Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 21, 2011

Τα όρια της σάτιρας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο

Ο πίνακας που βλέπετε αριστερά είναι το έργο "Apokalypse" του αυστριακού ζωγράφου Otto Mühl. Παρουσιάζει γνωστά πρόσωπα της πολιτικής σκηνής της Αυστρίας αλλά και ορισμένους γνωστούς ιερείς σε ακραίες σεξουαλικές σκηνές (πάνω δεξιά εικονίζεται και η Μητέρα Τερέζα). Το έργο εκτέθηκε σε έκθεση στην Αυστρία στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν κάποιος επισκέπτης έριξε κόκκινη μπογιά στο σημείο που εικονιζόταν ένας βουλευτής και πρώην γ.γ. του Κόμματος Ελευθερίας.

Ο εν λόγω βουλευτής προσέφυγε δικαστικά εναντίον της Ένωσης Εικαστικών που εξέθετε τον εν λόγω πίνακα για προσβολή προσωπικότητας (δεν προσέφυγε κατά του ζωγράφου). Τα αυστριακά δικαστήρια τελικά απαγόρευσαν την περαιτέρω έκθεση του πίνακα και η Ένωση Εικαστικών προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Το ΕΔΔΑ εξέδωσε μια μνημειώδη απόφαση υπέρ της ελευθερίας της σάτιρας, η οποία μπορεί να περιέχει ακόμη και τέτοιου είδους απεικονίσεις για πολιτικά πρόσωπα ή θρησκευτικούς ηγέτες, χωρίς να θεωρείται ότι προσβάλλεται η προσωπικότητά τους. Υπήρξε βέβαια και μειοψηφία του Κύπριου δικαστή κ. Λουκαϊδη, ο οποίος έλεγε ότι δεν μπορούμε να θεωρούμε "τέχνη" οτιδήποτε παράγει ένας εικαστικός. Παρακάτω ακολουθεί μετάφραση της απόφασης στα ελληνικά, χωρίς τις μειοψηφούσες απόψεις.


ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ


ΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟ



ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ VEREINIGUNG BILDENDER KÜNSTLER (ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΕΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ) ΚΑΤΑ ΑΥΣΤΡΙΑΣ



(Προσφυγή αρ. 68354/01)



ΑΠΟΦΑΣΗ



ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ



25 Ιανουαρίου 2007




ΤΕΛΙΚΟ



25/04/2007



Η απόφαση θα καταστεί τελική υπό τους όρους του Άρθρου Article 44 § 2 της Σύμβασης. Μπορεί να υποβληθεί σε επιμέλεια κειμένου.

Στην υπόθεση της Vereinigung Bildender Künstler κατά Αυστρίας,

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Πρώτο Τμήμα), συνεδριάζον σε Τμήμα που αποτελείται από τους:

κ. Χ.Λ. ΡΟΖΑΚΗ, Πρόεδρο,
κ. Λ. ΛΟΥΚΑΪΔΗ,
κα F. Tulkens,
κα E. Steiner,
κ. K. Hajiyev,
κ. D. Spielmann,
κ. S.E. Jebens, δικαστές,
και τον κ. S. Nielsen, Γραμματέα τμήματος,

Έχοντας διασκευθεί μυστικά στις 19 Οκτώβρη 2006,

Εκδίδει την ακόλουθη απόφαση, η οποία θεσπίστηκε την ίδια ημέρα:


ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1. Η υπόθεση ξεκίνησε με μια προσφυγή (αρ. 68354/01) εναντίον της Δημοκρατίας της Αυστρίας, η οποία υποβλήθηκε στο Δικαστήριο κατά το Άρθρο 34 της Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (“η Σύμβαση”) από ένα σωματείο, την Vereinigung Bildender Künstler (“το προσφεύγων σωματείο”), στις 12 Μαρτίου 2001.

2. Το προσφεύγων σωματείο εκπροσωπήθηκε από την Schönherr OEG, μια δικηγορική εταιρία με έδρα τη Βιέννη. Η Αυστριακή Κυβέρνητη (“η Κυβέρνηση”) εκπροσωπήθηκε από τον υπάλληλό της, πρέσβη F. Trauttmansdorff, επικεφαλής του Τμήματος Διεθνούς Δικαίου του ομοσπονδιακού Υπουργείου Εξωτερικών.

3. Το προσφεύγον σωματείο ισχυρίζεται ότι οι αποφάσεις των Αυστριακών δικαστηρίων που του απαγόρευσαν να εξακολουθήσει να εκθέτει ένα έργο του Otto Mühl παραβίαζαν την ελευθερία της έκφρασης κατά το Άρθρο 10 της Συμβασης.

4. Η προσφυγή είχε κατατεθεί στον πρώτο Τομέα του Δικαστηρίου (Κανόνας 52 § 1 του Κανονισμού του Δικαστηρίου). Εντός του Τομέα, το Τμήμα που θα κρίνει την προσφυγή (Άρθρο 27 § 1 της Σύμβασης) συγκροτήθηκε σύμφωνα με τον Κανόνα 26 § 1.

5. Με την απόφαση της 30.6.2005 το Δικαστήριο κήρυξε την προσφυγή παραδεκτή.

6. Περαιτέρω παρατηρήσεις δεν υποβλήθηκαν ούτε από το προσφεύγον σωματείο, ούτε από την Κυβέρνηση (Κανόνας 59 § 1).

ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

I. ΟΙ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

7. To Σωματείο Εικαστικών Καλλιτεχνών Βιέννης είναι μια ένωση καλλιτεχνών με έδρα στο κτίριο Secession στη Βιέννη. Η Secession, μια ανεξάρτητη γκαλερί είναι αφιερωμένη αποκλειστικά σε εκθέσεις σύγχρονης τέχνης. Ένας από τους κύριους σκοπούς του σωματείου είναι η παρουσίαση των πρόσφατων εξελίξεων στην Αυστριακή και διεθνή τέχνη και η καλλιέργεια της ανοικτότητας στον πειραματισμό.

8. Μεταξύ 3 Απριλίου και 21 Ιουνίου 1998 το προσφεύγων σωματείο φιλοξένησε μια έκθεση στις εγκαταστάσεις του. Η έκθεση είχε τίτλο “Ο αιώνας της καλλιτεχνικής ελευθερίας” (“Das Jahrhundert künstlerischer Freiheit”) και σκοπό τον εορτασμό των 100 ετών του σωματείου. Μεταξύ των έργων που θα εκτίθεντο ήταν κι ένας πίνακας με τίτλο “Αποκάλυψη”, η οποία είχε δημιουργηθεί για τη συγκεκριμένη εκδήλωση από τον Αυστριακό ζωγράφο Otto Mühl. Ο πίνακας, με διαστάσεις 450 Χ 360 εκατοστά, αποτελείτο από ένα κολάζ διαφόρων δημοσίων προσώπων, όπως η Μητέρα Τερέζα, ο Αυστριακός καρδινάλιος Hermann Groer και ο πρώην πρόεδρος του Αυστριακού Κόμματος Ελευθερίας (με αρχικά: “FPÖ”) κύριος Jörg Haider, σε σεξουαλικές στάσεις. Ενώ τα γυμνά σώματα των ατόμων ήταν ζωγραφισμένα, τα κεφάλια και τα πρόσωπά τους αποδίδονταν με μεγεθυμένες φωτογραφίες, παρμένες από εφημερίδες. Τα μάτια κάποιων από τα πρόσωπα που εικονίζονταν ήταν καλυμμένα με μαύρες κορδέλες. Ανάμεσα σε αυτά τα πρόσωπα ήταν και ο κ. Meischberger, ο πρώην γενικός γραμματέας του FPÖ έως το 1995, ο οποίος κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα ήταν μέλος της Εθνικής Διάσκεψης (Nationalratsabgeordneter), θέση που είχε έως τον Απρίλιο του 1999. Ο κ. Meischberger εικονιζόταν να κρατάει το πέος του κ. Haider που εκσπερμάτιζε, ενώ ταυτόχρονα τον χάιδευαν δύο άλλοι πολιτικοί από το FPÖ και εκσπερμάτιζε πάνω στην Μητέρα Τερέζα.

9. Η έκθεση, για την είσοδο στην οποία υπήρχε εισιτήριο, ήταν ανοικτή στο κοινό.

10. Στις 11 Ιουνίου 1998, ενώ η έκθεση ήτανσε εξέλιξη, η Αυστριακή εφημερίδα Täglich Alles εξεμάνη με την απεικόνιση στον παραπάνω πίνακα “ομαδικών σεξουαλικών καταστάσεων με τον Επίσκοπο Groer και την Μητέρα Τερέζα”.

11. Στις 12 Ιουνίου 1998 ο πίνακας καταστράφηκε από έναν επισκέπτη, ο οποίος έριξε κόκκινη μπογιά στο σημείο που εικόνιζε, μεταξύ άλλων, τον κ. Meischberger. Μετά απ' αυτό το συμβάν, όλο το ζωγραφισμένο σώμα και μέρος του κεφαλιού του κ. Meischberger ήταν καλυμμένο με κόκκινη μπογιά.

12. Διάφορες Αυστριακές εφημερίδες αναφέρθηκαν στο συμβάν και αναπαρήγαγαν εικόνες από τον πίνακα.

13. Στις 22 Ιουνίου 1998, ο κ. Meischberger κινήθηκε νομικά σύμφωνα με το άρθρο 78 του Νόμου περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας (Urheberrechtsgesetz) εναντίον του προσφεύγοντος σωματείου, ζητώντας μια διαταγή για την απαγόρευση της παρουσίασης κι αναπαραγωγής του πίνακα. Περαιτέρω ζήτησε αποζημίωση [1.453 ευρώ]. Ισχυρίστηκε ότι ο πίνακας, εικονίζοντάς τον σε σεξουαλικές στάσεις με άλλα πρόσωπα, απαξίωνε αυτόν και τις πολιτικές του δραστηριότητες και μετέδιδε τον ισχυρισμό ότι δήθεν διήγαγε έναν έκλυτο σεξουαλικό βίο (lotterhaftes Intimleben). Οι μαύρες κορδέλες στα μάτια του δεν καθιστούσαν αδύνατη την αναγνώρισή του, επειδή εικονιζόταν μαζί με άλλους δύο πολιτικούς του FPÖ. Παρέμενε αναγνωρίσιμος, καθώς μετά το περιστατικό της 12.6.1998, είχε αυξηθεί η δημοσιότητα του συγκεκριμένου πίνακα. Περαιτέρω, υπήρχε κίνδυνος επανάληψης, καθώς μετά εκείνη την έκθεση, ο πίνακας θα παρουσιαζόταν και σε μια άλλη έκθεση στην Πράγα.

14. Στις 6 Αυγούστου 1999, το Εμποροδικείο της Βιέννης απέρριψε την αγωγή του κ. Meischberger. Σημείωσε ότι ενώ αρχικά επρόκειτο να συνεχιστεί η έκθεση στην Πράγα, το Βουκουρέστι και το Λουξεμβούργο, τελικά είχε αποφασιστεί ο τερματισμός της. Το δικαστήριο περαιτέρω έκρινε απορριπτέο ότι ο πίνακας προσέβαλε τον ενάγοντα ή διέστρεφε πληροφορίες για την ιδιωτική του ζωή, καθώς, ως ένα ζωγραφικό έργο, το οποίο έμοιαζε με μια ένα εικονίδιο από κόμικ (“comixartig”), προφανώς δεν απηχούσε την πραγματικότητα. Παρ' όλ' αυτά, ένας πίνακας που έδειχνε τον ενάγοντα σε μια τόσο ιδιωτική στάση θα μπορούσε, ανεξάρτητα από το αν απηχεί την πραγματικότητα, να έχει ένα προσβλητικό και απαξιωτικό αποτέλεσμα για την προσωπικότητά του. Ωστόσο, στην υπό κρίση υπόθεση, το δικαίωμα του προσφεύγοντος σωματείου στην ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης υπερείχε των προσωπικών συμφερόντων του κ. Meischberger. Κατά την στάθμιση των συμφερόνων του τελευταίου έναντι των συμφερόντων του προσφεύγοντος σωματείου, το δικατήριο έλαβε υπόψη ιδίως το γεγονός ότι η έκθεση ήταν αφιερωμένη στο καλλιτεχνικό όραμα του σωματείου κατά τα τελευταία εκατό χρόνια, τα οποία περιλάμβαναν και τα έργα του Αυστριακού ζωγράφου Otto Mühl. Περαιτέρω σημείωσε ότι το έργο εικόνιζε και πολλά άλλα πρόσωπα, ανάμεσα στα οποία και φίλους κι ευεργέτες του κόμματος FPÖ, οι οποίοι πάντοτε επέκριναν τα έργα του κ. Mühl.

15. Ο επίμαχος πίνακας συνεπώς μπορούσε να ειδωθεί ως ένα είδος αντεπίθεσης (Gegenschlag).Σε κάθε περίπτωση, η εικόνα του κ. Meischberger αποτελούσε ένα μάλλον μικρό μέρος του πίνακα και γι' αυτό δεν ήταν αρκετά χτυπητή. Το δικαστήριο περαιτέρω έκρινε ότι δεν υπήρχε κίνδυνος επανάληψης (Wiederholungsgefahr), καθώς ο πίνακας είχε εν μέρει καλυφθεί με κόκκινη μπογιά κι ο κ. Meischberger εξ αιτίας αυτού δεν ήταν πλέον αναγνωρίσιμος.

16. Στις 24 Φεβρουαρίου 2000, το Εφετείο τη Βιένης (Oberlandesgericht), κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, έκανε δεκτή την έφεση του κ. Meischberger για νομικούς και πραγματικούς λόγους και εξέδωσε μια απαγόρευση εναντίον του προσφεύγοντος σωματείου απαγορεύοντάς του να εξακολουθήσει να εκθέτει τον πίνακα σε εκθέσεις, ενώ το υποχρέωσε να καταβάλει τα έξοδα πυο κατέβαλε ο κ. Mr Meischberger καθώς και αποζημίωση [1.453,46 ευρώ] πλέον τόκου 4% από τις 8.7.1998. Περαιτέρω, επέτρεψε στον κ. Meischberger να δημοσιεύσει αποσπάσματα από την απόφαση σε δύο Αυστριακές εφημερίδες. Το δικαστήρο σημειωσε ότι η εικόνα του Meischberger ήταν εν μέρει μόνο καλυμμένη από κόκκινη μπογιά, έτσι ώστε μέρος του προσώπου του, το σχήμα του κεφαλιού του και το στυλ της κόμμωσής του ήταν αναγνωρίσιμα. Τα όρια της καλλιτεχνικής έκφρασης ξεπερνιούνται όταν η εικόνα του ατόμου διαστρέφεται ουσιωδώς με εντελώς φανταστικά στοιχεία, χωρίς να είναι πρόδηλο ότι η εικόνα αποσκοπεί στη σάτιρα ή σε κάποιο άλλο είδος υπερβολής. Ο πίνακας στην προκειμένη περίπτωση δεν αποσκοπούσε σε κάποια παραβολή ή έστω σε κάποια υπερβολική επίκριση στο πλαίσιο ενός βασικού μηνύματος, όπως για παράδειγμα, η δήλωση ότι ο κ. Meischberger περιφρονούσε την σεξουαλική αξιοπρέπεια και τα ήθη. Γι' αυτό δεν ενέπιπε στο Άρθρο 10 της Συμβασης, αλλά στην πραγματικότητα αποτελούσε προσβολή της δημόσιας παρουσίας του κ. Meischberger (Entwürdigung öffentlichen Ansehens). Το προσφεύγων σωματείο δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την παρουσίαση του πίνακα στο πλαίσιο της καλλιτεχνικής ελευθερίας που προστατεύεται από το Άρθρο 17a του Θεμελιώδους Νόμου (Staatsgrundsgesetz).Περαιτέρω, τίποτε δεν θα απέτρεπε το προσφεύγον σωματείο από την εκ νέου έκθεση του έργου στο μέλλον και συνεπώς υπήρχε ο κίνδυνος της επανάληψης.

17. Στις 18 Ιουλίου 2000, το Ανώτατο Δικαστήριο (Oberster Gerichtshof) απέρριψε την προσφυγή του προσφεύγοντος σωματείο ως μη αφορούσα νομικό ζήτημα αξιόλογου ενδιαφέροντος. Σημείωσε ότι το Εφετείο δεν αμφισβητούσε ότι ο πίνακας ενέπιπτε στο πεδίο της προστασίας του Άρθρου 17a του Θεμελιώδους Νόμου, αλλά κατά τη στάθμιση της καλλιτεχνικής ελευθερίας που κατοχυρώνεται σε αυτή τη διάταξη έναντι των προσωπικών δικαιωμάτων του κ. Meischberger όπως προστατεύονται από το άρθρο 78 του Νόμου περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας, είχε κρίνει ότι τα τελευταία υπερείχαν έναντι των πρώτων, λόγω του ότι η εικόνα του κ. Meischberger είχε χρησιμοποιηθεί με προσβλητικό και απαξιωτικό τρόπο. Όσο για το ζήτημα του εάν ο κ. Meischberger ήταν αναγνωρίσιμος παρότι ο πίνακας είχε καλυφθεί με κόκκινη μπογιά, το Εφετείο δεν είχε αμφισβητήσει τα έγγραφα που περιέχονταν στη δικογραφία και γι' αυτό δεν υπήρχε λόγος διόρθωσης. Το δικαστήριο επέβαλε στο προσφεύγον σωματείο να καταβάλει τα δικαστικά έξοδα.

18. Αυτή η απόφαση κοινοποιήθηκε στο προσφεύγον στις 13 Σεπτεμβρίου 2000.


II. ΣΧΕΤΙΚΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

19. Το Άρθρο 78 του Νόμου περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας, κατά το μέρος που είναι σχετικό εδώ, έχει ως εξής:


(1) Εικόνες προσώπων δεν θα εκτίθενται δημόσια ούτε θα καθίστανται με άλλον τρόπο προσιτές στο κοινό, όταν μπορεί να προκληθεί βλάβη σε έννομα συμφέροντα των εικονιζόμενων προσώπων ή, εφόσον αυτά έχουν πεθάνει, χωρίς την άδεια των στενών συγγενών τους. ”

20. Το Άρθρο 17a του Θεμελιώδους Νόμου εγγυάται την καλλιτεχνική ελευθερία (Staatsgrundgesetz), και προβλέπει τα εξής:

Η καλλιτεχνική δημιοργία και η δημοσίευση και διδασκαλία της τέχνης είναι ελεύθερες.”

ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ

I. ΙΣΧΥΡΙΖΟΜΕΝΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 10 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

21. Το προσφεύγον σωματείο διαμαρτύρεται ότι τα Αυστριακά δικαστήρια απαγορεύοντάς του να εκθέσει περαιτέρω τον πίνακα παραβίασε το δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης κατά το Άρθρο 10 της Σύμβασης.


Το Άρθρο 10, στο μέτρο που είναι σχετικό, έχει ως εξής.

1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης. Αυτό το δικαίωμα περιλαμβάνει την ελευθερία της γνώμης, καθώς και της λήψης και μετάδοσης πληροφοριών και ιδέων χωρίς παρέμβαση από δημόσια αρχή και ασχέτως συνόρων. [...].

2. Η ενάσκηση αυτών των ελευθεριών, καθώς συνεπάγεται καθήκοντα και ευθύνες, μπορεί να υπόκειται σε διατυπώσεις, όρους και περιορισμούς ή κυρώσεις εφόσον αυτές περιγράφονται στον νόμο και είναι αναγκαίες σε μια δημοκρατική κοινωνία για λόγους εθνικής ασφάλειας, εδαφικής ακεραιότητας ή δημόσιας ασφάλειας, για την αποτροπή εκτροπής ή του εγκλήματος, για την προστασία της υγείας και των ηθών, για την προστασία της υπόληψης ή των δικαιωμάτων των άλλων, για την αποτροπή της κοινοποίησης πληροφοριών που συλλέχθησαν με εμπιστευτικότητα, ή για την προστασία του κύρους και της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας.



A. Οι ισχυριμοί των διαδίκων

22. Η Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η απαγόρευση των Αυστριακών δικαστηρίων δεν συνιστά παρέμβαση στα δικαιώματα του προσφεύγοντος σωματείο κατά την έννοια του Άρθρου 10 της Σύμβασης. Ισχυρίζεαι ότι το Άρθρο 10 δεν προστατεύει από μόνο του την καλλιτεχνική ελευθερία αλλά μόνον εφόσον οι καλλιτέχνες αποσκοπούν να συμβάλουν μέσω του έργου τους σε μια δημόσια συζήτηση για πολιτικά ή πολιτισμικά θέματα. Η παρούσα αναπαραγωγή δημοσίων προσώπων σε “ομαδικές σεξουαλικές περιπτύξεις” δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί μια έκφραση γνώμης που συμβάει σε ένα πολιτισμικό ή πολιτικό διάλογο.


23. Εναλλακτικά,η Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η επίμαχη παρέμβαση ήταν νόμιμη και ότι υπηρετούσε το νόμιμο στόχο της προστασίας της ηθικής και της υπόληψης και των δικαιωμάτν των άλλων. Όσον αφορά την αναλογικότητα της παρέμβασης, ισχυρίζονται ότι από τα εκαίνιά της, η έκθεση στην οποία παρουσιάστηκε ο πίνακας είχε βρεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των μέσων ενημέρωσης, κυρίως λόγω του συγκεκριμένου πίνακα. Το ενδιαφέρον των μέσων ενημέρωσης είχε γίνει ακόμη πιο έντονο μετά την μερική καταστροφή του πίνακα έτσι ώστε το εν λόγω περιστατικό, το επίμαχο μέρος του πίνακα που έδειχνε τον κ. Meischberger είχε γίνει γνωστό όχι μόνο στους επισκέπτες αλλά και στο γενικό κοινό. Ο πίνακας είχε παρουσιαστεί σε όλες σχεδόν τις Αυστριακές εφημερίδες και στην τηλεόραση. Συνακόλουθα, τουλάχιστον από εκείνη την ημερομηνία, τα προσωπικά συμφέροντα του κ. Meischberger υπερείχαν έναντι των δικαιωμάτων του προσφεύγοντος σωματείου. Ήταν επίσης άσχετο το γεγονός ότι ο κ. Meischberger ήταν ένα πρόσωπο για το οποίο ενδιαφέρεται το κοινό κατά το χ΄ρονο των γεγονότων, καθώς το θέμα του πίνακα δεν αφορούσε μια δημόσια συζήτηση γενικού ενδιαφέροντος, ούτε σχετιζόταν με τον κ. Meischberger ως προς τη δημόσια ιδιότητά του. Ούτε θα μπορούσε να αναμένεται από τον κ. Meischberger να σχολιάσει δημόσια τον πίνακα, καθώς οι πράξεις που εικονίζονταν σε αυτόν σίγουρα θα έθιγε το αίσθημα σεξουαλικής αξιοπρέπειας των ατόμων με συνήθεις ευαισθησίες. Η Κυβέρνηση τέλος ανέφερε ότι κατά το χρόνο της παρέμβασης η εν λόγω έκθεση είχε ήδη κλείσει ότι κατά τη διάρκεια της έκθεσης ο πίνακας είχε παρουσιαστεί κανονικά. Ο προσφεύγων οργανισμός δεν σκόπευε να εκθέσει τον πίνακα στο εξωτερικό. Περαιτέρω, η απαγόρευση της έκθεσης του πίνακα στο εξής αφορούσε μόνο το προσφεύγον σωματείο ως εκθέτη και όχι τον ιδιοκτήτη του πίνακα, δηλαδή τον καλλιτέχνη και τον διαχειριστή του. Έχοντας υπόψη όλα αυτά τα στοιχεία,η Κυβέρνηση θεώρησε ότι η εν λόγω παρέμβαση ήταν σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας κατά την έννοια του Άρθρου 10 παράγραφος 2 της Σύμβασης.

24. To προσφεύγον σωματείο ισχυρίστηκε ότι η δημόσια έκθεση του πίνακα συνέβαλε σε έναν διάλογο μεταξύ του καλλιτέχνη, του εκθέτη και του κοινού και γι' αυτό προστατευόταν από το Άρθρο 10 της Σύμβαση. Αποδέχθηκε ότι η επιβληθείσα παρέμβαση προβλεπόταν από το νόμο, αλλά επέμεινε ότι η παρέμβαση δεν ήταν ούτε αναγκαία ούτε αναλογική. Ισχυρίστηκε ότι οι ισχυρισμοί της κυβέρνησης όσον αφορά την προστασία της ηθικής ήταν άσχετοι καθώς στην παρούσα υπόθεση τα εσωτερικά δικαστήρια είχαν θεμελιώσει την απόφασή τους μόνο στα υπερέχοντα προωπικά συμφέροντα του κ. Meischberger που προστατεύονταν από το άρθρο 78 του Νόμου περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας. Ο κ. Meischberger δεν μπορούσε όμως να επικαλείται άξια προστασίας ποσωπικά συμφέροντα, καθώς ο πίνακας προφανώς δεν δήλωνε ή υπονοούσε ότι ο τρόπος που εικονιζόταν αντιστοιχούσε σε πραγματικές συμπεριφορές του. Ο πίνακας παρουσίαζε την προσωπική ιστορία του καλλιτέχνη με έναν μεταφορικό τρόπο και απεικόνιζε, ανάμεσα σε άλλα γνωστά πρόσωπα, τον ίδιο τον ζωγράφο όπως και φίλους και ευεργέτες του. Όλα αυτά τα πρόσωπα εικονίζονταν ως εμπλεκόμενα σε σεξουαλικές πράξεις, απηχώντας την σύλληψη του καλλιτέχνη για την αλληλεπίδραση εξουσίας και σεξουαλικότητας. Ο κ. Meischberger ήταν ένα αό τα πρόσωπα που είχαν καθορίσει την ιστορία του κόμματος FPÖ τα τελευταία χρόνια και απεικονιζόταν μαζί με άλλα τρία μέλη του κόμματος σαν μια αλληγορία γι' αυτό το κόμμα, το οποίο πάντα είχε επικρίνει σοβαρά τα έργα του ζωγράφου. Περαιτέρω, ο κ. Meischberger και, οι πράξεις που θεωρούσε συκοφαντικές, δεν ήταν αναγνωρίσιμοι μετά την μερική καταστροφή του έργου. Κατά τη γνώμη του προσφεύγοντος σωματείου, το γεγονός ότι είχε κινηθεί νομικά μόνον μετά την μερική καταστροφή του έργου αποδείκνυε ότι σκοπός του ήταν όχι τόσο να προστατεύσει τα συμφέροντά του, αλλά να απαξιώσει το έργο του ζωγράφου.

25. Το προσφεύγον σωματείο, τέλος, επισήμανε ότι οι αποφάσεις των Αυστριακών δικαστηρίων ότι ο πίνακας προσέβαλε τα δικαιώματα του κ. Meischberger όπως αυτά προστατεύονται από το άρθρο 78 του Νόμου περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας και η απαγόρευση περαιτέρω έκθεσης του έργου δεν αφορούσαν μόνο το προσφεύγον σωματείο αλλά και τον ίδιο τον ζωγράφο και κάθε τρίτο πρόσωπο που θα επιθυμούσε να εκθέσει τον πίνακα και ισοδυναμούσαν με την διαγραφή του πίνακα από την συλλογική μνήμη. Ως παράδειγμα ανέφεραν την έκθεση του 2004 όσον αφορά το έργο του Mühl στο Μουσείο Εφηρμοσμένων Τεχνών της Βιέννης (Museum für Angewandte Kunst), όπου ο πίνακας δεν είχε εκτεθεί.

B. Η κρίση του Δικαστηρίου

26. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η ελευθερία της έκφρασης, όπως διασφαλίζεται από την παράγραφο 1 του Άρθρου 10, συνιστά ένα από τα θεμέλια κάθε δημοκρατικής κοινωνίας και είναι όντως μια από τις βασικές προϋποθέσεις για την πρόοδό της και την αυτοπραγμάτωση του ατόμου. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, δεν εφαρμόζεται μόνο σε “πληροφορίες” ή “ιδέες” που γίνονται ευμενώς αποδεκτές ή θεωρούνται μη προσβλητικές ή ομοιόμορφες, αλλά επίσης και σε αυτές που προσβάλλουν, που σοκάρουν ή ενοχλούν το Κράτος ή ένα μέρος του πληθυσμού. Αυτά επιβάλλονται από τον πλουραλισμός, την ανεκτικότητα και την ευρύτητα πνεύματος, χωρίς τις οποίες δεν υπάρχει “μια δημοκρατική κοινωνία”. Όσοι δημιουργούν, παρουσιάζουν, διανέμουν ή εκθέτουν έργα τέχνης συμβάλλουν στην αναταλλαγή ιδεών και απόψεων, γεγονός που είναι θεμελιώδες για μια δημοκρατική κοινωνία. Έτσι, το κράτος υποχρεούται να μην επεμβαίνει εσφαλμένα στην ελευθερία της έκφρασής τους. Οι καλλιτέχνες και όσοι προωθούν τα έργα τους δεν απολαμβάνουν βέβαια κάποιας ασυλίας από τους περιορισμούς που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του Άρθρου 10. Όποιος ασκεί την ελευθερία της έκφρασής του υπόκειται, σύμφωνα με την έκφραση αυτής της παραγράφου σε “καθήκοντα κι ευθύνες”. Η έκτασή τους θα εξαρτάται από την κατάστασή του και τα μέσα που χρησιμοποιεί (βλ. Müller και άλλοι κατά Ελβετίας, απόφαση της 24ης Μάη 1988, Συλλογή A αρ. 133, σελ. 22, §§ 33-34, με περαιτέρω παραπομπές).

27. Στην παρούσα υπόθεση, τα Αυστριακά δικαστήρια απαγόρευσαν στο προσφεύγον σωματείο να εκθέσει περαιτέρω τον πίνακα “Αποκάλυψη” του Mühl. Οι αποφάσεις αυτές παρενέβησαν στο δικαίωμα του προσφεύγοντος σωματείο για ελευθερία της έκφρασης (βλ., mutatis mutandis, Müller κ.α. , ό.π., σελ. 19, § 27).

28. Το Δικαστήριο κρίνει επιπλέον ότι η παρέβαση προβλεπόταν από το νόμο, χωρίς αυτό να έχει αμφισβητηεί, καθώς οι αποφάσεις των δικαστηρίων είχαν βασιστεί στο άρθρο 78 του Νόμου περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας.

29. Όσο για τον επιδιωκόμενο νόμιμο στόχο, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι το άρθρο 78 του Αυστριακού νόμου για την Πνευματική Ιδιοκτησία προβλέπει ένα ένδικο βοήθημα εναντίον της δημοσίευσης της εικόνας ενός προσώπου η οποία θα μπορούσε να προσβάλει τα νόμιμα συμφέροντα του εν λόγω προσώπου ή, εάν αυτό είχε πεθάνει, των στενών συγγενών του. Αναφερόμενα σε αυτή τη νομοθεσία, τα εσωτερικά δικαστήρια απαγόρευσαν από το προσφεύγον σωματείο την έκθεση του επίδικου πίνακα καθώς έκριναν ότι προσέβαλε την δημόσια εικόνα του κ. Meischberger. Γι' αυτό το Δικαστήριο αποδέχεται ότι το επιβαλλόμενο μέτρο αποσκοπούσε στην προστασία των “δικαιωμάτων των άλλων”.

30. Η Κυβέρνηση περαιτέρω επικαλέστηκε το νόμιμο στόχο της προστασίας των δημοσίων ηθών.

31. Το Δικαστήριο σημειώνει ωστόσο ότι ούτε το κείμενο της παραπάνω νομοθεσίας, ούτε οι λόγοι για τους οποίους εκδόθηκαν οι σχετικές δικαστικές αποφάσεις αναφέρονται σε αυτόν τον στόχο. Γι' αυτό το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποδεχθεί ότι οι Αυστριακές αρχές με τη απαγόρευση της έκθεσης του επίδικου πίνακα επιδίωκαν άλλο στόχο από την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων του κ. Meischberger. Συνακόλουθα, απορρίπτεται το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι η παρέμβαση αποσκοπούσε στο νόμιμο στόχο της προστασίας των δημοσίων ηθών.

32. Όσον αφορά την αναγκαιότητα της παρέμβασης, το Δικαστηρίο σημειώνει γενικά ότι ο πίνακας, στην αρχική του κατάσταση, εικόνιζε τον ξκ. Meischberger με έναν μάλλον εξωφρενικό τρόπο, δηλαδή γυμνό κι εμπλεκόμενο σε σεξουαλικές δραστηριότητες. Ο κ. Meischberger ένας πρώην γενικός γραμματέας του Αυστριακού Κόμματος Ελευθερίας και μέλος του κοινοβουλίου κατά τον επίδικο χρόνο, παρουσιάστηκε σε περιπτύξεις με άλλα τρία γνωστά μέλη του κόμματός του, ανάμεσα στα οποία και ο κ. Jörg Haider, ο οποίος ήταν τότε ο αρχηγός του κόμματος ενώ μετά ίδρυσε ένα άλλο κόμμα.

33. Ωστόσο, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο πίνακας χρησιμοποίησε μόνο φωτογραφίες των κεφαλιών των προσώπων, τα μάτια τους ήταν καλυμμένα με μαύρες κορδέλες και τα σώματά τους ήταν ζωγραφισμένα με αντιρεαλιστικό και υπερβολικό τρόπο. Αποτελεί κοινό τόπο των εσωτερικών δικαστηρίων όλων των βαθμών ότι η πίνακας προδανώς δεν αποσκοπούσε στην αναπαράσταση της πραγματικότητας. Η Κυβέρνηση, με τους ισχυρισμούς της, δεν επικαλέστηκε κάτι άλλο. Το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτή η απεικόνιση αποτελούσε μια καρικατούρα των προσώπων που αφορούσε, με χρήση σατιρικών στοιχείων. Σημειώνει ότι η σάτιρα είναι μια μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης και κοινωνικού σχολιασμού και με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της υπερβολής και της στρέβλωσης της πραγματικότητας, αποσκοπεί κανονικά στο να προκαλέσει και να ξεσηκώσε. Συνακόλουθα, κάθε παρέβαση στο δικαίωμα του καλλιτέχνη σε μια τέτοια έκφραση θα πρέοει να εξετάζεται με ιδιαίτερη προσοχή.

34. Στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο θεωρεί ότι ο πίνακας δεν θα μπορούσε να νοηθεί ως περιέχων λεπτομέρειες για την ιδιωτική ζωή του κ. Meischberger, αλλά περισσότερο αφορούσε την δημόσια εικόνα του κ. Meischberger ως πολιτικού του FPÖ. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι αυτή η ιδιότητα επέβαλε στον κ. Meischberger μια μεγαλύτερη ανεκτικότητα και σεβασμό στις επικρίσεις (βλ. Lingens κατά Αυστρίας, απόφαση της 8 Ιουλίου 1986, Συλλογή A αρ. 103, σελ. 26, § 42). Το Δικαστήριο δεν βρίσκει αβάσιμη την θέση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι αυτή η σκηνή στην οποία εικονιζόταν ο κ. Meischberger θα μπορούσε να νοηθεί ως ένα είδος αντεπίθεσης στο Αυστριακό Κόμμα Ελευθερίας τα μέλη του οποίου είχαν επικρίνει έντονα το έργο του ζωγράφου.

35. Επιπλέον το Δικαστήριο παρατηρεί ότι πέρα από τον κ. Meischberger το έργο έδιεχνε μια σειρά 33 προσώπων, κάποιων από τα οποία ιδιαίτερα γνωστών στο Αυστριακό κοινό, που όλα παρουσιάζονται με τον τρόπο που εκτέθηκε ανωτέρω. Πέρα από τον Jörg Haider και τον ίδιο το ζωγράφο, παρουσιαζόταν η Μητέρα Τερέζα και ο Αυστριακός καρδινάλιος Hermann Groer. Ο πίνακας επίσης περιείχε τον επίσκοπό Kurt Krenn, τον αυστριακό συγγραφέα Peter Turrini και τον διευθυντή του Δημοτικού Θεάτρου της Βιέννης , Claus Peymann. Ο κ. Meischberger που κατά τη διάρκεια των γεγονότων ήταν ένα απλό μέλος της Βουλής, σίγουρα ήταν ένα από τα λιγότερα γνωστά πρόσωπα του πίνακα και σήμερα, έχοντας αποσυρθεί από την πολιτική, είναι ελάχιστα αναγνωρίσιμος από το κοινό.

36. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι, πριν ακόμη ο κ. Meischberger κινήσει νομικές διαδικασίες, το μέρος του πίνακα που τον εικονίζει καταστράφηκε έτσι ώστε το κυρίως προσβλητικό μέρος που έδειχνε το σώμα του να έχει καλυφθεί από κόκκινη μπογιά. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι, μετά από αυτό το γεγονός, η απεικόνιση του κ .Meischberger ακόμη κι αν θεωρήσουμε ότι ήταν ακόμη αναγνωρίσιμος, ένα ζήτημα που έλαβε αντιφατικές τοποθετήσεις από τα Αυστριακά δικαστήρια, είχε αποκρυβεί αν όχι εντελώς εκλείψει, σε σχέση με τις απεικονίσεις των άλλων, πιο γνωστών, προσώπων που ακόμη είναι πλήρως ορατά στο έργο.

37. Το Δικαστήριο σημειώνει τέλος ότι η απαγόρευση των Αυστριακών δικαστηρίων δεν περιείχε κάποιον χρονικό ή τοπικό περιορισμό. Δεν κατέλιπε έτσι στο προσφεύγον σωματείο, το οποίο διαχειρίζεται μια από τις πιο γνωστές γκαλερί της Αυστρίας, με ειδίκευση στη σύγχρονη τέχνη, την δυνατότητα να εκθέσει τον πίνακα, ακόμη και σε τόπο όπου ο κ. Meischberger δεν θα ήταν γνωστός ή ακόμη γνωστός στο μέλλον.

38. Συνολικά, έχοντας σταθμίσει τα προσωπικά συμφέροντα του κ. Meischberger και λαμβάνοντας υπόψη την καλλιτεχνική και σατιρική φύση της απεικόνισής του, καθώς και της επίπτωσης του εν λόγω μέτρου εις βάρος του προσφεύγοντος σωματείου, το Δικαστήριο κρίνει ότι η απαγόρευση των Αυστριακών δικαστηρίων ήταν δυσανάλογη προς τον σκοπό που επιδίωκε και γι' αυτό μη αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία, κατά την έννοια του Άρθου 10 § 2 της Σύμβασης.

39. Συνεπώς, παραβιάστηκε το Άρθρο 10 της Σύμβασης.

II. ΕΦΑΡΜΟΓΉ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 41 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

40. Το Άρθρο 41 της Σύμβασης προβλέπει:

Εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι υπήρξε παραβίαση της Σύμβασης ή των Πρωτοκόλλων της και εάν το εσωτερικό δίκαιο του Υψηλού Συμβαλλόμενου Μέρους επιτρέπει μόνον μερική επανόρθωση, το Δικαστήριο εάν το κρίνει αναγκαό θα επιδικάσει δίκαιη ικανοποίηση για το θιγόμενο διάδικο.”

A.Ζημία

41. Όσον αφορά την περιουσιακή ζημία, το προσφεύγον σωματείο αξιώνει […] για αποζημίωση και […] για τα δικαστικά έξοδα που υποχρεώθηκε να καταβάλει στον κ. Meischberger κατά τις εσωτερικές διαδικασίες. Και τα δύο ποσά περιλαμβάνουν Φ.Π.Α. Περαιτέρω αξιώνει […], συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. για τα έξοδα δημοσίευσης αποσπασμάτων της απόασης. Τέλος αξιώνει αποζημίωση 2.200 ευρώ για συμπληρωματικά διοικητικά έξοδα κατά τη διάρκεια των εσωτερικών διαδικασιών.

42. Για μη περιουσιακή βλάβη, το προσφεύγον σωματείο αξιώνει 70.000 ευρώ.

43. Η Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι οι συμπληρωματικές διοικητικές δαπάνες ήταν άσχετες και ότι δεν υπήρχε αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα σε αυτό το ποσό και την διαπιστωθείσα παραβίαση. Η αξίωση για μη περιουσιακή βλάβη ήταν υπερβολική και σε κάθε περίπτωση η διαπίσωση της παραβίασης θα αποτελουσε επαρκή ικανοποίηση.

44. Όσον αφορά την περιουσιακή ζημια, το Δικαστήριο κρίνει ότι υπάρχει άμεσος σύνδεσμος ανάμεσα στις αξιώσεις του προσφεύγοντος σωμαείο και στις δαπάνες που υποχρεώθηκε να καταβάλει στον κ. Meischberger κατά τις εσωτερικές διαδικασίες, τις δαπάνες για την δημοσίευση της απόφασης και την παραβίαση του Αρθρου 10 που διαπιστώθηκε στην παρούσα υπόθεση. Γι' αυτό το Δικαστήριο επιδικάζει το πλήρες ποσό του εν λόγω κονδυλίου, ήτοι 12.286,74 ευρώ. Ωστόσο, η προσφυγή του σωματείο αφορούσε μόνο την απαγόρευση της περαιτέρω έκθεσης του πίνακα. Γι' αυτό το Δικαστήριο δεν βρίσκει αιτιώδη συνάφεια ανάμεσα στο αίτημα του σωματείου όσον αφορά την αποζημίωση που κατέβαλε και στην παραβίαση που διαπιστώθηκε. Το Δικαστήριο εξετάζει την αξίωση για συμπληρωματικά διοικητικά έξοδα υπό το κονδύλιο των εξόδων. Όσον αφορά το αίτημα για μη περιουσιακή βλάβη, το Δικαστήριο κρίνει ότι υπό τις συγκεκριμένες περιπστάσεις, η διαπίστωση της παραβίασης αποτελεί από μόνη της επαρκή δίκαιη ικανοποίηση.

B. Έξοδα και δαπάνες

45. Το προσφεύγον σωματείο αξιώνει την αποζημίωση εξόδων κατά τις εσωτερικές διαδικασίες υψους 12.950 ευρώ και 8.984,04 ευρώ για τις διαδικασίες ενώπιον του Δικαστηρίου. Και στα δύο ποσά περιλαμβάνεται Φ.Π.Α. υπολογιζόμενος βάσει των εσωτερικών νομοθετικών ποσοστών.

46. Η Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι αυτές οι αξιώσεις είναι υπερβολικές και επισήμανε ότι το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από εσωτερικά ποσοστά και πρακτικές. Περαιτέρω, το αντιείμενο ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν σχεδόν το ίδιο με αυτό ενώπιον των εσωτερικών δικαστηρίων και δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη προετοιμασία.

47. Το Δικαστήριο θεωρεί όσον αφορά τις εσωτερικές διαδικασίες ότι τα έξοδα για την νομική εκπροσώπηση του προσφεύγοντος όντως κατεβλήθησαν. Γι' αυτό επιδικάζει το πλήρες ποσό των 12.950,156 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α., για έξοδα του προσφεύγοντος ενώπιον των εθνικών δικαστηρίωμ. Όσον αφορά τα πρόσθετα διοικητικά έξοδα (βλ. Ανωτ. Υπό 44), το Δικαστήριο παρατηρεί ότι το ποσφεύγον δεν υπέβαλε υποστηρικτικά έγγραφα όπως επιβάλλεται από τον Κανόνα 60 του Κανονισμού του Δικαστηρίου. Γι΄αυτό απορρίπτει την αξίωση ως αναπόδεικτη.

48. Όσον αφορά τα έξοδα του προσφεύγοντος σωματείου για τις διαδικασίες σύμφωνα με τη Σύμβαση, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι δεν δεσμεύετι από εσωτερικά ποσοστά και πρακτικά, αν και αντλεί κάποια βοήθεια από αυτές (βλ. από την πάγια νομολογία, Tolstoy Miloslavsky κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 13 Ιουλίου 1995, Συλλογή A αρ. 316, σελ. 83, § 77, και Baskaya και Okçuoglu κατά Τουρκίας , αρ. 23536/94 και 24408/94, § 98, EΔΔΑ 1999-IV).Αποφασίζοντας σε αντίστοιχη βάση και λαμβάνοντας υπόψη αντίστοιχες υποθέσεις, το Δικαστήριο επιδικάζει στο προσφεύγον σωματείο 3.000 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. υπ΄αυτό το κονδύλιο. Ως εκ τούτου επιδικάζει το σύνολο των 15.950,16 ευρώ υπό το κονδύλιο των εξόδων και δαπανών.


Γ. Επιτόκιο

49. Το Δικαστήριο θεωρεί ορθό ο τόκος να βασιστεί στο κιμαινόμενο δικαιοπρακτικό επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προσαυξανόμενο κατά τρεις προσοστιαίες μονάδες.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

1. Κρίνει με τέσσερισ ψήφους έναντι τριών ότι παραβιάστηκε το Άρθρο 10 της Σύμβασης.


2. Κρίνει με τέσσερις ψήφους έναντι τριών ότι η διαπίστωση της παραβίασης αποτελεί από μόνη της δίκαιη ικανοποίηση για την μη περιουσιακή βλάβ που υπέστη το προσφεύγον σωματείο.


3. Κρίνει με τέσσερις ψήφους έναντι τριών

(α) ότι το υπόλογο κράτος πρέπει να καταβάλει στο προσφεύγον σωματείο εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση θα καταστεί τελική και υπό τους όρους του άρθρου Article 44 § 2 της Σύμβασης, τα παρακάτω ποσά:

(i) 12.286 ευρώ (δώδεκα χιλιάδες διακόσια ογδόντα έξι ευρώ και εβδομήντα τέσσερα λεπτά), συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. Για περιουσιακή ζημία.

(ii) 15.950,16 (δεκαπέντε χιλιάδες εννεακόσια πενήντα ευρώ και δεκαέξι λεπτά ), συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. για έξοδα και δαπάνες.

(β) ότι από την εκπνοή του ανωτέρω τριμήνου μέχρι την καταβολή θα καταβάλλεται τόκος ανερχόμενος στο ποσοστό του κιμαινόμενου δικαιοπρακτικού επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προσαυξανόμενο κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες.


4.Απορρίπτει με τέσσερις ψήφους έναντι τριών το αίτημα περί δίκαιης ικανοποίησης.


Συντάχθηκε στην Αγγλική γλώσσα και κοινοποιήθηκε εγγράφως την 25η Ιανουαρίου 2007, σύμφωνα με τον Κανόνα 77 §§ 2 και 3 των Κανονισμών του Δικαστηρίου

Søren Nielsen Χρίστος Ροζακησ
Γραμματέας Πρόεδρος


Σύμφωνα με το Άρθρο 45 § 2 της Σύμβασης και τον Κανόνα 74 § 2 του Κανονισμού του ΔΙκαστηρίου, συνάπτονται στην παρούσα απόφαση οι παρακάτω μειοψηφούσες γνώμες:

(α)Μειοψηφούσα γνώμη του κ. Λουκαϊδη.

(β) Κοινή μειοψηφούσα γνώμη του κ. Spielmann και του κ. Mr Jebens.

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ο κύριος Λουκαϊδης έχει γράψει ιστορία με τις απαρχαιωμένες απόψεις του. Κι Ελλάδα δεν πάει πίσω, ο πρώην υπουργός πολιτισμού κ. Βενιζέλος απαγόρευσε τον πίνακα με το καρπούζι στο Μπενάκιο της Πειραιώς.

e-Lawyer είπε...

Nομίζω ο Βενιζέλος δεν είχε ασχολήθηκε με το καρπούζι αλλά με τον πίνακα asperges me στην outlook.

Σταφύλι λέω ναν την κάνω την πραγματικότητα είπε...

"Η σάτιρα είναι βραδύτητα / δεν είναι για βιαστικούς"

"Η μια αλήθεια είναι το χιούμορ της άλλης"

To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...