Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους απάντησε σε σχετικό ερώτημα του Ι.Κ.Α. ότι στην έννοια της "οικογένειας", κατά το κοινωνικοασφαλιστικό δίκαιο, δεν εντάσσονται τα άτομα που έχουν συνάψει σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, σε αντίθεση με τα άτομα που έχουν συνάψει γάμο. Το ΝΣΚ στην ανάλυσή του όμως δεν περιορίστικε στην απλή ανάγνωση των διατάξεων της κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας, όπου οι δικαιούχοι κατονομάζονται ρητώς ώστε να είναι συγκεκριμένα τα άτομα που προστατεύονται, αλλά επιχείρησε να πείσει και ότι όσοι έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης δεν αποτελούν "οικογένεια", γενικώς. Η ερμηνεία του γενικού όρου "οικογένεια" από το ΝΣΚ δεν είναι ορθή, δεδομένου ότι ο Άρειος Πάγος έχει αναγνωρίσει δικαίωμα λήψης σύνταξης ακόμη και σε επιβιώσαντα σύντροφο προ της εισαγωγής του θεσμού του συμφώνου συμβίωσης. Εξάλλου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει εξηγήσει ότι η οικογένεια είναι μια de facto κατάσταση, για την ύπαρξη της οποίας δεν χρειάζεται να συντρέχουν γραφειοκρατικές διατυπώσεις. Διότι ο σεβασμός στην οικογενειακή ζωή αποτελεί ανθρώπινο δικαίωμα και δεν περιορίζεται σε ληξιαρχικές πράξεις.
Δεν είναι η πρώτη φορά που το ΝΣΚ ασχολήθηκε με δικαιώματα που απορρέουν από το σύμφωνο συμβίωσης. Με τη γνωμοδότηση 393/2009 έκρινε ότι δεν δικαιούται διπλωματικό διαβατήριο το άτομο που έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης με διπλωματικό υπάλληλο [βλ. εδώ]. Μολονότι εκεί το ΝΣΚ είχε αναγνωρίσει ότι πρόκειται για μια "εναλλακτική μορφή οικογένειας", πάλι οι τυπικές διατάξεις της νομοθεσίας για τα πρόσωπα που δικαιούνται διπλωματικό διαβατήριο δεν περιλάμβαναν ρητώς όσους έχουν σύμφωνο συμβίωσης με τους διπλωματικούς υπαλλήλους, οπότε και το ΝΣΚ δεν μπορούσε να είχε κρίνει διαφορετικά.
Τι συμβαίνει λοιπόν με το σύμφωνο συμβίωσης; Αν διαβάσει κανείς τις διατάξεις του Ν.3719/2008 που εισάγουν αυτό το νέο θεσμό οικογενειακού δικαίου στην Ελλάδα, διαπιστώνει ότι δεν πρόκειται για ένα υποκατάστατο του γάμου. Η θεμελιώδης διαφορά του είναι ότι το σύμφωνο συμβίωσης αποτελεί μια αμιγώς ιδιωτική συμφωνία, όπου τα μόνο δικαιώματα που αποκτούν οι συνάπτοντες τη συμφωνία είναι επίσης ιδιωτικού (αστικού) δικαίου, χωρίς αποτελέσματα στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Δηλαδή με αυτό ρυθμίζονται μόνο περιουσιακά και κληρονομικά θέματα, αλλά όχι φορολογικά, εργατικά κα κοινωνικοασφαλιστικά ζητήματα. Ο νομοθέτης εισήγαγε μια αυστηρώς ιδιωτικού δικαίου μορφή σύμβασης, την οποία θα μπορούσε και χωρίς το νόμο να είχαν συνάψει οι ενδιαφερόμενοι, εάν δεν υπήρχαν διάφορες ενστάσεις αντίθεσης στα χρηστά ήθη (αλλά και στο κληρονομικό δίκαιο) που θα μπορούσαν να είχαν υποβληθεί από τους συγγενείς των ενδιαφερομένων, κυρίως μετά θάνατον.
Το νομοσχέδιο που έχει δημοσιοποιήσει εδώ και χρόνια η νέα κυβέρνηση διαφοροποιεί όμως συνολικά το θεσμό του συμφώνου συμβίωσης, επιφέροντας αποτελέσματα και στο χώρο του δημοσίου δικαίου, με σκοπό να καλυφθούν αυτά τα κενά. Επίσης σε αυτό το νομοσχέδιο θα υπάρχει η δυνατότητα σε ομόφυλα ζευγάρια να συνάπτουν σύμφωνο συμβίωσης. Όμως, δεν επιτρέπεται η απο κοινού υιοθεσία και δεν αναφέρεται τίποτα για τα δικαιώματα παρένθετης μητρότητας και τεχνητής γονιμοποίησης.
[Για ένα crash-test των δύο προτάσεων περί συμφώνου συμβίωσης βλ. εδώ]
Ωστόσο, όσο κι αν το σύμφωνο συμβίωσης "έρθει" πιο κοντά στα χαρακτηριστικά του γάμου, θα αποτελεί πάντοτε έναν διαφορετικό θεσμό οικογενειακού δικαίου. Στο οικογενειακό δίκαιο, όπου η κοινωνική ηθική εμπλέκεται με κανονιστικές διατάξεις και αντανακλώνται διεργασίες που ο νομοθέτης επιβάλλει την επίσπευσή τους (λ.χ. ισότητα των φύλων, κατά τη δεκαετία του 1980), η ορολογία και το θεσμικό κύρος παίζει μεγάλο ρόλο. Γι' αυτό και το Δικαστήριο του Κονέτικατ έκρινε το 2008 ότι ακόμη κι αν το σύμφωνο συμβίωσης έχει όλα τα δικαιώματα του γάμου, αλλά αποκλείει από την ίδια τη σύναψη γάμου τα ομόφυλα ζευγάρια, είναι αντισυνταγματικό διότι παραβιάζει την αρχή της ισότητας, απαγορεύοντας σε μια κοινωνική ομάδα να αποκτήσει πρόσβαση σε ένα θεσμό αυξημένου κοινωνικού κύρους όπως ο γάμος (βλ. εδώ την απόφαση).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου