που έχουν συλλεχθεί για σκοπούς ασφάλειας. 3 Το Συμβούλιο της Ευρώπης προσφέρεταθι επίσης για την προώθηση αυτών των συμφωνιών.
Ενώ υπάρχει εκτεταμένη διεθνής συνεργασία ανάμεσα στις υπηρεσίες πληροφοριών και ασφάλειας, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τα εθνικά εποπτικά όργανα. Το απλό δίκτυο που έχουν συγκροτήσει πρέπει να ενισχυθεί περισσότερο. Ευτυχώς, υπάρχουν ήδη πρότυπα εθνικών μηχανισμών από τα οποία οι άλλοι μπορούν να εμπνευστούν.
Τα εθνικά κοινοβούλια μπορούν να παίξουν έναν καθοριστικό ρόλο στην προώθηση τέτοιων επαφών προκειμένου να διευκολυνθεί ο καλύτερος έλεγχος στην δι-υπηρεσιακή συνεργασία. Πάνω απ' όλα, πρέπει να ξεκαθαρίσουν ότι η συνεργασία πρέπει να είναι σύμφωνη με τα κοινά πρότυπα για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Thomas Hammarberg (Ευρωπαίος Επίτροπος Ανθρώπινων Δικαιωμάτων)
--------------------------------------------
Notes:
1. “Assessing Damage, Urging Action”, February 2009. International Commission of Jurists. www.icj.org.
2.The suggestions in this part is largely inspired by the research of Professor Ian Leigh at the Durham Human Rights Centre. He will publish a paper entitled ‘Rendering an Account? Accountability, oversight and international intelligence co-operation’, in M. Nowak and R. Schmidt (eds.), Extraordinary Renditions and the Protections of Human Rights, (Neuer Wissenschaftlicher Verlag/ Intersentia, Vienna; 2010).
3. Communication 10 June 2009 on the development of the area of freedom, security and justice in the European Union.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου