TETAΡΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ FLUX κατά ΜΟΛΔΑΒΙΑΣ (Αρ. 6)
(Προσφυγή αρ. 22824/04)
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ
29 Ιουλίου 2008
ΤΕΛΙΚΟ
29/10/2008
Η απόφαση μπορεί να υποβληθεί σε εκδοτική επιμέλεια
Στην υπόθεση Flux κατά Μολδαβίας (Αρ. 6),
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Τέταρτο Τμήμα), σε σχηματισμό Τμήματος που αποτελείται από τους:
Lech Garlicki, Πρόεδρο,
Giovanni Bonello,
Ljiljana Mijović,
David Thór Björgvinsson,
Ján Šikuta,
Päivi Hirvelä,
Mihai Poalelungi, δικαστές,
και Lawrence Early, Γραμματέας Τμήματος,
Έχοντας διασκεφθεί μυστικά στις 8 Ιουλίου 2008,
Εκδίδει την ακόλουθη απόφαση, την οποία εξέδωσε αυθημερόν:
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
1. Η υπόθεση εισήχθη με μια προσφυγή (αρ. 22824/04) κατά της Δημοκρατίας της Μολδαβίας που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο κατά το Άρθρο 34 της Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρώινων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (“η Σύμβαση”) από την Flux (“η προσφεύγουσα εφημερίδα”), μια εφημερίδα της Chişinău, στις 13 Μάη 2004.
2. Η προσφεύγουσα εφημερίδα εκροσωπείται από τον κ. V. Gribincea, δικηγόρο που δικηγορεί στην Chişinău και μέλος της μη κυβερνητικής οργάνωσης Δικηγόροι για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Η Κυβέρνηση της Μολδαβίας (“η Κυβέρνηση”) εκπροσωπήθηκε από τον υπάλληλό της κ. Mr V. Grosu.
3. Η προσφεύγουσα εφημερίδα επικαλέστηκε, ιδίως, την προσβολή του δικαιώματός της στην ελευθερία της έκφρασης, επειδή κρίθηκε υπεύθυνη από αστικό δικαστήριο για δυσφήμηση εις βάρος ενός γυμνασιάρχη.
4. Στις 14 Σεπτεμβριου 2006, ο Πρόεδρος του Τέταρτου Τμήματος του Δικαστηρίου αποφάσισε να κοινοποιήσει την προσφυγή στην Κυβέρνηση. Κατά τις διατάξεις του Άρθρου 29 § 3 της Σύμβασης, αποφασίστηκε η εξέταση της ουσίας της προσφυγής ταυτόχρονα με το παραδεκτό της.
ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
I. ΟΙ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ
5. Στις 4 Φεβρουαρίου 2003 η προσφεύγουσα εφημερίδα δημοσίευσε ένα άρθρο για τον γυμνάσιο Spiru Haret. Το άρθρο δεν βασιζόταν σε έρευνα των συντακτών της εφημερίδας, αλλά απλώς αναπαρήγαγε μια ανώνυμη επιστολή που εφέρετο ότι εστάλη από μία ομάδα γονέων των μαθητών. Η επιστολή επέκρινε την κατάσταση που επικρατούσε στο σχολείο, ιδίως τον μεγάλο αριθμό μαθητών και τις ακατάλληλες εγκαταστάσεις για τα παιδιά. Υποστήριζε ότι ο διευθυντής του σχολείου χρησιμοποιούσε τους πόρους του σχολείου κατά απαράδεκτο τρόπο, δαπανώντας χρήματα για την διακόσμηση του γραφείου του και για την κατασκευή ενός ιδιωτικου μπάνιου για τον ίδιο καθώς και για την δημιουργία μιας σχολικής εφημερίδας που δημοσίευε άρθρα σχετικά μόνο με τις σχέσεις και το σεξ. Ισχυριζόταν επίσης οτι είχε δωροδοκηθεί με 200-500 δολλάρια ΗΠΑ για την εγγραφή παιδιών στο σχολείο και ότι οι συγγραφείς της επιστολής φοβούνταν να την υπογράψουν για το φόβο αντιποίνων στα παιδιά τους.
6. Σε μια αδιευκρίνιστη ημερομηνία, ο διευθυντής και το εκδοτικό περιοδικό της σχολικής εφημερίδας ζήτησε από την Flux να δημοσιεύσει μια απάντηση στο άρθρο της 4ης Φεβρουαρίου 2003. Το αίτημά τους όμως απορρίφθηκε. Τελικά κατάφεραν να δημοσιευθεί η απάντησή τους σε μια άλλη εφημερίδα που λέγεται Jurnal de Chisinău.
7. Στην απάντησή τους εξέφραζαν την δυσαρέσκειά τους με το γεγονός ότι η Flux δεν ζήτησε την δική τους άποψη για τα γεγονότα πριν να δημοσιεύσει την ανώνυμη επιστολή και είπαν ότι ο τρόπος με τον οποίο η Flux είχε ενεργήσει ήταν αντίθετος στην δημοσιογραφική δεοντολογία. Κατά τη γνώμη τους, το γεγονός ότι η Flux είχε δημοσεύσει μια ανώνυμη επιστολή, χωρίς καν να επισκεφθούν το σχολείο ή να διεξάγουν κάποιο είδος έρευνας, έδειχνε ότι ο σκοπός της ήταν μόνο η σκανδαλολογία. Είναι αλήθεια ότι το σχολείο είχε πάρα πολλούς μαθητές, αλλά αυτό ήταν αποτέλεσμα της δημοφιλίας του. Εάν η δημοσιογράφος της Flux είχε επισκεφθεί το σχολείο, θα είχε παρατηρήσει ότι δεν είχε ανακαινιστεί μόνο το γραφείο του διευθυντή, αλλά και πολλά άλλα μέρη του σχολείου. Όσον αφορά το ζήτημα της δωροδοκίας, αυτό αποτελούσε μια πάρα πολύ σοβαρή κατηγορία για να δημοσιεύεται χωρίς την υποστήριξη με στοιχεία. Το εκδοτικό προσωπικό της σχολικής εφημερίδας επισήμανε ότι η ανώνυμη επιστολή είχε παραπληροφορήσει τους αναγνώστες με την παραπομπή σε συγκεκριμένα άρθρα και παραβλέποντας πολλά άλλα που αφορούν θέματα όπως τα αθλήματα, πολιτιστικά γεγονότα και σχολικές εκδηλώσεις.
8. Στις 14 Φεβρουαρίου 2003, η προσφεύγουσα εφημερίδα αντέδρασε στην απάντηση που δημοσιεύθηκε στην Jurnal de Chisinău με την δημοσίευση ενός νέου άρθρου που ανέφερε, μεταξύ άλλων:
“Ο πρώτος άνθρωπος που μας επισκέφθηκε, προς έκπληξή μας, δεν ήταν ο διευθυντής, αλλά η συντακτική ομάδα της σχολικής εφημερίδας, με επικεφαλής την δασκάλα M.C. Είχαν ετοιμάσει μια υποτιθέμενη “απάντηση” στο άρθρο [της 4ης Φεβρουαρίου 2003]. Στην πραγματικότητα ήταν ένα μπακαλόχαρτο που στρεφόταν εναντίον της συντακτικής μας ομάδας, γεμάτο ειρωνικά σχόλια όπως “Flux, η εφημερίδα που υποκρίνεται ότι γράφει την αλήθεια”. Δεν έχουμε τίποτα εναντίον της σχολικής εφημερίδας, που μας έδωσε δείγμα συμπεριφοράς. Προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε στους νεότατους συναδέλφους μας, με φιλικό τρόπο, φυσικά, ότι από τη στιγμή που η Flux αποφάσισε να δημοσιεύσει την πλήρη [ανώνυμη] επιστολή, δεν θα μπορούσε να αλλάξει το περιεχόμενό της. Εμείς απλώς αναδημοσιεύσαμε μια άποψη που έχει δικαίωμα να υπάχει. Δεν μας ενδιαφέρουν άλλες λεπτομέρειες, όπως η ποιότητα της σχολικής εφημερίδας ή το IQ των συντακτών της.
Μπορεί η απάντηση από τους συντάκτες της εφημερίδας του Spiru Haret να δημοσιευόταν στην Flux, εάν ο τόνος της είχε μετριαστεί και είχε επιδείξει τουλάχιστον λίγο σεβασμό για μια εφημερίδα [την Flux] από την οποία η σχολική τους εφημερίδα έχει ακόμη πολλά να διδαχθεί. Για να μην επισημάνουμε ότι οι “συντάκτες” που ήρθαν στο γραφείο μας ήταν αλαζόνες και μας μιλούσαν αφ' υψηλού. Έδωσαν την εντύπωση ότι ήταν “συντάκτες” των New York Times ή τουλάχιστον της Le Monde. Τυχαία ανακαλύψαμε μετά ότι η αρχηγός των “συντακτών”, M.C. είναι σύντροφος του διευθυντή του σχολείου, αλλά αμέσως παραβλέψαμε αυτή τη μικρή λεπτομέρεια.
...
Όταν συμφωνήσαμε να δημοσιεύσουμε την επιστολή της ομάδας των γονέων, δεν είχαμε σκοπό την σκανδαλολογία, όπως υπονόησε ο διευθυντής στην απάντησή του. Καθένας γνωρίζει ότι η κατάσταση στα σχολεία μας απέχει πολύ από το να είναι ικανοποιητική. Κανείς δεν εκπλήσσεται πλέον από αυτό. Το Spiru Haret δεν είναι το πρώτο σχολείο για το οποίο γράψαμε, ούτε θα είναι το τελευταίο ....
Δημοσιοποιήσαμε την επιστολή με την ελπίδα ο διευθυντής θα έβγαινε από το πολυτελές καβούκι του και θα καταλάβαινε ότι υπάρχουν και δυσαρεστημένοι γονείς. Πολλοί άνθρωποι μας παραπονέθηκαν ότι ο διευθυντής είναι κακεντρεχές άτομο. Προς απόδειξη τούτου, μετά την δημοσίευση του άρθρου μας, κάλεσε το σύλλογο γονέων σε μια συνάντηση όπου απαίτησε να μάθει τα ονόματα των προσώπων που είχαν γράψει την επιστολή. Απαίτησε επίσης να γράψει ο σύλλογος μια επιστολή που να κατακρίνει την εφημερίδα μας...
Προφανώς, το πιο σημαντικό πρόβλημα είναι αυτό των δωροδοκιών, το οποίο, κατά τους πιο κυνικούς από εμάς, δεν προκαλεί αϋπνίες στον διευθυντή. Έχουμε κατηγορηθεί ότι τον συκοφαντούμε χωρίς αποδείξεις. Ωστόσο, δεν τον κατηγορούμε εμείς, αλλά οι γονείς. Και είμαστε σίγουροι ότι θα μπορέσουμε να φέρουμε μάρτυρες στο δικαστήριο. Θα βρούμε ανθρώπους που θέλουν να ξεπεράσουν το φόβο τους...
Τώρα θα αναφερθούμε σε ένα πρόσωπο που μας κάλεσε [μετά την δημοσίευση του άρθρου της 4ης Φεβρουαρίου 2003]. Το όνομά του είναι V.L. και ήταν πρώην συνάδελφος του διευθυντή του Spiru Haret στο πανεπιστήμιο. Πριν να μετακομίσει στην Chişinău, ζούσε στο Ungheni. Όταν ήρθε στην Chişinău, έπρεπε να βρει σχολείο για την κόρη του. Προσέγγισε τον παλιό συνάδελφό του, ο οποίος υπονόησε ότι δεν του αρκούσαν οι αναμνήσεις από τα φοιτητικά χρόνια, αλλά ήθελε και λεφτά. Ο V.L. αρνήθηκε να τον πληρωσει και είπε στον διεθυντή ότι δεν είχε λεφτά. Μετά από μια μαρκά περίοδο, κατά την οποία χόρτασε υποσχέσεις, ο V.L. παραιτήθηκε από την ιδέα να γράψει την κόρη του στο Spiru Haret.
‘Η επίσημη απάντηση που δόθηκε από τον διευθυντή ήταν ότι μέναμε σε άλλο σημείο της πόλης. Εντυπωσιάστηκα όταν έμαθα ότι μια φίλη της κόρης μου, που ζούσε στην ίδια γειτονιά, είπε στην κόρη μου ότι ο πατέρας της πλήρωσε τριακόσια δολάρια στον διευθυντή. Τώρα είναι μαθήτρια του Spiru Haret ενώ η κόρη μου είναι σε άλλο σχολείο, το οποίο δεν θέλει λεφτά’, είπε ο V.L....”
9. Σε αδιευκρίνιστη ημερομηνία, ο διευθυντής κίνησε αστική διαδικασία για δυσφήμηση εναντίον της προσφεύγουσας εφημερίδας, λέγοντας ότι πολλοί ισχυρισμοί του παραπάνω άρθρου τον δυσφημούσαν.
10. Κατά τη διαδικασία, η προσφεύγουσα εφημερίδα κάλεσε τρεις μάρτυρες, ανάμεσα στους οποίους και τον V.L., οι οποίοι κατέθεσαν ότι γίνονταν δωροδοκίες για την εγγραφή παιδιών στο Spiru Haret.
11. Στις 18 Σεπτεμβρίου 2003, το Πρωτοδικείο του Buiucani εξέδωσε απόφαση υπέρ του διεθυντή, κρίνοντας ότι οι ισχυρισμοί περί δωροδοκίας ήταν ανακριβείς και δυσφημηστικοί. Συμπέρανε ότι οι καταθέσεις των τριών μαρτύρων που κάλεσε η προσφεύγουσα εφημερίδα δεν ήταν επαρκείς για να ανατρέψουν το τεκμήριο της αθωότητας του διευθυντή. Διέταξε την εφημερίδα να δημοσιεύσει μια συγγνώμη εντός δεκαπέντε ημερών και να πληρώσει στον διευθυντή 1,350 Μολδαβικά Λέι (το ισόποσο των 88 ευρώ εκείνη την περίοδο). Όσο για τους μάρτυρες που κάλεσε η εφημερίδα, αναφέρει:
“Το δικαστήριο δεν έχει λόγο να μην πιστέψει τους μάρτυρες V.L., C.G. και M.N. Ωστόσο, η δημόσια διάδοση του ισχυρισμού ότι κάποιος δωροδοκήθηκε, προϋποθέτει απόφαση ποινικού δικαστηρίου που να κηρύσσει το άτομο ένοχο για δωροδοκία. Αφού δεν υπάρχει τέτοια απόδειξη εναντίον του [διευθυντή], δεν μπορεί να κατηγορείται για δωροδοκία.”
12. Η προσφεύγουσα εφημερίδα και ο διευθυντής υπέβαλαν έφεση εναντίον της απόφασης. Η προσφεύγουσα εφημερίδα προσέβαλε την κρίση της απόφασης ότι ο ισχυρισμός περί δωροδοκίας ήταν δυσφημηστικός, αναφέροντας ότι δεν είχε κατηγορήσει ευθέως τον διευθυντή για παθητική δωροδοκία, αλλά ότι είχε επιστήσει την προσοχή του κοινού στο πασίγνωστο φαινόμενο της δωροδοκίας στα σχολεία. Ο διευθυντής προσέβαλε την απόφαση λέγοντας ότι ο ισχυρισμός περί δωροδοκίας δεν ήταν ο μοναδικός δυσφημηστικός ισχυρισμός του άρθρου. Στις 23 Δεκεμβρίου 2003 και οι δύο εφέσεις απορρίφθηκαν από το Εφετείο Chişinău, το οποίο έκρινε αβάσιμους τους ισχυρισμούς της εφημερίδας. Όσον αφορά την έφεση του διευθυντή, έκρινε ότι λόγω του ότι ήταν δημόσιο πρόσωπο, θα έπρεπε να είναι πιο ανεκτικό στις επικρίσεις.
13. Η προσφεύγουσα εφημερίδα άσκησε αναίρεση στο Ανώτατο Δικαστήριο, ισχυριζόμενο και πάλι, μεταξύ άλλων, ότι ο σκοπός του άρθρου δεν ήταν να κατηγορήσει τον διευθυντή ότι δωροδοκείται αλλά απλώς να δημοσιοποιήσει τις σχετικές φήμες. Ισχυρίστηκε ότι η κυκλοφορία αυτών των φημών είχε αποδειχθεί με μάρτυρες. Η τιμωρία της εφημερίδας για έλλειψη ύπαρξης καταδικαστικής απόφασης του διευθυντή ήταν δυσανάλογη και μη αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία. Επιπλέον, η εφημερίδα είχε απλώς διαδώσει ισχυρισμούς που έγιναν από τρίτους.
14. Στις 31 Μαρτίου 2004 το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεση της εφημερίδας.
II. ΣΧΕΤΙΚΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
15. Οι σχετικές ισχύουσες διατάξεις του Αστικού Κώδικα κατά τον κρίσιμο χρόνο ανέφεραν:
Άρθρο 7. Προστασία τιμής και υπόληψης
“(1) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει το δικαίωμα να ζητήσει από δικαστήριο να επιβάλλει την αποκατάσταση ισχυρισμών που είναι προσβλητικοί για την τιμή και την υπόληψη του/της εάν το πρόσωπο που πρόβαλε τον ισχυρισμό δεν μπορεί να τον αποδειξει.
(2) Όταν τέτοιες πληροφορίες δημοσιοποιούνται από μέσο ενημέρωσης, το δικαστήριο διατάζει το υπεύθυνο γραφείο του μέσου ενημέρωσης να δημοσιεύσει, όχι μετά από 15 ημέρες από την έκδοση της απόφασης, την αποκατάσταση των ισχυρισμών στην ίδια στήλη ή στην ίδια σελίδα ή στο ίδιο πρόγραμμα ή σειρά εκπομπών.”
Άρθρο 7/1. Αποζημίωση για μη περιουσιακή βλάβη
“(1) Η βλάβη που προκαλείται σε ένα πρόσωπο λόγω διάδοσης ισχυρισμών που δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια και είναι προσβλητικοί για την τιμή ή την υπόληψή του/της πρέπει να αποζημιώνεται από το υπεύθυνο φυσικό ή νομικό πρόσωπο.
(2) Το ποσό της αποζημίωσης καθορίζεται από το δικαστήριο κατά περίπτωση ως ισόποσο των ελάχιστων μισθών από 75 έως 200 μηνών εάν η πληροφορία διαδόθηκε από νομικό πρόσωπο και των ελάχιστων μισθών από 10 έως 100 μηνών εάν διαδόθηκε από φυσικό πρόσωπο.”
ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ
16. Η προσφεύγουσα εφημερίδα, επικαλούμενη το Άρθρο 10 της Σύμβασης, παραπονείται ότι οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων αποτέλεσαν παρέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης η οποία δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνά. Το Άρθρο 10 αναφέρει:
“1. Καθένας έχει δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης. Αυτό το δικαίωμα περιλαμβάνει την ελευθερία του να έχει κανείς απόψεις και να λαμβάνει και μεταδίδει πληροφορίες και ιδέες χωρίς παρέμβαση από δημόσια αρχή και ανεξαρτήτως συνόρων. Το παρόν Άρθρο δεν απαγορεύει στα Κράτη να υποβάλλουν σε διαδικασίες αδειοδότησεις της επιχειρήσεις μετάδοσης εκπομπών, τηλεόρασης ή κινηματογράφου.
2. Η άσκηση αυτών των ελευθεριών, καθώς συνεπάγεται καθήκοντα και ευθύνες, μπορεί να υποβάλλονται σε διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή ποινές που προβλέπονται από το νόμο και είναι αναγκαίες σε μια δημοκρατική κοινωνία, για λόγους της εθνικής ασφάλειας, εδαφικής ακεραιότητας ή δημόσιας ασφάλειας, για την προάσπιση της τάξης και την αποτροπή του εγκλήματος, για την προστασία της υγείας ή των ηθών, για την προστασία της υπόληψης ή των δικαιωμάτων των άλων, για την αποτροπή της κοινοποίησης εμπιστευτικών πληροφοριών ή την διατήρηση του κύρους και της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας.”
I.ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ
17. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι η προσφυγή δεν είναι προφανώς αβάσιμη κατά την έννοια του Άρθρου 35 παρ. 3 της Σύμβασης. Περαιτέρω σημειώνει ότι δεν είναι απαράδεκτη για άλλους λόγους. Γι' αυτό πρέπει να κηρυχθεί παραδεκτή. Σύμφωνα με την απόφασή του για εφαρμογή του Άρθρου 29 παρ. 3 της Σύμβασης (βλ. παράγραφος 4 ανωτέρω) το Δικαστήριο θα εξετάσει ταυτόχρονα και την ουσία της προσφυγής.
II. ΟΥΣΙΑ
18. Η προσφεύγουσα εφημερίδα ισχυριστηκε ότι τήρησε τους κανόνες της δημοσιογραφικής δεοντολογίας και ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν κρίνει αντίθετα. Είχε διεξάγει επαρκή έρευνα πριν να δημοσιεύσει το άρθρο. Η εν λόγω δημοσιογράφος είχε πιστοποιήσει την αυθεντικότητα της ανώνυμης επιστολής και παρακολούθησε τα γεγονότα στο Γυμνάσιο Spiru Haret μετά την δημοσίευση. Η δημοσιογράφος γνώριζε τα στοιχεία των συγγραφέων του άρθρου, αλλά δεν τα αποκάλυψε για να προστατέψει τα παιδιά τους. Η δημοσιογράφος είχε συναντήσει τον V.L. και άλλα πρόσωπα για να συλλέξει πρόσθετες πληροφορίες όσον αφορά τους ισχυρισμούς για διαφθορά που περιέχονταν στο ανώνυμο γράμμα.
19. Η προσφεύγουσα εφημερίδα πρόσθεσε ότι το άρθρο της 14ης Φεβρουαρίου 2003 έπρεπε να γίνει αντιληπτό ως συνέχεια εκείνου της 4ης Φεβρουαρίου 2003, το οποίο είχε εγείρει θέματα καθαρά δημόσιου ενδιαφέροντος, δηλαδή τις συνθήκες μελέτης σε ένα φημισμένο γυμνάσιο του Chişinău και την φερόμενη διαφθορά σε αυτό το ίδρυμα.
20. Η άρνηση της προσφεύγουσας εφημερίδας να δημοσιεύσει την απάντηση του διευθυντή στο πρώτο άρθρο δεν ήταν κακόπιστη. Βασιζόταν στην προσβλητική φύση της απάντησης. Ζήτησε από τον διευθυντή να τροποποιήσει την απάντηση, αλλά ενόψει της άρνησής του, η απάντηση δεν δημοσιεύθηκε.
21. Το άρθρο της 14ης Φεβρουαρίου ήταν απάντηση στο άρθρο που είχε δημοσιευθεί στην Jurnal de Chişinău και αποσκοπούσε στο να υπερασπιστεί τη φήμη της εφημερίδας. Επιπλέον, ο διευθυντής ήταν δημόσιο πρόσωπο, γεγονός το οποίο επιβεβαιώθηκε από τα δικαστήρια και η προφεύγουσα εφημερίδα ασκούσε το καθήκον της λειτουργώντας ως “σκύλος-φύλακας της δημόσιας ζωής” (Σ.τ.Μ.: “public watchdog”).
22. H Kυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι η προσφεύγουσα εφημερίδα είχε αποτύχει να ασκήσει τα καθήκοντα και τις ευθύνες που επιβάλλονται κατά την ενάσκηση της ελευθερίας της έκφρασης. Ιδιαίτερα απέτυχε να επιβεβαιώσει τις πληροφορίες πριν τις δημοσιεύσει και το άρθρο ήταν γραμμένο με τρόπο ασύμβατο προς το ρόλο του Τύπου ως σκύλου-φύλακα της δημόσιας ζωής.
23. Περαιτέρω, επισημαίνουν το πεδίο εκτίμησης των εθνικών αρχών κατά την αξιολόγηση της ανάγκης για παρέμβαση και αναφέρουν ότι όπου η Σύμβαση αναφέρεται στο εθνικό δίκαιο, υπάρχει προτεραιότητα των εθνικών αρχών να εφαρμόσουν και να ερμηνεύσουν το εθνικό δίκαιο. Αρνήθηκαν ότι στην προκειμένη περίπτωση οι εθνικές αρχές υπερέβησαν το πεδίο εκτίμησης και ισχυρίστηκαν ότι στην παρούσα υπόθεση αξιοποίησαν το πεδίο εκτίμησης καλόπιστα, προσεκτικά και λογικά.
24. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η ελευθερία της έκφρασης συνιστά ένα από τα ουσιώδη θεμέλια μιας δημοκρατικής κοινωνίας και οι εγγυήσεις που αναγνωρίζονται για τον Τύπο είναι ιδιαίτερης σημασίας. Δεν είναι μόνο η αποστολή του Τύπου να μεταδίδει πληροφορίες και ιδέες, αλλά είναι και το δικαίωμα του κοινού να τις λαμβάνει. Διαφορετικά, ο Τύπος δεν θα μπορούσε να παίξει τον ζωτικό ρόλο ενός “σκύλου-φύλακα της δημόσιας ζωής” (βλ. ανάμεσα σε άλλες σχετικές αποφάσεις της πάγιας νομολογίας Observer και Guardian κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 26 Νοεμβρίου 1991, Συλλογή A αρ. 216, σελ. 29-30, § 59).
25. Όμως, το Άρθρο 10 της Σύμβασης δεν εγγυάται μια πλήρως ανεπιφύλακτη ελευθερία της έκφρασης ακόμη κι όταν ο Τύπος καλύπτει ζητήματα σοβαρού δημόσιου ενδιαφέροντος. Όταν, όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση, υπάρχει ένα ζήτημα επίθεσης στην υπόληψη των ατόμων κι έτσι θίγει τα δικαιώματα που εγγυάται το άρθρο 8 της Σύμβασης (βλ, μεταξύ άλλων, Pfeifer κατά Αυστρίας, αρ. 12556/03, § 35, ΕΔΔΑ 2007-...), πρέπει να επιδιώκεται η δίκαιη στάθμιση ανάμεσα στα αντικρουόμενα συμφέροντα. Επίσης, σχετικό με την στάθμιση του Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση είναι ότι σύμφωνα με το Άρθρο 6 § 2 της Σύμβασης, καθένας έχει το δικαίωμα να θεωρείται αθώος για κάθε ποινικό αδίκημα μέχρι να αποδειχθεί ένοχος.
26. Σύμφωνα με τους όρους της παραγράφου 2 του Άρθρου 10, η ενάσκηση της ελευθερίας της έκφρασης προϋποθέτει “καθήκοντα και ευθύνες” που εφαρμόζονται επόσης στον Τύπο. Λόγω αυτών των “καθηκόντων και ευθυνών”, οι οποίες επιβάλλονται από την ενάσκηση της ελευθερίας της έκφρασης, η εγγύηση που περιέχει το Άρθρο 10 για τους δημοσιογράφους κατά την μετάδοση θεμάτων δημόσιου ενδιαφέροντος, τελεί υπό την αίρεση ότι λειτουργούν με καλή πίστη και προκειμένου να παρέχουν έγκυρες και αξιόπιστες πληροφορίες σύμφωνα με την δημοσιογραφική δεοντολογία (βλ. Bladet Tromsø και Stensaas κατά Νορβηγίας [Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 21980/93, § 65, EΔΔΑ 1999-III). Το Δικαστήριο θα εξετάσει εάν η δημοσιογράφος που έγραψε το επίμαχο άρθρο λειτούργησε καλόπιστα και σύμφωνα με την δεοντολογία του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, αυτό εξαρτάται ιδίως από τη φύση και τον βαθμό της προκειμένης δυσφήμησης, τον τρόπο με τον οποίο έχει γραφτεί το επίμαχο άρθρο και την έκταση κατά την οποία η προσφεύγουσα εφημερίδα μπορύσε να θεωρήσει τις πηγές της ως αξιόπιστες, όσον αφορά τους επίμαχους ισχυρισμούς. Το τελευταίο θέμα θα πρέπει να εξεταστεί υπό το φως των περιστάσεων όπως παρουσιάστηκαν στην δημοσιογράφο κατά τον κρίσιμο χρόνο, κι όχι με το προνόμιο της εκ των υστέρων γνώσης (βλ. Bladet Tromsø και Stensaas, ό.π., § 66).
27. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η προσφεύγουσα εφημερίδα προσπάθησε να αποδείξει στις εθνικές δίκες ότι οι επίμαχοι ισχυρισμοί δεν αποδίδουν ως άμεση κατηγορία την δωροδοκία του διευθυντή του Spiru Haret, αλλά επιχειρούν να φέρουν στην προσοχή του κοινού το φαινόμενο της δωροδοκίας στα σχολεία (βλ. ανωτ. παράγραφος 12). Το Δικαστήριο δεν κρίνει πειστικό αυτό το επιχείρημα και θεωρεί ότι τόσο στο πρώτο, όσο και στο δεύτερο άρθρο, οι ισχυρισμοί ήταν επαρκώς ρητοί ώστε να θεωρήσουν οι αναγνώστες ότι ο διευθυντής ήταν ένοχος για το ποινικό αδίκημα της δωροδοκίας.
28. Το Δικαστήριο συμφωνεί με τον εκπρόσωπο τη προσφεύγουσας ότι τα άρθρα της 4ης και 14ης Φεβρουαρίου 2003 δεν μπορούν να αποσυσχετισθούν μεταξύ τους (βλ. παράγραφο 19 παραπάνω) και γι΄αυτό το θεωρεί σημαντικό να εξετάσει την επαγγελματική συμπεριφορά της προσφεύγουσας εφημερίδας στο πλαίσιο και των δύο άρθρων.
29. Σημειώνει ότι παρά την σοβαρότητα των ισχυρισμών που έγιναν κατά του διευθυντή στην ανώνυμη επιστολή που δημοσιεύθηκε στις 4 Φεβρουαρίου 2003, οι δημοσιογράφοι δεν προσπάθησαν να τον προσεγγίσουν και να ζητήσουν τη γνώμη του για το θέμα. Ούτε προκύπτει από το κείμενο του άρθρου ότι η δημοσιογράφος διεξήγαγε κάποιο είδος έρευνας για τα θέματα που επισημαίνονται στην ανώνυμη επιστολή. Επιπλέον, όταν ο διευθυντής και το συντακτικό προσωπικό της σχολικής εφημερίδας ζήτησαν να δημοσιευθεί η απάντησή τους, αυτό απορρίφθηκε επειδή η απάντησή τους κρίθηκε προσβλητική. Λαμβάνοντας υπόψη την απάντηση που δημοσιεύθηκε στην Jurnal de Chişinău, το Δικαστήριο δεν θεωρεί την απάντηση προσβλητική. Ο διευθυντής κατηγορούσε την προσφευγουσα εφημερίδα για αντιεπαγγελματική συμπεριφορά, αλλά αυτή η αντίδραση ήταν κανονική και αναλογική ενόψει του περιεχομένου του πρώτου άρθρου.
30. Ως αντίδραση στην απάντηση του διευθυντή, η προσφεύγουσα εφημερίδα δημοσίευσε ένα ακόμη άρθρο στις 14 Φεβρουαρίου 2003. Ισχυρίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι σκοπός αυτού του άρθρου ήταν να συζητηθούν ζητήματα δημόσιου ενδιαφέροντος (βλ. ανωτέρω παράγραφο 19). Πάντως, δεδομένης της επανάληψης ορισμένων κατηγοριών που έγιναν εναντίον του διευθυντή και ελήφθησαν από το άρθρο της 4ης Φεβρουαρίου 2003 και λαμβανομένης υπόψη της γλώσσας που χρησιμοποιείται, το Δικαστήριο θεωρεί ότι αυτό το άρθρο είναι περισσότερο ένα είδος αντεκδίκησης κατά των προσώπων που αμφισβήτησαν τον επαγγελματισμό της εφημερίδας. Πράγματι, ο τόνος του άρθρου υποδηλώνει ένα βαθμό χλεύης και το άρθρο περιέχει υπαινιγμούς για την φερόμενη προσωπική σχέση ανάμεσα στον διευθυντή και σε μια δασκάλα, χωρίς καμία απόδειξη περί αυτού και χωρίς να λαμβάνει υπόψη την υπόληψη και το κύρος που πρέπει να εμπνέουν οι δάσκαλοι των σχολείων στα μάτια των μαθητών τους.
31. Η προσφεύγουσα εφημερίδα επιχείρησε να καλύψει τα κενά που άφησε με το πρώτο άρθρο, παραπέμποντας σε φήμες για να καλύψει τις κατηγορίες περί δωροδοκίας. Μόνο όταν αντιμετώπισε τον κίνδυνο της αστικής δίκης κάλεσε δύο πρόσθετους μάρτυρες, σε μια προσπάθεια να αποκτήσουν βάση οι κατηγορίες περί δωροδοκίας. Στο πλαίσιο της κατ΄αντιπαράσταση διαδικασίας, το Πρωτοδικείο Buiucani δεν αποδέχθηκε τα επιχειρήματα της εφημερίδας και τις αποδείξεις και έκρινε ότι οι ισχυρισμοί ήταν αναληθείς και δυσφημηστικοί. Το Δικαστήριο θα υπογράμμιζε ότι δεν αποδέχεται την αιτιολογία του πρωτόδικου δικαστηρίου, δηλαδή ότι οι ισχυρισμοί για σοβαρές παραβάσεις που καταλογίζονται κατά του ενάγοντος θα έπρεπε πρώτα να έχουν αποδειχθεί σε ποινικό δικαστήριο. Παρ' όλ' αυτά θα πρέπει να επισημανθεί ότι το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αναγνωρίζει στις εφημερίδες ένα απόλυτο δικαίωμα να δρουν ανεύθυνα κατηγορώντας άτομα για ποινικές παραβάσεις χωρις βάσιμα πραγματικά περιστατικά κατά τον κρίσιμο χρόνο (βλ. Bladet Tromsø και Stensaas, ό.π., § 66) και χωρίς να τους προσφέρουν την δυνατόητα να αντικρούσουν τις κατηγορίες. Υπάρχουν όρια στο δικαίωμά τους να διαδίδουν πληροφορίες και χρειάζεται η εύρεση μιας ισορροπίας ανάμεσα σε αυτό το δικαίωμα και στο δικαίωμα όσων θίγονται.
32. Το Δικαστήριο επιπλέον έλαβε υπόψη την αντιεπαγγελματική συμπεριφορά της προσφεύγουσας εφημερίδας και την σχετικά μικρή επιδίκαση αποζημίωσης που ζητήθηκε να πληρώσει στο πλαίσιο της πολιτικής διαδικασίας.
33. Ενόψει των συνολικών περιστάσεων στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο κρίνει ότι η λύση των εθνικών δικαστηρίων πέτυχε μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντίθετα συμφέροντα του ενάγοντος και αυτά της προσφεύγουσας εφημερίδας.
34. Ενόψει των ανωτέρω και δεδομένου ότι η προσφεύγουσα εφημερίδα ενέργησε με κατάφωρη παραβίαση των καθηκόντων της υπεύθυνης δημοσιογραφίας παραβιάζοντας έτσι τα δικαιώματα των άλλων που προβλέπονται από τη Σύμβαση, η παρέμβαση στην ενάσκηση του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης ήταν δικαιολογημένη. Συνακόλουθα, δεν παραβιάστηκε το Άρθρο 10 της Σύμβασης.
ΓΙΑ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
1. Κηρύσσε ομόφωνα παραδεκτή την προσφυγή.
2. Κρίνει με τέσσερις ψήφους έναντι τριών ότι παραβιάσθηκε το άρθρο 10 της Σύμβασης.
Συντάχθηκε στην Αγγλική γλώσσα και κοινοποιήθηκε γραπτώς στις 29 Ιουλίου 2008, σύμφωνα με τον Κανόνα 77 §§ 2 και 3 του Κανονισμού του Δικαστηρίου.
Lawrence Early Lech Garlicki
Γραμματέας Πρόεδρος
Σύμφωνα με το άρθρο 45 § 2 της Σύμβασης και τους Κανόνες 74 § 2 του Κανονισμού του Δικαστηρίου, στην απόφαση επισυνάπτεται η ακόλουθη μειοψηφούσα άποψη του Δικαστή Bonello, στην οποία προσχωρούν και οι Δικαστές David Thór Björgvinsson και Šikuta.
L.G.
.L.E.
ΜΕΙΟΨΗΦΟΥΣΑ ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ BONELLO, ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΠΡΟΣΧΩΡΟΥΝ ΟΙ ΔΙΚΑΣΤΕΣ DAVÍD THÓR BJÖRGVINSSON ΚΑΙ ŠIKUTA
1. Η απόφαση των εθνικών δικαστηρίων προς την προσφεύγουσα εφημερίδα να πληρώσει αποζημίωση και να δημοσιεύσει μια συγγνώμη αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, παραβίαση της ελευθερία της έκφρασης που κατοχυρώνει το Άρθρο 10 της Σύμβασης και ψήφισα χωρίς δισταγμό υπέρ αυτού.
2. Η απόφαση εκθέτει τα βασικά περιστατικά της υπόθεσης στις παραγράφους από 5 έως 14. θα μπορούσα να υπογραμμίσω τα παρακάτω ως ιδιαίτερα ουσιαστικά. Η προσφεύγουσα εφημερίδα, στα δύο επίμαχα άρθρα απέδωσε έναν αριθμό κατηγοριών κατά ου διευθυντή του κρατικού Γυμνασίου Spiru Haret. Κάποιες κατηγορίες βρίσκονται στο χαμηλότερο βαθμό μιας αρνητικής κλίμακας. Μία από αυτές όμως, εκείνη περί δωροδοκίας και διαφθοράς του διευθυντή του σχολείου, βρίσκεται στο ανώτατο σημείο.
3. Από τις τέσσερις λιγότερο βαριές κατηγορίες, οι πρώτες δύο φαίνονται να μην έχουν αντικρουσθεί: ότι το σχολείο είχε πρόβλημα υπερπληθισμού και περιορισμένες εγκαταστάσεις. Το τρίτο, ότι ο διευθυντής ξόδεψε χρήματα για την διακόσμηση του γραφείου του, επίσης είναι αλήθεια. Όπως είναι αλήθεια η περίσταση στην οποία ο διευθυντής χρησιμοποίησε κρατικούς πόρους για να βελτιώσει κάποια άλλα μέρη του σχολείου. Δεν υπάρχει τίποτε ανάρμοστο, κατά τη γνώμη μου, στο να αναφέρεται ότι ενώ υπάρχουν ανεπαρκείς πόροι για να καλυφθούν όλες οι ανάγκες του σχολείου, το να ξοδεύονται λεφτά για την διακόσμηση του γραφείου του διευθυντή δεν αποτελεί προτεραιότητα. Αυτό σίγουρα αποτελεί αξιολογική κρίση, αποδεκτή είτε συμφωνεί κανείς είτε όχι, προστατευόμενη από το Άρθρο 10.
4. Η τέταρτη κατηγορία ήταν ότι το σχολικό περιοδικό “ασχολείται μόνο με τις σχέσεις και το σεξ” κι αυτό δεν είναι δυσφημιστικό. Οι ικανότητες στις σχέσεις και η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση είναι ουσιώδεις στόχοι σε κάθε εκπαιδευτικό σύστημα που σέβεται τον εαυτό του. Εάν οι επικρίσεις είναι ικανοποιητικές ή ανοικτές σε αμφισβήτηση, πάντως εξακολουθούν να είναι αξιολογική κρίση, καλοδεχούμενη ή μη, αλλά προστατευόμενη.
5. Η πέμπτη κατηγορία στρεφόταν από την εφημερίδα κατά του διευθυντή – ότι είχε λάβει 200 – 500 δολάρια ΗΠΑ για να γράψει παιδιά στο σχολείο- υπάγεται σε άλλη κατηγορία και θα πρέπει να εξεταστεί σύμφωνα με τα κριτήρια που έχουν από καιρό θεμελιωθεί με την νομολογία του Δικαστηρίου, προεχόντως σχετικά με την ελευθερία του δημοκρατικού διαλόγου για θέματα σοβαρού δημόσιου ενδιαφέροντος – κι αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνει κατά τη γνώμη μου, την έρευνα για την διάβρωση από την διαφθορά ή το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα. Μια άλλη συζήτηση είναι εάν προκειμένου να προκαλέσουν την προστασία από το Άρθρο 10, οι ισχυρισμοί που δημοσιεύονται από εφημερίδες στο πλαίσιο ενός ανοικτού διαλόγου για θέματα σοβαρού δημόσιου ενδιαφέροντος πρέπει να αποδεικνύονται “αληθείς” ή αν αρκεί να θεμελιώνονται σε επαρκή ελέγξιμα στοιχεία (η θεωρία της “υποστηρικτικής βάσης πραγματικών περιστατικών”).
6. Στις δίκες των εθνικών δικαστηρίων, η εφημερίδα προκάλεσε τρεις ανεξάρτητες μαρτυρίες που όλες επιβεβαίωναν ότι ο διευθυντής έπαιρνε χρήματα για να γράψει παιδιά στο σχολείο. Το δικαστήριο που εξέτασε τους μάρτυρες είπε ότι “δεν έχει λόγους να μην πιστέψει τους μάρτυρες LV, CG και MN”. Αλλά αυτό το δικαστήριο απέρριψε την -αξιόπιστη- μαρτυρία τους, με μια δικαιολογία που θεωρώ επιεικώς περίεργη. Αν και το δικαστήριο δέχεται την αξιοπιστία των τριών μαρτύρων, συμπληρώνει ότι “η δημόσια διάδοση του ισχυρισμού ότι κάποιος δωροδοκήθηκε, προϋποθέτει απόφαση ποινικού δικαστηρίου που να κηρύσσει το άτομο ένοχο για δωροδοκία. Αφού δεν υπάρχει τέτοια απόδειξη εναντίον του [διευθυντή], δεν μπορεί να κατηγορείται για δωροδοκία.” Τέλεια. Τώρα ξέρουμε ότι η αριστοκρατική λειτουργία ενός ελεύθερου Τύπου “σκύλου-φύλακα” είναι να δημοσιοποιεί αντίγραφα των ποινικών αποφάσεων.
7. Αυτό σημαίνει επίσης ότι, κατά την άποψη του εθνικού δικαστηρίου, ακόμη κι αν χίλιοι αξιόπιστοι μάρτυρες ορκίζονταν ότι ο διευθυντής δωροδοκείται, το δικαστήριο θα έκρινε την εφημεριδα ένοχη για συκοφαντία – επειδή η εφημερίδα δεν πέταξε στους αναγνώστες της την απόφαση ενός ποινικού δικαστηρίου που να κηρύσσει ένοχο τον διευθυντή, αλλά , παρά τις σοβαρές κατηγορίες που επιβεβαιώθηκαν από αξιόπιστους μάρτυρες, η εφημερίδα θα έπρε να περιμένει πολύ, λίγο-πολύ μιαν αιωνιότητα, για μια απόφαση που να επιβεβαιώνει ή να απορρίπτει την υπαιτιότητά του. Η τελευταία λέξη της δημοκρατίας απαιτεί να διώκεται όποιος διατυπώνει αξιόπιστες κατηγορίες, όχι αυτόν στον οποίο αποδίδονται. Και ο σκύλος-φύλακας της δημόσιας ζωής δεν θα πρέπει να γαβγίσει καθόλου, ακόμη κι αν διαθέτει αξιόπιστες αποδείξεις στην κατοχή του. Πριν από αυτή την παραδοχή δεν ήξερα ότι η δουλειά του ελεύθερου Τύπου είναι να σέβεται την αιώνια σιωπή, περιμένοντας μια απόφαση ποινικού δικαστηρίου που δεν θα ερχόταν ποτέ.
8. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έχει αποστασιοποιηθεί – ορθά- από το περίεργο δόγμα του εθνικού δικαστηρίου, αλλά καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα κατά της εφημερίδας για δημόσια καταδίκη περί ανάρμοστης συμπεριφοράς από διοικητικό υπάλληλο που αποδείχθηκε με μάρτυρες, οι οποίοι κρίθηκαν αξιόπιστοι από τα εθνικά δικαστήρια.
9. Η ελευθερία της έκφρασης θα ήταν πολύ ρηχή εάν οι εφημερίδες τιμωρούνται, με την έγκριση αυτού του Δικαστηρίου, για τη συμβολή τους στο δημίοσιο διάλογο για θέματα σοβαρού δημόσιου ενδιαφέροντος με την αποκάλυψη αξιόπιστων πληροφοριών – οι οποίες επιβεβαιώθιηκαν ως ακριβείς από τα εθνικά δικαστήρια. Η άποψή μου για την ευθύνη των υγειών, ενεργών μέσων ενημέρωσης - “σημαντικοί σκύλοι-φύλακες της δημόσιας ζωής” τους ονόμασε κάποιος με μια υπερβολική δόση αισιοδοξίας – πρέπει να πηγαίνουν παραπέρα από την έκδοση στρογγυλοποιημένων δελτίων τύπου που εκδίδονται από τις αρχές. Τώρα μου λένε ότι έκανα λάθος.
10. Αντίθετα από το Δικαστήριο, δεν θα υιοθετούσα το επιχείρημα της “αντιεπαγγελματικής συμπεριφοράς” των προσφευγόντων ή ότι η δημοσιογραφία πρέπει να ασκείται υπεύθυνα σύμφωνα με την επαγγελματική δεοντολογία. Προσωπικά δεν θεωρώ την συμπεριφορά της προσφεύγουσας εφημερίδας ιδιαίτερα αρνητική, αλλά στο πλαίσιο της παρούσας γνώμης θα συμφωνήσω με την πλειοψηφία και θα δεχθώ ότι ήταν. Που οδηγεί αυτό; Η ορθή διοίκηση και η καλή επαγγελματική συμπεριφορά πάνε χέρι με χέρι, αλλά αν λείπει το δεύτερο και πάλι θα προτιμούσα την ορθή διοίκηση από τον επαγγελματισμό των μέσων ενημέρωσης. Η αλήθεια είναι ότι σε αυτή την υπόθεση το Δικαστήριο έδωσε περισσότερη αξία στην επαγγελματική συμπεριφορά παρά στην αποκάλυψη της διαφθοράς.
11. Τα δεδομένα δείχνουν ότι η εφημερίδα έκανε έρευνες για επίμονες φήμες, βρήκε τρεις μάρτυρες των οποίων η ακεραιότητα δεν έχει αμφισβητηθεί και οι οποίοι υποστήριξαν ενόρκως τους ισχυρισμούς για διαδφθορά, επιβεβαιώνοντας τις βαριές ευθύνες για δωροδοκία και τις βαρύτερες για θυματοποίηση. Το Δικαστήριο τιμώρησε την εφημερίδα όχι επειδή δεν δημοσίευσε τις αναληθειες (διότι σε αυτή την περίπτωση, θα έσπευδα να συμφωνήσω) αλλά για “αντιεπαγγελματική συμπεριφορά” πράγμα που σε κάθε περίπτωση δεν ήταν το καθοριστικό. Θα εξηγήσω αργότερα γιατί αυτό διαστρέφει ολοκληρωτικά τον έλεγχο αναλογικότητας.
12. Η καλούμενη “αντιεπαγγελματική συμπεριφορά” που τιμωρήθηκε από το Δικαστήριο φαίνεται να συνίσταται στο γεγονός ότι η εφημερίδα βρήκε τον πρώτο από τους – αξιόπιστους- μάρτυρές της πριν την δημοσίευση των άρθρων, αλλά τον δεύτερο και τον τρίτο -αξιόπιστο- μάρτυρα μετά την δημοσίευση. Αυτό φαίνεται να παρουσιάζεται πιο σημαντικό από την αλήθεια, πιο σημαντική η χρονολογική σειρά παρά η αποκάλυψη της διαφθοράς.
13. Ένα άλλο σφάλμα της εφημερίδας, κατά το Δικαστήριο, ήταν η παράλειψη να ζητήσει από τον διευθυντή να δώσει την άποψή του. Και που θα οδηγούσε αυτό; Ας υποθέσουμε ότι η εφημερίδα, πάσχοντας από δημοσιογραφική κομψότητα, είχε ρωτήσει τον διευθυντή πριν την δημοσίευση: είναι αλήθεια ότι έχετε δωροδοκηθεί; Η απάντηση θα ήταν ένα ναι ή ένα όχι και καταβάλλω κόπο να υποθέσω ποια από τις δύο θα ήταν η πιο πιθανή. Εάν (τι έκπληξη!) είχε αρνηθεί τη διαφθορά, θα έπρεπε η εφημερίδα να φημωθεί για πάντα ή θα έπρεπε να είχε δημοσιεύσει τις – αξιόπιστες- κρίσεις τις; Τα εθνικά δικαστήρια και το Δικαστήριο του Στρασβούργου απάντησαν διαφορετικά σε αυτήν την ερώτηση. Το εθνικό δικαστήριο αναφέρει ότι η εφημερίδα δεν μπορούσε να δημοσιευθεί τίποτε απολύτως εφόσον δεν υπήρχε δεδικασμένη καταδίκη του διευθυντή του σχολείου από ποινικό δικαστήριο. Mιαα ισχυρή υποστήριξη στο δημοκρατικό διάλογο και την ελευθερία της έκφρασης.
14. Δυστυχώς, το Δικαστήριο του Στρασβούργου πάει παραπέρα: η εφημερίδα παρανομεί επειδή δεν υπέβαλε μια ερώτηση στην οποία η απάντηση ήταν απολύτως αναμενόμενη και σε κάθε περίπτωση χωρίς σημασία. Οι εφημερίδες (και οι αναγνώστες τους) χάνουν την ελευθερία της έκφρασής τους εαν ο δημοσιογράφος παραλείπει να ρωτήσει ένα πρόσωπο που θεωρείται ή είναι αποδεδειγμένα εμπλεκόμενο στην τέλεση ενός αδικήματος, είτε η ερώτηση είναι καταφανώς ανόητη, είτε αυτός επιλέγει να μην απαντήση. Μην κάνετε μια χαζή ερώτηση κι έχετε προβλήματα στο Στρασβούργο. Σε αυτό το θέμα διαφωνώ με το Δικαστήριο.
15. Το Δικαστήριο καταδικάζει επίσης την εφημερίδα επειδή δεν δημοσίευσε την πλήρη απάντηση από τον διευθυντή του σχολείου. Σίγουρα αυτό προκαλεί σύγχυση σε δύο επίπεδα. Εάν η εφημερίδα απέφυγε αναιτιολόγητα να δημοσιεύσει την απάντηση, θα έπρεπε να είχε καταδικαστεί – και ορθά- από τα αρμόδια εποπτικά όργανα της δημοσιογραφικής δεοντολογίας για μη συμμόρφωση προς τα δημοσιογραφικά καθήκοντα. Αλλά η παράβαση ενός δεοντολογικού καθήκοντος που αναγνωρίζεται μετά την δημοσίευση δυσφημιστικών ισχυρισμών δεν καθιστά μια εφημερίδα αναδρομικώς ένοχη για δυσφήμηση – ο εκδότης μπορεί να κατηγορηθεί για παράβαση δεοντολογικού κανόνα, όχι για συκοφαντία. Το Δικαστήριο δεν διακρίνει ότι αυτά είναι δύο εντελώς διαφορετικά θέματα,τα οποία θα πρέπει να αντιμετωπίζονται διαφορετικά. Αντί αυτού, ενθαρρύνει την καταδίκη για δυσφήμηση, όταν όλα αποδεικνύουν ότι δεν υπήρχε επαγγελματική αρτιότητα.
16. Στην κρίση του ότι τα εθνικά δικαστήρια σεβάστηκαν την ελευθερία της έκφρασης, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη κατά την εκτίμηση της αναλογικότητας “την σχετικά χαμηλή αποζημίωση”. Κατά την γνώμη μου δεν πιστεύω ότι είναι υπέρ της Κυβέρνησης ότι το έκαναν, αλλά δεν το παράκαναν.
17. Φοβάμαι ότι αυτή η απόφαση πηγαίνει την προστασία της ελευθερίας της έκφρασης όσο πιο πίσω μπορούσε. Οι δημοσιογράφοι μαθαίνουν τι τους περιμένει εάν δημοσιεύσουν κάτι ενοχλητικό για τις αρχές, όσο πιεστική κοινωνική ανάγκη κι αν υπάρχει κι όσα επαρκή στοιχεία κι αν υπάρχουν εάν η επαγγελματική συμπεριφορά τους έχει κενά. Ακόμη κι αν προκύπτουν πραγματικά περιστατικά τα οποία καλούν σε επαγρύπνιση, κατά τη στάθμιση της αρχής της αναλογικότητας, για το Στρασβούργο φαίνονται πιο σημαντικοί οι επαγγελματικοί κανόνες παρά ο δημοκρατικός διάλογος για την διαφθορά στο δημόσιο. Για να το πω αλλιώς, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, η κοινωνική ανάγκη για μάχη κατά της κακής δημοσιογραφίας είναι πιο πιεστική από τη μάχη κατά της ανθούσας διαφθοράς. Το “ανατριχιαστικό αποτέλεσμα” των ποινών εναντίον της ελευθερίας του τύπου, το οποίο υποστηρίχθιηκε από την παλιά νομολογία του Δικαστηρίου έχει αποδομηθεί από την πρόσφατη νομολογία του.
18. Ο Salman Rushdie, ένα θύμα της fatwa, σημειώνει: τι είναι ελευθερία της έκφρασης; Χωρίς την ελευθερία του να προσβάλλεις, δεν υφίσταται. Μπορεί η ελευθερία της έκφρασης να παύει να υπάρχει όταν προσβάλλει κι αυτό θα με εξόργιζε. Το σοβαρό λάθος της απόφασης είναι ότι η ελευθερία της γνώμης παύει να υπάρχει όταν τιμωρείται για την προώθηση στο δημόσιο διάλογο ισχυρισμών για την εγκληματικότητα στο δημόσιο που αποδεικνύεται με μάρτυρες, αλλά με τρόπο ο οποίος κρίνεται αντιεπαγγελματικός. Όταν η υπηρέτηση των επαγγελματικών καλών πρακτικών γίνεται πιο σημαντική από την αναζήτηση της ίδιας της αλήθειας, ξημερώνει μια κακή μέρα για την ελευθερία της έκφρασης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου