"Ο προϊστάµενος της δηµόσιας οικονοµικής υπηρεσίας συντάσσει κάθε έτος, µε βάση τις δηλώσεις που του επιδίδονται, κατάλογο φορολογουµένων, ο οποίος περιέχει το ονοµατεπώνυµο ή την επωνυµία, τον τίτλο και τα λοιπά στοιχεία τους, το καθαρό εισόδηµα απο τις κατηγορίες ∆ και Ζ, το συνολικό καθαρό εισόδηµα το οποίο υπόκειται σε φορολογία. καθώς και το φόρο που αναλογεί σε αυτό. Ο κατάλογος αυτός καταρτίζεται µέσα σε έξι (6) µήνες από τη λήξη της προθεσµίας υποβολής των δηλώσεων και συµπληρώνεται µε τα αντίστοιχα στοιχεία της οριστικοποίησης της εγγραφής του υποχρέου. Τοποθετείται σε πρόσφορη θέση στο κατάστηµα της δηµόσιας οικονοµικής υπηρεσίας και των δήµων ή κοινοτήτων όπου εδρεύει δηµόσια οικονοµική υπηρεσία, ώστε να µπορεί να λαµβάνει γνώση αυτού οποιοσδήποτε. Επιτρέπεται η έκδοση καταλόγων των φορολογουµένων όλης της χώρας, καθώς και η δηµοσιευσή τους στις εφηµερίδες."
Σε αυτή τη διάταξη προστέθηκε με τον Ν.3842/2010 ("Αποκατάσταση φορολογικής δικαιοσύνης και αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής", βλ. εδώ) και η εξής προσθήκη:
"Ο κατάλογος είναι διαθέσιµος στο διαδικτυακό τόπο της Γενικής Γραµµατείας Πληροφοριακών Συστηµάτων. Η πρόσβαση στον κατάλογο γίνεται κατόπιν ταυτοποίησης του χρήστη και περιορίζεται µε βάση συγκεκριµένα ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια. Με απόφαση του Υπουργού Οικονοµικών καθορίζονται όλες οι αναγκαίες λεπτοµέρειες για την πρόσβαση στον κατάλογο αυτόν.»
Σύμφωνα με την ΠΟΛ 1135/4 Οκτωβρίου 2010 του Υπουργού Οικονομικών (βλ. εδώ),
"Με την τροποποιημένη διάταξη το δικαίωμα πρόσβασης στο συγκεκριμένο κατάλογο φορολογουμένων που αποτελεί δημόσια πληροφορία περιλαμβάνει και τη χρήση του διαδικτύου. Η δημοσιότητα των φορολογικών δεδομένων συγκεκριμένων κατηγοριών φορολογουμένων, που- σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία- αποφεύγουν να δηλώνουν τα πραγματικά τους εισοδήματα, αποτελεί ένα εύλογο μέτρο αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής. Η ταυτοποίηση του χρήστη που έχει πρόσβαση στον συγκεκριμένο κατάλογο επιτρέπει τη θέσπιση ποσοτικών κριτηρίων ως προς τον αριθμό των δεδομένων που θα εξαχθούν. Αυτό το μέτρο δυσχεραίνει τη μαζική εξαγωγή δεδομένων προστατεύοντάς τα έτσι από επεξεργασία που δε δικαιολογείται από το σκοπό της διάταξης αυτής, όπως π.χ. την εμπορική εκμετάλλευση των οικονομικών στοιχείων. Έτσι, επειδή η πρόσβαση στον κατάλογο δεν θα είναι ανοικτή αλλά ελέγξιμη και θα γίνεται με βάση συγκεκριμένες διαδικασίες και ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια που θα καθοριστούν από Υπουργική Απόφαση, τηρείται η αρχή της αναλογικότητας σε σχέση με την προστασία των προσωπικών δεδομένων και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής."
Επομένως εκκρεμεί η έκδοση της Υπουργικής Απόφασης που θα υλοποιεί την εν λόγω νομοθετική διάταξη και η οποία σύμφωνα με δημοσιεύματα έχει υποβληθεί στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα για γνωμοδότηση.
Σύμφωνα με χθεσινό δημοσίευμα της εφημερίδας "ΤΑ ΝΕΑ" (βλ εδώ), με την εν λόγω Υπουργική Απόφαση
"κάθε πολίτης που είναι πιστοποιημένος χρήστης της υπηρεσίας Τaxisnet, με το πάτημα ενός κουμπιού θα μπορεί να βλέπει στην οθόνη του υπολογιστή του όχι μόνο πόσα εισοδήματα δήλωσε στην εφορία και τι φόρο πλήρωσε ο οποιοσδήποτε φορολογούμενος αλλά και πού κατοικεί καθώς και την αρμόδια εφορία. Για τους επιχειρηματίες, η ηλεκτρονική «ακτινογραφία» της δήλωσής τους θα είναι ακόμα πιο πλήρης. Ονομα, επώνυμο και πατρώνυμο ή επωνυμία και τίτλος της επιχείρησης, ΑΦΜ διεύθυνση έδρας και ταχυδρομικός κώδικας, κύρια δραστηριότητα, αρμόδια εφορία, ημερομηνία έναρξης ή διακοπής, καθαρό εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα ή επιχειρηματικές δραστηριότητες, συνολικό καθαρό εισόδημα και φόρος που αναλογεί. Η περιέργεια θα μπορούσε να αποτελέσει οδηγό πλημμυρίδας αναζητήσεων στο Διαδίκτυο για τα εισοδήματα που δηλώνουν και τους φόρους που πληρώνουν επώνυμοι καλλιτέχνες, επιχειρηματίες, πολιτικοί και οποιοσδήποτε άλλος φορολογούμενος. Η δυνατότητα αυτή σύμφωνα με ορισμένα στελέχη του υπουργείου Οικονομικών που θεωρούν το εγχείρημα «κακή ιδέα» δίνει ενδεχόμενη τροφή ακόμα και για κλοπές ενώ οι υπέρμαχοι αναδεικνύουν την άλλη όψη: η κοινωνική πίεση που θα ασκείται εξαιτίας της δημοσιοποίησης των εισοδημάτων που δηλώνουν και των φόρων που πληρώνουν φορολογούμενοι που διάγουν βίο δυσανάλογο με τα δηλωθέντα εισοδήματα θα οδηγήσει σε πάταξη της φοροδιαφυγής."
Ακόμη κι αν θεωρήσουμε ότι η απλή δημοσιοποίηση των καταλόγων αυτών σε εφημερίδες ή στους πίνακες ανακοινώσεων της κάθε Δ.Ο.Υ. αποτελεί ένα θεμιτό μέτρο, η ίδια η ανάρτηση τους στο Διαδίκτυο σημαίνει αλλαγή κλίμακας της δημοσιότητας. Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, με την απόφαση 61/2004 (βλ. εδώ) έκρινε ότι οι πίνακες βαθμολογίας του ΑΣΕΠ μπορούν να δημοσιοποιούνται με ανάρτηση στα κτίρια του ΑΣΕΠ και στις Νομαρχίες, όχι όμως και στο Διαδίκτυο:
"1. Ο Ε. Μ. διαμαρτύρεται στην Αρχή (αριθμ. πρωτ. ***), γιατί το Α.Σ.Ε.Π. δημοσιεύει πίνακες βαθμολογίας, καθώς και πίνακες διοριστέων και μη διοριστέων στο δικτυακό του τόπο (www.asep.gr). Η δημοσίευση περιλαμβάνει επώνυμο, κύριο όνομα, πατρώνυμο, μητρώνυμο, κωδικό αριθμό, αριθμό δελτίου ταυτότητας, καθώς και τους βαθμούς.
2. Όλα τα παραπάνω στοιχεία αποτελούν προσωπικά δεδομένα, χωρίς ευαίσθητο χαρακτήρα. Η επεξεργασία τους υπόκειται στο άρθρο 5 του Ν.2472/1997. Η αρχή της διαφάνειας επιβάλλει τη δημοσίευση των δεδομένων αυτών και χωρίς τη συγκατάθεση των υποκειμένων. Κατά συνέπεια, η ανάρτηση όλων των πινάκων διοριστέων και μη διοριστέων, επιτυχόντων και μη επιτυχόντων στα κτίρια του Α.Σ.Ε.Π., καθώς και στις κατά τόπο Νομαρχίες όλης της επικράτειας επιβάλλεται για λόγους διαφάνειας και επιτρέπεται και χωρίς τη συγκατάθεση των υποκειμένων των δεδομένων (άρθρο 5 § 2 περ. δ΄ και περ. ε΄ του Ν. 2472/1997). Η αρχή της διαφάνειας των διαγωνισμών εξυπηρετείται πλήρως από τη δημόσια ανάρτηση με τον τρόπο αυτό των αποτελεσμάτων. Ακόμα και η δια του τύπου δημοσιοποίηση, που είναι επιτρεπτή, δεν μπορεί να συγκριθεί με την καταχώριση στο διαδίκτυο. Η δημοσίευση, αντίθετα, στο διαδίκτυο των δεδομένων αυτών δύναται να υπερβαίνει τον επιδιωκόμενο σκοπό της διαφάνειας, αφού επιτρέπει την πρόσβαση στα δεδομένα αυτά σε απεριόριστο αριθμό ενδιαφερομένων ή μη προσώπων. Συγκεκριμένα, τον επιδιωκόμενο σκοπό της διαφάνειας υπερβαίνει η ανακοίνωση των δεδομένων αποτυχίας στο διαδίκτυο και η δυνατότητα γνώσης τους, ακόμη και τυχαία, από τρίτα πρόσωπα (βλ. και την 38/2001 Απόφαση της Αρχής).
3. Mε βάση, επομένως, την αρχή της αναλογικότητας, η δημοσίευση των αποτελεσμάτων στο δικτυακό τόπο του Α.Σ.Ε.Π. (www.asep.gr) θα πρέπει να περιορίζεται στους πίνακες επιτυχόντων και διοριστέων."
Πέρα όμως από τη διαδικτυακή ανάρτηση, η ίδια η δημοσιοποίηση των καταλόγων φορολογουμένων αποτελεί ένα μέτρο αμφισβητούμενο ως προς την συμβατότητά του σχετικά με την προστασία προσωπικών δεδομένων.
Μια υπόθεση που παρουσιάζει ομοιότητες με την δημοσιοποίηση αυτή χειριστηκε το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το οποίο κλήθηκε να κρίνει κατά πόσον η δημοσιοποίηση ονομάτων και μισθών υπαλλήλων της κρατικής ραδιοφωνίας, για λόγους διαφάνειας, ήταν συμβατό μέτρο με το ευρωπαϊκό δίκαιο. Το ΔΕΚ, στην υπόθεση Osterreichischer Rundfunk (βλ. εδώ) έθεσε τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνει υπόψη ο νομοθέτης όταν καταφεύγει σε τέτοιου είδους μέτρα (δημοσιοποίηση στοιχείων εισοδήματος) για λόγους "κοινωνικής πίεσης":
"64. Επιβάλλεται η διαπίστωση, εκ προοιμίου, ότι τα επίμαχα δεδομένα στις υποθέσεις των κυρίων δικών, που αφορούν τόσο τις αποδοχές που χορηγούν ορισμένοι φορείς όσο και τους δικαιούχους τους, συνιστούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υπό την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο α´, της οδηγίας 95/46, καθόσον πρόκειται για «πληροφορία που αναφέρεται σε φυσικό πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί». Η καταχώριση και η χρησιμοποίησή τους εκ μέρους του ενδιαφερόμενου φορέα, καθώς και η διαβίβασή τους στο Rechnungshof και η εκ μέρους του τελευταίου μνεία τους σε έκθεση που προορίζεται να γνωστοποιηθεί σε διάφορα πολιτικά σώματα και να τύχει ευρείας δημοσιότητας, έχουν τον χαρακτήρα επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα υπό την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο β´, της οδηγίας αυτής.65. .μως, κατά τους ορισμούς της οδηγίας 95/46, με την επιφύλαξη των παρεκκλίσεων που δέχεται το άρθρο 13 της οδηγίας αυτής, κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να είναι σύμφωνη, αφενός, προς τις «αρχές που πρέπει να τηρούνται ως προς την ποιότητα των δεδομένων», τις οποίες θέτει το άρθρο 6 της ως άνω οδηγίας, και, αφετέρου, προς τις «βασικές αρχές της νόμιμης επεξεργασίας δεδομένων» που απαριθμεί το άρθρο 7 της οδηγίας.66. Ειδικότερα, τα δεδομένα πρέπει «να συλλέγονται για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς» (άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο β´, της οδηγίας 95/46), καθώς και να είναι «κατάλληλα, συναφή προς το θέμα και όχι υπερβολικά» σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους συλλέγονται και υφίστανται επεξεργασία (άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο γ´). Επιπλέον, κατά το άρθρο 7, στοιχεία γ´ και ε´, της ίδιας οδηγίας, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι θεμιτή, αντιστοίχως, αν «είναι απαραίτητη για την τήρηση εκ του νόμου υποχρεώσεως του υπευθύνου της επεξεργασίας» ή αν «είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση έργου δημοσίου συμφέροντος ή εμπίπτοντος στην άσκηση δημοσίας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο της επεξεργασίας [...] στον οποίο ανακοινώνονται τα δεδομένα».67. Εντούτοις, κατά το άρθρο 13, στοιχεία ε´ και στ´, της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν ιδίως από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας όταν τούτο είναι αναγκαίο για τη διαφύλαξη «σημαντικού οικονομικού ή χρηματοοικοκονομικού συμφέροντος κράτους μέλους ή της Ευρωπαϊκής .νωσης, συμπεριλαμβανομένων των νομισματικών, δημοσιονομικών και φορολογικών θεμάτων» ή «αποστολής ελέγχου, επιθεώρησης ή ρυθμιστικών καθηκόντων που συνδέονται, έστω και ευκαιριακά, με την άσκηση δημόσιας εξουσίας» στις ειδικές περιπτώσεις που απαριθμούνται στο προαναφερθέν στοιχείο ε´.68. Πρέπει να προστεθεί ότι οι διατάξεις της οδηγίας 95/46, καθόσον διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που μπορούν να οδηγήσουν σε προσβολή των θεμελιωδών ελευθεριών και, ειδικότερα, του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, πρέπει οπωσδήποτε να ερμηνεύονται ενόψει των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία, κατά πάγια νομολογία, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου, την τήρηση του οποίου διασφαλίζει το Δικαστήριο (βλ., ιδίως, την απόφαση της 6ης Μαρτίου 2001, C-274/99P, Connolly κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. Ι-1611, σκέψη 37).69. Οι εν λόγω αρχές επανελήφθησαν στο άρθρο 6, παράγραφος 2, ΕΕ, κατά το οποίο «η .νωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση [...] και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου».70. Η ίδια η οδηγία 95/46 έχει μεν ως κύριο σκοπό την εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, προβλέπει όμως παράλληλα, στο άρθρο 1, παράγραφος 1, ότι «τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, την προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων, και ιδίως της ιδιωτικής ζωής, έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα». Επίσης, την ίδια επιταγή εκφράζουν πολλές αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας, ιδίως η δέκατη και η ενδέκατη.71. Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως προβλέπει μεν, στην παράγραφο 1, την αρχή της μη αναμίξεως των δημοσίων αρχών στην άσκηση του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, παραδέχεται όμως παράλληλα, στην παράγραφο 2, ότι μια τέτοια παρέμβαση είναι δυνατή εφόσον «προβλέπεται από τον νόμο και αποτελεί μέτρον το οποίο, σε μια δημοκρατική κοινωνία, είναι αναγκαίο για την εθνική ασφάλεια, τη δημοσία ασφάλεια, την οικονομική ευημερία της χώρας, την προάσπιση της τάξεως και την πρόληψη ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων».72. 'Ετσι, για τις ανάγκες εφαρμογής της οδηγίας 95/46 και, ειδικότερα, των άρθρων 6, παράγραφος 1, στοιχείο γ´, 7, στοιχεία γ´ και ε´, και 13, έχει σημασία να εξακριβώνεται, καταρχάς, αν μια ρύθμιση όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κυρίων δικών προβλέπει παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή και, ενδεχομένως, αν η παρέμβαση αυτή δικαιολογείται έναντι του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως.
Επί της υπάρξεως παρεμβάσεως στην ιδιωτική ζωή
73. Επιβάλλεται να γίνει εκ προοιμίου δεκτό ότι η συλλογή ονομαστικών δεδομένων σχετικά με τα επαγγελματικά εισοδήματα ατόμου, με σκοπό τη γνωστοποίησή τους σε τρίτους, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει κρίνει, επ' αυτού, ότι ο όρος «ιδιωτική ζωή» δεν πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά και ότι «δεν υφίσταται κανένας λόγος αρχής για τον αποκλεισμό των επαγγελματικών δραστηριοτήτων [...] από την έννοια της ”ιδιωτικής ζωής”» (βλ., ιδίως, ΕΔΔΑ, αποφάσεις Amann κατά Ελβετίας της 16ης Φεβρουαρίου 2000, Recueil des arrêts et décisions 2000-ΙΙ, § 65, και Rotaru κατά Ρουμανίας της 4ης Μα.ου 2000, Recueil des arrêts et décisions 2000-V, § 43).74. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ναι μεν η απλή απομνημόνευση εκ μέρους του εργοδότη των ονομαστικών δεδομένων σχετικά με τις καταβαλλόμενες στο προσωπικό του αποδοχές δεν μπορεί να αποτελεί αυτή καθαυτή παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή, αλλά η ανακοίνωση των εν λόγω δεδομένων σε τρίτον, εν προκειμένω σε δημόσια αρχή, συνιστά προσβολή του δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής των ενδιαφερομένων, όποια και αν είναι η μεταγενέστερη χρησιμοποίηση των γνωστοποιούμενων με τον τρόπο αυτό πληροφοριών, και έχει τον χαρακτήρα παρεμβάσεως υπό την έννοια του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως.75. Προκειμένου να στοιχειοθετηθεί μια τέτοια παρέμβαση, ελάχιστη σημασία έχει αν οι γνωστοποιούμενες πληροφορίες είναι ή όχι ευαίσθητου χαρακτήρα ή αν οι ενδιαφερόμενοι υπέστησαν ή όχι ενδεχόμενες δυσμενείς συνέπειες λόγω της παρεμβάσεως αυτής (βλ. επ' αυτού την προαναφερθείσα απόφαση Amann κατά Ελβετίας, § 70). Αρκεί η διαπίστωση ότι τα στοιχεία σχετικά με τα εισοδήματα εργαζομένου ή συνταξιούχου κοινοποιούνται εκ μέρους του εργοδότη σε τρίτον.
Επί της δικαιολογήσεως της παρεμβάσεως
76. Μια παρέμβαση όπως η παρατιθέμενη στη σκέψη 74 της παρούσας αποφάσεως αντιβαίνει προς το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως εκτός αν, «προβλεπόμενη από τον νόμο», επιδιώκει έναν ή περισσότερους από τους θεμιτούς σκοπούς που απαριθμεί η παράγραφος 2 της διατάξεως αυτής και«είναι αναγκαία, σε μια δημοκρατική κοινωνία» για την επίτευξη των σκοπών αυτών.77. Δεν αμφισβητείται ότι η εν λόγω παρέμβαση στις υποθέσεις των κυρίων δικών προβλέπεται από το άρθρο 8 του συνταγματικού νόμου. Εντούτοις, τίθεται το ζήτημα αν το άρθρο αυτό είναι επαρκώς σαφές ώστε να παρέχει τη δυνατότητα στους αποδέκτες του νόμου να ρυθμίζουν τη συμπεριφορά τους, ανταποκρινόμενο με τον τρόπο αυτό στην επιταγή που συνάγεται από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σχετικά με την υποχρέωση να είναι προβλέψιμες οι ενέργειες των δημοσίων αρχών (βλ., ιδίως, ΕΔΔΑ, απόφαση Rekvényi κατά Ουγγαρίας της 20ής Μα.ου 1999, Recueil des arrêts et décisions 1999-III, § 34).78. Συναφώς, το άρθρο 8, παράγραφος 3, του συνταγματικού νόμου προβλέπει ότι η έκθεση που συντάσσει το Rechnungshof «πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα άτομα των οποίων οι ετήσιοι μισθοί και οι συντάξεις που παρέχουν οι φορείς και οργανισμοί [...] υπερβαίνουν το συνολικό ποσό που παρατίθεται στην παράγραφο 1», χωρίς να επιτάσσουν ρητώς την ανακοίνωση του ονόματος των ενδιαφερομένων ατόμων σε σχέση με τα εισοδήματα που έχουν. Κατά τις διατάξεις των αιτούντων δικαστηρίων, η θεωρία είναι εκείνη η οποία ερμηνεύει υπό την έννοια αυτή τον συνταγματικό νόμο, στηριζόμενη στις προπαρασκευαστικές του εργασίες.79. Εναπόκειται στα αιτούντα δικαστήρια να εξακριβώσουν αν η ερμηνεία κατά την οποία το άρθρο 8, παράγραφος 3, του συνταγματικού νόμου επιβάλλει την ανακοίνωση του ονόματος των ενδιαφερόμενων σε σχέση με τα εισπραττόμενα εισοδήματα ικανοποιεί την επιταγή σχετικά με τη δυνατότητα προβλέψεως των ενεργειών των δημοσίων αρχών, η οποία υπενθυμίζεται στη σκέψη 77 της παρούσας αποφάσεως.80. Εντούτοις, το ερώτημα αυτό θα τεθεί ενδεχομένως μόνον αφού εξεταστεί αν μια τέτοια ερμηνεία της επίμαχης εθνικής διατάξεως είναι σύμφωνη προς το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως, έναντι της αρχής της αναλογικότητας, σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Το τελευταίο αυτό ζήτημα εξετάζεται στις ακόλουθες σκέψεις.81. Από τη διάταξη του αιτούντος δικαστηρίου στην υπόθεση C-465/00 προκύπτει συναφώς ότι σκοπός του άρθρου 8 του συνταγματικού νόμου είναι η άσκηση πιέσεως στους δημόσιους φορείς να διατηρούν τους μισθούς τους εντός ευλόγων ορίων. Η Αυστριακή Κυβέρνηση παρατηρεί γενικότερα ότι η προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή παρέμβαση αποσκοπεί στην εξασφάλιση της ορθής και πρόσφορης χρησιμοποιήσεως των δημοσίων πόρων εκ μέρους της δημοσίας διοικήσεως. Τούτο συνιστά νόμιμο σκοπό τόσο υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως, που αφορά «την ευημερία της χώρας», όσο και του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο β´, της οδηγίας 95/46, που αναφέρεται σε «καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς».82. Πρέπει να εξακριβωθεί ακόμη αν η εν λόγω παρέμβαση είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία προς επίτευξη του νομίμως επιδιωκόμενου σκοπού.83. Κατά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το επίθετο «αναγκαίος», υπό την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, της ΕυρωπαϊκήςΣυμβάσεως, συνεπάγεται την ύπαρξη μιας «επιτακτικής κοινωνικής ανάγκης» και ότι το λαμβανόμενο μέτρο είναι «ανάλογο προς τον νομίμως επιδιωκόμενο σκοπό» (βλ., ιδίως, ΕΔΔΑ, απόφαση Gillow κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 24ης Νοεμβρίου 1986, σειρά Α αριθ. 109, § 55). Επιπλέον, οι εθνικές αρχές έχουν διακριτική ευχέρεια «η έκταση της οποίας εξαρτάται όχι μόνον από τον σκοπό αλλά και από τον ίδιο τον χαρακτήρα της παρεμβάσεως» (βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Leander κατά Σουηδίας της 26ης Μαρτίου 1987, σειρά Α αριθ. 116, § 59).84. Συναφώς, πρέπει να σταθμιστεί το συμφέρον της Δημοκρατίας της Αυστρίας να εξασφαλίζει την καλύτερη δυνατή χρησιμοποίηση των δημοσίων πόρων και, ειδικότερα, τη διατήρηση των μισθών σε εύλογα όρια έναντι της βαρύτητας της προσβολής του δικαιώματος των ενδιαφερομένων ατόμων σχετικά με τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής τους.85. Συναφώς, αφενός, προκειμένου για τον έλεγχο της ορθής χρησιμοποιήσεως των δημοσίων πόρων, το Rechnungshof και τα νομοθετικά σώματα έχουν αναμφισβήτητα ανάγκη να γνωρίζουν το ύψος των δαπανών που αφορούν το προσωπικό, στους διάφορους δημόσιους φορείς και οργανισμούς. Σ' αυτό προστίθεται το δικαίωμα των φορολογουμένων και της κοινής γνώμης γενικά να πληροφορούνται στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας σχετικά με τη χρησιμοποίηση των δημοσίων εσόδων, ιδίως όσον αφορά τις δαπάνες για το προσωπικό. Τέτοιες πληροφορίες, που συλλέγονται στο πλαίσιο της σχετικής εκθέσεως, είναι ικανές να συμβάλουν στον δημόσιο διάλογο σχετικά με ένα ζήτημα γενικού συμφέροντος, οπότε είναι προς το δημόσιο συμφέρον.86. Εντούτοις, τίθεται το ζήτημα αν η μνεία του ονόματος των εμπλεκομένων προσώπων όσον αφορά τα αποκτούμενα εισοδήματα είναι ανάλογη προς τον νομίμως επιδιωκόμενο σκοπό και αν οι αιτιολογίες των οποίων έγινε επίκληση ενώπιον του Δικαστηρίου προς δικαιολόγηση της σχετικής δημοσιότητας είναι ουσιώδεις και επαρκείς.87. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά την ερμηνεία που δέχονται τα αιτούντα δικαστήρια, το άρθρο 8 του συνταγματικού νόμου επιβάλλει τη δημοσιότητα των ονομάτων των εμπλεκομένων ατόμων σε σχέση με τα εισοδήματα εκείνα που υπερβαίνουν ένα ορισμένο ανώτατο όριο όχι για τα άτομα που απασχολούνται σε υπηρεσία για την οποία προβλέπεται η δημοσίευση του σχετικού μισθολογικού πίνακα αλλά για όλα τα άτομα που αμείβονται από φορέα ή οργανισμό ο οποίος υπόκειται στον έλεγχο του Rechnungshof. Επιπλέον, οι πληροφορίες αυτές υποβάλλονται όχι μόνο στο Rechnungshof και, μέσω αυτού, στα διάφορα νομοθετικά σώματα, αλλά τυγχάνουν επίσης ευρείας δημοσιότητας.88. Εναπόκειται στα αιτούντα δικαστήρια να εξακριβώσουν αν μια τέτοια δημοσιότητα είναι τόσον αναγκαία όσο και ανάλογη προς τον σκοπό της διατηρήσεως των μισθών εντός ευλόγων ορίων και, ειδικότερα, να εξετάσουν αν ο σκοπός αυτός θα μπορούσε να επιτευχθεί με εξίσου αποτελεσματικό τρόπο με τη διαβίβαση ονομαστικών πληροφοριών μόνο στα όργανα ελέγχου. Ομοίως, τίθεται το ζήτημα αν θα αρκούσε να ενημερωθεί το ευρύ κοινό μόνο σχετικά με τις αμοιβές και τα άλλα οικονομικά πλεονεκτήματα των οποίων απολαύουν οι υπάλληλοι των δημοσίων φορέων και οργανισμών βάσει συλλογικής συμβάσεως ή διατάξεως νόμου, όχι όμως του ποσού που εισπράττει συγκεκριμένα κάθε άτομο κατά τη διάρκεια του κάθεέτους, ένα ποσοστό του οποίου μπορεί να εξαρτάται από την οικογενειακή και προσωπική του κατάσταση.89. Αφετέρου, όσον αφορά τη βαρύτητα της προσβολής του δικαιώματος των ενδιαφερομένων ατόμων έναντι του σεβασμού της ιδιωτικής τους ζωής, δεν αποκλείεται τα άτομα αυτά να θίγονται λόγω των αρνητικών επιπτώσεων της δημοσιότητας των επαγγελματικών τους εισοδημάτων, ιδίως σε σχέση με τις προοπτικές τους να προσληφθούν σε άλλες επιχειρήσεις, ευρισκόμενες στην Αυστρία ή αλλού, μη υποκείμενες στον έλεγχο του Rechnungshof.90. Επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η παρέμβαση που απορρέει από την εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών δεν μπορεί να δικαιολογηθεί έναντι του άρθρου 8, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως παρά μόνον εφόσον η ευρεία δημοσιότητα όχι μόνον του ύψους των ετησίων εισοδημάτων, όταν αυτά υπερβαίνουν ένα ορισμένο ανώτατο όριο, των εργαζομένων σε φορείς και οργανισμούς που υπόκεινται στον έλεγχο του Rechnungshof, αλλά και των ονομάτων των εργαζομένων αυτών, είναι τόσον αναγκαία όσο και πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού της διατηρήσεως των μισθών σε εύλογα όρια, πράγμα το οποίο εναπόκειται στα αιτούντα δικαστήρια να εξετάσουν."
Δηλαδή ο έλεγχος νομιμότητας του μέτρου καταλήγει να είναι έλεγχος άκρων ορίων ως προς την αποτελεσματικότητά του: η δημοσιοποίηση των στοιχείων θα είναι νόμιμη μόνον εάν δεν υπάρχουν άλλοι τρόποι για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
Επομένως, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, στη γνωμοδότησή της θα πρέπει να επισημάνει στο υπουργείο ότι εφόσον υπάρχουν ηπιότερα μέτρα για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, δεν θα πρέπει να δημοσιοποιηθούν οι κατάλογοι των φορολογούμενων.
Eπιπλέον, κατά τη γνώμη μου το μέτρο είναι αντισυνταγματικό, λόγω παραβίασης της αρχής του δεσμευτικά καθορισμένου σκοπού, η οποία αρχή αποτελεί μέρος του άρθρου 9Α του Συντάγματος (βλ. σχετική ανάλυση εδώ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου