Σύμφωνα με Κανονονισμό του Συμβουλίου της ΕΕ, υπάρχει η δυνατότητα να δεσμευτούν κεφάλαια ιδιωτών που συνδέονται με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, το δίκτυο της Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν (881/2002). Ορισμένοι ιδιώτες ζήτησαν την ακύρωση αυτού του νομικού πλαισίου από το Ευρωπαϊκό Πρωτοδικείο. Το οποίο εξέδωσε τις δύο πρώτες αποφάσεις του για αυτό το ζήτημα.
Το θέμα αυτό εντάσσεται στον "δεύτερο πυλώνα" της ΕΕ (Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας), στη σφαίρα του οποίου η κύρια αρμοδιότητα ανήκει στο Συμβούλιο.
Εφόσον τη λήψη τέτοιων µέτρων έχει ζητήσει το Συµβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, το περιεχόµενό τους διαφεύγει, κατά µέγα µέρος, του δικαστικού ελέγχου από το Ευρωπρωτοδικείο.
Τα άτοµα που συνδέονται οικονομικά με τους τρομοκράτες περιλαµβάνονται σε κατάλογο προσαρτηµένο στους κανονισµούς, τακτικώς αναθεωρούµενο από την Επιτροπή βάσει των ενηµερωµένων καταλόγων που αποστέλλει η επιτροπή κυρώσεων. Τα κράτη µπορούν να εγκρίνουν παρεκκλίσεις από το µέτρο της δεσµεύσεως κεφαλαίων για ανθρωπιστικούς λόγους.
Το Πρωτοδικείο τονίζει ότι ο προσβαλλόµενος κανονισµός περιορίζεται στην εφαρµογή, σε κοινοτικό επίπεδο, των αποφάσεων του Συµβουλίου Ασφαλείας. Συνεπώς, τυχόν έλεγχος της εσωτερικής νοµιµότητας του κανονισµού αυτού θα συνεπαγόταν τον έµµεσο έλεγχο, εκ µέρους του Πρωτοδικείου, της νοµιµότητας των ανωτέρω αποφάσεων. Ενόψει, όµως, του κανόνα της υπεροχής του δικαίου του ΟΗΕ, που διατυπώθηκε ανωτέρω, οι αποφάσεις αυτές διαφεύγουν, κατ’ αρχήν, του δικαστικού ελέγχου του Πρωτοδικείου, το οποίο δεν έχει τη δικαιοδοσία να θέσει υπό αµφισβήτηση, έστω έµµεσα, τη νοµιµότητά τους µε κριτήριο το κοινοτικό δίκαιο ή τα θεµελιώδη δικαιώµατα που αναγνωρίζονται στο πλαίσιο της κοινοτικής εννόµου τάξεως.
Αντιθέτως, το Πρωτοδικείο υποχρεούται, στο µέτρο του δυνατού, να ερµηνεύει και να εφαρµόζει το κοινοτικό δίκαιο κατά τρόπο σύµφωνο προς τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα κράτη µέλη από τον Χάρτη των Ηνωµένων Εθνών.
Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι οι προσφεύγοντες δεν αποστερήθηκαν αυθαιρέτως του δικαιώµατος ιδιοκτησίας. Η δέσµευση κεφαλαίων εντάσσεται στο πλαίσιο της προσπάθειας των Ηνωµένων Εθνών να καταστείλουν τη διεθνή τροµοκρατία και αποτελεί συντηρητικό µέτρο το οποίο, εν αντιθέσει προς τη δήµευση, δεν θίγει την ίδια την ουσία του δικαιώµατος ιδιοκτησίας των ενδιαφεροµένων επί των κεφαλαίων τους, αλλά αφορά µόνον τη χρήση αυτών των κεφαλαίων. Επιπροσθέτως, τα ψηφίσµατα του Συµβουλίου Ασφαλείας προβλέπουν έναν µηχανισµό περιοδικής επανεξετάσεως του γενικού συστήµατος κυρώσεων, καθώς και διαδικασία παρέχουσα στους ενδιαφερόµενους τη δυνατότητα να ζητήσουν επανεξέταση της περιπτώσεώς τους, µε τη µεσολάβηση του κράτους της ιθαγενείας τους, από την επιτροπή κυρώσεων. Οι ενδιαφερόµενοι µπορούν ανά πάσα στιγµή να απευθυνθούν στην επιτροπή κυρώσεων, µέσω των αρχών του κράτους της ιθαγενείας τους, αιτούµενοι τη διαγραφή των ονοµάτων τους από τον κατάλογο των ατόµων κατά των οποίων επιβάλλονται οι κυρώσεις.
Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι τα κοινοτικά όργανα δεν είχαν, επίσης, την υποχρέωση να ακούσουν τους ενδιαφερόµενους, καθόσον δεν είχαν κανένα περιθώριο εκτιµήσεως κατά την εφαρµογή των κυρώσεων που αποφάσισε το Συµβούλιο Ασφαλείας.
Αντιθέτως, το Πρωτοδικείο υποχρεούται, στο µέτρο του δυνατού, να ερµηνεύει και να εφαρµόζει το κοινοτικό δίκαιο κατά τρόπο σύµφωνο προς τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα κράτη µέλη από τον Χάρτη των Ηνωµένων Εθνών.
Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι οι προσφεύγοντες δεν αποστερήθηκαν αυθαιρέτως του δικαιώµατος ιδιοκτησίας. Η δέσµευση κεφαλαίων εντάσσεται στο πλαίσιο της προσπάθειας των Ηνωµένων Εθνών να καταστείλουν τη διεθνή τροµοκρατία και αποτελεί συντηρητικό µέτρο το οποίο, εν αντιθέσει προς τη δήµευση, δεν θίγει την ίδια την ουσία του δικαιώµατος ιδιοκτησίας των ενδιαφεροµένων επί των κεφαλαίων τους, αλλά αφορά µόνον τη χρήση αυτών των κεφαλαίων. Επιπροσθέτως, τα ψηφίσµατα του Συµβουλίου Ασφαλείας προβλέπουν έναν µηχανισµό περιοδικής επανεξετάσεως του γενικού συστήµατος κυρώσεων, καθώς και διαδικασία παρέχουσα στους ενδιαφερόµενους τη δυνατότητα να ζητήσουν επανεξέταση της περιπτώσεώς τους, µε τη µεσολάβηση του κράτους της ιθαγενείας τους, από την επιτροπή κυρώσεων. Οι ενδιαφερόµενοι µπορούν ανά πάσα στιγµή να απευθυνθούν στην επιτροπή κυρώσεων, µέσω των αρχών του κράτους της ιθαγενείας τους, αιτούµενοι τη διαγραφή των ονοµάτων τους από τον κατάλογο των ατόµων κατά των οποίων επιβάλλονται οι κυρώσεις.
Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι τα κοινοτικά όργανα δεν είχαν, επίσης, την υποχρέωση να ακούσουν τους ενδιαφερόµενους, καθόσον δεν είχαν κανένα περιθώριο εκτιµήσεως κατά την εφαρµογή των κυρώσεων που αποφάσισε το Συµβούλιο Ασφαλείας.
Κατά των αποφάσεων υπάρχει δυνατότητα άσκησης αναίρεσης στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εντός δύο μηνών από την κοινοποίησή της.
Με τις αποφάσεις αυτές το Πρωτοδικείο νομολογεί το αυτονόητο: ότι το διεθνές δίκαιο είναι υπέρτερο του κοινοτικού δικαίου (και όχι ίσης τυπικής ισχύος όπως διδάσκουν ορισμένοι έλληνες καθηγητές νομικής και αναγράφεται σε σχετικά εγχειρίδια με επιχειρήματα από το ... ελληνικό σύνταγμα). Το δικαστήριο καθιστά σαφές ότι η ΕΕ δεν θα καταστεί "τραπεζικός παράδεισος" των προσώπων που συνδέονται με τρομοκράτες. Ωστόσο, η αναίρεση που ίσως ασκηθεί ενώπιον του ΔΕΚ ενδεχομένως να έχει αποτέλεσμα την ανατροπή αυτών των αποφάσεων του Πρωτοδικείου, με βάση το τεκμήριο αθωότητας, την προστασία προσωπικών δεδομένων και την έλλειψη δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής και προηγούμενης ακρόασης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου