Δευτέρα, Οκτωβρίου 04, 2010

H Eλλάδα στη Δεκαετία του '80: το κράτος δικαίου και η κοινή γνώμη

Ένα "κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό" για την Ελλάδα στη δεκαετία του 1980 δεν θα μπορούσε παρά να έχει αφιερώσει αρκετά από τα λήμματά του σε περιπτώσεις που αφορούν την εφαρμογή των νόμων. Στη δεκαετία της εδραίωσης της Γ' Ελληνικης Δημοκρατίας, η δημόσια ζωή του τόπου υποδέχεται έναν νέο, μείζονος ενδιαφέροντος συντελεστή που αναπτύσσεται και διεκδικεί αυτόνομο ρόλο στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης: το κράτος Δικαίου.

Εκτός λοιπόν από τους παραδοσιακούς μαγνήτες του δημόσιου ενδιαφέροντος, όπως είναι οι πολιτικοί, οι διασκεδαστές, οι κοινωνικές διεκδικήσεις, τα εθνικά οράματα και τα καταναλωτικά αγαθά, η Ελλάδα στην δεκαετία του 1980 αποκτά σταθερούς δημοκρατικούς θεσμούς αυτοτελούς σημασίας για την κοινή γνώμη, οι οποίοι διεκδικούν ρυθμιστικό ρόλο, πέρα από τους συγκυριακούς πλειοψηφικούς συσχετισμούς. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η ωρίμανση του νέου Συντάγματος του 1975 και η αναθεώρησή του κατά το 1986, με κεντρικότερο θεσμικό διακύβευμα τον ρυθμιστή του πολιτεύματος, δηλαδή το νέο θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η πρώτη αναθεώρηση του νέου Συντάγματος είναι ιστορικά συνδεδεμένη με την πολιτικά αμφιλεγόμενη απόφαση του Ανδρέα Παπανδρέου να μην στηρίξει τελικώς την υποψηφιότητα του Κωνσταντίνου Καραμανλή για το ύπατο αξίωμα, αποδίδοντας την επιλογή αυτή στην συνταγματική κατάργηση ορισμένων αρμοδιοτήτων του Προέδρου, οι οποίες είχαν χαρακτηριστεί ως "υπερεξουσίες", διότι αντιστοιχούσαν σε ανέλεγκτες προνομίες που διατηρούσε ο ανώτατος άρχων της περιόδου της βασιλευομένης δημοκρατίας. Ταυτόχρονα, όμως, η διαδικασία εκλογής του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας με τη χρήση έγχρωμων ψηφοδελτίων, ώστε το κυβερνών κόμμα (ΠΑΣΟΚ) να καταργήσει στην πράξη την μυστικότητα της διαδικασίας και να ελέγξει τους βουλευτές του σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο κομματικής πειθαρχίας, σε συνδυασμό με το μεγάλο νομικό ερώτημα περί του αν ο Πρόεδρος της Βουλής, ως αναπληρών Πρόεδρος της Δημοκρατίας, είχε ή όχι δικαίωμα ψήφου για την ανάδειξη του νέου ΠτΔ (η "ψήφος Αλευρά"), πυροδότησε έναν δημόσιο διάλογο συνταγματικού δικαίου που απασχόλησε εντονότατα την κοινή γνώμη ως προς την ερμηνεία του Συντάγματος. Αυτός ο διάλογος, στον οποίο πήρε θέση τότε σχεδόν το σύνολο του νομικού κόσμου της χώρας, ανέδειξε μια νέα τάξη προσώπων ως παραγόντων διαμόρφωσης της κοινής γνώμης σε θεσμικά ζητήματα: τους συνταγματολόγους. Ταυτόχρονα, όμως, οι δημόσιες τοποθετήσεις των συνταγματολόγων επιβαρύνθηκαν από την υποψία ότι οι επιστημονικές θέσεις τους ήταν επηρεασμένες από τις πολιτικές τους καταβολές, καθώς τα θέματα που τους απασχολούσαν βρίσκονταν στο σημείο τομής του δικαίου και της πολιτικής. Μέσα από το συνταγματικό διάλογο της δεκαετίας του 1980 αναδείχθηκαν και νέοι "αστέρες" της πολιτικής ζωής, οι οποίοι κυριάρχησαν μάλιστα στις επόμενες δεκαετίες: οι πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι αυτές του Ευάγγελου Βενιζέλου και του Προκόπη Παυλόπουλου, καθηγητών δημοσίου δικαίου, οι οποίοι τα επόμενα χρόνια βρέθηκαν στη θέση του νομοθέτη και του υπουργού.

Το έργο "Η Ελλάδα στη Δεκαετία του '80" δεν θα μπορούσε λοιπόν να μην περιέχει αναφορές στις μεγάλες δικαϊκές υποθέσεις που απασχόλησαν την κοινή γνώμη, τόσο σε θεσμικό επίπεδο ("Συνταγματολόγοι: Θεματοφύλακες του δημοκρατικού πολιτεύματος απέναντι στις αυθαιρεσίες της πολιτικής εξουσίας", "Ψήφος Αλευρά: Συνταγματική θεωρία και πολιτικός ρεαλισμός", της Χ. Ακριβοπούλου), όσο και σε δικαστικό ("Παραπομπή στο ειδικό δικαστήριο: το "βρώμικο '89" και η "Δίκη του Αιώνα", του Π. Κουστένη).

Μέσα από τις τελευταίες περιπτώσεις των "σκανδάλων" τέθηκαν οι βάσεις για την διαμόρφωση ακόμη και νέων συνταγματικών δικαιωμάτων που επικυρώθηκαν με την αναθεώρηση του 2001 ("Υποκλοπές: πόλεμος πληροφοριών και φημών την εποχή της πόλωσης", του Χ. Τάσση, "Ραδιόφωνο: το τέλος του κρατικού μονοπωλίου στα οπτικοακουστικά ΜΜΕ και η αρχή της απορρύθμισης" του Γ. Πασχαλίδη), ενώ στην πιο αρχετυπική τέτοια υπόθεση της δεκαετίας του 1980 βρίσκονται τα σπέρματα για την καθιέρωση νομικών εξαμβλωμάτων, όπως ο "βασικός μέτοχος" ("Σκάνδαλο Κοσκωτά: Πολιτική διαφθορά και ο ανταγωνισμός για τον έλεγχο των Μ.Μ.Ε.", Π. Κουστένη).

Και φυσικά, παράλληλα προς τις μεγάλες θεσμικές υποθέσεις και τις μεγάλες δίκες, υπάρχει και το έντονο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και η δημοσιογραφία του κλασικού "δικαστικού ρεπορτάζ". Ενώ δεν λείπουν οι κλασικές περιπτώσεις μυστηριωδών δολοφονιών που οδηγούν σε δίκες μεγάλου λαϊκού ενδιαφέροντος ("Υπόθεση Νάσιουτζικ: η "απόλαυση" του αντιελιτισμού", της Χ.Βροντού), κατά τη δεκαετία του 1980 η Ελλάδα ακουμπά δύο μεγάλες ποινικές κατηγορίες: αφενός το "επαγγελματικά" οργανωμένο έγκλημα ("Εταιρία δολοφόνων: πολιτικός κυνισμός και εγκληματική δραστηριότητα" του Χ. Τάσση), κι αφετέρου την τρομοκρατική δράση ("17 Νοέμβρη (Επαναστατική Οργάνωση): μια περιοδιολόγηση, η ανθρωπιστική ταύτιση με το θύμα και η τομή του θανάτου του Θάνου Αξαρλιάν", του Π. Παναγιωτόπουλου).

Σε ένα τόσο πολυσέλιδο έργο μπορεί να εντοπίσει κανείς και ορισμένες ανακρίβειες ή να έχει καίριες αντιρρήσεις ως προς την ανάλυση περιστατικών και υποθέσεων. Θεωρώ σημαντικό ότι η ανάπτυξη των νομικών θεμάτων ανατέθηκε σε νέους επιστήμονες, οι οποίοι είδαν την ύλη αυτή με την απαραίτητη απόσταση που μπορεί να εγγυηθεί σημαντικό βαθμό αυξημένης αντικειμενικότητας. Είναι βέβαιο ότι η ανάλυση είναι σφαιρική και -ας μου επιτραπεί- χορταστική, αλλά θα περίμενε κανείς περισσότερες παραπομπές σε πηγές για περαιτέρω έρευνα (ιδίως σε διαδικτυακούς τόπους, κάτι που δεν τόλμησαν οι συντάκτες). Αν και θεωρώ ότι ο δημόσιος νομικός λόγος πρέπει να αποδεσμευτεί από την υπερβολική παραπομπολογία, η οποία αποτελεί κληροδότημα ενός πατριάρχη των συνταγματολόγων που κυριάρχησε στα 80ς: του Αριστόβουλου Μάνεση ("μανέσειες" παραπομπές).

Πάντως, ξαναδιαβάζοντας για τις μεγάλες νομικές υποθέσεις της δεκαετίας του 1980 (οι οποίες διδάσκονταν εκτενώς και στις Νομικές σχολές, τουλάχιστον όσο θυμάμαι από τη δεκαετία του '90), σκέφτομαι ότι εάν προκύψουν εκ νέου ερωτήματα συνταγματικού δικαίου, παρά την εμπειρία, πάλι δεν θα έχουμε έναν κεντρικό θεσμό για να επιλύσει την αμφισβήτηση, πέρα από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία που μπορεί να επιβάλλει τη γνώμη της και τις απόψεις των συνταγματολόγων. Η έλλειψη ενός συνταγματικού δικαστηρίου σε συνδυασμό με την απροθυμία του Προέδρου της Δημοκρατίας να διαδραματίσει έναν ρυθμιστικό ρόλο σε νομικά ζητήματα αποτελεί ακόμη και σήμερα ένα κενό στο δικαϊκό μας σύστημα, το οποίο αποκαλύφθηκε ανάγλυφα στη δεκαετία του 1980.

Έργα όπως το "Λεξικό" επιβεβαιώνουν ότι ο δημόσιος νομικός λόγος διεκδικεί πια μια αναγνωρισμένη αυτοτέλεια, η οποία μπορεί να αναδειχθεί και σε αξία, εάν ελλείπουν οι πολιτικές και άλλες σκοπιμότητες που αμβλύνουν την επιστημονικότητα του και τον υποβαθμίζουν από καθαρό λόγο, σε εργαλείο εξουσιαστικής επιβολής.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Τα βιβλία-συναισθήματα διατίθενται χωρίς το DVD των.

Ανώνυμος είπε...

sλετε,αν εχουμε παραπονα απο τον συνηγορο του πολιτη,να απευθυνθουμε στους υπευθυνους.Που θα καταγγειλουμε μια ανεξαρτητη αρχη,οπου καταγγελουμε τις αρυθμιες και παρανομιες του ιδιου του κρατους;

To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...